Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Κατ’ ἀρχήν εὔχομαι σέ ὅλους σας νά εἶναι εὐλογημένο καί σωτήριο τό νέον ἔτος 2020, τό ὁποῖο ἀρχίζει ἀπό σήμερα.
Τήν σημερινή ἡμέρα, ἐκτός ἀπό τήν Δεσποτική ἑορτή τῆς Περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ, σηματοδοτεῖ καί ἡ ἑορτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναδείχθηκε μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά ἐποχή πού ἐπικρατοῦσε θεολογική σύγχυση μεταξύ πολλῶν Ἐπισκόπων καί Χρι-στιανῶν, ὡς πρός τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδή συγκρουόταν τό ρεῦμα τῆς φιλοσοφικῆς θεολογίας μέ τήν ἀποκαλυπτική θεολογία τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν ἕνας νηφάλιος νοῦς, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε σέ μιά διαταραγμένη ἐποχή καί αὐτό ἔχει σημασία νά τονίζεται, ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας.
Ἐκτός τοῦ ὅτι ἐργάσθηκε ποιμαντικά στήν Μητρόπολή του σέ ὅλους τούς τομεῖς, ἀνέλαβε τήν εὐθύνη νά εἰρηνεύση ὅλη τήν Ἐκκλησία. Εἶχε προηγηθῆ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἡ ὁποία ὁμολόγησε τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅμως ὁ θόρυβος ὄχι μόνον δέν σταμάτησε, ἀλλά ἐπεκτάθηκε ἀκόμη περισσότερο. Δηλαδή, μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πολλοί Ἐπίσκοποι δέν ἀποδέχθηκαν τίς ἀποφάσεις της, μέ ἀποτέλεσμα νά διασαλεύεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσοι καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἔκαναν ἀγώνα γιά νά ἐπικρατήσουν οἱ αἱρετικές ἀπόψεις τους. Ἔπειτα, ἐμφανίσθηκαν καί ἄλλοι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι πού δέν δέχονταν τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἄλλοι αἱρετικοί, ἤτοι ὁ Εὐνόμιος, ὁ Ἀπολλινά-ριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας κλπ., πού δίδασκαν διάφορες αἱρετικές διδασκαλίες. Μεγάλη ἀναταραχή δημιουργήθηκε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις.
Ὁ Μέγας Βασίλειος παρομοιάζει τήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς του μέ μιά ναυμαχία μέ τήν σύρραξη τῶν πλοίων, τήν τρικυμία τῆς θάλασσας, τό σκοτάδι τῆς νύκτας, τήν δύναμη τῶν ἀνέμων, τήν ἀλληλοεξόντωση τῶν πολεμιστῶν, τό βύθισμα τῶν πλοίων, τήν διαμάχη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Καί ἐνῶ ὁ ἴδιος θά προτιμοῦσε νά σιωπήση, γιατί δέν θά τόν ἄκουγε κανένας, ὅμως ἀπό ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία ἀνέλαβε μιά ἔντονη δραστηριότητα γιά νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν.
Κυρίως, χρησιμοποίησε τέσσερεις τρόπους. Ὁ πρῶτος ἦταν ἡ ἀποστολή ἐπιστολῶν σέ διαφόρους Ἐπισκόπους, Κληρικούς, πολιτικούς ἄρχοντες, ρήτορες καί φιλοσόφους φίλους του γιά δογματικά θέματα, ἀλλά καί γιά ἄλλα θέματα πού ἀπασχολοῦσαν τούς Χριστιανούς. Ὁ δεύτερος τρόπος ἦταν ἡ προσωπική ἐπικοινωνία μέ διάφορες Ἐκκλησίες ἤ μέ ἀντιπροσώπους τους, προκειμένου νά εὑρεθοῦν λύσεις γιά τά δογματικά καί τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ τρίτος τρόπος ἦταν ἡ πρόταση γιά σύγκληση Συνόδων προκειμένου νά ληφθοῦν οἱ ἀπαραίτητες ἀποφάσεις. Καί ὁ τέταρτος τρόπος ἦταν ἡ προσευχή. Γι' αὐτό στήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς στήν θεία Λειτουργία πού συνέταξε, προσεύχεται: «Παῦσον τά σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν... τάς τῶν αἱρέσεων ἐπαναστάσεις ταχέως κατάλυσον τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος». Οἱ αἱρέσεις τελικά ἀντιμετωπίζονται κυρίως μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στόν ἀγώνα του αὐτόν εἶχε δύο σταθερά δεδομένα, πού ἦταν καί οἱ βασικοί στόχοι του, δηλαδή, δέν ἔκανε συζητήσεις διπλωματικές, ὥστε νά δεχθῆ συμβιβασμούς στήν πίστη. Ὁ πρῶτος ὅρος ἦταν ὅλοι νά ἀποδεχθοῦν τό Σύμβολο τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, τό ὁποῖο θέσπισαν οἱ Πατέρες τό 325 μ.Χ., καί ὁ δεύτερος ὅρος ἦταν νά ἀποδεχθοῦν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἄκτιστον, δηλαδή Θεός. Μέ αὐτά τά δεδομένα ἐπικοινωνοῦσε συνεχῶς μέ τούς τότε κορυφαίους θρόνους, ἤτοι τῆς Ρώμης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί προσπαθοῦσε νά βρῆ σημεῖα ἑνότητος μεταξύ τους.
Ὅταν διαβάση κανείς τούς λόγους του, διαπιστώνει ὅτι διακρίνονται ἀπό σοβαρότητα, ὑπευθυνότητα, θεολογική ἐπάρκεια, εὐγένεια, ἐπιχειρηματολογία, στιβαρότητα, σεβασμό στήν Ἐκκλησία καί στούς ἀνθρώπους, μετριοπάθεια καί πολλά ἄλλα. Ἦταν πράγματι ἕνας πνευματικός ἡγέτης μεγάλων διαστάσεων, ἕνας οἰκουμενικός Πατέρας καί διδάσκαλος.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐκοιμήθη τό 379 μ.Χ. σέ ἡλικία 49 ἐτῶν, ὅμως ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος πού συγκλήθηκε δύο χρόνια μετά τήν κοίμησή του, δηλαδή τό 381 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, στηρίχθηκε σέ μεγάλο βαθμό στίς δικές του προσπάθειες, στούς δικούς του κόπους, στήν δική του θεολογία, πού ἦταν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Βεβαίως, στήν ἐπιτυχία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, δηλαδή ὁ φίλος του καί ὁ ἀδελφός του, ἀλλά κάτω ἀπό αὐτούς κρύβεται ὁ στιβαρός, ἰσορροπημένος θεολογικός λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅπως φαίνεται στίς ἐπιστολές πού ἀπέστειλε.
Ὁ λόγος του καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνεργοῦσε εἶναι ὑπόδειγμα καί γιά ἐμᾶς σήμερα, τούς Ἐπισκόπους, τούς Κληρικούς, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς Χριστιανούς, στόν χειρισμό τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων πού μᾶς ἀπασχολοῦν. Ὅταν ἐπικρατοῦν ἀπόψεις πού διαποτίζονται ἀπό τόν ἐμπαθῆ φανατισμό καί τήν ἐξωτερική διπλωματία, ὅταν ἐπικρατῆ μιά ἄνευρη θεολογία, πού θυμίζει αὐτό πού ἔγραφε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι δυστυχῶς οἱ Ἐπίσκοποι καί θεολόγοι «τεχνολογοῦσι καί οὐ θεολογοῦσι», ὅταν ἐπικρατοῦν σχισματικές τάσεις, τότε ἀπαιτοῦνται νηφάλιες, σοβαρές καί ὑπεύθυνες θεολογικές φωνές.
Μέσα στήν πνευματική καί ἐκκλησιαστική τρικυμία χρειάζεται ψυχραιμία, ὑπευθυνότητα, ὀρθόδοξη θεολογία, πού εἶναι ἡ θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, κυρίως ἀπαιτεῖται εἰλικρινής ἀγάπη στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Χρειαζόμαστε σήμερα Κληρικούς καί θεολόγους, πού νά προσεγγίζουν, ἔστω καί λίγο, τήν μεγάλη μορφή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Θεό γι' αὐτό. Δέν μᾶς λείπουν σήμερα τά ἐπιχειρήματα, ἀλλά ἅγιοι Ἐπίσκοποι, πού νά ἔχουν ζωντανή θεολογία καί νηφάλιο λόγο, γιατί ἐκεῖ πού ἀκούγονται ἐμπρηστικοί φανατικοί λόγοι, δέν ἐνεργεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος, πού διαιρεῖ ἀντί νά ἑνώνη.
Καί πάλι εὔχομαι σέ ὅλους σας νά εἶναι εὐλογημένος ὁ νέος χρόνος μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Καί νά εὐχηθοῦμε νά εἰρηνεύη ἡ σύγχρονη Ἐκκλησία ἀπό τούς κλυδωνισμούς πού ὑφίσταται.
Εὐχέτης πρός Κύριον
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ