Σελίδες

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Η μεταφορά των αρρήτων ακτίστων ρημάτων με κτιστά ρήματα και νοήματα Τα όρια τών κτιστών νοημάτων π. Ι. Ρωμανίδης





Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'



Οι Θεούμενοι, που μετέχουν του δοξασμού, μεταφέρουν αυτήν την εμπειρία στον λαό, προκειμένου να τον καθοδηγήσουν προς την εμπειρία του δοξασμού. Τα κτιστά ρήματα και νοήματα που χρησιμοποιούν δεν είναι δυνατόν να ταυτισθούν με τα άρρητα-άκτιστα ρήματα της εμπειρίας του δοξασμού. Ακόμη και στον φωτισμό και την νοερά προσευχή υπάρχουν κτιστά ρήματα και νοήματα.

«Οι Πατέρες έφεραν πάντοτε ως κλασσικό παράδειγμα τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τους θεολογικούς λόγους του Γρηγορίου του Θεολόγου, που φαίνεται σαφώς ότι ο Θεός υπερβαίνει όλα τα ρήματα και τα νοήματα. Είναι αυτό που είπε ότι τον Θεόν στην σωτηρία και δεν ταυτίζονται με την φιλοσοφική μεθοδολογία. Εδώ βρίσκεται η διαφορά μεταξύ Πατέρων και αιρετικών.

Οι Αρειανοί έλεγαν ότι ο εμφανιζόμενος στους Προφήτες Λόγος ήταν κτιστός. Οι Πατέρες αντέταξαν, από την εμπειρία τους, ότι ο Λόγος είναι άκτιστος, και γι’ αυτό έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα, οπότε χρησιμοποίησαν τον όρο-ρήμα «ομοούσιος».

Έτσι, ο όρος «ομοούσιος» είναι το ρήμα που μας βοηθά να καταλάβουμε λογικά το θέμα, αλλά δεν καταργεί το νόημα, αποβλέπει δε να μας οδηγήση στην θέωση. Άλλωστε το άκτιστο ποτέ δεν μπορεί να ταυτισθή με το νόημα, γιατί, αν γινόταν αυτό, θα ήταν ειδωλολατρεία.

«Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πατέρες λένε, οποίος ταυτίσει τα νοήματα, τα ρητά, τα κτιστά νοήματα με τα άκτιστα, είναι ειδωλολάτρης. Είναι ειδωλολατρεία να ταυτίζουμε δηλαδή τον Θεό με κάποια ιδέα που εμείς έχουμε περί του Θεού μέσα στον εαυτό μας. Νομίζουμε ότι η ιδέα μας περί τού Θεού είναι ο Θεός. Όταν ταυτίζουμε την ιδέα μας με τον Θεό, είναι ειδωλολατρεία πλέον. Αυτό είναι το είδωλο».

Οι Άγιοι Πατέρες πίστευαν ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστων και κτιστών και κατά συνέπεια δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ αρρήτων-ακτίστων ρημάτων και κτιστών ρημάτων και νοημάτων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν δέχονταν την μεταφυσική. Ο Θεός και τότε που περιγράφεται είναι απερίγραπτος.

Μόνον εκείνος που βρίσκεται στην κατάσταση της καθάρσεως και του φωτισμού αντιλαμβάνεται το νόημα των κτιστών ρημάτων. Αντίθετα, «εκείνος που δεν είναι στην κατάσταση της καθάρσεως και του φωτισμού, τα νοήματα και τα ρήματα που χρησιμοποιεί για τον Θεό είναι καθαρά ειδωλολατρικά και δεν έχουν ανταπόκριση προς την πραγματικότητα».

Ο σκοπός των κτιστών ρημάτων, νοημάτων και εικονισμάτων, τόσο στην Αγία Γραφή, όσο και στα πατερικά και συνοδικά κείμενα, είναι να θεραπεύσουν τον άνθρωπο δια της καθάρσεως και του φωτισμού και να τον οδηγήσουν στην θέωση, την εμπειρία του δοξασμού.

«Τα λόγια της Αγίας Γραφής, τα ρητά και τα νοήματα που χρησιμοποιούνται στην Αγία Γραφή δεν έχουν σκοπό να μεταφέρουν νοήματα και ρήματα που ταυτίζονται με την πραγματικότητα που λέγεται Θεός. Ο σκοπός των νοημάτων και ρημάτων της Αγίας Γραφής είναι να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, όπως διδάσκουν κυρίως οι ασκητικοί Πατέρες, να απόκτηση την γνώση, την προφητεία. Και όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, τότε τα πάντα καταργούνται και το μόνο πράγμα που μένει είναι η αγάπη, η οποία είναι η ελευθερία».

Όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωση, τότε καταργούνται τα ρήματα περί των ακτίστων, χωρίς όμως να καταργούνται τα νοήματα περί των κτισμάτων και της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού.

«Οι εκφράσεις και τα νοήματα και τα ρήματα περί Θεού έχουν έναν μοναδικό σκοπό: την θεραπεία του ανθρώπου, η οποία επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος περάση από τον φωτισμό στην θέωση.

Και το παράδοξο της εμπειρίας της Θεώσεως είναι ότι στην εμπειρία της Θεώσεως όλα τα νοήματα, όχι όλα τα νοήματα, αλλά όλα τα νοήματα περί Θεού, καταργούνται, όταν ο άνθρωπος αντικρύση την πραγματικότητα που είναι το άκτιστο, την άκτιστη πραγματικότητα. Δεν καταργούνται, βέβαια, τα νοήματα περί των κτισμάτων ούτε τα νοήματα περί της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού κ.ο.κ. Τα νοήματα που καταργούνται είναι τα περί ακτίστων».

Όμως, οι αιρετικοί δεν κατάλαβαν ποτέ αυτήν την βασική Ορθόδοξη αρχή, και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν κατά διαφορετικό τρόπο και λόγο τα κτιστά ρήματα και νοήματα, δηλαδή τα χρησιμοποιούσαν για να φιλοσοφήσουν πάνω σε αυτά.

«Οι αιρετικοί προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κτιστά ρήματα, για να βγάλουν φιλοσοφικά νοήματα, ενώ τα κτιστά ρήματα της Αγίας Γραφής και της Παραδόσεως δεν έχουν σκοπό να γίνουν φορείς φιλοσοφικών νοημάτων περί Θεού, ώστε ο άνθρωπος να έχη μία γνώση περί του Θεού δια της λογικής. Όχι, δεν είναι αυτός ο σκοπός.

Η προσπάθεια των αιρετικών είναι να αφανίσουν την διάκριση μεταξύ Θεώσεως και φωτισμού, που χρησιμοποιούνται τα νοήματα για να ταυτίσουν την νόηση με την θέωση, ώστε να νομίζουν ότι οι ίδιοι με την διανόηση έχουν φθάσει στην ακμή των γνώσεων περί Θεού, ώστε να γνωρίζουν αυτοί καλύτερα από αυτούς, που έχουν φθάσει στην θέωση».

Από αυτήν την αντίληψη προέρχεται ο στοχασμός στην θεολογία, που κατάληξη του είναι ο σχολαστικισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου