Σελίδες

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Σπανουδάκης: «θα καταφέρετε να βγάλετε από το αίμα μας, την Ελλάδα πού κυλάει; τούς ήρωες, τους Αγίους, τον ίδιο τον Χριστό;»


Δεν θα έγραφα αυτά τα λίγα λόγια, αν δεν έβλεπα και άκουγα τι, αλλά κυρίως ποιοί μας ετοιμάζουν τις γιορτές, για το 1821.
Πόσο απροκάλυπτα πια, δυστυχώς όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις μας και τα υπάκουα παρακλάδια και παπαγαλάκια τους, με το πρόσχημα της εορτής των 200 χρόνων, προσπαθούν και εκ’ δεξιών πια τώρα, να πληγώσουν και να γκρεμίσουν, όλα όσα είμαστε, πιστεύουμε και αγαπάμε.
Καλύτερα να ανέθεταν τις γιορτές τους, στο Τουρκικό υπουργείο πολιτισμού, αν βέβαια υπάρχει κάτι τέτοιο.
Οι Τούρκοι τουλάχιστον, θα σεβόντουσαν νομίζω αυτήν την ηρωική χούφτα ανθρώπων, που γονάτισε «για του Χριστού την πίστη την αγία», την «παντοδύναμη» αυτοκρατορία τους.
Κρίμα Νέα δημοκρατία, κρίμα κύριε πρωθυπουργέ, κρίμα πρόεδρε της παρ’ ολίγον δημοκρατίας, κρίμα και λοιπές πολιτικές, αδύναμες δυνάμεις.
Μα που πήγαν οι Έλληνες; Πάντως όχι στην βουλή.
Αυτά τα λίγα περί των εορτών και των ανθρώπων που θα μας «διδάξουν» την «πραγματική» ιστορία μας.
Πως βρε παιδιά μου, θα καταφέρετε να βγάλετε από το αίμα μας, την Ελλάδα πού κυλάει; τούς ήρωες, τους αγωνιστές, τους Αγίους, και τελικά τον ίδιο τον Χριστό;
Το Α και το Ω; Ποιοί είστε; ποιόν αντιπροσωπεύετε;
Αυτά γι’ αυτούς λοιπόν, που ένα γλυκό γαλανόλευκο αεράκι θα στείλει κάποια στιγμή, στο έρημο και μοναχικό σπίτι τους, να αναλογίζονται τα «περασμένα μεγαλεία» τους και ελπίζω, το τί «προσέφεραν» στην πατρίδα τους.
Στα δικά μας τώρα. Εγώ όπως ξέρετε γράφω για το 1821. Σάς έπαιξα και ένα απόσπασμα τον Οκτώβριο στο Ηρώδειο. Γράφω και για να απαντήσω σε όλους αυτούς και πολλούς άλλους, με το μόνο όπλο που διαθέτω. Την μουσική. Κυρίως όμως, για να τιμήσω πραγματικά το 1821. Όπως κάνω χρόνια τώρα για τον Αλέξανδρο, τον Ιωάννη, τον Κων/νο Παλαιολόγο, τον Πλαστήρα, την Πόλη, την Σμύρνη, την Ηλιοποτισμένη, και βέβαια την Δέσποινα και τον Χριστό.
Και με την ματαιοδοξία του καλλιτέχνη, αλλά και την σιγουρία του μουσικού μου παρελθόντος, ελπίζω ότι όταν η σκόνη κατακαθήσει και έκαστος κατεργάρης επιστρέψει στον πάγκο του, αυτή η μουσική θα μείνει στα αυτιά και τις ψυχές σας. Και των παιδιών σας.
Σαν προσευχή, σαν γαλάζια κυματιστή ανεπαίσθητη αύρα, ελληνικού δειλινού.
Πάντα Θεού θέλοντος.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Για ποιο λόγο όμως ο Κύριος δεν αρκείται στη νοερή πίστη, αλλά ζητεί και την διά του στόματος ομολογία;


Αφού απάλλαξε τους μαθητές Του από τον φόβο και την αγωνία που συντάρασσαν την ψυχή τους, τους ενθαρρύνει και πάλι με τα ακόλουθα λόγια, εκβάλλοντας τον φόβο με τον φόβο, και όχι μόνο με τον φόβο, αλλά και με την ελπίδα για μεγάλα έπαθλα

Και τους απειλεί με πολλή εξουσία, προτρέποντάς τους από κάθε άποψη στο να κηρύττουν με θάρρος την αλήθεια και καταλήγει με τα ακόλουθα:
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς (: Καθένας λοιπόν που με πίστη και θάρρος και χωρίς να φοβάται τους διωγμούς, θα με ομολογήσει σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον ουράνιο πατέρα μου ως δικό μου.
Όποιος όμως με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα αρνηθώ και εγώ να τον παραδεχθώ ως δικό μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου) [Μτθ. ι΄32-33]. Δεν προτρέπει, λοιπόν, μόνο με τα αγαθά, αλλά και με τα αντίθετα και καταλήγει στα δυσάρεστα.
Και πρόσεξε την ακρίβεια των λόγων Του. Δεν είπε «ἐμένα» αλλά «ἐν ἐμοὶ», για να δείξει ότι αυτός που ομολογεί δεν ομολογεί με τη δική του δύναμη, αλλά με τη βοήθεια της χάριτος από τον ουρανό. Για εκείνον που το αρνείται όμως δεν είπε «ἐν ἐμοὶ» αλλά «ἐμένα», διότι αυτός, επειδή στερήθηκε τη δωρεά, Τον αρνείται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
«Ναι, αλλά για ποιο λόγο κατηγορείται», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «εάν αρνείται τον Χριστό, αφού προηγουμένως τον εγκατέλειψε η θεία χάρη;». Διότι η εγκατάλειψη αυτή οφείλεται σε εκείνον που τον εγκατέλειψε ο Κύριος εξαιτίας των πονηρών του έργων.
Για ποιο λόγο όμως ο Κύριος δεν αρκείται στη νοερή πίστη, αλλά ζητεί και την διά του στόματος ομολογία;
Επειδή θέλει να μας εξασκήσει στην παρρησία και τη μεγαλύτερη αγάπη και την αγαθή διάθεση και να μας ανεβάσει σε πνευματικά υψηλότερο επίπεδο. Γι’ αυτό και απευθύνεται προς όλους γενικώς τους ανθρώπους και δεν αναφέρεται μόνο στους μαθητές Του, αλλά ήδη και τους μαθητές αυτών τους καθιστά γενναίους. Πραγματικά, εκείνος που θα μάθει αυτό δε θα διδάξει μόνο με παρρησία, αλλά και θα υποφέρει τα πάντα εύκολα και με μεγάλη προθυμία.
Κυριακή των Αγίων Πάντων-Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Οι δαίμονες καίγονται και να φρίττουν με αυτή μας την πράξη


Τά πολλά ὑλικά πράγματα δένουν τόν ἄνθρωπο στήν γῆ αὐτή, καί δέν τόν ἀφήνουν νά δεῖ τήν Αἰώνια Βασιλεία. Ἡ ἀφθονία τῶν πραγμάτων εἶναι ἐχθρός τῆς εγκράτειας

Εἰναι εὐτυχισμένος ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά βρεῖ ἡσυχία γιά νά ἔλθει σ’ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, καί δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίς πολλές ἐργασίες. Γιατί ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει δουλειές καί δέν θά σταματήσουν ποτέ.
Βέβαια, καί ἡ ἐργασία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν προκοπή τῆς ψυχῆς. Οἱ Πατέρες μάλιστα ὁρίζουν ὅτι οἱ ἀρχάριοι στήν πνευματική ζωή πρέπει νά καταγίνονται πολύ μέ τή σωμάτικη ἐργασία, γιά νά μή τούς πειράζει ὁ σατανᾶς, χωρίς φυσικά νά παραλείπουν καί τήν προσευχή. Καί προσευχή καί ἐργασία.
Νά μήν ἀμελεῖς τίς μετάνοιές σου, γιατί αὐτό φοβίζει τόν σατανᾶ. Νά γνωρίζεις ὅτι θά σέ πολεμήσουν πολύ οἱ δαίμονες, ὅταν ἀρχίζεις νά προσκυνᾶς τόν Θεό σου. Κανένα πρᾶγμα στόν πνευματικό ἀγώνα δέν εἶναι ἀνώτερο ὅσο ἡ ἀσκητική προσπάθεια, πού τόσο φθονοῦν οἱ δαίμονες, γιατί καίγονται ὅταν βλέπουν τούς χριστιανούς νά πέφτουν γονατιστοί μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο.
Νά ζητᾶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί Αὐτός θά φωτίσει τό σκοτάδι τῆς καρδιᾶς σου καί θά κάνει ν’ ἀνθίσει μέσα σου ἕνας πνευματικός παράδεισος. Πρῶτα ὅμως πρέπει νά κόψεις κάθε ἁμαρτωλό πρᾶγμα πού σέ συνδέει μέ τόν κόσμο καί μετά νά στραφεῖς στόν ἐσωτερικό σου κόσμο, γιά νά ξεριζώσεις ὅ,τι σάπιο ὑπάρχει.
Αὐτά ὅπως σοῦ εἶπα καί πιό πάνω, δέν εἶναι εὔκολα πράγματα. Τό νά καθαρίσει κανείς τόν ἑαυτό του ἀπό τούς σαρκικούς μολυσμούς ἀπαιτεῖ ἀγώνα μεγάλο πού θά διαρκέσει πολύ καιρό. Καί αὐτά στά λέω ὄχι γιά νά σέ ἀπελπίσω γιά τή σωτηρία σου, ἀλλά γιά νά σέ βοηθήσω νά προχωρᾶς συνεχῶς, μέχρις ὅτου γευθεῖς τή γλυκύτητα πού προσφέρει ὁ Θεός. Γιατί ἡ γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ψευτική καί πρόσκαιρη.
Μόνο κοντά στό Θεό θά βρεῖς πραγματική παρηγοριά καί καταφύγιο.
Νά μισήσεις τά ἁμαρτωλά ἔργα καί τότε θά σέ πλησιάσει ὁ Θεός καί θά σοῦ στείλει τή χάρη Του.
Κοντά στόν Θεό θά βρεῖς εἰρήνη καί χαρά, ἀρκεῖ νά Τόν ἀγαπήσεις μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σου.
Κοντά στόν Θεό θ’ ἀπολαύσεις τήν αἰώνια μακαριότητα στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἀγάπησε ἀληθινά τόν Θεό καί τότε θά γίνεις εὐτυχισμένος.

Αββάς Ισαάκ

Όταν “ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΕΙΣ” Τον Θεό…


π. Αντώνιος Χρήστου: Εκκλησιαστικές ποιμαντικές αφωνίες και συγχύσεις του ποιμνίου! (Μέρος Α΄)

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη.



–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του.

Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.

Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.
Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περ­νοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.

–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
. Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύν­θηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.
. Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.

. Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κά­ποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…
–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

. Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦ­με… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμ­φωνεῖς;



amfoterodexios.blogspot.gr

Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης: Την ψυχή να φροντίζετε και όχι τη σάρκα που θα πάει στο χώμα και θα την φάνε τα σκουλήκια


Τα θαύματα που έκανε ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης

Γύρω στο 1000 μ.Χ. βασιλιάς της Γαλλίας ήταν ο Λουδοβίκος ο 11ος, άνθρωπος πλούσιος και δυνατός. Φρόνημά του ήταν, ότι αξία έχει στη ζωή να κάνεις ό,τι θέλεις. Να περνάς όσο το δυνατόν καλύτερα.

 


Και γι’ αυτό έκανε ό,τι τον ευχαριστούσε. Όμως ήρθε η ώρα που ο Λουδοβίκος έπεσε στο κρεβάτι βαριά άρρωστος. Αισθάνεται ότι τελειώνουν τα ψέματα. Οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Πάει όλο προς το χειρότερο.

-Φωνάξτε γιατρό! Διατάζει.

Του φέρνουν τον ένα μετά τον άλλο. Μηδέν αποτέλεσμα.

-Βρείτε τον καλύτερο, ξαναλέει. Μην λυπάστε τα λεφτά.

Καμμιά βελτίωση.

Του λέει ένας ευσεβής αυλικός:

-Βασιλιά μου, θέλεις να καλέσουμε και έναν ιερέα;

Με τα πολλά τον κατάφεραν, αφού του υποσχέθηκαν ότι μαζί με τον ιερέα, θα καλούσαν και έναν φημισμένο γιατρό. Έφτασαν μαζί γιατρός και ιερέας. Τον ρώτησαν:

-Ποιός να περάσει πρώτος;

Ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς, δεν είχε υγιές το μάτι της ψυχής, δηλαδή το νου του, για να διακρίνει το σημαντικό. Έμοιαζε -όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος- με άμυαλο άνθρωπο, που στολίζει το πλοίο του πριν ένα επικίνδυνο ταξίδι, αλλά δεν νοιάζεται που ο καπετάνιος είναι μόνιμα μεθυσμένος. Και γι’ αυτό δε μπόρεσε να καταλάβει, ότι άμεση προτεραιότητα, δεν είναι η αρρώστια, αλλά η αμαρτία. Και φώναξε:

-Ο γιατρός! Ο γιατρός πρώτος! Ο παπάς να περιμένει…

Τι διαφορετικό φρόνημα είχε ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης.

Τις τελευταίες μέρες του, τις πέρασε στο νοσοκομείο. Δέχθηκε να πάει εκεί μετά πολλές παρακλήσεις των πνευματικών του τέκνων.

Τα τελευταία λόγια του, δεν ήταν ικεσίες να σπεύσουν γύρω του οι καλύτεροι γιατροί. Ήταν κήρυγμα:

«Την ψυχή, την ψυχή να φροντίζετε περισσότερο και όχι τη σάρκα που θα πάει στο χώμα και θα την φάνε τα σκουλήκια».

Φρόντισε να κοινωνήσει. Έφυγε, χωρίς κανένα δίπλα του, για την αληθινή ζωή κοντά στον Χριστό. Ήθελε να μένει μόνος, για να μη τον αποσπούν από την προσευχή. Στο χέρι του κρατούσε σφικτά όχι τα κλειδιά κάποιου χρηματοκιβωτίου, αλλά ιερό λείψανο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.



Ο ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ (Ματθ. 6, 22-33)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Απόσπασμα ομιλίας στη Φιλιππιάδα, στις 28/6/1998

Η προσευχή γίνεται με έξι τρόπους Κομποσχοίνι


Περί δε της προσευχής που απαιτείτε να σας απα­ντήσω, θα σας γράψω και θα σας εξηγήσω λεπτομερώς, διότι σας χρεωστώ πολλά.


Λοιπόν, πρόσεχε αδελφέ με πολλήν προθυμίαν δια να εννοήσης καλώς, διότι αυτά που θα σας γράψω είναι η τέχνη των τεχνών και η επι­στήμη των επιστημών, καθώς λέγουν οι άγιοι Πατέρες.

Ο άνθρωπος είναι διπλούς, από ψυχήν και από σώ­μα, και εργάζεται τας αρετάς, άλλας με το σώμα και άλ­λας με την ψυχήν, και άλλας με την ψυχήν και με το σώ­μα μαζί. Λοιπόν ο Θεός είναι Πνεύμα άυλον και αόρατον, και η ψυχή είναι άυλος και αόρατος, το σώμα είναι αισθητόν και ορατόν και ως τοιούτον κάμνει και την προσευχήν αισθητήν και ορατήν. «αΰλως τω αΰλω προσέρχου και προσεύχου».

Η προσευχή είναι εξ λογιών. και αι μεν τρεις πρώται ανάγονται εις το πρακτικόν μέρος, επειδή φαίνονται, ακούονται και διακρίνο­νται. αι δε λοιπαί τρεις, ανάγονται εις το πνευματικόν και θεωρητικόν μέρος, επειδή ούτε φαίνονται ούτε α­κούονται ούτε διακρίνονται αισθητώ τω τρόπω. η ψυχή ως αόρατος που είναι, κάμνει και την προσευχήν άυλον και αόρατον.

Και επειδή ο Θεός είναι Πνεύμα, και η ψυχή πάλιν πνεύμα, δια τούτο όταν κάνωμεν προσευχήν πνευματικήν, νοεράν και αόρατον, ενούται η ψυχή με τον Θεόν τον αόρατον, καθώς λέγει και ένας Άγιος Λέγει ο Κύριος, «η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστί» (Λκ. 17, 21), δηλαδή εις την καρδίαν. Βασιλείαν ουρανών εξηγούν οι άγιοι Πατέρες την πιο τελειοτέραν και τρανωτέραν έλαμψιν και δόξαν, επειδή εις τους ουρανούς, η απόλαυσις είναι το θείον κάλλος, η θεία δόξα, η οποία τόσον πολύ ευφραίνει τας ψυχάς, ού­τως ώστε δεν υπάρχει τίποτε, ούτε δια φαγητόν, ούτε δια ποτόν, ούτε δια ύπνον, ούτε κανέν άλλο υλικόν τίποτε.

Εις τους ουρανούς υπάρχει μία ακροτάτη ευφροσύνη, αγαλλίασις, ειρήνη άνευ τινός μεταβολής αιωνίως, η ο­ποία θα αναβρύη από το πρόσωπον του Χριστού, και θεωρείται και απολαμβάνεται από όλας τας σεσωσμένας ψυχάς. Η θεία δόξα, το θείον κάλλος, ο θείος εκείνος φωτισμός, θα είναι το παν δια τον σεσωσμένον άνθρωπον. Εκεί οι άνθρωποι όλοι θα είναι ως ήλιοι, καθώς το λέγει ο Κύριος, «οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος» (Μτ. 13, 43). Έκαστος θα είναι όλος φωτεινός, θα λάμπη ως ο ήλιος, και ακόμη περισσότερον, θα έχη σώμα άφθαρτον, κούφον, άνευ βάρους, άνθρωπος πνευματικός, όλος φως, το σχήμα το ίδιον, αλλά όλα τα μέλη φωτει­νά, κεφαλήν, χείρας, πόδας δάκτυλα, όλα φωτεινά, όλο φως, και έκαστος θα λάμπη ωσάν τον ήλιον. εκεί φωναί αισθηταί δεν υπάρχουν, όλα νοερά, δοξολογίαι, ευχαριστίαι κ.λ.π. Νοερώς θα ακούωμεν, νοερώς θα ψάλλωμεν, νοερώς θα εννοούμεν.

Με ολίγα λόγια άγγελοι μετά σώ­ματος, και όλοι υιοί Θεού και θεοί κατά χάριν. Τότε ο άνθρωπος αυτός ο τώρα ταπεινός και τόσον ευτελής, τό­τε θα είναι ανώτερος και από τους αγγέλους, διότι θα εί­ναι άγγελος εν σώματι και οι άγγελοι θα τον τιμούν πε­ρισσότερον από τον εαυτόν τους, καθότι θα βλέπουν τον ουράνιον Βασιλέα μετά σώματος, πράγμα το οποίον αυ­τοί υστερούνται. Ω δόξα, ω χάρις, ω πλούτος δόξης! ω θεία μεγαλεία που έχει να αξιωθή, ο σήμερον ευτελής και ταπεινός άνθρωπος. και έπειτα εις τους ουρανούς έκλαμπρος και ένδοξος.

Αν οι άνθρωποι μελετούσαν κάθε ημέραν τα ανωτέ­ρω, ποτέ δεν θα τολμούσαν να λυπήσουν τον Θεόν και να παροργίσουν τον Χριστόν με παράνομα έργα, και τότε θα έζων επί γης ως εις τον επίγειον Παράδεισον και πάντοτε ειρήνη, πάντοτε γαλήνη θα εβασίλευεν εις την γην.

Λοιπόν αι τρεις πρώται προσευχαί είναι αυταί, η πρώτη, είναι εκείνη όπου ψάλλει ο ψάλτης εις το αναλόγιον και το πλήθος του λαού προσηλώνει την ακοήν του εκεί εις την φωνήν του ψάλτου. καλή είναι και αυτή, ό­ταν ο νους του ανθρώπου προσέχη εις τα θεία λόγια της προσευχής και της ψαλμωδίας του ψάλτου. αλλ’ όμως αδύνατη προσευχή είναι όπως και το αδύνατον φαγητόν του σώματος. Καλόν είναι αυτό από το καθόλου, αλλά ολίγην ωφέλειαν δίδει εις το σώμα και εις την ψυχήν. Έ­τσι και αυτή η προσευχή καλή είναι αλλά ολίγην ωφέ­λειαν προξενεί, διότι ο νους είναι πολύ μακράν από την καρδίαν, όσον είναι ο ψάλτης από τον ακούοντα.

Η δευτέρα προσευχή είναι εκείνη, που προσφέρει έ­καστος εκφώνως. Παραδείγματος χάριν, λέγει ο άνθρω­πος ψαλμούς με το στόμα και προσηλώνει τον νουν του εις το στόμα που εβγαίνουν τα θεία λόγια. αυτή είναι κα­λυτέρα από την πρώτην, διότι προξενεί περισσοτέραν ω­φέλειαν, διότι ο νους εις την πρώτην προσευχήν προση­λώνει την προσοχήν του πολύ μακράν, ενώ εδώ η προσήλωσις γίνεται πιο πλησιέστερα, και με τον τρόπον αυ­τόν ο νους επλησίασε πιο περισσότερον εις την καρδίαν που είναι ο Θεός και η θεία χάρις.

Η τρίτη πάλιν είναι εκείνη, η οποία γίνεται μυστικά εις το στόμα και εις την γλώσσαν, η οποία προσευχή εί­ναι καλυτέρα και ωφελιμωτέρα και της πρώτης και της δευτέρας, διότι με τον τρόπον αυτόν ο νους επλησίασε πιο περισσότερον εις την καρδίαν. Αυταί αι τρεις πρώ­ται προσευχαί λέγονται πρακτικαί, διότι ενεργούνται εις το φανερόν, και με τα αυτιά ακούεις την φωνήν και με το στόμα ομιλείς και προφέρεις επίσης με την γλώσσαν. δηλαδή ενεργούνται με τα μέλη του σώματος.

Αι δε άλλαι τρεις προσευχαί, αι οποίαι λέγονται πνευ­ματικαί και θεωρητικαί, διότι γίνονται με τον νουν και την ψυχήν, καθότι δεν ακούονται με τα αυτιά ούτε προφέ­ρονται με το στόμα και με την γλώσσαν, είναι αυταί: Η πρώτη πνευματική και θεωρητική προσευχή είναι εκείνη η οποία ενεργείται βαθύτερα εις τον λάρυγγα και κάτω, η οποία είναι πιο μυστική από ταις προηγούμενες, διότι δεν σαλεύει η γλώσσα καθόλου, ούτε το στόμα, ε­πίσης ούτε το αυτί, διότι ο νους επισπά όλην την προσοχήν του εις τον λάρυγγα, όπου ενεργούν τα λόγια της ευ­χής. Αυτή η προσευχή είναι τελειοτέρα και ωφελιμωτέρα από ταις τρεις άλλαις προηγούμενες, ταις πρακτικές, διότι δεν ακούεται καθόλου αισθητώς, ακούεται μόνον νοερώς και προφέρεται νοερώς, και αυτή λέγεται νοερά προσευχή πρώτη, επειδή με τον νουν λέγεται, με τον νουν οράται και με τον νουν προφέρεται. Αυτή είναι από τας τρεις προηγουμένας πρακτικάς τελειοτέρα και ωφελιμωτέρα. από δε τας άλλας δύο προσευχάς, που θα γράψωμεν ακολούθως, κατωτέρα και αυτή είναι η τετάρτη προσευχή.

Η δε πέμπτη προσευχή, η οποία είναι η δευτέρα θε­ωρητική και πνευματική, είναι η προσευχή του στήθους. διότι η προσευχή αυτή ενεργείται βαθύτερα εις το στή­θος και ο νους πλησιάζει εις την καρδίαν περισσότερον από την προσευχήν του λάρυγγος, της γλώσσης, του στόματος και του ψάλτου. και αυτή είναι η τελειοτέρα των προηγουμένων τεσσάρων. Διότι η προσευχή αυτή α­παιτεί πιο περισσοτέραν προσοχήν από τας προηγουμέ­νας, και όταν μελετά κανείς την πρώτην εις το στήθος, κρατείται ο νους πιο εύκολα από τας προηγουμένας, και δια τούτο είναι πιο ωφελιμωτέρα από τας άλλας, διότι συμμαζώνει τον νουν από τον διασκορπισμόν και απ’ ε­κεί που ήτον μακράν όταν ψάλλει ο ψάλτης, κατόπιν εις το στόμα, εις την γλώσσαν, εις τον λάρυγγα και τέλος εις το στήθος, πλησιάζει εις την καρδίαν περισσότερον, και έτσι κρατείται ο ακράτητος νους περισσότερον από τας άλλας τέσσαρας προηγουμένας.

Τώρα έχομεν την έκτην προσευχήν

Η έκτη προσευχή είναι η προσευχή της καρδίας, η ο­ποία είναι τελειοτέρα από τας άλλας πέντε προσευχάς. διότι ο νους προσηλώνεται εις την καρδίαν και εκεί α­κούει τα λόγια της ευχής, τα οποία προφέρει η καρδία και ο νους, ακούει νοερώς τα λόγια της ευχής και τα βλέ­πει νοερώς λαλούμενα εις το στόμα της καρδίας. η καρ­δία προφέρει τα λόγια της ευχής και ο νους προσηλώνει όλην την δύναμιν της οράσεως δια να βλέπη νοερώς τα λόγια της ευχής, επίσης και όλην την δύναμιν της ακοής δια να ακούη τα λόγια της ευχής, τα οποία προσεύχεται νοερώς η ψυχή και η καρδία. Τούτον τον τρόπον τον μεθοδεύθησαν οι άγιοι Πατέρες φωτισθέντες από το Άγιον Πνεύμα δια να ημπορέσουν να εμβάσουν τον νουν μέσα εις την καρδίαν, και εκεί κλεισμένος ωσάν εις ένα κάστρον, να μένη απρόσβλητος από τας προσβολάς των δαιμόνων, διότι ο νους όσον περισσότερον μακρύνει από το φρούριον της καρδίας, τόσον περισσότερον προσβάλλεται από τας ενεργείας των δαιμόνων. Και όσον περισ­σότερον διάστημα κάθεται εκεί κλεισμένος εις την καρ­δίαν και προσέχει εις τα λόγια της ευχής, τόσον περισσό­τερον μένει απρόσβλητος. Όταν πάλιν πολυκαιρίση εις την καρδίαν εμβαίνοντας εκεί και προσευχόμενος και προσέχων, τόσον περισσότερον αποκτά ο νους ειρήνην και γαλήνην, και εκεί παραμένοντας και γλυκαινόμενος δεν θέλει να φύγη απ’ εκεί ποτέ, διότι η καρδία είναι το σπίτι του νοός. Και καθώς ένας άνθρωπος μακράν από το σπίτι και την οικογένειάν του ευρισκόμενος λυπείται και ανησυχεί, έτσι και ο νους άμα μακρύνη από την καρδίαν λυπείται και ανησυχεί. Όταν όμως εις την καρδίαν ευρί­σκεται, όλα τα τάγματα των δαιμόνων δεν δύνανται να τον ενοχλήσουν. έξω δε της καρδίας ευρισκόμενος, και εις μερίμνας βιοτικάς εμπλεκόμενος, πνίγεται από τους ε­μπαθείς πονηρούς και αισχρούς λογισμούς και κατόπιν συγκατατίθεται εις λογισμούς και αμαρτήματα.

Αυτή είναι η μεγαλύτερα θυσία και προσφορά που ημπορεί να κάμη ο άνθρωπος προς τον Θεόν. όποιος έ­χει αυτήν την εργασίαν δεν του χρειάζεται άλλο τίποτε περισσότερον. Διότι με το μέσον αυτό φθάνει εις μεγάλην καθαρότητα ψυχής και σώματος, με την βοήθειαν του Χριστού και της Παναγίας, ακολούθως λαμπρύνεται η ψυχή του με θείον φωτισμόν, δηλαδή διανοίγονται οι οφθαλμοί της ψυχής του και βλέπει το φως εκείνο το θείον, το νοερόν, το άγιον, το οποίον έλαμψεν εις το Θαβώρειον όρος και το οποίον θα τον φωτίζη και θα λάμπη εις τους ουρανούς και το οποίον πολλοί άγιοι, δια την καθαρότητά των, το έβλεπον κάθε ημέραν εδώ εις αρρα­βώνα και ηρπάζοντο εις θεωρίας και έβλεπον ουράνια πράγματα. Άλλοι πάλιν το έβλεπον αραιότερον και άλλοι μίαν φοράν και άλλοι δύο φοράς και άλλοι περισσο­τέρας και άλλοι ολιγωτέρας, αναλόγως της καθαρότητάς των, και τούτο κατώρθωσαν με το μέσον της νοεράς και καρδιακής προσευχής, η οποία και πληρούται μόνον με την ευχήν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέη­σόν με». Αι τρεις πρώται προσευχαί είναι δια τους κο­σμικούς, αι δε δεύτεραι τρεις είναι δια τους μοναχούς. Οι τοιούτοι όταν αξιωθούν να φωτισθούν και λαμπρυνθούν θείαν δόξαν και θείον φωτισμόν, οι τοιούτοι είναι άγιοι. Αλλά δια να εργάζεται κανείς τοιαύτην εργασίαν πνευματικήν συνεχώς, χρειάζεται να έχη κάτι πόρους δια τα ολίγα έξοδά του και να μη εργάζεται εργόχειρα. διότι η εργασία εις τα εργόχειρα είναι μεγάλον εμπό­διον, διότι σκορπίζει τον νουν, και δια αυτό σας έγραφον εις την προηγουμένην μου ότι θέλω να θρέψω την ψυχήν μου με τελειοτέραν τροφήν και πτώχεια και η ση­μερινή περίστασις με εμποδίζει.

Είπαμεν προηγουμένως ότι λέγει ο Κύριος «η βασι­λεία των ουρανών εντός υμών εστί» (Λκ. 17, 21) και ο ά­γιος Αυγουστίνος λέγει, «ζητούσα να εύρω τον Θεόν και τον ζητούσα εις τον ουρανόν και ο Θεός είναι εις την καρδίαν μου». επειδή λοιπόν ο Κύριος λέγει ότι η βασι­λεία των ουρανών εντός υμών εστί, και ο άγιος Αυγου­στίνος, ζητούσα τον Θεόν εις τον ουρανόν και αυτός εί­ναι εις την καρδίαν μου, δια αυτό πρέπει να εκδημούμεν του σώματος και των γηίνων και να ενδημούμεν εις την καρδίαν, όπου είναι ο Θεός δια να ενωθώμεν με Αυτόν. Διότι «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιω. 4, 24).

Δηλαδή να εισερχώμεθα με τον νουν εις την καρ­δίαν, και να συνομιλώμεν με τον Θεόν, με τον Χριστόν μυστικά, σιγά σιγά, γλυκά γλυκά, ταπεινά ταπεινά, δια να ενωθώμεν πνευματικώς. διότι πάλιν λέγει ο Κύριος «είσελθε εις το ταμείον σου (δηλαδή εις την καρδίαν σου) και κλείσας την θύραν σου πρόσευξε τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυ­πτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Μτ. 6, 6).

Λοιπόν μόνη η νοερά προσευχή ελευθερώνει τον άνθρωπον από τους πονηρούς λογισμούς, από τα πάθη και από τας αμαρτίας. όποιος δεν εργάζεται την νοεράν και καρδιακήν προσευχήν, κάμνει χρεία εξ ανάγκης να προ­σβάλλεται από τους πονηρούς και αισχρούς λογισμούς, να πολεμήται από τα πάθη, ψυχικά και σωματικά, και να μολύνεται από διάφορα αμαρτήματα κατά καιρούς. Τον παλαιόν καιρόν ηργάζοντο και οι κοσμικοί αυτήν την πνευματικήν επιστήμην της νοεράς και καρδιακής προ­σευχής, την σήμερον δε ημέραν ούτε οι μοναχοί, εκτός πολύ ολίγων εξαιρέσεων. Αυτά τα ανωτέρω, ήτοι τας τρεις τελευταίας προσευχάς, σας έγραψα μόνον δια να ηξεύρετε, όχι δε και να επιμεληθήτε, διότι αι προσευχαί αυταί χρειάζονται απλανή οδηγόν. Εσείς να καταγίνεσθε εις τας τρεις πρώτας προσευχάς, εις την ψαλμωδίαν, εις την προφορικήν και την εις το στόμα δια της γλώσ­σης, μυστικά, και να βάλετε όλην την προσοχήν εις τα λόγια που προσεύχεσθε.

Αν θέλετε να συγκρατήται ο νους, να κάμετε πρώτα ολίγην προσευχήν αυτοσχέδιον, να προσεύχεσθε με λό­για δικά σας, ό,τι γεννήση ο νους εκείνην την στιγμήν, αλλά με πολλήν ταπείνωσιν και κατάνυξιν δια να επιτευ­χθούν ολίγα δάκρυα, έπειτα αρχίσατε ευχάς από τα βι­βλία τας συνήθεις, και φεύγετε την παρρησίαν και τα πολλά γέλοια και τα πολλά αστεία, διότι αυτά διώχνουν το πένθος και τα δάκρυα, και κατόπιν σκορπίζει ο νους εδώ και εκεί. Όταν σας φέρει ακηδίαν και είναι ημέρα, αν δεν έχετε πίεσιν πίνετε ένα καφέ αδύνατον, και ευθύς προθυμοποιήται η καρδία και κάμνει προσευχήν με προθυμίαν. Όταν όμως είναι νύκτα και έχης ακηδίαν, δηλα­δή τεμπελιά, μόλις σηκώνεσαι, ή κάμε 50 μετάνοιες, ή κάμε τίποτε εργασίες δια να κινηθή το σώμα και φύγει η τεμπελιά και τότε έρχεται η προθυμία, και πάλιν δύνασαι να προσεύχεσαι, πότε όρθιος, πότε γονατιστός και πότε καθιστός, σε καρέκλα ή πολυθρόνα ή στασίδιο. και πάλιν όταν δεν προθυμοποιείσαι, κάθου, βιάσου με επιμονήν και υπομονήν και ας είσαι ζαλισμένος, η επιμονή και η υπομονή θα διώξη την αμέλειαν. και ή εις την αρ­χήν ή εις το μέσον, ή εις το τέλος, θα νικήσης την αμέ­λειαν και κατόπιν κάμνεις τας σωματικάς σου εργασίας.

ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Αντίγραφον επιστολής. μέρος αυτής.

«ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ» ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Μητροπολίτης Γ.Ο.Χ. Δωδεκανήσου κ. Καλλίνικος :Ἀπάντησις εἰς τήν διόρθωσιν τοῦ Πάπα, εἰς τό «Πάτερ ἡμῶν … καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν…»





Ο μητροπολίτης ΓΟΧ Δωδεκανήσου Καλλίνικος απαντά στην αλλοίωση του Πάτερ Ημών από τον αιρετικό Πάπα

Γνωρίζοντας ὁ Χριστός ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν ἠμπορεῖ νά κατορθώση τίποτε, «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ΙΕ΄, 5) καί σεβόμενος τό αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου, ζητεῖ τήν ἄδειάν μας διά νά ἐπέμβη (ὅπως ἔκαμε καί εἰς τόν παραλυτικόν. Bλέπομεν ἐκεῖ τόν Χριστόν νά τόν ἐρωτᾶ. «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;» (’Iωάν. E’ , 6). Συνεπῶς, ἀπό μόνοι μας ἀδυνατοῦμεν νά φυλάξωμεν τόν ἑαυτόν μας ἀπό τίς παγίδες τοῦ σατανᾶ καί τοῦτο ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς κλίσεώς μας πρός τό κακό, τήν ὁποίαν ἐκληρονομήσαμεν μετά τήν πτῶσιν τῶν πρωτοπλάστων.



Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά καί ὁ διάβολος εἶναι καί αὐτός ἐλεύθερος νά πειράζη τούς ἀνθρώπους, πρέπει ὅμως νά τοῦ δοθῆ ἡ ἄδεια καί σεβόμενος ὁ Θεός προσωρινῶς τήν ἐλευθερίαν τοῦ σατανᾶ, τοῦ δίδει τήν ἄδειαν ὅμως μέ προϋποθέσεις, «ὅς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθαι, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄ Κορ. 10-13).

Ἄρα λοιπόν ὁ σατανᾶς ζητεῖ νά μᾶς κοσκινίση ὡσάν τόν σῖτον διά νά ἐκλείψη ἡ πίστις ἡμῶν «Σίμων, Σίμων, ἰδού ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τόν σῖτον· ἐγώ δέ ἐδεήθην περί σοῦ ἵνα μή ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καί σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τούς ἀδελφούς σου» (Λουκ. ΚΒ΄, 31-32). Δι ᾿ αὐτόν τόν λόγον ζητεῖ ὁ Θεός νά τοῦ παράσχωμεν μέσῳ τῆς προσευχῆς μας, τήν ἄδειαν (λόγῳ τοῦ αὐτεξουσίου μας) νά ἐνεργήση, ἔτσι ὥστε νά μήν ἐπιτρέψη εἰς τόν σατανᾶ νά εἰσφέρη ἐντός ἡμῶν, διότι ἀπό τόν Κύριον ἐξαρτᾶται νά τόν ἐμποδίση νά πράξη αὐτά τά ὁποῖα ἐπιβούλευται ἐναντίον ἡμῶν, ἄλλως καί δέν προσευχηθοῦμε, σεβόμενος ὁ Χριστός τό προσωρινόν αὐτεξούσιόν του, θά τόν ἀφήση καί θά εἰσέλθη ἐντός ἡμῶν. Ἔτσι λοιπόν ἑρμηνεύεται ἡ Κυριακή προσευχή εἰς τήν ἐπίμαχον αὐτήν πρότασιν.

Κατά συνέπειαν ἡ ἑρμηνεία ἔχει ὡς ἑξῆς: «καί μήν ἐπιτρέψεις εἰς τόν σατανᾶ νά εἰσφέρη ἐντός ἡμῶν, δηλαδή νά εἰσέλθη ἐντός ἡμῶν». Τό ρῆμα τό ὁποῖον χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστός δέν εἶναι τό ἴδιο μέ αὐτό τοῦ Πάπα, ἤτοι τό πίπτω, ἐνῶ ἡ λέξις «εἰσενέγκης» εἶναι τοῦ ρήματος εἰσφέρω, δηλαδή φέρω ἐντός, καί δευτερευόντως τό μόριον «μή» εἶναι ἀποτρεπτικόν, ἤτοι ἔχει τήν ἔννοιαν, νά ἐμποδίση.

Δυστυχῶς ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Πάπα εἶναι ἑωσφορική, διορθώνει καί αὐτόν τόν Χριστόν λέγοντας ὅτι ἔκανε λάθος, ἤτοι τό «καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» εἶναι ἐσφαλμένο καί τό διορθώνει ὡς ἑξῆς «μη μας αφήσεις να πέσουμε στον πειρασμό». Ἄς ἔχουν τήν εὐχήν του ὅσοι ἐφίλησαν τό καταραμένο χέρι του, τό ὁποῖον τολμᾶ καί ἀλλάσση τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἔκαμε λάθος καί πρέπει νά τό διορθώση ὁ <ἀλάνθαστος> Πάπας. Βλέπετε τί σημαίνει Πάπας, ἀκόμη καί τόν Θεόν διορθώνει!!!

Ὁ Μητροπολίτης Γ.Ο.Χ. Δωδεκανήσου κ. Καλλίνικος

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ




+ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ

Τ ΠΑΡΑΣΚΕΥ  ΕΣΠΕΡΑΣ (25/05/18)

 


ὁ Ἱερες: Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

ὁ α’ χορός: μήν.

ναγνστης:

  •    Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ.

  • Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ, τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ.

  • Δεῦτε, προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ Χριστῷ, τῷ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

Ψαλμς ργ’ (103)

  • Εὐλόγει ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον, Κύριε ὁ Θεός μου ἐμεγαλύνθης σφόδρα.

  • Ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω, ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον.

  • Ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέῤῥιν, ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ.

  • Ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων.

  • Ὁ ποιῶν τοὺς Ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα, καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα.

  • Ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὐ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.

  • Ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα.

  • Ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου φεύξονται, ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν.

  • Ἀναβαίνουσιν ὄρη, καὶ καταβαίνουσι πεδία εἰς τόπον, ὃν ἐθεμελίωσας αὐτά.

  • Ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν.

  • Ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν, ἀνάμεσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα.      

  • Ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν.

  • Ἐπ’ αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν.

  • Ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ.

  • Ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι, καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων.

  • Τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου.

  • Τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει.

  • Χορτασθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου, αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἃς ἐφύτευσας.

  • Ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι, τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ κατοικία ἡγεῖται αὐτῶν.

  •   Ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις, πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγῳοῖς.

  •   Ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ.

  • Ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ.

  • Σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι, καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς.

  • Ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν, καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται.

  • Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας.

  • Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου.

  • Αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετὰ ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων.

  • Ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ.

  • Πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν.

  • Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον, ταραχθήσονται.

  • Ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι, καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν.

  • Ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμα σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς.

  • Ἤτω ἡ δόξα Κυρίου εἰς τοὺς αἰῶνας εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ.

  • Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων, καὶ καπνίζονται.

  • ᾌσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω.

  • Ἠδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ.

  • Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς. Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.

Κα πλιν

  • Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ.

  • Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας.

Δξα ΠατρίΚα νν

λληλούϊα, Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα. Δόξα σοι ὁ Θεός (ἐκ γ’).

ἐλπὶς ἡμῶν, Κύριε, δξα σοι.

Συναπτὴ μεγάλη καὶ ἡ ἐκφώνησις

Ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα…

ὁ α’ χορός

Ἦχος πλ.β’  Ψαλμς ρμ’ (140)

  • Κύριε ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου, εἰσάκουσόν μου, Κύριε. Κύριε, ἐκέκραξα πρὸς σέ, εἰσάκουσόν μου πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου, ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς σὲ εἰσάκουσόν μου, Κύριε.

     ὁ β’ χορός

  • Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου, ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινὴ εἰσάκουσόν μου, Κύριε.

ὁ α’ χορός

Στιχηρὰ Μαρτυρικὰ

Ἦχος πλ. β

Στίχ. ὰν ἀνομίας παρατηρήσης, Κύριε, Κύριε τίς ὑποστήσεται; ὅτι παρὰ σοὶ ὁ ἱλασμός ἐστιν.

Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, οὐκ ἠρνήσαντό σε, οὐκ ἀπέστησαν ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου, ταῖς αὐτῶν πρεσβείαις ἐλέησον ἡμᾶς.

ὁ β’ χορός

Στίχ. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου ὑπέμεινά σε, Κύριε, ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου εἰς τὸν λόγον σου, ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον.

Οἱ μαρτυρήσαντες διὰ σὲ Χριστέ, πολλὰς βασάνους ὑπέμειναν, πρεσβείαις Κύριε, καὶ εὐχαῖς αὐτῶν, πάντας ἡμᾶς διαφύλαξον.

ὁ α’ χορός

Στίχ. πὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός, ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας, ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον.

Οἱ ἀθλοφόροι Μάρτυρες, καὶ οὐρανοπολῖται, ἐπὶ γῆς ἀθλήσαντες, πολλὰς βασάνους ὑπέμειναν, καὶ τέλειον ἀπέλαβον τὸν στέφανον ἐν οὐρανοῖς, ἵνα πρεσβεύωσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

ὁ β’ χορός

Ἦχος πλ. δ’

Στίχ. τι παρὰ τῷ Κυρίῳ τὸ ἔλεος καὶ πολλὴ παρ’ αὐτῷ λύτρωσις’ καὶ αὐτὸς λυτρώσεται τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ.

Ὁ ἐν Ἐδὲμ Παράδεισος

Τῶν ἀπ’ αἰῶνος σήμερον νεκρῶν, ἁπάντων κατ’ ὄνομα, μετὰ πίστεως ζησάντων εὐσεβῶς, μνήμην τελοῦντες οἱ πιστοί, τὸν Σωτῆρα καὶ Κύριον, ἀνυμνήσωμεν, αἰτοῦντες ἐκτενῶς, τούτους ἐν ὥρᾳ τῆς κρίσεως, ἀπολογίαν ἀγαθήν, δοῦναι αὐτῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τῷ πᾶσαν κρίνοντι τὴν  γῆν, τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ παραστάσεως τυχόντας ἐν χαρᾷ, ἐν μερίδι Δικαίων, καὶ ἐν Ἁγίων κλήρῳ φωτεινῷ, καὶ ἀξίους γενέσθαι, τῆς οὐρανίου βασιλείας αὐτοῦ.

 ὁ α’ χορός

Στίχ. Αἰνεῖτε τὸν Κύριον πάντα τὰ ἔθνη ἐπαινέσατε αὐτὸν πάντες οἱ λαοί.

τῷ οἰκείῳ αἵματι Σωτήρ, βροτοὺς ἐκπριάμενος, καὶ θανάτῳ σου, θανάτου τοῦ πικροῦ, ἐκλυτρωσάμενος ἡμᾶς, καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον, παρασχῶν τῇ ἀναστάσει σου ἡμῖν, πάντας ἀνάπαυσον Κύριε, τοὺς κοιμηθέντας εὐσεβῶς, ἢ ἐν ἐρήμοις, ἢ πόλεσιν, ἢ ἐν θαλάσσῃ, ἢ ἐν γῇ, ἢ ἐν παντὶ τόπῳ, βασιλεῖς τε, ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, μοναστὰς καὶ μιγάδας, ἐν ἡλικίᾳ πάση παγγενεῖ, καὶ ἀξίωσον αὐτούς, τῆς οὐρανίου βασιλείας σου.

ὁ β’ χορός

Στίχ. Ὅτι ἐκραταιώθη τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς, καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα.

Τῇ ἐκ νεκρῶν ἐγέρσει σου Χριστέ, οὐκέτι ὁ θάνατος, κυριεύει τῶν θανόντων εὐσεβῶς, διὸ αἰτοῦμεν ἐκτενῶς, τοὺς σοὺς δούλους ἀνάπαυσον, ἐν αὐλαῖς σου, καὶ ἐν κόλποις Ἀβραάμ, τοὺς ἐξ, Ἀδὰμ μέχρι σήμερον, λατρεύσαντάς σοι καθαρῶς, πατέρας καὶ ἀδελφοὺς ἡμῶν, φίλους ὁμοῦ καὶ συγγενεῖς, ἅπαντα ἄνθρωπον, τὰ τοῦ βίου λειτουργήσαντα πιστῶς, καὶ πρὸς σὲ μεταστάντα, πολυειδῶς, καὶ πολυτρόπως ὁ Θεός, καὶ ἀξίωσον τούτους, τῆς οὐρανίου βασιλείας σου.

 ὁ α’ χορός

Δξα Πατρί… χος πλ.δ’

Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον, καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος. Ὤ τοῦ θαύματος! τί τὸ περὶ ἡμᾶς, τοῦτο γέγονε μυστήριον πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ; πῶς συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ; Ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται, τοῦ παρέχοντος τοῖς μεταστᾶσι τὴν ἀνάπαυσιν.

ὁ β’ χορός

Κα νν… Θεοτοκίον ἦχος πλ.β’

Τίς μὴ μακαρίσει σε, Παναγία Παρθένε; τίς μὴ ἀνυμνήσει σου τὸν ἀλόχευτον τόκον; ὁ γὰρ ἀχρόνως ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας Υἱὸς μονογενής, ὁ αὐτὸς ἐκ σοῦ τῆς Ἁγνῆς προῆλθεν, ἀφράστως σαρκωθείς, φύσει Θεὸς ὑπάρχων, καὶ φύσει γενόμενος ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς, οὐκ εἰς δυάδα προσώπων τεμνόμενος, ἀλλ’ ἐν δυάδι φύσεων, ἀσυγχύτως γνωριζόμενος. Αὐτὸν ἱκέτευε, σεμνὴ Παμμακάριστε, ἐλεηθῆναι τς ψυχς μν.

Ἄνευ Εσόδου

 

ὁ Προεστὼς ἢ ο Ἀναγνώστης:

Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης, ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα Θεόν. Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς, ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς, Διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.

σπρας Προκεμενον

 ὁ α’ χορός

Ἦχος πλ. δ’

λληλούϊα, λληλούϊα, λληλούϊα.

ὁ β’ χορός

Στίχ. Μακάριοι οὓς ἐξελέξω, καὶ προσελάβου, Κύριε.

λληλούϊα, λληλούϊα, λληλούϊα.

 ὁ α’ χορός

Στίχ. Καὶ τὸ μνημόσυνον αὐτῶν εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.

λληλούϊα, λληλούϊα, λληλούϊα.

Ὁ Προεστὼς ἢ ὁ ναγνστης:

Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἑσπέρᾳ ταύτῃ, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς. Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετὸν καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ’ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ. Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε. δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Εὐλογητὸς εἶ, Δέσποτα, συνέτισόν με τὰ δικαιώματά σου. Εὐλογητὸς εἶ, Ἅγιε, φώτισόν με τοῖς δικαιώμασί σου. Κύριε, τὸ ἔλεός σου εἰς τὸν αἰῶνα, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ παρίδῃς. Σοὶ πρέπει αἶνος, σοὶ πρέπει ὕμνος, σοὶ δόξα πρέπει, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. μν.

  • Ὁ ἱερεύς:

  • Πληρώσωμεν τὴν ἑσπερινὴν ……….

πστιχα

Στιχηρ

Ἦχος πλ. β’

ὁ α’ χορὸς

Σταυρός σου Κύριε, τοῖς Μάρτυσι γέγονεν ὅπλον ἀήττητον, ἔβλεπον γὰρ τὸν προκείμενον θάνατον, καὶ προβλέποντες τὴν μέλλουσαν ζωήν, τῇ ἐλπίδι τῇ εἰς σὲ ἐνεδυναμοῦντο, αὐτῶν ταῖς παρακλήσεσιν ἐλέησον ἡμᾶς.

ὁ β’ χορὸς

Στίχ. Μακάριοι, οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου Κύριε.

τίμησας εἰκόνι σου, τὸ τῶν χειρῶν σου Σῶτερ πλαστούργημα, ζωγραφήσας ἐν ὑλικῇ μορφῇ, τῆς νοερᾶς οὐσίας τὸ ὁμοίωμα, ἧς καὶ κοινωνόν με κατέστησας, θέμενος τῶν ἐπὶ γῆς κατάρχειν με τῷ αὐτεξουσίῳ, Λόγε΄ διὸ Σῶτερ τοὺς δούλους σου, ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς Δικαίων ἀνάπαυσον.

ὁ α’ χορὸς

Στίχ. Αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐν ἀγαθοῖς αὐλισθήσονται.

να μοι τὸ ἀξίωμα τῆς τῶν λοιπῶν ζωῆς διακρίνηται, κῆπον ἐν τῇ Ἐδέμ, παντοίοις ὡραϊσμένον φυτοὶς ἐφύτευσας, λύπης καὶ μερίμνης ἐλεύθερον, μέτοχον θείας ζωῆς, ἰσάγγελον ἐπὶ γῆς μικτόν με τάξας, διὸ Σῶτερ τοὺς δούλους σου, ἐν χώρα ζώντων, ἐν σκηναῖς Δικαίων ἀνάπαυσον.

ὁ β’ χορὸς

Δόξα Πατρί… Ἦχος πλ. β’

ρχή μοι καὶ ὑπόστασις, τὸ πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα, βουληθεὶς γὰρ ἐξ ἀοράτου τε καὶ ὁρατῆς με ζῷον συμπῆξαι φύσεως, γῆθέν μου τὸ σῶμα διέπλασας, δέδωκας δέ μοι ψυχήν, τῇ θείᾳ σου καὶ ζωοποιῷ ἐμπνεύσει, διὸ Σωτὴρ τοὺς δούλους σου, ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς Δικαίων ἀνάπαυσον.

ὁ α’ χορὸς

Καὶ νῦν… Θεοτοκίον

Πρεσβείαις τῆς τεκούσης σε, Χριστὲ καὶ τῶν Μαρτύρων σου, Ἀποστόλων, Προφητῶν, Ἱεραρχῶν, Ὁσίων καὶ Δικαίων, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, τοὺς κοιμηθέντας δούλους σου ἀνάπαυσον.

ὁ προεστὼς: Νῦν ἀπολύεις …..Τρισάγιον…

ὁ α’ χορὸς

πολυτκιον  χος πλ. δ’

βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν, καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων, μόνε Δημιουργέ, ἀνάπαυσον Κύριε τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου, ἐν σοὶ γὰρ τὴν ἐλπίδα ἀνέθεντο, τῷ ποιητῇ καὶ πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

ὁ β’ χορὸς

Δξα Πατρί…

ν σοὶ γὰρ τὴν ἐλπίδα ἀνέθεντο, τῷ ποιητῇ καὶ πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

ὁ α’ χορὸς

Κα νν… Θεοτοκον

Σὲ καὶ τεῖχος καὶ λιμένα ἔχομεν, καὶ πρέσβιν εὐπρόσδεκτον, πρός, ὃν ἔτεκες Θεόν, Θεοτόκε ἀνύμφευτε, τν πιστν σωτηρα.

 

ὁ Ἱερεύς:

  • λέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.

  • Κύριε ἐλέησον (ἐκ τρίτου).

  • Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος).

  • Κύριε ἐλέησον (ἐκ τρίτου).

  • Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, τῶν ἱερέων, ἱερομονάχων, ἱεροδιακόνων καὶ μοναχῶν , καὶ πάσης τῆς ἐν Χριστῷ ἡμῶν ἀδελφότητος.

  • Κύριε ἐλέησον (ἐκ τρίτου).

  • Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τῶν δούλων του Θεοῦ, πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τῶν κατοικούντων καὶ παρεπιδημούντων ἐν τῇ (κώμῃ, πόλει) ταύτῃ, τῶν ἐνοριτῶν, ἐπιτρόπων, συνδρομητῶν καὶ ἀφιερωτῶν τοῦ ἁγίου ναοῦ τούτου.

  • Κύριε ἐλέησον (ἐκ τρίτου)

  • Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τῶν μακαρίων καὶ ἀοιδίμων κτιτόρων τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας ταύτης, καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν προαναπαυσαμένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, τῶν ἐνθάδε εὐσεβῶς, κειμένων, καὶ ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων.

  • Κύριε ἐλέησον (ἐκ τρίτου)

  • Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τῶν καρποφορούντων καὶ καλλιεργούντων ἐν τῷ ἁγίῳ καὶ πανσέπτῳ ναῷ τούτῳ, κοπιώντων, ψαλλόντων καὶ ὑπὲρ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, τοῦ ἀπεκδεχομένου τὸ παρὰ Σοῦ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.

Κύριε ἐλέησον (ἅπαξ)

τι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπάρχεις, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν , τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

καὶ ψάλλονται τά παρόντα τροπάρια·

χος δ’

ὁ α’ χορὸς

Μετὰ πνευμάτων δικαίων, τετελειωμένων, τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου, Σῶτερ ἀνάπαυσον, φυλάττων αὐτάς, εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν, τὴν παρὰ σοὶ φιλάνθρωπε.

ὁ β’ χορὸς

Εἰς τὴν κατάπαυσίν σου Κύριε, ὅπου πάντες οἱ ἅγιοί σου ἀναπαύονται, ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου, ὅτι μόνος ὑπάρχεις ἀθάνατος.

ὁ α’ χορὸς

Δξα Πατρί…

Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ καταβὰς εἰς Ἅδην καὶ τὰς ὀδύνας λύσας τῶν πεπεδημένων, αὐτὸς καὶ τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου Σῶτερ ἀνάπαυσον.

ὁ β’ χορὸς

Κα νν… Θεοτοκον

μόνη ἁγνὴ καὶ ἄχραντος Παρθένος, ἡ Θεὸν ἀσπόρως κυήσασα, πρέσβευε τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

τελεῖται δὲ τό μνημόσυνον τῶν κεκοιμημένων ὡς ἑξῆς:  

Ἱερεύς:Ελέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον.

ὁ   χορός: Κύριε, ἐλέησον γ´ (χύμα).

Ἱερεύς: ῎Ετι δεόμεθα ὑπέρ μακαρίας μνήμης καί αἰωνίου ἀναπαύσεως πάντων τῶν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων εὐσεβῶς ὀρθοδόξων χριστιανῶν, βασιλέων, πατριαρχῶν, ἀρχιερέων, ἱερέων, ἱερομονάχων, ἱεροδιακόνων, μοναχῶν, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προπάππων, γονέων, συζύγων, τέκνων, ἀδελφῶν καί συγγενῶν ἡμῶν ἐκ τῶν ἀπ’ ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων, καί ὑπέρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτοῖς πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καί ἀκούσιον.

ὁ Χορός: Κύριε, ἐλέησον γ´ (χύμα).

Ἱερεύς: ῞Οπως, Κύριος ὁ Θεός, τάξῃ τάς ψυχάς αὐτῶν ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται· τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καί ἄφεσιν τῶν αὐτῶν ἁμαρτιῶν παρά Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ βασιλεῖ καί Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.

ὁ  Χορός: Παράσχου, Κύριε.
Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν
ὁ  Χορός: Κύριε, ἐλέησον. ἅπαξ. Εἶθ’ οὕτως,
ὁ ῾Ιερεύς:

τήν εὐχήν

῾Ο Θεός τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὁ τόν διάβολον καταπατήσας, τόν δέ θάνατον καταργήσας καί ζωήν τῷ κόσμῳ Σου δωρησάμενος,  Αὐτός, Κύριε, ἀνάπαυσον καί τάς ψυχάς τῶν κεκοιμημένων δούλων Σου, βασιλέων, πατριαρχῶν, ἀρχιερέων, ἱερέων, ἱερομονάχων, ἱεροδιακόνων, μοναχῶν, μονασασῶν καί πάντων τῶν ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης κεκοιμημένων εὐσεβῶς ὀρθοδόξων χριστιανῶν, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προπάππων, γονέων, συζύγων, τέκνων, ἀδελφῶν καί συγγενῶν ἡμῶν ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός· πᾶν ἁμάρτημα τό παρ’ αὐτῶν πραχθέν, ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, συγχώρησον, ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει· Σύ γάρ μόνος ἐκτός ἁμαρτίας ὑπάρχεις· ἡ δικαιοσύνη Σου δικαιοσύνη εἰς τόν αἰῶνα καί ὁ λόγος Σου ἀλήθεια.

Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.  

ὁ α’ Χορός: Κύριε, ἐλέησον (ἅπαξ).

ὁ ῾Ιερεύς: Οτι Σύ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή καί ἡ ἀνάπαυσις πάντων τῶν κεκοιμημένων εὐσεβῶς ὀρθοδόξων χριστιανῶν, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν καὶ Σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

 

οἱ Χοροί ἐναλλάξ: Αἰωνία ἡ μνήμη (γ’). ἐκ τρίτου.

Εἶτα·

Ἀπόλυσις ἡ νεκρώσιμος

https://agioskosmasoaitolos.wordpress.com

γ.ιωάννου-"γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο".




"Ὁλομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στίς μεγάλες ἀρτηρίες. Ὅταν ἀνάβει τό κόκκινο καί σταματοῦν τ' αὐτοκίνητα, μοῦ φαίνεται γιά μιά στιγμή πώς παύει ἐντελῶς κάθε θόρυβος. Ἐρυθρά καί λευκά αἱμοσφαίρια σά νά κυκλοφοροῦν. Κι ὅμως βλέπω πώς τό πλῆθος ἐξακολουθεῖ νά περπατᾶ, νά κουβεντιάζει ἤ νά γελάει. Σταματῶ πολλές φορές στή μέση τοῦ πεζοδρομίου, κι ὅπως στό κούτσουρο πού κόβει τό νερό, ἔτσι περιστρέφονται γύρω μου οἱ διαβάτες. Τώρα πού δέν ἐμποδίζουν οἱ μηχανές, ἀκούω χιλιάδες βήματα στό πλακόστρωτο. Μοῦ 'ρχεται νά καμπυλώσω τή ράχη μου γιά νά περάσει χωρίς ἐμπόδια αὐτό τό ποτάμι. Τῆς Γονατιστῆς , ὅταν περνάει ἀπό πάνω μου τό βουβό ποτάμι τῶν προγόνων, γονατισμένος πάνω στά καρυδόφυλλα ,σκύβω βαθιά στό χῶμα, γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παρα- μικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.

Ἐγώ ὅμως ἀπό τώρα εἶμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στούς ξένους καί στά ξένα πράγματα ζῶ διαρκῶς· στά ἕτοιμα καί στά ἐνοικιασμένα. Συγκατοικῶ μέ ἀνθρώπους πού ἀδιαφοροῦν τελείως γιά μένα, κι ἐγώ γι' αὐτούς. Οὔτε μικροδιαφορές δέν ὑπάρχουν κάν μεταξύ μας. Ὁ ἕνας ἀποφεύγει τόν ἄλλο, ὅσο μπορεῖ. Μά κι ἄν τύχει νά σοῦ μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τά πραγματικά τους στοιχεῖα σά νά 'ναι τίποτε κακοποιοί. Τό ἰδανικό, ἡ τελευταία λέξη τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι, λέει, νά μή ξέρεις οὔτε στή φάτσα τό γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμοῦ, γιά νά διευκολύνονται οἱ ἀταξίες.
Γι' αὐτό ζηλεύω αὐτούς πού βρίσκονται στόν τόπο τους, στά χωράφια τους, στούς συγγενεῖς τους, στά πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ἄς ἤμουν σ' ἕνα προσφυγικό συνοικισμό μέ ἀνθρώπους τῆς ράτσας μου τριγύρω.




(Γιά ἕνα φιλότιμο, 1964)

Τελευταίες συμβουλές πριν από την Εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία


Τελευταίες συμβουλές πριν από την Εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία
ΕΙΝΑΙ κοντά η μέρα της Εξομολογήσεως και στη συνέχεια η πανευφρόσυνη στιγμή της Μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Ο Θεός να δώσει , ώστε να εξομολογηθείς και να κοινωνήσεις όπως πρέπει. Έτσι ο αγώνας της νηστείας και όσα τυχόν κέρδισες απ’ αυτόν, θα επισφραγιστούν με τη θεϊκή σφραγίδα των ιερών Μυστηρίων.
Γιατί γράφεις ότι φοβάσαι την Εξομολόγηση; Πολλοί άνθρωποι ,βέβαια, τη φοβούνται, εσύ όμως γιατί; Ο εξομολόγος είναι μόνο ο μάρτυρας. Ο Θεός δέχεται τις αμαρτίες. Εκείνος παραγγέλλει στον ιερέα να δώσει άφεση αμαρτιών στο χριστιανό που εξομολογείται. Ο Θεός ελεεί και συγχωρεί. Συγχωρεί κάθε άνθρωπο που προσέρχεται στο Μυστήριο με μετάνοια αληθινή. Τι έχουμε , λοιπόν, να φοβηθούμε από έναν τόσο σπλαγχνικό Κύριο; Γιατί ν’ ανησυχούμε;
Νομίζω πως η ανησυχία μας οφείλεται σε δυο λόγους: Πρώτον , στο ότι δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς να πούμε στην εξομολόγηση. Και δεύτερον, στο ότι εξομολογούμαστε σπάνια. Ως προς το πρώτο, έχω να παρατηρήσω , ότι γνωρίζει πολύ καλά τι θα πει στον εξομολόγο όποιος αγωνίζεται πραγματικά. Αγωνίσου, λοιπόν, να ζήσεις όπως είπαμε, και θα δεις πόσα θα έχεις να εξομολογηθείς! Ως προς το δεύτερο , πάλι, είναι αλήθεια πως, αν εξομολογούμασταν συχνά, δεν θα φοβόμασταν τόσο. Από δω κι εμπρός, λοιπόν, συχνότερα να εξομολογείσαι και συχνότερα να συμμετέχεις στο Κυριακό Δείπνο.
Στο μεταξύ, γράψε σ’ ένα χαρτί ό λα όσα νομίζεις ότι πρέπει να πεις στην Εξομολόγηση και, όταν πας στον πνευματικό, εξομολογήσου με τη βοήθεια των σημειώσεών σου. Πρέπει να κάνεις μια πραγματικά σωστή Εξομολόγηση. Και σε μια σωστή Εξομολόγηση ο χριστιανός δεν περιμένει τον ιερέα να τον ρωτήσει αν έκανε τούτο ή εκείνο, αλλά λέει ο ίδιος εξαρχής όλα του τα αμαρτήματα. Δυστυχώς, η Εξομολόγηση σπάνια γίνεται όπως πρέπει. Ο πνευματικός αναγκάζεται να ρωτάει ένα σωρό πράγματα που δεν αφορούν τον εξομολογούμενο, και συχνά δεν ρωτάει εκείνα που τον αφορούν, γιατί δεν τα γνωρίζει ή δεν έρχονται στο νου του. Έτσι πολλά αμαρτήματα μένουν ανεξομολόγητα. Εσύ η ίδια, λοιπόν, πρέπει να πεις όλα όσα σου υποδεικνύει η συνείδησή σου. Μπορείς να τα θυμάσαι και δίχως σημειώσεις˙ μόνο να είσαι σίγουρη ότι δεν θα παραλείψεις τίποτα.
Μακάρι να εξομολογηθείς με αληθινή μετάνοια και με τη σταθερή απόφαση της διορθώσεως. Μη φοβάσαι. Αυτός ο φόβος είναι εντελώς ανώφελος και δυσκολεύει τα πράγματα. Ο ευλαβικός φόβος του Θεού είναι ωφέλιμος και σωτήριος, ενώ ο φόβος της Εξομολογήσεως είναι επιβλαβής και, θα έλεγα, παιδιάστικος. Ο εχθρός τον εμπνέει. Πήγαινε στον Κύριο όπως πήγε στον πατέρα του ο άσωτος υιός της ευαγγελικής παραβολής, επιστρέφοντας από την αμαρτωλή ζωή: Με συντριβή αλλά και με ηρεμία. Όταν εκείνος γύρισε στο πατρικό σπίτι , ο πατέρας του τι έκανε; Μήπως τον μάλωσε; Κάθε άλλο. Έτρεξε κοντά του , τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Έτσι θα κάνει νοερά και σ’ εσένα ο ουράνιος Πατέρας σου. Απλώνει κιόλας τα χέρια Του προς το μέρος σου. Δεν έχεις παρά να τρέξεις κοντά Του. Κάνε το με ευλαβική αγάπη.
Το βασικότερο στοιχείο της μετάνοιας είναι η οδύνη της καρδιάς για την αμαρτωλότητά της και η σταθερή απόφασή της για διόρθωση. Έχεις ήδη αποφασίσει να ευαρεστήσεις τον Κύριο. Και Εκείνος έχει αποφασίσει να αποδεχθεί με χαρά την απόφασή σου. Οδύνη, όμως, την αμαρτωλότητά σου νιώθεις; Ακόμα κι σν οι αμαρτίες σου δεν είναι πολλές ή βαρειές, είναι ωστόσο αμαρτίες και προκαλούν λύπη στον Θεό. Ντρεπόμαστε τους ανθρώπους για κάποιες επιπολαιότητές μας, αστόχαστα λόγια ή απρόσεκτα έργα, και δεν ντρεπόμαστε τον Κύριο όχι για απλές επιπολαιότητες ,αλλά για αμαρτίες! Μάθε , λοιπόν, να βιώνεις την κατά Θεόν συντριβή και λύπη, που υψώνει μέσα σου κάστρο ισχυρό ενάντια στα ελαττώματα και τις αδυναμίες σου.
Στη μετάληψη των θείων Μυστηρίων πήγαινε με απλότητα καρδιάς , με βαθειά ευλάβεια και με τη βέβαιη πίστη ότι θα λάβεις μέσα σου τον Κύριο. Εκείνος μετά τη θεία Κοινωνία, θα αλλοιώσει την ψυχή σου όπως, ως πανάγαθος , θέλει και όπως, ως πάνσοφος, γνωρίζει. Άφησέ Τον να το κάνει ελεύθερα. Εσύ μην Του ζητάς τίποτα, καθώς άλλοι, που, επιθυμώντας άκυρα να λάβουν το ένα ή το άλλο χάρισμα από τη θεία Κοινωνία, στενοχωρούνται και ταράζονται, όταν η επιθυμία τους δεν εκπληρώνεται. Τότε κλονίζεται ακόμα και η πίστη τους στη δύναμη του Μυστηρίου. Η ατέλεια και η αδυναμία, ωστόσο, δεν βρίσκεται στο Μυστήριο, αλλά σ’ εμάς, τους ρηχούς και επιπόλαιους. Μην υπόσχεσαι τίποτα στον εαυτό σου. Άφησέ τα όλα στον Κύριο, ζητώντας Του μόνο τούτο: Να σε ενισχύει σε κάθε τι αγαθό, για να Του είσαι ευάρεστη. Η θεία Κοινωνία συνήθως χαρίζει μια γλυκιά ειρήνη στην καρδιά. Κάποτε φωτίζει το νου και εμπνέει στην ψυχή την αφιέρωση στον Κύριο. Άλλοτε, πάλι, δεν δίνει τίποτε το άμεσο και φανερό , αλλά δυναμώνει γενικά τον άνθρωπο στον πνευματικό του αγώνα. Πρέπει να σημειώσω , πάντως, ότι δεν βλέπουμε απτούς καρπούς από τη θεία Κοινωνία, επειδή σπάνια κοινωνάμε. Αν προσέρχεσαι συχνά στα θεία Μυστήρια, θα δεις τους ανακαινιστικούς και παρακλητικούς καρπούς της.
Παρακαλώ τον θεό να σε βοηθήσει, ώστε μα εξομολογηθείς και να κοινωνήσεις με εντελώς νέο πνεύμα.

«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράμματα σε μια ψυχή»
ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ 2000

Για να μη λυπάσθε Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Για να μη λυπάσθε Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
«Δεν θέλω, αδελφοί μου, να αγνοείτε όσα έχουν σχέση με εκείνους που έχουν κοιμηθεί, για να μη λυπάσθε, όπως όλοι οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα. Γιατί, αν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός, εκείνους που έχουν κοιμηθεί, όντας ενωμένοι μαζί του με την πίστη στον Ιησού, θα τους πάρει κοντά Του» (Α’ Θεσ. 4, 13).
1. Ας δούμε λοιπόν, πρώτα απ’ όλα αυτό: Γιατί δηλαδή, όταν μιλάει ο Απόστολος για τον Χριστό, χρησιμοποιεί τη λέξη «θάνατο», ενώ όταν μιλάει για το τέλος του ανθρώπου, ονομάζει το θάνατο «κοίμηση», και όχι θάνατο. Μιλάει για όσους έχουν «κοιμηθεί» και όχι για όσους έχουν «πεθάνει». Γιατί λέει: «Αυτούς που έχουν κοιμηθεί με πίστη στον Ιησού, θα τους πάρει Εκείνος κοντά Του».
Και στη συνέχεια λέει: «Εμείς οι ζωντανοί, που θα μείνουμε πίσω και θα είμαστε στη ζωή, όταν έρθει ο Κύριος, δεν θα προφθάσουμε όσους θα έχουν κοιμηθεί» (Α’ Θεσ. 4, 16)
Ούτε εδώ βέβαια είπε «αυτούς που θα έχουν πεθάνει», αλλά, μολονότι μιλάει τρίτη φορά για το ίδιο θέμα, πάλι ονόμασε το θάνατο «κοίμηση». Όταν όμως μιλάει για τον Χριστό, λέει: «Αν πιστεύουμε ότι ο Χριστός πέθανε». Δεν λέει «κοιμήθηκε», αλλά «πέθανε».
Γιατί λοιπόν, για το θάνατο του Χριστού, χρησιμοποίησε τη λέξη «θάνατο», ενώ το θάνατο του ανθρώπου τον ονόμασε «κοίμηση»; Δεν χρησιμοποίησε, ασφαλώς, ο Απόστολος άσκοπα και επιπόλαια αυτές τις λέξεις, αλλά θέλησε, με αυτή τη διάκριση, να διδάξει κάτι πολύ σπουδαίο και μεγάλο.
Για την περίπτωση του Χριστού, χρησιμοποίησε τη λέξη «θάνατο», για να βεβαιώσει το πάθος Του. Για μας τους ανθρώπους όμως χρησιμοποίησε τη λέξη «κοίμηση», για να παρηγορήσει τον πόνο μας.
Ο Χριστός αναστήθηκε. Γι’ αυτό και ο Απόστολος χρησιμοποιεί με άνεση τη λέξη «θάνατος». Για την περίπτωση όμως του ανθρώπου, ο οποίος στηρίζεται στην ελπίδα της ανάστασής του, χρησιμοποιεί ο Απόστολος τη λέξη «κοίμηση». Προσπαθεί έτσι, να παρηγορήσει τους συγγενείς για την στέρηση του ανθρώπου που έφυγε και, ταυτόχρονα, να ενισχύσει το ηθικό τους, με την ελπίδα της ανάστασης του νεκρού. Γιατί, όποιος έχει κοιμηθεί, σίγουρα θα αναστηθεί. Εφόσον ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ύπνος βαθύς και παρατεταμένος.
Μπορείς βέβαια να πεις ότι αυτός που πέθανε δεν αισθάνεται, ούτε ακούει, ούτε βλέπει τίποτα. Κι εγώ σου απαντώ: Και σ’ αυτόν που κοιμάται συμβαίνει το ίδιο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να σημειώσουμε εδώ κάτι πολύ αξιοθαύμαστο. Η ψυχή δηλαδή εκείνου που κοιμάται συμμετέχει, κατά κάποιο τρόπο, στον ύπνο του σώματος. Η ψυχή όμως εκείνου που έχει πλέον πεθάνει, παραμένει στη ζωή και σε συνεχή εγρήγορση.
Θα μπορούσε ίσως κάποιος να πει: Ναι, καλά όλα αυτά, αλλά εκείνος που πεθαίνει, σε λίγο σαπίζει, διαλύεται και γίνεται σκόνη και στάχτη. Τι σημασία έχει όμως αυτό, αγαπητέ μου; Αυτό είναι ακριβώς, εκείνο για το οποίο πρέπει να χαίρεσαι. Γιατί αυτό κάνει και ο άνθρωπος, όταν θέλει να ξαναφτιάξει ένα σπίτι που έχει παλιώσει. Βγάζει δηλαδή πρώτα έξω τους ενοίκους του και μετά, αφού γκρεμίσει το παλιό σπίτι, κτίζει άλλο, καινούργιο και ομορφότερο. Φυσικά, καθόλου δεν λυπούνται οι ένοικοι που βγήκαν για λίγο από το παλιό σπίτι, αλλά, αντίθετα, χαίρονται πάρα πολύ. Γιατί δεν τους απασχολεί η κατεδάφιση, αλλά χαίρονται προκαταβολικά για τη νέα οικοδομή που θα ξαναχτιστεί.
Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο Θεός. Επειδή θέλει να μας ανακαινίσει, διαλύει το σώμα μας, αφού πρώτα βγάλει έξω από αυτό την ψυχή μας. Θα ανακαινίσει το σώμα και μετά θα εγκαταστήσει πάλι μέσα την ψυχή, και μάλιστα, με περισσότερη λαμπρότητα και δόξα.
2. Το ίδιο θά ‘κανε και αν είχε κανείς ένα μεταλλικό αντικείμενο, σκουριασμένο από το χρόνο. Θα το έσπαζε σε μικρά κομμάτια, θα το έλιωνε στο καμίνι και θα το ξανάχυνε, φτιάχνοντας έτσι ένα καινούργιο αντικείμενο, πιο λαμπρό και πιο όμορφο από το παλιωμένο. Όπως λοιπόν, η διάλυση του μετάλλου στο καμίνι, δεν υπονοεί και τον αφανισμό του, αλλά, αντίθετα, την ανάπλασή του, έτσι και ο θάνατος του ανθρώπινου σώματος, δεν είναι καταστροφή κι αφανισμός, αλλά ανακαίνιση. Οταν λοιπόν δεις να διαλύεται το σώμα και να σαπίζει, όπως λιώνει το μέταλλο στο καμίνι, μη σταματήσεις σ’ αυτό που βλέπεις, αλλά να προσδοκάς την ανακαίνιση. Ούτε πάλι, να σταθείς στην αναλογία του παραδείγματος με την ανοικοδόμηση, αλλά γύρισε πάλι τη σκέψη σου στο παράδειγμα του μεταλλουργού.
Ο μεταλλουργός, όταν χύνει το παλιό μέταλλο, δεν ξαναφτιάχνει, για παράδειγμα, χρυσό και αθάνατο ανδριάντα, αλλά μεταλλικό και άψυχο. Ο Θεός όμως δεν κάνει έτσι· αλλά, ενώ βάζει στη γη πήλινο και θνητό σώμα, ανασταίνει χρυσό και αθάνατο ανδριάντα. Δέχεται η γη φθαρτό και θνητό σώμα και σου επιστρέφει άφθαρτο και αθάνατο.
Μη στέκεσαι λοιπόν σ’ εκείνον που έχει πια κλείσει τα μάτια του και κοίτεται βουβός και άφωνος, αλλά σκέψου εκείνον που θα αναστηθεί. Σκέψου εκείνον που θα απολαύσει δόξα ανέκφραστη, θαυμαστή και εξαίσια. Στρέψε τα μάτια σου απ’ αυτό που βλέπεις, σ’ εκείνο που θα γίνει. Οδύρεσαι βέβαια και θρηνείς, γιατί έχασες την συντροφιά ενός δικού σου ανθρώπου. Δεν είναι όμως λίγο παράλογο, αγαπητέ μου, να παντρεύεις την κόρη σου σε ξένο τόπο και να μη στενοχωριέσαι που αυτή θα είναι στο εξής μακριά σου -εφόσον αυτή θα περνάει καλά και θα είναι εκεί ευτυχισμένη- κι εδώ που, όχι άνθρωπος, αλλά ο Ιδιος ο Κύριος πήρε κοντά Του τον άνθρωπό σου, να θρηνείς σπαρακτικά και να οδύρεσαι;
Θα μου πεις βέβαια: Πώς μπορώ να μην πονάω; Άνθρωπός μου είναι αυτός που έφυγε. Ούτε εγώ όμως σου λέω κάτι τέτοιο. Δεν σου μιλάω για τη λύπη, αλλά για την υπερβολή. Γιατί, το να λυπάται κανείς, είναι φυσικό. Το να χτυπιέται όμως, πάνω από το μέτρο, είναι δείγμα μανίας, παραφροσύνης και αδυναμίας, πράγμα που συνήθως εκδηλώνει η γυναικεία ψυχή.
Πόνεσε, κλάψε, αλλά μην απογοητεύεσαι, μη θυμώνεις και μην αγανακτείς. Ευχαρίστησε τον Θεό, που παίρνει κοντά Του τον άνθρωπό σου. Έτσι, θα τιμήσεις εκείνον που έφυγε από αυτή τη ζωή και θα τον εφοδιάσεις με λαμπρά, εντάφια δώρα.
Αν όμως απελπιστείς, και εκείνον που έφυγε δυσκολεύεις και Εκείνον που τον πήρε βλασφημείς και τον εαυτό σου βλάπτεις. Αντίθετα, αν ευχαριστείς γι’ αυτό τον Θεό, και τον άνθρωπό σου τίμησες και τον Θεό που τον πήρε δόξασες και τον εαυτό σου έχεις ωφελήσει.
Δάκρυσε στο μέτρο που δάκρυσε κι ο Κύριός σου για τον Λάζαρο. Δάκρυσε και ο Κύριος· κι έτσι, με το παράδειγμά Του, έχει θέσει και σε μας μέτρα, κανόνα και όρια της λύπης. Αυτά τα όρια, δεν πρέπει ποτέ να τα υπερβαίνουμε.
Το ίδιο μας διδάσκει και ο Απόστολος Παύλος: «Για εκείνους», λέει, «που έχουν κοιμηθεί, θέλω να ξέρετε, τι ακριβώς συμβαίνει, για να μη λυπάστε, σαν τους άλλους, που δεν έχουν ελπίδα». Να λυπάσαι, λέει ο Απόστολος, αλλά όχι σαν τους ειδωλολάτρες, που δεν έχουν ιδέα για την ανάσταση των νεκρών και γι’ αυτό δεν ελπίζουν στη μέλλουσα ζωή.
Σας λέω ειλικρινά πως ντρέπομαι και κοκκινίζω, όταν περπατάω έξω στους δρόμους της πόλης και συναντώ γυναίκες να κλαίνε γοερά, να χτυπιούνται, να τραβούν τα μαλλιά τους και να ξεσκίζουν το πρόσωπό τους. Και το πιο χειρότερο, αυτά τα κάνουν μπροστά στα μάτια των άλλων, που είναι άπιστοι κι ειδωλολάτρες. Θα έχουν πάρα πολύ δίκιο αυτοί, αν πουν για μας: Αυτοί είναι οι χριστιανοί, που πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών; Αυτοί είναι ασφαλώς, μόνο που δεν συμφωνούν τα λόγια με τα έργα τους. Με τα λόγια πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών, στην πράξη όμως συμπεριφέρονται σαν εκείνους που δεν έχουν καμιά ελπίδα. Αν πίστευαν πραγματικά πως υπάρχει ανάσταση, δεν θα έκαναν όλα αυτά που τώρα κάνουν. Αν ήταν βέβαιοι ότι ο άνθρωπός τους έφυγε, για να κληρονομήσει την επουράνια δωρεά, δεν θα θρηνούσαν τώρα έτσι απαρηγόρητα.
Αυτά και πολύ περισσότερα μας καταμαρτυρούν οι άπιστοι, όταν ακούν τα μοιρολόγια μας. Ας ντραπούμε λίγο και ας σοβαρευτούμε, για να μη βλάπτουμε και τον εαυτό μας και όσους μας βλέπουν να συμπεριφερόμαστε κατ’ αυτό τον τρόπο.
Εξήγησέ μου λίγο, για ποιο λόγο σπαράζεις και μοιρολογάς εκείνον που έφυγε; Αν ήταν κακός, πρέπει να ευχαριστείς τον Θεό, γιατί έδωσε τέλος στην κακία του. Αν πάλι ήταν καλόγνωμος, πρέπει να χαίρεσαι, γιατί τον πήρε έγκαιρα κοντά Του ο Θεός, πριν αλλάξει και χάσει τη σύνεσή του, εξαιτίας της κακίας. Εφυγε πια και βρίσκεται σε τόπο που είναι ασφαλισμένος· κι έτσι δεν κινδυνεύει να χάσει τη σωφροσύνη του.

Ισως όμως μου πεις ότι κλαις γιατί αυτός που έφυγε ήταν νέος. Δόξασε λοιπόν τον Θεό, που τον πήρε νωρίς στην επουράνια κληρονομιά. Αλλά κι αν ήταν γέρος, πάλι θα έπρεπε να ευχαριστείς και να δοξάζεις τον Θεό, γιατί τον πήρε κοντά Του και τον ξεκούρασε.
Να σεβαστείς, σε παρακαλώ, την ώρα της εξόδιας ακολουθίας. Ψάλλονται τόσα πολλά και ωραία τροπάρια, διαβάζονται τόσες ευχές. Είναι συγκεντρωμένος μεγάλος κύκλος πατέρων της Εκκλησίας και πνευματικών αδελφών χριστιανών. Αυτοί παρευρίσκονται, όχι για να βλέπουν εσένα αγανακτισμένον να κλαις και να οδύρεσαι, αλλά για να ευχαριστούν μαζί σου τον Θεό, που ανέπαυσε τον άνθρωπό σου. Γιατί γίνεται κι εδώ κάτι ανάλογο μ’ εκείνο που συμβαίνει, όταν πρόκειται να αναλάβει κανείς ένα σπουδαίο αξίωμα. Προπέμπουν όλοι εκείνον που πρόκειται να τιμηθεί με το αξίωμα, με επευφημίες και ζητωκραυγές. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και στην κηδεία. Φεύγει ο πιστός και πηγαίνει κοντά στον Θεό, για να λάβει την επουράνια κληρονομιά και να δεχθεί μεγαλύτερη τιμή και περισσότερη δόξα. Γι’ αυτό ακριβώς και τον προπέμπουν με ευχές και ψαλμωδίες, όχι μονάχα οι συγγενείς, αλλά σύσσωμη η Εκκλησία.
Ο θάνατος είναι ανάπαυση, είναι απαλλαγή από κόπους και μέριμνες βιοτικές. Γι’ αυτό και, όταν δεις κάποιον δικό σου να φεύγει από αυτή τη ζωή, μην αγανακτείς, αλλά στρέψου με κατάνυξη στον εαυτό σου. Εξέτασε τη συνείδησή σου. Αναλογίσου ότι, μετά από λίγο, το ίδιο τέλος περιμένει κι εσένα. Σοβαρέψου και κάνε το θάνατο του άλλου αφορμή για δική σου ανάνηψη. Σταμάτησε να ζεις αδιάφορα. Σκέψου, τι έχεις εσύ μέχρι τότε κάνει. Διόρθωσε τα λάθη σου, άλλαξε τη ζωή σου.
Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που ξεχωρίζει τους χριστιανούς από τους άπιστους. Αλλιώς κρίνουν οι χριστιανοί τα πράγματα. Ο άπιστος κοιτάζει τον ουρανό και τον προσκυνάει, γιατί νομίζει ότι ο ουρανός είναι ο Θεός. Στρέφεται ύστερα στη γη και τη λατρεύει σαν Θεό, θαυμάζοντας ό,τι υλικό υπάρχει επάνω της.

Οι χριστιανοί όμως δεν κάνουν το ίδιο. Βλέπουν τον ουρανό και δοξάζουν τον Δημιουργό του. Γιατί πιστεύουν ότι ο ουρανός είναι δημιούργημα και όχι Θεός. Η θέα της δημιουργίας χειραγωγεί τον πιστό προς τον Δημιουργό της. Ο άπιστος βλέπει τον πλούτο και τα επίγεια αγαθά και σαγηνεύεται. Βλέπει κι ο χριστιανός τον πλούτο και τον περιφρονεί. Είναι ο άπιστος φτωχός και οδύρεται. Ζει φτωχικά ο χριστιανός και χαίρεται. Διαφορετικά λοιπόν βλέπει ο χριστιανός τα πράγματα κι αλλιώς ο άπιστος.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το θάνατο. Βλέπει τον νεκρό ο άπιστος και τον θεωρεί οριστικά χαμένο. Τον βλέπει κι ο χριστιανός και τον θεωρεί, σαν να βρίσκεται αυτός σε βαθύ ύπνο. Συμβαίνει και στην περίπτωση του θανάτου ό,τι γίνεται και με τα γράμματα. Ολοι έχουμε τα ίδια μάτια και βλέπουμε τα διάφορα ψηφία. Εκείνοι που ξέρουν να διαβάζουν, εισπράττουν το μήνυμα που φέρουν μέσα τους, καθώς διαβάζονται τα γράμματα. Οσοι όμως δεν ξέρουν να διαβάζουν, βλέπουν βέβαια τα γράμματα, αλλά δεν παίρνουν κανένα μήνυμα από την ύπαρξή τους.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη ζωή μας. Με τα ίδια μάτια βλέπουμε τα γεγονότα, αλλά όχι και με το ίδιο πιστεύω. Εφόσον λοιπόν διαφέρουμε ως χριστιανοί από τους άπιστους, πώς είναι δυνατόν να συμπεριφερόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο μ’ αυτούς, όταν συμβεί να φύγει κάποιος δικός μας από αυτή εδώ τη ζωή;
3. Αναλογίσου, αγαπητέ μου, για ποιο λόγο έφυγε ο άνθρωπός σου από αυτή εδώ τη ζωή και παρηγορήσου. Αυτός τώρα βρίσκεται μαζί με τον Απόστολο Παύλο, με τον Απόστολο Πέτρο, με το χορό όλων των Αγίων. Αναλογίσου πως αυτός θα αναστηθεί με μεγάλη δόξα και λαμπρότητα. Με τα κλάματα και τους οδυρμούς δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτε απ’ όσα έχουν ήδη γίνει. Αντίθετα, θα κάνεις μεγάλο κακό στον εαυτό σου. Σκέψου, σε ποιους μοιάζεις με τα κλάματα και τα μοιρολόγια σου. Μη γίνεσαι κοινωνός της αμαρτίας των απίστων. Ποιούς μιμείσαι με τους οδυρμούς σου; Ποιούς άραγε ζηλεύεις; Ασφαλώς τους άπιστους. Αυτούς που δεν έχουν ελπίδα, καθώς είπε και ο Απόστολος Παύλος: «Για να μη λυπάστε, όπως εκείνοι που δεν έχουν ελπίδα». Πρόσεξε, τι ακριβώς θέλει να πει ο Απόστολος. Δεν είπε εκείνοι που δεν έχουν ελπίδα για ανάσταση, αλλά «αυτοί που δεν έχουν ελπίδα». Γιατί αυτός που δεν ελπίζει στη μέλλουσα Κρίση, δεν έχει καμιά ελπίδα. Αυτός δεν γνωρίζει ότι υπάρχει Θεός, ούτε συνειδητοποιεί τη ματαιότητα αυτού εδώ του κόσμου. Αυτός δεν πιστεύει στην Θεία Πρόνοια, η Οποία επιβλέπει και φροντίζει πάντοτε και διαρκώς για όλους και όλα.
Αυτός βέβαια που δεν γνωρίζει και δεν πιστεύει στον Θεό, είναι πιο ανόητος και από θηρίο, εφόσον έχει πετάξει από μέσα του κάθε ιερό και όσιο. Γιατί, όποιος δεν περιμένει ότι θα λογοδοτήσει για τα έργα του, αυτός δεν νοιάζεται ν’ αποκτήσει και την αρετή· κι ούτε βέβαια ενδιαφέρεται να αποβάλει την κακία.
Ας αποφεύγουμε λοιπόν να μοιάζουμε στη συμπεριφορά με τους άπιστους. Τώρα πια έχουμε καταλάβει το βάθος των πραγμάτων. Εχουμε διαπιστώσει πλέον την ανοησία και την παραφροσύνη των άπιστων ανθρώπων, οι οποίοι θρηνούν και κόπτονται κατ’ αυτό τον τρόπο. Γιατί και ο Απόστολος Παύλος, γι’ αυτό το λόγο σου έφερε τους άπιστους ως παράδειγμα. Σου τους ανέφερε ακριβώς, για να δεις σε ποιο λάθος πέφτεις, με το να τους μιμείσαι στη συμπεριφορά. Να φροντίζεις λοιπόν, να αποφεύγεις τη συμφωνία μαζί τους και να επανέλθεις στη δική σου, τη χριστιανική ευγένεια.
Αυτές τις αναφορές τις κάνει συχνά και σε άλλες περιπτώσεις ο απόστολος Παύλος. Γιατί θέλει να μας δείξει με ποιους μοιάζουμε στη συμπεριφορά, ώστε να ντραπούμε από τα χάλια μας και να αποφεύγουμε πλέον να ομοιωνόμαστε στην αμαρτία με τους άπιστους.
Γράφοντας λοιπόν ο απόστολος Παύλος προς τους Θεσσαλονικείς, έλεγε: «Καθένας να συγκρατεί το σώμα του και να το διατηρεί αγιασμένο και τιμημένο. Να μη γινόσαστε αιχμάλωτοι του πάθους της ατιμίας, όπως κάνουν οι ειδωλολάτρες, που δεν γνωρίζουν τον Θεό» (Α’ Θεσ. 4, 4-5). Και πάλι: «Να μη ζείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που συμπεριφέρονται σύμφωνα με τη ματαιότητα του λογισμού τους» (Εφεσ. 4, 17).
Κατά τον ίδιο τρόπο, γράφει και σ’ αυτή την περίπτωση ο Απόστολος και λέει: «Δεν θέλω να αγνοείτε, αδελφοί μου, όσα έχουν σχέση μ’ εκείνους που έχουν κοιμηθεί, για να μη λυπάσθε, όπως οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα». Γιατί δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα που μας κάνουν να λυπόμαστε, αλλά η προαίρεσή μας. Δεν είναι ο θάνατος του ανθρώπου που έφυγε, αλλά η αδυναμία αυτών που είναι στη ζωή και θρηνούν.
Τον πιστό λοιπόν άνθρωπο, κανένα από τα γεγονότα αυτής της ζωής δεν μπορεί να τον λυπήσει υπερβολικά. Αντίθετα, ο χριστιανός διαφέρει από τον άπιστο και σ’ αυτή ακόμη τη ζωή. Γιατί ο χριστιανός, στηριγμένος στην ελπίδα των μελλόντων, απολαμβάνει από τώρα τους καρπούς της πίστης του στον Χριστό, που είναι η απέραντη χαρά και η διαρκής ευφροσύνη. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος λέει: «Να χαίρεστε με τη χαρά του Κυρίου, πάντοτε» (Φιλιπ. 4, 4). Ωστε λοιπόν, δεν είναι λίγη η αμοιβή που έχουμε δεχθεί και πριν από την ανάσταση. Εχουμε λάβει τη δωρεά, ώστε να μη μας καταβάλλει κανένα κακό απ’ όσα μας συμβαίνουν, αλλά η ελπίδα των μελλόντων αγαθών, να γεμίζει την ψυχή μας παρηγοριά.
Οπως εμείς κερδίζουμε και σ’ αυτή τη ζωή και στην άλλη, έτσι και οι άπιστοι ζημιώνονται και τώρα, αλλά και μετά την έξοδό τους από αυτή τη ζωή. Και εδώ δηλαδή καταβάλλονται απ’ όσα λυπηρά τους συμβαίνουν, αλλά και μετά το θάνατο θα τιμωρηθούν, εξαιτίας της απιστίας τους στην ανάσταση.
Θα πρέπει λοιπόν, να ευχαριστούμε τον Θεό, όχι μονάχα γιατί θα αναστηθούμε, αλλά και για την ίδια την ελπίδα της ανάστασης, η οποία παρηγορεί την πονεμένη ψυχή και την ενισχύει να προσδοκά την ανάσταση και τη συνάντηση μ’ εκείνους που έχουν ήδη φύγει απ’ αυτήν εδώ τη ζωή.
Αν πρέπει για κάποιους να πονάμε και να πενθούμε, αυτό πρέπει να γίνεται για εκείνους που ζουν στην αμαρτία και όχι για εκείνους που έφυγαν απ’ αυτή τη ζωή.
Αυτό κάνει και ο απόστολος Παύλος, όταν γράφει στους Κορινθίους και λέει: «Μήπως, όταν έλθω εκεί, με ταπεινώσει ο Θεός και πενθήσω πολλούς» (Β’ Κορ. 12, 21). Δεν είπε, θα πενθήσω αυτούς που έφυγαν από τη ζωή, αλλά αυτούς που αμάρτησαν και δεν έχουν μετανοήσει για ό,τι έχουν κάνει.
Αυτούς πρέπει να κλαίμε. Ετσι συμβουλεύει και ο σοφός Σολομώντας και λέει: «Κλάψε τον νεκρό που έχασε το φως του ήλιου. Κλάψε όμως και τον ανόητο, γιατί έχασε τη σύνεση» (Εκκλησ. 22, 10). Κλάψε λίγο για εκείνον που έφυγε. Γιατί εκείνος έχει πλέον αναπαυθεί. Του ασύνετου όμως ανθρώπου η ζωή, είναι χειρότερη από το θάνατο. Και αν, αυτός που έχει χάσει τη σύνεση είναι άξιος θρήνων, τί θά ‘πρεπε να κάνει κανείς για εκείνον που έχει στερηθεί κάθε αρετή και έχει εκπέσει από την ελπίδα στον Θεό;
Αυτούς εμείς πρέπει να πενθούμε. Γιατί αυτό το πένθος έχει αξία. Αυτούς πολλές φορές, με το να τους κλαίμε σαν χαμένους, τους διορθώνουμε. Το να θρηνούμε όμως γι’ αυτούς που έχουν φύγει από αυτή τη ζωή, είναι εντελώς ανόητο και βλαβερό.
Ας μην αντιστρέφουμε λοιπόν τα πράγματα, αλλά ας κλαίμε μονάχα για την αμαρτία. Ολα τ’ άλλα, είτε είναι φτώχεια, είτε αρρώστια, είτε πρόωρος θάνατος, είτε κάποια προσβολή ή συκοφαντία που μας έγινε, είτε ο,τιδήποτε άλλο κακό, από αυτά που μας συμβαίνουν σ’ αυτή τη ζωή, να τα υπομένουμε με γενναιότητα. Γιατί, αυτές οι συμφορές, αν τις αξιοποιήσουμε, γίνονται αφορμή για περισσότερα στεφάνια.
4. Θα μπορούσες ίσως να ρωτήσεις: Πώς μπορεί να είναι κανείς άνθρωπος και να μην πονάει; Εγώ όμως θα σου απαντήσω το αντίθετο. Πώς μπορεί να είναι κανείς άνθρωπος και να πονάει, τη στιγμή που έχει τιμηθεί από τον Θεό με το νου και τη λογική, και παράλληλα, με την ελπίδα των μελλόντων αγαθών;
Ισως να με ξαναρωτήσεις. Υπάρχει κανείς που δεν έχει κυριευθεί από αυτό το πάθος; Σου απαντώ: Υπάρχουν και μάλιστα πολλοί. Υπάρχουν παντού στον κόσμο, και ανάμεσα σ’ όσους βρισκόμαστε τώρα στη ζωή, αλλά και μεταξύ των προγόνων μας. Ακουσε, για παράδειγμα, τι είπε ο Ιώβ, όταν έφυγαν απ’ αυτή τη ζωή όλα τα παιδιά του: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος και τα πήρε. Οπως θεώρησε ο Κύριος καλό, έτσι και έγινε. Ας είναι το Όνομα του Κυρίου ευλογημένο» (Ιώβ 1, 21).
Είναι βέβαια, αξιοθαύμαστα αυτά και μόνο που τα ακούει κανείς. Αν όμως σταθείς με προσοχή και τα μελετήσεις, τότε θα δεις καθαρότερα το θαύμα. Αναλογίσου ότι δεν του πήρε τα μισά παιδιά και του άφησε τα υπόλοιπα, ούτε του πήρε τα περισσότερα και του άφησε τα λιγότερα. Τρύγησε ο διάβολος όλο τον καρπό, αλλά δεν ξέκανε το δέντρο. Εριξε πάνω του όλη τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, αλλά το σκάφος δεν το καταπόντισε. Εβαλε όλη τη δύναμή του, αλλά δεν γκρέμισε τον πύργο. Έμεινε όρθιος ο Ιώβ, αν και δεχόταν από παντού χτυπήματα. Εμεινε ασάλευτος, αν και χιλιάδες βέλη έπεφταν καταπάνω του. Χτυπήθηκε από παντού, μα εκείνος δεν πληγώθηκε. Τα βέλη ρίχνονταν βροχή, αλλά αυτόν καθόλου δεν τον εύρισκαν.
Αναλογίσου, πόσο βαρύ πράγμα είναι να δει κανείς να φεύγουν από τη ζωή όλα τα παιδιά του μαζί! Τί να πρωτοαντιμετώπιζε ο Ιώβ; Το ότι έφυγαν τα παιδιά του ή το ότι αρπάχθηκαν όλα μαζί, σε μια ημέρα; Τί να πρωτοαντέξει ένας πατέρας; Το ότι ήταν όλα τα παιδιά στο άνθος της ηλικίας τους ή το ότι όλα ήταν καλόγνωμα και ενάρετα; Πώς να ερμηνεύσει τον τρόπο με τον οποίο έφυγαν αυτά από τη ζωή; Πώς να κατασιγάσει τη φλογερή αγάπη που έτρεφε για το καθένα; Πώς να φιμώσει τη φιλόστοργη, πατρική καρδιά του, αυτή που ήταν και η μεγαλύτερη πληγή του; Γιατί, αν χάσει ένας γονιός τα αμαρτωλά και κακότροπα παιδιά του, ασφαλώς πληγώνεται και πονάει, αλλά όχι υπέρμετρα. Γιατί η κακία των παιδιών μειώνει την ένταση της οδύνης του πατέρα. Οταν όμως τα παιδιά είναι φιλόστοργα και ενάρετα, το τραύμα του γονιού γίνεται βαθύτερο, η μνήμη τους μένει αξέχαστη, η συμφορά του απαράκλητη. Τότε, το δηλητηριασμένο κεντρί γίνεται διπλό. Από τη μια μεριά πονάει ο πατέρας, εξαιτίας της φυσικής φιλοτεκνίας και από την άλλη, θρηνεί για την αρετή και τη σωφροσύνη των παιδιών του.
Ο Ιώβ, σαν καλός πατέρας, φρόντιζε να προσφέρει κάθε πρωί θυσίες για τα παιδιά του. Γιατί φοβόταν και ανησυχούσε για τις ενδεχόμενες, κρυφές αμαρτίες τους. Τίποτα δεν αγαπούσε ο Ιώβ περισσότερο από τα παιδιά του. Αυτό σαφώς είναι δείγμα, όχι μονάχα της αρετής των παιδιών, αλλά και της φιλοστοργίας του πατέρα. Γι’ αυτό λοιπόν, αφού και αυτός ήταν τόσο φιλόστοργος και αγαπούσε και ως πατέρας τα παιδιά του, αλλά και τα φρόντιζε λόγω της αρετής τους, η φωτιά και ο καημός της έλλειψής τους ήταν τριπλός.
Αν τα παιδιά έφευγαν σε διαφορετικό χρόνο το καθένα, πάλι κάπως θα εύρισκε ο Ιώβ παρηγοριά. Γιατί αυτά πού θά ‘μεναν πίσω, θα ανακούφιζαν τη λύπη και τη στέρηση εκείνων που έφυγαν. Οταν όμως φεύγουν όλα μαζί, πού να γυρίσει και ποιόν να δει ο πολύτεκνος Ιώβ, εκείνος που σε μια στιγμή έγινε άτεκνος;
Μαζί με τις άλλες συμφορές όμως, έπεσε και αυτή. Αρπάχτηκαν σε μια στιγμή κι έφυγαν όλα τα παιδιά μαζί. Όταν φεύγει κανείς σε διάστημα λίγων ημερών, όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι θρηνούν απαρηγόρητα την έλλειψή του. Πόσο περισσότερο όμως θα πόνεσε ο Ιώβ, ο οποίος τα έχασε όλα μαζί, όχι σε λίγες μέρες, αλλά σε μια στιγμή; Για τα γεγονότα που κανείς έχει χρόνο να τα σκεφθεί και να τα αντιμετωπίσει με το λογικό του, έχει τη δυνατότητα, όσο δύσκολα κι αν αυτά είναι, να προετοιμάσει τον εαυτό του ψυχικά και να τα σηκώσει πιο εύκολα. Κάτι όμως που από μόνο του είναι τόσο βαρύ, φανταστείτε πόσο πιο ασήκωτο γίνεται, όταν σ’ αυτό το βάρος προστεθεί και το ξαφνικό και το απροσδόκητο. Εκείνο πια γίνεται αφόρητο και ξεπερνά κάθε όριο της ανθρώπινης λογικής.
Θα προσθέσω ακόμα και κάτι βαρύτερο. Ολα τα παιδιά του Ιώβ ήταν νέα, πάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Γνωρίζετε, ασφαλώς, τι βάρος και τι συμφορά είναι ο πρόωρος θάνατος και πόσο διαφορετικό κάνει το πένθος. Και για τα παιδιά του Ιώβ, ο θάνατος δεν ήταν μόνο πρόωρος, αλλά και βίαιος, κάτι που είναι σίγουρα βαρύτερο. Γιατί αυτά δεν έφυγαν από το κρεβάτι που κοίτονταν άρρωστα, αλλά καταπλακώθηκαν από το σπίτι που γκρεμίστηκε.
Για σκέψου λοιπόν, σε τι κατάσταση βρισκόταν εκείνος ο πατέρας, την ώρα που έσκαβε στα χαλάσματα και τραβούσε ένα μέλος κάποιου παιδιού του! Για αναλογίσου τον, να ανασύρει ένα χέρι που ακόμα κρατούσε το μπουκάλι ή ένα άλλο, που ήταν απλωμένο προς το πιάτο. Για φαντάσου εκείνον τον πατέρα, που έβλεπε λιωμένα τα σώματα των παιδιών του, που ατένιζε σπασμένο το κεφάλι ή τη μύτη, βγαλμένα τα μάτια, χυμένα τα μυαλά και γενικά, τα πάντα τόσο κακοποιημένα, ώστε να μην είναι σε θέση να τα αναγνωρίσει απ’ τη μορφή τους, ακόμα κι αυτός ο ίδιος ο πατέρας τους!
Συγκλονιστήκατε, καθώς τ’ ακούτε όλα αυτά και γέμισαν τα μάτια σας δάκρυα; Σκεφθείτε λοιπόν, τι άνθρωπος ήταν εκείνος ο πατέρας, που άντεχε να τα βλέπει όλα αυτά! Αν εμείς, μετά από τόσους αιώνες, δεν αντέχουμε ούτε να τ’ ακούμε όλα αυτά, παρόλο που δεν έχουν καμιά σχέση με εμάς και τη ζωή μας, τι διαμάντι ήταν εκείνος ο άνθρωπος! Πώς μπορούσε να τα βλέπει και να τα ζει όλα αυτά; Και πώς αντιμετώπισε με τόση πίστη και σύνεση όχι τις ξένες, αλλά τις δικές του συμφορές;
Ο Ιώβ όμως ούτε απελπίστηκε, ούτε είπε: Τί άραγε να σημαίνουν όλα αυτά; Αυτή είναι η αμοιβή μου για την καλοσύνη μου; Γι’ αυτό εγώ είχα συνεχώς ανοιχτό το σπίτι μου στους ξένους, για να δω αυτό το σπίτι να γίνεται ο τάφος των παιδιών μου; Γι’ αυτό εγώ τους δίδαξα την αρετή και το σωστό τρόπο ζωής, για να χαθούν τώρα με τέτοιο θάνατο;
Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δεν είπε ο Ιώβ. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν σκέφθηκε. Τα υπέμεινε όλα με γενναιότητα, αν και όλα τά ‘χασε, μετά από τόση αρετή και τέτοια φροντίδα. Εμοιαζε ο Ιώβ σαν εκείνο τον μεταλλουργό που λιώνει χρυσό και φτιάχνει ανδριάντες. Ετσι αυτός παιδαγωγούσε κι έπλαθε τις ψυχές των παιδιών του, στολίζοντάς τες με μύριες καλοσύνες κι αρετές.
Εμοιαζε ακόμα ο Ιώβ με τον φιλόπονο εκείνον γεωργό, ο οποίος ποτίζει τα φυτώρια με τους φοίνικες και τα ελιόδεντρα, τα περιποιείται και τα περιβάλλει με φράχτες. Ετσι έκανε κι αυτός. Φρόντιζε του κάθε παιδιού του την ψυχή, σαν να ‘ταν ελιά καρποφόρα, ώστε με την περιποίηση να της αυξήσει την καρποφορία της αρετής.
Είδε όμως ο Ιώβ, σε μια στιγμή, όλα τα φυτά του ξεριζωμένα από την επίθεση του εχθρού και πεταμένα κάτω στο χώμα. Υπέμεινε όμως τον τραγικό ξεριζωμό τους, χωρίς να ξεστομίσει κάτι βλάσφημο ενάντια στο Θεό. Αντίθετα, Τον ευχαριστούσε και Τον δοξολογούσε, δίνοντας έτσι θανάσιμο πλήγμα στον Πονηρό.
5. Μπορεί ίσως κάποιος να πει: Ναι, αλλά ο Ιώβ είχε πολλά παιδιά, ενώ ο άλλος έχει χάσει το μονάκριβό του. Συμφωνώ μ’ αυτό. Πρέπει όμως να ξέρεις ότι του Ιώβ το πένθος είναι πολύ βαρύτερο. Γιατί, ποιό ήταν, αλήθεια, το όφελος από την πολυτεκνία του; Δέχτηκε πολλαπλές συμφορές. Χτυπήθηκε τόσες φορές, όσα ήταν και τα παιδιά του. Γι’ αυτό ακριβώς ήταν μεγαλύτερη η συμφορά και πικρότερη η οδύνη του.
Θέλεις όμως να σου μιλήσω και για κάποιον άλλο που είχε κι αυτός ένα μονάκριβο παιδί κι επέδειξε την ίδια, για να μην πω και μεγαλύτερη ανδρεία, από εκείνη του Ιώβ; Αναλογίσου τον πατριάρχη Αβραάμ, ο οποίος δεν είδε τον Ισαάκ πεθαμένο, αλλά του συνέβη κάτι χειρότερο και πιο οδυνηρό. Πήρε εντολή από τον Θεό να σφάξει ο ίδιος το παιδί του! Κι ο Αβραάμ δεν αντιλόγισε, δεν οργίστηκε κατά του Θεού και ούτε πάλι Του είπε κάτι σαν κι αυτό: Γι’ αυτό λοιπόν επέτρεψες, Θεέ μου, να γίνω πατέρας; Για να με κάνεις τώρα παιδοκτόνο; Καλύτερα θα ήταν να μη μου τον είχες καθόλου χαρίσει απ’ την αρχή τον Ισαάκ, παρά τώρα που μου τον έδωσες, να μου τον πάρεις, και μάλιστα, με τέτοιο τρόπο. Θέλεις τώρα να τον πάρεις; Ας είναι. Γιατί όμως με βάζεις να τον σκοτώσω εγώ και να μολύνω το χέρι μου με το αίμα του παιδιού μου; Εσύ δεν ήσουν Εκείνος που μου είχες υποσχεθεί ότι από τους απογόνους αυτού του παιδιού θα γέμιζες την οικουμένη από την γενιά μου; Πώς λοιπόν τώρα θα δώσεις τους καρπούς, αφού έδωσες εντολή να καταστραφεί η ρίζα; Πώς πάλι μου υπόσχεσαι απογόνους, αφού τώρα προστάζεις να σφάξω με τα χέρια μου το παιδί μου; Πότε άλλοτε έγινε και πότε ακούστηκε κάτι παρόμοιο στον κόσμο; Μήπως δεν έχω καταλάβει καλά τούτη την προσταγή ή μήπως έχω χάσει πια τα λογικά μου;
Δεν είπε όμως τίποτα τέτοιο ο Αβραάμ, ούτε καν που πέρασε κάτι τέτοιο απ’ το μυαλό του. Δεν αντιμίλησε σ’ Εκείνον που έδινε την εντολή, ούτε πάλι Του ζήτησε γι’ αυτήν ευθύνες. Αντίθετα, μόλις πήρε το πρόσταγμα που έλεγε «πάρε το παιδί σου το αγαπημένο, αυτό που τόσο αγάπησε η ψυχή σου, τον Ισαάκ, κι ανέβασέ το πάνω στο βουνό που θα σου πω» (Γεν. 22, 2), με τόσο μεγάλη προθυμία εκπλήρωσε την εντολή, ώστε έφθασε στο σημείο να κάνει περισσότερα απ’ όσα η Θεία εντολή του ζητούσε. Γιατί, ούτε στη γυναίκα του είπε τίποτα ο Αβραάμ, ούτε στους υπηρέτες που είχε μαζί του, αυτούς μάλιστα τους ξεγέλασε και τους άφησε πίσω. Πήρε μονάχα εκείνον που προοριζόταν για τη θυσία, κι ανέβηκε στο βουνό. Ετσι εφάρμοσε με όλη την καρδιά του ο Αβραάμ την εντολή του Θεού.
Αναλογίσου λοιπόν, τι αξιοθαύμαστο που ήταν να μιλάει μονάχος του με το παιδί! Και μάλιστα, όντας μέσα του τόσο πληγωμένος και πονεμένος! Η πικραμένη στοργή του, εκείνη τη στιγμή, θα αναζητούσε ασφαλώς τρόπο για περισσότερο έντονη έκφραση. Κι αυτό, όχι για λίγο, για μια-δυο στιγμές, αλλά για πολλές, συνεχείς ημέρες.
Πράγματι, αν ο Αβραάμ εκτελούσε αμέσως την εντολή του Θεού, θα ήταν βέβαια πολύ θαυμαστό πράγμα. Το πιο αξιοθαύμαστο όμως δεν ήταν αυτό, αλλά τούτο που θα σας πω στη συνέχεια: Βασάνιζε και γύμναζε την ψυχή του για πολλές ημέρες ο Αβραάμ, χωρίς να του συμβεί κάτι, που καθένας θά ‘νιωθε, απέναντι στο μελλοθάνατο παιδί του. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Θεός σήκωσε τον πήχυ του αθλήματος, για να απολαύσεις και συ τώρα, άνθρωπε, το άθλημα του μεγάλου αυτού ανθρώπου.
Ηταν, στ’ αλήθεια, αθλητής ο Αβραάμ. Γιατί δεν πάλεψε με άνθρωπο, αλλά με την ίδια, την τυραννική εξουσία της φύσης. Ποιά λόγια θα μπορούσαν, πραγματικά, να παραστήσουν την ανδρεία του; Ανέβασε στο βωμό το παιδί, το έδεσε χειροπόδαρα, το έβαλε πάνω στα στοιβαγμένα ξύλα και άρπαξε το μαχαίρι, έτοιμος για να δώσει σε μία στιγμή το χτύπημα.
Πώς να το πω; Δεν ξέρω με ποιόν τρόπο να το ιστορήσω. Μονάχα εκείνος που τα έκανε όλα αυτά, μονάχα αυτός γνωρίζει τα καθέκαστα. Γιατί, ποτέ και κανένας λόγος, δεν θα μπορέσει να παραστήσει πως έγινε και δεν ξεράθηκε το χέρι του. Πως δεν παρέλυσαν τα νεύρα του. Πως δεν συγκλονίστηκε από το άκακο βλέμμα του χιλιοαγαπημένου μοναχογιού του.
Θα άξιζε όμως εδώ να θαυμάσουμε και τον Ισαάκ. Γιατί κι εκείνος, όπως κι ο πατέρας του, ο Αβραάμ, υπάκουσε στον Θεό. Οπως ο Αβραάμ, όταν πήρε από τον Θεό την εντολή, δεν ζήτησε το λόγο, δεν ρώτησε την αιτία που έκανε τον Θεό να δώσει ένα τέτοιο πρόσταγμα, έτσι έκανε και ο Ισαάκ. Οταν τον έδεσε ο πατέρας του και τον ανέβασε στο βωμό, δεν είπε: Γιατί το κάνεις αυτό, πατέρα μου; Αντίθετα, έσκυψε υποτακτικά τον αυχένα στο χέρι το πατρικό.
Ετσι μπορούσε κανείς να δει τον πατέρα συγχρόνως και ιερέα. Και να προσφέρεται παράλληλα αναίμακτη θυσία, ως ολοκαύτωμα, αλλά χωρίς φωτιά. Θυσία που προτύπωνε, με εκείνο που γινόταν πάνω στο βωμό, το θάνατο και την ανάσταση των νεκρών. Γιατί ο Αβραάμ και έσφαξε, αλλά συγχρόνως, δεν έσφαξε το παιδί του. Δεν το έσφαξε με το χέρι, αλλά με την προθυμία που έδειξε στην εκτέλεση της εντολής του Θεού. Και ο Θεός βέβαια γι’ αυτό του έδωσε μια τέτοια εντολή, όχι γιατί ήταν θέλημά Του να χυθεί αίμα, αλλά επειδή ήθελε να δείξει σε σένα, άνθρωπέ μου, τη διάθεση του πατριάρχη. Επειδή ήθελε να κάνει γνωστό σ’ ολόκληρη την οικουμένη εκείνον τον γενναίο άνθρωπο.
Ετσι διδάσκει κι εμάς, τους μεταγενέστερους, ότι πρέπει καθένας μας να προτιμάει να εκτελεί τις εντολές του Θεού, περισσότερο και από αυτά τα ίδια τα παιδιά του· περισσότερο και από τη φύση και από όλα τα υπάρχοντά του, αλλά και από αυτή ακόμα τη ζωή του.
Κατέβηκε έτσι ο Αβραάμ από το βουνό, έχοντας ζωντανό τον μάρτυρα γιο του Ισαάκ.
Λέγε μου τώρα, πού θα βρούμε εμείς έλεος! Τί απολογία θα δώσουμε εμείς στον Θεό που, ενώ έχουμε δει εκείνον τον γενναίο Αβραάμ να υπακούει τόσο πρόθυμα στον Θεό και να Του τα δίνει όλα για όλα, δυσφορούμε και αντιδρούμε για ό,τι μας βρίσκει στη ζωή;
Μη μου μιλήσεις για πένθος ή για βαριά συμφορά. Τούτο μόνο να προσέξεις καλά, ότι δηλαδή όλο αυτό το βαρύ χτύπημα το ξεπέρασε ο Αβραάμ. Ήταν αρκετή, και μόνο η εντολή του Θεού, να τον φέρει σε πολύ δύσκολη θέση και να κλονίσει την πίστη του σ’ Αυτόν. Γιατί ποιός άλλος στ’ αλήθεια θα εξακολουθούσε, μετά από μια τέτοια εντολή, να πιστεύει ότι δεν τον είχε ξεγελάσει ο Θεός, μ’ όσα του είχε υποσχεθεί, με το πλήθος δηλαδή των απογόνων που θ’ αποκτούσε; Ο Αβραάμ όμως καθόλου δεν σκέφθηκε κάτι τέτοιο για τον Θεό.
Ο Ιώβ, επίσης, επέδειξε την ίδια πίστη κατά την ώρα της συμφοράς του. Και γι’ αυτό εδώ, κυρίως, πρέπει κανείς να τον θαυμάζει: Μετά από τόση αρετή, μετά από τόσες φιλανθρωπίες και ελεημοσύνες και χωρίς, τόσο η δική του συνείδηση, όσο και των παιδιών του, να βαρύνεται για κάτι πονηρό, όταν είδε την παράδοξη, απροσδόκητη και υπέρμετρη συμφορά -συμφορά που ποτέ και σε κανέναν από τους μεγαλύτερους κακούργους δεν είχε συμβεί- δεν αντέδρασε, όπως θα αντιδρούσε καθένας από μας. Δεν θεώρησε ότι άσκοπα και ανώφελα ζούσε ενάρετη ζωή, ούτε είπε πως ήταν λάθος και πως ήταν ανυπόστατα όλα εκείνα που πριν πίστευε.
Γι’ αυτά λοιπόν πρέπει και τους δυο αυτούς να τους θαυμάζουμε, να τους ζηλεύουμε και να μιμούμαστε την αρετή τους.
Και ας μη μου πει κανείς ότι αυτοί οι δυο ήταν κάτι το εξαιρετικό· πως ήταν και οι δυο τους μεγάλοι και αξιοθαύμαστοι. Γιατί κι εγώ θα του απαντήσω: Από μας τώρα, που ζούμε στην εποχή της Καινής Διαθήκης, πρέπει να περιμένει κανείς μεγαλύτερη πίστη, παρά από εκείνους που έζησαν παλιότερα, στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Γιατί ο Χριστός μας είπε: «Αν δεν ξεπεράσετε στη δικαιοσύνη τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, δεν θα εισέλθετε στη Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 20).
Ας σωφρονιστούμε λοιπόν κι ας έλθουμε στα συγκαλά μας. Ας αναλογιστούμε όλα, όσα έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα για την ανάσταση των νεκρών και όλα, όσα έχουν σχέση, με αυτούς τους αγίους ανθρώπους. Ας τα υπενθυμίζουμε όλα αυτά συνεχώς στις ψυχές μας. Ας τα διατηρούμε μέσα μας, όχι μονάχα κατά τον καιρό του πένθους, αλλά και όταν δεν μας βαραίνει κάποιος ιδιαίτερος ψυχικός πόνος ή πειρασμός.
Αυτός ακριβώς ήταν κι ο λόγος που έκανε κι εμένα σήμερα να σας μιλήσω γι’ αυτό το θέμα —παρόλο που δεν βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε κατάσταση ολιγοψυχίας— ώστε, αν κάποτε σας βρει μια τέτοια συμφορά, να τα ξαναφέρετε αυτά στο νου σας, για να αντλείτε από αυτά πολλή παρηγοριά. Και οι στρατιώτες, όταν υπάρχει ειρήνη, ασχολούνται και μελετούν τα σχετικά με τον πόλεμο θέματα· ώστε, όταν έρθει η ώρα της μάχης και όταν η περίσταση το απαιτήσει, να δείξουν επί τόπου τις γνώσεις και την εμπειρία τους. Κι έτσι να προχωρήσουν στην εφαρμογή όλων αυτών που έμαθαν τον καιρό της ειρήνης.
Κι εμείς λοιπόν, ας προετοιμάσουμε για τον εαυτό μας, ενόσω ακόμα βρισκόμαστε σε καιρό ειρήνης, όπλα και φάρμακα κατάλληλα για την ώρα της πνευματικής αναμέτρησης. Ετσι, αν κηρυχθεί κάποτε εναντίον μας ο πόλεμος των παθών ή η μάχη του πένθους και της οδύνης ή ο,τιδήποτε άλλο παρόμοιο, να είμαστε εξοπλισμένοι κι ολόγυρα καλά περιφραγμένοι, για να αντιμετωπίσουμε, με εμπειρία και επιτυχία, όλες τις προσβολές του Πονηρού.
Ας περιτειχίσουμε ολόγυρα τον εαυτό μας με ορθούς λογισμούς. Ας αποκτήσουμε σαν όπλο ισχυρό, τη γνώση του Θείου θελήματος. Ας αξιοποιήσουμε τα παραδείγματα των γενναίων ανδρών, τους βίους των πνευματικών Πατέρων και Διδασκάλων μας και ό,τι άλλο ανάλογο.
Γιατί έτσι θα μπορέσουμε να διανύσουμε και αυτή εδώ τη ζωή χαρούμενα, αλλά και θα αξιωθούμε να εισέλθουμε στη Βασιλεία των ουρανών, με τη Χάρη του Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, καθώς και στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες, των αιώνων. Αμήν.