ΜΕΡΟΣ Γ'
Προρρήσεις στην οικογένεια Ντικόφσκυ
Ο
Ιωσήφ Ντικόφσκυ δεν ήταν το μόνο πρόσωπο που ο Θεόφιλος το είχε μέσα
στην καρδιά του. Αγαπούσε ολόκληρη την οικογένεια. Η μεγαλύτερη κόρη
του Ντικόφσκυ παντρεύτηκε με έναν ζωέμπορο, τον Ιβάν Γρηγόριεβιτς
Ρούντκιν. Ευλαβούμενος τον μακάριο Στάρετς, ο Ρούντκιν δεν ξεκινούσε
καμμία υπόθεσι χωρίς την συμβουλή και τις ευλογίες του. Ακόμη και όταν
ετοιμαζόταν για το παζάρι, πήγαινε πρώτα στο Κιτάγιεφ για τις ευλογίες
του Στάρετς και μετά ξεκινούσε. Κάποτε η Ευγενία ήλθε στον πατέρα
Θεόφιλο για κάποιο ζήτημα και ο Στάρετς την ρώτησε: «Γιατί, δούλη του
Θεού, δεν παντρεύεις τα παιδιά σου;» «Δεν βρίσκω γαμπρούς, πάτερ». «Δεν
μπορείς να βρης γαμπρούς; Τότε λοιπόν, πρόσεχε, θα είναι άσχημα τα
πράγματα για την ψυχή σου, όταν θα έλθη η ώρα να πέρασης τον πύρινο
ποταμό».
«Μα θα μου απλώσης το μπαστούνι σου, πάτερ, και θα περάσω», απάντησε αυτή αστειευόμενη.
Ο Στάρετς μπήκε μέσα στο κελλί του και έφερε έξω ένα κομμάτι άσπρο ψωμί αλειμμένο με μαύρο χαβιάρι.
«Να κάτι για σένα. Μη φοβάσαι, πάρε το. Και μόλις γυρίσης στο σπίτι σου δώσ' το στην κόρη σου. Θα παντρευτή σύντομα ένα ξακουστό πρόσωπο».
Ο Στάρετς μπήκε μέσα στο κελλί του και έφερε έξω ένα κομμάτι άσπρο ψωμί αλειμμένο με μαύρο χαβιάρι.
«Να κάτι για σένα. Μη φοβάσαι, πάρε το. Και μόλις γυρίσης στο σπίτι σου δώσ' το στην κόρη σου. Θα παντρευτή σύντομα ένα ξακουστό πρόσωπο».
Αφού πέρασε λίγος καιρός, η κόρη των Ρούντκιν αρραβωνιάσθηκε και παντρεύθηκε τον καθηγητή Κωνσταντίνο Σκβορτσώφ.
Μία άλλη φορά η σύζυγος του Ρούντκιν ήλθε πάλι στον Στάρετς για κάποιο ζήτημα. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγη, είπε: «Πάτερ, πώς έγινε και ξέχασες εντελώς τον πατέρα μου; Έλα να τον επισκεφθής. Να δης τι ωραίο είναι το περιβόλι μας τώρα!»
Μία άλλη φορά η σύζυγος του Ρούντκιν ήλθε πάλι στον Στάρετς για κάποιο ζήτημα. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγη, είπε: «Πάτερ, πώς έγινε και ξέχασες εντελώς τον πατέρα μου; Έλα να τον επισκεφθής. Να δης τι ωραίο είναι το περιβόλι μας τώρα!»
«Θα έλθω, θα έλθω», απάντησε στοργικά ο Στάρετς.
Και πράγματι, πολύ σύντομα ήρθε στο κτήμα τους, στην Γκλουμποσίτσα. Η συνάντησις του μακαρίου με τον Ντικόφσκυ ήταν πολύ συγκινητική. Ο Ιωσήφ Νικηφόροβιτς είχε να δη τον Στάρετς αρκετά χρόνια και, εκφράζοντας την χαρά του σαν μικρό παιδί, άρχισε να του δείχνη τις διάφορες βελτιώσεις που είχε κάνει στο κτήμα του.
Και πράγματι, πολύ σύντομα ήρθε στο κτήμα τους, στην Γκλουμποσίτσα. Η συνάντησις του μακαρίου με τον Ντικόφσκυ ήταν πολύ συγκινητική. Ο Ιωσήφ Νικηφόροβιτς είχε να δη τον Στάρετς αρκετά χρόνια και, εκφράζοντας την χαρά του σαν μικρό παιδί, άρχισε να του δείχνη τις διάφορες βελτιώσεις που είχε κάνει στο κτήμα του.
«Ωραία, πολύ ωραία», έλεγε ο όσιος. «Έχει ανθίσει πολύ όμορφα».
Αργότερα, ενώ έκανε περίπατο στο περιβόλι με τον Ντικόφσκυ, σταμάτησαν κάτω από μία μεγάλη βαλανιδιά. Ο Στάρετς ύψωσε το βλέμμα του και είπε με σοβαρότητα: «Προσευχήσου, δούλε του Θεού Ιωσήφ. Το μέρος που πατάμε είναι ιερό».
«Πώς είναι ιερό;» ρώτησε ο Ντικόφσκυ. «Τις σχόλες η νεολαία της πόλεως έρχεται εδώ και κάνει όργια κι εσύ το λες ιερό;»
Αργότερα, ενώ έκανε περίπατο στο περιβόλι με τον Ντικόφσκυ, σταμάτησαν κάτω από μία μεγάλη βαλανιδιά. Ο Στάρετς ύψωσε το βλέμμα του και είπε με σοβαρότητα: «Προσευχήσου, δούλε του Θεού Ιωσήφ. Το μέρος που πατάμε είναι ιερό».
«Πώς είναι ιερό;» ρώτησε ο Ντικόφσκυ. «Τις σχόλες η νεολαία της πόλεως έρχεται εδώ και κάνει όργια κι εσύ το λες ιερό;»
«Όχι,
όχι!» είπε ο προορατικός Στάρετς με βεβαιότητα. «Αλήθεια σου λέω! Εδώ,
στο σημείο που στεκόμαστε τώρα, θα ακτινοβολήση η χάρις του Θεού. Μία
εκκλησία θα κτισθή εδώ. Η βαλανιδιά θα κοπή και εδώ θα είναι το μέρος
όπου θα γίνη το ιερό της εκκλησίας. Και όλο το κτήμα σου θα γίνη ένα
μεγάλο γυναικείο μοναστήρι, από μία βασιλική κυρία, που θα γίνη και
ιδρύτρια και ηγουμένη του».
Η γυναικεία μονή της Αγίας Σκέπης
Η
προφητεία του Στάρετς εκπληρώθηκε επακριβώς. Το 1888, η σύζυγος του
Μεγάλου Δούκα Νικολάου Νικολάγιεβιτς, Μεγάλη Δούκισσα Αλεξάνδρα
Πετρόβνα, ζούσε στο Λίπκυ, ένα προάστιο του Κιέβου. Εκεί κοντά βρισκόταν
κι ένα μικρό μοναστήρι που είχε κτίσει. Άρχισε όμως να ψάχνη στην
περιοχή γύρω από το Κίεβο ένα κατάλληλο μέρος για να κτίση ένα μεγάλο
μοναστήρι. Η Θεοδοσία Πονυρκίνα, κόρη του Ντικόφσκυ, άκουσε για τα
σχέδια της και πρότεινε στην Μεγάλη Δούκισσα να αγοράση το κτήμα που
ανήκει στον Ντικόφσκυ, για τον σκοπό αυτό. Η Αυτής αυτοκρατορικής
Υψηλότης έστειλε την σύζυγο του διακόνου της στον Ντικόφσκυ,
παραγγέλοντάς της να εξετάση το κτήμα και να της φέρη ένα σχεδιάγραμμα.
Της άρεσε πάρα πολύ το σχεδιάγραμμα. Το κτήμα του Ντικόφσκυ αγοράσθηκε
και σύντομα, με τον ζήλο των ευλαβών και με τα μέσα της Μεγάλης
Δούκισσας, κτίσθηκε το γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Σκέπης.
Όταν
η Μ. Δούκισσα έγινε πια μοναχή και έμαθε για την προφητεία του Στάρετς
Θεοφίλου, έμεινε έκπληκτη. «Θεέ μου! Είναι αλήθεια;» αναφώνησε. «Γιατί
δεν μου το είχες πει νωρίτερα;»
«Μου διέφυγε τελείως, Υψηλοτάτη», απάντησε η Πονυρκίνα.
Η Μεγάλη Δούκισσα έστειλε αμέσως μία μοναχή στο ερημητήριο Κιτάγιεφ, με εντολή να κάνουν ένα μνημόσυνο στον τάφο του Στάρετς Θεοφίλου. Από τότε και στο εξής τιμούσε με ευλάβεια την μνήμη του μακαρίου, και παρήγγειλε μάλιστα να της φτιάξουν και μία εικόνα του.
Στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεβο
Την 1η Δεκεμβρίου του 1844, εξαιτίας της ηλικίας του και της εξασθενήσεως των δυνάμεών του, ο ιερομόναχος Θεόφιλος ζήτησε να μετατεθή από τη Μονή Μπράτσκυ στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου και να τοποθετηθή στη Μονή Μπολνίχνυ. Αντί όμως γι' αυτό ο Μητροπολίτης Φιλάρετος τον διώρισε στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεβο κοντά στο Κίεβο, όπου του παραχωρήθηκε το κελλί του αποθανόντος ιεροδιακόνου Ευσταθίου. Για κάποιον άγνωστο λόγο το φυλλάδιο υπηρεσίας του Στάρετς Θεοφίλου δεν απεστάλη μαζί του κι έτσι μέχρι το θάνατο του δεν συναριθμείτο με τους αδελφούς της Λαύρας Πετσέρσκαγια του Κιέβου.
«Μου διέφυγε τελείως, Υψηλοτάτη», απάντησε η Πονυρκίνα.
Η Μεγάλη Δούκισσα έστειλε αμέσως μία μοναχή στο ερημητήριο Κιτάγιεφ, με εντολή να κάνουν ένα μνημόσυνο στον τάφο του Στάρετς Θεοφίλου. Από τότε και στο εξής τιμούσε με ευλάβεια την μνήμη του μακαρίου, και παρήγγειλε μάλιστα να της φτιάξουν και μία εικόνα του.
Στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεβο
Την 1η Δεκεμβρίου του 1844, εξαιτίας της ηλικίας του και της εξασθενήσεως των δυνάμεών του, ο ιερομόναχος Θεόφιλος ζήτησε να μετατεθή από τη Μονή Μπράτσκυ στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου και να τοποθετηθή στη Μονή Μπολνίχνυ. Αντί όμως γι' αυτό ο Μητροπολίτης Φιλάρετος τον διώρισε στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεβο κοντά στο Κίεβο, όπου του παραχωρήθηκε το κελλί του αποθανόντος ιεροδιακόνου Ευσταθίου. Για κάποιον άγνωστο λόγο το φυλλάδιο υπηρεσίας του Στάρετς Θεοφίλου δεν απεστάλη μαζί του κι έτσι μέχρι το θάνατο του δεν συναριθμείτο με τους αδελφούς της Λαύρας Πετσέρσκαγια του Κιέβου.
Ο
χειμώνας πέρασε, ήρθε η άνοιξις και το καλοκαίρι. Καθώς οι συζητήσεις
για τον ασκητή αυξάνονταν, πλήθη ζηλωτών της ευσέβειας προσελκύοντο στο
γοητευτικό περιβάλλον του ερημητηρίου του Γκολοσέγιεβο. Ου δύναται πόλις
κρυβήναι επάνω όρους κειμένη, είπε ο Κύριος[1]. Είναι σχεδόν αδύνατο να
κρύψης ένα ευωδιαστό λουλούδι μέσα στ' αγριόχορτα, γιατί θα ξεχωρίση
με το άρωμα και την ευωδία του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο μακάριος
Θεόφιλος δεν μπορούσε να κρυφτή στην απομόνωση του ερημητηρίου του. Το
άρωμα της αγιασμένης ζωής του άρχισε να σκορπίζεται μακριά και να
γίνεται αντιληπτό απ’ όλους όσους αναζητούσαν πνευματική καθοδήγησι και
παρηγοριά. Όλοι όσοι επισκέπτονταν το Κίεβο για τα διάφορα
προσκυνήματα του, πήγαιναν και στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεβο, με
σκοπό να δουν και να μιλήσουν με τον Στάρετς. Εκείνος ο μακάριος όμως
αύξησε κατά πολύ την σαλότητά του, για ν' αποφύγη την ανθρώπινη δόξα και
την συνεχή επαφή με τους ανθρώπους.
Κρίσεις των προϊσταμένων του
Όταν
ο Θεόφιλος εισήλθε στην Λαύρα, ο προϊστάμενος της μονής δεν έδωσε και
πολλή σημασία στην «ιδιορρυθμία» του. Σύμφωνα με τις αναφορές του
προϊσταμένου του ερημητηρίου, Προηγουμένου Γρηγορίου, ο Στάρετς
αναφέρεται το 1845 ως «ικανός και προσεκτικός στην υπακοή, τίμιος,
πράος και ταπεινός στην συμπεριφορά του», ενώ το 1846 «λίγο ικανός,
χωρίς σεβασμό, εγωκεντρικός και με δικό του θέλημα». Το 1847 ο
Ιερομόναχος Μωυσής τον περιγράφει ότι είναι «λίγο ικανός, πηγαίνει στην
εκκλησία· ζει ειρηνικά και ήσυχα». Αλλά το 1848, όταν ξεσηκώθηκε
διαμάχη για την παράξενη συμπεριφορά του Στάρετς, αναφέρεται ως
«εντελώς ανίκανος για οτιδήποτε· δεν έχει κανένα διακόνημα, είναι
πείσμων και ιδιότροπος· είναι πενήντα εννέα ετών».
Θέλοντας
να εξετάση αυτές τις αναφορές για τον Θεόφιλο μαζί με άλλες παρόμοιες
από τους προϊσταμένους του Γκολοσέγιεβο, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος έδωσε
προφορική εντολή στον προϊστάμενο του ερημητηρίου Ιερομόναχο Κάλλιστο
«να εξετάση τις ικανότητες του Θεοφίλου». Αποτέλεσμα ήταν να αποσταλή
μία αναφορά, στις 20 Οκτωβρίου 1848, όπου λεγόταν ότι ο ιερομόναχος
Θεόφιλος «ετέλεσε τις ακολουθίες όλης της εβδομάδος και κατά την κρίσι
μας δεν είναι ικανός να τελή σωστά και ιεροπρεπώς μία ιερή ακολουθία». Ο
Μητροπολίτης συμφώνησε και απαγόρευσε στον μακάριο να λαμβάνη μέρος σε
ακολουθίες· του επέτρεψε μόνο να κοινωνή τα άχραντα Μυστήρια κάθε
Σάββατο με τα ιερατικά του άμφια, «χάριν της ψυχικής σωτηρίας του».
Στο κτήμα Νοβοπασιέτσνυ
Προφήτης
εν τη ιδία πατρίδι τιμήν ουκ έχει[2]. Μετά την απόφασι αυτή ο Θεόφιλος
μετετέθη από το ερημητήριο στο λεγόμενο κτήμα Νοβοπασιέτσνυ. Ο Στάρετς
ένιωθε πολύ ευχάριστα εκεί, μόνο που η εκκλησία απείχε πολύ. Παρ' όλα
αυτά ο μακάριος Θεόφιλος δεν έχασε ποτέ ούτε μία ακολουθία και έφθανε
πάντα στον ναό του Θεού πριν σημάνουν οι καμπάνες. Ήταν γνωστός από την
παιδική του ηλικία ο ζήλος του για τις ακολουθίες της Εκκλησίας.
Κύριε,
ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου. Μίαν
ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην εκζητήσω του κατοικείν με εν οίκω Κυρίου
πάσας τας ημέρας της ζωής μου, του θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου και
επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού[3].
Καθώς
έμπαινε στην εκκλησία, έκανε συνήθως τρεις μετάνοιες στο κέντρο της.
Κατόπιν, κάνοντας τον σταυρό του στην μπροστά εικόνα που ήταν πριν από
τον άμβωνα[4], στεκόταν για λίγο εκεί ή πήγαινε στην νότια πύλη. Αν οι
γυναίκες τον περικύκλωναν εκεί, πήγαινε στην δυτική πύλη κι έκανε το
σημείο του Σταύρου στον αέρα, σαν να έδιωχνε κάποιον με την δύναμι του
Σταυρού.
«Από
που μαζευτήκατε όλοι εσείς, δυνάμεις του σκότους; Αναστήτω ο Θεός και
διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού[5]», έλεγε δυνατά ο Στάρετς
ενωχλημένος.
Σαλότητες στην εκκλησία
Έπειτα,
πριν αρχίση ο εξάψαλμος, πήγαινε στο αναλόγιο και άρχιζε να διαβάζη
τους ψαλμούς. Ο κανονικός αναγνώστης. θεωρώντας τον Θεόφιλο ανεπιθύμητο
ανταγωνιστή, προσπαθούσε να τον σταματήση, αλλά δεχόμενος προσβλητική
αποδοκιμασία από τον μακάριο Στάρετς, του έδινε το βιβλίο. Αυτός
διάβαζε με πολλή έμπνευσι, αλλά με πολύ άτονη φωνή. Οι ψάλτες δεν έμεναν
ευχαριστημένοι με την ανάγνωσή του και του έκαναν παρατήρησι:
«Διάβαζε δυνατώτερα, πάτερ. Δεν ακούγεται τίποτα».
Ο
Στάρετς όμως αντίθετα χαμήλωνε περισσότερο την φωνή του και διάβαζε
σιγανώτερα. Όταν τελείωνε τον τρίτο ψαλμό, έκλεινε βιαστικά το βιβλίο
και πήγαινε στο κέντρο της εκκλησίας, αφήνοντας τον αναγνώστη και τον
κόσμο σε μεγάλη αμηχανία.
Μερικές
φορές ο μακάριος έμπαινε στην εκκλησία βιαστικά, κατά την ώρα της
Μεγάλης Δοξολογίας ή κατά το τέλος της ακολουθίας, την ώρα που έψαλλαν
το Υπό την σην ευσπλαχνίαν, ή, αν ήταν Λειτουργία, κατά την διάρκεια του
Χερουβικού ύμνου και, σπρώχνοντας τον κόσμο, πήγαινε, γονάτιζε μπροστά
υψώνοντας τα χέρια του και, με το βλέμμα ν' ατενίζη τον ουρανό,
προσευχόταν δυνατά. Έπειτα έφευγε γρήγορα από την εκκλησία,
ακολουθούμενος από ένα πλήθος εκκλησιαζομένων, που προσελκύοντο από
αυτόν.
Η δύναμις της προσευχής του
Λέγεται
ότι η δύναμις της προσευχής του για όσους υπέφεραν από θλίψεις και
αρρώστιες ήταν ασυνήθιστη. Με την ενέργεια της θεραπεύθηκαν πολλοί
άρρωστοι και ανάπηροι. Μία υπάλληλος, η Μαρία Γκριγκύριεβνα Ν., ήταν
δαιμονισμένη και είχε κρίσεις παροξυσμού. Όταν πήγε στον μακάριο για να
ζητήση βοήθεια, ο Στάρετς διάβασε το Ευαγγέλιο επάνω της και έπειτα την
κτύπησε μ' αυτό δυνατά στο κεφάλι. Καθώς έπεφτε πίσω από τον πόνο,
αυτός είπε με δυνατή φωνή:
«Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε διατάζω να φύγης!» και αμέσως η γυναίκα θεραπεύθηκε.
«Αν θέλης να είσαι καλά», είπε ο Στάρετς καθώς την ευλογούσε, «πήγαινε να μείνης κοντά στο ερημητήριο του Κιτάγιεβο και μην επιχείρησης να φύγης από 'κει». Η Μαρία Γκριγκόριεβνα έζησε κοντά στο ερημητήριο αυτό μέχρι το θάνατο της και καθημερινά εκκλησιαζόταν εκεί.
«Αν θέλης να είσαι καλά», είπε ο Στάρετς καθώς την ευλογούσε, «πήγαινε να μείνης κοντά στο ερημητήριο του Κιτάγιεβο και μην επιχείρησης να φύγης από 'κει». Η Μαρία Γκριγκόριεβνα έζησε κοντά στο ερημητήριο αυτό μέχρι το θάνατο της και καθημερινά εκκλησιαζόταν εκεί.
Ένας
από τους ψάλτες του Μητροπολίτη, ο Νικόλαος Κ., είχε τόσο ισχυρά
σαρκικά πάθη, ώστε να θεωρήται δαιμονισμένος, επειδή μέρα και νύχτα
αυτές οι σκέψεις δεν έφευγαν από τον νου του. Μία ήμερα την άνοιξι,
καθώς βάδιζε στο δάσος, συνάντησε τον Στάρετς Θεόφιλο. Επιθυμώντας να
αποφύγη κάθε συζήτησι, η οποία ίσως ωδηγούσε στο να ασχοληθούν με την
κατάστασί του, προσπάθησε ν' απομακρυνθή.
«Γεια
σου, Νικόλαε, περίμενε», του φώναξε ο μακάριος. «Πού πηγαίνεις; Έλα
εδώ κοντά μου. Θα ηδονισθούμε με ακόλαστες σκέψεις μαζί».
Ο Κ. αισθάνθηκε θιγμένος κι έκλαψε με πόνο μπροστά στον Στάρετς.
«Ησύχασε, δεν είναι τίποτε. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος», τον παρηγόρησε ο Στάρετς. «Ας πάμε να προσευχηθούμε σ' Αυτόν».
«Ησύχασε, δεν είναι τίποτε. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος», τον παρηγόρησε ο Στάρετς. «Ας πάμε να προσευχηθούμε σ' Αυτόν».
Γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται. Σε μισή ώρα σηκώθηκε και με πρόσωπο γεμάτο στοργή είπε στον βασανιζόμενο:
«Λοιπόν, πήγαινε. Δεν θα σε αναστατώνουν πια ακόλαστες σκέψεις».
«Λοιπόν, πήγαινε. Δεν θα σε αναστατώνουν πια ακόλαστες σκέψεις».
Αμέσως μετά από αυτό ο νέος θεραπεύθηκε από το πρόβλημα του και το σώμα του δεν πυρωνόταν πλέον από τα σαρκικά πάθη.
Στο ερημητήριο του Κιτάγιεβο
Ο
μακάριος Θεόφιλος έζησε πάνω από μισό χρόνο στο κτήμα Νοβοπασιέτσνυ.
Αλλά στις 29 Απριλίου του 1849, με προφορική εντολή του Μητροπολίτη
Φιλάρετου, μεταφέρθηκε στο ερημητήριο του Κιτάγιεβο, κοντά στο Κίεβο.
Εδώ
ο Στάρετς Θεόφιλος αύξησε τον αγώνα της διά Χριστόν Σαλότητος. Αν και
βρήκε ένα νέο σταυρό να σηκώση, με τη μορφή των διαφόρων κατηγοριών και
διώξεων από τους ανωτέρους, βρήκε επίσης και την παρηγοριά της
μοναξιάς. Το ερημητήριο περικυκλωνόταν από ψηλούς λόφους, κατάφυτους
από πυκνά δάση. Ο Στάρετς συνήθιζε να προχωρή βαθιά μέσα στο δάσος κι
εκεί, ατενίζοντας μέσα στη μοναξιά τον Θεό, άφηνε να ξεχυθή η ψυχή του
σε προσευχές προς Εκείνον, που οι οφθαλμοί Του είναι μυριοπλασίως ηλίου
φωτεινότεροι επιβλέποντες πάσας οδούς ανθρώπων και κατανοούντες εις
απόκρυφα μέρη[6].
Συχνά
πήγαινε και γονάτιζε πάνω σε κάποιο κομμένο δένδρο και έμενε εκεί για
ολόκληρες μέρες, θρηνώντας ακατάπαυστα για τη διαφθορά της εποχής και
προσευχόμενος για την συγχώρηση του αμαρτωλού κόσμου, που τυφλωμένος δεν
ξέρει τι κάνει.
Ατημελησία και σαλότητες
Ο
Θεόφιλος ήταν συνεχώς και αποκλειστικά απασχολημένος με τη μελέτη του
Θεού και με την προσευχή και δεν έδινε την παραμικρή προσοχή στην
εμφάνιση του. Τον απασχολούσε η ωραιότητα της ψυχής και όχι η
καθαριότητα του σώματος. Τα ρούχα του ήταν τριμμένα, με πολλά μπαλώματα
και με λεκέδες από ζύμη και από λάδι. Ακόμη και όταν πήγαινε στην
εκκλησία ο μακάριος, φορούσε τον μανδύα του επάνω από την πουκαμίσα του
και με το κουκούλι του ατημέλητα ριγμένο, βάδιζε στον δρόμο με το
στέρνο του γυμνό. Στα πόδια του φορούσε σχισμένες παντόφλες, ή μία
ξεχαρβαλωμένη ψηλή μπότα στο ένα πόδι και στο άλλο μία πάνινη μπότα ή
ένα ψάθινο παπούτσι. Το κεφάλι του μερικές φορές ήταν τυλιγμένο με μια
παλιά, βρώμικη πετσέτα.
Μερικοί που συνήθιζαν να κοροϊδεύουν, παρατηρούσαν το κουρελόπανο στο κεφάλι του Στάρετς και τον ρωτούσαν γελώντας:
«Πάτερ Θεόφιλε, τι σε πονάει σήμερα;»
«Γιατρός είσαι;» απαντούσε απότομα ο μακάριος κι έφευγε από κοντά τους.
Μερικοί που συνήθιζαν να κοροϊδεύουν, παρατηρούσαν το κουρελόπανο στο κεφάλι του Στάρετς και τον ρωτούσαν γελώντας:
«Πάτερ Θεόφιλε, τι σε πονάει σήμερα;»
«Γιατρός είσαι;» απαντούσε απότομα ο μακάριος κι έφευγε από κοντά τους.
Αντίθετα
μία άλλη φορά, θέλησε να εμφανιστή υπερβολικά υγιής και με τον τρόπο
αυτό να εκθέση τους παχύσαρκους και λαίμαργους. Έβαλε ένα μαξιλάρι πάνω
στο στομάχι του και περπατούσε στην αυλή. Κατόπιν προχώρησε έξω από την
πύλη του μοναστηριού προς το δάσος, όπου συνάντησε μερικούς δοκίμους
που αργολογούσαν επιπόλαια και κουνώντας το κεφάλι του ελεγκτικά, τους
είπε:
«Γιατί κατακρίθηκαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι;»
Αλλά οι ευδιάθετοι νέοι είχαν παρατηρήσει το μεγάλο ψεύτικο στομάχι του Θεόφιλου και απάντησαν μ' ένα ξέσπασμα από ασυγκράτητα γέλια.
«Γιατί κατακρίθηκαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι;»
Αλλά οι ευδιάθετοι νέοι είχαν παρατηρήσει το μεγάλο ψεύτικο στομάχι του Θεόφιλου και απάντησαν μ' ένα ξέσπασμα από ασυγκράτητα γέλια.
Όμως
ακόμη και αυτή η ατημελησία, την οποία έβλεπαν συνεχώς και κατέκριναν
όλοι, είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Θεόφιλο. Ήταν παρατηρημένο ότι,
όσο πιο ακατάστατα ντυνόταν, τόσο περισσότερο αγωνιζόταν το πνεύμα του
και τόσο εντονώτερες και φλογερότερες γίνονταν οι προσευχές του και το
πρόσωπο του γινόταν πιο σκεπτικό.
Συνεχίζεται...
[1] Ματθ. ε’ 14
[2] Ιωάν. δ' 44
[3] Ψαλμ. κε' 8 και κς' 4
[4] Στις ρωσικές εκκλησίες ο «άμβων» είναι ένα μικρό βάθρο στο κέντρο της εκκλησίας. Η εικόνα που αναφέρεται εδώ βρίσκεται συνήθως σε κάποιο αναλόγιο μεταξύ «άμβωνος» και εισόδου και είναι αντίστοιχη με τις δικές μας εικόνες του νάρθηκος.
[5] Ψαλμ. ξς' 2
6. Σοφ. Σειραα'χ κγ' 19
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 8
ΙΟΥΛΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου