Σελίδες

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Ότι δει την ησυχίαν πάση σπουδή μεταδιώκειν (Α’) (ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ) 12/07/2020


«Ου δύναται η ψυχή ως δει τον Θεόν επιγνώναι, εάν μη συστείλη εαυτήν από των ανθρώπων και από παντός περισπασμού»

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: https://bit.ly/2WldGra
Αναδημοσιεύουμε από το τεράστιο υλικό του παλαιού και ανενεργού πλέον, Ιστολογίου μας Κατάνυξις (https://www.katanixis.gr/), που αποτελεί ανυπολόγιστο πλούτο παρακαταθήκης και ενημέρωσης.

ΟΤΙ ΔΕΙ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑΝ ΠΑΣΗ ΣΠΟΥΔΗ ΜΕΤΑΔΙΩΚΕΙΝ (Α’) (ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ)

«Ου δύναται η ψυχή ως δει τον Θεόν επιγνώναι, εάν μη συστείλη εαυτήν από των ανθρώπων και από παντός περισπασμού». (Αββά Αμμωνά Επιστ. Α΄)
1. Όταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό: «Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ’ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;»
Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο. Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν˙ και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του. Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή. Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά˙ και άκουσε τον άγγελο να του λέει: «Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς». Και ο Αντώνιος όταν τ’ άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.
2. Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Όπως ακριβώς τα ψάρια πεθαίνουν, όταν μένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη στεριά, έτσι και οι μοναχοί, όταν καθυστερούν έξω από το κελί ή περνούν την ώρα τους με κοσμικούς, χαλαρώνει μέσα τους ο ρυθμός της άσκησης.
Όπως λοιπόν το ψάρι βιάζεται να επιστρέψει στη θάλασσα, έτσι και μεις πρέπει να βιαζόμαστε να γυρίσουμε στο κελί μας, γιατί αργοπορώντας έξω, υπάρχει κίνδυνος να λησμονήσουμε την εσωτερική μας επαγρύπνηση».
3. Είπε ακόμη: Όποιος μένει στην έρημο και ασκητεύει, απαλλάσσεται από τρεις πολέμους: της ακοής, της γλώσσας και της όρασης. Και έχει ένα μόνο πόλεμο να αντιμετωπίσει, τον πόλεμο της καρδιάς».
4. Ο αββάς Αρσένιος όταν ακόμη ήταν στο παλάτι, προσευχήθηκε στον Θεό και του είπε: «Κύριε, οδήγησέ με πώς να σωθώ».  Και του ήλθε μια φωνή που έλεγε: «Αρσένιε, απόφευγε τους ανθρώπους και θα σωθείς».
5. Ο ίδιος όταν έφυγε από τον κόσμο και εντάχθηκε στον μοναχικό βίο, πάλι προσευχήθηκε λέγοντας τα ίδια λόγια. Και άκουσε μια φωνή που του έλεγε: «Αρσένιε, να φεύγεις, να σιωπάς, να ησυχάζεις, γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας».
6. Επισκέφθηκε κάποτε ο μακάριος Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος της Αλεξάνδρειας, τον αββά Αρσένιο μαζί με κάποιον άρχοντα. Ζητούσε ο αρχιεπίσκοπος από τον Γέροντα να ακούσει κάποιον λόγο. Ο Γέροντας αφού σώπασε για λίγο, αποκρίθηκε: «Και εάν σας πω, θα τον τηρήσετε;» Και αυτοί συμφώνησαν να τον τηρήσουν. Τους είπε τότε ο Γέροντας: «Όπου ακούσετε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος, μην πλησιάσετε».
7. Άλλη φορά πάλι που ήθελε ο αρχιεπίσκοπος να τον επισκεφθεί, έστειλε άνθρωπό του πρώτα, για να δει, αν θα του ανοίξει ο Γέροντας. Και ο Γέροντας του δήλωσε τα εξής: «Εάν έλθεις, θα σου ανοίξω˙ και εάν ανοίξω σε σένα, σ’ όλους θα ανοίγω. Και τότε δεν θα μένω πια εδώ». Όταν τ’ άκουσε αυτά ο αρχιεπίσκοπος είπε: «Εάν πηγαίνω για να τον διώξω, δεν ξαναπηγαίνω».
8. Είπε κάποιος στον αββά Αρσένιο: «Με στενοχωρούν οι λογισμοί μου, γιατί μου λένε: Να νηστέψεις δεν μπορείς ούτε και να εργαστείς˙ τουλάχιστον να επισκέπτεσαι τους αρρώστους˙ και αυτό είναι έργο αγάπης». Ο Γέροντας όμως, επειδή γνώριζε αυτά που σπέρνουν οι δαίμονες, του λέει: «Πήγαινε, φάγε, πιες, κοιμήσου και μην εργάζεσαι˙ μόνο μην απομακρυνθείς απ’ το κελί σου». Γιατί ήξερε ότι η υπομονητική ζωή του κελιού οδηγεί τον μοναχό στη μοναχική του τάξη.
9. Είπε ο αββάς Μάρκος στον αββά Αρσένιο: «Γιατί μας αποφεύγεις;» Και του λέει ο Γέροντας: «Ο Θεός γνωρίζει ότι σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να είμαι μαζί με τον Θεό και μαζί με τους ανθρώπους. Οι μυριάδες και χιλιάδες Δυνάμεις των Ουρανών ένα θέλημα έχουν˙ ενώ οι άνθρωποι πολλά θελήματα έχουν. Δεν μπορώ επομένως ν’ αφήσω τον Θεό και να πάω με τους ανθρώπους».
10. Έλεγαν γι’ αυτόν ότι το κελί του βρισκόταν σε απόσταση τριάντα δύο μιλίων. Δεν έβγαινε απ’ το κελί του χωρίς σοβαρό λόγο˙ γιατί οι άλλοι τον εξυπηρετούσαν. Όταν όμως ερημώθηκε η Σκήτη, βγήκε κλαίοντας και έλεγε: «Έχασε ο κόσμος τη Ρώμη και οι μοναχοί τη Σκήτη».
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ Α΄.  ΚΕΦ. Β΄ 1-10
Ι. ΗΣΥΧ. ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου