Σελίδες

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν σαλός (1)



Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν σαλός (1)
ΜΕΡΟΣ Α'
Ασκητής από τα γεννοφάσκια του
Στην πόλι Μάχνοβο της περιφερείας Κιέβου ζούσε κάποτε ο ιερεύς Ανδρέας Γκορενκόβσκυ, εφημέριος του ενοριακού ναού της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Τον Οκτώβριο του 1788 η πρεσβυτέρα του Ευφροσύνη (το γένος Γκοσκόβσκυ) απέκτησε δίδυμα. Όταν τα βάπτισαν, το πρώτο το ωνόμασαν Θωμά και το δεύτερο Καλλίνικο. Ήταν και τα δύο πάρα πολύ όμορφα και υγιή. 
Τον καιρό εκείνο συνηθιζόταν οι μητέρες να θηλάζουν μόνες τα μωρά τους. Η Ευφροσύνη θέλησε να τηρήση αυτή την συνήθεια, αν και στην περίπτωσί της το πράγμα ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί είχε να κάνη με δύο μωρά. Απέρριψε όλες τις προτάσεις για βοήθεια που της έγιναν από διάφορες παραμάνες. Προς μεγάλην της όμως έκπληξι η Ευφροσύνη διεπίστωσε ότι ο μεγαλύτερος γιος της Θωμάς αρνιόταν επίμονα να θηλάση, στρέφοντας με πείσμα το πρόσωπο του προς την αντίθετη κατεύθυνσι. Μπροστά στον κίνδυνο να τον χάση από ασιτία, η απελπισμένη μητέρα δοκίμασε όλα τα δυνατά μέσα για να τον ταΐση. Αφού αποστρεφόταν κάθε μορφή γάλακτος, τον τάιζε με πατατόζουμο, βρασμένα γογγύλια και καρότα. 

Μητρική άσπλαχνία 
Αυτού του είδους η απόρριψις από το ίδιο το παιδί της δημιούργησε φυσικώ τω τρόπω μια ψυχρότητα για το βρέφος μέσα στην μητρική καρδιά της. Προς επιδείνωσι δε της όλης καταστάσεως κάποιες προληπτικές γειτόνισσες άρχισαν να δίνουν τις δικές τους ερμηνείες στο φαινόμενο, να πλάθουν ανόητες ιστορίες και να θεωρούν τον Θωμά ένα τερατώδες «αρκουδόπαιδο». 
Η Ευφροσύνη από την άγνοια και απλότητά της πίστεψε και έβαλε βαθειά μέσα της όλες αυτές τις προλήψεις. Τρομοκρατήθηκε και η αντιπάθεια της για τον Θωμά μεγάλωσε. «Αυτός δεν είναι ο γιος ο δικός μου», έλεγε. «Δεν ήθελαν να τον βαπτίσουν την ίδια μέρα μαζί με τον Καλλίνικο και γι’ αυτό κάποια μάγισσα τον πήρε κι έβαλε άλλον στη θέσι του». 
Επί έξι μήνες η Ευφροσύνη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνη τον Θωμά να συμπεριφερθή όπως ένα φυσιολογικό παιδί. Ολοένα όμως και διέκρινε σ' αυτόν τις απαρχές κάποιων κλίσεων που της ήταν ακατανόητες. Έτσι η απλοϊκή γυναίκα κατέληξε στο ότι ο Θωμάς ήταν ένα ηθικό τέρας και απεφάσισε να απαλλαγή από αυτόν μια για πάντα. Ένα απόγευμα κάλεσε μια υπηρέτρια και της εμπιστεύθηκε μυστικά τα εξής: 
«Δεν μπορώ άλλο να βλέπω αυτόν τον βρυκόλακα, δεν μπορώ να τον ανέχωμαι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Αύριο με το χάραμα πήγαινε τον στο ποτάμι και πέταξε τον μέσα. Ορκίσου όμως πως κανένας άλλος εκτός από μας τις δύο δεν πρόκειται να μάθη τίποτε γι’ αυτό». 
Η υπηρέτρια ικέτευσε την μητέρα να σπλαχνισθή το αθώο παιδί. Όμως όσο και αν παρεκάλεσε και έκλαψε και της υπενθύμισε την οργή του Θεού, η ψυχραμένη μητέρα ήταν αμετάπειστη. Τελικά η υπηρέτρια αναγκάστηκε να υπακούση. 

Το τριπλό θαύμα της διασώσεως 
Πρωί-πρωί, ίσα που φώτιζε, η υπηρέτρια πήρε τον Θωμά στα χέρια της, έτρεξε στο ποτάμι και κάνοντας το σημείο του σταυρού πάνω στο παιδί το έρριξε στο νερό. Τότε συνέβη κάτι το θαυμαστό. Ο Θεός θέλησε να διαφύλαξη το παιδί: Ο Θωμάς ανήλθε στην επιφάνεια του νερού και έπλευσε ήσυχα μέχρι την αντίπερα όχθη, όπου βγήκε στην ξηρά. 
Βλέποντας το αυτό η υπηρέτρια τρομοκρατήθηκε. Έχοντας ήδη διαπράξει ένα έγκλημα και φοβούμενη την οργή της κυρίας της θέλησε να δώση ένα σύντομο τέλος στην φοβερή υπόθεσι. Διέσχισε το ρεύμα και πήρε τον Θωμά στα χέρια της. Το παιδί κοιμόταν αμέριμνα και ειρηνικά. Διώχνοντας κάθε σκέψι η υπηρέτρια πέταξε γρήγορα το μωρό στο ποτάμι για δεύτερη φορά. Όμως είδε και πάλι την δύναμι του Θεού: Τα κύματα μετέφεραν τον Θωμά σ' ένα μικρό νησάκι που είχε σχηματισθή μέσα στο ποτάμι και τον απέθεσαν απαλά πάνω στην λεπτή άμμο. 
Συγκλονισμένη από ένα τέτοιο αναντίρρητο θαύμα η υπηρέτρια βρήκε ένα πέρασμα, έφθασε στο νησάκι και πήρε στα χέρια της το παιδί. Όταν είδε ότι το βρέφος ήταν ζωντανό και απείραχτο, ξέσπασε μετανοημένη σε πικρά δάκρυα. Πήγε τον Θωμά στην μητέρα του και με φωνή τρεμάμενη από τον φόβο της εξιστόρησε τι είχε συμβεί. 
«Μπορείς να με σκοτώσης, αλλά δεν πρόκειται να πνίξω ένα αθώο παιδί! Ο ίδιος ο Θεός σώζει τη ζωή του με θαύμα και θα τιμωρηθούμε για το φοβερό έγκλημα μας». 
Όμως η νεαρή μητέρα, κυριευμένη από ένα απάνθρωπο μίσος για το παιδί, δεν πίστεψε ούτε λέξι απ’ όσα της είπε η υπηρέτρια και άρχισε να την επιπλήττη. «Ντροπή σου!» είπε. «Λυπάσαι αυτόν τον βρυκόλακα. Αν τον αφήσουμε να ζήση, θα προξενήση μεγάλο κακό. Α όχι! Καλύτερα να τον πνίξω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια, παρά να αντικρύζω αυτό το τέρας, που το μισώ και μόνο που το βλέπω». 
Μ’ αυτά τα λόγια η Ευφροσύνη άρπαξε με κακία τον Θωμά από τα χέρια της φοβισμένης υπηρέτριας και ξεκίνησε για το ποτάμι. Όχι πολύ μακριά από το σπίτι τους υπήρχε ένας νερόμυλος. Καθώς ήταν νωρίς και κανένας δεν βρισκόταν εκεί γύρω, η Ευφροσύνη πλησίασε, βρήκε ένα κατάλληλο σημείο και παίρνοντας φόρα πέταξε τον Θωμά μπροστά στον ίδιο τον τροχό του μύλου. Κατόπιν με την σκέψι ότι το παιδί ήταν ήδη νεκρό έφυγε. Η συνείδησίς της φαινόταν ήσυχη. Τότε αίφνης έγινε άλλο θαύμα: Οι μυλόπετρες σταμάτησαν και το νερό απ’ την πίεσι άρχισε να κάνη τρομερό θόρυβο. 
Ο μυλωνάς ξαφνιασμένος από το παράξενο φαινόμενο έτρεξε έξω να δη τι γίνεται. Οι τροχοί κρατημένοι από μια άγνωστη δύναμι έτρεμαν από την δυνατή πίεσι του νερού που τους έσπρωχνε. Το νερό προχωρούσε βίαια αφρίζοντας και παφλάζοντας. Κοιτώντας κάτω άκουσε κλάματα μωρού και είδε το παιδί να επιπλέη στο μέσο μιας δίνης. Πήδηξε κάτω με σβελτάδα και σκύβοντας προς το ρεύμα τράβηξε τον Θωμά έξω απ’ το νερό. Ακόμα δεν πρόλαβε να πάρη το παιδί, και oι τροχοί άρχισαν πάλι να γυρίζουν. 
Η αναστατωμένη υπηρέτρια, που είχε ακολουθήσει την έξαλλη μητέρα, βλέποντας αυτό το νέο θαύμα άρχισε να κλαίη σπαρακτικά. Πλησίασε τον μυλωνά και του εξιστόρησε όλα όσα ήξερε για το παιδί και για τα θαυμαστά σημεία της δυνάμεως του Θεού που έσωσαν το παιδί τρεις φορές.
«Τι να κάνουμε τώρα;» αναρωτήθηκε ο μυλωνάς. «Αν παραδώσουμε το παιδί στη μητέρα του, δεν θα διστάση να το εξόντωση». 
Φοβούμενοι τις ευθύνες για την τύχη του αθώου παιδιού, του κατατρεγμένου απ’ την ίδια του την μητέρα, αποφάσισαν να αναφέρουν τα γεγονότα αυτά στον ιερέα και πατέρα του. 
Όμως ούτε οι ικεσίες ούτε οι προσευχές ούτε ακόμη οι απειλές και η βία έφεραν κάποιο αποτέλεσμα στην Ευφροσύνη. Στην συνεχή διάσωσι του παιδιού έβλεπε μονάχα δαιμονικές ενέργειες. Όσο περισσότερο προσπαθούσε ο σύζυγος της να την πείση, τόσο περισσότερο πείσμωνε αυτή. 
«Δεν θα το αφήσω να ζήση. Αυτό δεν είναι παιδί. Αυτό είναι τέρας, γιος μάγισσας. Πρέπει οπωσδήποτε να το απαλλάξουμε από την ζωή», επανέλαβε η προληπτική Ευφροσύνη και προσπάθησε μία-δύο φορές ακόμη να εξοντώση τον Θωμά.

Χωρίς οικογένεια 
Ο ιερεύς συντετριμμένος βλέποντας πόσο πολύ η σύζυγός του μισούσε το παιδί, αποφάσισε να απομακρύνη τον Θωμά από κοντά της για ένα μεγάλο διάστημα. Βρήκε κρυφά μια έμπειρη παραμάνα, της εκμυστηρεύτηκε το οικογενειακό του δράμα και της έδωσε το αθώο παιδί να το αναθρέψη. Η παραμάνα τάιζε τον Θωμά με μαλακό ψωμί βρεγμένο σε λίγο λίπος και έδινε καθημερινή αναφορά στον πατέρα για το έργο της. 
Πέρασαν μερικοί μήνες και το παιδί αναπτυσσόταν φυσιολογικά και μάλιστα δυνάμωνε. Η παραμάνα αποδείχθηκε ευσυνείδητη γυναίκα. Μεγάλωνε και πρόσεχε τον Θωμά σαν να ήταν παιδί της. Πολύ σύντομα όμως ο Θεός αποφάσισε να καλέση τον πατέρα του Θωμά από την πρόσκαιρη τούτη ζωή στην αιώνια.
Αισθανόμενος ο ιερεύς τον θάνατό του να πλησιάζη, γεμάτος ενδιαφέρον για το μέλλον του γιου του, κάλεσε τον καλό μυλωνά κοντά του και του είπε: 
«Είσαι μάρτυρας της θαυματουργικής σωτηρίας του παιδιού μου. Εις το όνομα του Θεού σού αναθέτω να πάρης τον Θωμά κοντά σου. Να τον αναθρέψης, να τον προστατέψης και να μην τον πληγώσης».
Ο μυλωνάς συμφώνησε με χαρά και δέχθηκε την εντολή σαν ευλογία από τον Θεό.

Εν τω μεταξύ όμως, όλη αυτή η ιστορία είχε διαδοθή μεταξύ των ανθρώπων της περιοχής. Ένας ηλικιωμένος και ευκατάστατος αγρότης από την ίδια πόλι Μάχνοβο ήλθε στον μυλωνά και τον παρακαλούσε να του δώση την κηδεμονία του παιδιού. 
«Δεν έχω παιδιά», έλεγε, «και θέλω να υιοθετήσω αυτό το παιδί. Θα τον κάνω κληρονόμο σε όλη μου την περιουσία. Άφησέ με να πάρω τον Θωμά». 
Ο μυλωνάς βλέποντας τις ειλικρινείς προθέσεις του γερο-αγρότη ενέδωσε στις επίμονες παρακλήσεις του και του παρέδωσε τον Θωμά χωρίς κανένα δισταγμό. Το παιδί πέρασε ευτυχισμένες μέρες ζώντας υπό την προστασία του πλούσιου χωρικού. Το περιέβαλλαν με τρυφερότητα και αγάπη. Κάποια μέρα ο Θωμάς θα γινόταν ο πλούσιος μοναχογιός της οικογενείας. Και αναμφίβολα έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα, αν βεβαίως τα ανθρώπινα προγράμματα συμφωνούσαν πάντοτε με τα κρίματα της θείας Πρόνοιας. Ο Κύριος όμως αλλιώς αποφάσισε. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που ο Θωμάς είχε γίνει δεκτός με τόση αγάπη στην οικογένεια του πλούσιου αγρότη, όταν ο ευεργέτης και δεύτερος πατέρας του πέθανε ξαφνικά, χωρίς κανείς να το περιμένη. 

Στους πέντε δρόμους 
Έτσι το κατατρεγμένο παιδί, ούτε τριών ετών ακόμη, έμεινε και πάλι ορφανό. Η χήρα του αγρότη μένοντας απόλυτη κληρονόμος της περιουσίας του αποφάσισε να ξαναπαντρευτή και άρχισε βιαστικά να ψάχνη άλλη στέγη για τον Θωμά. Ο ιερεύς του χωριού της δέχθηκε το παιδί με συμπόνια. 
«Μου δένει τα χέρια», δικαιολογήθηκε η χήρα. «Και εκτός αυτού εσύ, πάτερ μου, μπορείς εύκολα να οδήγησης ένα γιο ιερέως στον δρόμο που του ταιριάζει». 
Ο ιερεύς συμφώνησε και ο μικρός Θωμάς βρήκε καινούργιο καταφύγιο. Έτσι από τις πρώτες μέρες της ζωής του εξοικειώθηκε με το πνεύμα της ξενιτείας. Πριν ακόμα μπη καλά-καλά στην ζωή, ο Θωμάς είχε ήδη σηκώσει στους ώμους του τον σταυρό Εκείνου που κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής Του δεν είχε «που την κεφαλήν κλίνη». 
Ο Θωμάς έμεινε κοντά στον κηδεμόνα του μέχρι τα επτά του χρόνια. Ο ιερεύς δεν του έδωσε κάποια ιδιαίτερη προσοχή η επιμελημένη διαπαιδαγώγησι. Ο Θωμάς αφημένος μόνος του συμμετείχε ανόρεχτα στα θορυβώδη παιχνίδια των συνομηλίκων του. Εντύπωσι προξενούσε σε όλους το γεγονός ότι δεν έδειχνε καμμιά ιδιαίτερη προτίμησι για τις συνήθεις διασκεδάσεις της ηλικίας του. Προτιμούσε να αποτραβιέται σε απομονωμένα μέρη και να παραδίνεται σε μελαγχολικούς στοχασμούς. 

Προεικονίσματα και απαρχές 
Ο μικρός Θωμάς εξοικειωνόταν με το πνεύμα της ξενιτείας. Αποκτούσε την εμπειρία της γλυκύτητος των πρώτων παιδικών προσευχών μέσα στα κατάβαθα της ψυχής του. Συνήθιζε από νωρίς στις παρατεταμένες νηστείες και την λιτότητα. Σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και ωρίμασε πνευματικά. Ο ναός του Θεού έγινε γι' αυτό το παράξενο παιδί το προσφιλέστερο καταφύγιο. Δεν έχανε ούτε μια θεία Λειτουργία. Με το πρώτο κτύπημα της καμπάνας έτρεχε με πολλή χαρά στην εκκλησία, όπου η ψυχή του έβρισκε παρηγοριά και μια ανεξήγητη ανάπαυσι. Συχνά τον έβρισκε κανείς έξω από τις κλειστές πόρτες της χωριάτικης εκκλησίας βυθισμένο στην προσευχή, χωρίς να παίρνη είδησι του τι γινόταν γύρω του. 
Τα άλλα παιδιά, παρατηρώντας τον κλειστό χαρακτήρα του Θωμά, τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν. Πολλές φορές του έστηναν παγίδες η και τον κτυπούσαν ακόμα. Τότε ο Θωμάς έφευγε κλαίγοντας μακριά μέσα στο δάσος και έμενε εκεί για ένα ολόκληρο ή ακόμη και δύο εικοσιτετράωρα. Πολλές φορές τον έβρισκαν οι τσομπάνηδες, οι οποίοι έλεγαν γι' αυτόν θαυμαστές ιστορίες. Ο πονεμένος μικρός καταλάβαινε ότι μοίρα του ανθρώπου δεν είναι η χαρά και η ευτυχία, αλλά ο πόνος. Έχοντας γευθή ο ίδιος τόση πίκρα στα παιδικά του χρόνια, μπορούσε αργότερα να διακρίνη πόσο συχνά ο κόσμος δεν καταλαβαίνει αυτούς που πονούν δεν βλέπει τα δάκρυα στα μάτια του άλλου. 
Από πολύ νωρίς ο Θωμάς ανακάλυψε την χαρά του να βοηθά κανείς τους φτωχούς. Δεν του άρεσε να κρατάη πράγματα για τον εαυτό του και έδινε ό,τι μπορούσε στους φτωχούς. Κάποτε ο Θωμάς είδε στον δρόμο ένα άλλο αγόρι που αντί για πουκάμισο φορούσε κάτι σχισμένα κουρέλια. Χωρίς δεύτερη σκέψι έβγαλε το δικό του πουκάμισο, το έδωσε στο φτωχό αγόρι και γύρισε σπίτι μόνο με το πανωφόρι. Ο κηδεμόνας του όμως δεν το είδε αυτό με καλό μάτι κι έτσι ο Θωμάς απεκόμισε μόνο μια καλή τιμωρία για την αγαθοεργία του. 
Όταν κόντευε επτά ετών, ο ιερεύς άρχισε να του μαθαίνη ανάγνωσι. Σύντομα όμως ο ιερεύς αυτός πέθανε κι έτσι με την τελευτή του καλού δασκάλου ο μικρός ξενιτευτής έμεινε και πάλι άστεγος. Ο Θωμάς έκλαψε πικρά και απαρηγόρητα για τον ευεργέτη του. Δεν έκλαιγε τόσο γιατί έχασε μια στέγη, όσο γιατί έχασε ένα σοφό δάσκαλο, που μόλις είχε αρχίσει να τον μπάζη στον κόσμο της παιδείας και της μαθήσεως.

Μια ακόμη δυσάρεστη συνάντησις 
Με τον θάνατο του ιερέως έπρεπε να βρεθή καινούργιο καταφύγιο για τον Θωμά. Ο προεστός της ενορίας υπέθεσε ότι, αφού είχαν ήδη περάσει επτά χρόνια, το μίσος της Ευφροσύνης για τον γιο της θα είχε σβήσει και θα ένιωθε τώρα κάποια στοργή για το παιδί της. Έτσι αποφάσισε να πάη τον Θωμά πίσω στο σπίτι του. Όταν έφθασε εκεί, η Ευφροσύνη έκοβε ξύλα. Πόσο μεγάλη ήταν όμως η έκπληξις και η φρίκη του άνθρωπου, όταν εκείνη, αντί να δεχθή τον γιο της με αγάπη, πέταξε έξαλλη καταπάνω του το τσεκούρι που κρατούσε, ώστε η κόψις του να μπηχτή στον δεξιό ώμο του Θωμά! 
Ο προεστός άρπαξε το αιμόφυρτο παιδί απ’ τα χέρια της μανιακής μητέρας του, έδεσε την πληγή του και πήρε πίσω τον Θωμά στο δικό του σπίτι. Στο διάστημα που χρειάσθηκε να κλείση το τραύμα, ο προεστός ανεκάλυψε κάποιον θείο του αγοριού, που ήταν ιερεύς εν χηρεία και ζούσε τώρα στη μονή Μπράτσκυ στο Κίεβο. Ο καλός άνθρωπος, πριν ακόμα το παιδί γίνει εντελώς καλά, το πήγε σ’ αυτόν τον μοναχό. Εκεί ανέφερε στον γέροντα όλα όσα γνώριζε για τον άτυχο ανηψιό του και του παρέδωσε το αγόρι να το αναθρέψη.

Επτάχρονος στο μοναστήρι 
Στη μονή Μπράτσκυ υπήρχε μια εκκλησιαστική σχολή που τον καιρό εκείνο είχε και τάξεις αρχαρίων. Το πολυβασανισμένο ορφανό μπήκε σ' αυτή την σχολή και εκεί άρχισε να αποκτά την σοφία των βιβλίων. 
Υπό την φιλόξενη προστασία του θείου του ο Θωμάς μεγάλωνε δείχνοντας υποδειγματική συμπεριφορά και μελετώντας σκληρά. Τις ελεύθερες ώρες του αφοσιωνόταν στην ανάγνωσι θεολογικών βιβλίων και την κατά μόνας προσευχή. Κατανοούσε καλά τους ψαλμούς και απεκόμιζε πολλή ανακούφισι και χαρά από την εκμάθησί τους.
 

Η συμφιλίωσις 
Οι αγνές παιδικές προσευχές του Θωμά ευηρέστησαν τον Θεό και Αυτός μαλάκωσε την καρδιά της σκληρής μητέρας του και έφερε την ποθητή συμφιλίωσι μεταξύ της Ευφροσύνης και του καταδιωγμένου γιου της.
Αυτό το θαυμαστό γεγονός έλαβε χώρα ως εξής:
Η Ευφροσύνη χτυπήθηκε από μια ανίατη ασθένεια. Βλέποντας την τιμωρία του Κυρίου που ήλθε πάνω της, άρχισε με δάκρυα να μετανοή για τις απάνθρωπες πράξεις και τους κατατρεγμούς του αθώου παιδιού της.
Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν έβρισκε ανάπαυσι μέσα της. Όλη μέρα βασανιζόταν από την αρρώστεια και την νύχτα την τυραννούσαν εφιάλτες. Σ' όλα αυτά έβλεπε την δικαιοσύνη του Θεού. Εν τω μεταξύ ο ανεξίκακος γιος της έκλαιγε και προσευχόταν γι' αυτήν. Τελικά η μάνα κατάλαβε το φοβερό της λάθος και άρχισε να παρακαλή τον Θεό να την συγχώρηση. Ο Κύριος την λυπήθηκε. Λίγο πριν από τον θάνατό της ο Θωμάς ήλθε στην μητέρα του κι έτσι γεύθηκαν και οι δύο την παρηγοριά της συμφιλιώσεως. 
«Συγχώρεσε με, παιδί μου», φώναζε η μετανιωμένη μάνα στον Θωμά. «Συγχώρεσέ με την άσπλαχνη, την ανόητη και απαίσια. Το μυαλό μου ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και δεν έβλεπα το μεγάλο κακό που έκανα. Η ευλογία του Θεού ας είναι πάνω σου. Μη με καταρασθής την κακιά μάνα σου, αλλά να με θυμάσαι την αμαρτωλή στις συνεχείς προσευχές σου». 
Με τα λόγια αυτά η Ευφροσύνη έσφιξε δυνατά τον γιο της μέσα στη μητρική αγκαλιά της και αφού έκανε το σημείο του σταυρού επάνω του, παρέδωσε ήσυχα την ψυχή της. Ο καλός Θωμάς έκλεισε με τα ίδια του τα χέρια τα άψυχα μάτια της μητέρας του και παρέδωσε το σώμα της για να ταφή.
 
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 6
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1989 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1990

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου