Σελίδες

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Ω Γλυκύ μου εαρ – Ο Θρήνος για τον Ιησού στη Λογοτεχνία και στη Ζωγραφική.



Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Ο Χριστός αίρων τον Σταυρόν 
ΥΜΝΟΙ 
Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ,
Θεέ μου πλαστουργέ μου,
πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα,
λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου,
Πατήρ Υιός και Πνεύμα,
ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου,
Ανάστασιν, Παρθένε,
αξίωσον τους δούλους σου.
*************
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
*********************

«Σήμερον σὲ θεωροῦσα ἡ ἄμεμπτος Παρθένος ἐν σταυρῶ, Λόγε, ἀναρτώμενον, ὀδυρομένη μητρώα σπλάγχνα ἐτέτρωτο τὴν καρδίαν πικρῶς• καὶ στενάζουσα ὀδυνηρῶς ἐκ βάθους ψυχῆς, παρειᾶς σὺν θριξὶ καταξαίνουσα, κατετρύχετο• διὸ καὶ τὸ στῆθος τύπτουσα, ἀνέκραζε γοερῶς• Οἶμοι, θεῖον τέκνον! οἶμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου! τί ἔδυς ἐξ ὀφθαλμῶν μου, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; Ὅθεν αι στρατιαὶ τῶν Ἀσωμάτων τρόμω συνείχοντο λέγουσαι• Ἀκατάληπτε, Κύριε, δόξα σοι».
************************
Υἱέ μου, ποῦ τό κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου;
Οὐ φέρω καθορᾶν σε ἀδίκως σταυρούμενον·
σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἴδω κἀγώ
σοῦ τήν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν
.

Michelangelo. Pieta

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ 
«Σήμερα μαύρος ουρανός», Το μοιρολόι της Παναγιάς
Τὸ εὐρύτατα διαδεδομένο σ᾿ ὅλο τὸν ἑλληνικὸ χῶρο Μοιρολόϊ, ἢ Καταλόϊ τῆς Παναγιᾶς εἶναι ἕνα μεσαιωνικὸ μακροσκελὲς ὁμοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης, ἀλλὰ ἐντυπωσιακὰ πλατιᾶς λαϊκῆς ἀποδοχῆς. Ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὶς σχετικὲς περικοπὲς τῶν Εὐαγγελίων καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἕναν ἀνθρωποκεντρικὸ ἀφηγηματικὸ θρῆνο γιὰ τὴ μαρτυρικὴ πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν σταυρικὸ θάνατό Του, ἰδωμένη μέσα ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὰ συναισθήματα τῆς τραγικῆς του μάνας. Τραγουδισμένο ἀπὸ τὶς γυναῖκες γύρω ἀπὸ τὸν «τάφο» τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ ὕφος τῶν οἰκείων τους κοσμικῶν μοιρολογιῶν, ἐκφράζει τὴ συμπόνοια, τὴν ταύτισή τους μὲ τὴ μητρική, ἀνθρώπινη πλευρὰ τῆς Παναγιᾶς. Ὡστόσο ὁ τρόπος τῆς τελετουργικῆς του ἐπιτέλεσης ἀποκαλύπτει τὶς προχριστιανικὲς ρίζες τοῦ ἐθίμου. Ἂν καὶ ὑπάρχουν κατὰ τόπους διαφορές, σὲ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα τοῦ τραγουδιοῦ ἢ στὴ μελωδική του ἐκφορά, ἡ δομὴ καὶ ἡ φόρμα τοῦ Μοιρολογιοῦ καθὼς καὶ ἡ λειτουργία του παρουσιάζουν ἐντυπωσιακὲς ὁμοιότητες ἀπὸ τὴν Κάτω Ἰταλία μέχρι τὸν Πόντο καὶ τὴν Κύπρο. Ἡ συνέχεια τῆς ἀφηγηματικῆς ροῆς, ὅπως προκύπτει μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν ἀποσπασμάτων διαφορετικῆς προέλευσης, τὸ καθιστᾷ ἐμφανές.http://users.uoa.gr/


Sir Antony Van Dyck
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,
κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.


Bartolomé esteban murillo
Τα πάθη του Χριστού (Κρητικό Μοιρολόι)
Κάτω στα Ιεροσόλυμα εις του Χριστού τον Τάφο,
εκεί οι Αγγέλοι λειτουργούν κι οι Αποστόλοι Ψάλλουν.
Ψάλλουν το Άγιος ο Θεός και την Τιμιότερα
κι εκεί δεντρό δεν ήτονε δεντρό εφανερώθει.
Η ρίζα ήτον ο Χριστός κι η Παναγιά οι κλώνοι
και τα ξωκλωναράκια του Αγγέλοι κι Αρχαγγέλοι
κι όσοι ανθοί επέφτανε ήτονε μάρτυροί ντου.
Οι μάρτυροι ελέγασι η του Χριστού τα Πάθη.
Απού τονε σταυρώσανε οι χίλιοι οι γι” Οβραίοι
και τα πιστά και τα σκυλιά κι οι τρεις αφορισμένοι.
Το Φαραώ επέψανε να κάνει τρεις περόνες
κι εκείνος ο παράνομος πάει και κάνει πέντε
-Συ Φαραέ που τση καμες πρέπει να μας διδάξεις:
-Βάλετε δυο στα πόδια του και τσ” άλλες δυο στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλετε στην πλευρά του
να χύσει αίμα και νερό να πικραθεί η καρδιά ντου.
Η Δέσποινα ως τω “κουσε έπεσε λιγωμένη.
Σταμνιά νερό τση χύσανε και τρακαλιές το μόσκο
και δέκα το ροδόσταμο ως το να συνηφέρει.
Κι απίτις εσυνήφερε κι ήρθε ο λογισμός τση:
Κλουθάτε μου γειτόνισσες οι πλια καλύτερές μου
κι άλλες δε τση κλουθήξανε μόνο οι τρεις Παρθένες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και παίρνουν ντη και πάνε ντη κι οι τέσσερις αντάμα.
Κι επιάσαν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τση” βγαλε εις του ληστή την πόρτα
Θωρεί την πόρτα σφαλιχτεί και τα κλειδιά παρμένα
και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Παίζει τση πόρτας μια σπρωξιά μέσα και όξω ευρέθη
και άλλο δεν εγνώρισε μόνο τον Αϊ -Γιάννη.
-Αϊ μου Γιάννη Αφέντη μου και Βαφτιστή του γιου μου
δείξε μου τον εγέννησα για δε τονε γνωρίζω.
-Θαμάζομαί σε Δέσποινα λόγια τα ροζονάρης
εσύ που τονε γέννησες και δεν τονε γνωρίζεις
κι εγώ που τονε βάφτισα πώς να τονε γνωρίσω;
Ποιος έχει στόμα να σου πει γλώσσα να σου μιλήσει
ποιος έχει χεροπάλαμο για να σου τονε δείξει;
Θωρείς τον κείνο το χλωμό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτημένο;
απού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
κι οπού φορεί στη μέση του ολότριχο ζωνάρι;
Κι απού βαστά στα χέρια του καρφιά να τον καρφώσουν;
Εκείνοσάς είν” ο γιόκας σου και με ο Δάσκαλός μου
-Άχι δε μου μιλάς παιδάκι μου δε μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχει;
Μόνο το Μέγα Σάββατο που δα λαλήσει ο πετεινός
σημαίνει η Γης σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά με τσι χρυσές καμπάνες.
Μάνα μη δείξεις σκοτωμό, σκοτώνουνται οι μανάδες,
και δείξε μια παρηγοριά να τηνε κάμουν οι άλλες.
Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
κάλεσε τσι γειτόνους σου να το γευτείτε ομάδι
και κάτσε παρηγόρησε τσι θλιβερές μανάδες.
Η Αγιά Ελένη πέρασε κι εκατηγόρησέναι.
-Ποιος είδε γυιό εις το Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;
-Άψαλτη κι αλειτούργητη να” σαι Αγιά Ελένη
που δεν επαρηγόρησες τη μάνα τη θλιμμένη.
Κι ομπρός πηγαίνει ο Σαβαός και το χαρτί διαβάζει
κι άγγελος τον ερώτηξε πουν τα μιστά που κάνει.
-Εγώ ορφανό δεν έντυσα μουδέ και διψασμένο,
μουδέ σαράντα λειτουργιές δε τσι βαστώ τ” Αφέντη.
-Γιάγυρε οπίσω αμαρτωλέ τ” Αφέντη δε σε πάω.
Σε πάω του πνευματικού να πεις τα κρίματά σου
να πας να πεις ό,τι καμες κι ότι “χεις καμωμένα.
Στον πύρινο τον ποταμό τση τρίχας το γιοφύρι
εκειά την πάνε την ψυχή, δεξά ζερβά ξανοίγει.
Στον τόπο τον αγνώριμο κιανένα δε γνωρίζει.
Κι εκειά βαστούν τη ζυγαριά Αγγέλοι και ζυάζουν,
τα κρίματα τα σφάλματα εκεί τα λογαριάζουν.
Κλησία δεν εθέλανε ποτέ ντως να πατήσουν
να κάμουν των καλών αντρών να πα να κοινωνήσουν
Κι αν ήρθαν πια καμιά βολά δίχως την όρεξή ντως
ετρώγαν κι επορνεύγανε κι εχάναν την ψυχή ντως
Ετρώγαν και πορνεύανε, έπιναν και μεθούσαν,
τ” αντίδωρο ετρώγασι και πάλι βλαστημούσαν
Κι εβγάνανε το Σώμα μου και το τσαλαπατούσαν.
Όποιος το λέει σώνεται και όποιος τ” ακούει αγιάζει
κι όποιος το καλαφρουκαστεί Παράδεισο δα λάβει
Παράδεισο και λίβανο ‘πο Μέγα Μοναστήρι.
Κι όποιος δοξάζει το Θεό και κάνει το Σταυρό ντου
πάντα είναι στο πλάι του και πάντα στο πλευρό ντου.
Τον Αϊ-Γιώργη προσκυνώ, την Παναγιά δοξάζω,
Που κάνει τα χατίρια μου και δεν αναστενάζω.


Δομήνικος Θεοτοκόπουλος,Η Αποκαθήλωση, Κύπρος
Ἄρκοντες ἀφικρᾶστε μου τῆς Δέσποινας τὸν θρῆνον
πῶς κλαίει τὸν μονογενῆ εἰς τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον.
Ἀδὲ μαντάτο σκοτεινὸν καὶ μέρα λυπημένη,
ποὺ ἦρτε σήμερον σ᾿ ἐμέ, τὴν πολοπικραμένη.
Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη
κι ὁ κόσμος κλαίει οὐρανὲ κι ἡ γῆ σκοτεινιασμένη.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη
καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.
Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε
καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.

*************
caravaggio 
Μπαϊντίρι Μικρᾶς Ἀσίας
Ἡ Παναΐα τ᾿ ἄκουσε, πέφτει λιγοθυμάει
νερὸ σταμνιὰ τὴν περεχοῦν, τρία γυαλιὰ τοῦ μόσχου,
τέσσερα τὸ ροδάσταμο, ὥστε νὰ συνεφέρῃ,
κι ἀπάνω ποὺ συνέφερε τοῦτο τὸ λόγο λέγει.
– Δὲν ἔχ᾿ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου
δὲν ἔχ᾿ μαχαίρι νὰ σφαγῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου
δὲν ἔχ᾿ σκοινὶ νὰ κρεμαστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου.
Ἀπολογιέται κι ὁ Χριστὸς τῆς μάνας του καὶ λέγει.
– Μάνα μ᾿, ἂν γκρεμιστεῖς ἐσύ, γκρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος,
μάνα μου ἂν σφαγεῖς ἐσύ, σφάζετ᾿ ὅλος ὁ κόσμος,
μάνα μ᾿ ἂν κρεμαστεῖς ἐσύ, κρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος.
Πάρτο μάνα μου ὑπομονή, νὰ πάρ᾿ ὅλος ὁ κόσμος.
Ἄντε μάνα μου στὸ καλὸ καὶ διάφορο δὲν ἔχεις,
μόν᾿ τὸ μεγάλο Σάββατο κάτσε νὰ μ᾿ ἀπαντέχῃς.

*******************
Ευγ. Ντελακρουά, Πιετά
Μυτιλήνη
Πηγαίνει στὸ σπιτάκι της καὶ στρώνει τὸ τραπέζι
κι ἔκατσε καὶ περίμενε τὸν ἐρχομὸ τοῦ γιοῦ της.
Πέρασε καὶ ἡ ἁγιὰ Καλὴ καὶ τὴν καλησπερίζει.
– Ποιὸς εἶδε γιὸ εἰς τὸ σταυρὸ καὶ μάνα στὸ τραπέζι.
– Ἄντε καὶ σὺ ἁγιὰ Καλή, νὰ “σαι καταραμένη,
παπὰς νὰ μὴ σὲ λειτουργά, διάκος νὰ μὴ σὲ ψέλνει,
μόνο στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὸ κύμα νὰ σὲ δέρνει.
Τὸ λόγο δὲν τελείωσε κι ἀνοῖξαν τὰ οὐράνια,
βλέπει τὸ γιό της κι ἔρχεται σᾶ φῶς καὶ σὰ λαμπάδα.


Δομήνικος Θεοτοκόπουλος
ΠΟΙΗΣΗ 
 Κώστας Βάρναλης -Η Μάνα του Χριστού
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν,
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου.
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ” άγνωμα πλήθη,
κι όσο ο γήλιος να πέση και νά “ρθη το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν κι” οχτροί σου και φίλοι.
Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί “πες «Νά “με»!
Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ” έμαθ” ακόμα!


S. Botticelli, Επιτάφιος θρήνος του Χριστού.
                                    Κώστας Βάρναλης – Οι πόνοι της Παναγίας
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ” άδικο φωνάζεις.
Ξαίρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράζεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό,
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω, την ανάσα σου ν” ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ” απ” το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ,
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ” αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τα” ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις,
θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’αλήθεια πιο χρυσή, σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.


Κ. Παρθένης 
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: «Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι»
«Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι’ όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι’ ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Αγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι’ απ’ τ’ Αγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι’ όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: “Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!”
Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο – και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε, – μάρτυράς μου νάναι ο στίχος,
ο απλός κι’ ο αληθινός ετούτος στίχος, –
απ’ το στασίδι πούμουνα στημένος
ξαντίκρυσα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως τόειδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου, Βαγγέλη!».


Rubens – descente de croix
Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα γόνατα του Ιησού
Καρφωμένα στ’ αγριόξυλo του
σταυρού, σχηματίζουν
μι’ αμβλεία γωνία.
Είναι τα ίδια τα γόνατα
που προβάτιζαν, παίζοντας, γύρω
απ’ το κόκκινο φουστάνι της μάνας του
όταν ήτανε βρέφος δέκα μηνών.
Που αργότερα, έφηβος,
τ’ ακούμπαγε κάτω
στη γη πριονίζοντας το ξύλο ενός κέδρου.
Που λύθηκαν κι έπεσαν,
ένας σωρός,
– μια νύχτα που η άνοιξη ήταν αβάσταγη
και μύριζε η γης κι ο ουρανός λεμονάνθι
στο Όρος των Ελαιών.
Κι είναι ακόμη τα γόνατα
που κάθιζε, αμίλητος, δυο δυο τα παιδιά
κι απλώνοντας δίπλα του, πάνω στη γη,
το απέραντο χέρι του, τα φίλευεν
ένα λουλουδάκι – κομμένο
απ’ τον πλούτο του σύμπαντος


Van Gogh – Pieta (after Delacroix)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου