Το δόγμα περί Χριστού είναι εξ ίσου
σημαντικό, όσο και το δόγμα περί Αγίας Τριάδος. Είναι δόγμα πίστεως
κορυφαίο, στο οποίο ανακλάται η οικονομική Τριάδα. Λέγοντας αυτό
εννοούμε τον Τριαδικό Θεό στις εξωτερικές του ενέργειες, στη δημιουργία
του κόσμου και την απολύτρωση. Ο Λόγος του Θεού που στη μεταφυσική
Τριάδα (στο Θεό καθ’ εαυτόν) σχετίζεται με την ουσία και τις άλλες δύο
Τριαδικές υποστάσεις της θεότητας, αφήνει τους ουρανούς —χωρίς να χάσει
το θεοπρεπές του αξίωμα — και κατεβαίνει στη γη, γίνεται άνθρωπος
ιστορικός για να σώσει τον πεσμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Η είσοδος
αυτή στο πεδίο της ζωής και η ανάληψη της κακοπάθειας της ιστορικής
στιγμής είναι γνωστή ως «κένωσις» του Λόγου. Ο Λόγος γίνεται άνθρωπος
για να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ζυγό της αμαρτίας και την οδύνη του
πνευματικού θανάτου.
Στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία
και η ανθρώπινη, και ένα πρόσωπο, του αΐδιου Λόγου. Η ανθρώπινη φύση
του δεν είχε δικό της πρόσωπο, ήταν ανυπόστατη.
Η θεία φύση του Χριστού ήταν η τέλεια
φύση της θεότητας. Επίσης τέλεια ήταν και η ανθρώπινη φύση του, στην
οποία υπήρχε ψυχή νοερά και λογική, ενωμένη με σώμα υλικό και αληθινό. Η
ένωση των φύσεων έγινε στη μήτρα της Παρθένου «εξ άκρας συλλήψεως».
Μόλις δηλαδή η Μαρία δέχτηκε τον ασπασμό του αγγέλου, το Πνεύμα του
Θεού εμόρφωσε στην παρθενική μήτρα της το έμβρυο Χριστό, με το οποίο
ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς το ενωθέν (η ανθρώπινη φύση) να
προφθάσει να ζήσει έστω και μία χρονική στιγμή έξω από την ένωση, ως
πρόσωπο ξεχωριστό και ίδιο. Συνεπώς ως άνθρωπος ο Χριστός δεν είχε δικό
του ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά φερόταν στο αΐδιο πρόσωπο του Λόγου.
Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού ήταν
υπερφυσικές. Σ’ αυτές δεν λειτούργησαν οι συνήθεις νόμοι της φύσεως. Η
Μαρία δεν συνέλαβε με τη γνωστή σύμπραξη ανδρός και γυναικός, αλλά με τη
δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ
μητρός», δεν είχε δηλαδή πατέρα σύζυγο της μητέρας του. Αφού δε δεν
συνέπραξε άνδρας, η Μαρία συνέλαβε το Χριστό χωρίς να χάσει την παρθενία
της. Στο αυτό μέτρο παρθενική και υπερφυσική ήταν και η γέννηση του
Κυρίου, γέννηση ανώδυνη και αλόχευτη (χωρίς τα φυσικά λόχια). Η γέννηση
του Σωτήρος δεν ακολούθησε τους ρυθμούς της φυσικής ανθρώπινης
γεννήσεως. Γι’ αυτό και γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, με το
οποίο έρχονται στον κόσμο όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Στο Χριστό έσπασε η
συνέχεια της αμαρτωλής φύσεως του Αδάμ, η οποία κληροδοτεί το
προπατορικό αμάρτημα σε όσους εκφύονται απ’ αυτήν. Ο Χριστός είναι ο
καινός Αδάμ της χάριτος, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος, η οποία
κληροδοτεί την πνευματική αναγέννηση και τη σωτηρία στους πιστεύοντες.
Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι
υποστατική, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Λέγοντας υποστατική ένωση εννοούμε
ότι αυτή έγινε στην υπόσταση (εξ ου και το όνομα) ή το πρόσωπο του
Λόγου. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν
ανυπόστατη, δηλαδή δεν έζησε ποτέ από μόνη της έξω από το πρόσωπο του
Χριστού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Στην ένωση οι φύσεις δεν επηρέασαν η
μία την άλλη, δεν μετατράπηκε η μία στη φυσική ποιότητα της άλλης, αλλά
παρέμειναν κάθε μια στη φυσική της ποιότητα και πληρότητα, χωρίς στο
έξης ν’ αποχωρίζονται η μία από την άλλη. Ενώθηκαν «ατρέπτως, ασυγχύτως,
αδιαιρέτως, αχωρίστως».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου