Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Η κτίση και η συνείδηση Οι δύο άφωνοι δάσκαλοι Θεογνωσίας Αγίου Ιωάννη τού Χρυσοστόμου

 


. Γι' αυτά λοιπόν, σ' εσάς μεν δεν θα ήταν εύκολα δυνατό ν' ανέφερα τον έλεγχο που έγινε τότε από μάς προς τους Έλληνες· εγώ δε που με όλες μου τις δυνάμεις εσπούδασα σ' αυτά, κι έχοντας αυτή τη μελέτη, αφού πολύ εύκολα αναφέρω προς εσάς λίγα από κείνα που ειπώθηκαν τότε, θα μπορέσω να θυμηθώ ολάκερο το αντικείμενο της ομιλίας.
Ποιό ήταν λοιπόν το θέμα;
Εξετάζαμε πώς εξ αρχής ο Θεός μας, προνοούσε για το γένος των ανθρώπων, πώς δίδαξε τα όσα συμφέρουν, χωρίς να υπάρχουν γράμματα, ούτε να έχουν παραδοθεί οι Γραφές. Και αποδείχναμε ότι με το θέαμα της κτίσης μάς χειραγώγησε στη θεογνωσία του.
Όταν κι αφού έλαβα όχι το χέρι σας αλλά τη διάνοια, (σάς) οδήγησα παντού στην κτίση, δείχνοντας ουρανό, και γη, και θάλασσα, και λίμνες, και πηγές, και ποτάμια, και μεγάλα πέλαγα, και λειμώνες, και παραδεισένιους κήπους, και αψηλά τα στάχυα, και κατάφορτα καρπούς τα δέντρα και σκεπασμένες με δρυμούς κορυφές βουνών όταν είπα πολλά και για σπόρους, και για βότανα, και για λουλούδια, και για καρποφόρα κι άκαρπα φυτά, και για (ζώα) χωρίς λογική, και για ημέρα και για άγρια, και για των νερών και για της στεριάς, και γι' αμφίβια, και για κείνα που σχίζουν τον αγέρα, και για κείνα που σέρνονται χάμω, και γι' αυτά τα στοιχεία του παντός, και για το καθένα όλοι βγάζαμε μαζί φωνή (θαυμασμού), ενώ εξ αιτίας του απείρου πλούτου ατονούσε η διάνοια σε μάς και δεν μπορούσε να τα καταλάβει όλα.
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας». (Ψαλμ. 91, 6).
Όχι μονάχα δε για το πλήθος θαυμάζαμε τη σοφία του Θεού, άλλα και για τα δυο αυτά, γιατί και καλή και μεγάλη και θαυμαστή έπλασε την κτίση, και γιατί πάλι έβαλε πολλά δείγματα αυτής της αδυναμίας στα όσα βλέπονται, από τη μια μεν για να θαυμάζεται η σοφία και κείνοι που βλέπουν να προσελκύονται προς την λατρεία προς αυτόν, από την άλλη δε, για να μην, αφού παραγνωρίσουν τον Πλάστη εκείνοι που θεώνται το κάλλος τους και τη μεγαλοσύνη, αντί για κείνον προσκυνήσουν τα βλεπόμενα, ώστε η αδυναμία που υπάρχει σ' αυτά να μπορεί να διορθώσει τέτοια πλάνη.
Και πώς είναι φθαρτή όλη η κτίση, και θα μετασταθεί στο καλύτερο σχήμα, και θ' απολαύσει περισσότερη δόξα, και πότε, και για τι, κι από ποια αίτια έγινε φθαρτή, κι όλα αυτά τότε φιλοσοφούσα (μιλώντας) προς εσάς, κι από εδώ αποδείχναμε τη δύναμη του Θεού, γιατί έπλασε τόσο πολύ κάλλος σε φθαρτά σώματα, που κι απ' αρχής ο Θεός τους φιλοδώρησε, το κάλλος των άστρων, του ουρανού, του ηλίου. Γιατί κι αληθινά είναι άξιο να θαυμάσει κανείς, πως ενώ πέρασαν τόσα πολλά χρόνια, δεν έπαθαν τίποτα, παρόμοιο με τα δικά μας σώματα, ούτε εξ αιτίας των γερατειών έγιναν πιο ασθενικά, ούτε εξαντλήθηκαν από κάποια μεγάλη ή μικρή αρρώστια, αλλά τη δική της ακμή και το κάλλος που, όπως είπα πρωτήτερα, απ' αρχής ο Θεός τους χάρισε, απομένουν διατηρημένα, και ούτε λιγόστεψε το ηλιακό φως, ούτε το άνθισμα των αστεριών έγινε πιο σκοτεινό, ούτε σκορπίστηκε η φαιδρότητα τ' ουρανού, ούτε μετακινήθηκαν τα όρια της θάλασσας, ούτε σβήστηκε η δύναμη της γης να γέννα τους χρονιάτικους καρπούς.
Κι' ότι μεν αυτά είναι φθαρτά, και με συλλογισμούς και από τις θείες Γραφές αποδείξαμε· ότι δε είναι καλά, και φαιδρά, και διατήρησε το άνθος στην ακμή, μαρτυρεί το καθημερινό θέαμα εκείνων που βλέπουν, πράγμα βέβαια που είναι να θαυμάζει κανείς ακόμη περισσότερο τον Θεό που εξ αρχής έτσι τα δημιούργησε.
Επειδή δε ενώ εμείς τότε εκθέταμε αυτά κάποιοι αντέτειναν λέγοντας: λοιπόν απ' όλα όσα είναι ορατά ο άνθρωπος είναι το χειρότερο, αφού βέβαια το σώμα μεν τ' ουρανού, και της γης, και του ηλίου, κι όλων των άστρων επί τόσο μακρό χρόνο διάρκεσε, αυτός δε (ο άνθρωπος) ύστερ' από εβδομήντα χρόνια διαλύεται και χάνεται.
Πρώτα μεν, θα λέγαμε το εξής, ότι δεν διαλύεται ολάκερο το ζωντανό πλάσμα, αλλά το κυριώτερο και το πιο αναγκαίο μέρος του, η ψυχή, μένει στον αιώνα αθάνατη, χωρίς να παθαίνει τίποτε απ' αυτά, και η φθορά ελαττώνεται·
δεύτερο γιατί και με αυτό το ίδιο τιμούμαστε περισσότερο. Γιατί ούτε επιπόλαια, ούτε χωρίς κάποια αιτία, αλλά και δίκαια, και για ωφέλεια υπομένουμε και γεράματα και αρρώστιες. Δίκαια μεν γιατί έχουμε πέσει πάνω στην αμαρτία· για ωφέλεια δε για να διορθώσουμε την ανοησία μας που προήλθε από τη ραθυμία, με αυτή την ένδεια των παθών. Δεν άφησε λοιπόν ο Θεός να γίνει αυτό για να μας ατιμάσει. Γιατί αν δεν τιμούσε, δεν θ' άφηνε την ψυχή μας να είναι αθάνατη, αλλ' ούτε όντας ανίσχυρος, έπλασε τέτοιο το σώμα μας. Γιατί αν ήταν ανίσχυρος, δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει επί τόσο μακρό χρόνο τον ουρανό, και τ' αστέρια, και το σώμα της γης· αλλά για να (μας) κάνει καλύτερους και πιο φρόνιμους, και περισσότερο σ' αυτόν αφοσιωμένους, πράγμα που είναι το άπαντο της σωτηρίας.
Γι' αυτό δεν έκαμε (έτσι) τον ουρανό, ούτε ν' αναλίσκεται πριν από γεράματα, ούτε από κάποιες άλλες τέτοιες αρρώστιες. Γιατί κείνος που στερείται ελεύθερη βούληση και ψυχή δεν θα μπορούσε ούτε ν' αμαρτάνει ούτε να αθλεί· λοιπόν ούτε του χρειάζεται τέτοια διόρθωση.
Σε μας δε που έχουμε τιμηθεί με λογικό και ψυχή έχει γίνει ανάγκη η σωφρωσύνη που προέρχεται με τα παθήματα αυτά, και η ταπεινοφροσύνη, επειδή και από την αρχή, ο πρώτος πλασμένος άνθρωπος έπεσε στην ανοησία πριν απ' όλα τ' άλλα. Διαφορετικά δε, αν, όπως ακριβώς τα σώματα μας, έτσι κι ο ουρανός έμελλε να πλάθεται και να γερνά, πολλοί θ' αποδιναν αδυναμία στον πλάστη, ότι δεν μπορεί να κρατήσει στη ζωή σε πολλές περιόδους χρόνων, ένα σώμα· τώρα δε γι' αυτούς κι αυτή η πρόφαση αφαιρέθηκε αφού τα έργα παραμένουν επί τόσο μακρό χρόνο.
3. Επί πλέον δε, δεν σταματούν ως εδώ τα σώματά μας, αλλ' όταν στη ζωή αυτή σωφρωνιστούμε καλά, θα αναστήσει τα σώματα με περισσότερη δόξα κι από τον ουρανό, και τον ήλιο, κι απ' όλα τα άλλα θα είναι λαμπρότερα και προς το άνω τέλος θα μεταφέρει.
Ένας μεν λοιπόν είναι ο τρόπος της θεογνωσίας, (αυτός που προέρχεται) απ' ολόκληρη την κτίση. Άλλος δε, όχι μικρότερος (τρόπος θεογνωσίας), της συνείδησης, που κι αυτόν ολόκληρο τότε με πολλά λόγια εκθέσαμε, αποδείχνοντας πως είναι για μάς αυτοδίδαχτη η γνώση των καλών και των κακών και πως αντηχεί αυτά όλα μέσα μας η συνείδηση. Γιατί απαρχής αυτοί οι δυο δάσκαλοι μάς δόθηκαν, η κτίση κι η συνείδηση. Κανείς απ' τους δυο δεν έχει φωνή αλλά με τη σιγή διαπαιδαγωγούν τους ανθρώπους. Γιατί και η κτίση εκπλήττοντας το θεατή με το θέαμα, παραπέμπει καθένα που βλέπει στο θαύμα εκείνου που την έκτισε· η δε συνείδηση αντηχώντας εντός, υποβάλλει όλα όσα πρέπει να γίνουν.
Καταλαβαίνουμε και τη δύναμή του και την κρίση της απόφασης βλέποντας τα όσα έπραξε. Γιατί όταν εσωτερικά κατακρίνει την αμαρτία, εξωτερικά ταράζει την όψη και πλημμυρίζει (τον άνθρωπο) με πολλήν αθυμία. Πάλι (μάς) κάνει ώχρούς και περίτρομους, όταν κάνουμε κάτι από τα χειρότερα, και δεν ακούμε τη φωνή μεν, από την εξωτερική δε όψη την αγανάκτηση που συμβαίνει εντός παρατηρούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου