Αγιογραφική έρευνα
5. Μεσίτης ως υποστατική αρχή μας
Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Ιησούς Χριστός κατά την ανθρώπινη φύση Του, υπήρξε το πρότυπο κατά το οποίο δημιουργήθηκε ο άνθρωπος.
Δείξαμε ότι αυτή ήταν η έννοια τής φράσης: "κατ' εικόνα Θεού", σύμφωνα με την οποία εικόνα έφτιαξε ο Θεός τον άνθρωπο:
"Και είπε ο Θεός: Ας κάνουμε άνθρωπο κατά την εικόνα μας, και κατά την ομοίωση... Και ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατά την εικόνα Του· κατά την εικόνα τού Θεού τον δημιούργησε" (Γένεσις 1: 26, 27).
Δείξαμε ότι ο Ιησούς Χριστός: "είναι εικόνα τού αόρατου Θεού" (Κολοσσαείς 1: 15).
Άρα, εμείς ως "εικόνα τής εικόνας Του", είμαστε εικόνα τού Χριστού.
Αυτό το αναπτύσσει περισσότερο ο γέροντας Σωφρόνιος τού Έσσεξ ως εξής:
"Ο Χριστός, «εν μορφή Θεού υπάρχων» (Φιλιππισίους β΄ 6-7), τουτέστι Θεός άναρχος ων κατ' ουσίαν, προσέλαβε δια της σαρκώσεως εν τη Υποστάσει Αυτού την μορφήν της δουλικής ημών υπάρξεως. Η ανθρώπινη όμως υπόστασις πάσχει κατά χάριν την θέωσιν, ένεκα της οποίας πραγματοποιείται εν αύτη το πλήρωμα της «Θείας εικόνος». Εν τη υποστατική αρχή του ανθρώπου ενυπάρχει πρωτίστως η ομοίωσις προς Εκείνον, Όστις απεκαλύφθη εις ημάς δια του Ονόματος Εγώ ειμι. Κατά την θέωσιν η ανθρώπινη υπόστασις εκτείνεται από των διαστάσεων και των σχημάτων της γης εις διαστάσεις και μορφάς Θείας Ζωής. Εν άλλαις λέξεσιν, ο άνθρωπος υποστασιάζει εν εαυτώ τα θεία κατηγορήματα, ως είναι η αιωνιότης, η αγάπη, το φως, η σοφία, η αλήθεια. Η κτιστή υπόστασις γινομένη Θεός, κατά το περιεχόμενον του είναι αυτής, ουδόλως αποβαίνει Θεός δια τα άλλα λογικά κτίσματα...
Η Υπόστασις είναι Εκείνος, Όστις μόνον και όντως ζη. Έξω της ζώσης ταύτης Αρχής ουδέν δύναται να υπάρχη: «Εν Αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωάν. α' 4). Το ουσιώδες περιεχόμενον της ζωής ταύτης είναι η Αγάπη: «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α' Ιωάν. δ΄ 8). Η υποστατική ύπαρξις έρχεται εις αυτοεπίγνωσιν δια της εν αγάπη συναντήσεως μετά μιας ή πολλών υποστάσεων. Επί τη βάσει της θαυμαστής ταύτης αποκαλύψεως «Εγώ ειμι ο Ων» ζώμεν και τον «κατ' εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» κτισθέντα Άνθρωπον κυρίως ως υποστατικήν ύπαρξιν. Εις αυτήν ακριβώς την εν ημίν υποστατικήν αρχήν επηγγείλατο ο Κύριος την αιωνιότητα. Αύτη η Αρχή, και μόνον αύτη, κατέχει την ικανότητα να γνωρίζη το αρχέτυπον αυτής, τον Ζώντα Θεόν. Ο άνθρωπος είναι πλείόν τι ή μικρόκοσμος. Είναι «μικροθεός». Κτιστός ων, έλαβε την εντολήν να γίνη Θεός (Μέγας Βασίλειος). Εάν ο Δημιουργός ωμοιώθη κατά πάντα προς τον άνθρωπον (βλέπε Εβραίους β΄ 17), τούτο σημαίνει ότι και ο άνθρωπος εκτίσθη μετά της δυνατότητος να γίνη όμοιος κατά πάντα προς τον Θεόν: «Όμοιοι Αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α' Ιωάν. γ΄ 2)...
Είμεθα κτίσματα· ως κτίσματα φέρομεν εντός ημών την υποστατικήν αρχήν δυνάμει, ουχί ενεργεία. Δεν είμαι το Πρωταρχικόν Ον, αλλ’ η κτιστή εικών Αυτού. Καλούμαι δια της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών να ενεργοποιήσω, να πραγματοποιήσω εν εμοί την υποστατικήν ομοίωσίν μου προς τον Θεόν· να γίνω υπόστασις, υπερβαίνων τον περιορισμόν του ατόμου, όπερ ουδόλως δύναται να κληρονομήση την Θείαν μορφήν υπάρξεως...
Η αγάπη, δι’ ιδιαιτέρου τρόπου ενούσα τον άνθρωπον μετά του Θεού, χαρίζεται εις αυτόν και την Θεογνωσίαν. Εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν αποκαλύπτεται ο Θεός εν τω φωτί και ως Φως, εν τη ζέσει της αγάπης και ως Αγάπη. Εν τη καταστάσει του Άνωθεν φωτισμού ο άνθρωπος θεωρεί την ευαγγελικήν αλήθειαν ως αντανάκλασιν της ζωής του Ιδίου του ανάρχου Θεού επί του επιπέδου της Γης. Εν τη εμφανίσει του Ακτίστου Φωτός γνωρίζεται η δόξα του Χριστού, «ως Μονογενούς παρά Πατρός» (Ιωάν. α' 14). Το Άκτιστον τούτο Φως εφανερούτο δια μέσου των αιώνων εις εκείνους, οίτινες εδέχοντο δια βαθείας και αδίστακτου πίστεως τον Χριστόν ως Θεόν....
Εκ της ιστορίας της θεοσδότου θρησκείας της Παλαιάς Διαθήκης βλέπομεν ότι ουδείς των Προφητών έφθασεν εις άπαν το πλήρωμα, όπερ προσιδιάζει εις την υποστατικήν αρχήν. Την μορφήν της υπάρξεως ταύτης εφανέρωσεν ο Χριστός εις τον κόσμον μετά μεγάλης δυνάμεως. Ολίγοι όμως κατενόησαν αυτήν, ως έπρεπε...
Βραδύτερον, ότε ήδη ήμην εν τη ερήμω, εδόθη εις το πνεύμά μου δια της προσευχής η κατανόησις της οντολογικής θέσεως της υποστατικής αρχής εν τω Θείω Είναι και εν τω ανθρωπίνω είναι.
Ας μη φανή αντιφατικόν ότι εν τη απομονώσει της έρημου συνειδητοποίησα βαθύτερον την Υποστατικήν Αρχήν. Είμαι πεπεισμένος ότι τούτο ήτο συνέπεια της εφέσεώς μου να ζω συνεχώς εν Χριστώ, εν τη Υποστάσει Αυτού. «Χωρίς Αυτού» δεν γνωρίζω ούτε τον Θεόν, ούτε τον Άνθρωπον. Εν τη ερήμω ωσαύτως, πλείον ή εις οιονδήποτε άλλον τόπον, εδόθη εις εμέ η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ όλης της ανθρωπότητος, υπέρ όλου του Αδάμ. Δια της προσευχής «ο όλος Αδάμ» παύει να είναι το προϊόν των προσπαθειών της φαντασίας...". (Γέροντος Σοφρωνίου Σαχάρωφ: "Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί" κεφ. ΙΓ΄, σελ. 293 – 347).
Αν και στον Αδάμ δόθηκε η δυνατότητα να ενεργήσει ως υποστατική αρχή τής ανθρωπότητας, η πτώση του άφησε αυτό καθεαυτό το αρχέτυπό μας, τον Ιησού Χριστό, τον Θεάνθρωπο Λόγο, ως τη μοναδική υποστατική αρχή μας, τον μόνο εκπρόσωπο τής ανθρωπότητας, και ως προς την προέλευση, και ως προς την ενεργή ομοίωση προς τον Θεό. Όπως γράφει ο απόστολος Παύλος:
"Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ «έγινε σε ψυχή που ζει»· ο έσχατος Αδάμ έγινε σε πνεύμα που ζωοποιεί" (Α΄ Κορινθίους 15: 45).
Ο Ιησούς Χριστός έγινε η πνοή, η ανάσα τής ανθρωπότητας, που έδωσε ζωή σε ό,τι δεν κατάφερε να ζωοποιήσει και να τελειοποιήσει ο Αδάμ με την αποτυχία του.
Ο Έσχατος Αδάμ, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσίτης, δια τού Οποίου η ανθρωπότητα πραγματώνει ενεργά τον σκοπό τής ύπαρξής της. Είναι ο εκπρόσωπος, το αρχέτυπο και το τέρμα τού δρόμου προς την ομοίωση τού Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου