ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Πατερικών χωρίων υπέρ των εικόνων.
Πατερικών χωρίων υπέρ των εικόνων.
ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
*****
Α΄ ΜΕΡΟΣ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ/ΡΩΜΗΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ
Του οσίου Θεοφάνους ηγουμένου του Αγρού, Χρονογραφία
«Α.Μ.
6215. Τούτω τω έτει Ιουδαίος τις ορμώμενος από Λαοδικείας της παραλίου
Φοινίκης, [γόης], ελθών προς Ιζίδ επηγγείλατο αυτώ έτη τεσσαράκοντα
κρατήσειν της των Αράβων αρχής, ει τας εν ταις εκκλησίαις των Χριστιανών
εν πάση τη αρχή αυτού τιμωμένας σεπτάς εικόνας καθέλη. Τούτο πεισθείς ο
ανόητος Ιζίδ δόγμα καθολικόν εψηφίσατο κατά των αγίων και σεπτών
εικόνων˙ αλλά χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ταις πρεσβείαις
της αφθόρου μητρός αυτού, και πάντων των αγίων τω αυτώ έτει τέθνηκεν
Ιζίδ, ουδέ ακουσθήναι φθάσαντος τοις πολλοίς του σατανικού αυτού
δόγματος.
Μεταλαβών
δε ταύτης της αθεμίτου και πικράς κακοδοξίας Λέων ο βασιλεύς πολλών
κακών αίτιος ημίν γέγονεν. Ευρών δε ομόφρονα [της απιδευσίας] ταύτης
Βησήρ τινα τούνομα, γενόμενον μεν από Χριστιανών εν Συρία, αποστάντα δε
της εις Χριστόν πίστεως, και ποιωθέντα τοις Αράβων δόγμασιν, ου προ
πολλού δε χρόνου απελευθερωθέντα της εκείνων δουλείας, και καταλαβόντα
την Ρωμαίων πολιτείαν˙ δια ρώμην δε σώματος και ομόνοιαν της κακοδοξίας
ετιμήθη παρά του αυτού Λέοντος˙ όστις και συνασπιστής του μεγάλου κακού
τούτου γέγονεν τω βασιλεί. Και συνεφρόνει δε κακώς αυτώ και ο πάσης
ακαθαρσίας ανάπλεως και συντρόφω απαιδευσία συζών Νακωλείας ο
επίσκοπος». (CSBH, ed. Niebhur, Bonnae 1889, t.1 617.15)
«Το
έτος αυτό ένας Εβραίος μάγος, ο οποίος ήταν πολίτης της Λαοδικείας που
βρίσκεται στα παράλια της Φοινίκης, ήρθε στον Ιζίδ και του ανήγγειλεν
ότι θα εβασίλευε 40 έτη στους Άραβες, αν κατέστρεφε τις άγιες εικόνες,
που ήταν αναρτημένες σε Χριστιανικές εκκλησίες σε όλη την επικράτειά
του. Ο ανόητος Ιζίδ επείσθη σ’ αυτόν και εθέσπισε καθολικό διάταγμα κατά
των αγίων εικόνων. Αλλά με την Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και
τις πρεσβείες της αφθόρου Μητέρας Του και όλων των αγίων ο Ιζίδ πέθανε
το ίδιον έτος, πριν φθάσει το σατανικό του διάταγμα στους περισσότερους
λαούς.
Ο
βασιλιάς Λέοντας, ο οποίος συμμετείχε στην ίδια κακοδοξία, έγινεν
υπεύθυνος για τα πολλά κακά που έπεσαν επάνω μας. Βρήκε ομόφρονα στην
ανοησία του κάποιον που ελέγετο Βησήρ, έναν πρώην Χριστιανό, ο οποίος
είχε συλληφθεί στη Συρία και είχεν απαρνηθεί την χριστιανική πίστη
αποδεχόμενος τα δόγματα των Αράβων και ο οποίος, όχι πολύν καιρό πριν,
είχεν απελευθερωθεί απ’ τη δουλεία εκείνων και είχεν επιστρέψει στο
Ρωμαϊκό κράτος. Λόγω της σωματικής του δύναμης και επειδή ήταν ομόφρων
με τον αυτοκράτορα ως προς την κακοδοξία, ο Λέοντας τον τίμησεν
ιδιαίτερα. Τότε, ο άνδρας αυτός έγινε σύμμαχος του βασιλιά ως προς το
μεγάλο κακό. Ομόφρων ως προς την κακοδοξία ήταν επίσης και ο επίσκοπος
Νακωλείας, άνθρωπος πλήρης κάθε είδους ακαθαρσίας, ο οποίος ζούσε τον
ίδιο απαίδευτο βίο». (μετ. αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, Αρμός 2007,
1089-91)
***
«Α.Μ. 6217. Τούτω τω έτει ήρξατο ο δυσσεβής βασιλεύς Λέων της κατά των αγίων και σεπτών εικόνων καθαιρέσεως λόγον ποιείσθαι˙ και μαθών τούτο Γρηγόριος ο πάπας Ρώμης τους φόρους της Ιταλίας και Ρώμης εκώλυσεν, γράψας προς Λέοντα επιστολήν δογματικήν, μη δειν βασιλέα περί πίστεως λόγον ποιείσθαι, και καινοτομείν τα αρχαία δόγματα της εκκλησίας τα υπό των αγίων πατέρων δογματισθέντα». (CSBH, ed. Niebhur, Bonnae 1889, t.1 621.6)
«Το
έτος αυτό ο ασεβής βασιλιάς Λέοντας άρχισε να εκδίδει διαγγέλματα
σχετικά με την καθαίρεση των αγίων και σεπτών εικόνων. Όταν το έμαθεν
αυτό ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος, παρακράτησε τους φόρους της Ιταλίας και
της Ρώμης και έγραψε στον Λέοντα μια δογματική επιστολή με την οποία
ανέφερε ότι ένας βασιλιάς δεν πρέπει να εκδίδει διαγγέλματα σχετικά με
την πίστη και ούτε να μετατρέπει τα παλαιά δόγματα της Εκκλησίας, τα
οποία έιχαν ορίσει οι άγιοι πατέρες». (μετ. αρχιμ. Ανανίας Κουστένης,
Αρμός 2007, 1095)
***
«Α.Μ.
6217. Μέσον δε τηλικούτου πυρός νήσος απογεωθείσα τη Ιερά λεγομένη νήσω
συνήφθη, μήπω το πριν ούσα, αλλ’ ως αι προρρηθείσαι νήσοι, Θήρα και
Θηρασία ποτέ εξεβράσθησαν, ούτω και αύτη νυν επί των χρόνων του θεομάχου
Λέοντος˙ ως την κατ’ αυτού θείαν οργήν υπέρ εαυτού λογισάμενος,
αναιδέστερον κατά των αγίων και σεπτών εικόνων ήγειρε πόλεμον, σύμμαχον
έχων Βησήρ τον αρνησίθεον, και της ίσης αλογίας εφάμιλλον. Άμφω γαρ
απάσης απιδευσίας ήσαν έμπλεοι και πάσης αμαθίας, εξ ής τα πολλά των
κακών έρχεται. Οι δε κατά την βασιλίδα πόλιν λαοί σφόδρα λυπούμενοι επί
ταις καιναίς διδασκαλίαις αυτώ τε εμελέτων επελθείν, και τινας
βασιλικούς ανθρώπους ανείλον καθελόντας την του κυρίου εικόνα την επί
της μεγάλης Χαλκής πύλης, ως πολλούς αυτών υπέρ της ευσεβείας
τιμωρηθήναι μελών εκκοπαίς και μάστιξι και εξορίαις και ζημίαις, μάλιστα
δε τους ευγενεία και λόγω διαφανείς˙ ώστε και τα παιδευτήρια σβεσθήναι
και την ευσεβή παίδευσιν από του εν αγίοις Κωνσταντίνου του μεγάλου και
μέχρι νυν κρατήσασαν, ης και μετά άλλων πολλών καλών καθαιρέτης ο
σαρακηνόφρων ούτος Λέων γέγονεν». (CSBH, ed. Niebhur, Bonnae 1889, t.1
622.9)
«Γιατί,
όπως ακριβώς οι ανωτέρω αναφερόμενες νήσοι Θήρα και Θηρασία είχαν
κάποτε εκβραστεί, το ίδιο έγινε και μ’ αυτήν σήμερα, επί βασιλείας του
Λέοντα, του εχθρού του Θεού. Αυτός, θεωρώντας ότι η οργή του Θεού ήταν
με το μέρος του και όχι εναντίον του, ξεκίνησεν ακόμη πιο ανελέητο
πόλεμο ενάντια στις άγιες και σεπτές εικόνες, έχοντας σύμμαχο τον αρνητή
του Θεού Βησήρ, που τον ανταγωνιζόταν ως ρήπος την ανοησίαν. Γιατί
είχαν και οι δυο τους μεγάλη αγριότητα και απόλυτη άγνοια, που είναι και
η αιτία των περισσοτέρων κακών. Ο λαός της Βασιλεύουσας εταράχθηκε πολύ
από τα νεοεμφανισθέντα δόγματα και αποπειράθηκαν επίθεση εναντίον του
και εφόνευσαν μερικούς από τους άνδρες του βασιλιά, οι οποίοι είχαν
κατεβάσει την εικόνα του Κυρίου που υπήρχε κρεμασμένη πάνω από τη
Χάλκινη Πύλη, με αποτέλεσμα πολλοί απ’ αυτούς να τιμωρηθούν χάριν της
αληθινής πίστεως και να υποστούν ακρωτηριασμούς, μαστιγώσεις, εξορία και
φυλάκιση, ειδικά εκείνοι που ήταν προύχοντες εκ γενετής και λόγω
παιδείας. Αυτό οδήγησε στο κλείσιμο των σχολείων και στην εξάλειψη της
ευσεβούς εκπαιδεύσεως, η οποία είχε καθιερωθεί από την εποχή του αγίου
Κωνσταντίνου μέχρι τις μέρες μας, αλλά καταστράφηκε, μαζί με πολλά άλλα
καλά πράγματα, απ’ αυτόν τον σαρακηνόφρονα Λέοντα». (μετ. Ανανίας
Κουστένης, Αρμός 2007, 1097)
***
«Α.Μ.
6218. Αιχμαλωσίαν δε πλείστην και λάφυρα συναγαγόντες υπέστρεψαν,
δεικνύντος και τούτο του Θεού τω ασεβεί, ότι ου δι’ ευσέβειαν
περι΄γεγονε των ομοφύλων, ως εκείνος ηύχει, αλλά δια τινα αιτίαν θείαν
και απόρρητον κρίσιν, αποκρουομένης μεν την τοιαύτην Αραβικήν ισχύν της
των αγίων πατέρων πόλεως ταις αυτών πρεσβείαις, δια των εν αυτή
τιμωμένων ακριβεστάτων αυτών χαρακτήρων εις έλεγχον δε αναπολόγητον
κρίσιν του τυράννου, και βεβαίωσιν των ευσεβούντων. Ου μόνον γαρ περί
την σχετικήν των σεπτών εικόνων ο δυσσεβής εσφάλλετο προσκύνησιν, αλλά
και περί των πρεσβειών της πανάγνου Θεοτόκου και πάντων των αγίων˙ και
τα λείψανα αυτών ο παμμίαρος, ως οι διδάσκαλοι αυτού Άραβες,
εβδελύττετο». (CSHB, ed. Niebhur, Bonnae 1889, t.1 625.6)
«Έτος
725/6. Αφού εσυγκέντρωσαν οι Άραβες πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα
αποσύρθηκαν. Με τον τρόπον αυτόν ο Θεός έδειξε στον ασεβή (σ.σ. Λέοντα)
πως είχεν επικρατήσει στους συμπατριώτες του όχι λόγω της ευσεβείας του,
όπως καυχιόταν, αλλά για κάποιον άλλο θεϊκό λόγο και ανεξερεύνητη
βούληση, αφού μια τόσο μεγάλη αραβική δύναμη εκδιώχθηκε από την πόλη των
αγίων Πατέρων χάρη στην παρέμβασή τους, λόγω των εικόνων τους, οι
οποίες τιμώνται εκεί, καθώς επίσης και για τον έλεγχο και για την
αναπολόγητη κρίση του τυράννου και την δικαίωση των αληθινών πιστών.
Αυτός ο ασεβής δεν είχε περιπέσει σε κακοδοξία μόνο ως προς την σχετική
προσκύνηση των σεπτών εικόνων, αλλά και ως προς το θέμα των πρεσβειών
της Πανάγνου Θεοτόκου και όλων των αγίων. Και τα λείψανά τους αυτός ο
μιαρώτατος εσιχαίνετο, όπως και οι διδάσκαλοι του Άραβες». (μετ. Ανανίας
Κουστένης, Αρμός 2007, 1101)
***
Γεωργίου Μοναχού, Χρονικόν
«λγ’. Περί Λέοντος του Ισαύρου.
Μετά
δε Θεοδόσιον εβασίλευσε Λέων ο Ίσαυρος ο και Κόνων έτη κε’. Θεοδοσίου
γαρ τω γένει Αδραμυτινού τα βασιλικά σκήπτρα εγκεχειρισμένου, και Ιαζάτ
του της Αράβων ηγεμονεύοντος εξουσίας, δύο τινες θεομάχοι Εβραίων παίδες
οι αεί πάντοτε τραχηλιώντες κατά του κυρίου και κατά του χριστού αυτού
φρυαττόμενοι τερατείαις και βωμολοχίαις και δαιμονιώδεσιν οιωνίσμασι
σχολάζοντες ως δήθεν αστρολογικήν τινα μεταδιώκοντες επιστήμην
καταλμβάνουσι την των Αράβων βασιλικήν αυλήν, και δη καταμηνύονται τω
προρρηθέντι Ιαζάτ και τούτω χρησμωδίας πολυευζωίας και πολυχρονίου
διαμονής μυούνται, ει γε άρα την των Χριστιανών καταρράξαι διακόσμησιν
δυνηθείη τον τε του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού θεανδρικόν χαρακτήρα και
της αυτόν τεκούσης θεομήτορος εκ των εκκλησιαστικών περιβόλων απαλείψαι.
Και δη ο φιλόζωος εκείνος και χοιρόβιος άνθρωπος υπήκουσε τη συμβουλή
των απατεώνων και πάσας τας της εώας εκκλησίας διεσάλευσεν εν πάση τη
αρχή αυτού. Αλλ’ ηπατήθη ο δείλαιος. Ούπω γαρ ενιαυτού πληρωθέντος, και
τούτον η θεία δίκη μετεχειρίσατο, ο δε υιός αυτού διαδεξάμενος την
ηγεμονίαν αυτού τούτους ηβουλήθη ως ψευδομάντας αποκτείναι. Αίτινες
φοβηθέντες ώχοντο ανακάμψαντες πάλιν εν τοις Ισαυρικοίς μεθορίοις.
Είτα
εις πηγήν τινά που αναψυχόντων αυτών, ιδού νεανίσκος τις τούνομα Λέων
καλός τω είδει, ωραίος τω προσώπω, ευμηκής τω σώματι, βάναυσος την
τέχνην εξ αυτής την ζωήν ποριζόμενος, και δη εκ του υποζυγίου τον φόρτον
περιελόμενος εκάθισε και αυτός επί τη πηγή. Ώρα ην ωσεί έκτη. Είτα οι
των εγγαστριμύθων μύσται μυούνται αυτώ του κατάρξαι αυτόν της Ρωμαϊκής
βασιλείας των σκήπτρων. Και δη του Λέοντος αναβαλλομένου και
διαπορούντος προς το ακρότατον της εαυτού ευτελείας αφορώντος, όρκοις
πληροφορείται υπό των μισοχρίστων ότι τάυτα ούτω δει γενέσθαι. Και δη
αιτούνται αυτόν ορκωμοσίους λόγους πληροφορηθήναι παρ’ αυτού, ίν’ , ει
άρα γε εις πέρας τούτο άγοιτο, παν ει τι ουν αιτηθείη παρ’ αυτών
ανυπερθέτως δοθήναι αυτοίς παρ’ αυτού. Ην δε πλησίον ναός του αγίου
μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου. Και ευθύς ετοιμότατα εισελθών ο βάναυσος Λέων
και περικρατής γενόμενος των ιερών καγκέλλων του θυσιαστηρίου δέδωκεν
εγγυητήν τον μεγαλομάρτυρα του Χριστού, εστώτων των Ιουδαίων εν τοις
πυλώσι του ναού και δεχομένων τον όρκον παρ’ αυτού. Και αύθις ώχετο
έκαστος εις τα ίδια. …
…
Και δη Θεοδόσιος ο πραότατος βασιλεύς προϋπαντά αυτώ και άρας το στέφος
εκ της εαυτού κεφαλής περιτίθησι τω Λέοντι. Περιβοήτου δε επ’ ευφημίαις
γενομένου του Λέοντος, ιδού οι φαρμακοί Ιουδαίοι δρομαίοι εισελαύνουσιν
εις τα βασίλεια, είτα υπό του νέου άνακτος δεξιολαβηθέντες την οφειλήν
αποτιννύουσιν ασυγχώρητα. Του δε ετοίμως ταύτην επαγγελομένου
αποδιδόναι, αποκριθέντες είπον οι θεομάχοι˙ τούτο αιτούμεθα παρά σου,
κράτιστε βασιλεύ, ίνα τον χαρακτήρα του Ναζωραίου Χριστού και της μητρός
αυτού Μαρίας εκ πάσης εκκλησιαστικής ιστορίας απαλείψης. Και τούτο
ποιών μέλλεις βασιλεύειν άχρι χρόνων εκατόν εν τη γενεά σου. Ο δε ευηθής
και αστήρικτος τη πίστει ώσπερ υπό όφεων τοις δυσί μυκτήρσι πιεζόμενος
ετοιμότατα το αιτηθέν επιτελείν επαγγέλεται.
Ω
της ανοίας, ώ της φρενοβλαβείας. Ο χριστιανικότατος βασιλεύς Εβραίοις
υπόσπονδος ώφθη, ο τα σκήπτρα της βασιλικής δυναστείας υπό του Θεού
εγκεχειρισμένος υπό θεομάχων ανδρών τερατεύεται». (ed. C. de Boor,
Lipsiae 1904,t.2 735.13-738.9)
***
Βίος και Πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του εν αγίοις πατρός ημών Γεμανού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του ομολογητού.
«§ ιδ’.
Ούτος τοίνυν ο Λέων προ του τα σκήπτρα της βασιλείας μεταχειρίσασθαι
την τέχνην βάναυσος ων, δυσί συναντηθείς εβραίοις κατά πάροδον, μανικαίς
μάλλον ή μαντικαίς τερατίαις εσχολακόσι, χρησμοδοτείται βασιλεύς υπ’
αυτών, υποσχομένων αυτώ των παλαμναίων εκείνων ευτυχώς βασιλεύσαι μετά
της γενεάς εις εκατόν ετών περιόδους ει γε την εικόνα Χριστού και της
Θεοτόκου προς επί τούτοις και πάντων αγίων απαλείψας της εκκλησίας
εκποδών εις το παντελές ποιήσεται˙ οις και καταπεισθείς ο ανόητος και
τρισάθλιος πολλών και χαλεπών κακών αίτιος γέγονε πάσι τοις ορθοδόξοις,
εξαιρέτως τω μεγάλω της (ο)ικουμένοις φωστήρι Γερμανώ.
§ ιε’.
Και πρώτον μεν εν αρχή της αυτού βασιλείας ειρήνην ασπάζεσθαι και
πραότητα προσποιούμενος, εις είναι των πιστών επιστεύετο˙ μικρού δε
χρόνου διιπεύσαντος, εις προύπτον άπασι τέθεικε την της πονηράς αυτού
και κακογνώμονος βουλής φληναφώδη λέσχην, ην εξ υποβολής του πρώτου
εικονομάχου Σατάν και των αυτού εκείνου μυστών εκ μανικής μάλλον ή
μαντικής τερατείας ενδομυχούσαν έφερεν εν καρδία το πλαστόν και επίθετον
χρώμα της χριστολογίας παρωσάμενος, ότε μετ’ επίτασιν ανάγκης απλέτου
και βιαίων κολάσεων πολλούς μη καταδεχομένους εξάρνους γενέσθαι της
πίστεως μάρτυρας απετέλεσεν». (εκδ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ελληνικά
ανέκδοτα, Κωνσταντινούπολη 1884, τ. 2 σελ. 10-11)
***
Στεφάνου
διακόνου της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, εις τον Βίον και μαρτύριον
του παμμάκαρος και οσίου μάρτυρος Στεφάνου του Νέου, μαρτυρήσαντος επί
του ασεβούς Εικονοκαύστου βασιλέως Κωνσταντίνου του και Κωπρονύμου.
«Εν
δε τοις χρόνοις της αυτού μαθήσεως, Λέων ο Συρογενής, ο της Δοήκ και
Ιδουμαίος, εκ των της Εώας μερών, συσκευή ανταρτική κατεπανίσταται
Θεοδοσίω τω βασιλεί. Όστις Θεοδόσιος Χριστιανούς της Χριστιανούς ουκ
άξιον είναι κρίνας πολεμείν, ησυχαστικωτάτην δίαιταν αναλαβών, της
επιθυμίας και της αξίας απολαύειν τον ασεβή πεποίηκε. Και ευθέως ο
τύραννος εις τα βασίλεια, και ο κύων εις τα άγια, και ο χοίρος επί της
μαργαρίτας. Αλώπεκος δε χρώμα αναλαβών, και υπούλως πως τα πρώτα
διεξελθών δια την της τον μέγαν πρόεδρον Γερμανόν αιδώ ευσεβείν
συνετάσσετο. Μετά δε δέκατον χρόνον της αυτού κατάρξεως, ο της ούτος
Βαλτάσαρ αίρεσιν εμπνεί τη Εκκλησία Μανιχαϊκήν, τάχα, ιν’ είπω τι, και
των Αφθαρτοδοκητών εφάμιλλον. Και τον υπ’ αυτού λαόν εκκλησιάσας, μέσον
πάντων λεοντοειδώς βρύξας ο ανήμερος θηρ και λεοντώνυμος, εκ της οργίλου
αυτού καρδίας ως εξ όρους Αιτναίου πυρ και θέαφον ηρεύξατο την
ελεεινήν εκείνην φωνήν, και είπεν˙
Ειδωλικής τεχνουργίας υπαρχούσης της των εικόνων ανατυπώσεως, ου δει ταύτας προσκυνείν.
Του
φιλοχρίστου και ορθοδόξου λαού θορυνηθέντος άμα τη φωνή και
στεναξαντος, ο αλιτήριος παρευθύ το εξής εσιώπησε, και της ετερογνωμίαν
τον λόγον μετήγαγεν. Όντως, Τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτού, και τοίχος
κεκονισμένος η τούτου καρδία.
Γνους δε τούτο ο της ευσεβείας κήρυξ Γερμανός, και αντιστάς τη ανταρτική του τυράννου γνώμη, δηλοί της αυτόν˙
Βασιλεύ,
του Δεσπότου Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού σαρκωθέντος εκ των αχράντων
αιμάτων της αγίας Θεοτόκου, και τελείου αυτού καθ’ ημάς οφθέντος και
περιγραπτού, πάσα ειδωλική λατρεία εκποδών γέγονε, και παν άγαλμα
ειδωλικόν τω πυρί και τω σκότει παρεπέμφθη. Από δε της αυτού προς ημάς
συναναστροφής, και της των αποστόλων αυτού κοσμοσώστου διδασκαλίας έως
της νυνί, έτη επτακόσια τριάκοντα εξ˙ και οι αναμέσον εν τούτοις τοις
χρόνοις περιελθόντες δίκαιοι Πατέρες περί των αγίων και σεπτών εικόνων
τοιούτον τι ουκ ενενόησαν. Εξαρχήθεν γαρ μετά την του Χριστού εις
ουρανούς ανάληψιν, η εικονική όρασις ανετυπώθη. Παρά τε γαρ της αιμόρρου
εις την επ’ αυτή θαυματοποιίαν γεγονυίαν η του Σωτήρος εικών
εστηλογραφήθη. Μεθ’ ης και αχειροποίητος η εν Εδέση τη πόλει˙ αυτίκα και
η παρά τω Λουκά τω ευαγγελιστή ιστορηθείσα από Ιεροσολύμων προς
Θεόφιλον της πανάγνου και Θεοτόκου εικών.» (PG 100,1084B-1085A)
***
Αγίου Νικηφόρου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Αντιρρητικός Γ’
«Ίνα
σοι το λυσιτελούν και ευ γεγονέναι υπάρξη επ’ εξουσίας, πρόκειται
ακούσαι όθεν τε και όπως τα της αιρέσεως ταύτης, μάλλον δε αποστασίας,
την αρχήν και πρόοδον είληφεν˙ ίνα σοι ευγνωστον γένηται, ως ου
βασιλικόν, αλλ’ Ιουδαϊκόν το φρόνημα τούτο και κακούργημα˙ προς γαρ ταις
λοιπαίς άπασαις αιρέσεσιν, αί τη του Χριστού Εκκλησία παρά του Εχθρού
ενσπαρείσαι καλώς παρεφύησαν, και αύτη η πικρά δυσσεβώς συμπαρεβλάστησεν
άκανθα˙ εκείναις γουν συντεταγμένη παρέπεται, εκατοστή Δευτέρα ταις
προκατειλεγμένας επαριθμουμένη˙ έχει δε ώδε˙
Αίρεσις ρβ’. Χριστιανοκατήγοροι ήγουν Εικονοκλάσται.
πδ’.
Χριστιανοκατήγοροι εκλήθησαν, επείπερ των Χριστιανών λατρευόντων ενί
Θεώ ζώντι και αληθινώ εν Τριάδι προσκυνουμένω, κατηγόρησαν φάσκοντες,
ότι ταις σεπταίς εικόσι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της τε αχάντου
Δεσποινής ημών και παναγίας Θεομήτορος, και των αγίων ως θεοίς καθάπερ
Έλληνες λελατρεύκασι, και ως ειδώλοις δήθεν απεχθανόμενοι, την Χριστού
Εκκλησίαν αισχρώς καθύβρισαν˙ ταύτας τε καταστρεψάμενοι, και τους
σέβοντας κατά το παραδοθέν αρχήθεν Χριστιανοίς έθος, πικρώς αικιζόμενοι.
Ιουδαϊκόν δε θεοστυγές το φρόνημα˙ ούτω γαρ φασι των πρεσβυτέρων τινες
βλαστήσαι την αίρεσιν˙ ως κατά την Τιβεριάδα των Ιουδαίων της θρησκείας
υπήρχε τις γνωριζόμενος, προύχων δε εν τω κατ’ αυτόν έθνει, ώ επώνυμον
Τεσσαρακοντάπηχυς˙ όργανον δε του πονηρού τυγχάνων δαίμονος. Και όλον
αυτόν εισδεδεγμένος, φαρμακείας και γοητείας οία τέχνην τινα μετήρχετο˙
ούτος δυσμενής Χριστιανοίς καθίστατο, και τη Χριστού Εκκλησία εβάσκαινε,
και δη επετήρει καιρόν, καθ’ όν επιθέμενος λωβήσαιτο την ευσέβειαν˙
ευρίσκει τοίνυν του τηνικάδε του φύλου των Σαρακηνών κρατούντος την
ευχέρειαν, ώ Ιέζιδος ην όνομα, οικειούται τε αυτώ και οία εικός τα της
ευνοίας επιδικνύμενος, των καταθυμίων αυτώ τινα προυμαντεύετο, και άμα
υπισχνούμενος, ως είπερ ταις αυτού υποθήκαις είξειε, το μακρόβιον έξει
εν τη αρχή. Και τον τριακοντούτην εν αυτή διανύσειε χρόνον˙ ο δε
αναπτερωθείς τη κουφότητι, άτε τον ακόλαστον ασπαζόμενος βίον, και επί
μήκιστον τα της φιλοσαρκίας επεκτείνεσθαι αυτώ προς ηδονήν αποδεχόμενος,
τω λόγω του δυσσεβούς συνετίθετο˙ ο δε ην, κελεύειν ότι τάχιστα τοις
ανά πάσαν αυτού την αρχήν, την οπωσούν ανεστηλωμένην εικόνα, και όλως
παντός ζώου ομοίωμα καθαιρείσθαι και αφανίζεσθαι˙ διαβολικόν δε του
θεομάχου το κακούργημα, τον δόλον εγκρύψαντος, ως δη και λανθάνοντως δια
του παν ομοίωμα καθαιρείσθαι, συγκαταβληθήναι και της καθ’ ημάς
ιερογραφίας την ευκοσμίαν˙ και επί το ανούσιον τούτο δόγμα περιήγγελτο,
συγκαθηρείτο, ευθύς τοις άλλοις ομοιώμασι και αγάλμασι, και ο κατά τας
Χριστού εκκλησίας των ιερών εικονισμάτων διάκοσμος˙ τούτων γαρ τα μεν
απέξεον, τα δε κονίζοντες εξηφάνιζον, έστι δε ά και συν αυτοίς τοις
ιεροίς οίκοις τε και σκεύεσι και εσθήμασι, τω πυρί παρεδίδοσαν˙ και
ταύτα χερσί βεβήλοις και ανοσίοις ετολμάτο˙ οι γαρ εις τούτο πεμφθέντες,
Χριστομάχους Ιουδαίους και Σαρακηνούς τα δεδογμένα πράττειν
συνηνάγκαζον˙ Χριστιανοί δε καίτοι συνωθούμενοι και βιαζόμενοι, του
τηλικούτου μιάσματος εφάψασθαι ουκ επείθοντο˙ εντεύθεν φυέν και αυξηθέν,
τη Ρωμααίων αρχή το κακόν επεκώμασεν˙ ού την λωβήν ου των τυχόντων
τινες, αλλ’ αυτοί εδέξαντο της ιερωσύνης οι έξαρχοι, ποιμένες μεν
ονομαζόμενοι, λύκοι δε τον τρόπον και την προαίρεσιν καθιστάμενοι, ων
ετύγχανε, και ο τηνικαύτα της Νακωλείας επίσκοπος˙ τα αυτά γαρ τοις
θεομάχοις και φρονήσαντες και διαπραξάμενοι, την του Θεού καθύβρισαν
Εκκλησία.
Οίον
δε τέλος ο της κακίας ταύτης εισηγητής, ο παμμίαρος ούτος Εβραίος
εδέξατο, παραδραμείν ου δίκαιον˙ ο γαρ Ιέζιδος εκείνος, ου πλείονας ή
δύο ενιαυτούς προς μησίν έξ επιβιούς, του ζην κακώς απορρήγνυται˙ ο δε
τούτου υιός, Ούλιδος την προσηγορίαν, την αρχήν την του πατρός
διαδεξάμενος, οία τον τεκόντα εξαπατήσαντα, πικροτάτω και εξαισίω θανάτω
αναιρεθήναι τον γόητα επέτρεψεν, άξια της κακίας ταπίχειρα κομισάμενον˙
ευθύς δε η ανά την Έω Εκκλησία τον εαυτής εστολίζετο κόσμον, και τον
καινισμόν των ιερών εικόνων εδέξατο˙ άπαξ δε της πικρίας εκείνης η ρίζα
τη Ρωμαϊκή εμφυείσα πολιτεία, φθάνει και μέχρι του τότε κρατούντος˙ Λέων
δε ην και την προσηγορίαν και την διάθεσιν, ος τοις ίσοις τω βαρβάρω
της ακολασίας και φιλοσαρκίας κέντροις νυττόμενος, επιμανείς κατά της
ευσεβείας, των θείων ανών την ιερογραφίαν εξορύττειν εσπούδαζεν˙ ου και
την αξίαν και την δυσσέβειαν ο υιός Κωνσταντίνος διαδεξάμενος, άσπονδον
ανερρίπισε κατά των ευσεβούντων τον πόλεμον˙ σύνοδόν τε ιερέων ανοσίων
συνεκρότησε, και το ασεβές της εαυτού αθεΐας δόγμα εξέθτο˙ τέλεον μεν
τας ιεράς εικόνας εξαφανίζεσθαι, τους δε προσκυνούντας ή τον υπέρ αυτών
λόγον πρεσβεύοντας, βασάνοις πικραίς και αικίαις παραδίδοσθαι˙ έγκλημα
τούοτις ειδωλολατρίας επάγων, ότι ως θεοίς ταύταις την προσκύνησιν
νέμουσι˙ το δε ιερόν του μοναστικού βίου σχήμα τέλεον απελαύνεσθαι και
καθυβρίζεσθαι, και ή μεταμφιέννυσθαι την στολήν τους μονάζοντας, ή
ποικίλαις τιμωρίαις καθυποβάλλεσθαι. Έγνωσται ουν υμίν δια τούτων το
Ιουδαϊκόν φρόνημα, και το Χριστιανικόν ουκ ηγνόηται κήρυγμα˙ εφ’ υμίν
λοιπόν κείται αυτεξουσίοις γε ούσι, το αγαθόν και σώζον, ή το φαύλον και
βλάπτον ελέσθαι». (PG 100,528B-533A)
***
Επιστολή Γερμανού αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως προς Θωμάν επίσκοπον Κλαυδιουπόλεως
«Τούτο
τοίνυν εν πρώτοις γινώσκειν χρεών, ως ου νυν μόνον, αλλά και πολλάκις
και Ιουδαίοι, τα τοιαύτα ημίν προσήγαγον εις ονειδισμόν, και οι της
όντως ειδωλολατρείας θεραπευταί, αισχραίνειν μόνον επιχειρούντες το της
πίστεως ημών άχραντόν τε και ένθεον, και ουχί το χειροποιήτοις προσέχειν
αναιρείν επειγόμενοι. Όπου γε αυτοίς η πάσα σπουδή και το σέβας περί
τούτο καταγίνεται, μηδέν των ορωμένων και αισθητών υψηλότερον τίθεσθαι,
αλλά την θείαν φύσιν παντοίως ταπεινούν, ή τόπω τινί περικλείοντας την
του παντός εποπτικήν αυτής πρόνοιαν, ή σωματικαίς ειδοποιούντας
μορφώσεσιν, ους ουκ αγενώς μεν των ημετέρων προγενέστεροί τινες ως κύνας
ενεούς, Γραφικώς ειπείν, μάτην καθυλακτούντας της ποίμνης του Χριστού
απεώσαντο, ων ουκ εν χερσίν ημίν τα πονήματα. (PG 99,168A-B)
***
Επιτάφιος εις τον όσιον πατέρα ημών και ομολογητήν Νικήταν συγγραφείς υπό Θεοστυρίκτου, μαθητού αυτού μακαριωτάτου.
«27.
Τινές μεν ως κατωτέραν αίρεσιν ταύτην έχουσι, και εις ουδέν λογίζονται,
όθεν και ευχερώς αλώνται και συνκατέρχονται˙ ένιοι δε ουδέ αίρεσιν
ταύτην ηγούνται, αλλά φιλονεικίαν. Εγώ δε και λίαν δεινήν ταύτην
λογίζομαι (οίμαι δε και των ευφρονούντων έκαστος) ως εις την οικονομίαν
του Χριστού προσκρούουσαν. Σκόπει δε και τούτο, ως ότι αι άλλαι μεν
αιρέσεις από Επισκόπων και κατωτέρων πρεσβυτέρων την αρχήν ειλήφασιν,
αύτη δε εξ αυτών των κρατούντων. Ίστε δε όσον πρεσβυτέτων και βασιλεών
το διάφορον. Και εκείναι μεν από του δογματίζειν, και αντιφιλονεικείν
συνεκροτήθησαν, κατά μικρόν την ισχύν προσλαβόμεναι˙ αύτη δε εκ βασιλκής
δυναστείας. Λέων γαρ ο των Ισαύρων λεγόμενος, Θεοδόσιον τον νέον
τυραννήσας, ήρπασε την των Ρωμαίων βασιλείαν, και ταύτη αλαζονευόμενος
ουκ έδωκεν δόξαν τω Θεώ˙ δι’ αυτού γαρ οι βασιλείς βασιλεύουσιν, και
δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην, ως φησί η παροιμία˙ αλλ’ ήρεν εις ύψος το
κέρας, και ελάλησεν κατά του Θεού αδικίαν, και έθετο εις ουρανόν το
στόμα αυτού, και η γλώσσα αυτού διήλθεν επί της γης, και ήρξατο την από
των αγίων Αποστόλων παραδοθείσαν ιστορίαν ταις εκκλησίαις εξαφανίζειν,
λέγων μη δειν εικονίζεσθαι τον Χριστόν, μηδέ εν εικόνι προσκυνείσθαι».
(Acta Sanctorum Aprilii 1, xxviiA-B)
***
Του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Λόγος αποδεικτικός περί των αγίων και σεπτών εικόνων
«§ ιθ’.
Και γαρ ο την αίρεσιν εμνεύσας πρώτος, ψεύστης ών και ύπουλος, της
βασιελίας εδράξατο. Κόνων γαρ ονομαζόμενος, Λέοντος προσηγορίαν εαυτώ
περιεβάλλετο, εξ Εβραίων τούτον τον σκοπόν και το φρόνημα ειληφώς. Και
γαρ περιπατούντος αυτού, μήπω της βασιλείας αυτού χειρισθέντος, φησί
προς αυτόν ο Εβραίος˙
Βασιλεύς
μέλλεις γενέσθαι. Αλλά τον λόγον ον είπω σοι, εάν κρατήσης, έσται
πολυχρόνιος η βασιλεία σου και η τιμή σου. Αποβαλού την προσηγορίαν,
ήνπερ κέκτησθαι ονομασθείς Λέων. Εν γαρ ταις ημέραις της βασιλείας σου
καταστραφήσονται τα ινδάλματα εικόνων, ώνπερ οι Χριστιανοί πιστεύουσι.
Διό δος μοι λόγον του καταστρέψαι αυτά εν τοις καιροίς της βασιλείας
σου.
Δελεασθείς
ουν ο βύθιος δράκων, δέδωκεν αυτώ, την τιμή της αξίας έχων εις
επιθυμίαν ο ανάξιος. Και των πραγμάτων ελθόντων εις εμφάνισιν, εδράξατο
της βασιλείας τα σκήπτρα. Και μετά δέκατον χρόνον του οδηγού της
απωλείας υπαντήσαντος επί προελεύσεως και δεδωκότος αυτώ τον χάρτην, ως
δήθεν δεητικού, και αναγνόντος αυτόν του παρανόμου, παρ’ αυτά τον
Εβραίον εις τα βασιλεία εκέλευσεν εισελθείν και λαβών αυτόν από τότε
συμμύστην και συρράμονα της αυτού ανομίας, ως αληθώς ο άγριος θηρ, τη
Εκκλησία εισεπήδησε και πολλούς εξ αυτής απέσπασε και εκ των κόλπων
αυτής εσπάραξε και ούσπερ αύτη ανοδύνως εγέννησε και εθρέψατο τοις των
Πατέρων δόγμασιν, ούτος αυτούς αλλοτρίους εποίησε και ξένους της
μητρικής αυτών αγχιστείας».
«Αλλά
εκείνος που πρώτος ενέπνευσε την αίρεση, όντας ψεύτης και ύπουλος
άρπαξε την βασιλεία. Και ενώ ονομαζόταν Κόνωνας, φόρεσε στον εαυτό του
το όνομα Λέων, παίρνοντας από Εβραίους την ιδέα αυτή και τον σκοπό.
Πράγματι, ενώ περπατούσε, πριν ακόμη πάρει στα χέρια του την βασιλεία,
του λέει ο Εβραίος˙
Πρόκειται
να γίνεις βασιλιάς. Όμως, εάν κρατήσεις τον λόγο που θα σου πω, η
βασιλεία σου και η δόξα σου θα είναι μακροχρόνια. Άφησε το όνομα που
έχεις και ονομάσου Λέων. Γιατί στις μέρες της βασιλείας σου θα
καταστραφούν τα είδωλα των εικόνων, τις οποίες πιστεύουν οι Χριστιανοί.
Γι’ αυτό δώσε μου τον λόγο σου να τις καταστρέψεις στο διάστημα της
βασιλείας σου.
Εξαπατηθείς
λοιπόν ο δράκος του βυθού, του έδωσε το λόγο του, επιθυμώντας την δόξα
του ονόματος ο ανάξιος˙ και όταν το έφεραν οι περιστάσεις, άρπαξε τα
σκήπτρα της βασιλείας. Και μετά το δέκατο έτος της βασιλείας του, σε
δημόσια εμφάνισή του τον συνάντησε αυτός που τον οδηγούσε στην απώλεια
και του έδωσε το συμφωνητικό, ως αίτηση δήθεν, και όταν διάβασε αυτό το
παράνομο χαρτί, αμέσως διέταξε να έλθει ο Εβραίος στα ανάκτορα και αφού
τον προσέλαβε από τότε ως μυστικό σύμβουλο και συνεργό της παρανομίας
του, εισπήδησε στην Εκκλησία σαν αληθινά άγριο θηρίο και απέσπασε
πολλούς από αυτήν και από τους κόλπους της και τους σπάραξε, και αυτούς
που εκείνη χωρίς ωδίνες γέννησε και ανέθρεψε με τα δόγματα των Πατέρων,
εκείνος αυτούς τους έκανε αλλότριους και τους αποξένωσε από την μητρική
τους συγγένεια».
(μετ.
Παν. Παπαευαγγέλου, Ε.Π.Ε., αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έργα, τ.3 σελ.
412-415, εκδόσεις άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1990)
***
Ερμηνεία γραμμάτων Ρωμαϊκών Αδριανού του αγιωτάτου πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης.
«Αλλ’
αυτός ο προπάππος υμών (Λέων Γ’) εξ υποβολής τινών ασεβών κατήνεγκεν εν
τοις αυτόθι τας ιεράς εικόνας˙ και έκτοτε πλάνη μεγάλη εν ταις αυτοίς
μέρεσι της Γραικίας ηυξήθη, και μέγα σκάνδαλον εν όλω τω κόσμω γέγονεν»
(Mansi XVIII,1059D)
***
Ιωάννη Ζωναρά, Επιτομή Ιστοριών
«XV.3.
Ιζίθ των Αράβων άρτι γέγονεν αρχηγός˙ και τούτω προσίασιν Εβραίοι δύο
το επιτήδευμα γόητες, οι δε αστρολογίαν έλεγον μετιέναι καντεύθεν ιδέναι
τα μέλλοντα, και τω Άραβι την αρχήν επηγγέλοντο και την ζωήν
πολυχρόνιον, ει των εκκλησιών των χριστεπωνύμων τα του Χριστού και της
αυτόν τεκούσης εκβαλεί τα εκτυπώματα. Και ο βάρβαρος ουκ ημέλησεν, αλλ’
εκ πάντων των εν τη υπ’ αυτόν τελούση χώρα ναών τας σεπτάς εικόνας
ηφάνισε. Και η θεία δίκη τούτον μετήλθεν ουκ εις μακράν. Ούπω γαρ
παρήλθεν ενιαυτός και ο δείλαιος την ζωήν εζημίωτο. Ο δε τούτου παις της
αρχής διάδοχος γεγονώς τους ψευδομάντεις εκείνους εζήτει, της ει τον
τεκόντα απάτης τίσασθαι προθυμούμενος. Αλλ’ έφθησαν εκείνοι φυγείν
εκείθεν και εις Ισαυρίαν κατήντησαν. Ένθα περιτυχόντες τούτω τω Λέοντι,
νεανία τυγχάνοντι, βαναύσω το επιτήδευμα, την των Ρωμαίων προμαντεύονται
βασιλείαν. Του δε προς την οικείαν αφορώτνος τύχην, αφεστηκυίαν πάνυ
που πόρρω τοιαύτης αρχής, και τοις εκείνων διαπιστούντος χρησμοίς,
εκείνοι συμβήσεσθαι την πρόρρησιν απισχυρίζοντο κραταιώς και απήτουν
αυτόν δι’ όρκου πληροφορήσαι αυτούς, ότε τύχοι της βασιλείας, δούναι
σφίσιν ο αν αιτήσωνται. Και ός όμνυσιν ή μην της βασιλείας τυχών εντελή
αυτών ποιήσαι την αίτησιν. Ο μεν ουν όν είρηται τρόπον της των Ρωμαίων
ηγεμονίας εκάτησεν. Οι δε τούτω ταύτην προμαντευσάμενοι έννατον ήδη έτος
της αυταρχίας ανύοντι προσήλθον αυτώ και ήτουν αποδούναι αυτοίς της
προρρήσεως τον μισθόν. Και ο Λέων έτοιμος ην προς τούτο και λέγειν ηξίου
τι το αιτούμενον. Και η βέβηλος εκείνη των Ιουδαίων δυάς
Ούτε
πλούτου, είπε, δοθήναι ημίν εξαιτούμεθα ούτε προς δόξης αναχθήναι
περιωπήν ουθ’ έτερον τι των της βασιλείας λαμπρών, αλλ’ ή μόνον το τα
του Ναζωραίου και της αυτόν τεκούσης περιαιρεθήναι πάντοθεν εκτυπώματα.
Και
ός αβέβαιος ών περί την πίστιν, ώσπερ τι των εικαίων και ράστων τούτο
ποιήσαι συνέθετο˙ και του δεκάτου άρτι ενιαυτού της αυτού τυρρανίδος
αρξάμενος και του εθομαχείν ήρξατο και μετά φρικώδους βρυχήματος κατά
των σεπτών εικόνων εχώρησε και διωγμόν βαρύτατον ήγειρε πολλούς τε
ανθεστηκότας τη εξαγίστω γνώμη αυτού εκόλασε και μάρτυρας απειργάσατο».
(CSHB, ed. M. Pinder, Bonnae 1897, t.3 257.30-259.19)
«Δεν
είχε περάσει καιρός από τότε που ο Ιζίθ ανακηρύχθηκε αρχηγός των Αράβων
και τον πλησίασαν δύο Εβραίοι κατ’ επάγγελμα απατεώνες, οι οποίοι
ισχυρίζονταν πως ασχολούνται με την αστρολογία και κατά συνέπεια
γνώριζαν τα μελλούμενα˙ υπόσχονταν μάλιστα στον Άραβα εξουσία και ζωή
μακρόχρονη, αν γύμνωνε τις εκκλησίες των Χριστιανών από τις εικόνες του
Χριστού και της Θεομήτορος. Ο βάρβαρος λοιπόν δεν αμέλησε, αλλά
εξαφάνισε τις σεπτές εικόνες από όλους τους ναούς της επικράτειάς του. Η
Θεία Δίκη δεν άργησε ωστόσο να τον τιμωρήσει, γιατί πριν παρέλθει
χρόνος ο ταλαίπωρος πέθανε. Ο γιος του που τον διαδέχθηκε στην εξουσία,
έψαχνε να βρει τους ψευτομάντεις προκειμένου να τους εκδικηθεί για την
απάτη εις βάρος του γονιού του. Πρόλαβαν, όμως, και φεύγοντας από εκι
έφθασαν στην Ισαυρία, όπου συνάντησαν τον εν λόγω Λέοντα, νέο στη ηλικία
και χειρώνακτα στο επάγγελμα, και του προφήτευσαν ότι θα κατακτήσει την
βασιλεία των Ρωμαίων. Ο Λέων αναλογιζόμενος την μοίρα του η οποία
απείχε παρασσάγας από μια τέτοια εξουσία, δυσπιστούσε στις μαντείες
τους˙ εκείνοι μολαταύτα, ισχυρίζονταν με σθένος ότι η προφητεία θα
επαληθευθεί και απαιτούσαν να τους επιβεβαιώσει ενόρκως πως, όταν πάρει
την βασιλεία, θα τους δώσει ό,τι και αν ζητούσαν. Εκείνος τότε ορκίστηκε
πως όταν βασιλεύεσει θα πραγματοποιήσει όντως το αίτημά τους. Είδαμε εν
τω μεταξύ με ποιον τρόπο ο Λέων απέκτησε την εξουσία των Ρωμαίων. Αυτοί
λοιπόν που του προφήτευσαν, και καθ’ ον χρόνο διήνυε το ένατο έτος της
βασιλείας του παρουσιάστηκαν και απαιτούσαν να τους ανταμείψει για το
προμάντεμα. Ο Λέων ήταν πρόθυμος να δεχτεί και τους ζήτησε να
κατονομάσουν τι ήταν αυτό που ήθελαν. Τότε η βέβηλη εκείνη δυάδα, των
Ιουδαίων απάντησε:
Δεν
ζητούμε ούτε πλούτο να μας δώσεις ούτε ν’ αποκτήσουμε μεγάλη δόξα, ούτε
κάποια άλλη από τις βασιλικές τιμές, παρά μόνο ν’ απομακρυνθούν από
παντού οι εικόνες του Ναζωραίου και της μητέρας του.
Και ο Λέων που δεν είχε πίστη ριζωμένη, συμφώνησε να πραγματοποιήσει την επιθυμία τους, λες και ήταν κάτι τυχαίο και εύκολο. Έτσι, με την έναρξη του δέκατου έτους της τυραννίας του, άρχισε να μάχεται τον Θεό και με φρικτό βρυχηθμό όρμησε κατά των σεπτών εικόνων, κηρύσσοντας βαρύτατο διωγμό, τιμωρώντας πολλούς που αντιστάθηκαν στην μυσαρή του γνώμη, αναδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μάρτυρες». (μετ. Ιορδάνης Γρηγοριαδης, Κανάκης 1998, τ.2 σελ. 19-21)
Και ο Λέων που δεν είχε πίστη ριζωμένη, συμφώνησε να πραγματοποιήσει την επιθυμία τους, λες και ήταν κάτι τυχαίο και εύκολο. Έτσι, με την έναρξη του δέκατου έτους της τυραννίας του, άρχισε να μάχεται τον Θεό και με φρικτό βρυχηθμό όρμησε κατά των σεπτών εικόνων, κηρύσσοντας βαρύτατο διωγμό, τιμωρώντας πολλούς που αντιστάθηκαν στην μυσαρή του γνώμη, αναδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μάρτυρες». (μετ. Ιορδάνης Γρηγοριαδης, Κανάκης 1998, τ.2 σελ. 19-21)
***
Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών
«Κόσμου
έτος çσθ’, της θείας σαρκώσεως ψγ’, Λέων ο και Κόνων, ο Ίσαυρος και
εικονομάχος, εβαίλευσεν έτη κδ’. Προ ολίγων τινών χρόνων της βασιλείας
Λέοντος Εβραίοι τινες εκ Λαοδικείας της Φοινίκης ήλθον προς Ιζήθ τον
αρχηγόν Αράβων, επαγγελόμενοι αυτώ έτη μ’ κρατήσαι της Αράβων αρχής, ει
τας εν ταις εκκλησίαις των Χριστιανών τιμωμένας σεπτάς εικόνας εν πάση
τη αρχή αυτού καταλύσει. Τούτοις πεισθείς ο ανόητος Ιζήθη δόγμα
καθολικόν εψηφίσατο κατά των αγίων και σεπτών εικόνων. Αλλά χάριτι
Χριστού και ταις πρεσβείαις της πανάγνου θεοτόκου και πάντων των αγίων
συντόμως τεθνηκώς ου διαπέμψαι αυτό ηδυνήθη εις την επικράτειαν αυτού˙
ούπω γαρ διήλθεν ενιαυτός, και η θεία δίκη μετήλθεν αυτόν. Ου ο υιός την
ηγεμονίαν δεξάμενος ως ψευδομάντεις αυτούς εβουλήθη αποκτείναι. Όπερ
μαθόντες ανέκαμψαν εν τοις Ισαυρικοίς μέρεσιν. Εις πηγήν δε τινά
αναψυχόντων αυτών, ιδού ούτος ο Λέων νεανίσκος έτι ων, καλώς τω είδει
και ευμήκης τω σώματι, βάναυσος την τέχνην και εξ αυτής την ζωήν
ποριζόμενος, και εκ του υποζυγίου τον φόρτον περιελόμενος εκάθισε και
αυτός επί τη πηγή ως αριστήσων. Είτα οι των εγγαστριμύθων μύσται του
κατάρξαι της Ρωμαϊκής βασιλείας των σκήπτρων τούτω προλέγουσι. Του δε
λέοντος αναβαλλομένου, πληροφορείται υπ’ αυτών. Οί και αιτούσιν όρκον,
ει εις πέρας έλθη τούτο, όπερ αν αιτήσωνται ποιήσειν πλησιάζοντος δε
εκείσε ναού του αγίου Θεοδώρου όμνυσιν αυτοίς. Υποχωρησάντων ουν
αμφοτέρων, υπό Σισινίου πατρικίου στρατολογείται ο Λέων. Και εν ολίγω
υπό Ιουστίνου του ρινοτμήτου σπαθάριος γενόμενος εις τα εσπέρια
πέμπεται, και νικήσας υπό Θεοδοσίου στρατηγός ανατολής γίνεται, και της
βασιλείας κρατεί τω προειρημένω τρόπω». (CSHB, ed. I. Bekker, Bonnae
1838, 788.10-789.13)
***
«Τω ζ’ έτει ήλθον, καθώς προείρηται, οι μάντεις οι χρησμοδοτήσαντες τω Λέοντι την βασιλείαν, και απαιτούσι παρ’ αυτού την υπόσχεσιν ήγουν την των αγίων εικόνων καθαίρεσιν, υποσχόμενοι τω ασεβεί ποιήσαντο ούτως βιώσειν χρόνους εκατόν. Τούτοις πεισθείς ο αλάστωρ πολλών κακών αίτιος γέγονεν ημίν τοις Χριστιανοίς. Ευρών γαρ τινας ομοφρονούντας αυτώ και τον Νακωλείας επίσκοπον, ου μικρώς την πιστιν ελυμήνατο». (CSHB, ed. I. Bekker, Bonnae 1838, 793.18-794.2)
***
«Τω θ’ έτει ήρξατο ο δυσσεβής Λέων τον κατά της των αγίων εικόνων καθαιρέσεως λόγον ποιήσθαι. Γρηγόριος δε ο πάπας Ρώμης τούτο μαθών τους φόρους της Ιταλίας και Ρώμης εκώλυσε, γράψας και προς Λέοντα επιστολήν δογματικήν, μη δειν βασιλέα λόγον περί πίστεως ποιείσθαι και καινοτομείν τα αρχαία δόγματα της εκκλησίας τα υπό των αγίων πατέρων δογματισθέντα». (CSHB, ed. I. Bekker, Bonnae 1838, 794.12-18)
***
Μιχαήλ Γλυκά, Βίβλος χρονική
«τούτω
τω βασιλεί πενιχρώ όντι περί βασιλείας προείπον Ιουδαίοι μάντεις τινές
ενωθέντες αυτώ κατά τύχην εν τινι πηγή αναψύξεως χάριν˙ εφ’ ώ και
υπέσχετο μεθ’ όρκου αμείψασθαι αυτούς. Όθεν και βασιελεύοντι αυτώ
επέστησαν ούτοι, λέγοντες ότι εάν την εικόνα του Θεού και πάντων των
αγίων εκ μέσου ποιήση, έσται το σκήπτρον αυτού διαρκούν κατά γενεάν εις
ενιαυτούς ρ’. ούτος τοσούτον εμηχανήσατο κατά των εικόνων, ως και τον
μέγαν Γερμανόν πολλά διαλεξάμενον εκδιώξαι του θρόνου. Προυβάλλετο δε ο
πατριάρχης την δια Θαδδαίου κυριακήν εκτύπωσιν προς Αύγαρον σταλείσαν
και τη Εδέσση εναποκειμένην. Εις μέσον δε έφερε και την παρά Λουκά μεν
του αποστόλου ιστορηθείσαν εικόνα, εν Ρώμη δε προς Θεόφιλον σταλείσαν,
ωσαύτως και τα δύο χαλκά εκτυπώματα, άπερ η αιμορροούσα εκ πόθου
ανεστηλώσατο, ων το έν επικλινές προς γην εις τύπον αυτής και την
ευλογίαν παρά θατέρου δεχόμενον˙ του Χριστού γαρ ην. Τότε και Γρηγόριος ο
πάπας Ρώμης γράφει προς τον βασιλέα Λέοντα περί των εικόνων. Αλλά τον
Αιθίοπα σμήξαι μη δυνηθείς τους φόρους της Ιταλίας και Ρώμης εκώλυσε
τελείσθαι προς τον βασιλέα, και την όλην δε χώραν αυτών της εξουσίας
ταύτης απέστησε». (CSHB, ed. I. Bekker, Bonnae 1836, 521.6-522.5)
***
Μαρτύριον των αγίων δέκα μαρτύρων των εν Κωνσταντινουπόλει
Ǥ
2. Των δε ειδωλικών μολυσμάτων και βδελυγμάτων εκ μέσου γενομένων τη
του ζωοποιού σταυρού δυνάμει, εκκλησιών τε και ιερών θυσιαστηρίων
ανοικοδομηθέντων, και πάντων τη του Χριστού και Θεού ημών επωνυμία
σεμνυνομένων, Χριστιανού λέγω, εβασίλευσε δια πλήθος αμαρτιών Λέων ο
δυσσεβής, εκ μεν της Γερμανικίων χώρας καταγόμενος, τη δε αληθεία εκ της
των Ισαύρων ορμώμενος δυσεβεστάτης αιρέσεως. …
§ 3. Του τοίνυν θηριωνύμου και προσότι μάλλον την γνώμην έχοντος, κατά τω εξάκισχιλιοστώ διακοσιοστώ εννάτω έτει της του κόσμου, τούδε διακοσμήσεως είτο βυσσυμπήξεως, τας δε του Θεού Λόγου ενσάρκου προς ημάς αυτού παρουσίας, έτους επτακοσιοστού εννάτου, τα της βασιελίας σκήπτρα κατέχοντος, τα μεν πρώτα αυτού ύπουλός τις και προσηνής εγεγόνει˙ μικρού δε χρόνου διιππεύσαντος, τας της πονηράς αυτού και κακογνώμου βουλης φληναφώδεις λέσχεις εις προύπτον τέθεικεν άπασι, και πρώτον μεν πειθώ, ότι μάλλον τους πλείονας εξαπατάν ώετο…
§ 3. Του τοίνυν θηριωνύμου και προσότι μάλλον την γνώμην έχοντος, κατά τω εξάκισχιλιοστώ διακοσιοστώ εννάτω έτει της του κόσμου, τούδε διακοσμήσεως είτο βυσσυμπήξεως, τας δε του Θεού Λόγου ενσάρκου προς ημάς αυτού παρουσίας, έτους επτακοσιοστού εννάτου, τα της βασιελίας σκήπτρα κατέχοντος, τα μεν πρώτα αυτού ύπουλός τις και προσηνής εγεγόνει˙ μικρού δε χρόνου διιππεύσαντος, τας της πονηράς αυτού και κακογνώμου βουλης φληναφώδεις λέσχεις εις προύπτον τέθεικεν άπασι, και πρώτον μεν πειθώ, ότι μάλλον τους πλείονας εξαπατάν ώετο…
Στήτω
δε ημίν μικρόν το της ιστορίας επωφελές διήγημα, είγε προς το οπίσω της
ιστορίας πάλιν δρομήσαιμι, και σαφήν ταύτην ποιήσαιμι. Τω
εξάκισχιλιοστώ σιδ’ έτει του κόσμου, της του Κυρίου και σωτήρος ημών
Ιησού Χριστού σαρκώσεως ψιδ’ έτει, του δε παρανομοτάτου βασιλέως έβδομον
άγοντος έτος, ήκε τις Ιουδαίος, ορμώμενος από Λαοδικείας της παραλίου
Φοινίκης, και εισελθών προς Ιζίδ, τον τότε της Συριάτιδος γαίης
κρατούντα, επηγγείλατο αυτώ, τεσσαράκοντα έτη κρατήσειν της αρχής, ει
τας εν ταις των Χριστιανών εκκλησίαις εν πάσι τη υπ’ αυτόν αρχή
τιμωμένας σεπτάς εικόνας καθέλοι.
§
4. Ώ επιπεισθείς ο άθλιος και ανόητος Ιζίδ, δόγμα καθολικόν εψηφίσατο
κατά των σεπτών και αγίων εικόνων, αλλά τη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
χάριτι, και της πανυμνήτου και αφθόρου αυτού Μητρός πρεσβείαις, και
πάντων αυτού των Αγίων, τω αυτώ έτει τέθνηκεν ο παμμίαρος Ιζίδ, [ουκ]
ακουσήναι φθάσαντος τοις πολλοίς του ααθέου και σατανικού αυτού
δόγματος. Μεταλαβών δε ταύτης της αλλοκότου και δυσεβούς πικράς αιρέσεως
και Λέων ο βασιλεύς, πολλών και χαλεπών ημίν κακών αίτιος γέγονεν».
(Acta Sanctorum, Augustii II, 435B-436D)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Α)
Όπως εξάγεται αβίαστα από τα παραπάνω, όλοι οι Βυζαντινοί/Ρωμηοί
ιστοριογράφοι, χρονογράφοι, βιογράφοι συμφωνούν, ότι πίσω η απόφαση του
Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου για την αποκαθήλωση των εικόνων δεν ήταν δική του,
αλλά πίσω από αυτήν κρύβονταν Ιουδαϊκή απάτη, που είχε ως στόχο να
πλήξει την Εκκλησία.
Β)
Οι διαφορές στις διηγήσεις, ως προς τον αριθμό των Ιουδαίων που
προσέγγισαν τον Λέοντα (ένας ή δύο), την καταγωγή τους (Λαοδικεία ή
Τιβεριάδα), και η αναφορά σε κάποιες περιπτώσεις του ονόματος του ενός
Εβραίου (Τεσσαρακονταπήχυς), φανερώνουν ότι υπήρχαν πολλαπλές πηγές
πληροφόρησης, τουλάχιστον τρεις.
Γ)
Οι πληροφορίες αυτές διατηρήθηκαν και στους μεταγενέστερους ιστορικούς
(Κεδρηνός, Γλυκάς) καθ’ όλη την διάρκεια της Αυτοκρατορίας, και μόλις
στους νεώτερους χρόνους αμφισβητήθηκαν, όπως θα φανεί στο επόμενο
κεφάλαιο.
Δ)
Ήδη οι επιστολές του επισκόπου Ρώμης Γρηγορίου μαρτυρούνται από σχεδόν
σύγχρονές του πηγές. Δεν υπάρχουν αντικειμενικού λόγοι για την
αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους. Μόνο ιδεολογικές σκοπιμότητες ή ανάγκη
συγκάλυψης των όσων μαρτυρούνται σε αυτές, από μέρους των Παπικών,
βιάζουν την αμφισβήτηση αυτή.
Ε)
Η διαφωνία των πηγών με τις απόψεις που αμφισβητούν την γνησιότητα των
πηγών, ανάγκασε τους υπό των παραπάνω σκοπιμοτήτων κινουμένους να
θεωρήσουν, τις μεν επιστολές γνήσιες, περιέχουσες, όμως, εμβόλιμα χωρία.
Η ανάγνωση και δι’ αυτού του τρόπου επίσημη αναγνώριση των επιστολών
από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, καταρρίπτει και αυτή την άποψη.
Στ’)
Η αμφισβήτηση της γνησιότητας των πρακτικών της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου
αποτελεί την απεγνωσμένη προσπάθεια των παραπάνω σκοπιμοτήτων να
επιζήσουν, αλλά η επικύρωσή τους από την Η’ Οικουμενική Σύνοδο δεν
αφήνει περιθώρια αμφιβολίας.
Ζ’)
Η ιστορική άποψη που θέλει την τιμητική προσκύνηση των εικόνων να
εμφανίζεται μόλις των Στ’ αι. είναι ανακριβής. Όλες οι πηγές αναφέρουν
ότι πρόκειται για αποστολική παράδοση και φέρνουν ως απόδειξη κειμήλια
(το ιερό μανδήλιο, τον ανδριάντα που έστησε η αιμόρρους στην Πανεάδα,
την εικόνα της Παναγίας που φιλοτέχνησε ο ευαγγελιστής Λουκάς), τα οποία
τότε υπήρχαν ως απτές αποδείξεις.
Η’)
Πληροφορίες, οι οποίες επιβεβαιώνονται από δύο ανεξάρτητες πηγές (και
στην περίπτωση αυτή έχουμε πολλές περισσότερες) οφείλουν, ακόμη και αν
δεν υπάρχει πρόθεση να γίνουν αποδεκτές, να λαμβάνονται τουλάχιστον
υπόψη. Αυτό επιτάσσει η επιστημονική μεθοδολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου