1.- Σύγκλιση της Συνόδου
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας στις 14 Ιουνίου 325 μ.Χ. (14-19 Ιουνίου 325 δια τον Όρον της Πίστεως). «Εν υπατεία Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπροτάτων, έτους από Αλεξάνδρου χλς΄, εν μηνί Δεσίω ιθ΄ τη προ ιγ΄ καλανδών Ιουλίων εν Νικαία τη Μητροπόλει Βιθυνίας» (Τούτο ανεγνώσθη υπό του Νικομηδείας Ευνομίου. Μήλια Σπ. Πρακτικά Οικουμενικών Συνόδων, Β’ πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου) έληξε δε «Εν μηνί Λώω, προ ζ΄ καλανδών Γορπιαίω», δηλ. η Σύνοδος έλαβε πέρας στις 25 Αυγούστου 325 (προ επτά Καλανδών Σεπτεμβρίου), διήρκεσε δηλ. 10 εβδομάδες. Οι προκαταρκτικές συνεδριάσεις είχαν αρχίσει στις 20 Μαΐου 325. Ώστε, η Σύνοδος είχε 25 ημέρες ανεπίσημων συνεδριάσεων και 70 ημέρες επίσημων, σύνολον 90 ημέρες.
Τη Σύνοδο συνεκάλεσε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος (ο Μέγας) με επίσημο Συγκλητήριο Θέσπισμα (Τούτο βρίσκεται σε αρχαίο Συριακό χειρόγραφο του 4ου αιώνα, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο).
Ποιος προήδρευσε της Συνόδου;
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας στις 14 Ιουνίου 325 μ.Χ. (14-19 Ιουνίου 325 δια τον Όρον της Πίστεως). «Εν υπατεία Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπροτάτων, έτους από Αλεξάνδρου χλς΄, εν μηνί Δεσίω ιθ΄ τη προ ιγ΄ καλανδών Ιουλίων εν Νικαία τη Μητροπόλει Βιθυνίας» (Τούτο ανεγνώσθη υπό του Νικομηδείας Ευνομίου. Μήλια Σπ. Πρακτικά Οικουμενικών Συνόδων, Β’ πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου) έληξε δε «Εν μηνί Λώω, προ ζ΄ καλανδών Γορπιαίω», δηλ. η Σύνοδος έλαβε πέρας στις 25 Αυγούστου 325 (προ επτά Καλανδών Σεπτεμβρίου), διήρκεσε δηλ. 10 εβδομάδες. Οι προκαταρκτικές συνεδριάσεις είχαν αρχίσει στις 20 Μαΐου 325. Ώστε, η Σύνοδος είχε 25 ημέρες ανεπίσημων συνεδριάσεων και 70 ημέρες επίσημων, σύνολον 90 ημέρες.
Τη Σύνοδο συνεκάλεσε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος (ο Μέγας) με επίσημο Συγκλητήριο Θέσπισμα (Τούτο βρίσκεται σε αρχαίο Συριακό χειρόγραφο του 4ου αιώνα, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο).
Ο
Κωνσταντίνος, ο οποίος «τον λόγον εδίδου τοις της Συνόδου Προέδροις»,
οι οποίοι ήσαν οι ιεραρχικώς Προϊστάμενοι των μεγάλων εκκλησιαστικών
περιφερειών, Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, κτλ. (Ευσέβιου: «εν βίω
Κωνσταντίνου»).
Πόσοι Πατέρες παρέστησαν στην Σύνοδο;
Τριακόσιοι
δέκα οκτώ (βεβαιώνεται σ’ όλες τις επόμενες Οικ. Συνόδους), οι οποίοι
και υπέγραψαν. Υπήρχαν και έτεροι πέντε οι οποίοι δεν υπέγραψαν
(Νικομηδείας Ευσέβιος, Νικαίας Θέογνις, Χαλκηδόνος Μάρης, Μαρμαρικής
Θεωνάς, Πτολεμαϊδος Σεκούνδος). Γενικό σύνολο 323 (μαρτυρία Σωκράτους)
σε ένα σύνολο 2305 επισκόπων (Πάλμερ, Εκκλ. ιστορία).
Ποίοι από τους 318 Πατέρες διέπρεψαν για την προσωπικότητά τους και την σοφία τους;
Ποίοι από τους 318 Πατέρες διέπρεψαν για την προσωπικότητά τους και την σοφία τους;
Αλεξανδρείας
Αλέξανδρος με τον Αρχιδιάκονό του Αθανάσιο, Αντιοχείας Ευστάθιος,
Ιεροσολύμων Μακάριος, Πρεσβύτερος Αλέξανδρος, τόπον επέχοντα του
Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη, με τον νοτάριό του Παύλο, Κορδούης Όσιος,
Νισίβης Ιάκωβος, Σαρδικής Πρωτογένης, Καισαρείας Λεόντιος, Τυάνων
Ευψύχιος, Νεοκαισαρείας Παύλος, Αγκύρας Μάρκελλος, Τριμυθούντος
Σπυρίδων, Μύρων Νικόλαος, Επιφανείας Αμφίων, Αιγυποδιάδος Παφνούτιος,
Ηρακλεουπόλεως Ποτάμων, Γαγγρών Υπάτιος, Αρμενίας Αριστάγης,
Μαξιμιανουπόλεως Μάξιμος. Κορυφαίος των Αρειανών υπήρξεν ο Νικομηδείας
Ευσέβιος.
Ο Μ. Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α΄ Οικ. Σύνοδο στη Νίκαια το
325 και προήδρευσε αυτής όντας ειδωλολάτρης και ο οποίος «τον λόγον
εδίδου τοις της Συνόδου Προέδροις», οι οποίοι ήσαν οι ιεραρχικώς
Προϊστάμενοι των μεγάλων εκκλησιαστικών περιφερειών, Ρώμης,
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, κτλ. (Ευσέβιου: «εν βίω Κωνσταντίνου»).
Πράγματι σημειώνεται, ότι είναι η πρώτη και μοναδική φορά, όπου
προΐσταται Οικουμενικής Συνόδου της Εκκλησίας, πρόσωπο που είναι
ειδωλολάτρης και μάλιστα κατέχει επίσημα τον τίτλο του Αρχιερέα των
ειδώλων (PontifexMaximus).
Η
Σύνοδος αυτή καταδίκασε τον αρειανισμό και αναθεμάτισε τον Άρειο και
πέντε ακόμη επισκόπους αρειανούς, μεταξύ των οποίων και τον Νικομηδείας
Ευσέβιο. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής (Μητροπολίτη Καλλίνικου
Δελικάνη, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, σελ. 180-181): «Τον
Όρον της εν Νικαία Συνόδου «ταύτη τη πίστη» λέγει ο Σωκράτης, «οκτώ και
δέκα και τριακόσιοι έγνωσάν τε και έστερξαν, πέντε δε μόνοι ου
προσεδέξαντο, της λέξεως του Ομοουσίου σκώψαντες». Ήσαν δε ούτοι ο
Νικομηδείας Ευσέβιος, ο Νικαίας Θέογνις, ο Χαλκηδόνος Μάρις, ο
Πτολεμαϊδος Σεκούνδος, ο Μαρμαρικής Θεωνάς. Αλλ’ οι τρεις πρώτοι,
ιδόντες το απροχώρητον, «έδεισαν γαρ των Επισκόπων το πλήθος, τοις
εκτεθείσι συνέθεντο» γράφει ο Θεοδώρητος. Ο δε Καισαρείας της
Παλαιστίνης Ευσέβιος «μικρόν επιστήσας και διασκεψάμενος ει δει
προσδέξασθαι τον όρον της πίστεως, ούτως άμα τοις πολλοίς πάσι, συνήνεσέ
τε και προσυπέγραψε». «Οι δε Αρειομανείς, δείσαντες μη τοσούτων εν
ταυτώ συγκεκροτημένων Επισκόπων εξοστρακισθοίεν, απαγορεύουσι μεν και
αναθεματίζουσι το απηγορευμένον δόγμα συμφώνοις γράμμασιν υπογράψαντες
αυτοχειρί» (Θεοδωρήτου: Εκκλ. Ιστ. Α΄).
Τον Όρον της πίστεως επηκολούθησεν η υπό της Συνόδου επίσημος καθαίρεσις και αναθεματισμός του Αρείου και των ομοφρόνων αυτού, απαγορευθείσης άμα τω Αρείω της εις Αλεξάνδρειαν επανόδου: «Διόπερ η Σύνοδος Άρειον και τους ομοδόξους αυτού αναθεμάτισεν άπαντας, προσθέντες μήτε της Αλεξανδρείας επιβαίνειν αυτόν» (Σωκρ. Εκκλ. Ιστ. Δ΄). «Ιστέον μέντοι -προσθέτει-, ως τη Αρείου καθαιρέσει ούτε έθεντο, ούτε υπέγραψαν Νικομηδείας Ευσέβιος και Νικαίας Θέογνις, καίπερ τη γραφή της πίστεως συναινέσαντες». «Βασιλέως δε πρόσταγμα και αυτόν (Άρειον) και τους περί Ευσέβιον εις εξορίαν απέστειλε» (Θεοδώρητος). «Εις το Ιλλυρικόν μεν τον Άρειον μετά των Πτολεμαϊδος και Μαρμαρικής, εις Γαλλίαν δε τον Νικομηδείας και τον Νικαίας».
Η Σύνοδος αυτή κλήθηκε να ασχοληθεί με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και συγκεκριμένα αν είναι Υιός του Θεού και Θεός ή Υιός του Θεού και το τελειότερο των κτισμάτων. Αναφέρεται, ότι τελικά ο αυτοκράτορας κλήθηκε να αποφασίσει μεταξύ των εκπροσώπων της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, οι οποίοι παρουσίασαν την πρώτη άποψη με τη φράση «ομοούσιος τω Πατρί» και των εκπροσώπων της Αντιοχειανής Εκκλησίας, οι οποίοι παρουσίασαν τη δεύτερη άποψη με τη φράση: «πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Η φράση αυτή, απαράδεκτη για την Αλεξανδρινή Εκκλησία, που είχε πρωτεργάτη τον Αρχιδιάκονο Μ. Αθανάσιο, έκανε το Χριστό να φαίνεται κάτι λιγότερο από τον ίδιο το Θεό Πατέρα.
Για να ληφθεί μια δίκαιη απόφαση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ο μόνος στον οποίο μπορούσαν να καταφύγουν ήταν ο Κωνσταντίνος, που ήταν θεολογικά αγράμματος, αλλά πολιτικά ήξερε να μεταχειρίζεται υπέροχα τους ανθρώπους. Δεν θα μάθουμε ίσως ποτέ τι έκανε τον Κωνσταντίνο να πάρει την απόφασή του εκείνη τη στιγμή. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι για κείνον η θεοποίηση ενός ανθρώπου δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο. Είχε θεοποιήσει τον πατέρα του Κωνστάντιο, θα απολάμβανε την ίδια τιμή μετά το θάνατό του και ασφαλώς θα περίμενε να είναι ο Ιησούς ανώτερός του στην ιεραρχία των θεών. Μπορεί επίσης να είχε λάβει υπόψη τα στρατηγικά και εμπορικά πλεονεκτήματα της Αλεξάνδρειας. Όποια και αν ήταν τα κίνητρά του, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε υπέρ των Αλαξανδρινών, η φόρμουλα του Ευσέβιου Καισαρείας τροποποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για να προσαρμοστεί στην Αλεξανδρινή άποψη και παρότρυνε τους συνέδρους να υπογράψουν την αναθεωρημένη φόρμουλα σαν σύμβολο πίστης, στο οποίο θα συμφωνούσαν στο μέλλον όλοι οι Χριστιανοί (I. WilsonΙησούς, οι μαρτυρίες, σελ. 245-246).
2.- Αποτελέσματα της Συνόδου
1.- Έκθεση του συμβόλου της Πίστεως
«Έκθεσις της καθολικής και αποστολικής πίστεως εκτεθείσης υπό της εν Νικαία Συνόδου και του Θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, εν υπατεία Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπρών, έτους από Αλεξάνδρου χλς΄. Εν μηνί Δεσίω τη προ 13 Καλανδών Ιουλίων, εν Νικαία τη Μητροπόλει Βιθυνίας (ακολουθεί το γνωστό Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας)»:
«Πιστεύομεν εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα πάντων ορατών τε, και αοράτων ποιητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού, τον γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτ’ έστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο, τα εν τω Ουρανώ, και τα εν τη γη.
Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους, και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, και σαρκωθέντα, και εναθρωπήσαντα.
Παθόντα,
Αναστάντα τη Τρίτη ημέρα,
Και ανελθόντα εις τους Ουρανούς και καθεζόμενον εν δεξιά του Πατρός. Πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.
Και εις το άγιον Πνεύμα.
Τους δε λέγοντας, ότι ην ποτε, ότε ουκ ην, και πριν γεννηθήναι ουκ ην, και ότι εξ ουκ όντων εγένετο, ή εξ ετέρας υποστάσεως, ή ουσίας φάσκοντες είναι, ή τρεπτόν, ή αλλοιωτόν τον Υιόν του Θεού, τούτους αναθεματίζει η καθολική και αποστολική Εκκλησία».
2.- Καθαίρεση του Αρείου
Μετά την διατύπωση του Όρου του Συμβόλου της Πίστεως επηκολούθησε η επίσημη καθαίρεση και ο αναθεματισμός του Αρείου και των ομοφρόνων του από την Σύνοδο.
3.- Οι Είκοσι κανόνες της Συνόδου
Η Σύνοδος εξέδωσε 20 κανόνες για διάφορα θέματα. (Ευσέβιος, εν βίω Κωνσταντίνου): «Και περί των καθ’ εκάστην διατυπώσεων και Κανόνας εγγράφως εκθείναι είκοσι παρεγγυά» (ο Κωνσταντίνος).
4.- Η απόφαση περί της εορτής του Πάσχα
Αφού έληξε η δογματική συζήτηση, η Σύνοδος επελήφθη της διακανονίσεως της ημέρας της εορτής του Πάσχα: «Παυσαμένης τε της περί τα δογματικά συζητήσεως – γράφει ο Σωζόμενος – έδοξε τη Συνόδω και την Πασχάλιον εορτήν……….» (Εκκλ. Ιστορία Α΄).
5.- Το Μελιτιανόν Σχίσμα
Η Σύνοδος επελήφθη επίσης και του Μελιτιανού Σχίσματος, που εκδηλώθηκε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Ο επίσκοπος Λυκοπόλεως Μελέτιος περιέτρεχε την Αίγυπτον ανενόχλητος και χειροτονούσε, παρά την εκκλησιαστική τάξη, επισκόπους και κληρικούς υβρίζοντας τον επίσκοπον Αλεξανδρείας Πέτρον, καθώς και τους διαδόχους του, Αχιλλά και Αλέξανδρον. Ο Μελέτιος χειροτόνησε 28 επισκόπους.
Για την ειρήνευση της Εκκλησίας, η Σύνοδος έδειξε επιείκεια στον Μελέτιο. Θα παρέμενε στη Λυκόπολη με τον ψιλό τίτλο του επισκόπου, χωρίς καμία δικαιοδοσία. Οι χειροτονηθέντες από αυτόν επίσκοποι έγιναν δεκτοί με απλή χειροθεσία, θα παρέμεναν στις επισκοπές υπό τους νομίμους επισκόπους, τους οποίους θα είχαν την δυνατότητα να διαδεχθούν σε περίπτωση θανάτου των (Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία Α΄).
6.- Περί του γάμου των κληρικών
Αποφάσισε η Σύνοδος, όπως οι επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, υποδιάκονοι μη χωρίζονται των ιδίων αυτών συζύγων, διότι: «τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος» (Σωκράτης, Εκκλ. Ιστορία Α΄).
7.- Αναψηλαφήσεις συνοδικών αποφάσεων
Η Σύνοδος αποφάσισε να κυρώσει την κρατούσα στην Εκκλησία πράξη, να αναψηλαφούνται οι Συνοδικές καταδικαστικές αποφάσεις από μια άλλη Σύνοδο (Την πράξη αυτή της Συνόδου αναφέρουν ο Δ΄ και ο ΙΒ΄ κανόνες της Συνόδου Αντιοχείας του 341 και η σύνοδος της Ρώμης του 342).
8.- Τα Πρακτικά της Συνόδου
Πρακτικά της Συνόδου ετηρήθησαν (Τρία αντίγραφα πρακτικών αναφέρει ο Επιφάνιος στο Αιρ. 7). Τα πρακτικά των Οικ. Συνόδων και των σπουδαιότερων τοπικών Συνόδων από την Γ΄ εν Εφέσω και μετά Συνόδων σώζονται. Τα πρακτικά των Α΄ και Β΄ Οικ. Συνόδων ΔΕΝ ΣΩΖΟΝΤΑΙ.
Την ύπαρξη των πρακτικών της Α΄ Οικ. Συνόδου αναφέρει ο Γελάσιος (στο προοίμιο του Συντάγματός του). Τα αντίγραφα των πρακτικών εστάλησαν στις κυριότερες Εκκλησίες (αναφέρεται τούτο στην τοπική Σύνοδο της Καρθαγένης του 419).
Πρακτικά της Συνόδου δεν υπάρχουν. «Τα Πρακτικά της εν Νικαία Συνόδου, καέντα υπό των Αρειανών είχον εξαφανισθή» (REVILLOUT, LeConciledeNice´e 1881).
3.- Απόφαση για την εορτή του Πάσχα
Αφού έληξε η δογματική συζήτηση, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος επελήφθη του θέματος της ημέρας της εορτής του Πάσχα, δεδομένου ότι, οι Εκκλησίες Ρώμης, Αλεξανδρείας και Ελλάδος τελούσαν το Πάσχα την Κυριακή μετά την δεκάτη τετάρτη του μήνα Νισάν, ενώ οι Εκκλησίες Κων/πόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων τελούσαν το Πάσχα την δεκάτη τετάρτη του μήνα Νισάν, όπως ακριβώς και οι Εβραίοι.
Η Συνοδική απόφαση έχει δυο σκέλη περί της εορτής του Πάσχα:
1.- Θα τελείται πάντοτε μετά την εαρινή ισημερία (που τότε ήταν 21 Μαρτίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο).
2.- Θα τελείται πάντοτε μετά το Πάσχα των Εβραίων
Άλλοι δυο όροι υφίστανται από την Παράδοση της Εκκλησίας:
1.- Θα τελείται πάντοτε μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.
2.- Θα τελείται πάντοτε ημέρα Κυριακή
Άρα για την εορτή του Πάσχα η συνοδική απόφαση έδινε εντολή στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας:
1. να εύρει πότε είναι η εαρινή ισημερία,
2. να εύρει πότε είναι η πρώτη πανσέληνος,
3. να ορίσει την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο και
4. εάν την Κυριακή αυτή ετελείτο το εβραϊκό πάσχα, να το μεταθέσει την επόμενη Κυριακή.
Επίσης, έδινε η Σύνοδος εντολή στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας (γιατί διέθετε τους καλύτερους αστρονόμους) να στέλνει εγκυκλίους στην Εκκλησία της Ρώμης, για κοινοποίηση σ’ όλη τη Δύση και στις Εκκλησίες Κων/πόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων για κοινοποίηση σ’ όλη την Ανατολή. Η αναγγελία της ημερομηνίας της εορτής του Πάσχα γινόταν κάθε χρόνο από τον άμβωνα την ημέρα των Θεοφανείων.
Η απόφαση της Συνόδου αναφέρει:
1. εαρινή ισημερία (δεν ορίζει πότε είναι αυτή, αφήνει να την καθορίσουν οι αστρονόμοι) και
2. πανσέληνο (δεν ορίζει πότε είναι αυτή, αφήνει να την καθορίσουν οι αστρονόμοι).
Η αναφορά, ότι η Σύνοδος καθόρισε ως εαρινή ισημερία την εαρινή ισημερία του 325, που συνέπιπτε τότε με την 21ηΜαρτίου δεν μαρτυρείται σε κανένα κείμενο. Αν η Σύνοδος καθόριζε σταθερή ημερομηνία ισημερίας, τότε θα καθόριζε την εαρινή ισημερία του έτους 33, οπότε συνέβη το μέγα και ανεπανάληπτο γεγονός της Σταύρωσης και Ανάστασης και συνέπιπτε τότε με την 24η Μαρτίου. Το γεγονός της διαφορετικής ημερομηνίας της ισημερίας αναφέρει και ο Αγ. Νικόδημος (Πηδάλιο, Ζ΄ Αποστολικός Κανόνας, σελ. 9).
Συμπερασματικά και σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα βασίζεται κατά κύριο λόγο στην εύρεση της εαρινής ισημερίας, δηλ. το σημείο εκείνο του ουρανού στο οποίο ο Ήλιος ευρίσκεται ακριβώς στον ουράνιο ισημερινό. Το σημείο αυτό είναι σταθερό και η αστρονομία απλώς καθορίζει το χρόνο που επισυμβαίνει αυτό κάθε χρόνο. Την ημέρα που συμβαίνει να υπάρχει ισημερία, από της ανατολής μέχρι της δύσεως του ηλίου οι ώρες είναι 12 και από δύσεως μέχρις ανατολής οι ώρες είναι 12 και ονομάζεται ισημερία, γιατί οι ώρες της ημέρας είναι οι αυτές με τις ώρες της νύκτας. Για την εύρεση της ισημερίας αναφέρεται και πρακτικός τρόπος: Μπορεί κάποιος μόνον να παρατηρεί την διεύθυνση των σκιών κατά την ανατολή του ηλίου και να σημειώσει την ημέρα, κατά την οποίαν αυτές οι σκιές κατευθύνονται ακριβώς προς την δύση. Αυτή είναι η ισημερία (Πεκίνου Ιννοκέντιου Φιγκουρόφσκυ, Ορθόδοξος ένστασις και μαρτυρία, τεύχη 30-31, 1993).
Συγκεφαλαιώνουμε τα περί της εορτής του Πάσχα, σύμφωνα με τις θέσεις του καθ. Λειτουργικής Ι. Φουντούλη:
α Το μη θεόσδοτο του ημερολογίου: «Δεν αποκαλύπτει ο Θεός «Ημερολόγιον», αλλά τον τρόπο καταρτισμού του. Έτσι είχε αποφευχθεί ο πρώτος και άμεσος κίνδυνος, η θεοποίηση του χρόνου, δηλ. του Ημερολογίου. Κίνδυνος όμως που, η ιστορία το μαρτυρεί, δεν έπαυσε να εμφωλεύει ακόμη και μετά από πολλές χιλιετίες από τότε, όχι βέβαια θεοποιήσεως, αλλ’ απολυτοποιήσεως του κοσμικού χρόνου και του Ημερολογίου, με άμεσες συνέπειες ψύξεως της αγάπης, ερίδων, αντιδικιών και σχισμάτων. Ακριβώς δε το μη «θεόσδοτο» των Ημερολογίων, επομένως και η ανθρώπινη προέλευσή τους και, κατ’ ακολουθίαν, και η σχετικότητά τους, φαίνεται από το πλήθος των προσπαθειών, παλαιοτάτων και νεωτέρων, κατά τα μέτρα και τις γνώσεις εκάστοτε των διαφόρων εποχών, συστημάτων καταμετρήσεως του χρόνου, δηλαδή Ημερολογίων» (Τελετουργικά θέματα, τ. Γ΄, σελ. 198, 199).
β Μη παρατήρηση χρόνων και καιρών και ενιαυτών: «Η ιστορία έδειξε ότι οι κατά καιρούς Πατέρες μας είχαν ευρύτητα πνεύματος, «νουν Χριστού» (Α΄ Κορ. 2. 16). Δεν επέστρεφαν «πάλιν επί τα ασθενή και πτωχά στοιχεία» (Γαλ. 4. 9), την παρατήρηση ημερών και μηνών και καιρών και ενιαυτών, γιατί «γνώντες τον Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό του Θεού (Γαλ. 4.9), δεν εδούλευαν «τοις μη φύσει ούσι θεοίς» (Γαλ. 4. 8) και γι’ αυτό δεν ανάλωναν τις δυνάμεις τους πολεμώντας με φαντάσματα. Παραδείγματα προς μίμηση» (ως ανωτέρω, σελ. 200).
γ/Εορτή του Πάσχα, κατά το Ιουδαϊκό ημερολόγιο: «Τα περιέπλεξαν οι προσπάθειες προκαθορισμού του Πάσχα, τα Πασχάλια, και των Εβραίων και των Χριστιανών, η βαθμιαία ολίσθησης της ισημερίας προς άλλες από τις αρχικές ημέρες υπολογισμού της, οι διαφορετικές επί μέρους επιλογές της Κυριακής, που κατά την παράδοση της Ανατολής έπρεπε να έπεται και να μη συμπίπτει με το Ιουδαϊκό πάσχα, ενώ για τη Δύση ήταν αδιάφορο. Παρά όμως τις ημερολογιακές αυτές δυσκολίες, η Εκκλησία στο σύνολό της προτίμησε να εορτάζει το Πάσχα κατά το Ιουδαϊκό ημερολόγια, διατηρώντας το έτσι σε παράλληλη χρήση προς το ρωμαϊκό, και αναζητώντας, όχι πάντα με αστρονομική ακρίβεια, την αντίστοιχη ημερομηνία» (ως ανωτέρω, σελ. 204-205).
4.- Εφαρμογή της απόφασης της Συνόδου
Η Σύνοδος ανέθεσε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας την υλοποίηση της απόφασης, καθότι εκεί ήκμαζαν τα Μαθηματικά και η Αστρονομία και την επιφόρτισε να βρίσκει κάθε έτος, πότε υπήρχε εαρινή ισημερία, πότε πανσέληνος, πότε ήτο η επόμενη Κυριακή της πανσελήνου και πότε εορτάζετο το Ιουδαϊκό πάσχα. Σύνδεσμος μεταξύ Συνόδου και Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας υπήρξε ο μετέχων στη Σύνοδο αστρονόμος και Επίσκοπος Χωνών της Αιγύπτου, Αχιλλέας Τάτιος.
Με βάση την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έστελνε κάθε χρόνο επιστολή στην Εκκλησία της Ρώμης, γνωστοποιώντας την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα και αυτή με την σειρά της όφειλε να το δηλώσει στις απομεμακρυσμένες Εκκλησίες (Ισπανίας, Γαλλίας, Βρετανίας, Γερμανίας). Πλην όμως, η Εκκλησία της Ρώμης ουδέποτε το έπραξε αυτό, καθότι ο πάπας Ρώμης άγιος Ιππόλυτος είχε καθορίσει (πριν από τη Σύνοδο της Νικαίας) την εαρινή ισημερία στις 18 Μαρτίου. Οπότε, όταν η πανσέληνος συνέπιπτε στις 19 Μαρτίου, οι Εκκλησίες της Δύσης εόρταζαν με αυτήν το Πάσχα, ενώ οι Εκκλησίες της Ανατολής την θεωρούσαν ως πανσέληνο προ της εαρινής ισημερίας (προ της 21ης Μαρτίου) και ανέμεναν την επόμενη, με συνέπεια να υπάρχει διαφορά 30-35 ημερών στην εορτή του Πάσχα. (Κάτι τέτοιο γίνεται σήμερα στην διαφορά εορτασμού του Ορθόδοξου με το λατινικό Πάσχα).
Παρομοίως με την επιστολή προς την Εκκλησία της Ρώμης η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έστελνε επιστολές προς τις Εκκλησίες της Ανατολής περί της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα, οι οποίες ανεγινώσκοντο από τους άμβωνες των ναών κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων.
Αναφέρεται, ότι ο Μ. Αθανάσιος, ως Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας από το 328 και κατ’ εντολήν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου έγραφε κατ’ έτος μια εγκύκλιο επιστολή (συνολικά 45) προς τις απανταχού της γης Εκκλησίες, τη λεγόμενη «εορταστική επιστολή» και αργότερα «πασχάλιο επιστολή», για να ορίζει την ημέρα του Πάσχα και να εκφράζει υπεύθυνα την πίστη και γνώμη της Εκκλησίας επί διαφόρων προκυπτόντων ζητημάτων. Π.χ. στη ΛΘ΄ εορταστική επιστολή, του 367, υπό την ιδιότητα του εντεταλμένου της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ορίζει, ποια είναι τα γνήσια κανονικά και θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και αυτός είναι ο μόνος έγκυρος εκκλησιαστικός κατάλογος του βιβλικού κανόνα. Αξιοσημείωτο είναι, ότι και από την εξορία δεν έπαυσε ποτέ ν’ απευθύνει προς όλες τις Εκκλησίες της Οικουμένης την εορταστική επιστολή του (Σωκράτης, εκκλ. Ιστ. Σωζομενός, Εκκλ. Ιστ.).
Η Σύνοδος της Σαρδικής (Σόφια, 344-345) ενέκρινε περί του Πάσχα, όπως αναγγέλλουν απανταχού την ημέρα της εορτής του Πάσχα, ο μεν επίσκοπος Ρώμης στις Εκκλησίες της Δύσης, ο δε επίσκοπος Αλεξανδρείας στις Εκκλησίες της Ανατολής. Με την απόφαση αυτή ανετρέπετο η ουσία αυτής, δηλ. «να εορτάζεται εν μιά και τη αυτή ημέρα απανταχού η εορτή του Πάσχα». Η Σύνοδος της Νικαίας όρισε να τελείται η εορτή μετά την εαρινή ισημερία και προς τήρηση της ενότητας ανατέθηκε ο καθορισμός της ημέρας της εορτής στην Εκκλησία Αλεξανδρείας, της οποίας οι αστρονόμοι όριζαν την εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου και όχι στις 18, όπως εφρόνουν στη Ρώμη. Αναθέτοντας η Σύνοδος της Σαρδικής στην Εκκλησία της Ρώμης τον ορισμό της ημέρας εορτασμού σ’ ολόκληρη τη Δύση μοιραίως ανέκυπτε διαφωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τέτοια ασυμφωνία συνέπεσε στα έτη 326, 337, 340, 341, 343, 346, 349, 350, 358, 360, 368, 387 κλπ. Έτσι, το 350 το Πάσχα εορτάσθηκε στη Δύση στις 8 Απριλίου και στην Ανατολή στις 15 Απριλίου. Το 360, 23 Μαρτίου και 23 Απριλίου αντίστοιχα, το 368, 23 Μαρτίου και 20 Απριλίου αντίστοιχα, το 387, 21 Μαρτίου και 24 Απριλίου αντίστοιχα, κ.ο.κ. και όλα αυτά συνέβαιναν στην ενιαία Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Έτσι, ενώ οι Εκκλησίες της Ανατολής τηρούσαν τις υποδείξεις της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας ως προς την εορτή του Πάσχα, η Εκκλησία της Ρώμης εξακολουθούσε να εφαρμόζει τον πασχάλιο κανόνα του αγίου Ιππολύτου και εόρταζε την εορτή σε διαφορετική ημερομηνία. Τελικά, η αποδοχή του αλεξανδρινού κανόνα στη Δύση επεβλήθη από τον Κάρολο τον Μέγα (Καρλομάγνο) τον 9ο αιώνα (τι ειρωνεία!), ο δε κοινός αυτός κανόνας ίσχυσε μέχρι το 1582, οπότε υπήρξε εκ νέου αλλαγή της ισημερίας από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ από τις 11 Μαρτίου (όπου είχε φθάσει τότε) και πάλι στις 21 Μαρτίου. (Δηλ. ο πάπας επανήλθε στην πιστή εφαρμογή του 1ου όρου της απόφασης της Συνόδου, όχι όμως του 4ου).
Σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, για την διαφορετική εορτή του Πάσχα μεταξύ Ανατολής και Δύσης από το 50-800 μ.Χ. περίπου, ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί οι Πατέρες των Ανατολικών Εκκλησιών εδέχοντο να παρακάθηνται και να συναποφασίζουν μαζί με τους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας και στις επτά άγιες Οικουμενικές Συνόδους, κατά τη στιγμή κατά την οποία όλη αυτή την περίοδο η Δυτική Εκκλησία ακολουθούσε αλλότρια ημερομηνία εορτής του Πάσχα από εκείνη των Εκκλησιών της Ανατολής; Άραγε ποιό αρχαίο έθος ετηρείτο όλη αυτή την περίοδο των 8 αιώνων ζωής της καθολικής Εκκλησίας, ως προς το θέμα αυτό και τι διαφορετικό συμβαίνει σήμερα;
5.- Πασχάλιος Πίνακας
Πριν αναλυθεί το θέμα των Πασχαλίων Πινάκων, θα πρέπει να παρουσιασθεί το θέμα των ημερολογίων, δηλ. ποιο ημερολόγιο ακολουθεί η Εκκλησία από συστάσεώς της μέχρι σήμερα. Έτσι:
α/ Από συστάσεως της Εκκλησίας μέχρι την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ακολουθεί το Μακεδονικό ημερολόγιο. Αυτό βρίσκεται στο λζ΄ κανόνα των αγίων Αποστόλων: «Δεύτερον του έτους σύνοδος γινέσθω των Επισκόπων, και ανακρινέτωσαν αλλήλως τα δόγματα της ευσεβείας, και τας εμπιπτούσας Εκκλησιαστικάς αντιλογίας διαλυέτωσαν, άπαξ μεν, τη Τετάρτη εβδομάδι της Πεντηκοστής, δεύτερον δε Υπερβερεταίου δωδεκάτη». Οι άγιοι Απόστολοι προστάζουν να επιλύονται τα όποια προβλήματα με τοπικές συνόδους των Επισκόπων, δυο φορές το χρόνο, την τέταρτη εβδομάδα της Πεντηκοστής και την δωδεκάτη του μήνα Υπερβερεταίου (δηλ. του Οκτωβρίου). Αυτό δείχνει ότι η Εκκλησία ακολουθεί το Μακεδονικό ημερολόγιο.
β/ Από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και μετά η Εκκλησία εισάγει το Ιουλιανό ημερολόγιο, για να προβεί στη διόρθωση της εαρινής ισημερίας και τούτο μέχρι το 1923.
γ/ Από το 1923 και εφεξής η Εκκλησία προβαίνει στην εκ νέου διόρθωση της ισημερίας, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της Αστρονομίας, διορθώνοντας το Ιουλιανό ημερολόγιο και θεσπίζοντας το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίον ακολουθούν 10 από τις 14 Ορθόδοξες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες.
Κυκλοφορεί, λανθασμένα βέβαια, η εντύπωση, ότι το Πασχάλιον (δηλ. ο Πασχάλιος Πίνακας) δημιουργήθηκε και εγκρίθηκε από τους Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το ανωτέρω αποτελεί μύθευμα, καθότι η Α΄ Οικουμενική στην απόφασή της περί της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα έθεσε τους 4 όρους εορτασμού και τίποτε άλλο και την εφαρμογή της απόφασης την ανέθεσε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας.
Η απόφαση βέβαια περί της εορτής του Πάσχα δεν αναφέρεται σε Όρο πίστεως, ούτε σε Κανόνα από τους είκοσι που εξέδωσε η Σύνοδος: «Παυσαμένη τε της περί τα δογματικά συζητήσως, έδοξε τη Συνόδω και την Πασχάλιον εορτήν…..» (Σωζομενού, Εκκλ. Ιστορία Α΄). (Ο Σωζομενός είναι εκκλησιαστικός ιστορικός, 400-450, συνέγραψε εκκλησιαστική ιστορία, ειδικά της περιόδου από την Α΄ Σύνοδο και μετά, η αξιοπιστία του είναι αναμφισβήτητη, το δε έργο του, Εκκλησιαστική Ιστορία, από εννέα βιβλία, ευρίσκεται στην Ελληνική Πατρολογία). Επισημαίνεται, ότι στην απόφαση αυτή αναφέρεται, ότι η εορτή εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία. Ουδαμού αναφέρεται η λέξη: Δύστρου κα΄ (21 Μαρτίου) στην απόφαση των Πατέρων. Όλες οι καταγραφές αναφέρουν, ότι στην εποχή της Α΄ Συνόδου η εαρινή ισημερία ήταν 21 Μαρτίου, αλλά χωρίς να υπάρχει τέτοιος όρος στην απόφαση. Και φαίνεται λογικό, το ότι οι Πατέρες δεν έθεσαν συγκεκριμένη ημερομηνία για την ισημερία. Αν έθεταν, θα έθεταν την ημερομηνία της εαρινής ισημερίας του μεγάλου γεγονότος της Αναστάσεως το 33, δηλ. την 24η Μαρτίου. Αντίθετα, διόρθωσαν την ανωτέρω ημερομηνία κατά 3 ημέρες, επιπλέον δε, δεν απαγόρευσαν μελλοντική διόρθωση. Οι μεταγενέστεροι Πατέρες φοβούμενοι σύγχυση και σκανδαλισμό περισσότερο των «ασθενών τη πίστη αδελφών» δεν προχώρησαν σε διόρθωση, παρά τις πάμπολλες προσπάθειες ανά τους αιώνες.
Λεπτομερείς πληροφορίες για τη διεξαχθείσα συζήτηση δεν υπάρχουν. Το μόνο γνωστό είναι, ότι διεξήχθη με ηρεμία και ομοφωνία: «Περί του Πάσχα ομοφωνήσαντες» (Σωκράτους Εκκλ. Ιστορία Ε΄). (Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός είναι εκκλησιαστικός ιστορικός, 380-450, έγραψε αξιόλογη Εκκλησιαστική Ιστορία σε 7 βιβλία, από το 305-439. Το έργο του είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την Ιστορία της Εκκλησίας του 4-5ου αιώνα, ευρίσκεται δε στην Ελληνική Πατρολογία). Πληροφορίες για την απόφαση έχουμε από την εγκύκλια επιστολή της Συνόδου, που κοινοποιήθηκε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και σε όλες τις λοιπές Εκκλησίες με ειδικούς Συνοδικούς Έξαρχους, αλλά και από την επιστολή του βασιλέως Κωνσταντίνου προς τους Επισκόπους και τους λαούς (Σωκράτους. Εκκλ. Ιστ. Ε΄). Επίσης και ο ΚύπρουΕπιφάνιος το αναφέρει στο βιβλίο του: Περί αιρέσεων, 7.
Ο Αλεξανδρείας Κύριλλος στον Πασχάλιο Πρόλογό του, προσθέτει: «Η Οικουμενική Σύνοδος ομοφώνως εψηφίσατο ότι η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ένθα ήσαν έμπειροι περί τας γνώσεις ταύτης θα ήγγελε τη Ρωμαίων Εκκλησία ετησίως την ημέραν του Πάσχα, ήτις θα ανεκοινούτο τούτο» (Σωκράτους, Εκκλ. Ιστ. Ε΄). Επίσης, ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος μας πληροφορεί, ότι η εν Νικαία Σύνοδος επί τη βάσει γνωμοδοτήσεως πολλών μαθηματικών απεδέξατο τον Αλεξανδρινόν κύκλον των 19 ετών Μέτωνος, του Ηλίου (Αμβροσίου, Επιστολή προς τους Επισκόπους Εμιλίας). Σχετική είναι επίσης και η επιστολή του Πάπα Ρώμης Λέοντα Α΄ προς τον αυτοκράτορα Μαρκιανό (επιστολή 121): «Εμερίμνησαν ουν οι άγιοι Πατέρες άπασαν ταύτην την φροντίδα τω Αλεξανδρείας Επισκόπω αναθείναι, δι’ ου ετησίως η της εορτής ημέρα τη Αποστολική Έδρα θα εδηλούτο και δι’ αυτής ως έθος ταις μάλλον απομεμακρυσμέναις Εκκλησίαις θα διέτρεχε» (Κ. Δελικάνη, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, σελ. 195).
Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας λοιπόν κατ’ επιταγήν της Συνόδου, ανακοίνωνε την απόφαση περί εορτασμού του Πάσχα από άμβωνος την ημέρα των Θεοφανείων. Στη Ρωμαϊκή Αφρική, η Τοπική Σύνοδος, που συνερχόταν κάθε χρόνο τον Αύγουστο, ανακοίνωνε την ημέρα εορτασμού (ξ΄ κανόνας Συνόδου Καρθαγένης).
Ενώ λοιπόν, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ανέθετε στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να αναγγέλλει την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα στις Εκκλησίες της Ανατολής και την Εκκλησία της Ρώμης, για τις Εκκλησίες της Δύσης, η Τοπική Σύνοδος της Σαρδικής του 347, ανέτρεψε την απόφαση αυτή. Έτσι, η απόφαση της Συνόδου αυτής δεν ευρίσκεται στους 21 κανόνες που εξέδωσε, αλλά σε μια από τις πέντε αποφάσεις της: α/ αποκηρύχθηκαν οι παρανόμως τοποθετηθέντες Επίσκοποι Αλεξανδρείας, Αγκύρας και Γάζας, β/ καταδικάστηκαν οι προβιβασμοί αρειανών Επισκόπων, γ/ αποκαταστάθηκαν οι διωχθέντες από αρειανούς, δ/ καθαιρέθηκαν οι εκβιαστές αρειανοί και ε/ ενέκρινε περί του Πάσχα: «όπως επί 50 έτη οι Επίσκοποι Ρώμης και Αλεξανδρείας αγγέλωσιν απανταχού ως έθος την ημέραν της εορτής του Πάσχα» (εόρτιος επιστολή Αλεξανδρείας Αθανασίου. Προοίμιον), δηλ. ο μεν Ρώμης εις τας Εκκλησίας της Δύσεως, ο δε Αλεξανδρείας εις τας της Ανατολής. Με την απόφαση αυτή ανατρέπεται η προηγούμενη της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και εξ αυτού, αλλά και εκ του λόγου του διαφορετικού υπολογισμού της εαρινής ισημερίας στις 18 Μαρτίου από την Εκκλησία της Ρώμης, αντί της 21ης.
Στη Ρώμη, ο Επίσκοπος Ωστίας και μετέπειτα Ρώμης Ιππόλυτος, μαθηματικός, είχε καθορίσει πολύ πριν από την Α΄ Σύνοδο Πασχάλιο κανόνα, με ισημερία στις 18 Μαρτίου. Η Ρώμη ουδέποτε αναγνώρισε τον αλεξανδρινό κανόνα, μέχρις ότου της επεβλήθη τελικά από τον Καρλομάγνο! Η ανυπακοή αυτή διήρκεσε επί 5 αιώνες με ένα ελάχιστο διάλυμα 17 ετών, καθότι ο πάπας Λέων Α΄ το 444 ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και αποδέχτηκε τον αλεξανδρινό κανόνα, αλλά αυτό μέχρι το 461, οπότε ο νέος πάπας Ιλάριος και οι μετά απ’ αυτόν πάπες επανήλθαν στον κανόνα του Ιππόλυτου. Έκτοτε υπήρξαν προσπάθειες από τον Σεβίλλης Ισίδωρο, τον Διονύσιο το Μικρό, ηγούμενο μονής της Ρώμης, τον άγγλο μοναχό Βέδα το Σεβαστό (675-735) και τελικά τον Καρλομάγνο (742-814), ο οποίος και επέβαλε τον Αλεξανδρινό κανόνα στη Δύση και έτσι επιτεύχθηκε ενότητα στην Εκκλησία στο θέμα αυτό μέχρι το 1582 (Δελικάνη Κ. ως ανωτέρω).
Από όλα τα ανωτέρω καταγραφέντα καταφαίνεται, ότι η Α΄ Σύνοδος: 1/ Καθόριαε 4 όρους για τον εορτασμού του Πάσχα, 2/ Διόρθωσε την ισημερία του 33 κατά 3 ημέρες, σύμφωνα με τον 19ετή κύκλο του Μέτωνα, 3/ Δεν απαγόρευσε περαιτέρω διόρθωση και πράγματι αυτή συνέβη αργότερα, όταν αντί του κύκλου του Μέτωνα χρησιμοποιήθηκε ο πολύ ακριβέστερος κύκλος του Καλίππου, 4/ Δεν καθόρισε σταθερή ημερομηνία εαρινής ισημερίας, 5/ Ανάθεσε στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να καθορίζει την ημέρα της εορτής βάσει σχετικών μετρήσεων των αλεξανδρινών αστρονόμων, 6/ Ανάθεσε στον Αλεξανδρείας να αναγγέλει στις Εκκλησίες της Ανατολής, καθώς και στην Εκκλησία της Ρώμης την ημερομηνία της εορτής, 7/ Δεν συνέταξε κανένα Πασχάλιο Πίνακα, ούτε ενέκρινε κανένα τέτοιο Πίνακα, καθότι τέτοιοι Πίνακες άρχισαν να οργανώνονται περίπου 4 αιώνες αργότερα.
Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ανέλαβε λοιπόν να υλοποιήσει την εντολή της Συνόδου και έτσι ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας άρχισε να συντάσσει τα λεγόμενα Πασχάλια Γράμματα, τα οποία άρχισε να αποστέλλει από τις αρχές του 326 στην Εκκλησία της Ρώμης, καθώς και στις Εκκλησίες της Ανατολής. Πολύ αργότερα, οι Πασχάλιοι Πίνακες αντικατέστησαν τα Πασχάλια Γράμματα, με τα οποία ο Αλεξανδρείας ανήγγειλε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία εξέδωσε την απόφαση με την οποίαν θα έπρεπε να εορτάζεται το Πάσχα, ανέθεσε στον Αλεξανδρείας, όπως δια γράμματος αυτού καθιστά γνωστόν, κάθε έτος, στις άλλες Εκκλησίες, την ημέρα εορτασμού του Πάσχα και τούτο διότι, στην Αλεξάνδρεια άκμαζαν, όπως ειπώθηκε, οι μαθηματικές και αστρονομικές επιστήμες. Τα γράμματα αυτά ονομάσθηκαν «Πασχάλια Γράμματα» και δι’ αυτών ο Αλεξανδρείας ανήγγειλε στις άλλες Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης την ημερομηνία εορτής του Πάσχα, βάσει των αστρονομικών μετρήσεων των επιστημόνων της Αλεξάνδρειας. Η αναγγελία της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα εγένετο κάθε έτος από του άμβωνος των Ναών, την ημέρα των Θεοφανείων. Τέτοια «πασχάλια γράμματα» διασώθηκαν λίγα, όπως εκείνα του Μ. Αθανασίου, ακόμη και από την εξορία αποσταλέντα (PG 26. 1339-1444).
Η αποστολή των «πασχαλίων γραμμάτων» από τον Αλεξανδρείας σταμάτησε μετά την Δ΄ Οικουμενική, επειδή στην Αλεξάνδρεια επικράτησαν Μονοφυσίτες Επίσκοποι και έτσι διακόπηκαν οι σχέσεις Ορθοδόξων Εκκλησιών και Μονοφυσίτικων. Εν τω μεταξύ είχαν συνταχθεί πασχάλιοι πίνακες από τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο και τον Κύριλλο Α΄ και έτσι κατέστησαν ελάχιστα χρήσιμα τα πασχάλια γράμματα.
Η Εκκλησία μέχρι της Πενθέκτης Οικουμενικής δεν είχε επίσημα καθορίσει σημείον αναφοράς ως αρχής χρονολόγησης. Βλέπουμε βέβαια, στην Α΄ Οικουμενική τη χρονολόγηση από Αλεξάνδρου. Έτσι, για πρώτη φορά στον γ΄ κανόνα της Πενθέκτης βρίσκουμε αρίθμηση από Κτίσεως Κόσμου (και όχι από Χριστού γεννήσεως) ως έτος 6199 από κτίσεως κόσμου (691 μ.Χ.), θέτουσα έτσι, ως έτος κτίσεως του κόσμου, το έτος 5508 π.Χ: «….. ώστε, τους μεν δυσί γάμοις περιπαρέντας, και μέχρι της πεντεκαιδεκάτης του διελθόντος Ιανουαρίου μηνός της παρελθούσης τετάρτης Ινδικτιώνος, έτους εξακισχιλιοστού εκατοστού εννενηκοστού εννάτου, δουλωθέντας τη αμαρτία, και μη εκνήψαι ταύτης προελουμένους, καθαιρέσει κανονική υποβαλείν». Η αρίθμηση αυτή από Κτίσεως Κόσμου διήρκεσε επί 1000 περίπου χρόνια, στην Ανατολή, μέχρις ότου, το Πατριαρχείο ΚΠόλεως το άλλαξε (αλλάζοντας τον προσδιορισμό χρονολόγησης από Κτίσεως Κόσμου σε χρονολόγηση από Χριστού γεννήσεως) με τον Κύριλλο Α΄ Λούκαρι. Το ερώτημα είναι, αν μια Πατριαρχική Σύνοδος μπορεί να αλλάξει χρονολόγηση, που υπάρχει σε Κανόνα μιας Οικουμενικής Συνόδου.
Μετά το τα τέλος της Πενθέκτης Οικουμενικής (αρχές 8ου αι), πολλοί λόγιοι χριστιανοί άρχισαν να συντάσσουν Πίνακες, που εμφάνιζαν κάθε έτος από Κτίσεως Κόσμου και την ημέρα ή την ημερομηνία των κινητών εορτών, που συνδέονται με την εορτή του Πάσχα. Κάθε τέτοιος Πίνακας ονομάσθηκε Πασχάλιος. Σε κάθε Πασχάλιο Πίνακα, μετά την αναγραφή του έτους από Κτίσεως Κόσμου, σημειώνεται το κανόνιο του Πάσχα, δηλ. οι Ινδικτιώνες, οι κύκλοι Ηλίου, Σελήνης και το θεμέλιο αυτής. Το έτος αρχίζει την 1ηΣεπτεμβρίου και αναγράφεται ευθύς αμέσως η παραμονή των Χριστουγέννων, ο αριθμός ημερών κρεωφαγίας, η ημερομηνία έναρξης του Τριωδίου, και η Κυριακή της Απόκρεω. Ακολουθεί η ημερομηνία του Ευαγγελισμού, το Νομικό πάσχα και ακολούθως το χριστιανικό Πάσχα και η νηστεία των αγίων Αποστόλων. Αργότερα (δηλ. μετά το 1582), προστέθηκε η ημερομηνία του Πάσχα των Λατίνων, η Ανάληψη, η Πεντηκοστή, η εορτή των αγίων Πάντων και ακόμη αργότερα προστέθηκε η ημέρα μνήμης των αγίων Αποστόλων. Για τη σύνταξη του Πασχαλίου χρησιμοποιήθηκε αρχικά η Μετώνεια επακτή, η οποία αργότερα διορθώθηκε (με την πιο ακριβή Καλλίπεια επακτή), όπως επίσης διορθώθηκε (μετά το 1628, επί Πατριαρχίας Κύριλλου Α΄ Λούκαρι) η μέτρηση από Κτίσεως Κόσμου, σε μέτρηση από Χριστού γεννήσεως (Θ.Η.Ε. τ. Ι΄, σελ. 118). Όλα αυτά, οι προσθήκες και οι διορθώσεις έγιναν χωρίς συνοδική απόφαση, αλλά με συνεννοήσεις μεταξύ των Εκκλησιών.
Η Α΄ Σύνοδος συγκατένευσε στην πρόταση της εφαρμογής του 19ετούς κύκλου του Μέτωνα, που έδιδε 365.26315 ημέρες ανά έτος. Αργότερα, βελτιώθηκε ο κύκλος του Μέτωνα (αστρονόμου του 430 π.Χ.), με τον κύκλο του Καλλίπου (αστρονόμου του 345 π.Χ.), ο οποίος βελτίωσε τον κύκλο του Μέτωνα σε 365.25 ημέρες ανά έτος:
Η Εκκλησία εορτάζει την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο την Κυριακή μετά την εορτή της Αναλήψεως.
Συγκεφαλαιώνοντας τα περί του Πασχαλίου, αναφέρουμε, ότι μπορεί να έγινε μεν αποδεκτή από πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, κατά τα ακριβέστερα αστρονομικά δεδομένα «αλλά όχι και η ανάλογη και συνακολουθούσα επαναφορά του Πασχαλίου στην αληθινή εαρινή ισημερία κατά τις αποφάσεις της Α΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου» (Ι. Φουντούλη: Τελετουργικά θέματα, τ. Β΄, σελ. 67).
Την ίδια θέση διατυπώνουν και οι αστρονόμοι της σήμερον:
α/ Εισήγηση καθηγητή της Αστρονομίας Γ. Κοντόπουλου στο Πανορθόδοξο Συνέδριο της Γενεύης (1977): μεταξύ των άλλων αναφέρει: «………. Ο υιοθετηθείς κανόνας από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο ήταν ο ακόλουθος: «Το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την 1η Κυριακή μετά την 1η πανσέληνο της εαρινής ισημερίας»….. «την εποχή της Συνόδου της Νικαίας το χρησιμοποιούμενο ημερολόγιο ήτανε το Ιουλιανό. Το Ιουλιανό ημερολόγιο, όμως, υποθέτει την κατά μέσο όρο διάρκεια του έτους ίση με 365.25 ημέρες. Γνωρίζουμε όμως, ότι αυτό δεν είναι σωστό….. Η διαφορά αυτή Ιουλιανού – Τροπικού συμποσούται σε μια ολόκληρη ημέρα κάθε 128 έτη………. Μια άλλη διαφορά οφείλεται στον κανόνα που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της πανσελήνου. Ο σωστός τρόπος θα ήταν να υπολογισθεί η πανσέληνος από ακριβείς αστρονομικές παρατηρήσεις………. Κάθε 307 έτη το σφάλμα (της πανσελήνου) συμποσούται σε μια ημέρα. Έτσι έχουμε σήμερα ένα λάθος 5 ημερών στον υπολογισμό της πανσελήνου………. Γι’ αυτούς τους λόγους, ο σημερινός υπολογισμός του Πάσχα των Ορθοδόξων περιέχει δυο σφάλματα: 1. Η υπολογισθείσα ημερομηνία της ισημερίας συμβαίνει 13 ημέρες αργότερα από την πραγματική και 2. Η υπολογισθείσα ημερομηνία της πανσελήνου συμβαίνει 5 ημέρες περίπου αργότερα από την αντίστοιχη πραγματική………. Αυτή η διαφορά θα αυξάνει στο μέλλον. Ας δώσουμε ένα ακραίο παράδειγμα: Μετά κάποιες χιλιάδες χρόνια το Ορθόδοξο Πάσχα, εάν ακόμα υπολογίζεται με την ίδια μέθοδο, θα συμβαίνει το καλοκαίρι και αργότερα το φθινόπωρο, κ.λπ. Το συμπέρασμα είναι ότι ο παρών υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα από την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι σε συμφωνία με το γράμμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Δεν είναι ακόμη σε συμφωνία ούτε και με το πνεύμα της, το οποίον είναι όλοι οι Χριστιανοί να εορτάζουν το Πάσχα την ίδια ημέρα».
β/ Εσφαλμένη η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα: «Επομένως, ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα καθορίζεται σωστά από τους Καθολικούς και τους Διαμαρτυρόμενους και εσφαλμένα από τους Ορθόδοξους (το «σωστά» ή αντίστοιχα το «εσφαλμένα» αναφέρεται στην αστρονομική άποψη του θέματος), που στηρίζονται στον κύκλο του Μέτωνα και στην πανσέληνο που συμβαίνει μετά την εαρινή ισημερία και υπολογίζεται σύμφωνα με το Ιουλιανό……….Πράγματι, οι Ορθόδοξοι εορτάζουν το Πάσχα συνήθως την 1η Κυριακή μετά την 2η εαρινή πανσέληνο και αρκετές φορές τη 2η Κυριακή, αντί να γιορτάζουν την 1η Κυριακή μετά την 1η εαρινή πανσέληνο………. Το Πάσχα των Ορθοδόξων του 1992 γιορτάσθηκε την 2η Κυριακή μετά τη 2η εαρινή πανσέληνο………. Το Πάσχα των Ορθοδόξων το 1993 γιορτάσθηκε την 2η Κυριακή μετά την 1η εαρινή πανσέληνο» (Στρ. Θεοδοσίου – Μάνος Δανέζης καθ. Αστροφυσικής: Η Οδύσσεια των ημερολογίων. Αθήνα, 1995, τ. Β΄, σελ. 169).
Παρατηρήσεις πάνω στην απόφαση εορτασμού του Πάσχα:
1/ Το θρυλούμενον, ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συνέταξε Πασχάλιο ή ενέκρινε Πασχάλιο Πίνακα είναι μύθευμα.
2/ Η Α΄ Οικουμενική καθόρισε τους 4 όρους, που πρέπει να τηρούνται, για τον εορτασμό του Πάσχα και ανέθεσε στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας την υλοποίηση της απόφασης αυτής.
3/ Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ανέλαβε να ειδοποιεί τις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης, κάθε έτος, με «Πασχάλια Γράμματα».
4/ Κάποιοι στοιχειώδεις Πίνακες συντάχθηκαν από τους Αλεξανδρείας Θεόφιλο και Κύριλλο Α΄ γύρω στο 400.
5/ Οι μεταβολές χρονολόγησης από Αλεξάνδρου, σε Κτίσεως Κόσμου και κατόπιν από Χριστού γεννήσεως δεν έγιναν με αποφάσεις Οικουμενικής ή Τοπικής Συνόδου. Το ίδιο γίνεται με την μετάβαση από τους Μακεδονικούς μήνες, στους Αττικούς και κατόπιν στους Λατινικούς, χωρίς απόφαση Συνόδου.
6/ Συστηματική χρησιμοποίηση «Πασχαλίων Πινάκων» άρχισε να εφαρμόζεται από τις αρχές του 8ου αι. με χρονολόγηση από Κτίσεως Κόσμου. Μετά τον 17ο αι. μετεβλήθη η χρονολόγηση αυτή από Χριστού γεννήσεως, κάτι που είχε γίνει στη Δύση, πολλούς αιώνες πρωτύτερα (525).
7/ Οι αρχικοί συνταχθέντες «Πασχάλιοι Πίνακες» διορθώθηκαν τουλάχιστον πέντε φορές, με προσθήκες και μεταβολές.
8/ Οι Πατέρες της Συνόδου με την απόφασή τους επέβαλαν την χρησιμοποίηση πραγματικών γεγονότων ισημερίας ή πανσελήνου και όχι πλασματικών και εμμέσως πλην σαφώς προσδιόρισαν την εποχή της ανοίξεως για τον εορτασμό του Πάσχα, την εποχή που ανθίζουν τα φυτά. Αυτό δηλώνεται σαφώς από τον ίδιο το Θεό (Έξ. 12, 1-2, 11, 18) και το ίδιο αναφέρει και ο άγιος Αναστάσιος Αντιοχείας (PG 89. 1381).
9/ Ουδείς δικαιούται να τροποποιεί τις καθορισμένες θέσεις των ουρανίων σωμάτων (του Ηλίου κατά τις ισημερίες, της Σελήνης κατά τις Πανσελήνους, κ.ά.), όπως π.χ. δεν μπορεί να μεταβάλει τη στιγμή της Δύσης του Ηλίου, σε άλλη ώρα, προκειμένου να τελέσει τον καθιερωμένη ακολουθία του Εσπερινού.
1.6.2014
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Τον Όρον της πίστεως επηκολούθησεν η υπό της Συνόδου επίσημος καθαίρεσις και αναθεματισμός του Αρείου και των ομοφρόνων αυτού, απαγορευθείσης άμα τω Αρείω της εις Αλεξάνδρειαν επανόδου: «Διόπερ η Σύνοδος Άρειον και τους ομοδόξους αυτού αναθεμάτισεν άπαντας, προσθέντες μήτε της Αλεξανδρείας επιβαίνειν αυτόν» (Σωκρ. Εκκλ. Ιστ. Δ΄). «Ιστέον μέντοι -προσθέτει-, ως τη Αρείου καθαιρέσει ούτε έθεντο, ούτε υπέγραψαν Νικομηδείας Ευσέβιος και Νικαίας Θέογνις, καίπερ τη γραφή της πίστεως συναινέσαντες». «Βασιλέως δε πρόσταγμα και αυτόν (Άρειον) και τους περί Ευσέβιον εις εξορίαν απέστειλε» (Θεοδώρητος). «Εις το Ιλλυρικόν μεν τον Άρειον μετά των Πτολεμαϊδος και Μαρμαρικής, εις Γαλλίαν δε τον Νικομηδείας και τον Νικαίας».
Η Σύνοδος αυτή κλήθηκε να ασχοληθεί με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και συγκεκριμένα αν είναι Υιός του Θεού και Θεός ή Υιός του Θεού και το τελειότερο των κτισμάτων. Αναφέρεται, ότι τελικά ο αυτοκράτορας κλήθηκε να αποφασίσει μεταξύ των εκπροσώπων της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, οι οποίοι παρουσίασαν την πρώτη άποψη με τη φράση «ομοούσιος τω Πατρί» και των εκπροσώπων της Αντιοχειανής Εκκλησίας, οι οποίοι παρουσίασαν τη δεύτερη άποψη με τη φράση: «πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Η φράση αυτή, απαράδεκτη για την Αλεξανδρινή Εκκλησία, που είχε πρωτεργάτη τον Αρχιδιάκονο Μ. Αθανάσιο, έκανε το Χριστό να φαίνεται κάτι λιγότερο από τον ίδιο το Θεό Πατέρα.
Για να ληφθεί μια δίκαιη απόφαση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ο μόνος στον οποίο μπορούσαν να καταφύγουν ήταν ο Κωνσταντίνος, που ήταν θεολογικά αγράμματος, αλλά πολιτικά ήξερε να μεταχειρίζεται υπέροχα τους ανθρώπους. Δεν θα μάθουμε ίσως ποτέ τι έκανε τον Κωνσταντίνο να πάρει την απόφασή του εκείνη τη στιγμή. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι για κείνον η θεοποίηση ενός ανθρώπου δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο. Είχε θεοποιήσει τον πατέρα του Κωνστάντιο, θα απολάμβανε την ίδια τιμή μετά το θάνατό του και ασφαλώς θα περίμενε να είναι ο Ιησούς ανώτερός του στην ιεραρχία των θεών. Μπορεί επίσης να είχε λάβει υπόψη τα στρατηγικά και εμπορικά πλεονεκτήματα της Αλεξάνδρειας. Όποια και αν ήταν τα κίνητρά του, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε υπέρ των Αλαξανδρινών, η φόρμουλα του Ευσέβιου Καισαρείας τροποποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για να προσαρμοστεί στην Αλεξανδρινή άποψη και παρότρυνε τους συνέδρους να υπογράψουν την αναθεωρημένη φόρμουλα σαν σύμβολο πίστης, στο οποίο θα συμφωνούσαν στο μέλλον όλοι οι Χριστιανοί (I. WilsonΙησούς, οι μαρτυρίες, σελ. 245-246).
1.- Έκθεση του συμβόλου της Πίστεως
«Έκθεσις της καθολικής και αποστολικής πίστεως εκτεθείσης υπό της εν Νικαία Συνόδου και του Θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, εν υπατεία Παυλίνου και Ιουλιανού των λαμπρών, έτους από Αλεξάνδρου χλς΄. Εν μηνί Δεσίω τη προ 13 Καλανδών Ιουλίων, εν Νικαία τη Μητροπόλει Βιθυνίας (ακολουθεί το γνωστό Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας)»:
«Πιστεύομεν εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα πάντων ορατών τε, και αοράτων ποιητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού, τον γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτ’ έστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο, τα εν τω Ουρανώ, και τα εν τη γη.
Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους, και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, και σαρκωθέντα, και εναθρωπήσαντα.
Παθόντα,
Αναστάντα τη Τρίτη ημέρα,
Και ανελθόντα εις τους Ουρανούς και καθεζόμενον εν δεξιά του Πατρός. Πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.
Και εις το άγιον Πνεύμα.
Τους δε λέγοντας, ότι ην ποτε, ότε ουκ ην, και πριν γεννηθήναι ουκ ην, και ότι εξ ουκ όντων εγένετο, ή εξ ετέρας υποστάσεως, ή ουσίας φάσκοντες είναι, ή τρεπτόν, ή αλλοιωτόν τον Υιόν του Θεού, τούτους αναθεματίζει η καθολική και αποστολική Εκκλησία».
2.- Καθαίρεση του Αρείου
Μετά την διατύπωση του Όρου του Συμβόλου της Πίστεως επηκολούθησε η επίσημη καθαίρεση και ο αναθεματισμός του Αρείου και των ομοφρόνων του από την Σύνοδο.
3.- Οι Είκοσι κανόνες της Συνόδου
Η Σύνοδος εξέδωσε 20 κανόνες για διάφορα θέματα. (Ευσέβιος, εν βίω Κωνσταντίνου): «Και περί των καθ’ εκάστην διατυπώσεων και Κανόνας εγγράφως εκθείναι είκοσι παρεγγυά» (ο Κωνσταντίνος).
4.- Η απόφαση περί της εορτής του Πάσχα
Αφού έληξε η δογματική συζήτηση, η Σύνοδος επελήφθη της διακανονίσεως της ημέρας της εορτής του Πάσχα: «Παυσαμένης τε της περί τα δογματικά συζητήσεως – γράφει ο Σωζόμενος – έδοξε τη Συνόδω και την Πασχάλιον εορτήν……….» (Εκκλ. Ιστορία Α΄).
5.- Το Μελιτιανόν Σχίσμα
Η Σύνοδος επελήφθη επίσης και του Μελιτιανού Σχίσματος, που εκδηλώθηκε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Ο επίσκοπος Λυκοπόλεως Μελέτιος περιέτρεχε την Αίγυπτον ανενόχλητος και χειροτονούσε, παρά την εκκλησιαστική τάξη, επισκόπους και κληρικούς υβρίζοντας τον επίσκοπον Αλεξανδρείας Πέτρον, καθώς και τους διαδόχους του, Αχιλλά και Αλέξανδρον. Ο Μελέτιος χειροτόνησε 28 επισκόπους.
Για την ειρήνευση της Εκκλησίας, η Σύνοδος έδειξε επιείκεια στον Μελέτιο. Θα παρέμενε στη Λυκόπολη με τον ψιλό τίτλο του επισκόπου, χωρίς καμία δικαιοδοσία. Οι χειροτονηθέντες από αυτόν επίσκοποι έγιναν δεκτοί με απλή χειροθεσία, θα παρέμεναν στις επισκοπές υπό τους νομίμους επισκόπους, τους οποίους θα είχαν την δυνατότητα να διαδεχθούν σε περίπτωση θανάτου των (Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία Α΄).
6.- Περί του γάμου των κληρικών
Αποφάσισε η Σύνοδος, όπως οι επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, υποδιάκονοι μη χωρίζονται των ιδίων αυτών συζύγων, διότι: «τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος» (Σωκράτης, Εκκλ. Ιστορία Α΄).
7.- Αναψηλαφήσεις συνοδικών αποφάσεων
Η Σύνοδος αποφάσισε να κυρώσει την κρατούσα στην Εκκλησία πράξη, να αναψηλαφούνται οι Συνοδικές καταδικαστικές αποφάσεις από μια άλλη Σύνοδο (Την πράξη αυτή της Συνόδου αναφέρουν ο Δ΄ και ο ΙΒ΄ κανόνες της Συνόδου Αντιοχείας του 341 και η σύνοδος της Ρώμης του 342).
8.- Τα Πρακτικά της Συνόδου
Πρακτικά της Συνόδου ετηρήθησαν (Τρία αντίγραφα πρακτικών αναφέρει ο Επιφάνιος στο Αιρ. 7). Τα πρακτικά των Οικ. Συνόδων και των σπουδαιότερων τοπικών Συνόδων από την Γ΄ εν Εφέσω και μετά Συνόδων σώζονται. Τα πρακτικά των Α΄ και Β΄ Οικ. Συνόδων ΔΕΝ ΣΩΖΟΝΤΑΙ.
Την ύπαρξη των πρακτικών της Α΄ Οικ. Συνόδου αναφέρει ο Γελάσιος (στο προοίμιο του Συντάγματός του). Τα αντίγραφα των πρακτικών εστάλησαν στις κυριότερες Εκκλησίες (αναφέρεται τούτο στην τοπική Σύνοδο της Καρθαγένης του 419).
Πρακτικά της Συνόδου δεν υπάρχουν. «Τα Πρακτικά της εν Νικαία Συνόδου, καέντα υπό των Αρειανών είχον εξαφανισθή» (REVILLOUT, LeConciledeNice´e 1881).
3.- Απόφαση για την εορτή του Πάσχα
Αφού έληξε η δογματική συζήτηση, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος επελήφθη του θέματος της ημέρας της εορτής του Πάσχα, δεδομένου ότι, οι Εκκλησίες Ρώμης, Αλεξανδρείας και Ελλάδος τελούσαν το Πάσχα την Κυριακή μετά την δεκάτη τετάρτη του μήνα Νισάν, ενώ οι Εκκλησίες Κων/πόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων τελούσαν το Πάσχα την δεκάτη τετάρτη του μήνα Νισάν, όπως ακριβώς και οι Εβραίοι.
Η Συνοδική απόφαση έχει δυο σκέλη περί της εορτής του Πάσχα:
1.- Θα τελείται πάντοτε μετά την εαρινή ισημερία (που τότε ήταν 21 Μαρτίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο).
2.- Θα τελείται πάντοτε μετά το Πάσχα των Εβραίων
Άλλοι δυο όροι υφίστανται από την Παράδοση της Εκκλησίας:
1.- Θα τελείται πάντοτε μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.
2.- Θα τελείται πάντοτε ημέρα Κυριακή
Άρα για την εορτή του Πάσχα η συνοδική απόφαση έδινε εντολή στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας:
1. να εύρει πότε είναι η εαρινή ισημερία,
2. να εύρει πότε είναι η πρώτη πανσέληνος,
3. να ορίσει την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο και
4. εάν την Κυριακή αυτή ετελείτο το εβραϊκό πάσχα, να το μεταθέσει την επόμενη Κυριακή.
Επίσης, έδινε η Σύνοδος εντολή στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας (γιατί διέθετε τους καλύτερους αστρονόμους) να στέλνει εγκυκλίους στην Εκκλησία της Ρώμης, για κοινοποίηση σ’ όλη τη Δύση και στις Εκκλησίες Κων/πόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων για κοινοποίηση σ’ όλη την Ανατολή. Η αναγγελία της ημερομηνίας της εορτής του Πάσχα γινόταν κάθε χρόνο από τον άμβωνα την ημέρα των Θεοφανείων.
Η απόφαση της Συνόδου αναφέρει:
1. εαρινή ισημερία (δεν ορίζει πότε είναι αυτή, αφήνει να την καθορίσουν οι αστρονόμοι) και
2. πανσέληνο (δεν ορίζει πότε είναι αυτή, αφήνει να την καθορίσουν οι αστρονόμοι).
Η αναφορά, ότι η Σύνοδος καθόρισε ως εαρινή ισημερία την εαρινή ισημερία του 325, που συνέπιπτε τότε με την 21ηΜαρτίου δεν μαρτυρείται σε κανένα κείμενο. Αν η Σύνοδος καθόριζε σταθερή ημερομηνία ισημερίας, τότε θα καθόριζε την εαρινή ισημερία του έτους 33, οπότε συνέβη το μέγα και ανεπανάληπτο γεγονός της Σταύρωσης και Ανάστασης και συνέπιπτε τότε με την 24η Μαρτίου. Το γεγονός της διαφορετικής ημερομηνίας της ισημερίας αναφέρει και ο Αγ. Νικόδημος (Πηδάλιο, Ζ΄ Αποστολικός Κανόνας, σελ. 9).
Συμπερασματικά και σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα βασίζεται κατά κύριο λόγο στην εύρεση της εαρινής ισημερίας, δηλ. το σημείο εκείνο του ουρανού στο οποίο ο Ήλιος ευρίσκεται ακριβώς στον ουράνιο ισημερινό. Το σημείο αυτό είναι σταθερό και η αστρονομία απλώς καθορίζει το χρόνο που επισυμβαίνει αυτό κάθε χρόνο. Την ημέρα που συμβαίνει να υπάρχει ισημερία, από της ανατολής μέχρι της δύσεως του ηλίου οι ώρες είναι 12 και από δύσεως μέχρις ανατολής οι ώρες είναι 12 και ονομάζεται ισημερία, γιατί οι ώρες της ημέρας είναι οι αυτές με τις ώρες της νύκτας. Για την εύρεση της ισημερίας αναφέρεται και πρακτικός τρόπος: Μπορεί κάποιος μόνον να παρατηρεί την διεύθυνση των σκιών κατά την ανατολή του ηλίου και να σημειώσει την ημέρα, κατά την οποίαν αυτές οι σκιές κατευθύνονται ακριβώς προς την δύση. Αυτή είναι η ισημερία (Πεκίνου Ιννοκέντιου Φιγκουρόφσκυ, Ορθόδοξος ένστασις και μαρτυρία, τεύχη 30-31, 1993).
Συγκεφαλαιώνουμε τα περί της εορτής του Πάσχα, σύμφωνα με τις θέσεις του καθ. Λειτουργικής Ι. Φουντούλη:
α Το μη θεόσδοτο του ημερολογίου: «Δεν αποκαλύπτει ο Θεός «Ημερολόγιον», αλλά τον τρόπο καταρτισμού του. Έτσι είχε αποφευχθεί ο πρώτος και άμεσος κίνδυνος, η θεοποίηση του χρόνου, δηλ. του Ημερολογίου. Κίνδυνος όμως που, η ιστορία το μαρτυρεί, δεν έπαυσε να εμφωλεύει ακόμη και μετά από πολλές χιλιετίες από τότε, όχι βέβαια θεοποιήσεως, αλλ’ απολυτοποιήσεως του κοσμικού χρόνου και του Ημερολογίου, με άμεσες συνέπειες ψύξεως της αγάπης, ερίδων, αντιδικιών και σχισμάτων. Ακριβώς δε το μη «θεόσδοτο» των Ημερολογίων, επομένως και η ανθρώπινη προέλευσή τους και, κατ’ ακολουθίαν, και η σχετικότητά τους, φαίνεται από το πλήθος των προσπαθειών, παλαιοτάτων και νεωτέρων, κατά τα μέτρα και τις γνώσεις εκάστοτε των διαφόρων εποχών, συστημάτων καταμετρήσεως του χρόνου, δηλαδή Ημερολογίων» (Τελετουργικά θέματα, τ. Γ΄, σελ. 198, 199).
β Μη παρατήρηση χρόνων και καιρών και ενιαυτών: «Η ιστορία έδειξε ότι οι κατά καιρούς Πατέρες μας είχαν ευρύτητα πνεύματος, «νουν Χριστού» (Α΄ Κορ. 2. 16). Δεν επέστρεφαν «πάλιν επί τα ασθενή και πτωχά στοιχεία» (Γαλ. 4. 9), την παρατήρηση ημερών και μηνών και καιρών και ενιαυτών, γιατί «γνώντες τον Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό του Θεού (Γαλ. 4.9), δεν εδούλευαν «τοις μη φύσει ούσι θεοίς» (Γαλ. 4. 8) και γι’ αυτό δεν ανάλωναν τις δυνάμεις τους πολεμώντας με φαντάσματα. Παραδείγματα προς μίμηση» (ως ανωτέρω, σελ. 200).
γ/Εορτή του Πάσχα, κατά το Ιουδαϊκό ημερολόγιο: «Τα περιέπλεξαν οι προσπάθειες προκαθορισμού του Πάσχα, τα Πασχάλια, και των Εβραίων και των Χριστιανών, η βαθμιαία ολίσθησης της ισημερίας προς άλλες από τις αρχικές ημέρες υπολογισμού της, οι διαφορετικές επί μέρους επιλογές της Κυριακής, που κατά την παράδοση της Ανατολής έπρεπε να έπεται και να μη συμπίπτει με το Ιουδαϊκό πάσχα, ενώ για τη Δύση ήταν αδιάφορο. Παρά όμως τις ημερολογιακές αυτές δυσκολίες, η Εκκλησία στο σύνολό της προτίμησε να εορτάζει το Πάσχα κατά το Ιουδαϊκό ημερολόγια, διατηρώντας το έτσι σε παράλληλη χρήση προς το ρωμαϊκό, και αναζητώντας, όχι πάντα με αστρονομική ακρίβεια, την αντίστοιχη ημερομηνία» (ως ανωτέρω, σελ. 204-205).
4.- Εφαρμογή της απόφασης της Συνόδου
Η Σύνοδος ανέθεσε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας την υλοποίηση της απόφασης, καθότι εκεί ήκμαζαν τα Μαθηματικά και η Αστρονομία και την επιφόρτισε να βρίσκει κάθε έτος, πότε υπήρχε εαρινή ισημερία, πότε πανσέληνος, πότε ήτο η επόμενη Κυριακή της πανσελήνου και πότε εορτάζετο το Ιουδαϊκό πάσχα. Σύνδεσμος μεταξύ Συνόδου και Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας υπήρξε ο μετέχων στη Σύνοδο αστρονόμος και Επίσκοπος Χωνών της Αιγύπτου, Αχιλλέας Τάτιος.
Με βάση την απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έστελνε κάθε χρόνο επιστολή στην Εκκλησία της Ρώμης, γνωστοποιώντας την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα και αυτή με την σειρά της όφειλε να το δηλώσει στις απομεμακρυσμένες Εκκλησίες (Ισπανίας, Γαλλίας, Βρετανίας, Γερμανίας). Πλην όμως, η Εκκλησία της Ρώμης ουδέποτε το έπραξε αυτό, καθότι ο πάπας Ρώμης άγιος Ιππόλυτος είχε καθορίσει (πριν από τη Σύνοδο της Νικαίας) την εαρινή ισημερία στις 18 Μαρτίου. Οπότε, όταν η πανσέληνος συνέπιπτε στις 19 Μαρτίου, οι Εκκλησίες της Δύσης εόρταζαν με αυτήν το Πάσχα, ενώ οι Εκκλησίες της Ανατολής την θεωρούσαν ως πανσέληνο προ της εαρινής ισημερίας (προ της 21ης Μαρτίου) και ανέμεναν την επόμενη, με συνέπεια να υπάρχει διαφορά 30-35 ημερών στην εορτή του Πάσχα. (Κάτι τέτοιο γίνεται σήμερα στην διαφορά εορτασμού του Ορθόδοξου με το λατινικό Πάσχα).
Παρομοίως με την επιστολή προς την Εκκλησία της Ρώμης η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας έστελνε επιστολές προς τις Εκκλησίες της Ανατολής περί της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα, οι οποίες ανεγινώσκοντο από τους άμβωνες των ναών κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων.
Αναφέρεται, ότι ο Μ. Αθανάσιος, ως Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας από το 328 και κατ’ εντολήν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου έγραφε κατ’ έτος μια εγκύκλιο επιστολή (συνολικά 45) προς τις απανταχού της γης Εκκλησίες, τη λεγόμενη «εορταστική επιστολή» και αργότερα «πασχάλιο επιστολή», για να ορίζει την ημέρα του Πάσχα και να εκφράζει υπεύθυνα την πίστη και γνώμη της Εκκλησίας επί διαφόρων προκυπτόντων ζητημάτων. Π.χ. στη ΛΘ΄ εορταστική επιστολή, του 367, υπό την ιδιότητα του εντεταλμένου της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ορίζει, ποια είναι τα γνήσια κανονικά και θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και αυτός είναι ο μόνος έγκυρος εκκλησιαστικός κατάλογος του βιβλικού κανόνα. Αξιοσημείωτο είναι, ότι και από την εξορία δεν έπαυσε ποτέ ν’ απευθύνει προς όλες τις Εκκλησίες της Οικουμένης την εορταστική επιστολή του (Σωκράτης, εκκλ. Ιστ. Σωζομενός, Εκκλ. Ιστ.).
Η Σύνοδος της Σαρδικής (Σόφια, 344-345) ενέκρινε περί του Πάσχα, όπως αναγγέλλουν απανταχού την ημέρα της εορτής του Πάσχα, ο μεν επίσκοπος Ρώμης στις Εκκλησίες της Δύσης, ο δε επίσκοπος Αλεξανδρείας στις Εκκλησίες της Ανατολής. Με την απόφαση αυτή ανετρέπετο η ουσία αυτής, δηλ. «να εορτάζεται εν μιά και τη αυτή ημέρα απανταχού η εορτή του Πάσχα». Η Σύνοδος της Νικαίας όρισε να τελείται η εορτή μετά την εαρινή ισημερία και προς τήρηση της ενότητας ανατέθηκε ο καθορισμός της ημέρας της εορτής στην Εκκλησία Αλεξανδρείας, της οποίας οι αστρονόμοι όριζαν την εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου και όχι στις 18, όπως εφρόνουν στη Ρώμη. Αναθέτοντας η Σύνοδος της Σαρδικής στην Εκκλησία της Ρώμης τον ορισμό της ημέρας εορτασμού σ’ ολόκληρη τη Δύση μοιραίως ανέκυπτε διαφωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τέτοια ασυμφωνία συνέπεσε στα έτη 326, 337, 340, 341, 343, 346, 349, 350, 358, 360, 368, 387 κλπ. Έτσι, το 350 το Πάσχα εορτάσθηκε στη Δύση στις 8 Απριλίου και στην Ανατολή στις 15 Απριλίου. Το 360, 23 Μαρτίου και 23 Απριλίου αντίστοιχα, το 368, 23 Μαρτίου και 20 Απριλίου αντίστοιχα, το 387, 21 Μαρτίου και 24 Απριλίου αντίστοιχα, κ.ο.κ. και όλα αυτά συνέβαιναν στην ενιαία Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Έτσι, ενώ οι Εκκλησίες της Ανατολής τηρούσαν τις υποδείξεις της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας ως προς την εορτή του Πάσχα, η Εκκλησία της Ρώμης εξακολουθούσε να εφαρμόζει τον πασχάλιο κανόνα του αγίου Ιππολύτου και εόρταζε την εορτή σε διαφορετική ημερομηνία. Τελικά, η αποδοχή του αλεξανδρινού κανόνα στη Δύση επεβλήθη από τον Κάρολο τον Μέγα (Καρλομάγνο) τον 9ο αιώνα (τι ειρωνεία!), ο δε κοινός αυτός κανόνας ίσχυσε μέχρι το 1582, οπότε υπήρξε εκ νέου αλλαγή της ισημερίας από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ από τις 11 Μαρτίου (όπου είχε φθάσει τότε) και πάλι στις 21 Μαρτίου. (Δηλ. ο πάπας επανήλθε στην πιστή εφαρμογή του 1ου όρου της απόφασης της Συνόδου, όχι όμως του 4ου).
Σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, για την διαφορετική εορτή του Πάσχα μεταξύ Ανατολής και Δύσης από το 50-800 μ.Χ. περίπου, ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί οι Πατέρες των Ανατολικών Εκκλησιών εδέχοντο να παρακάθηνται και να συναποφασίζουν μαζί με τους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας και στις επτά άγιες Οικουμενικές Συνόδους, κατά τη στιγμή κατά την οποία όλη αυτή την περίοδο η Δυτική Εκκλησία ακολουθούσε αλλότρια ημερομηνία εορτής του Πάσχα από εκείνη των Εκκλησιών της Ανατολής; Άραγε ποιό αρχαίο έθος ετηρείτο όλη αυτή την περίοδο των 8 αιώνων ζωής της καθολικής Εκκλησίας, ως προς το θέμα αυτό και τι διαφορετικό συμβαίνει σήμερα;
5.- Πασχάλιος Πίνακας
Πριν αναλυθεί το θέμα των Πασχαλίων Πινάκων, θα πρέπει να παρουσιασθεί το θέμα των ημερολογίων, δηλ. ποιο ημερολόγιο ακολουθεί η Εκκλησία από συστάσεώς της μέχρι σήμερα. Έτσι:
α/ Από συστάσεως της Εκκλησίας μέχρι την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ακολουθεί το Μακεδονικό ημερολόγιο. Αυτό βρίσκεται στο λζ΄ κανόνα των αγίων Αποστόλων: «Δεύτερον του έτους σύνοδος γινέσθω των Επισκόπων, και ανακρινέτωσαν αλλήλως τα δόγματα της ευσεβείας, και τας εμπιπτούσας Εκκλησιαστικάς αντιλογίας διαλυέτωσαν, άπαξ μεν, τη Τετάρτη εβδομάδι της Πεντηκοστής, δεύτερον δε Υπερβερεταίου δωδεκάτη». Οι άγιοι Απόστολοι προστάζουν να επιλύονται τα όποια προβλήματα με τοπικές συνόδους των Επισκόπων, δυο φορές το χρόνο, την τέταρτη εβδομάδα της Πεντηκοστής και την δωδεκάτη του μήνα Υπερβερεταίου (δηλ. του Οκτωβρίου). Αυτό δείχνει ότι η Εκκλησία ακολουθεί το Μακεδονικό ημερολόγιο.
β/ Από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και μετά η Εκκλησία εισάγει το Ιουλιανό ημερολόγιο, για να προβεί στη διόρθωση της εαρινής ισημερίας και τούτο μέχρι το 1923.
γ/ Από το 1923 και εφεξής η Εκκλησία προβαίνει στην εκ νέου διόρθωση της ισημερίας, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της Αστρονομίας, διορθώνοντας το Ιουλιανό ημερολόγιο και θεσπίζοντας το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίον ακολουθούν 10 από τις 14 Ορθόδοξες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες.
Κυκλοφορεί, λανθασμένα βέβαια, η εντύπωση, ότι το Πασχάλιον (δηλ. ο Πασχάλιος Πίνακας) δημιουργήθηκε και εγκρίθηκε από τους Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το ανωτέρω αποτελεί μύθευμα, καθότι η Α΄ Οικουμενική στην απόφασή της περί της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα έθεσε τους 4 όρους εορτασμού και τίποτε άλλο και την εφαρμογή της απόφασης την ανέθεσε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας.
Η απόφαση βέβαια περί της εορτής του Πάσχα δεν αναφέρεται σε Όρο πίστεως, ούτε σε Κανόνα από τους είκοσι που εξέδωσε η Σύνοδος: «Παυσαμένη τε της περί τα δογματικά συζητήσως, έδοξε τη Συνόδω και την Πασχάλιον εορτήν…..» (Σωζομενού, Εκκλ. Ιστορία Α΄). (Ο Σωζομενός είναι εκκλησιαστικός ιστορικός, 400-450, συνέγραψε εκκλησιαστική ιστορία, ειδικά της περιόδου από την Α΄ Σύνοδο και μετά, η αξιοπιστία του είναι αναμφισβήτητη, το δε έργο του, Εκκλησιαστική Ιστορία, από εννέα βιβλία, ευρίσκεται στην Ελληνική Πατρολογία). Επισημαίνεται, ότι στην απόφαση αυτή αναφέρεται, ότι η εορτή εορτάζεται μετά την εαρινή ισημερία. Ουδαμού αναφέρεται η λέξη: Δύστρου κα΄ (21 Μαρτίου) στην απόφαση των Πατέρων. Όλες οι καταγραφές αναφέρουν, ότι στην εποχή της Α΄ Συνόδου η εαρινή ισημερία ήταν 21 Μαρτίου, αλλά χωρίς να υπάρχει τέτοιος όρος στην απόφαση. Και φαίνεται λογικό, το ότι οι Πατέρες δεν έθεσαν συγκεκριμένη ημερομηνία για την ισημερία. Αν έθεταν, θα έθεταν την ημερομηνία της εαρινής ισημερίας του μεγάλου γεγονότος της Αναστάσεως το 33, δηλ. την 24η Μαρτίου. Αντίθετα, διόρθωσαν την ανωτέρω ημερομηνία κατά 3 ημέρες, επιπλέον δε, δεν απαγόρευσαν μελλοντική διόρθωση. Οι μεταγενέστεροι Πατέρες φοβούμενοι σύγχυση και σκανδαλισμό περισσότερο των «ασθενών τη πίστη αδελφών» δεν προχώρησαν σε διόρθωση, παρά τις πάμπολλες προσπάθειες ανά τους αιώνες.
Λεπτομερείς πληροφορίες για τη διεξαχθείσα συζήτηση δεν υπάρχουν. Το μόνο γνωστό είναι, ότι διεξήχθη με ηρεμία και ομοφωνία: «Περί του Πάσχα ομοφωνήσαντες» (Σωκράτους Εκκλ. Ιστορία Ε΄). (Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός είναι εκκλησιαστικός ιστορικός, 380-450, έγραψε αξιόλογη Εκκλησιαστική Ιστορία σε 7 βιβλία, από το 305-439. Το έργο του είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την Ιστορία της Εκκλησίας του 4-5ου αιώνα, ευρίσκεται δε στην Ελληνική Πατρολογία). Πληροφορίες για την απόφαση έχουμε από την εγκύκλια επιστολή της Συνόδου, που κοινοποιήθηκε στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας και σε όλες τις λοιπές Εκκλησίες με ειδικούς Συνοδικούς Έξαρχους, αλλά και από την επιστολή του βασιλέως Κωνσταντίνου προς τους Επισκόπους και τους λαούς (Σωκράτους. Εκκλ. Ιστ. Ε΄). Επίσης και ο ΚύπρουΕπιφάνιος το αναφέρει στο βιβλίο του: Περί αιρέσεων, 7.
Ο Αλεξανδρείας Κύριλλος στον Πασχάλιο Πρόλογό του, προσθέτει: «Η Οικουμενική Σύνοδος ομοφώνως εψηφίσατο ότι η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ένθα ήσαν έμπειροι περί τας γνώσεις ταύτης θα ήγγελε τη Ρωμαίων Εκκλησία ετησίως την ημέραν του Πάσχα, ήτις θα ανεκοινούτο τούτο» (Σωκράτους, Εκκλ. Ιστ. Ε΄). Επίσης, ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος μας πληροφορεί, ότι η εν Νικαία Σύνοδος επί τη βάσει γνωμοδοτήσεως πολλών μαθηματικών απεδέξατο τον Αλεξανδρινόν κύκλον των 19 ετών Μέτωνος, του Ηλίου (Αμβροσίου, Επιστολή προς τους Επισκόπους Εμιλίας). Σχετική είναι επίσης και η επιστολή του Πάπα Ρώμης Λέοντα Α΄ προς τον αυτοκράτορα Μαρκιανό (επιστολή 121): «Εμερίμνησαν ουν οι άγιοι Πατέρες άπασαν ταύτην την φροντίδα τω Αλεξανδρείας Επισκόπω αναθείναι, δι’ ου ετησίως η της εορτής ημέρα τη Αποστολική Έδρα θα εδηλούτο και δι’ αυτής ως έθος ταις μάλλον απομεμακρυσμέναις Εκκλησίαις θα διέτρεχε» (Κ. Δελικάνη, Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, σελ. 195).
Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας λοιπόν κατ’ επιταγήν της Συνόδου, ανακοίνωνε την απόφαση περί εορτασμού του Πάσχα από άμβωνος την ημέρα των Θεοφανείων. Στη Ρωμαϊκή Αφρική, η Τοπική Σύνοδος, που συνερχόταν κάθε χρόνο τον Αύγουστο, ανακοίνωνε την ημέρα εορτασμού (ξ΄ κανόνας Συνόδου Καρθαγένης).
Ενώ λοιπόν, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ανέθετε στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να αναγγέλλει την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα στις Εκκλησίες της Ανατολής και την Εκκλησία της Ρώμης, για τις Εκκλησίες της Δύσης, η Τοπική Σύνοδος της Σαρδικής του 347, ανέτρεψε την απόφαση αυτή. Έτσι, η απόφαση της Συνόδου αυτής δεν ευρίσκεται στους 21 κανόνες που εξέδωσε, αλλά σε μια από τις πέντε αποφάσεις της: α/ αποκηρύχθηκαν οι παρανόμως τοποθετηθέντες Επίσκοποι Αλεξανδρείας, Αγκύρας και Γάζας, β/ καταδικάστηκαν οι προβιβασμοί αρειανών Επισκόπων, γ/ αποκαταστάθηκαν οι διωχθέντες από αρειανούς, δ/ καθαιρέθηκαν οι εκβιαστές αρειανοί και ε/ ενέκρινε περί του Πάσχα: «όπως επί 50 έτη οι Επίσκοποι Ρώμης και Αλεξανδρείας αγγέλωσιν απανταχού ως έθος την ημέραν της εορτής του Πάσχα» (εόρτιος επιστολή Αλεξανδρείας Αθανασίου. Προοίμιον), δηλ. ο μεν Ρώμης εις τας Εκκλησίας της Δύσεως, ο δε Αλεξανδρείας εις τας της Ανατολής. Με την απόφαση αυτή ανατρέπεται η προηγούμενη της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και εξ αυτού, αλλά και εκ του λόγου του διαφορετικού υπολογισμού της εαρινής ισημερίας στις 18 Μαρτίου από την Εκκλησία της Ρώμης, αντί της 21ης.
Στη Ρώμη, ο Επίσκοπος Ωστίας και μετέπειτα Ρώμης Ιππόλυτος, μαθηματικός, είχε καθορίσει πολύ πριν από την Α΄ Σύνοδο Πασχάλιο κανόνα, με ισημερία στις 18 Μαρτίου. Η Ρώμη ουδέποτε αναγνώρισε τον αλεξανδρινό κανόνα, μέχρις ότου της επεβλήθη τελικά από τον Καρλομάγνο! Η ανυπακοή αυτή διήρκεσε επί 5 αιώνες με ένα ελάχιστο διάλυμα 17 ετών, καθότι ο πάπας Λέων Α΄ το 444 ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και αποδέχτηκε τον αλεξανδρινό κανόνα, αλλά αυτό μέχρι το 461, οπότε ο νέος πάπας Ιλάριος και οι μετά απ’ αυτόν πάπες επανήλθαν στον κανόνα του Ιππόλυτου. Έκτοτε υπήρξαν προσπάθειες από τον Σεβίλλης Ισίδωρο, τον Διονύσιο το Μικρό, ηγούμενο μονής της Ρώμης, τον άγγλο μοναχό Βέδα το Σεβαστό (675-735) και τελικά τον Καρλομάγνο (742-814), ο οποίος και επέβαλε τον Αλεξανδρινό κανόνα στη Δύση και έτσι επιτεύχθηκε ενότητα στην Εκκλησία στο θέμα αυτό μέχρι το 1582 (Δελικάνη Κ. ως ανωτέρω).
Από όλα τα ανωτέρω καταγραφέντα καταφαίνεται, ότι η Α΄ Σύνοδος: 1/ Καθόριαε 4 όρους για τον εορτασμού του Πάσχα, 2/ Διόρθωσε την ισημερία του 33 κατά 3 ημέρες, σύμφωνα με τον 19ετή κύκλο του Μέτωνα, 3/ Δεν απαγόρευσε περαιτέρω διόρθωση και πράγματι αυτή συνέβη αργότερα, όταν αντί του κύκλου του Μέτωνα χρησιμοποιήθηκε ο πολύ ακριβέστερος κύκλος του Καλίππου, 4/ Δεν καθόρισε σταθερή ημερομηνία εαρινής ισημερίας, 5/ Ανάθεσε στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να καθορίζει την ημέρα της εορτής βάσει σχετικών μετρήσεων των αλεξανδρινών αστρονόμων, 6/ Ανάθεσε στον Αλεξανδρείας να αναγγέλει στις Εκκλησίες της Ανατολής, καθώς και στην Εκκλησία της Ρώμης την ημερομηνία της εορτής, 7/ Δεν συνέταξε κανένα Πασχάλιο Πίνακα, ούτε ενέκρινε κανένα τέτοιο Πίνακα, καθότι τέτοιοι Πίνακες άρχισαν να οργανώνονται περίπου 4 αιώνες αργότερα.
Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ανέλαβε λοιπόν να υλοποιήσει την εντολή της Συνόδου και έτσι ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας άρχισε να συντάσσει τα λεγόμενα Πασχάλια Γράμματα, τα οποία άρχισε να αποστέλλει από τις αρχές του 326 στην Εκκλησία της Ρώμης, καθώς και στις Εκκλησίες της Ανατολής. Πολύ αργότερα, οι Πασχάλιοι Πίνακες αντικατέστησαν τα Πασχάλια Γράμματα, με τα οποία ο Αλεξανδρείας ανήγγειλε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία εξέδωσε την απόφαση με την οποίαν θα έπρεπε να εορτάζεται το Πάσχα, ανέθεσε στον Αλεξανδρείας, όπως δια γράμματος αυτού καθιστά γνωστόν, κάθε έτος, στις άλλες Εκκλησίες, την ημέρα εορτασμού του Πάσχα και τούτο διότι, στην Αλεξάνδρεια άκμαζαν, όπως ειπώθηκε, οι μαθηματικές και αστρονομικές επιστήμες. Τα γράμματα αυτά ονομάσθηκαν «Πασχάλια Γράμματα» και δι’ αυτών ο Αλεξανδρείας ανήγγειλε στις άλλες Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης την ημερομηνία εορτής του Πάσχα, βάσει των αστρονομικών μετρήσεων των επιστημόνων της Αλεξάνδρειας. Η αναγγελία της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα εγένετο κάθε έτος από του άμβωνος των Ναών, την ημέρα των Θεοφανείων. Τέτοια «πασχάλια γράμματα» διασώθηκαν λίγα, όπως εκείνα του Μ. Αθανασίου, ακόμη και από την εξορία αποσταλέντα (PG 26. 1339-1444).
Η αποστολή των «πασχαλίων γραμμάτων» από τον Αλεξανδρείας σταμάτησε μετά την Δ΄ Οικουμενική, επειδή στην Αλεξάνδρεια επικράτησαν Μονοφυσίτες Επίσκοποι και έτσι διακόπηκαν οι σχέσεις Ορθοδόξων Εκκλησιών και Μονοφυσίτικων. Εν τω μεταξύ είχαν συνταχθεί πασχάλιοι πίνακες από τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο και τον Κύριλλο Α΄ και έτσι κατέστησαν ελάχιστα χρήσιμα τα πασχάλια γράμματα.
Η Εκκλησία μέχρι της Πενθέκτης Οικουμενικής δεν είχε επίσημα καθορίσει σημείον αναφοράς ως αρχής χρονολόγησης. Βλέπουμε βέβαια, στην Α΄ Οικουμενική τη χρονολόγηση από Αλεξάνδρου. Έτσι, για πρώτη φορά στον γ΄ κανόνα της Πενθέκτης βρίσκουμε αρίθμηση από Κτίσεως Κόσμου (και όχι από Χριστού γεννήσεως) ως έτος 6199 από κτίσεως κόσμου (691 μ.Χ.), θέτουσα έτσι, ως έτος κτίσεως του κόσμου, το έτος 5508 π.Χ: «….. ώστε, τους μεν δυσί γάμοις περιπαρέντας, και μέχρι της πεντεκαιδεκάτης του διελθόντος Ιανουαρίου μηνός της παρελθούσης τετάρτης Ινδικτιώνος, έτους εξακισχιλιοστού εκατοστού εννενηκοστού εννάτου, δουλωθέντας τη αμαρτία, και μη εκνήψαι ταύτης προελουμένους, καθαιρέσει κανονική υποβαλείν». Η αρίθμηση αυτή από Κτίσεως Κόσμου διήρκεσε επί 1000 περίπου χρόνια, στην Ανατολή, μέχρις ότου, το Πατριαρχείο ΚΠόλεως το άλλαξε (αλλάζοντας τον προσδιορισμό χρονολόγησης από Κτίσεως Κόσμου σε χρονολόγηση από Χριστού γεννήσεως) με τον Κύριλλο Α΄ Λούκαρι. Το ερώτημα είναι, αν μια Πατριαρχική Σύνοδος μπορεί να αλλάξει χρονολόγηση, που υπάρχει σε Κανόνα μιας Οικουμενικής Συνόδου.
Μετά το τα τέλος της Πενθέκτης Οικουμενικής (αρχές 8ου αι), πολλοί λόγιοι χριστιανοί άρχισαν να συντάσσουν Πίνακες, που εμφάνιζαν κάθε έτος από Κτίσεως Κόσμου και την ημέρα ή την ημερομηνία των κινητών εορτών, που συνδέονται με την εορτή του Πάσχα. Κάθε τέτοιος Πίνακας ονομάσθηκε Πασχάλιος. Σε κάθε Πασχάλιο Πίνακα, μετά την αναγραφή του έτους από Κτίσεως Κόσμου, σημειώνεται το κανόνιο του Πάσχα, δηλ. οι Ινδικτιώνες, οι κύκλοι Ηλίου, Σελήνης και το θεμέλιο αυτής. Το έτος αρχίζει την 1ηΣεπτεμβρίου και αναγράφεται ευθύς αμέσως η παραμονή των Χριστουγέννων, ο αριθμός ημερών κρεωφαγίας, η ημερομηνία έναρξης του Τριωδίου, και η Κυριακή της Απόκρεω. Ακολουθεί η ημερομηνία του Ευαγγελισμού, το Νομικό πάσχα και ακολούθως το χριστιανικό Πάσχα και η νηστεία των αγίων Αποστόλων. Αργότερα (δηλ. μετά το 1582), προστέθηκε η ημερομηνία του Πάσχα των Λατίνων, η Ανάληψη, η Πεντηκοστή, η εορτή των αγίων Πάντων και ακόμη αργότερα προστέθηκε η ημέρα μνήμης των αγίων Αποστόλων. Για τη σύνταξη του Πασχαλίου χρησιμοποιήθηκε αρχικά η Μετώνεια επακτή, η οποία αργότερα διορθώθηκε (με την πιο ακριβή Καλλίπεια επακτή), όπως επίσης διορθώθηκε (μετά το 1628, επί Πατριαρχίας Κύριλλου Α΄ Λούκαρι) η μέτρηση από Κτίσεως Κόσμου, σε μέτρηση από Χριστού γεννήσεως (Θ.Η.Ε. τ. Ι΄, σελ. 118). Όλα αυτά, οι προσθήκες και οι διορθώσεις έγιναν χωρίς συνοδική απόφαση, αλλά με συνεννοήσεις μεταξύ των Εκκλησιών.
Η Α΄ Σύνοδος συγκατένευσε στην πρόταση της εφαρμογής του 19ετούς κύκλου του Μέτωνα, που έδιδε 365.26315 ημέρες ανά έτος. Αργότερα, βελτιώθηκε ο κύκλος του Μέτωνα (αστρονόμου του 430 π.Χ.), με τον κύκλο του Καλλίπου (αστρονόμου του 345 π.Χ.), ο οποίος βελτίωσε τον κύκλο του Μέτωνα σε 365.25 ημέρες ανά έτος:
Η Εκκλησία εορτάζει την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο την Κυριακή μετά την εορτή της Αναλήψεως.
Συγκεφαλαιώνοντας τα περί του Πασχαλίου, αναφέρουμε, ότι μπορεί να έγινε μεν αποδεκτή από πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, κατά τα ακριβέστερα αστρονομικά δεδομένα «αλλά όχι και η ανάλογη και συνακολουθούσα επαναφορά του Πασχαλίου στην αληθινή εαρινή ισημερία κατά τις αποφάσεις της Α΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου» (Ι. Φουντούλη: Τελετουργικά θέματα, τ. Β΄, σελ. 67).
Την ίδια θέση διατυπώνουν και οι αστρονόμοι της σήμερον:
α/ Εισήγηση καθηγητή της Αστρονομίας Γ. Κοντόπουλου στο Πανορθόδοξο Συνέδριο της Γενεύης (1977): μεταξύ των άλλων αναφέρει: «………. Ο υιοθετηθείς κανόνας από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο ήταν ο ακόλουθος: «Το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την 1η Κυριακή μετά την 1η πανσέληνο της εαρινής ισημερίας»….. «την εποχή της Συνόδου της Νικαίας το χρησιμοποιούμενο ημερολόγιο ήτανε το Ιουλιανό. Το Ιουλιανό ημερολόγιο, όμως, υποθέτει την κατά μέσο όρο διάρκεια του έτους ίση με 365.25 ημέρες. Γνωρίζουμε όμως, ότι αυτό δεν είναι σωστό….. Η διαφορά αυτή Ιουλιανού – Τροπικού συμποσούται σε μια ολόκληρη ημέρα κάθε 128 έτη………. Μια άλλη διαφορά οφείλεται στον κανόνα που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της πανσελήνου. Ο σωστός τρόπος θα ήταν να υπολογισθεί η πανσέληνος από ακριβείς αστρονομικές παρατηρήσεις………. Κάθε 307 έτη το σφάλμα (της πανσελήνου) συμποσούται σε μια ημέρα. Έτσι έχουμε σήμερα ένα λάθος 5 ημερών στον υπολογισμό της πανσελήνου………. Γι’ αυτούς τους λόγους, ο σημερινός υπολογισμός του Πάσχα των Ορθοδόξων περιέχει δυο σφάλματα: 1. Η υπολογισθείσα ημερομηνία της ισημερίας συμβαίνει 13 ημέρες αργότερα από την πραγματική και 2. Η υπολογισθείσα ημερομηνία της πανσελήνου συμβαίνει 5 ημέρες περίπου αργότερα από την αντίστοιχη πραγματική………. Αυτή η διαφορά θα αυξάνει στο μέλλον. Ας δώσουμε ένα ακραίο παράδειγμα: Μετά κάποιες χιλιάδες χρόνια το Ορθόδοξο Πάσχα, εάν ακόμα υπολογίζεται με την ίδια μέθοδο, θα συμβαίνει το καλοκαίρι και αργότερα το φθινόπωρο, κ.λπ. Το συμπέρασμα είναι ότι ο παρών υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα από την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι σε συμφωνία με το γράμμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Δεν είναι ακόμη σε συμφωνία ούτε και με το πνεύμα της, το οποίον είναι όλοι οι Χριστιανοί να εορτάζουν το Πάσχα την ίδια ημέρα».
β/ Εσφαλμένη η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα: «Επομένως, ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα καθορίζεται σωστά από τους Καθολικούς και τους Διαμαρτυρόμενους και εσφαλμένα από τους Ορθόδοξους (το «σωστά» ή αντίστοιχα το «εσφαλμένα» αναφέρεται στην αστρονομική άποψη του θέματος), που στηρίζονται στον κύκλο του Μέτωνα και στην πανσέληνο που συμβαίνει μετά την εαρινή ισημερία και υπολογίζεται σύμφωνα με το Ιουλιανό……….Πράγματι, οι Ορθόδοξοι εορτάζουν το Πάσχα συνήθως την 1η Κυριακή μετά την 2η εαρινή πανσέληνο και αρκετές φορές τη 2η Κυριακή, αντί να γιορτάζουν την 1η Κυριακή μετά την 1η εαρινή πανσέληνο………. Το Πάσχα των Ορθοδόξων του 1992 γιορτάσθηκε την 2η Κυριακή μετά τη 2η εαρινή πανσέληνο………. Το Πάσχα των Ορθοδόξων το 1993 γιορτάσθηκε την 2η Κυριακή μετά την 1η εαρινή πανσέληνο» (Στρ. Θεοδοσίου – Μάνος Δανέζης καθ. Αστροφυσικής: Η Οδύσσεια των ημερολογίων. Αθήνα, 1995, τ. Β΄, σελ. 169).
Παρατηρήσεις πάνω στην απόφαση εορτασμού του Πάσχα:
1/ Το θρυλούμενον, ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συνέταξε Πασχάλιο ή ενέκρινε Πασχάλιο Πίνακα είναι μύθευμα.
2/ Η Α΄ Οικουμενική καθόρισε τους 4 όρους, που πρέπει να τηρούνται, για τον εορτασμό του Πάσχα και ανέθεσε στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας την υλοποίηση της απόφασης αυτής.
3/ Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ανέλαβε να ειδοποιεί τις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης, κάθε έτος, με «Πασχάλια Γράμματα».
4/ Κάποιοι στοιχειώδεις Πίνακες συντάχθηκαν από τους Αλεξανδρείας Θεόφιλο και Κύριλλο Α΄ γύρω στο 400.
5/ Οι μεταβολές χρονολόγησης από Αλεξάνδρου, σε Κτίσεως Κόσμου και κατόπιν από Χριστού γεννήσεως δεν έγιναν με αποφάσεις Οικουμενικής ή Τοπικής Συνόδου. Το ίδιο γίνεται με την μετάβαση από τους Μακεδονικούς μήνες, στους Αττικούς και κατόπιν στους Λατινικούς, χωρίς απόφαση Συνόδου.
6/ Συστηματική χρησιμοποίηση «Πασχαλίων Πινάκων» άρχισε να εφαρμόζεται από τις αρχές του 8ου αι. με χρονολόγηση από Κτίσεως Κόσμου. Μετά τον 17ο αι. μετεβλήθη η χρονολόγηση αυτή από Χριστού γεννήσεως, κάτι που είχε γίνει στη Δύση, πολλούς αιώνες πρωτύτερα (525).
7/ Οι αρχικοί συνταχθέντες «Πασχάλιοι Πίνακες» διορθώθηκαν τουλάχιστον πέντε φορές, με προσθήκες και μεταβολές.
8/ Οι Πατέρες της Συνόδου με την απόφασή τους επέβαλαν την χρησιμοποίηση πραγματικών γεγονότων ισημερίας ή πανσελήνου και όχι πλασματικών και εμμέσως πλην σαφώς προσδιόρισαν την εποχή της ανοίξεως για τον εορτασμό του Πάσχα, την εποχή που ανθίζουν τα φυτά. Αυτό δηλώνεται σαφώς από τον ίδιο το Θεό (Έξ. 12, 1-2, 11, 18) και το ίδιο αναφέρει και ο άγιος Αναστάσιος Αντιοχείας (PG 89. 1381).
9/ Ουδείς δικαιούται να τροποποιεί τις καθορισμένες θέσεις των ουρανίων σωμάτων (του Ηλίου κατά τις ισημερίες, της Σελήνης κατά τις Πανσελήνους, κ.ά.), όπως π.χ. δεν μπορεί να μεταβάλει τη στιγμή της Δύσης του Ηλίου, σε άλλη ώρα, προκειμένου να τελέσει τον καθιερωμένη ακολουθία του Εσπερινού.
1.6.2014
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου