Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Μεσαιωνικός ορθολογισμός και βυζαντινός αποφατισμός και η εξέλιξή τους στο ρεύμα τού χρόνου Μάριου Μπέγζου





Πηγή: Συγκριτική Φιλοσοφία της Θρησκείας. Φάκελος μαθήματος. Αθήνα 1989/2000.

Μεταγραφή: Τερτυλλιανός


«Η μεταφυσική διαφοροποίηση της ανατολικής προσωποκρατίας και της δυτικής ουσιοκρατίας έχει συνέπειες στο πεδίο της λογικής και της γνωσιολογίας.

Η Βυζαντινή θεολογία αρθρώνει τον αποφατισμό και η μεσαιωνική σκέψη καταλήγει στον ορθολογισμό [...] ο αποφατισμός σημαίνει την γνωσιολογική επιφυλακτικότητα και την αυτοκριτική οριοθέτηση της λογικής. Πιο συγκεκριμένα με τον αποφατισμό υπονοούνται τα εξής στοιχεία: (α) Η αλήθεια και η γνώση είναι δύο άνισα μεγέθη, τα οποία ουδέποτε ταυτίζονται εντελώς. Η αλήθεια είναι μεγαλύτερη από την γνώση και ο λόγος διατυπώνει ένα μόνο μέρος της αλήθειας των όντων. Η αλήθεια δεν εξαντλείται στις ορθολογικές διατυπώσεις της. Η λογική δεν ορίζει εξαντλητικά, αλλά μόνο οριοθετεί ενδεικτικά. Ο ορθός λόγος είναι ο όρος και το όριο της γνώσης: δεν υπάρχει γνώση χωρίς λόγο, αλλά μόνο με το λόγο δεν γνωρίζεται η αλήθεια. Η λογική χρειάζεται, αλλά δεν αρκεί. (β) Η γνώση σημαίνει την ένωση του γινώσκοντος υποκειμένου με το γινωσκόμενο αντικείμενο. «Γνώσις κατά το εγχωρούν εστίν η μετουσία» (Γρηγόριος Νύσσης, P.G. 46, 176B). Θεογνωσία είναι η σχέση, επι-κοινωνία και συμ-μετοχή του ανθρώπου στις ενέργειες του Θεού. Η γνωστική διαδικασία δεν είναι μια κτητική-κατακτητική λειτουργία, αλλά μια μετοχική-συμμετοχική διαδικασία με αμοιβαιότητα και αλληλοπεριχώρηση: «γνόντες τον Θεόν, μάλλον δέ γνωσθέντες υπό Θεού» (9 Γαλ. 4,9).

Ο αποφατισμός δεν αποκλείει τον καταφατισμό, αλλά τον προϋποθέτει και τον εμπερικλείει: « Η αποφατική θεολογία ουκ εναντιούται ουδέ αναιρεί την καταφατικήν, αλλά δείκνυσι τα καταφατικώς επί Θεού λεγόμενα, αληθή μεν είναι και ευσεβώς επί Θεού, ού καθ'ημάς δέ ταύτα έχειν τον Θεόν» (Γρηγόριος Παλαμάς, P.G. 150, 120 5 D).

Η μεσαιωνική θεολογία ακολουθώντας διαφορετικό δρόμο υποτίμησε τον αποφατισμό και προτίμησε τον καταφατισμό μονομερώς. Η παραθεώρηση του αποφατισμού στη Δύση είχε τις ακόλουθες συνέπειες:

1. Η ανάπτυξη της λεγόμενης "φυσικής θεολογίας" με τις αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού δεν είναι άλλο παρά η προέκταση του μονομερούς καταφατισμού. Ενώ στην Ανατολή συνυπάρχει αρμονικά η αποφατική με την καταφατική θεολογία, στην Δύση επικρατεί ασσυμετρία μεταξύ τους. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός αρχίζει την δογματική διδασκαλία του με την προτεραιότητα του ακαταλήπτου του Θεού, αλλά ο Θωμάς Ακινάτης επιχειρεί στην αρχή του θεολογικού του συστήματος να τεκμηριώσει την ύπαρξη του Θεού καταφατικά.

2. Η απουσία του αποφατισμού είναι συνυπεύθυνη για τον θωμιστικό εκφυλισμό της ορθολογικής γνώσης σε ορθολογιστική. Ο Θεός γνωρίζεται και με τον ορθό λόγο, αλλά όχι όμως μόνο με αυτόν. Περί του Θεού αποκτούμε ενδείξεις, όχι όμως αποδείξεις. Η γνώση μας είναι ενδεικτική, ποτέ εξαντλητική. Ο Θεός δεν ορίζεται, διότι έτσι περιορίζεται, αλλά οριοθετείται η ύπαρξη Του. Ενώ στην Δύση πρυτανεύει ο καταφατικός ορθολογισμός, στην Ανατολή επικρατεί ο αποφατικός ορθολογισμός.

3. Ο δυαλισμός λόγου-πίστης στη Δύση οφείλεται στον μονομερή καταφατισμό της, ενώ ο εκλεκτισμός της Ανατολής στηρίζεται στον αποφατισμό της. «Η πίστις αναπόδεικτος γνώσις εστίν. Εί δε γνώσις εστίν αναπόδεικτος, άρα σχέσις εστίν υπέρ φύσιν η πίστις» (Μάξιμος Ομολογητής, P.G. 90, 1225B). Η πίστη δεν είναι το αντίθετο της γνώσης, αλλά μια εκδοχή της, κι ενώ διαφέρει από την γνώση, διότι η πίστη στερείται αποδεικτικότητας, ωστόσο δεν αντιτίθεται στην γνώση. Φιλοσοφία και Θεολογία δεν είναι ανταγωνιστές, αλλά συναγωνιστές του γνωσιολογικού αθλήματος. Και ο Γρηγόριος Παλαμάς ερμηνεύει την αποδεικτική πενία της πίστης ως εξής: «Ως γαρ αίσθησης εν τοις υπ'αίσθησιν λογικής ού δείται δείξεως, ούτως ουδέ πίστις εν τοις τοιούτοις αποδείξεως». Ο Ιωάννης Δαμασκηνός ορίζει την φιλοσοφία με τον ακόλουθο τρόπο: «Η ουν αγάπη η προς τον Θεόν αυτή εστίν η αληθής φιλοσοφία». Η φιλοσοφία και η θεολογία δεν διακρίνονται με κριτήριο την ελευθερία, όπως συνήθως λέγεται, ότι δήθεν η φιλοσοφία είναι ελεύθερη, αυτόνομη κι απροϋπόθετη, ενώ η θεολογία μένει ετερόνομη εμπροϋπόθετη και ανελεύθερη. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας λέγεται αγάπη. Η θεολογία είναι φιλία της σοφίας με το πρωτείο της αγάπης και η φιλοσοφία είναι λόγος περί Θεού χωρίς το πρωτείο της αγάπης. Φιλοσοφία ονομάζουμε την ανέραστη γνώση του Είναι και θεολογία αποκαλούμε την αγαπητική γνώση του όντως όντος. Ο αυθεντικός φιλόσοφος αγαπά να γνωρίζει και ο αληθινός θεολόγος γνωρίζει να αγαπά. Κάπως έτσι μπορεί να σχηματοποιηθεί η διαλεκτική σχέση φιλοσοφίας-θεολογίας στην Βυζαντινή Ανατολή σε διαστολή προς την δυαλιστική συσχέτιση τους στη μεσαιωνική Δύση υπό το σχήμα "ελευθερία-ανελευθερία".

Οι επιπτώσεις του μεσαιωνικού καταφατικού ορθολογισμού αναφαίνονται στην πορεία της ευρωπαϊκής εκκοσμίκευσης. Ο γερμανικός ιδεαλισμός με ηγήτορα τον Καντ θα αποσαθρώσει την ορθολογιστική θεογνωσία του Θωμισμού, ενώ ο υπαρξισμός, ο μαρξισμός και ο θετικισμός θα αφήσουν μετέωρη την "φυσική θεολογία" του σχολαστικισμού. Η διάλυση της ρωμαιοκαθολικής σύζευξης πίστης-λόγου θα καταφανεί στον προτεσταντισμό από τον Λούθηρο του 16ου αιώνα μέχρι τον Μπαρτ του 20ου αιώνα, όπου η φιλοσοφία θα πάρει οριστικό διαζύγιο από την θεολογία. Η θρησκεύουσα Ευρώπη ταλανίζεται στις συμπληγάδες του ρωμαιοκαθολικού λόγου μετά πίστεως και της προτεσταντικής πίστεως άνευ λόγου. Τέτοια διλλήματα μεταξύ λόγου-πίστεως θα αποφεύγονταν, αν ίσυχε ο αποφατισμός, όπως περιγράφτηκε παραπάνω».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου