Σελίδες

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥΣ




 Οι Αποστολικοί Πατέρες Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος Αντιοχείας και Πολύκαρπος Σμύρνης

       Με τον όρο «Αποστολικοί Πατέρες» εννοούμε εκείνους τους συγγραφείς του 2ου αιώνα μ.Χ. που τα συγγράμματά τους έχουν σαφώς θεολογικό περιεχόμενο και αποτελούν την συνέχεια των συγγραφέων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Αποβλέπουν κυρίως σε πρακτικούς σκοπούς όσον αφορά τον Χριστιανισμό και τα διάφορα ερωτήματα που γεννώνται γύρω από την διδασκαλία του και στερούνται του θεολογικού βάθους και της δύναμης που εκπέμπουν τα θεόπνευστα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Τα συγγράμματά τους που είναι αρκετά στον αριθμό, αποτελούν σύμφωνα με τους ερευνητές πιθανόν λείψανα που έχουν περισωθεί από μεγαλύτερο αριθμό συγγραμμάτων της γενιάς τους...
       Βέβαια ο όρος Αποστολικοί Πατέρες που πρώτος χρησιμοποίησε ο J.B. Cotelerius το 1672  και έκτοτε επικράτησε είναι προβληματικός. Γιατί οι φερόμενοι ως Αποστολικοί Πατέρες δεν έχουν όλοι την δηλούμενη αποστολικότητα δηλαδή ούτε γνώρισαν όλοι τους Αποστόλους ούτε φρόνημα αποστολικό έχουν, αφού περιλαμβάνονται και ανώνυμα έργα μη απολύτως ορθόδοξα. Αποστολικοί Πατέρες στην κυριολεξία υπήρξαν μόνο ο Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος Αντιοχείας και Πολύκαρπος Σμύρνης.  
       Όμως παρόλα αυτά, η συμβολή τους για τον Χριστιανισμό και την Εκκλησία είναι τεράστια, γιατί μαρτυρούν για την οργάνωση της πρώτης Εκκλησίας και τις θεμελιώδεις γραμμές της Αποστολικής Παράδοσης συνδέοντας έτσι τον δεύτερο αιώνα μετά του πρώτου. Βοηθούν επίσης και στην απόρριψη διαφόρων καινοφανών θεωριών που εμφανίστηκαν στους νεότερους χρόνους και αφορούν τους Αποστολικούς χρόνους, όπως λόγου χάρη του Baur που ισχυρίστηκε περί μερίδων ή κομμάτων στην πρώτη Εκκλησία και μεταξύ των Αποστόλων. Έτσι σύμφωνα με τον Κλήμεντα Ρώμης και ο Πέτρος και ο Παύλος είναι αμφότεροι «οι αγαθοί απόστολοι» 1 Κορ. 5:3, ΒΕΠ 1,15 έχοντας μέγα κύρος και την εξουσία να διατάσσουν κατά τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο στην προς Ρωμ. 4, ΒΕΠ 2, 304 και πως «ο μακάριος και ένδοξος Παύλος», ο οποίος διακρίνονταν για την «σοφία» του, συναριθμείται με τους «υπόλοιπους αποστόλους», όπως μας διασώζει ο Πολύκαρπος Σμύρνης Προς Φιλιπ. 3:2 και 9:1, ΒΕΠ 3, 16, 17.

       Από τα έργα των Αποστολικών Πατέρων το πρώτο που διασώζεται χρονολογικά είναι η «Πρώτη προς Κορινθίους επιστολή» του Κλήμεντα Ρώμης. Ο Κλήμης Ρώμης είναι ο πρώτος επώνυμος εκκλησιαστικός συγγραφέας, όμως για την ζωή του γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Κατά τον Ειρηναίο ήταν τρίτος επίσκοπος Ρώμης, μετά τον Λίνο και τον Ανέγκλητο, ενώ κατά τον Τερτυλλιανό χειροτονήθηκε από τον απόστολο Πέτρο, οπότε έγινε πρώτος επίσκοπος. Η παράδοση της εκκλησίας κλίνει υπέρ της άποψης του Ειρηναίου. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Νοεμβρίου. Ο Κλήμης λοιπόν στέλνει επιστολή στην εκκλησία της Κορίνθου το 96 μ.Χ., εξαιτίας των ταραχών και των διχονοιών που συνέβαιναν για μία ακόμη φορά στην εκκλησία αυτή. Αποτελείται από 65 κεφάλαια και χαρακτηρίζεται πολύτιμος επειδή μας παρέχει σπουδαίες πληροφορίες για την διοργάνωση της αρχαίας Εκκλησίας. Στον Κλήμεντα Ρώμης αποδίδεται και η φερόμενη «Δεύτερη προς Κορινθίους επιστολή» η οποία όμως είναι προβληματική. Διότι αναφέρεται μεν κατά πρώτον από τον Ευσέβιο Καισαρείας ως γνήσια, γράφοντας τα εξής: «Πρέπει να έχομε υπόψη ότι υπάρχει κατά τα λεγόμενα και μια δεύτερη επιστολή του Κλήμεντα, αλλά δεν έχουμε επίγνωση περί της αναγνωρίσεως και αυτής εις όμοιο βαθμό με τη πρώτη, διότι δεν γνωρίζομε αν την χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι. Μερικοί δε παρουσίασαν χθες ή προχθές και άλλα φλύαρα και εκτενή συγγράμματα πως ανήκουν σ’ αυτόν, τα οποία περιέχουν τους διαλόγους του Πέτρου και του Απίωνα, τα οποία όμως δεν υπάρχει καμιά μνεία στους παλιούς και τα οποία δεν διατηρούν καθαρό τον χαρακτήρα της αποστολικής ορθοδοξίας. Είναι λοιπόν φανερή η γνησιότητα της παραδοθείσας επιστολής του Κλήμεντα» Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄, 38:4 – 5. Όμως αντίθετα ο Μέγας Φώτιος την χαρακτηρίζει ως προβληματική, περιέχουσα υλικό που ξενίζει. Γράφει σχετικά: «Η δεύτερη επιστολή συμβουλεύει και προτρέπει για ανώτερη ζωή και στην αρχή κηρύσσει Θεό τον Χριστό, εκτός από το ότι εισάγει μερικά ρητά που παραξενεύουν προερχόμενα τάχα από την αγία Γραφή, από τα οποία ούτε η πρώτη επιστολή δεν ήταν τελείως απαλλαγμένη. Έχει επίσης και μερικές αλλόκοτες ερμηνείες ρητών. Εξάλλου και τα νοήματά τους είναι κατά κάποιο τρόπο ριγμένα στην τύχη και δεν διατηρούν συνεχή την ακολουθία» Μυριόβιβλος 126. Πάντως η γνώμη που επικρατεί σήμερα γι’ αυτή είναι, πως πρόκειται για το αρχαιότερο χριστιανικό κήρυγμα το οποίο έχει διασωθεί, χωρίς όμως να μπορούμε να καθορίσουμε πότε, που και από ποιον έχει απαγγελθεί. Επειδή έχουμε την είδηση πως διαβάζονταν στην εκκλησία της Κορίνθου, γι’ αυτό έγινε η παρανόηση και συνδέθηκε με τη Πρώτη επιστολή του Κλήμεντα. Χρονολογείται περί τα μέσα του δευτέρου αιώνος.
       Από τη Ρώμη προέρχεται και ο «Ποιμένας», ένα από τα πιο αγαπημένα αναγνώσματα των αρχαίων χριστιανικών χρόνων. Είναι αποκαλυπτικό κείμενο που ανήκει στην ιουδαιοχριστιανική αποκαλυπτική γραμματεία από κάποιον του οποίου το όνομα δηλώνεται στην αρχή του κειμένου και είναι ο Ερμάς. Στον Κανόνα του Μουρατόρι (Muratori) διαβάζουμε πως ο Ερμάς ήταν αδελφός του επισκόπου Ρώμης Πίου 142 – 155 μ.Χ. κάτι που βεβαίως δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε, γιατί τα βιογραφικά αυτά στοιχεία είναι φανταστικά και γράφονται χάριν της οικονομίας του έργου. Ο Ερμάς παριστάνει τον εαυτό του ως σύγχρονο του Κλήμεντα Ρώμης, μνημονεύεται δε πως κυκλοφορούσε πολύ νωρίς στις εκκλησίες της Ανατολής, γι’ αυτό και πολλοί κριτικοί τοποθετούν τη συγγραφή του μεταξύ 90 – 100 μ.Χ., ενώ άλλοι μεταξύ 120 – 140 μ.Χ. Περιλαμβάνει πέντε οράσεις, δώδεκα εντολές και δέκα παραβολές. Η τριμερής αυτή διαίρεσις, σύμφωνα με τον G.Fischer έγινε μάλλον αργότερα. Τον τίτλο του τον πήρε επειδή συνδέεται με τον άγγελο και την γυναίκα που παρέχουν τις αποκαλύψεις στον Ερμά, αλλά και από την διάθεση του συγγραφέα να κατευθύνει «ποιμάνει» τους πιστούς. Σκοπός του έργου είναι να οδηγήσει τους πιστούς στην μετάνοια και τον ηθικό και ενάρετο βίο. Μάλιστα για να γίνει πειστικό και αποδεκτό το κήρυγμά του το εμφανίζει σαν «αποκάλυψη» από το Θεό, μέσω μιας σεβαστής γυναίκας και ενός ωραίου αγγέλου σε περιβάλλον ειδυλλιακό. Ο Ποιμένας διακρίνεται για την ηθικολογία του και όχι θεολογία του, είναι ευφάνταστος, φλύαρος και πολλές φορές δυσνόητος αλλά ταυτόχρονα παραστατικός και ελκυστικός. Γενικά κινείται μεταξύ αποστολικής παραδόσεως και του συντηρητικού ιουδαϊσμού.
       Ένα ακόμα αγαπημένο ανάγνωσμα των αρχαίων – όχι μόνο – χριστιανικών χρόνων προερχόμενο αυτή τη φορά από την Αλεξάνδρεια είναι και αυτό, που ανακριβώς από τον Κλήμη Αλεξανδρείας και τον Ωριγένη αποδόθηκε στον απόστολο Βαρνάβα και ονομάζεται «Επιστολή Βαρνάβα». Ο Ευσέβιος Καισαρείας την χαρακτηρίζει ως νόθο: «Μεταξύ των νόθων ας καταταχτούν το βιβλίο των Πράξεων Παύλου, ο λεγόμενος Ποιμήν και η Αποκάλυψις Πέτρου και προς τούτοις η φερόμενη επιστολή Βαρνάβα» Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄, 25. Θεωρείται πως γράφτηκε πριν το 160 μ.Χ. με πιθανότερο τους χρόνους της αυτοκρατορίας του Αδριανού 117 – 138 μ.Χ. Η Επιστολή Βαρνάβα αποτελείται από 21 κεφάλαια και διαπνέεται από σφόδρα αντιϊουδαϊκό πνεύμα. Τα κεφάλαια 18 – 21 θεωρούνται πως προστέθηκαν στο τέλος του δεύτερου αιώνα. Πιθανόν ο συγγραφέας της είναι κάποιος από τους εξ Εθνών Χριστιανούς. Το αντιϊουδαϊκό πνεύμα του, τον οδηγεί σε βαθιά περιφρόνηση της Παλαιάς Διαθήκης, κάτι όμως που δεν ήταν αποδεκτό από την Εκκλησία, αφού τη θεωρούσε και την θεωρεί παιδαγωγό εις Χριστόν (Παύλος), και γενικά παρουσιάζει απόκλιση προς την αίρεση του Γνωστικισμού. Θεωρεί πως η «τέλεια γνώση» οδηγεί στον Θεό, αφού η πίστη είναι μόνο το πρώτο στάδιο, μια γνώση όμως που προορίζεται για λίγους. Διακρίνεται και για το ρεύμα που υπήρχε τότε στους Χριστιανικούς κόλπους για την ταχεία έλευση του Κυρίου καθώς επίσης και ένα ακόμη προσφιλές ρεύμα των «δύο οδών» του φωτός και του σκότους.                  
       Στα τέλη του 19ου αιώνα έμελε να δει το φως της δημοσιότητας ένα ακόμη αγαπητό έργο των Αποστολικών Πατέρων, η «Διδαχή των 12 Αποστόλων». Προερχόμενο πιθανώς από μία εκκλησία της Ανατολής, είτε αυτή είναι της Συρίας ή της Παλαιστίνης ή της Αλεξάνδρειας εκδόθηκε το 1833 από τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Φιλόθεο Βρυέννιο, που είχε ανακαλύψει σε κώδικα του έτους 1056. Όπως γράφει όμως ο αείμνηστος καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος, σύμφωνα με πληροφορία του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου Νικολάου (┼1958), το κείμενο της Διδαχής το γνώριζαν νωρίτερα ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ (1878 - 1884), ο οποίος είχε ενδιαφερθεί να το εκδόσει και ο Κων/νος Τυπάλδος (┼1867) ο οποίος είχε μάλιστα προετοιμάσει και το υπό έκδοση κείμενο, το οποίο τελικά έκανε ο Φιλόθεος, γνωρίζοντας πως έτσι γίνεται πλαστογράφος. Εν πάσει περιπτώσει πάντως, η Διδαχή θεωρείται ως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φιλολογικές ανακαλύψεις των νεοτέρων χρόνων. Αποτελείται από δύο μέρη. Τα πρώτα έξι κεφάλαια αποτελούν την κατηχητική διδασκαλία με το γνώριμο σχήμα των δύο οδών ζωής – θανάτου ή σκότους – φωτός που ανευρίσκουμε και στην Επιστολή Βαρνάβα, κατ’ επίδραση ελληνικών – Παρμενίδης, Πίναξ Κέβητος, Νεοπυθαγόριοι – και ιουδαϊκών πηγών, όπως π.χ. από την Παλαιά Διαθήκη ή το Εγχειρίδιο Πειθαρχίας. Τα υπόλοιπα δέκα κεφάλαια περιέχουν οδηγίες σχετικά με τη τέλεση του βαπτίσματος, της λατρείας, της νηστείας, της εκκλησιαστικής ευταξίας και για το πώς να διακρίνουν οι πιστοί τους αληθινούς προφήτες από τους ψευδοπροφήτες. Το κεφάλαιο 16 αναφέρεται στο προσφιλές θέμα της ταχείας έλευσης του Κυρίου. Ο χρόνος συγγραφής της Διδαχής πιθανολογούνταν παλιότερα πριν από το 160 μ.Χ. Τώρα τοποθετείται γύρω στο 90 με 110 μ.Χ. και μάλιστα οι «οδηγίες» για την εκκλησιαστική ευταξία θεωρείται πως έχουν την πηγή τους πιθανόν τα έτη 60 με 70 μ.Χ. Το κείμενο της Διδαχής έχει εξαιρετική σημασία για την ιστορία της λειτουργικής εκκλησιαστικής ποίησης, γιατί διασώζει έμμετρους ύμνους που ήταν τότε σε λειτουργική χρήση. Ας «πάρουμε μια γεύση» από κάποιον από αυτούς:

«Ευχαριστούμεν σοι, πάτερ ημών,
υπέρ της αγίας αμπέλου Δαβίδ του παιδός σου,
ης εγνώρισας ημίν δια Ιησού του παιδός σου·
σοι η δόξα εις τους αιώνας.

Ευχαριστούμεν σοι, πάτερ ημών,
υπέρ της ζωής και της γνώσεως,
ης εγνώρισας ημίν δια Ιησού του παιδός σου·
σοι η δόξα εις τους αιώνας.» (9)

       Και φτάνουμε στον Ιγνάτιο Αντιοχείας, τον μαρτυρήσαντα επί αυτοκράτορα Τραϊανού 98 – 117 μ.Χ. Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος θεωρείται ο πρώτος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας, όπως είναι και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους Αποστόλους. Για το βίο του γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα, αν και υπήρξε τόσο σπουδαίος άντρας. Ότι γνωρίζουμε για τον Ιγνάτιο είναι από τις επιστολές του, από τον ιστορικό Ευσέβιο και από το μεταγενέστερο «Μαρτύριο» του Ιγνατίου. Υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας από το 70 μ.Χ. και είναι βέβαιο πως γνώρισε τους Αποστόλους. Το κύρος του και η φήμη του ξεπερνούσαν τα όρια της Αντιόχειας και της Συρίας και αυτό φαίνεται από τον μεγάλο σεβασμό και την απέραντη εμπιστοσύνη που του έδειξαν οι Μικρασιάτες και Ρωμαίοι χριστιανοί. Καταδικάζεται σε θάνατο στο Κολοσσαίο της Ρώμης στην οποία Ρώμη φτάνει, με την συνοδεία στρατιωτών που τους ονομάζει «λεοπάρδους», περνώντας από διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, Ελλάδας, Αλβανίας και Ιταλίας. Στη Ρώμη γίνεται βορά των θηρίων, αφού έχει θερμά ικετεύσει να μην φροντίσουν να του στερήσουν το μαρτύριο οι Ρωμαίοι χριστιανοί. Το επίθετο «θεοφόρος» που χρησιμοποιεί για τον εαυτό του δεν έχει επαρκώς εξηγηθεί και κατά την παράδοση υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη, πως φέρει αυτό το επίθετο διότι υπήρξε εκείνο το παιδί που σήκωσε στα χέρια του ο Χριστός σαν υπόδειγμα αθωότητας που περιγράφει το κατά Ματθαίο 18:1 ή επειδή μετά το μαρτύριό του είδαν οι χριστιανοί χαραγμένο στο στήθος του το όνομα του Χριστού. Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Δεκεμβρίου από την Ορθόδοξο Εκκλησία και την 1 Φεβρουαρίου από τη Ρωμαϊκή. Οι επιστολές του είναι επτά, και γράφτηκαν η προς Εφεσίους, προς Μαγνησιείς, προς Τραλλιανούς και η προς Ρωμαίους από την Σμύρνη και η προς Φιλαδελφείς, προς Σμυρναίους και Πολύκαρπο από την Τροία. Πρώτος μάρτυς των επιστολών αυτών είναι ο Πολύκαρπος Σμύρνης. Εν τούτοις για πάνω από δύο αιώνες συζητήθηκε η γνησιότητα των επιστολών αυτών, επειδή στο όνομά του ανευρέθηκαν επιστολές νόθες του Δ΄ αιώνα. Ο χρόνος συγγραφής των επτά επιστολών του θεωρείται το 110 μ.Χ. Σ’ αυτές μαρτυρείται η πλήρης διαμόρφωση του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, και έχουμε σαφή και πλήρη την ιεραρχική οργάνωση, με πλήρη διάκριση – για πρώτη φορά – του επισκόπου, πρεσβυτέρου και διακόνου. Επειδή μάλιστα ο Ιγνάτιος παρουσιάζεται ως διαπρύσιος κήρυκας του επισκοπικού αξιώματος, γι’ αυτό το λόγο άλλωστε αμφισβητείται η γνησιότητα των επιστολών του. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που βρίσκουμε στις επιστολές του, είναι η υποχώρηση της αντίληψης για την ταχεία επάνοδο του Κυρίου. Τη θέση της παίρνει η θεολογία της ενότητας του ανθρώπου με το Χριστό και η χριστολογία γίνεται πιο ευρύτερη και πληρέστερη αφού η Καινή Διαθήκη γίνεται πλέον η κύρια πηγή των εκκλησιαστικών συγγραφέων.
       Ο Πολύκαρπος Σμύρνης είναι ο άλλος μεγάλος Αποστολικός Πατέρας. Υπήρξε η κατ’ εξοχήν Ορθόδοξη φυσιογνωμία στην Εκκλησία της Μικράς Ασίας στο πρώτο μισό του Β΄ αιώνα, σε μια εποχή που στους κόλπους της Εκκλησίας είχαν εμφανιστεί διδάσκαλοι που εξέφραζαν αμφίβολη και πάντως όχι γνήσια αποστολική παράδοση. Σύμφωνα με το μαθητή του Ειρηναίο «Έλεγχος ΙΙΙ 3,4», ο Πολύκαρπος γνώρισε αποστόλους, πιθανόν να μαθήτευσε και στον απόστολο Ιωάννη και εγκαταστάθηκε ως επίσκοπος από τους αποστόλους. Την ζωή του την τέλειωσε με μαρτύριο επί αυτοκράτορα Αντωνίου του Πίου, σε πολύ μεγάλη ηλικία στο στάδιο της Σμύρνης, την Εκκλησία της οποίας είχε ποιμάνει σχεδόν για έξι δεκαετίες, πιθανόν το 155/156 μ.Χ. ή με νέες προτάσεις το 167/8 μ.Χ. Ο Πολύκαρπος σύμφωνα με τον Ειρηναίο έγραψε πολλές επιστολές σε διάφορες εκκλησίες, αλλά σώθηκε μόνο μία την οποία έστειλε στους Φιλιππησίους, απαντώντας στο αίτημά τους να έχουν από τον Πολύκαρπο επιστολές του Ιγνατίου, ο οποίος είχε περάσει πρόσφατα από την πόλη τους, πορευόμενος για το μαρτύριό του στη Ρώμη. Η επιστολή αποτελείται από 14 κεφάλαια που μόνο τα εννέα πρώτα μαζί με το δέκατο τρίτο σώθηκαν στο ελληνικό πρωτότυπο και τα υπόλοιπα από παλαιότατη λατινική μετάφραση. Δεν ασχολείται με θεολογικά θέματα αλλά είναι πρακτική – συμβουλευτική και αναφέρεται μόνο στην πραγματικότητα της ενσάρκωσης του Χριστού.
       Και φτάνουμε σε ένα κείμενο άκρως σημαντικό για την θεολογία της Εκκλησίας όσον αφορά το μαρτύριο των αγίων και της τιμής αυτών. Αυτό δεν είναι άλλο από το περίφημο «Μαρτύριο» του Πολυκάρπου που θεωρείται ένα από τα πιο αρχαία μαρτυρολόγια της Εκκλησίας μας. Σπάνια ένα τόσο μικρό κείμενο όχι μόνο αγαπήθηκε τόσο πολύ αλλά απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή της Εκκλησίας. Ο συντάκτης του Μαρκίων το γράφει αμέσως μετά τα γεγονότα, χρησιμοποιώντας μνήμες και περιγραφές και άλλων χριστιανών αυτοπτών. Είναι σε μορφή επιστολής που στάλθηκε στην εκκλησία Φιλομηλίου της Φρυγίας και προς όλες τις τοπικές καθολικές εκκλησίες. Παραθέτουμε το 18 κεφάλαιο του Μαρτυρίου, όπου φαίνεται η βαθύτερη σημασία που έχει για την Εκκλησία το μαρτύριο του αγίου πάνω στο οποίο στηρίζεται και αναπτύσσεται η τοπική εκκλησία. Άλλωστε είναι γνωστό σε όλους μας πως μέχρι σήμερα η θεία Ευχαριστία τελείται στην αγία Τράπεζα, μέσα στην οποία υπάρχουν λείψανα μαρτύρων ή αγίων:
«Βλέποντας λοιπόν ο εκατόνταρχος την φιλονικία που προέρχονταν από τους Ιουδαίους, έβαλε αυτόν (τον αποκεφαλισθέντα Πολύκαρπο) στο μέσον και τον έκαψε σύμφωνα με την συνήθειά τους. Έτσι και εμείς μετά, συλλέξαντες τα οστά του, τα τιμιώτερα από πολύτιμους λίθους, και ευγενέστερα από χρυσό, τα ενταφιάσαμεν σε κατάλληλο τόπο. Καθώς δε θα συναθροιζόμαστε εκεί κατά δύναμη με αγγαλλίαση και χαρά, ο Κύριος θα επιτρέψει να εορτάζουμε τη γενέθλιο ημέρα του μαρτυρίου του τόσο σε μνήμη των προαθλησάντων, όσο και σε άσκηση και ετοιμασία των μελλοντικών αθλητών.»
       Από τον Ειρηναίο «Έλεγχος Ε 33,4» μαθαίνουμε για έναν ακόμα αποστολικό Πατέρα τον Παπία επίσκοπο Ιεραπόλεως της Φρυγίας, περιοχή γνωστή για την επίδραση της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης. Έδρασε τις τρεις πρώτες δεκαετίες του Β΄ αιώνα και λέγεται πως ήταν «ακουστής» του ευαγγελιστή Ιωάννη, χωρίς όμως να θεωρείται ούτε σαν γνήσιος εκφραστής της ιωαννείου παραδόσεως ούτε της γνήσιας αποστολικής παράδοσης. Ενώ ο Ειρηναίος τον εκτιμά ιδιαίτερα ο Ευσέβιος μιλά με περιφρόνηση γι’ αυτόν επειδή ασπάζονταν τον Χιλιασμό. Έγραψε το «Λογίων κυριακών εξηγήσεις βιβλία πέντε», από τα οποία δυστυχώς σώζονται μόνο 12 σύντομα αποσπάσματα. Εκτιμά την στοματική – προφορική παράδοση περί Χριστού, παρά αυτή που είναι γραμμένη στα Ευαγγέλια και του αρέσει να διηγείται εντυπωσιακές, λαϊκές και απόκρυφες διηγήσεις. Η μόνη αξιόλογη από τις ειδήσεις που μας άφησε, είναι πως ο ευαγγελιστής Μάρκος υπήρξε ερμηνευτής του Πέτρου δηλαδή πως στο ευαγγέλιό του έγραψε αυτά που του διηγήθηκε ο Πέτρος. Η άλλη πληροφορία του, πως ο Ματθαίος έγραψε το ευαγγέλιο του στην αρχή στα Εβραϊκά «Ο Ματθαίος συγκέντρωσε τους λόγους (του Κυρίου) στην Εβραϊκή γλώσσα, και ο καθένας τους ερμήνευσε όσο καλύτερα μπορούσε» εκτιμάται σήμερα λιγότερο από ότι παλιότερα. 
       Στα συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων συγκαταλέγεται και ένα διαμάντι της χριστιανικής απολογητικής η «προς Διόγνητον επιστολή». Αποτελείται από 12 κεφάλαια με το ενδέκατο και δωδέκατο κεφάλαιο να έχει προστεθεί από άλλο συγγραφέα και δεν γνωρίζουμε ποιος την έχει γράψει. Ο χρόνος συγγραφής της πιθανολογείται πως είναι το 180 μ.Χ. ή ο τρίτος αιώνας. Υπερασπίζει τους Χριστιανούς οι οποίοι χωρίς να έχουν κάνει τίποτα διώκονται με περισσή σκληρότητα. Αν και κατοικούν σε συγκεκριμένες χώρες είναι στην πραγματικότητα πολίτες του ουρανού και με τον θαυμαστό τρόπο της ζωής τους καταστούν ανενεργούς τους νόμους του κράτους, αφού αγαπούν και αυτούς που τους διώκουν. Επισημαίνει ακόμα η επιστολή την ενανθρώπιση του Κυρίου που στάλθηκε από τον Πατέρα του για την σωτηρία του ανθρώπου.           

Βιβλιογραφία
Παναγιώτης Τρεμπέλας: Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας
Στυλιανός Παπαδόπουλος: Πατρολογία, Τόμος Α΄
Ευσέβιος Καισαρείας: Εκκλησιαστική Ιστορία
Μέγας Φώτιος: Μυριόβιβλος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου