ΜΕΡΟΣ Β'
Αποτογή του κόσμου
Ο
Θωμάς ήταν άριστος μαθητής στην εκκλησιαστική σχολή, αλλά δεν είχε
κλίσι να συνεχίση ανώτερες σπουδές. Δεν μπορούσε να τις δεχθή ως
πραγματικό μέσο για την απόκτησι εκείνης της γνώσεως, που οδηγεί στην
αλήθεια του Θεού και της μεγαλωσύνης Του. Ο Θωμάς διάλεξε ως ανώτατο
σχολείο του την Εκκλησία. Αφοσιωνόταν στην ανάγνωσι και την ψαλμωδία και
συμμάζευε το μυαλό του σε συνεχή πνευματική αδολεσχία και προσευχή.
Από τον καιρό αυτό οι σκέψεις περί μοναχισμού δεν τον άφηναν ούτε
στιγμή και προσανατόλιζε τις πρόσκαιρες επιδιώξεις του προς αυτόν τον
τελικό σκοπό.
Ο
καλός θείος του Θωμά πέθανε γρήγορα και άφησε τον ανηψιό του χωρίς
πόρους ζωής και χωρίς πραγματική στέγη. Δεν υπήρχε πλέον καμμία σκέψι
για να συνεχίση τις σπουδές του. Εγκατέλειψε την σχολή και άρχισε να
εργάζεται για να ζήση. Στα 1810 πήγε στην πόλι Τσιγκιρίν ως αναγνώστης,
αλλά επειδή η φωνή του ήταν λίγο αδύνατη, τον έστειλαν στο χωριό
Ομπούχοφ για νεωκόρο.
Ο
Θωμάς δεν έμεινε εκεί για πολύ. Ο κόσμος, που δεν είχε συμπαθήσει τον
Θωμά απ’ την στιγμή που γεννήθηκε, τον πίεζε τώρα με τους κανόνες και
τους νόμους του και απωθούσε την ψυχή του. Επιποθεί η ψυχή μου, έλεγε ο
Θωμάς, και εκλείπει εις τας αυλάς του Κυρίου [1]. Αισθανόμενος βαθειά
μέσα του μια απαρέσκεια για το πλήθος των κακόβουλων και ανέντιμων
ανθρώπων, ο Θωμάς εισήλθε στην μονή Μπράτσκυ του Κιέβου το 1812, πάνω
στην έξαρσι του Πατριωτικού Πολέμου[2].
Με
τι απερίγραπτη χαρά γέμισε η ψυχή του νεαρού ασκητή! Μπήκε και πάλι
μέσα στον ιερό χώρο του ήσυχου μοναστηριού, τον οποίο είχε αφήσει πριν
δύο χρόνια. Αυτή την φορά όχι για σπουδές, αλλά για προσευχή, υπομονή,
κόπο και νηστεία. Ήταν νεκρός για τον κόσμο και ο κόσμος είχε πεθάνει
γι' αυτόν μια για πάντα.
Πρώτοι αγώνες
Στήν
μονή Μπράτσκυ ο Θωμάς εργάστηκε σε πολλά διακονήματα. Στην αρχή ζύμωνε
και έψηνε ψωμί στο φούρνο. Εκείνη την εποχή μάλιστα δεν έφτιαχναν
πρόσφορα στην μονή Μπράτσκυ και ο Θωμάς πήγαινε να τα προμηθευθή από την
γυναικεία μονή Φλωρόφσκυ. Αργότερα τον έβαλαν στο μαγειρείο να φτιάχνη
μπόρστς. Κατόπιν τοποθετήθηκε βοηθός στο νοσοκομείο και τέλος έγινε
εκκλησιαστικός και καμπανάρης. Αυτό το τελευταίο διακόνημα μάλιστα του
άρεσε ιδιαίτερα. Με το χάραμα σηκωνόταν, ανέβαινε στο καμπαναριό και
παραδινόταν σε βαθειά περισυλλογή και μυστική προσευχή. Κανένας δεν τον
ενοχλούσε εκεί. Ο μάταιος κόσμος εκτεινόταν μπροστά στα πόδια του με
όλο το μεγαλείο του έως εκεί που έφθανε το βλέμμα του. Μπορούσε να
ατενίζη συνεχώς τον γαλανό ουρανό, όπου κατοικούσε ο Δημιουργός των
όλων, ορατών και αοράτων.
Έτσι
πέρασαν αρκετά χρόνια. Διπλασιάζοντας τις προσευχές και τους αγώνες
του, ο Θωμάς ήταν για όλους υπόδειγμα πραότητος, υπακοής, ταπεινώσεως
και σωφροσύνης. Με όλη του την ψυχή ποθούσε την ισάγγελη ζωή. Επεπόθησα
το σωτηριόν σου, Κύριε, και ο νόμος σου μελέτη μου εστίν[3],
επανελάμβανε διαρκώς.
Ο
Θωμάς δεν πίεζε την υπόθεσι της κουράς του, που ήταν η επιθυμία της
καρδιάς του. Ήθελε πρώτα να διδάξη στον εαυτό του την αυστηρή εκπλήρωσι
των κανόνων της μοναχικής ζωής. Ωστόσο ο προϊστάμενος του μοναστηρίου
διέκρινε τον ζήλο του στους πνευματικούς αγώνες και τίμησε τον Θωμά
κουρεύοντάς τον μοναχό στις 11 Δεκεμβρίου του 1821. Κατά την κουρά του ο
Θωμάς πήρε το όνομα Θεοδώρητος.
Μετά
από λίγο ο Θεοδώρητος τοποθετήθηκε βεστιάριος (φύλακας των αμφίων) και
στις 30 Σεπτεμβρίου του 1822, λόγω της αφοσιώσεώς του στην εκτέλεσι
αυτού του διακονήματος και της υποδειγματικής και αυστηρής μοναχικής
ζωής του, προήχθη στον βαθμό του ιεροδιακόνου.
Η
νέα θέσις έδωσε νέα ώθησι στους πνευματικούς αγώνες του. Ικανός τώρα
να στέκεται πλησιέστερα στην Αγία Τράπεζα του Βασιλέως της Δόξης, ο
Θεοδώρητος προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να μιμηθή την αγγελική
ζωή όλων εκείνων που είχαν ευαρεστήσει τον Θεό και παραστέκονταν τώρα
στον ουράνιο θρόνο του Αρνίου, του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου.
Λόγω της θέσεώς του, ο Θεοδώρητος είχε τώρα ένα μικρό εισόδημα, παρέμενε
όμως αυστηρός νηστευτής και δεν είχε κανένα προσωπικό αντικείμενο στο
κελλί του. Αντιθέτως, του ήταν εντελώς ξένο το να αποκτά διάφορα
πράγματα και έτσι με αυτό το εισόδημα βρήκε τρόπο να ασκή την ποθητή του
ελεημοσύνη. Παρέμενε χωρίς φαγητό για δύο ή τρεις ημέρες και έδινε το
μερίδιο του φαγητού του και τον μισθό του σε προσκυνητές, φτωχούς και
ζητιάνους.
«Τι
την χρειάζομαι αυτήν την σάρκα και το αίμα, που μία μέρα θα γίνουν
σκόνη;» συνήθιζε να λέη ο Θεοδώρητος και κατόπιν διπλασίαζε την νηστεία
του.
Έδειχνε
μία θεομίμητη αγάπη για τους πλησίον του και υπηρετούσε πρόθυμα και
τους πιο κατωτέρους του, επωμιζόμενος συχνά τις εργασίες άλλων και
υπηρετώντας σαν αγορασμένος δούλος. Έτσι ακολουθούσε στα ίχνη του ίδιου
του Σωτήρος, ο οποίος ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι.[4]
Φεύγοντας την δόξα των ανθρώπων
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1827 ο Θεοδώρητος χειροτονήθηκε ιερομόναχος και την ίδια περίοδο τοποθετήθηκε οικονόμος της Μονής Μπράτσκυ. Το αξίωμα αυτό εθεωρείτο τιμητικό στο μοναστήρι και ήσαν πολλοί εκείνοι που το επιθυμούσαν. Είχε όμως πολλή μέριμνα και δεν ταίριαζε καθόλου στις βαθύτερες κλίσεις του ιερομονάχου Θεοδωρήτου. Για να αποφύγη τους ανθρώπους και επειδή προτιμούσε να μένη σε πλήρη απομόνωσι, ζήτησε αμέσως να τον απαλλάξουν από την θέσι του οικονόμου και αρνήθηκε κάθε διακόνημα.
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1827 ο Θεοδώρητος χειροτονήθηκε ιερομόναχος και την ίδια περίοδο τοποθετήθηκε οικονόμος της Μονής Μπράτσκυ. Το αξίωμα αυτό εθεωρείτο τιμητικό στο μοναστήρι και ήσαν πολλοί εκείνοι που το επιθυμούσαν. Είχε όμως πολλή μέριμνα και δεν ταίριαζε καθόλου στις βαθύτερες κλίσεις του ιερομονάχου Θεοδωρήτου. Για να αποφύγη τους ανθρώπους και επειδή προτιμούσε να μένη σε πλήρη απομόνωσι, ζήτησε αμέσως να τον απαλλάξουν από την θέσι του οικονόμου και αρνήθηκε κάθε διακόνημα.
Ζήτησε
άδεια να ησυχάση στις σπηλιές που είχαν ανοιχθή από τον Άγιο Θεοδόσιο
στο χωριό Λέσνικι. Όταν του το αρνήθηκαν, ο Θεοδώρητος αποφάσισε να
ακολουθήση έναν ιδιαίτερο δρόμο ασκήσεως αναλαμβάνοντας τον μεγάλο αγώνα
της «διά Χριστόν σαλότητος». Έτσι άρχισε να κρύβη την
ανδρεία του χαρακτήρος του πίσω από μια προσποιητή εκκεντρικότητα.
Προχωρώντας εκ δυνάμεως εις δύναμιν στον δύσκολο δρόμο της πνευματικής
του τελειώσεως, εφήρμοζε τα λόγια του Αποστόλου: ει τις δοκεί σοφός
είναι εν υμίν εν τω αιώνι τούτω, μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός [5].
Μοναχική τελείωσις
Τώρα
είχε λιγώτερη βία στον αγώνα της ηθικής του τελειώσεως, επειδή
εδοκίμασεν αυτόν ο Κύριος και έγνω την καρδίαν του[6]. Από την παιδική
του ηλικία, ο Θεοδώρητος είχε το δώρο της ταπεινώσεως και της
πνευματικής καθαρότητος. Είχε δυνατή πίστι στην βοήθεια του Θεού, ο
οποίος τον είχε βγάλει από τον αμμώδη και βαλτώδη δρόμο και έστησεν επί
πέτραν τους πόδας του και κατεύθυνε τα διαβήματά του. Ο Θεοδώρητος
μπορούσε τώρα να λέη αληθινά: Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η
καρδία μου![8] Ένώ λοιπόν είχε αρχίσει το ανώτατο είδος ασκήσεως που
υπάρχει στην μοναχική ζωή, ο Θεοδώρητος έλαβε το μεγάλο μοναχικό σχήμα
στις 9 Δεκεμβρίου του 1834 και μετωνομάσθηκε σε Θεόφιλο.
Για
τον μοναχό το μεγάλο σχήμα είναι συνήθως μια απεικόνισις του σωματικού
θανάτου και μία πάλη προς τα άνω, για να ανυψωθή στην αιωνιότητα. Για
τον μακάριο Θεόφιλο, που είχε προετοιμασθή να υπηρέτηση τον Θεό από τις
πρώτες κιόλας ημέρες της ζωής του, έγινε ένα ορόσημο για την τέλεια
απάρνησι του κόσμου και την πνευματική μεταθέσί του στον ουρανό. Ο
θάνατος, η κρίσις και η βασιλεία των ουρανών —να τι απασχολούσε τώρα τις
σκέψεις του και όλες τις ώρες της περισυλλογής του.
Ανοδική πορεία
Με
χαρά ξεκίνησε ο μακάριος Θεόφιλος να βαδίση την αυτή στενή και
τεθλιμμένη οδό, ώστε να μπορέση κάποτε να φθάση στην γαλήνια κατάστασι
της ελευθερίας από τα πάθη της σαρκός. Τώρα ήταν ένας πραγματικός
στρατιώτης του Χριστού, εφωδιασμένος με όλα τα όπλα του Θεού εναντίον
όλων των ανθρωπίνων πειρασμών και αδυναμιών. Ξένος προς κάθε ανθρώπινη
ματαιότητα, καταφρονούσε κάθε συμβατικότητα της καθημερινής ζωής. Ο
Θεόφιλος δεν δημιουργούσε στενές σχέσεις με κανένα κλείνοντας τελείως
τον ναό της ψυχής του προς τον κόσμο, που άλλωστε τον είχε απωθήσει σαν
κάτι το ξένο από τότε ακόμη που ήταν βρέφος. Μόνο η προσευχή άνοιγε τα
χείλη του και οι ύμνοι προς τον Δημιουργό κινούσαν την γλώσσα του. Με
χαμηλωμένο βλέμμα βάδιζε πάντα ήρεμος και βυθισμένος σε σκέψεις στην
συνηθισμένη του διαδρομή από το κελλί στην εκκλησία, δίχως να χάση ποτέ
έστω και μία ακολουθία. Σταματώντας είτε στην είσοδο, είτε κοντά στις
θύρες της εκκλησίας που ήταν συχνά κλειστές, στεκόταν ακίνητος μέχρι το
τέλος της ακολουθίας. Κοντά του υπήρχε πάντα ένα καλάθι γεμάτο με
διάφορα τρόφιμα, προορισμένα για τους ενδεείς συνανθρώπους του. Κρατούσε
πάντα ένα κουβαδάκι ή μία γαβάθα ή κανάτα και ένα μικρό ψαλτήρι.
Χαριτωμένα καμώματα
Έχοντας
εντείνει ακόμη περισσότερο το αγώνισμα της σαλότητος, έβαλε ο μακάριος
ένα παλιό φέρετρο στο κελλί του, μέσα στο οποίο, αντί να ξαπλώνη την
νύχτα, όπως έκαναν πολλοί παλαιοί ασκητές της ευσέβειας, αυτός φύλαγε
διάφορα τρόφιμα και φαγητά. Επίσης, την ημέρα της κουράς του σε
μεγαλόσχημο, ο Θεόφιλος έρραψε παλιά κουρέλια πάνω στο κουκούλι του και
το φορούσε έτσι μέχρι τον θανατό του. Όταν ξήλωσαν τα πανιά αυτά την
ήμερα του θανάτου του, το κουκούλι εμφανίσθηκε ολοκαίνουργιο και
κατάλληλο για την κηδεία.
Κάθε
πρωί ο Στάρετς ξεκινούσε για τον Δνείπερο, από όπου έπαιρνε νερό.
Μερικές φορές έμπαινε μέσα σε κάποια βάρκα, απ' αυτές που ήταν αραγμένες
εκεί κοντά και κωπηλατούσε μέχρι την απέναντι όχθη του Δνειπέρου,
όπου, προχωρώντας μέσα στα βάθη του δάσους, παραδινόταν στην θεωρία του
Θεού. Ποτέ δεν έψαχνε για βαρκάρη, αλλά έμπαινε σε όποια βάρκα τύχαινε
να βρη και κωπηλατούσε μόνος του.
Οι
ιδιοκτήτες γνώριζαν την συνήθεια του Θεοφίλου και δεν ανησυχούσαν ποτέ
για τις βάρκες τους. Ποτέ δεν τον εμπόδισαν να κάνη αυτό που ήθελε.
Αντίθετα, ένοιωθαν μεγάλη χαρά αν έπαιρνε την δική τους βάρκα.
Στόχος των ευλαβών και των περιέργων
Ως
ζηλωτής και φορέας της θείας χάριτος και των χαρισμάτων του Πνεύματος,
ο μακάριος Θεόφιλος δεν μπορούσε να διαφύγη την προσοχή και την
ευλάβεια των ανθρώπων. Συχνά βάδιζαν από πίσω του σε κύκλο και τον
ακολουθούσαν παντού με την ελπίδα να ακούσουν έστω και μία λέξι απ’ το
στόμα του. Έτσι υψώνει ο Θεός τους ταπεινούς. Οι υπεύθυνοι όμως της
εκκλησιαστικής σχολής δεν έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια για τον «βρώμικο
και ρακένδυτο μοναχό Θεόφιλο» και έκαναν συνεχώς παράπονα στον Δεσπότη,
προβάλλοντας σαν αιτία ότι τα πλήθη των περιέργων που αναζητούσαν τον
Θεόφιλο πολιορκούσαν την σχολή έμπαιναν ακόμη και στα κτίρια,
διετάρασσαν την ησυχία και διέκοπταν την μελέτη των μαθητών. Εξ αιτίας
των παραπόνων αυτών, δέχθηκε ο μακάριος αυστηρές επιπλήξεις και, για να
αποφύγη περαιτέρω προβλήματα με την διεύθυνσι, έκρινε αναγκαίο το να
κρύβεται στα δάση, ώστε να μην τον βρίσκουν οι θαυμαστές του και να
γυρίζη στο κελλί του μόνο μετά την δύσι του ηλίου. Αλλά και πάλι τα
πλήθη των ανθρώπων τον εντόπιζαν και τον περίμεναν στην όχθη του
Δνει¬πέρου, και από εκεί τον ακολοθούσαν μέχρι το κελλί του.
Θεϊκά χαρίσματα
Σε
ανταμοιβή του ζήλου, της επιμελείας και της φλογερής αγάπης του προς
τον Εσταυρωμένο, ο Θεός εφώτισε τον Θεόφιλο με το φως της ουρανίου
σοφίας. Οτιδήποτε μυστικό και ακατανόητο υπήρχε στην ορατή και αόρατη
φύσι ήταν φυσικό, δυνατό και κατανοητό για τον Στάρετς. Ο μακάριος
Θεόφιλος προέλεγε με ακρίβεια, όχι μόνο τα φαινόμενα του ορατού κόσμου,
αλλά και όλα όσα κρύβονταν στα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς. Λέγεται ότι
η χάρις του Θεού άρχισε να γίνεται εμφανής στον Θεόφιλο από πολύ
ενωρίς, όταν ακόμη ήταν δόκιμος και υπηρετούσε στην εκκλησία.
Ένα αξέχαστο μάθημα υπακοής
Εκείνα
τα χρόνια υπήρχε η συνήθεια στις αδελφές της μονής Φλωρόφσκυ να
πηγαίνουν κάθε μέρα στον Δνείπερο για νερό. Το νερό του ποταμού ήταν
πλούσιο σε σίδηρο και πιο υγιεινό και καθαρό από το νερό των πηγαδιών.
Το συντομώτερο μονοπάτι για τον Δνείπερο περνούσε μέσα από την περιοχή
της μονής Μπράτσκυ και αυτή την διαδρομή ακολουθούσαν οι αδελφές. Υπήρχε
ωστόσο ο κανονισμός, καμμία δόκιμη να μη βγαίνη έξω από τις πύλες του
μοναστηριού χωρίς ευλογία από την γερόντισσά της. Όλες λοιπόν όσες
ήθελαν να βγουν στο ποτάμι για νερό είχαν υποχρέωσι να ενημερώσουν την
πλησιέστερή τους προϊσταμένη. Παρά την ύπαρξι αυτού του περιορισμού
συνέβη κάποτε μία νεαρή δόκιμη, επωφελούμενη από την απουσία της
γερόντισσας απ’ το κελλί της, να πάη στον Δνείπερο για νερό χωρίς την
απαιτούμενη ευλογία. Ήλθε στο ποτάμι και ήταν έτοιμη να βουτήξη τον
κουβά της στο νερό, οπότε έχασε την ισορροπία της και το κλειδί του
κελλιού της, που κρατούσε στο χέρι, έπεσε μέσα στο νερό. Μες στην
σύγχυσί της η ταλαίπωρη ψυχή άρχισε να κλαίη γοερά και να ενώνη
απελπισμένη τις παλάμες της. Πώς θα παρουσιαζόταν τώρα στην γερόντισσα;
Θά ήταν βέβαια αδύνατο να ανοίξη το κελλί της και γι’ αυτό θα έπρεπε να
εξηγήση πώς έχασε το κλειδί. Ξαφνικά από μία μεριά εμφανίστηκε ο
Θεόφιλος.
«Γιατί
κλαις;», την ρώτησε. Το νεαρό κορίτσι του είπε το πρόβλημά του. «Πολύ
ωραία το έπαθες, ανόητη. Τώρα δεν θα ξαναβγής χωρίς ευλογία την επόμενη
φορά. Δος μου ωστόσο τον κουβά σου και θα σε βοηθήσω».
Η
δόκιμη του έδωσε τον κουβά. Ο μακάριος έσκυψε στο ποτάμι και, αφού
έκανε το σημείο του σταυρού πάνω στο δοχείο, το ανέβασε με μια κίνησι
γεμάτο.
«Να, παρ' το και γύρνα στο μοναστήρι. Τώρα έχεις και νερό και κλειδί».Η
δόκιμη κοίταξε μέσα στον κουβά και είδε στον πάτο το χαμένο της
κλειδί. Ξεφωνίζοντας χαρούμενη και γεμάτη ευγνωμοσύνη έτρεξε πίσω από
τον Θεόφιλο, αλλά τα ίχνη του είχαν ήδη εξαφανισθή.
Πώς αποκτιέται η προόρασις
Κι
έτσι, καταπλήσσοντας όλους με την μεγαλωσύνη του πνεύματος και της
ζωής του, ο μακάριος Θεόφιλος αποτελούσε μία ζωντανή μαρτυρία της
θαυμαστής δυνάμεως του Θεού που μπορεί να βρίσκεται κρυμμένη μέσα στην
ανθρώπινη φύσι. Πόση εξουσία και δύναμις μπορούν να περικλείωνται μέσα
στην ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, όταν αυτός αγωνισθή να τον
διαποτίση εξ ολοκλήρου η ισχύς και η δύναμις της χάριτος του Χριστού!
Ένας
απλοϊκός χωρικός, έχοντας περιέργεια να μάθη πώς ο μακάριος μπορούσε
να προλέγη το μέλλον και να εισχωρή μέσα στα άδυτα της ανθρώπινης
καρδιάς, τον πλησίασε και τον ρώτησε:
«Πάτερ, πώς γίνεται και γνωρίζεις τα πάντα και μπορείς και προλέγεις το μέλλον της ζωής των ανθρώπων;»
«Δεν υπάρχει τίποτε το δύσκολο σ' αυτό», απάντησε ο μακάριος.
«Είναι πράγματι τόσο απλό, πάτερ;» ρώτησε ο χωρικός.
«Πολύ απλό. Θέλεις να μπορής να κάνης και σύ το ίδιο;»
«Πάρα πολύ, πάτερ. Εξήγησέ μου».
«Λοιπόν», συμβούλεψε ο Θεόφιλος, «τράβηξε μία μικρή τρίχα από τα βλέφαρά σου και δέσε την δύο φορές κόμπο. Όταν το κάνεις αυτό, θα γίνης το ίδιο σοφός όσο είμαι κι εγώ».
«Εννοείς ότι το κατόρθωσες μ' αυτόν τον τρόπο;»
«Ακριβώς», αποκρίθηκε ο Στάρετς Θεόφιλος.
Ο απλοϊκός χωρικός προσπάθησε να εφαρμόση την συμβουλή αλλά, όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να δέση ούτε έναν κόμπο στην βλεφαρίδα.
«Τόσο δύσκολο ήταν και για μένα να φτάσω στην τωρινή μου κατάστασι», είπε ο μακάριος και απομακρύνθηκε από τον χωρικό.
«Δεν υπάρχει τίποτε το δύσκολο σ' αυτό», απάντησε ο μακάριος.
«Είναι πράγματι τόσο απλό, πάτερ;» ρώτησε ο χωρικός.
«Πολύ απλό. Θέλεις να μπορής να κάνης και σύ το ίδιο;»
«Πάρα πολύ, πάτερ. Εξήγησέ μου».
«Λοιπόν», συμβούλεψε ο Θεόφιλος, «τράβηξε μία μικρή τρίχα από τα βλέφαρά σου και δέσε την δύο φορές κόμπο. Όταν το κάνεις αυτό, θα γίνης το ίδιο σοφός όσο είμαι κι εγώ».
«Εννοείς ότι το κατόρθωσες μ' αυτόν τον τρόπο;»
«Ακριβώς», αποκρίθηκε ο Στάρετς Θεόφιλος.
Ο απλοϊκός χωρικός προσπάθησε να εφαρμόση την συμβουλή αλλά, όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να δέση ούτε έναν κόμπο στην βλεφαρίδα.
«Τόσο δύσκολο ήταν και για μένα να φτάσω στην τωρινή μου κατάστασι», είπε ο μακάριος και απομακρύνθηκε από τον χωρικό.
Καταισχύνοντας την μάταιη σοφία
Πολλοί
μαθητές της σχολής, για να πειράξουν τον μακάριο Θεόφιλο, προσπαθούσαν
να τον βρουν στο κελλί του και να συζητήσουν μαζί του περί
θρησκευτικής μορφώσεως. Τους αποστόμωνε όμως με τις απλές και σοφές
απαντήσεις του. Τους έκανε μάλιστα εντύπωσι που ένας τέτοιος κακομοίρης
και ατημέλητος μοναχός μπορούσε και ξεσκέπαζε τις σκέψεις τους με τις
αιχμηρές εκφράσεις του. Όταν οι πιο αναιδείς επιχειρούσαν να γυρίσουν
την συζήτησι σε ειρωνεία, ο μακάριος, θέλοντας να βάλη τέλος στην
ανωφελή επίσκεψι, τους διέκοπτε απότομα:
«Φύγετε
από μένα! Υπήρξε καιρός που μελετούσα, αλλά τώρα αδυνάτισε το μυαλό
μου. Αν συνεχίσω να συζητώ μαζί σας, ίσως, με τα λίγα που γνωρίζω, με
παρασύρετε έξω από τον αληθινό δρόμο. Φύγετε, φύγετε! Η Αγία Γραφή λέει:
τας δε μωράς και απαιδεύτους ζητήσεις παραιτού, ειδώς ότι γεννώσι
μάχας[9].
Ένας αγνός και αληθινός μαθητής του
Δεν
μπορούμε να πούμε όμως ότι όλοι περιγελούσαν τον μακάριο. Υπήρχαν και
περιπτώσεις που το παράδειγμα του μεγάλου ασκητή εύρισκε μιμητές. Την
εποχή που άρχισε τους αγώνες του της διά Χριστόν σαλότητος, υπήρχε
κάποιος μαθητής της σχολής, ονόματι Πέτρος Γαβριήλοβιτς Κριζανόφσκυ με
τον οποίον, όταν ήταν ακόμη δόκιμος ο Θεόφιλος, είχε συνδεθή με αδελφική
φιλία. Οι νεαροί φίλοι ξόδευαν τότε ώρες ολόκληρες σε ψυχωφελείς
συζητήσεις σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητος, την ματαιότητα του
κόσμου και την κατάστασι της ψυχής μετά τον θάνατο. Ο μακάριος Θεόφιλος
διέκρινε αγαθές κλίσεις και μία ευσπλαχνική καρδιά στον φίλο του και
προσπαθούσε τώρα με κάθε μέσο να ενισχύση και να αυξήση τα καλά αυτά
σπέρματα του λόγου του Θεού μέσα στην ψυχή του.
Σφίξε
λοιπόν με σκληρότητα τον εαυτό σου και υπόμενε, έλεγε ο Θεόφιλος στον
φίλο του, και τότε ο μισθός σου θα είναι αγαθός. Δέξου όσα το στόμα Του
διακηρύττει και βάλε τα λόγια Του στην καρδιά σου[10]. Και αν
εκπληρώσης τους όρκους σου θα είναι φωτεινός ο δρόμος σου[11].
Αυτές
οι συνεχείς συζητήσεις είχαν ευεργετική επίδρασι στον νεαρό Πέτρο. Εκ
φύσεως ευαίσθητος, άρχισε να συλλογίζεται και να παρακολουθή με άγρυπνο
ενδιαφέρον τον φίλο του. Δεν μπορούσε να μείνη ούτε λεπτό χωρίς αυτόν.
Μία φορά συναντήθηκαν στην όχθη του Δνειπέρου και αφού κάθισαν
πλάι-πλάι πάνω στο χορτάρι, άρχισαν να συζητούν.
«Αδελφέ μου, βοήθησέ με να σώσω την ψυχή μου!» είπε για μια στιγμή ο Πέτρος.
«Μπορείς να το κάνης και μόνος σου», απάντησε ο μακάριος, «αρκεί να υπάρχη η ανάλογη θέλησις και ο ζήλος».
«Δείξε μου πώς μπορώ να το κάνω».
«Απαρνήσου τον κόσμο και όλα τα εν κόσμω, κλείσε σε όλους το εσώτερο μέρος της ψυχής σου, σταύρωσε την σάρκα σου μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες και αφού βρης τον εαυτό σου μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή, διάλεξε ένα στενό μονοπάτι που να οδηγή στην αιώνια ζωή».
«Μπορείς να το κάνης και μόνος σου», απάντησε ο μακάριος, «αρκεί να υπάρχη η ανάλογη θέλησις και ο ζήλος».
«Δείξε μου πώς μπορώ να το κάνω».
«Απαρνήσου τον κόσμο και όλα τα εν κόσμω, κλείσε σε όλους το εσώτερο μέρος της ψυχής σου, σταύρωσε την σάρκα σου μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες και αφού βρης τον εαυτό σου μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή, διάλεξε ένα στενό μονοπάτι που να οδηγή στην αιώνια ζωή».
«Ορκίζομαι
πως είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι με διατάζεις», απάντησε ο Πέτρος, «αλλά
εξ αιτίας της απειρίας και της απλοϊκότητός μου θα δυσκολευθώ να
πετύχω τον στόχο μου».
«Τότε περπάτησε στα ίχνη μου, μιμήσου τους αγώνες μου, και θα σωθής».
«Τότε περπάτησε στα ίχνη μου, μιμήσου τους αγώνες μου, και θα σωθής».
Στα ίχνη του διδασκάλου
Από
την στιγμή εκείνη ο νεαρός Πέτρος άρχισε να δείχνη τελείως αλλαγμένος.
Έγινε σιωπηλός και στοχαστικός, δεν αστειευόταν πια ούτε γελούσε, και
άλλαξε απότομα τον τρόπο της ζωής του. Μέρες ολόκληρες έμενε σκυμμένος
πάνω στα βιβλία του, ή μέσα στον ναό του Θεού, ενώ άρχισε να νηστεύη με
ζήλο. Οι ανώτεροι της σχολής παρατήρησαν την ξαφνική αλλαγή του Πέτρου
και άρχισαν να τον παρακολουθούν. Δοκίμασαν να εφαρμόσουν την μέθοδο
των αυστηρών επιπλήξεων, αλλά δεν κατώρθωσαν τίποτε. Καταφρονώντας τους
κοσμικούς νόμους και τις συνήθειες, ο Πέτρος φαινόταν σαν να μάχεται με
τον κόσμο. Τελικά για να αποφύγη την συνεχή παρακολούθησι των αρμοδίων
διάλεξε τον χώρο της μονής Φλωρόφσκυ για τους κρυφούς αγώνες του. Εκεί
περνούσε ώρες ολόκληρες μονάχος του, αφού έψαχνε πρώτα να βρη μια
άδεια γωνιά για να τρυπώση και να βυθισθή στην προσευχή. Κάποτε του
συνέβη να βρεθή κλεισμένος μέσα στο μοναστήρι μετά την ώρα που έκλειναν
οι πόρτες. Πήγε λοιπόν να κρυφτή στο κελλάρι του Μοναστηρίου, άναψε ένα
κερί και άρχισε να διαβάζη το ιερό Ευαγγέλιο. Κάποιες αδελφές πήγαν
εκεί να πάρουν τρόφιμα και αντικρύζοντας ένα τόσο ασυνήθιστο θέαμα
φοβήθηκαν και έβαλαν τις φωνές. Ένα μικρό πλήθος από μοναχές κατέφθασε
τρέχοντας. Η ηγουμένη Σεραφίμα ήλθε στον τόπο του περιστατικού και η
υπόθεσις ξεδιαλύθηκε και πήρε τέλος με το να βγάλουν τον Πέτρο έξω από
το Μοναστήρι.
«Γιατί
το κάνεις αυτό;» ρώτησε τον Πέτρο την άλλη μέρα ο θείος του, π.
Ανδρέας Στεφανόφσκυ, εφημέριος της μονής Φλορόφσκυ. «Γιατί δεν μένεις
στη μονή Μπράτσκυ να μελετήσης; Έτσι που κάνεις ντροπιάζεις το όνομά μου
και βλάπτεις τον εαυτό σου».
Ο
Πέτρος όμως παρέμενε σιωπηλός και δεν απαντούσε. Μόνο όταν έχανε το
θάρρος του και η ψυχή του κυριευόταν από τη λύπη, έτρεχε να συμβουλευθή
τον διδάσκαλο του και έπεφτε με αναφιλητά στο στήθος του.
«Βίαζε
τον εαυτό σου! βιάζε τον εαυτό σου!», παρηγορούσε ο μακάριος τον
αποθαρρυμένο φίλο του. Κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού
Χριστού[12]. Ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί
ζητών τίνα καταπίη[13]. Μη τρομάζης μπροστά στο μέγεθος του αγώνος σου
να τον φέρης εις τέλος.
Είναι
δύσκολος, αλλά με αυτόν θα ξεφύγης από την φωτιά της γεένης. Αν
πιασθούν από τον κόπο τα χέρια σου, δρόσισε τα μόνο με προσευχή προς
τον Θεό και κάνε τα πόδια σου να τρέχουν πάντα πίσω από την προσευχή.
Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει·
εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει[14]. Έτσι λοιπόν, αν θέλης να φέρης
καρπό, πέθανε ως προς την υπόληψι του κόσμου, ώστε να μπορής να έχης
μέσα στην καρδιά σου την αίσθησι ότι είσαι ήδη νεκρός».
«Μα
πίστεψέ με, μού είναι δύσκολο! Όλες μου οι δυνάμεις με έχουν
εγκαταλείψει. Οι συγγενείς μου δεν με καταλαβαίνουν και με τα κλάματά
τους βασανίζουν την καρδιά μου και αναστατώνουν τον νου μου».
«Μην
τους ακούς! Να συμπεριφέρεσαι σαν ένας νεκρός που δεν αντιδρά σε
τίποτα γύρω του. Σε επαινούν; Σιώπα. Σε μαλώνουν; Σιώπα. Σου συμβαίνουν
ζημίες; Σιώπα. Έχεις κέρδος; Σιώπα. Είσαι χορτάτος; Σιώπα. Πεινάς;
Σιώπα. Και μη φοβηθής πως δεν θα υπάρξη καρπός, όταν όλα νεκρωθούν. Θα
υπάρξη! Δεν θα νεκρωθούν όλα. Θα φανή δύναμις —και τι δύναμις!»
Ακούγοντας
τις οδηγίες του διδασκάλου του ο Πέτρος αναζωπύρωνε και πάλι τον ζήλο
του και διπλασίαζε τους αγώνες του. Έτσι σύντομα ο νεαρός ασκητής
αποκλείσθηκε από τα μαθήματα της σχολής. Οι συγγενείς του, μη
κατανοώντας το μυστικό της θεοφιλούς ψυχής του, έκλεισαν τον Πέτρο στο
ψυχιατρείο του Κυρίλλωφ. Εκεί παρέμεινε σχεδόν οκτώ χρόνια, αλλά ούτε
στιγμή δεν εγκατέλειψε τον αγώνα της διά Χριστόν σαλότητος. Έφθασε σε
τέτοια πνευματικά μέτρα, που προέβλεψε και τον θάνατό του. Λίγο πριν από
την ημέρα του θανάτου του ο Πέτρος έφυγε από το νοσοκομείο ντυμένος
μόνο με μια μακριά πουκαμίσα και πήγε στη μονή Φλωρόφσκυ, για να
αποχαιρετήση τις αδελφές: «Καλή αντάμωσι, νύμφες του Χριστού. Από αύριο
δεν θα ξαναϊδωθούμε». Συνελήφθη όμως γρήγορα από υπαλλήλους του
νοσοκομείου που τον είχαν ακολουθήσει και μετεφέρθη πίσω στο Κυρίλλωφ.
Την επόμενη μέρα ο Πέτρος πέθανε κι έτσι έμεινε ενα αίνιγμα για όλους
όσους τον γνώριζαν καλά.
Την
ημέρα του θανάτου του Πέτρου ο Στάρετς Θεόφιλος βρισκόταν στο
ερημητήριο του Κιτάγιεφ και έστειλε μία αδελφή από την μονή Φλωρόφσκυ να
απαιτίση φόρο τιμής στον κοιμηθέντα φίλο του. Της έδωσε τις εξής
οδηγίες:
«Πήγαινε,
ρίξε το βλέμμα σου επάνω του και χαμήλωσε το κεφάλι σου μπροστά σ'
εκείνον που ήταν υπομονητικός και δυνατός στην ψυχή. Να πώς σώζονται
όσοι πιστεύουν στον Κύριο και Τον αγαπούν! Γιατί είναι αληθινός ο λόγος
του Κυρίου που λέει: ει γαρ συναπεθάνομεν, και συζήσομεν· ει
υπομένομεν, και συμβασιλεύσομεν[15].
Στο κτήμα του Ντικόφσκυ
Ο
Θεόφιλος άρχισε να κουράζεται από την θορυβώδη ζωή της μονής Μπράτσκυ
και σκεφτόταν να βρη κάποιο καταλληλότερο μέρος για τους ησυχαστικούς
αγώνες του. Για τον σκοπό αυτό διάλεξε ένα μεγάλο και σκιερό περιβόλι
στην περιοχή Γκλουμποσίτσα, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η μονή της Αγίας
Σκέπης. Ο ιδιοκτή¬της αυτού του κτήματος Ιωσήφ Νικηφόροβιτς Ντικόφσκυ
ευλαβείτο τον Στάρετς και ζητούσε πάντα τις συμβουλές και τις οδηγίες
του. Κάτω από την επιρροή του μακαρίου ζούσε κι αυτός μια πραγματικά
ασκητική ζωή: Κοιμόταν λίγο, νήστευε, δεν έτρωγε κρέας, προσευχόταν πολύ
και αφιέρωνε τον χρόνο του στην ανάγνωσι ψυχωφελών βιβλίων.
Ο
Ναζάριος, γιος του Ιωσήφ Ντικόφσκυ, που σήμερα[16] είναι ενενήντα
χρονών, διηγείται τα εξής: «Ο Στάρετς Θεόφιλος συνήθιζε να έρχεται στο
περιβόλι μας και να πηγαίνη κατευθείαν στα μελίσσια του. Είχε λίγες
μόνο κυψέλες, τρεις ή τέσσερεις, αν δεν κάνω λάθος, αλλά τις πρόσεχε με
πατρική φροντίδα. Και τι υγιείς που ήτανε! Ούτε ένα μελίσσι δεν χάλασε
ποτέ από αρρώστια. Με αγαπούσε πολύ. Μόλις με έβλεπε στον κήπο, μού
φώναζε: "Ναζάριε, έλα εδώ!" Πήγαινα κοντά του και ζητούσα την ευλογία
του. "Ο Κύριος να σε ευλογή. Ψαρεύεις ακόμη; Πιάσε μερικά ψάρια και για
μένα και έλα να κάνουμε οι δυο μας μία ψαρόσουπα". Είχαμε μία λιμνούλα
στο κτήμα μας με κάτι τεράστιους κυπρίνους μέσα. Έπιανα μερικούς για
τον Στάρετς και τους έβαζε ωμούς στο καλάθι του.«
Μία καλή σύζυγος και γηροκόμος
»Κάθε
φορά που ερχόταν, με μάλωνε: "Γιατί δεν παντρεύεσαι, Ναζάριε;" "Είμαι
νέος πάτερ". Τότε όμως ήμουν πάνω από εικοσιεπτά. "Κοίταξε να
παντρευτής, γιατί δεν θα έχης κανένα να σε βαστάη από το χέρι, όταν θα
γεράσης". "Και ποια να παντρευτώ πάτερ; Δεν αγαπώ, αλλά ούτε και
γνωρίζω καμμιά κοπέλα". "Την ψωμού, Ναζάριε. Αυτή θα σε ακολουθήση". Εγώ
φυσικά έβαζα τα γέλια. "Μα ποια ψωμού; Εγώ ούτε πινακωτή δεν έχω δει
στη ζωή μου". Δυστυχώς ο πατέρας μου άκουσε την συζήτησί μας και άρχισε
κι εκείνος να με πιέζη να παντρευτώ. Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος παρά να
υπακούσω. Και με ποια νομίζετε ότι συνέδεσα την ζωή μου;«
»Με
μία ψωμού! Ονομαζόταν Ευφροσύνη Καγκαρλίτσκαγια. Η μητέρα της ήταν
μία φτωχή γυναίκα, η οποία έψηνε ψωμί και το πουλούσε στην αγορά. Ποτέ
δεν την είχα δει πριν από τον γάμο. Ήταν ακριβώς λίγο πριν από το
μυστήριο, που τα ανακάλυψα όλα. Ρώτησα την γυναίκα μου: "Πώς ζούσατε εσύ
και η μητέρα σου;" "Ψήναμε ψωμί". "Έτσι ζούσατε;" "Ναι, με τις ευχές
του π. Θεοφίλου κάναμε καλές πωλήσεις". "Θέλεις να πης ότι σε γνώριζε;"
"Βεβαίως και με γνώριζε. Έστελνε πάντα κάποιον από τη μονή Μπράτσκυ
στην χήρα μητέρα μου Ιουστίνα, με τον οποίο της παράγγελνε να του στείλη
μερικά ψωμάκια, κι αν δεν υπήρχαν, να του δώση λίγο ωμό ζυμάρι. Ο Θεός
ξέρει τι το ήθελε το ζυμάρι! Φαίνεται ότι το μοίραζε μαζί με τις
προφητείες του στους επισκέπτες. Αλλά κέρδος που θα κάναμε εκείνη την
ημέρα! Η μητέρα στην αγορά θα ξεπουλούσε μέχρι και το τελευταίο
ψωμάκι".«
»ΕΙμαι
παράλυτος εδώ και δεκατρία χρόνια. Δεν μπορώ ούτε να περπατήσω ούτε να
ντυθώ, χωρίς να με βοηθήση κάποιος. Η γυναίκα μου με φροντίζει σαν να
είμαι μικρό παιδί. Και μόνο τώρα, μετά από τόσα χρόνια, είναι που ήρθαν
στον νου μου τα λόγια του μακαρίου Θεοφίλου του προορατικού:
"Παντρέψου, Ναζάριε, γιατί δεν θα έχης κανένα να σε βαστάη από το χέρι,
όταν θα γεράσης"».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου