Σελίδες

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Περί των εφτά (7) Αγίων Οικουμενικών Συνόδων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας


Του Παναγιώτη Νούνη
Αποκλειστικά για katanixi.gr

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΙΣΤ 112: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Κάνε ἐγγραφή στό νέο κανάλι τῆς Κατάνυξης τοῦ Youtube πατώντας ἐδῶ: https://bit.ly/2WldGra

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΦΤΑ (7) ΑΓΙΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Του Παναγιώτη Π. Νούνη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
  1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ.
  2. Α΄ ΜΕΡΟΣ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ, ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ.
  3. Β΄ ΜΕΡΟΣ. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΙΩΓΜΩΝ ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΝΟΘΕΣΕΥΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΑΠΟΚΛΙΣΕΩΝ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ.
  4. Γ΄ ΜΕΡΟΣ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΦΤΑ (7) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ.
  5. Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
  6. ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
  7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο σημαίνων λόγος που επέλεξα το εν λόγω δοκίμιο είναι η επίκαιρη είτε η σύγχρονη περιρρέουσα και παράδοξη κοινωνικο-πολιτική και εκκλησιαστική πραγματικότητα που ζήσαμε και ζούμε εν μέσω της θανατηφόρας πανδημίας του κορωναϊού.
Ιδιαίτερα πλήγματα, πέραν των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων που προέκυψαν, φαίνεται να προέκυψαν έντονα και ανάλογα σοβαρά εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα.
Προέκυψαν εκ του μηδενός ζητήματα παράδοξα και τραγελαφικά εξ αιτίας κυρίως της άγνοιας και της ημιμάθειας του κόσμου, καθώς και της εμβόλιμης ή υποβοηθούμενης ή τρομοκρατικής ή και υπερβάλλουσας πολιτικο-δημοσιογραφικής προπαγάνδας του τύπου: όπου λόγου χάριν εν έτει 2020, στοχοποιήθηκε, σκόπιμα και επιπόλαια από μηδενιστικές και σκοτεινές δυνάμεις η Θεία Λειτουργία. Στοχοποιήθηκε εξ αφορμής του ιού της Κορώνας, ιδιαζόντως η Θεία Κοινωνία, το πραγματικό Σώμα και το Αίμα του Υιού του Θεού, αφού μερικοί αμαθείς ή αδαείς επιστήμονες και μη προσπαθούσαν ανεπιτυχώς και δολίως να πείσουν και να αποδείξουν αυθαίρετα στην κοινή γνώμη και στους πιστούς-Χριστιανούς πολίτες, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο, ότι η Θεία Κοινωνία και η από κοινού μετάδοση και μετάληψη αυτής είναι σοβαρή πηγή (ανα)μετάδοσις του ιού της Κορώνας, αντί μετάληψις του Θεανθρώπου Υιού του Θεού.
Κατ΄ ουσίαν, το ιδιαίτερα εκκλησιαστικο-ιστορικό και ιστορικο-θεολογικό ζήτημα των Αγίων εφτά Οικουμενικών ή Αυτοκρατορικών Συνόδων με τις στάσεις των αντίστοιχα εφτά Οικουμενικών Αυτοκρατόρων, συνιστά ουσιώδη διαχρονικό ζήτημα με το σύγχρονο και επίκαιρο ακανθώδες στοιχείο της σχέσεως μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Μια σχέση διακριτών θεσμικών ρόλων και ιδιαίτερα διακρίσεως θείων νόμων από τους πολιτικούς κανόνες. Στο Βυζάντιο οι ιεροί Κανόνες και οι θείοι νόμοι θεσμοθετούνται και επιβάλλονται από τον εκάστοτε Αυτοκράτορα στην Ρωμαϊκή Νομολογία ως νόμοι του Κράτους.
Οι Σύνοδοι της Εκκλησίας του Χριστού αρχικά γεννήθησαν μέσα στα σπλάχνα της παγανιστικής, συγκρητιστικής και ειδωλολατρικής Οικουμενικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη σύνοδος της Εκκλησίας είναι η Αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων η οποία περιγράφεται και αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη. Τρείς ολόκληρους αιώνες πρό της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) ο ιστορικός, εκκλησιαστικός και χαρισματικός θεσμός της Συνοδικότητας της Εκκλησίας υφίστατο ιδιαίτερα ενεργοποιημένος, ζωντανός και γνωστός καθότι συνεκλήθησαν για σοβαρά εκκλησιαστικο-πολιτικά και θεολογικά ζητήματα σωρηδόν ποικίλες Τοπικές Σύνοδοι.
Από καθαρά ιστορική κριτική άποψη τώρα, για να σκιαγραφήσουμε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και των αιώνων πρό των εφτά Οικουμενικών Συνόδων, θα πρέπει να επικαλεστούμε την σημαίνουσα βοήθεια του επιστητού της Ιστορίας των Οικουμενικών Συνόδων. Τουτέστιν, έχουμε χρείαν κατ΄ουσίαν της Ιστορίας των Δογμάτων. Οι Βυζαντινές Σπουδές κατά τη γνώμη μας χωλαίνουν δυστυχώς, στο σημείο εκείνο όπου η Ιστορία συναντά την Θεολογία. Πολλώ μάλλον δυσχεραίνουν ουσιωδώς την έρευνα, οι ειδικοί Βυζαντινολόγοι, όπου άμοιροι θεολογικής ή και θρησκειολογικής παιδείας προσπαθούν απέλπιδα και αποτυχημένα να εξηγήσουν και να ερμηνεύσουν κατά το δοκούν τα σημαίνοντα εκκλησιαστικά και θεολογικά ιστορικά ζητήματα που προκύπτουν συνέχεια σε ολόκληρη την εκκλησιαστική και θεολογική ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Του Παναγιώτη Νούνη
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ, ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ.
Η Εκκλησιαστική Ιστορία και η Ιστορία των Δογμάτων, μας εισαγάγει σε εκείνα τα πολύτιμα κομβικά πολιτισμικά στοιχεία, αλλά και περιγράφουν γλαφυρά και αντικειμενικά το ιστορικό πλαίσιο και πολιτισμικό γίγνεσθαι κατά τους τρείς τουλάχιστον αιώνες της πρό Χριστού εποχής. Ποιο είναι άραγε εκείνο το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο πρό των εφτά Οικουμενικών Συνόδων;
Είναι αρκετά καλά τεκμηρειωμένο στις ιστορικές πηγές [1]ότι το ιστορικό πλαίσιο κατά την γέννηση του Χριστιανισμού συνέκλιναν τρείς σημαντικοί κόσμοι, τρείς διαφορετικές κοσμοθεωρίες και αντιλήψεις:
  1. Ο αρχαίος Ιουδαϊκός κόσμος με σημείο αναφοράς τα Ιεροσόλυμα: όπου μέσω της απολυτοποιήσεως του αυστηρά μονοθεϊστικού και προφητικού Μωσαϊκού Νόμου και της Τοράχ
  2. Ο αρχαίος οικουμενικός Ελληνι(στι)κός κόσμος με σημείο αναφοράς την Αθήνα: όπου μέσω της απολυτοποιήσεως της ειδωλολατρικής Θρησκείας του Δωδεκαθέου, ο Παγανισμός δηλαδή, και των ποικιληδόν φιλοσοφικών αρχών και συγκρητιστικών τάσεων, ρύθμιζαν την θρησκευτική, ηθική και πολιτικο-κοινωνική συμπεριφορά των πόλεων-κρατών των Ελλήνων.
  3. Ο αρχαίος (ελληνο)Ρωμαϊκός κόσμος με σημείο αναφοράς την παλαιά Ρώμη: όπου μέσω της απολυτοποιήσεως του θρησκευτικού πλουραλισμού και του διαθρησκειακού συγκρητισμού, ρύθμιζαν την θρησκευτική, ηθική και πολιτικοκοινωνική συμπεριφορά της γνωστής παγανιστικής οικουμενικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Να σημειωθεί, ότι ο Χριστιανισμός δεν πρέπει να προσεγγίζεται μονόπλευρα ως αμιγώς θεολογικό σύστημα αλλά πρέπει να προσεγγίζεται συγχρόνως και ως κοσμική και ιστορική πραγματικότητα. Ο Χριστός και οι Αποστόλοι του έζησαν, έδρασαν και πέθαναν αποδεδειγμένα εν τόπω και εν χρόνω άρα η αλήθεια τους, δεν είναι μεταφυσική Φιλοσοφία ούτε Μεταφυσική θεολογία, αλλά είναι πλέον μια ιστορική νέο-εποχήτικη πραγματικότητα σε απόλυτο βαθμό αφού (επι)σφραγίστηκε η αλήθεια τους, με τρόπο μαρτυρικό, δηλ. με το ίδιον τους το αίμα. Και η θεολογική ιστορία γράφεται, όπως όλων των ειδών οι άλλες ιστορίες, με αίματα, έρωτα, κόπους, θάνατο και ιδρώτες.
Β.Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΙΩΓΜΩΝ ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΝΟΘΕΣΕΥΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΑΠΟΚΛΙΣΕΩΝ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ.
Θεμελιώδες στοιχείο της ενότητας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η επίσημη και θεσμοθετημένη κρατική λατρεία στους θεούς της Ρώμης και αναντίρρητα η θρησκευτική λατρεία στον εκάστοτε ρωμαίο Αυτοκράτορα ως θεόν επι της γής. Οι έναντι των Χριστιανών αιματηρότατοι και σκληρότατοι διωγμοί θεμελιώθηκαν ακριβώς σε αυτήν την πολιτικο-θεολογική διαπίστωση των θεών Αυτοκρατόρων της Ρώμης, ότι η θρησκευτική πίστη στον ένα και μοναδικό αληθινό Θεό, τον Υιό του Θεού, υποσκάπτει την ενότητα του ρωμαϊκού Κράτους καθότι η χριστιανική πίστη δεν συμβιβάζεται διόλου με την λατρεία του Αυτοκράτορα ως θεού. Ο πρώην ειδωλολάτρης και Φιλόσοφος Λακτάντιος στο ιστορικό χρονικογράφημα του του DeMortibusPersecutorum (Περί των Θανάτων των Διωκτών) μας πληροφορεί και περιγράφονται εκτενώς οι φρικτώτατοι θανάτοι που έπαθαν οι διώκτες των Χριστιανών, οι θεοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες όπως λ.χ. ο Νέρων, Δέκιος, Δομιτιανός, Βαλεριανός, Αυρηλιανός, Μάξιμος, Γαλέριος, Μαξιμιανός και Διοκλητιανός. [2]
Μέσα στο προηγούμενο ιστορικό πλαίσιο, η κοινότητα της πρώτης Αποστολικής Εκκλησίας διεσπαρμένη σε ολόκληρην την ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχαν να αντιμετωπίσουν δύο ειδών κινδύνους. Τον εξωτερικό κίνδυνο από τους σκληρούς διωγμούς των Εθνικών αλλά παράλληλα και τον εσωτερικό κίνδυνο αλλοιώσεως και παραχαράξεως της Πίστεως από διάφορες πρωτοΓνωστικές διασπαστικές και αιρετικές ομάδες..
Πρώτο μεγάλο δογματικό πρόβλημα που αντιμετώπισε η Αποστολική Εκκλησία ήταν ο ιουδαΐζων Χριστιανισμός. Η πρώτη άστοχη προσπάθεια ερμηνείας του χριστιανικού κηρύγματος σύμφωνα με τις ιουδαϊκές αρχές του Νομικισμού ή τις απόλυτες μωσαϊκές διατάξεις, άλλοτε τις ενθουσιαστικές μεσσιανικές αντιλλήψεις και εσχατολογικές νοοτροπίες, κυρίως οι συγκρητιστικές πολιτισμικές τάσεις τους οδήγησαν στην αίρεση του Ιουδαιοχριστιανισμού. Το εν λόγω δογματικό πρόβλημα επιλύθηκε βέβαια άμεσα από τους Αποστόλους με την γνωστή Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων η οποία περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Οι ποικίλες και σφοδρές συγκρητιστικές τάσεις όμως της εποχής οδήγησαν μάλιστα στην περιώνυμη πολύπλοκη αίρεση του Γνωστικισμού. Πρόκειται για τον ιουδαΐζοντα ή χριστιανικό Γνωστικισμό κατά τους αποστολικούς χρόνους, οι γνωστές συγκρητιστικές αιρέσεις των Νικολαϊτών και του Κυρίνθου.
Αμφότερα τα προηγούμενα θρησκευτικο-φιλοσοφικά συγκρητιστικά συστήματα προσπάθησαν αυθαίρετα να ερμηνεύσουν την Χριστιανική Πίστη των Ευαγγελίων όπου κατ΄ουσίαν ενσωμάτωναν κατά το δοκούν στα δικά τους θρησκευτικά πιστεύω (στοιχεία ιουδαϊκά, χριστιανικά και εθνικά), είτε αλλοίωναν-παραγνώριζαν ή και απέρριπταν ουσιωδώς το ευαγγελικό μήνυμα της ορθής Πίστης. Στην μεταποστολική βέβαια εποχή ο ετερόδοξος Ιουδαιοχριστιανισμός γέννησε επιπρόσθετες γνωστικίζουσες «χριστιανικές» αιρέσεις όπως τους Εβιωναίους και Ελκεσαίους. Ακολούθησαν στους αιώνες και επι μέρους Γνωστικά συστήματα, όπως εκείνο του Σίμωνα του Μάγου. Γνωστικές παρατάξεις των Τριαρχικών Γνωστικών (Οφίτες κ.ά.), οι Δοκήτες με την αίρεση του Δοκητισμού, οι ηθικιστές της εποχής Εγκρατίτες με την αίρεση του Εγκρατισμού. Κοινή σύγκλιση και συνισταμένη απάντων των Γνωστικών συστημάτων-μερίδων και ομάδων ήταν κυρίως η ανάμιξη διαφόρων θρησκευτικών ή θρησκειολογικών στοιχείων, θεολογικών δογμάτων και ποικίλων φιλοσοφικών δοξασιών, ένας λόγου χάριν μετά Χριστόν αρχαίος θρησκευτικός και χριστιανικός συγκρητισμός. Αιρετικά γνωστικά κινήματα με κηρύγματα αποκαλυπτικά και ενθουσιαστικά κυρίως εσχατολογικού χαρακτήρα ήταν η αίρεση του Μοντανισμού η οποία ξεκίνησε μέσα από τους κόλπους της Αποστολικής Εκκλησίας, αλλά και η αιρετική κίνηση του Χιλιασμού. [3]
Γ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΦΤΑ (7) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ.
Κατ΄αρχήν προτού διεισδύσουμε αμέσως στο ουσιώδες ιστορικο-θεολογικό ζήτημα της δοκιμιογραφικής πραγματείας και έρευνας μας θα πρέπει οι αναγνώστες μας να μπορούν a priori να διακρίνουν εννοιολογικά, ιστοριολογικά και γνωσιο-λογικά, τουτέστιν να αποτολμήσουν τις σημαντικές εννοιολογικές και λεξιλογικές διευκρινίσεις γύρω από τις παρομίου τύπου λέξεις, όπως λ.χ.: «Οικουμενική Σύνοδος», «Αυτοκρατορική Σύνοδος», «Οικουμένη», «Οικουμενική Αυτοκρατορία», «universa Romana», «Οικουμενική Ρωμανία», «Οικουμενικότητα», «Καθολική Εκκλησία», «Καθολικότητα», «Παγκοσμιότητα», «Οικουμενισμός», «Οικουμενική Κίνηση», «Συγκρητισμός», «Παγκοσμιοποίηση» κ.ο.κ. Ένα μικρό παράδειγμα: η λέξη «Οικουμενικότητα» της Εκκλησίας είτε η λέξη «Οικουμενικές» Σύνοδοι της «οικουμενικής» Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας δεν έχουν καμμία εννοιολογική σχέση με την σημερινή έννοια του σύγχρονου διαθρησκειακού και διαχριστιανικού «Οικουμενισμού». [4]
Κατ΄ουσίαν το θέμα μας έχει να κάνει με τις επτά (7) Αγίες Οικουμενικές και Αυτοκρατορικές Συνόδους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Νέας Ρώμης, και με τις στάσεις πρό -κατά την διάρκεια- αλλά και μετά της συγκλήσεως αυτών υπό των εκάστων οικουμενικών Αυτοκρατόρων. Πρόκειται για το αμιγώς ιστορικο-εκκλησιαστικό ζήτημα σχέσεως Πολιτείας με Εκκλησίας ή άλλως πως για την Νέα Πολιτική Φιλοσοφία της Αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια πρόκειται για την αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων, των επισκόπων και αυτοκρατόρων και τα όρια της εξουσίας τους. Λόγος περί Εκκλησιαστικής και Πολιτικής ή κοσμικής αυθεντίας και πρωτείου. Και το στοιχείο που υπονοείται εμμέσως πλήν σαφώς είναι, ουσιωδώς, ποιά ήτο άραγε εκείνη η στάση, η σχέση, o ρόλος είτε η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου, δηλ. των Λαϊκών Αυτοκρατόρων, με τα εσωτερικά εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα της Εκκλησίας; Αν υποθέσουμε, ότι η πολύτιμη εν γένει Ιστορία είναι η Μητέρα ή και η Μήτρα όλων ημών των διακόνων, ερευνητών, μελετητών και υπηρετών της, πρόκειται για αμιγώς ιστορική μητροκτονία ή μητροκτόνως ιστορικισμός, δηλαδή σημαντική επιστημονική παρεξήγηση και ανιστόρητη παρανόηση, εσφαλμένη και ανακριβή ιστορική εκτίμηση των πηγών, ότι στο Βυζάντιο δεν είχαμε δήθεν το πρότυπο σχέσεων της βυζαντινής συναλληλίας ή συμφωνίας ή ομοταξίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά έναν σκληροτράχηλο Καισαροπαπισμό, δηλ. πλήρη υπακοή και δουλική υποταγή της Εκκλησίας στο Κράτος της Αυτοκρατορίας. Είναι ηλίου φαεινόν ότι τέτοιες ανιστόρητες και ιστορικιστικές προσεγγίσεις διατυπώθηκαν σκόπιμα στην Δύση, από Δυτικούς βυζαντινολόγους, θεολόγους και ιστορικούς καθότι εξυπηρετούσε ομολογιακές και πολιτειολογικές σκοπιμότητες. [5]
Oι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, της Νέας Ρώμης, με πρώτον Χριστιανό Αυτοκράτορα τον Μέγα Κωνσταντίνο υπήρξαν και ενήργησαν, κατά κύριον λόγον στις έντονες ενδοεκκλησιαστικές κρίσεις της αχανούς αυτοκρατορίας, σε σοβαρές δογματικές διαφορές και θεολογικές ενδοπολιτειακές έριδες ή συγκρούσεις, ως διαιτητές. Η ανάμειξη των Αυτοκρατόρων στις θεολογικές-εκκλησιαστικές-θρησκευτικές αντιπαλότητες προέκυψε φυσικώ τω τρόπω ως θρησκευτική υποχρέωση και πολιτική αναγκαιότητα. Είναι αναντίρρητο το γεγονός πως ο Αυτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος υιοθέτησε τον είδη προυπάρχον θεσμό των Τοπικών Συνόδων της Εκκλησίας και τον ανήγαγε ως Αυτοκρατορική Σύνοδο, δηλ. Οικουμενική Σύνοδο. Η σύγκληση των Οικουμενικών ή Αυτοκρατορικών Συνόδων δεν είχε απώτερο σκοπό ή στόχο την υποδούλωση ή τον δεσποτισμό ή τον καισαροπαπισμό ή τον απόλυτο πολιτειοκρατικό έλεγχο της Εκκλησίας, αλλά μάλλον είχε ως επιτακτικό στόχο την άμεση, τελεσίδικη και οργανωμένη επίλυση θεολογικών ή και θρησκευτικών ζητημάτων που ταλάνιζαν με εσωτερικές εμφύλιες συγκρούσεις και έριδες την Αυτοκρατορία. Η Αρχή της Βυζαντινής συναλληλίας ήταν ο κανόνας στις σχέσεις Εκκλησίας-Οικουμενικών Συνόδων και Πολιτείας ή Αυτοκράτορα. Οι αυθαίρετες αντι-εκκλησιαστικές παρεμβάσεις τινών μεμονωμένων Αυτοκρατόρων στα ενδο-εκκλησιαστικά-θεολογικά και θρησκευτικά ζητήματα της Εκκλησίας αποτελούσαν την εξαίρεση του κανόνα. Δηλαδή στην εξαίρεση και στις αυθαιρεσίες πράγματι προσπαθούσε να κυριαρχήσει ένας ιδιότυπος Καισαροπαισμός ο οποίος βέβαια σε κάθε εμφάνιση και έκφανσή του αντιμετωπιζόταν ρωμαλέα από κυρίαρχες ή σημαίνουσες εκκλησιαστικές και χαρισματικές προσωπικότητες. Η Εκκλησία των Οικουμενικών Συνόδων, σύμφωνα με την Πατερική Γραμματεία και το ιστορικό πολιτικό Διάταγμα των Μεδιολάνων που θεσμοθετούσε επίσημα και προφύλαττε πλέον και τις θρησκευτικές ελευθερίες των δεδιωγμένων Χριστιανών, αποδεικνύεται τρανώς και ουσιωδώς, ότι ουδέποτε υποτάχθηκε δουλικά στην Πολιτεία, πολλώ δε μάλλον όταν μάλιστα επιβίωσε τριών ολοκλήρων αιώνων αμείλικτων αυτοκρατορικών διωγμών και οικουμενικών μαρτυρίων του Αίματος. [6]
Οι επτά (7) Οικουμενικές ή Αυτοκρατορικές Σύνοδοι φαίνεται να ήταν μια αναγκαία ιστορική πολιτικο-εκκλησιαστική συνθήκη, μια οργανωμένη κρατική και εκκλησιαστική προέκταση ή αν θέλετε επέκταση, συνάλληλος θεσμικός εμπλουτισμός και τελεσίδικη οικουμενική συμπερίληψη όλων των επι μέρους εκκλησιαστικών και θεολογικών αποφάσεων των Τοπικών Συνόδων, ούτως ώστε να εισαχθούν -μέσω των Οικουμενικών Συνόδων- εξάπαντος τα επίσημα και ενυπόγραφα ορθόδοξα αποφασισθέντα τους, δηλ. εκείνοι οι αληθείς και απλανείς δογματικοί όροι και οι ιεροί Κανόνες, ωσάν πολιτικοί Νόμοι και αυτοκρατορικά διατάγματα του Κράτους για να επικρατήσει ιδιαζόντως η ειρήνη και η αμιγώς θρησκευτικο-πολιτική ενότητα στο εσωτερικό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά όμως παράλληλα, και για να περιφρουρηθεί, να διαφυλαχθεί και να μη αλλοιωθεί εκείνη η απλανής, η πνευματική και ευαγγελική θεραπεία της νοεράς ενέργειας της Προσωπικότητας του Ανθρώπου.
Η Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η Α΄ Οικουμενική ή Αυτοκρατορική Σύνοδος συνεκλήθη από τον πρώτο Χριστιανό αυτοκράτορα τον Μέγα Κωνσταντίνο στις 20 Μαΐου το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας για να θέσει εκείνα τα πολιτικά θεμέλια ώστε κυρίως να θεσμοθετήσει εμμέσως πλήν σαφώς τον Χριστιανισμό ως επίσημη πλέον Θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Πρόεδρος της Συνόδου ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος. Συμμετείχαν 318 επίσκοποι της Εκκλησίας. Διακριθέντες Θεολόγοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας και σημαντικοί πρωταγωνιστές της εν λόγω περιώνυμης Συνόδου ήταν ο Μέγας Αθανάσιος, ο άγιος Νικόλαος και ο άγιος Σπυρίδων. Καταδικασθέντες ήταν ο αιρεσιάρχης Πρεσβύτερος Άρειος, ο Αρειανισμός του και οι οπαδοί του.
Η αφορμή της Α΄ οικουμενικής Συνόδου ήταν οι εν ήδη καταδικασθείσες κακοδοξίες –από Τοπικές Συνόδους- του Αρείου και η σταδιακή επέλαση και εξάπλωση του Αρειανισμού στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, πράγμα που προκαλούσε πολιτειακές ανωμαλίες, θεολογικές έριδες και εμφύλιες συγκρούσεις. Η εν λόγω αίρεση ή κακοδοξία του Αρείου ήταν Χριστολογικής υφής, καθότι ήταν φιλοσοφικο-θεολογικά διακείμενη κόντρα και ενάντια στην θεία φύση ή θεότητα του Ιησού Χριστού. Πιο απλά ο Άρειος θεωρούσε ότι ο Χριστός ήταν κτίσμα, ψιλός άνθρωπος, δηλαδή ένα απλό ανθρώπινο δημιούργημα, άνευ της θείας φύσης. Πιο συγκεκρίμενα ο Άρειος ισχυριζόταν ότι ο Θεάνθρωπος Λόγος Ιησούς Χριστός «ήν ποτέ ότε ούκ ήν», δηλαδή ότι υπήρχε κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν υπήρχε ο Λόγος, άρα κατά την φιλοσοφική αντίληψη του ο Χριστός δεν προϋπήρχε ως άσαρκος και άκτιστος Λόγος, αλλά μάλλον γεννήθηκε ή κτίσθηκε εν χρόνω και ο Λόγος είναι μόνον κτίσμα. Η Θεολογία και Ποιμαντική μεθοδολογία των Πατέρων όμως μέσω της φωτιστικής και θεοπτικής εμπειρίας τους, δηλ. μέσω του ορθοδόξως και απλανώς θεολογείν, εξάπαντος διαφεύγει και υπερβαίνει όλα τα γνωστά φιλοσοφικά κατηγορήματα.
Αποτέλεσμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν να αποφασισθούν είκοσι (20) ιεροί Κανόνες (να καταγραφεί το Σύμβολο της Νίκαιας ή το Σύμβολο της Πίστεως, απαγόρευση του Μεταθετού των Επισκόπων, κ.ά.), ο καθορισμός της από κοινού ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα και η οικουμενική καταδίκη του Αρειανισμού και το ανάθεμα του πρεσβυτέρου Αρείου. Τα επίσημα αποφασισθέντα Κλήρου και Λαού, επισκόπων και Αυτοκράτορα, εισήχθησαν θεσμικώς στην Νομολογία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτός εξάλλου ήταν ο εξ αρχής πολιτικο-θρησκευτικός στόχος και η στάση του Μεγάλου Κωνσταντίνου [7]
Η Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Παρ΄ όλα αυτά στην εξέλιξη της προειρρημένης ιστορίας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο Άρειος και οι οπαδοί του ανασυντάσονται, δημιουργείται μια παράδοξη και νέα πολιτικο-θρησκευτική προσέγγιση, πρό και μετά θάνατον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επανέρχεται δριμύτερη η Χριστομάχος αίρεση του Αρειανισμού μαζί και η θεολογική σύγχυση, μάλιστα αναζυπυρώνεται στην Αυτοκρατορία ενώ προεκτείνεται και εκπορεύεται κυρίως μέσω της αυτοκρατορικής αυλής της Νέας Ρώμης, καθότι οι διάδοχοι υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, π.χ. ο Αυτοκράτωρ Κωνστάντιος, υιοθέτησε το αιρετικό δόγμα του Αρειανισμού που αυτό σήμαινε νέες περιπέτειες, θρησκευτικο-πολιτικές περιπλοκές, έριδες, συγκρούσεις και επιπλοκές στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, εξ αιτίας κυρίως της άνομης και παράλογης αυτοκρατορικής ενίσχυσης των Αρειανών, τυφλή πίστη και αδιάκριτη υπακοή στα εν ήδη καταδικασθέντα δόγματα του Αρειανισμού από τον αρειανόφρων πλέον βασιλέα Κωνστάντιο.
Μετά από μερικές αλλαξο-αυτοκρατορίες και κραταιάς επικυριαρχίας και πάλιν του Αρειανισμού και του Ημιαρειανισμού, εμφανίζεται η προσωπικότητα του Μεγάλου Θεοδοσίου ο οποίος μετά από μίαν εκστρατεία του εναντίον των Γότθων επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη και με διάφορες πολιτικές του ενέργειες επέβαλεν –κόντρα στον Αρειανισμό- τον ορθόδοξο Χριστιανισμό και την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία ως επίσημη Θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 380 μ.Χ. εξέδωσε επίσημο αυτοκρατορικό διάταγμα και διεκήρυξε την Ορθόδοξη Πίστη μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου βαπτίστηκε από τον επίσκοπο Ασχόλιο. Αρχές του Ιανουάριου το 381 μ.Χ. ο Αυτοκράτωρ Μέγας Θεοδόσιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και εξανάγκασε τους αιρετικούς Αρειανούς να παραδώσουν το οικουμενικό Πατριαρχείο και τους ιερούς Ναούς στους ορθοδόξους Χριστιανούς και εγκατέστησε ως Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό.
Η Β΄ Οικουμενική ή Αυτοκρατορική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Χριστιανό αυτοκράτορα τον Μέγα Θεοδόσιο το 381 μ.Χ. στη Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη. Προέδροι της εν λόγω Συνόδου ήταν: ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας, ο άγιος Γρηγόριος (Ναζιανζηνός) ο Θεολόγος και ο άγιος Νεκτάριος ΚΠόλεως. Συμμετείχαν 150 επίσκοποι της Εκκλησίας και 36 Ομοιουσιανοί Αρειανοί οι οποίοι εγκατέληψαν την Σύνοδο. Διακριθέντες Θεολόγοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας και σημαντικοί πρωταγωνιστές της εν λόγω περιώνυμης Συνόδου πέραν των προέδρων ήταν και ο άγιος Γρηγόριος Νύσης, ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Καταδικασθέντες ήταν οι αιρεσιάρχες Οικουμενικός Πατριάρχης ΚΠόλεως ο Μακεδόνιος, ο Απολλινάριος και οι οπαδοί τους. Ενώ οι οπαδοί του Αρείου αμφισβήτησαν την θεότητα του Χριστού, τώρα οι Μακεδονιανοί, άλλου είδους ημι-Αρειανοί, εισήγαγαν στην Εκκλησία μια Πνευματολογική αίρεση η οποία αμφισβητούσε τώρα με φιλοσοφικο-θεολογικά επιχειρήματα την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Κατ΄ ουσίαν δεν εδέχοντο την θεότητα του Αγίου Πνεύματος και άρα ήταν Πνευματομάχοι. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε 9 Ιουλίου το 381 μ.Χ. τους εν λόγω Πνευματομάχους, αναθεμάτησαν οι άγιοι Πατέρες τις κακοδοξίες και τις αιρέσεις των ημι-Αρειανών Ευνομιανών, των Σαβελλιανών, των Μαρκελλιανών, των Φωτεινιανών και των Απολλιναριστών. Θριαμβεύει η πολιτική και ποιμαντική Θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων και δη του Μεγάλου Βασιλείου. Οι αποφάσεις της Συνόδου αναγνωρίστηκαν από τον Κλήρο και το Λαό, επισφραγήσθηκε έτσι η ολοκληρωτική κατάρρευση στο Ανατολικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας του αιρετικού (ημι)Αρειανισμού, οι αιρετικοί αναγνώρισαν το Σύμβολο της Νίκαιας-Κων/Πόλεως για να επανέλθουν σε κοινωνία με την Φίλη Ορθοδοξία, ενώ όλα τα αποφασισθέντα της επικυρώθησαν με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Η πολιτικο-θρησκευτική στάση και διπλωματία του Μεγάλου Θεοδοσίου ήταν να θεσμοθετήση αμέσως τα επίσημα αποφασισθέντα των Επισκόπων της Εκκλησίας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ως Νόμους τους Κράτους, ενώ σπεύδει άρδην να δημοσιεύσει Αυτοκρατορικό Διάταγμα 30 Ιουλίου 381 μ.Χ. στο οποίο επεσήμανε στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας ποιοι ακριβώς αντιπροσωπεύουν την ορθόδοξη Πίστη και την ορθόδοξη Εκκλησία και ότι με αυτούς και μόνον αυτούς οι πολίτες θα πρέπει να βρίσκονται σε Κοινωνία. [8]
Η Γ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η Γ΄ Οικουμενική ή Αυτοκρατορική Σύνοδος συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα τον Θεοδόσιο Β΄ το 431 μ.Χ. στην Έφεσο. Συμμετείχαν περίπου 200 επίσκοποι της Εκκλησίας. Προήδρευσε ο διακεκριμένος Θεολόγος και Πατήρ της Εκκλησίας ο άγιος Κύριλλος πατριάρχης Αλεξανδρείας ο οποίος αντιμετώπισε ρωμαλέα τις αιρετικές αντιλήψεις τους Οικουμενικού Πατριάρχη Νεστορίου. Εξ αρχής τον πατριάρχη ΚΠόλεως Νεστόριο τον εξέθεσε και τον ήλεγξε δημοσίως συστηματικά, ενώ τον διέκοπτε σε κάθε του αιρετικό κήρυγμα, ένας απλός Λαϊκός ο Ευσέβιος Δορυλαίου, ο οποίος τοιχοκόλλησε στην Αγία Σοφία κατηγορίες εναντίον του πατριάρχη ότι διδάσκει κακοδοξίες, έτσι στην πορεία από Λαϊκός εξελέγη τιμητικώς ως επίσκοπος Δορυλαίου. Καταδικασθέντες ήταν ο αιρεσιάρχης Οικουμενικός Πατριάρχης ΚΠόλεως Νεστόριος, ο Νεστοριανισμός του και οι οπαδοί του.
Η αφορμή της συγκλήσεως της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν μια καινοφανής θεολογικο-φιλοσοφική διδασκαλία, μια νέα Χριστολογική και Θεοτοκολογική αιρετική δοξασία, όπου ο πατριάρχης Νεστόριος προκάλεσε μεγάλο σκανδαλισμό και σύγχυση στην Αυτοκρατορία αφού υπερτόνιζε και απολυτοποιούσε την ανθρώπινη κτιστή φύση του Ιησού Χριστού –εις βάρος της θείας φύσης του- υποστηρίζοντας και ανάγοντας με επίμονο ζηλωτισμό την αιρετική θεολογική γνώμη του ότι η Παναγία Μαριάμ γέννησε απλώς και μόνον τον Άνθρωπο Ιησού Χριστό. Ισχυριζόταν δηλαδή, ότι η Μαρία δεν γέννησε τον Υιό του Θεού και τον Θεάνθρωπο Ιησούν Χριστό των ιερών Ευαγγελίων όπως πίστευε και γνώριζε για αιώνες πρίν η χριστιανική Εκκλησία. Αποκαλούσε μάλιστα προκλητικώς σε διάφορα κηρύγματα του την Παναγία, ως Χριστοτόκον, ενώ οι οπαδοί του Νεστορίου την αποκαλούσαν και ως Ανθρωποτόκον, ενώ ήδη η ιερά Παράδοση της ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας σχεδόν επί πέντε αιώνες πρίν την εν λόγω Σύνοδο ως γνωστόν είχε σε κοινή χρήση την λέξη και τον θεολογικό όρο της Παναγίας και μητέρας του Χριστού Μαρίας, ως Θεοτόκου. Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, διεκήρυξε, ότι ο Ιησούς Χριστός των ιερών Ευαγγελιών είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, άρα είναι ο ενσαρκωθείς Λόγος και Θεάνθρωπος, ομοούσιος τω Πατρί και τοις ανθρώποις, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και επεκύρωσε επίσημα και θεσμικά στην Παρθένο Μαρία τον προϋπάρχοντι τιμητικό τίτλο της ως Θεοτόκου. Η στάση του Αυτοκράτορα ήτο προστατευτική για χάριν της ενότητας και ομόνοιας στους κόλπους της αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας, και δεν δίστασε διόλου να εξορίσει όσους επισκόπους και λαϊκούς επέμεναν πεισματικά στις κακόδοξες αποκλίσεις και αιρετικές νοθεύσεις τους κατά της αλήθειας της Εκκλησίας. [9]
Η Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η Δ΄ Οικουμενική ή Αυτοκρατορική Σύνοδος συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και την αυτοκράτειρα Αυγούστα Πουλχερία το 451 μ.Χ. στη Χαλκηδόνα. Πρόεδρος της Συνόδου ήτο ο οικουμενικός Πατριάρχης ΚΠόλεως Ανατόλιος και αντιπρόσωποι του ορθοδόξου πάπα της Ρώμης. Συμμετείχαν σχεδόν 630 επίσκοποι της Εκκλησίας. Διακριθέντες Θεολόγοι της Εκκλησίας και σημαντικοί πρωταγωνιστές της εν λόγω περιώνυμης Συνόδου ήταν ο πατριάρχης Αντιοχείας Μάξιμος, Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, Ευσέβιος Δορυλαίου, Θεοδώρητος Κύρου κ.ά. Καταδικασθέντες ήταν ο αιρεσιάρχης πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκουρος και Αρχιμανδρίτης Ευτυχής, οι κακοδοξίες και αιρέσεις του Νεστοριανισμού και του Μονοφυσιτισμού καθώς και οι οπαδοί τους. O Φλωρόφσκυ τις μέμφεται εύλογα ως αιρέσεις της φαντασίας και αοριστία της θεολογικής όρασης και σκέψης. Ο Αυτοκράτωρ αμέσως μετά θέσπισε ως νόμους τους Κράτους τα ορθόδοξα Συνοδικά αποφασισθέντα, και με νομικό διάταγμα εξόρισε τους αντιρρησίες αιρετικούς από την Αυτοκρατορία. Οι εμμένοντες στις προηγούμενες αιρέσεις και κακοδοξίες τους Μονοφυσίτες και Νεστοριανοί ή και αντι-Χαλκηδόνιοι αφού απεκόπησαν και αναθεματίσθησαν από την Εκκλησία, δημιούργησαν νέες χριστιανικές εκκλησίες όπως την Αρμενική, Συρο-ιακωβήτικη, Κοπτικήν, Αιθιοπικήν καιΑβησσυναικήν. Άρα, το θεολογικό και εκκλησιαστικο-πολιτικό θέμα δεν έληξε ως εδώ αλλά μάλλον προέκυψαν εν εξελίξει νέες θεολογικές έριδες, πολιτικές εξεγέρσεις από παράφρονες φανατικούς Μονοφυσίτες κ.λπ.. [10]
Η Ε΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η Ε΄ Οικουμενική ή Αυτοκρατορική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα τον Ιουστιανιανό Α΄ και την σύζυγο του αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 553 μ.Χ. στη Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη. Προέδροι της εν λόγω Συνόδου ήταν: οι Οικουμενικοί Πατριάρχες ΚΠόλεως Μηνάς και Ευτύχιος. Συμμετείχαν 165 επίσκοποι της Εκκλησίας.
Ο Ιουστινιανός, προσπαθούσε να ακολουθήσει συμφιλιωτική και συμβιβαστική θρησκευτικο-πολιτική διπλωματία με κύριον στόχο του να αποκαταστήσει τα παλαιά σύνορα της Αυτοκρατορίας, ενώ ως Θεολόγος Αυτοκράτωρ ήθελε να αποσαφηνίσει και να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψεύδος στις θεολογικές έριδες, αλλά και να επιβληθεί πολιτικώς ομοιόμορφα η θρησκευτική ενότητα και αμιγώς ορθή Πίστη κατά και υπέρ πάντων των πολιτών της Αυτοκρατορίας στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία.
Φαίνεται όμως ότι η θρησκευτική διπλωματία του να απέτυχε σε μεγάλο βαθμό, αφού απέκλινε σημαντικά από τον κανόνα της αρμονικής συναλληλίας και συνεργασίας ορθοδόξου Εκκλησίας με το Κράτος, αφού με τις υπερβολές και επηροές του προσπάθησε μάταια να επιβάλλει στην Εκκλησία τις πολιτικο-θρησκευτικές αποφάσεις και θεολογικές ιδεολογίες του μέσω του Καισαροπαπισμού. Ο Ιουστινιανός, ακολουθούσε την Νέα Πολιτική Φιλοσοφία και ορθόδοξη Θεολογία του Μεγάλου Κωνσταντίνου καθότι θεωρούσε πράγματι ότι ήταν ορθόδοξος Χριστιανός Ηγεμών γι΄αυτό και αγωνίστηκε από υπερβολικό ζήλο, ενίοτε ανελέητα και βίαια, κατά του Παγανισμού, του Μοντανισμού, του Ιουδαϊσμού, του Ωριγενισμού και κατά τινών άλλων λοιπών αιρέσεων. Ο Ιουστινιανός όμως, φαίνεται να ξέφυγε από την πολιτικο-θρησκευτική γραμμή του Μ. Κωνσταντίνου.
Η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, στα εκκλησιαστικά θέματα έπαιξε κάποιον καθοριστικό και σημαντικό ρόλο, αλλά όμως ως γνωστόν στις πηγές συμπαθούσε και προστάτευε ιδιαίτερα τους κακοδόξους Μονοφυσίτες. Η Θεοδώρα ανέβασεν αντικανονικά (αφού το μεταθετόν απαγορεύεται από Αποστολικούς και ιερούς Κανόνες προηγούμενων Συνόδων) στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τον κρυπτομονοφυσίτη επίσκοπο Τραπεζούντος Άνθιμο. Γι΄ αυτόν το λόγο ο Ιουστινιανός, επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από την σύζυγό του τηρούσε μια παράδοξη διπλωματική στάση και άκρως επιεικέστερη διαλλακτικότητα καθότι δεν θεωρούσε το Μονοφυσιτισμό ως αίρεση. Μάλιστα, ο Ιουστιανιανός, προσπάθησε να επιβάλλει την κακόδόξη διδασκαλία του Αφθαρτοδοκητισμού, ως νέα ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας. Συνάντησε όμως οργανωμένες και ισχυρές αντιστάσεις από τον πατριάρχη Ευτύχιο και άλλους ορθόδοξους εκκλησιαστικούς άνδρες. Ο Ιουστιανιανός δεν πρόλαβε να επιβάλλει τα σχέδια του εναντίον των ορθοδόξων, διότι πέθανε και άφησε μια Εκκλησία διαταραγμένη και τους φίλους του Μονοφυσίτες ισχυρότερους.
Η στάση αυτή του συζυγικού αυτοκρατορικού ζεύγους φαίνεται ιστοριολογικά και θεολογικά να αντιβαίνει πολύ σοβαρά με τα προηγούμενα επίσημα εκκλησιαστικά, θεολογικά και πολιτικά αποφασισθέντα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, θεσπισθέντα υπό των προκατόχων τους.
Η εν λόγω Ε΄ Αυτοκρατορική ή Οικουμενική Σύνοδος του Ιουστινιανού, αναχαίτισε άρδην τις Ωριγενιστικές έριδες, επαναβεβαίωσε την ορθόδοξη Χριστολογία και Τριαδολογία, κατεδίκασε τις αιρετικές διδασκαλίες του Ωριγενισμού, και αφόρισε ως Αιρεσιάρχες (μετά θάνατον τους) τον Ωριγένη, τον Ευάγριο και Δίδυμο τον Ποντικό και τους οπαδούς τους. Τα συνοδικά αποφασισθέντα της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου ο Ιουστινιανός τα θεσμοθέτησε ως νόμους τους Κράτους. [11]
Η ΣΤ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η ΣΤ΄ Οικουμενική ή Αυτοκρατορική Σύνοδος συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Δ΄ το 680 μ.Χ. στη Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη (Α΄ εν Τρούλλω). Προέδροι της εν λόγω Συνόδου ήταν: αντιπρόρωποι του πάπα. Συμμετείχαν 150 επίσκοποι της Εκκλησίας.
Διακριθέντες ορθόδοξοι Θεολόγοι της Εκκλησίας και σημαντικοί πρωταγωνιστές πρό-μετά και κατά την διάρκεια της εν λόγω περιώνυμης Συνόδου ήταν οι πάπες Μαρτίνος, Αγάθων και Λέων ο Β΄, ο μοναχός Μάξιμος ο Ομολογητής, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Σοφρώνιος κ.ά. Καταδικασθέντες ήταν οι επόμενοι τέσσερις (4) Αιρεσιάρχες Οικουμενικοί Πατριάρχες Κων/Πόλεως: Σέργιος, Πύρρος, Παύλος και Πέτρος. Μαζί με αυτούς κατεδικάσθησαν οι κακοδοξίες και αιρέσεις του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού καθώς και οι οπαδοί τους.
Η εν λόγω κακοδοξία προέκυψε και θέριεψε από την άστοχη θρησκευτική πολιτική του Αυτοκράτορα Ηρακλείου, την συγκρητιστική θεολογική πολιτική του, ώστε να συμβιβάσει μαζί με τον οικουμενικό Πατριάρχη Σέργιο την αλήθεια με το ψεύδος, να παντρέψουν με αμφιλεγόμενους και κακόδοξους θεολογικούς όρους την Φίλη Ορθοδοξία με τον Μονοφυσιτισμό. Οι ορθόδοξοι ρωμαίοι Κλήρος και Λαός αντιστάθησαν και διενήργησαν αγία ανυπακοή, πολιτική και εκκλησιαστική αγία ανυπακοή στα άνομα και κακόδοξα αυτοκρατοτικά Διατάγματα του Πατριάρχη και του Αυτοκράτορα.
Εξέχουσα φυσιογνωμία, κορυφαίος θεολογικός νούς και αντίπαλος του Μονοθελητισμού και Μονοενεργητισμού (τουτέστιν: μεταμφιεσμένος Μονοφυσιτισμός) στην εν λόγω καινοφανή και κλωνοποιημένη αίρεση που απασχόλησε έντονα με πολύχρονες θρησκευτικές διενέξεις και θεολογικές ή εκκλησιαστικές έριδες την Αυτοκρατορία ήτο ο ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.
Κατά την διαχρονική Πατερική Θεολογία το ορθόδοξο δόγμα της Χριστολογίας ήταν σαφές μέσω της ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας και επαναδιατυπώθηκε εξ ανάγκης επίσημα στην εν λόγω Σύνοδο αφού ως γνωστόν ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός των ιερών Ευαγγελίων είχε δύο ειδών φυσικές θελήσεις-θελήματα στο ίδιον και αυτώ πρόσωπόν του, και άρα συνεπώς ως τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, διέθετεν, αδιαιρέτως-ατρέπτως και αμερίστως-ασυγχύτως και δύο φυσικές ενέργειες. Την κατά φύσιν Θείαν και τελείαν Ανθρωπίνην ενέργεια. [12]
Η Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η Ζ΄ Οικουμενική ή Αυτοκρατορική Σύνοδος συγκλήθηκε -εν μέσω αποτυχημένου πραξικοπήματος εικονομάχων αξιωματικών της αυτοκρατορικής φρουράς- από τον αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο ΣΤ΄ και την μητέρα αυτού την αυτοκράτειρα Ειρήνη (η οποία αποπροσανατόλισε, ανεκατέταξε και διέλυσε μεθοδικά την φρουρά) την Αθηναία το 787 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας (Β΄ εν Τρούλλω). Προέδρος της εν λόγω Συνόδου ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/Πόλεως Ταράσιος. Συμμετείχαν 350 επίσκοποι της Εκκλησίας.
Η βυζαντινή Εικονομαχία, Χριστολογική αίρεση, σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Ιστορία υποδαυλίστηκε με κριτικό και χλευαστικό τρόπο από τους Εβραίους οι οποίοι ακολουθούν τον ανεικονικό Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Εβραίοι ή ο Ιουδαϊσμός ως γνωστόν δεν χρησιμοποιούν εικόνες. Ιδού και ο πρώτος εχθρός του Χριστιανισμού. Μη ξεχνούμε ότι μέχρι και την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου η Εκκλησία επί τρείς ολόκληρους αιώνες στις κατακόμβες συμβολίζει, ζωγραφίζει και ιστορεί κανονικά τα αγιασμένα και ιερά πρόσωπα καθότι ήταν μέρος της ιεράς Παράδοσης της και της Συμβολικής Θεολογίας της αλλά όμως οι εχθροί του Χριστιανισμού της Αυτοκρατορίας καραδοκούσαν σαν τα αρπακτικά.
Επίσης, να σημειωθεί, ότι οι Μονοφυσίτες τότε δεν χρησιμοποιούσαν εικόνες, (ενώ σήμερα χρησιμοποιούν εικόνες) διότι, αν τις χρησιμοποιούσαν λειτουργικά και αποδέχοντο λ.χ. την εικόνα του Χριστού, τότε, είναι σαν να αναγνώριζαν ότι υφίσταται –πέραν της θείας- αυτόνομη και αυτούσια η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Τέτοιο πράγμα δεν μπορούσαν να το δεχτούν αφού ήτο αντίθετο με την μονοφυσίτικη θεολογία τους. Άρα, δεύτερος εχθρός των ορθοδόξων Ρωμαίων. Τρίτος εχθρός της Αυτοκρατορίας, ήτο η αίρεση του Παυλικιανισμού, οι οποίοι είχαν επίσης απορρίψη «ντε φάκτο» την τιμή πρός τις εικόνες. Με τελευταίον και έσχατον ως τέταρτον εχθρό την θρησκεία του Ισλαμισμού, τον αρειανίζοντα Μωαμεθανισμό, που ειρωνεύονταν τους Βυζαντινούς και τους συκοφαντούσαν ότι είναι ειδωλολάτρες επειδή προσκυνούσαν τις εικόνες.
Ένας πέμπτος όμως «εχθρός» που ώθησε στην Εικονομαχία των Ρωμαίων της Νέας Ρώμης, ήτο: η υπερβολική ευσέβεια των πιστών, όπου έδινε την φαινομενική εντύπωση προς τους άλλους ότι οι Χριστιανοί έγιναν ή κατήντησαν ειδωλολάτρες.
Υπάρχει ωστόσο, μια ειδοποιός θεολογική και ουσιώδη διαφορά ή διάκριση όπου η προσκύνηση των Χριστιανών στις ιερές Εικόνες, τον Τίμιο Σταυρό και τα ιερά Λείψανα, είναι τιμητική προσκύνησις και όχι λατρευτική. Άρα συνεπώς, κατ΄ ουσίαν οι ορθόδοξοι χριστιανοί του Βυζαντίου δεν λατρεύουν είδωλα. Πρόκειται αμιγώς για εκούσια ή ακούσια παρερμηνία των εχθρών της Εκκλησίας. Εδώ σ΄αυτό το σημείο, ασχολείται επισταμένα η Δογματική Συμβολική Θεολογία με ειδικό επιστητό την Θεολογία της Εικόνας. Η Θεολογία της Εικόνας μας αποσαφηνίζει τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου όπου αποκατέστησε και οριοθέτησε την ορθόδοξη εμπειρία και την σχέση των χριστιανών με τις εικόνες.
Τον αγώνα για την αποκατάσταση της τιμής των εικόνων ανέλαβε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο οποίος μη ξεχνάμε ότι πριν γινεί Μοναχός ήταν μέσα στις αυλές των Μωαμεθανών. Ο ορθόδοξος πάπας της Ρώμης Γρηγόριος ο Β΄ έγραψε αυστηρές επιστολές πρός τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο (τον λεγόμενο και Σαρακηνόφρων, ο οποίος επέβαλλε δια της βίας σωρηδόν αντιεκκλησιαστικά, εικονομαχικά και αντιησυχαστικά πολιτικά διατάγματα, παρόμοια εκκλησιομαχική πολιτική ακολουθήσε και ο διάδοχος υιός του ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Ε΄ ο Κοπρώνυμος), ότι δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει σε εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα ενώ ο αυτοκράτωρ Λέων συμπεριφέρθηκε άσοφα και προσπάθησε να τον ανατρέψει και να επιβάλλει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του στην Εκκλησία. Έκτος εχθρός δηλαδή, κοινωνικές και πολιτισμικές τάσεις, ο φατριασμός, οι ατομικές φιλοδοξίες, η ασέβεια, η εξουσιομανία, η αλαζονεία, η έπαρση και ο κακόγνωμος Καισαροπαπισμός των Αυτοκρατόρων, που εξάπαντος διεσπούσε άρδην την συνάλληλη και συνεργειακή σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας, ο οποίος με λογική συνέπεια διεσπούσε την ομοιογενή ορθόδοξη θρησκευτική πίστη και ενότητα των πολιτών-πιστών του Βυζαντίου.
Διακριθέντες ορθόδοξοι Θεολόγοι της βυζαντινής ιστορίας και σημαντικοί πρωταγωνιστές πρό-μετά και κατά την διάρκεια της εν λόγω περιώνυμης Συνόδου ήταν, ο άγιος Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/Πόλεως Γερμανός, ο άγιος Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/Πόλεως Ταράσιος, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοδόσιος, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόδωρος, ο άγιος Λεόντιος επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου, ο πάπας Γρηγόριος Α΄, ο πάπας Γρηγόριος ο Β΄, ο πάπας Γρηγόριος ο Γ΄, ο πάπας Στέφανος Γ΄, ο πάπας Αδριανός Δ΄, ο πρεσβύτερος άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μοναχός της Λαύρας του αγίου Σάββα, ο ηγούμενος Σακκουδίωνα Πλάτωνας και ο ανιψιός αυτού άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Κατεδικάσθησαν οι κακοδοξίες και αιρέσεις της Εικονομαχίας, καταδικάσθησαν τα συγγράμματα των αιρετικών εικονομάχων, αναθεματίσθηκαν και αφορίσθηκαν όλοι οι εικονομάχοι πατριάρχες και επίσκοποι, συγχώρεσε όσους εικονομάχους επισκόπους, κληρικούς και λαϊκούς μετανόησαν, καταδικάθησαν όμως άπαξ και διαπαντώς οι οπαδοί τους εικονομάχοι με τις διάφορες ετερόδοξες και προϋπάρχουσες εικονοκλαστικές και αποκλίνουσες θεολογικές αντιλήψεις τους που εκπορεύοντο κυρίως και ιδιαζόντως από εχθρούς της Εκκλησίας. Καταδικάσθηκε επίσης η εικονομαχική Ληστρική Σύνοδος της Ιέρειας (754).
Τέλος, η αγία Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, καταργεί την εικονομαχία και αναστηλώνει τις αγίες εικόνες μετά τον θάνατο του τελευταίου εικονομάχου και συζύγου της αυτοκράτορα Θεοφίλου, όπου με την πολιτική πράξη της αυτή επαναφέρει με ανάλογα επίσημα αυτοκρατορικά διατάγματα την πολιτική ειρήνη και την θρησκευτική ενότητα στο εσωτερικό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. [13]
Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο ιστορικός της Βυζαντινής Φιλοσοφίας και ακαδημαϊκός Δογματολόγος της Θεσσαλονίκης μακαριστός Νίκος Ματσούκας πολύ εύστοχα εκφράζει ορθές και σοβαρές επιστημο-λογικές αντιρρήσεις κατά τινών Βυζαντινολόγων και Δυτικών ιστορικών και θεολόγων καθότι «διατυπώνουν αξιοθρήνητα συμπεράσματα», συμπληρώνουμε εμείς αυθαίρετα, επιπόλαια και ανιστόρητα «ιστορικά» βυζαντινιστικά (!) συμπεράσματα, όσον αφορά την βυζαντινή ιστορία, νοοτροπία, κοσμοαντίληψη και τον πολιτισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας-Νέας Ρώμης.
Ο άθεος ή θεϊστής επιστήμων βυζαντινολόγος, αναμφίβολα, αν αγνοεί εμπειρικώς και γνωσιολογικώς την Πατερική Θεολογία και το ορθόδοξο Ευαγγελικό Ήθος εξάπαντος τότε αδυνατεί να πιάσει κανονικά και με άκραν ιστορική ακρίβεια το σφυγμό του ιστορικού πλαισίου του πολιτισμού της Βυζαντινής ιστορίας. Η άγνοια της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, η άγνοια της ιστορίας των Δογμάτων, η άγνοια της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, η άγνοια ουσιωδώς της Πατερικής Θεολογίας φαίνεται να μη βοηθούν ποσώς τους παλαιούς ή και σύγχρονους βυζαντινολόγους να διακρίνουν και να αντιληφθούν με μεγίστη αντικειμενική, επιστημονική και διεισδυτική αμεροληψία την σχέση αυτοκρατορικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο Βυζάντιο.
Όποιαν εποχή μελετήσει κανείς στην Βυζαντινή ιστορία, δηλ. όποια πέτρα και να σηκώσουμε ανακύπτουν και προκύπτουν πολύ σημαντικά θεολογικά, εκκλησιολογικά, θρησκευτικά, δογματολογικά και σοβαρά εκκλησιαστικά ζητήματα όπου βυζαντινολόγοι παντελώς αδαείς, ημιμαθείς και άσχετοι στα θεολογικά πράγματα ακροβατούν επικίνδυνα και αλλοιώνουν την ιστορία εξ αιτίας της γνωσιολογικής και υπαρξιακής αδυναμίας τους να καταδυθούν και ενδυθούν στο «πνεύμα της εκκλησιολογικής διάστασης».
Βέβαια υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις βυζαντινολόγων (π.χ. Στήβεν Ράνσιμαν) που αντιλαμβάνονται επαρκώς τις εκκλησιασιολογικές και θεολογικές ρίζες του Βυζαντίου. Είναι αλυσιτελές η «επιστημονική» προσπάθεια των καλοπροαίρετων μάλλον βυζαντινολόγων να ερμηνεύουν την ιστορία και τον πολιτισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) ερήμην της ορθοδόξου Πατερικής Θεολογίας. Πρόκειται αμιγώς για σημαίνουσα ιστορική (εξάπαντος «βυζαντινολογική») ανοησία και κακοήθεια. [14]
Του Παναγιώτη Νούνη
8ο Εξάμηνο
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
31 Μαΐου 2020
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΚΥΠΡΟΥ
Η παρούσα ιστορική μελέτη μας ολοκληρώθηκε σήμερον Κυριακή 31 Μαΐου 2020 εορτή της αγίας Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Υγ.: Το εν λόγω δοκίμιο γράφτηκε εν μέσω καραντίνας ως τελική εξέταση, απαξιώθηκε πλήρως, δεν αξιολογήθηκε και ο Φοιτητής συγγραφέας του μηδενίστηκε και κόπηκε για ανεξήγητους λόγους στο εν λόγω εξάμηνο από την Ειδική Επιστήμονα Δρ Σίμα Μεζιρίδου διδάσκουσα το μάθημα Εισαγωγή της Βυζαντινής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολόγιας του Πανεπιστημίου Κύπρου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
  • [1] (α) Κωνσταντίνου ΣΚΟΥΤΕΡΗ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΟΓΜΑΤΩΝ» (Η Ορθόδοξη δογματική παράδοση και οι παραχαράξεις της κατά τους τρείς πρώτους αιώνες), SCOUTERIS C., HISTORYOFDOCTRINE, Τόμος 1ος, Αθήνα, 1998, σελ. 27-72.
  • (β) Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 11-98.
  • (γ) Παναγιώτη ΧΡΗΣΤΟΥ, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ», Τόμος Α΄, Τρίτη έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2004, εκδοτικός οίκος ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, σελ. 31-66.
  • (δ) George FLOROFSKY, «CHRISTIANITY AND CULTURE», Norland Publishing Company, 1974, Belmont, Masssachusetts. «Πίστη και Πολιτισμός» δημοσιεύθηκε στο St. Vladimir’s Quarterly, Vol. IV, No 1-2 (1955) pp. 29-44. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Χριστιανισμός και Πολιτισμός», μετάφραση: Νικ. Πουρναρά, έκδοση Β΄, εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 11-39.
  • [2] (α) Νίκος ΜΑΓΓΙΩΡΟΣ, «ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», Ιστορία της Ορθοδοξίας, τόμος 2, Αθήνα, 2009, σελ. 136-179.
  • (β) Παναγιώτη ΧΡΗΣΤΟΥ, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ», Τόμος Α΄, Τρίτη έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2004, εκδοτικός οίκος ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, σελ. 177-195.
  • (γ) George FLOROFSKY, «Αυτοκρατορία και Έρημος», δημοσιεύθηκε στο The Greek Orthodox Theological Review, Vol. III, No 2 (1957), pp. 133-159. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Χριστιανισμός και Πολιτισμός», μετάφραση: Νικ. Πουρναρά, έκδοση Β΄, εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 86-99.
  • (δ) LEO Donald DAVES, «The First Seven Ecumenical Councils (325-787): Their History and Theology (Theology And Life)», p.10-24.
  • [3](α) Κωνσταντίνου ΣΚΟΥΤΕΡΗ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΟΓΜΑΤΩΝ» (Η Ορθόδοξη δογματική παράδοση και οι παραχαράξεις της κατά τους τρείς πρώτους αιώνες), SCOUTERIS C., HISTORYOFDOCTRINE, Τόμος 1ος, Αθήνα, 1998, σελ. 275-349.
  • (β) Νίκου ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ» (Στους εκκλησιαστικούς ιστορικούς του Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αιώνα),έκδοση δεύτερη, εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 121-181.
  • (γ) Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 99-143, σελ. 145-170, σελ. 171-224.
  • [4] (α) Δημητρίου Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ» (Μελέτες Συστηματικής Θεολογίας), εκδόσεις: Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 157-178.
  • (β) Ιλαρίων ΤΡΟΪΤΣΚΙ (Αρχιεπίσκοπος 1886-1929), «Βίος και Επιλογή από τα Έργα του από την τρίτομη έκδοση της Ιεράς Μονής Σρέτενσκι (Υπαπαντής) Μόσχας», μετάφραση εκ του ρωσσικού: π. Ιωάννης ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, εκδόσεις: ΑΘΩΣ, Αθήνα 2012, σελ. 71-234.
  • (γ) Peter HEERS, «THEECCLESIOLOGICALRENOVATIONOFVATICANII» (AnOrthodoxExaminationofRome’sEcumenicalTheologyRegardingBaptismandtheChurch), π. Πέτρος ΧΙΡΣ, «Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» (Μια ορθόδοξη διερεύνηση του Βαπτίσματος και της Εκκλησίας κατά το Διάταγμα περί Οικουμενισμού), σσ. 359.
  • (δ) Θεοδώρου ΖΗΣΗ, «ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» (Οικουμενισμός και Παπισμός), εκδόσεις: ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 23-52, σελ. 104-124, σελ. 127-153.
  • (ε) Ιεροθέου (Μητροπολίτη Ναυπάκτου), «ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» (Κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου ΡΩΜΑΝΙΔΗ), Τόμος Β΄, σελ. 415-458.
  • [5] (α) BAYNES H. NORMAN, MOSS. H. ST. L. B., «ΒΥΖΑΝΤΙΟ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ», IV. Η Βυζαντινή Εκκλησία, H. Gregoire, Αθήνα 1983, σελ. 202-203.
  • (β) Deno J. GEANAKOPLOS (Αμερικανός Βυζαντινολόγος), «Byzantine East and Latin West: Two Worlds of Christendom in Middle Ages and Renaissance:studies in ecclesiastical and cultural history», Οξφόρδη: Basil Blackwell. Κωνσταντίνος ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση! Δυο κόσμοι της Χριστιανοσύνης στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Μελέτες στην Εκκλησιαστική και Πολιτιστική Ιστορία», Αθήνα 1966, σελ. 93-94.
  • (γ) Παναγιώτη ΤΡΕΜΠΕΛΑ, «ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» (Το Βασίλειον ιεράτευμα), έκδοσις Τρίτη, Αθήνα 2008, σσ. 310.
  • (δ) Βασιλείου Α. ΤΣΙΓΚΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ (ΑΥΘΕΝΤΙΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΙΟ)», εκδόσεις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 39-144, σελ. 145-246, σελ. 247-368.
  • (ε) Γεώργιος Χ. ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑΣ, «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ», εκδόσεις: Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη, 2013, σελ. 21-61, σελ. 62-76, σελ. 77-104, σελ. 105-131.
  • (ζ) Θεοδώρου ΖΗΣΗ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» (Χωρισμός ή συναλληλία;), εκδόσεις: ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 22-62.
  • (η) Θεοδώρου ΖΗΣΗ, «ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» (Συζήτηση θέσεων του «Θεολογικού Συνδέσμου), εκδόσεις: ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Θεσσαλονίκη, 1989, σσ. 82.
  • [6] (α) Νίκος ΜΑΓΓΙΩΡΟΣ, «ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», Ιστορία της Ορθοδοξίας, τόμος 2, Αθήνα, 2009, σελ. 136-179.
  • (β) Ιεροθέου (Μητροπολίτη Ναυπάκτου), «ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» (Κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου ΡΩΜΑΝΙΔΗ), Τόμος Β΄, σελ. 415-458.
  • (γ) Ιωάννου ΡΩΜΑΝΙΔΗ, ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, εκδόσεις: ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 215-219, σελ. 238-252,
  • (δ) Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 227-252.
  • (ε) Κωνσταντίνου ΣΚΟΥΤΕΡΗ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΟΓΜΑΤΩΝ» (Η Ορθόδοξη δογματική παράδοση και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τέταρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο), SCOUTERIS C., HISTORYOFDOCTRINE, Τόμος 2ος, Αθήνα, 2004, σελ. 31-53, σελ. 54-72.
  • (στ)Seston William, Scripta varia. Mélanges d’histoire romaine, de droit, d’épigraphie et d’histoire du christianisme. Rome : École Française de Rome, 1980. 736 p. (Publications de l’École française de Rome, 43), pp. 457-461.
  • [7]Ιωάννου ΡΩΜΑΝΙΔΗ, «ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ», εκδόσεις: ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 224-231.
  • [8] Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 285-291.
  • [9] Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 303-321.
  • [10](α)George FLOROFSKY, «ΤΗΕ ΒYZANTINEFATHERSOFTHEFIFTHCENTURY», BUCHERVERTRIEBSANSTALT, Γεωργίου ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΑΙΩΝΑ», μετάφραση: Π. Παλλή, εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 523-611.
  • (β) Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 322-352.
  • (γ)Παναγιώτη ΧΡΗΣΤΟΥ, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ», Τόμος Α΄, Τρίτη έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2004, εκδοτικός οίκος ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, σελ. 204-214.
  • (δ) John Moorhead, The Laurentian Schism: East and West in the Roman Church, DOI: https://doi.org/10.2307/3164729, Published online by Cambridge University Press: 28 July 2009.
  • [11] (α) Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 361-380.
  • (β) John Meyendorff, Justinian, the Empire and the Church, Dumbarton Oaks Papers, Vol. 22 (1968), pp. 43-60, Dumbarton Oaks, Trustees for Harvard University.
  • [12]Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 380-396.
  • (β) Γεωργίου ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΚΤΟΥ, ΕΒΔΟΜΟΥ ΚΑΙ ΟΓΔΟΟΥ ΑΙΩΝΑ», Τόμος Γ΄, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 388-399.
  • [13] (α) Ιωάννη ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Πρώτος Τόμος, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, σελ. 399-423.
  • (β) Δημητρίου ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, «ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ», Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 283.
  • [14] (α) Νίκου ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ», Τόμος Β΄, εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 380-428.
  • (β) Νίκου ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ», εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2009, Μέρος Β΄, Βυζαντινή Φιλοσοφία, σελ. 301-489.
  • ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ελένη ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ, «ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ», εκδόσεις: «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ», Αθήνα 2009, σσ. 287.
  • ΑΓΑΠΙΟΥ Ιερομονάχου και ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ Μοναχού, «ΠΗΔΑΛΙΟΝ» της νοητής Νηός της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας, ήτοι άπαντες οι Ιεροί και Θείοι Κανόνες, ακριβής ανατύπωσις της γ΄ εκδόσεως του 1864, εκδόσεις: ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ από το 1896, 2003, σσ. 789.
  • STANILOAE D., «ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ» (ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ-ΠΙΣΤΗ-ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Το πρόβλημα της intercommunion), μετάφραση: Ελευθέριος Μαϊνάς, εκδόσεις: ΑΘΩΣ, Πειραιάς, 1976, σσ. 117.
  • POPOVITS I., (καθηγητού Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου), «Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», μετάφραση: Ράντοβιτς και Γιέβτιτς, έκδοση: ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, σσ. 262.
  • A SELECT LIBRARY OF THE NICENE AND POST-NICENE FATHERS OF THE CHRISTIAN CHURCH, SECOND SERIES, Edited by PHILIP SCHAFF, D.D., LL.D. and HENRY WACE, D.D., VOLUME XIV. The Seven Ecumenical Councils, T&T CLARK, EDINBURGH, WM. B. EERDMANS PUBLISHING COMPANY, GRAND RAPIDS, MICHIGAN.
  • THE SEVEN ECUMENICAL COUNCILS OF THE UNDIVIDED CHURCH. THEIR CANONS AND DOGMATIC DECREES, Together with the Canons of All the Local Synods which have Received Ecumenical Acceptance. Edited with Notes Gathered from the Writings of the Greatest Scholars, By HENRY R. PERCIVAL, M.A., D.D.
  • ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ, Α΄ Μέρος, ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ, γενική εισαγωγή: Χρήστος ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Ιγνάτιος ΣΑΚΑΛΗΣ, εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 17-182.
  • ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΤΩΝ, μετάφραση: Γεωργίας ΡΟΔΙΝΟΥ και Χρυσοστόμου ΣΤΑΜΟΥΛΗ, εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον», σσ. 254.
  • ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Άπαντα τα Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1ος, Δογματικά Α΄, ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΚΡΙΒΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ, σσ. 575.
  • Ιωάννη ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕΣ, «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», Τόμος Α΄, εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 219.
  • Γεωργίου ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, «Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕΛΕΥΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ», εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 393.
  • Χρήστου ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, «ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», εκδόσις Δευτέρα, εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ», σσ. 460.
  • Παναγιώτη ΤΡΕΜΠΕΛΑ, «ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», Τόμος Β΄, έκδοσις δευτέρα, σσ. 422.
  • Επιφανίου ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ» («ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ» και «ΖΗΛΩΤΙΣΜΟΣ»), έκδοσις Γ΄, 2008, σσ. 287.
  • Γεωργίου ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, «ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ», εκδόσεις: «ΑΡΜΟΣ», σελ. 11-140, σελ. 407-418.
  • Γεώργιος ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, «ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ» (Ερμηνευτική προσέγγιση πτυχών του μυστηρίου της Εκκλησίας με βάση την Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση), εκδόσεις: «ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ», Αθήνα 2015, σσ. 409.
  • Χρήστου ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ, «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ» (Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς και κείμενα της Πρώτης Χιλιετίας), Τόμος Α΄, εκδόσεις: ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 412.
  • Θεοδώρου ΖΗΣΗ, «ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», Β΄ έκδοση, εκδόσεις: ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 114.
  • Θ. ΖΗΣΗ, «ΚΑΚΗ ΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΑΝΥΠΑΚΟΗ», Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 166.
  • Θ. ΖΗΣΗ, «Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ», Α΄ έκδοση 2015, σσ. 142.
  • Οικουμενικός Πατριάρχης ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ» (Mιά σύγχρονη ανάγνωση της Ορθοδοξίας), EncounteringtheMystery. UnderstandingOrthodoxChristianityToday, μετάφραση: Πολυξένη Τσακιλή-Κιοσόγλου, εκδόσεις: «ΑΚΡΙΤΑΣ», σσ. 359.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου