Πηγή: «Η οντολογία τού προσώπου»: η συστηµατική παρερµηνεία τών αγίων Αθανασίου, Καππαδοκών και Μαξίµου από τον Μητροπολίτη Περγάµου Ιωάννη Ζηζιούλα. Ναύπακτος, Φεβρουάριος 2016. Σελ. 49-52.
Αναδημοσίευση από pdf: http://www.parembasis.g
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους θεολογικούς του λόγους αντιµετώπισε και κονιορτοποίησε τους Ευνοµιανούς, πού ήταν η κυριότερη µερίδα τών Αρειανών στην εποχή του. Στον τρίτο θεολογικό του λόγο αναφέρεται διεξοδικά στο θέµα τού Υιού και Λόγου τού Θεού, ήτοι τής γεννήσεως από τον Πατέρα.
Στην αρχή, αναλύοντας τις κύριες απόψεις που υπάρχουν για τον Θεό, αναφέρει τρεις, ήτοι την αναρχία, την πολυαρχία και την µοναρχία. Οι δύο πρώτες υποστηρίζονται από τους ειδωλολάτρες, ενώ σε µάς «µοναρχία το τιµώµενον». Αλλά όταν κάνη λόγο για την µοναρχία, γράφει ότι δεν περιορίζεται σε ένα Πρόσωπο, «ουχ ην έν περιγράφει πρόσωπον». Πρόκειται για την µοναρχία την οποία «φύσεως οµοτιµία συνίστησι» ή σύµπνοια γνώµης, ή ταυτότητα τής κινήσεως και η συµφωνία µε το ένα πρόσωπο, πράγµα το οποίο δεν γίνεται στην κτιστή φύση. Ο Πατήρ είναι αίτιος τής γεννήσεως τού Υιού και τής εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύµατος, αλλά υπάρχει ισοτιµία τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος. Καίτοι υπάρχει διαφορά στον αριθµό, όµως δεν τέµνονται τα πρόσωπα ως προς την ουσία. Ο Πατήρ είναι γεννήτωρ τού Υιού και προβολεύς τού Αγίου Πνεύµατος «απαθώς και αχρόνως και ασωµάτως», αλλά υπάρχει µια φύση στον Τριαδικό Θεό112.
Στην συνέχεια ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θέτει πολλά ερωτήµατα στους Ευνοµιανούς, προκειµένου να ανατρέψη τις εσφαλµένες θεολογικές απόψεις τους και να δείξη ότι η θεολογία τής Εκκλησίας δεν είναι στοχαστική. Θα καταγραφούν µερικές µόνον θεολογικές θέσεις πού µε ενδιαφέρουν στο θέµα αυτό.
Πιστεύουµε ότι ο Πατήρ είναι η αιτία τών άλλων δύο προσώπων, «το αίτιον ως ου πάντως πρεσβύτερον τών ων εστιν αίτιον»113.
Οι Ευνοµιανοί έθεταν στον άγιο Γρηγόριο το ερώτηµα: «βουληθείς γεγέννηκε τον Υιό ή µη βουλόµενος;». Και στην συνέχεια ερωτούσαν: Εάν εγέννησε τον Υιό χωρίς να θέλη, τότε «τετυράννηται», δηλαδή αναγκάσθηκε.
Εάν, όµως, Τον γέννησε µε την θέλησή Του, τότε ο Υιός είναι υιός θελήσεως.
Ο άγιος Γρηγόριος στο ερώτηµα, εάν Τον γέννησε χωρίς να θέλη, σηµαίνει ότι έχει αναγκασθή, απαντά: «Και τις ο τυραννήσας; και πώς ο τυραννηθείς Θεός;». Στην ερώτηση τών Ευνοµιανών, ότι, εάν Τον γέννησε µέ την θέλησή Του, σηµαίνει ότι ο Υιος είναι υιός τής θελήσεως, απαντά ερωτηµατικώς: τότε πώς γεννήθηκε από τον Πατέρα; Και καταλήγει ότι µε το σκεπτικό αυτό οι Ευνοµιανοί «καινήν τινα µητέρα την θέλησιν αντί τού Πατρός αναπλάττουσιν»114, πράγµα πού είναι απαράδεκτον.
Αντιµετωπίζοντας αυτό το ερώτηµα τών Ευνοµιανών, χρησιµοποιεί παραδείγµατα από την ανθρώπινη γέννηση, και ζητά από τον αιρετικό να απαντήση στο ερώτηµα εάν ο ίδιος γεννήθηκε από την θέληση τού πατρός ή χωρίς την θέλησή του. Και συνεχίζει ότι διακρίνεται ο θέλων και η θέληση, ο γεννών και η γέννηση, ο λέγων και ο λόγος. Τα πρώτα, δηλαδή ο θέλων, ο γεννών και ο λέγων δείχνουν αυτόν που ενεργεί, που κάνει, τα άλλα δείχνουν την κίνηση, ή την ενέργεια. Έτσι, το θέληµα δεν είναι καρπός τής θελήσεως, ούτε το γέννηµα τής γεννήσεως, ούτε το άκουσµα τής εκφωνήσεως «αλλά τού θέλοντος και τού γεννώντος και τού λέγοντος». Αυτά γίνονται στα κτιστά.
Όµως «τα τού Θεού και υπέρ πάντα ταύτα, ω γέννησίς εστιν ίσως ή τού γεννάν θέλησις, αλλ' ουδέν µέσον», δηλαδή στον Θεό η γέννηση είναι το ίδιο µέ την θέληση να γεννήση και δεν υπάρχει ενδιάµεσο µεταξύ αυτών115. Ο Θεός Πατήρ γεννά τον Υιό από την φύση Του και αυτό δεν είναι αναγκαστικό ούτε παρεµβάλλεται κάποια θέληση µεταξύ τού Πατρός και τού Υιού.
Οι Ευνοµιανοί έθεταν και το ερώτηµα: «θέλων Θεός ο Πατήρ ή µή θέλων;». Ο άγιος Γρηγόριος κονιορτοποιεί τέτοια ερωτήµατα µε µια σκωπτική, αλλά και αποφατική σκέψη. Γράφει: «Βούλει τι προσπαίξω και τον Πατέρα;», δηλαδή θέλεις να αστειευτώ ακόµη και µέ τον Πατέρα; Αφού ο Πατήρ είναι Θεός µέ την θέλησή Του, πότε άρχισε να θέλη; Μήπως ένα µέρος θέλησε, το άλλο είναι θεληθέν και είναι µεριστός; Πώς δεν είναι και αυτός, κατά την γνώµη σου, καρπός θελήσεως; Εάν είναι Θεός χωρίς την θέλησή Του «τι το βιασάµενον εις το είναι;». Και πώς είναι Θεός εάν έχη υποστή βία για να είναι Θεός;116.
Με τα ερωτήµατα αυτά θέλει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος να δείξη ότι δεν µπορούµε να στοχαζόµαστε για τον τρόπο υπάρξεως τού Πατρός και τών άλλων προσώπων τής Αγίας Τριάδος, δεν µπορούµε µε ανθρώπινες προϋποθέσεις και εικόνες από την ζωή µας να προσπαθούµε να ερµηνεύουµε το µυστήριο τού Τριαδικού Θεού. Μπορούµε να µιλάµε για τον Θεό ότι υπάρχει, ότι είναι Τριαδικός, ότι ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιος είναι γεννητός, ότι το Άγιον Πνεύµα είναι εκπορευτό, γιατί αυτό το γνώρισαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι από την εµπειρία· γνώρισαν το «τριλαµπές τής µιας θεότητος», αλλά αγνοούµε τον τρόπο µέ τον οποίον υπάρχουν. Δηλαδή, αγνοούµε τι είναι αγέννητο, τι είναι γεννητό και τι είναι εκπορευτό.
Στο ερώτηµα τών Ευνοµιανών «πώς ουν γεγέννηται» ο Λόγος, ο άγιος Γρηγόριος απαντά ότι δεν θα ήταν µεγάλη η γέννηση, αν µπορούσες να την κατανοήσης εσύ, αφού δεν γνωρίζεις και την δική σου γέννηση, ή έχεις κατανοήσει ένα µικρό µέρος αυτής. Και στην συνέχεια, αφού αναφέρει τα σχετικά άγνωστα από την γέννηση τού ανθρώπου, καταλήγει: «Θεού γέννησις σιωπή τιµάσθω. µέγα σοι το µαθείν, ότι γεγέννηται. το δε πώς, ουδέ αγγέλοις εννοείν, µη ότι γε σοι νοείν συγχωρήσοµεν». Είναι άγνωστο στην ανθρώπινη λογική πώς γεννήθηκε ο Υιός από τον Πατέρα. Αν µπορή κανείς να πη κάτι γι' αυτό είναι: «Ως οίδεν ο γεννήσας Πατήρ και ο γεννηθείς Υιος». Τα περισσότερα από αυτά κρύπτονται από τα νέφη και διαφεύγουν από την δική σου «αµβλυωπίαν», δηλαδή την ασθενή όραση117.
Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούµε τι λέγει ο άγιος Γρηγόριος για τον τρόπο υπάρξεως τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος. Αντιµετωπίζοντας την ερώτηση «τις ουν η εκπόρευσις;», λέγει: «ειπέ συ την αγεννησίαν τού Πατρός, καγώ την γέννησιν τού Υιού φυσιολογήσω, και την εκπόρευσιν τού Πνεύµατος, και παραπληκτίσοµεν άµφω εις Θεού µυστήρια παρακύπτοντες»118. Δηλαδή, όταν προσπαθούµε να εξηγήσουµε το τι είναι αγεννησία τού Πατρός, τι είναι γέννηση τού Υιού και τι είναι εκπόρευση τού Αγίου Πνεύµατος, τότε οδηγούµαστε σε παραφροσύνη, σε τρέλα, διότι εγκύπτουµε στα µυστήρια τού Θεού.
Έτσι θεολογούσαν οι άγιοι Πατέρες. Είχαν εµπειρία τού Φωτός τής Αγίας Τριάδος, ήξεραν από την µέθεξη τών ενεργειών ότι ο Θεός είναι Τριαδικός –Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύµα– αλλά ήξεραν ότι η ουσία τού Θεού είναι αµέθεκτη και άγνωστη, καθώς επίσης είναι άγνωστος και ο τρόπος τής υπάρξεώς τους. Εποµένως, το να στοχαζόµαστε σχετικά µέ την γέννηση τού Υιού από τον Πατέρα είναι σχολαστικισµός. Ο λόγος τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου είναι σαφέστατος, Θεόν «φράσαι µεν αδύνατον, ως ο εµός λόγος, νοήσαι δε αδυνατώτερον»119.
Σημειώσεις
112. Γρηγορίου Θεολόγου, Έργα, τόµ. 4, ΕΠΕ, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς», Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 106.
113. ένθ. ανωτ. σελ. 108.
114. ένθ. ανωτ. σελ. 112-114.
115. ένθ. ανωτ. σελ. 114-116.
116. ένθ. ανωτ. σελ. 116.
117. ένθ. ανωτ. σελ. 116-118.
118. ένθ. ανωτ. σελ. 208.
119. ένθ. ανωτ. σελ. 40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου