Θεογνωσία, θεοπτία, όραση του Θεού ή θέα του Θεού
στην ορθόδοξη θεολογία, αποκαλείται η δυνατότητα του ανθρώπου να
μετέχει στην αλήθεια του θείου όντος. Στη σημερινή μέση θεολογική σκέψη η
θεογνωσία πραγματοποιείται σε ένα υποκειμενικό προσωπικό επίπεδο, που ο
λόγος (βλ. έννοια στην υποσημείωση 5) δεν μπορεί να μετέχει σε
μία τέτοια διαδικασία, καθώς δύναται να ερευνήσει μόνο τη φυσική
πραγματικότητα. Παρόμοια αντίληψη μπορούμε να βρούμε στην Προτεσταντική
θεολογία[1], ενώ χαρακτηριστική έμεινε η διαμάχη του Γρηγορίου Παλαμά με τους σχολαστικούς, Ακίνδυνο και Βαρλαάμ,
καθώς πίστευαν ότι ο άνθρωπος δύναται μέσω μόνο της καλλιέργειας του
νου να ανέλθει στη γνώση του Θείου όντος και μάλιστα να γνωρίσει ακόμα
και την ίδια την ουσία του[2].
Η ορθόδοξη θεολογία πιστή στη βιβλική θεολογία περί θεογνωσίας,
απέρριψε τόσο την υπαρξιακή διάσπαση της καντιανής φιλοσοφίας, που είναι
ένα αποτέλεσμα αντίδρασης στην ακραία λογοκρατική και εμπειρική μέθοδο[3], όσο και την υπαρξιακή διάσπαση που οδήγησε η προτεσταντική θεολογία, με την αυτονόμηση της θείας αποκάλυψης από τη φυσική, ως μόνο μέσο της ατομοκρατικής γνώσης του Θεού[4].
Συνάμα η διαμάχη με τους σχολαστικούς έμεινε σα μία μεγάλη νίκη του
ορθόδοξου πατερικού πνεύματος, απέναντι στην καταδυνάστευση της
λογοκρατίας[5].
Η γνώση του Θεού
Κατά την Ορθόδοξη πατερική αντίληψη, η οποία πηγάζει μέσα από τη βιβλική θεώρηση (Ιω. 12, 41), η γνώση του Όντος (Θεού) δύναται να συμβεί με το λόγο και το νου, κατά τη θεωρία (όραση) Του. Η ίδια η ψυχή
του ανθρώπου δηλαδή, που με το λόγο ερευνά τη φύση, καλείται με τις
ίδιες γνωστικές δυνάμεις να λάβει με μία φιλόπονη εξεταστική έρευνα, τη
γνώση του Θεού. Απαραίτητη προϋπόθεση σε μία τέτοια περίπτωση είναι η
κάθαρση της ψυχής από τα πάθη[6].
Η γνώση των θείων πραγμάτων δε μπορεί να νοηθεί με άλλο μέσο παρά μόνο
με το νου, ο οποίος συνεργεία της χάριτος του Θεού, καθαίρεται
ανεβαίνοντας σε υψηλότερες βαθμίδες. Ο νους λοιπόν που είναι η πιο οξεία
λειτουργία του λόγου, στην κατάσταση της κάθαρσης, γνωρίζει τόσο τα
αισθητά (με την επιστημονική έρευνα), όσο όμως και τα νοητά (με την
κάθαρση, τη χάρη και τη δεκτικότητα). Τα όρια όμως αυτής της δυνατότητας
θεογνωσίας είναι πεπερασμένα, καθώς ο νους παραμένει κτιστός. Σύμφωνα
με το Μέγα Βασίλειο
η κατάκτηση της γνώσης εκκινά από τις αισθήσεις και ανέρχεται σε
υψηλότερες βαθμίδες έως ότου ο χαριτωμένος νους σταματήσει στα κτιστά
όριά του, που είναι η αδυναμία να προσπελάσει τη γνώση της θείας ουσίας[7].
Ο λόγος και ο νους είναι τα μοναδικά όργανα που μπορούν νοήσουν το μυστήριο της φύσης του Θεού. Έτσι ο λόγος (για ορισμό της έννοιας του λόγου, βλ. υποσημείωση 5), που κάνει επιστήμη και φιλοσοφία, φτάνει σε ένα σημείο θεογνωσίας δια μέσου της κτίσης και εν συνεχεία ανελίσσεται σε ψηλότερες βαθμίδες[8]. Η ψυχή δηλαδή δια των αισθήσεων, του λόγου και του νου, μπορεί να οδηγηθεί στη γνώση του Θεού, στη μετοχή των θείων ενεργειών[9] και όχι της ουσίας Του, με την προϋπόθεση της κάθαρσης από τα πάθη[10]. Εδώ όμως τίθεται ένα ερώτημα. Είναι δυνατόν να ψηλαφίσει ο νους, στο ίδιο επίπεδο, τα αισθητά όπως τα νοητά πράγματα; Κατά την πατερική θεολογία τα μυστήρια της θεογνωσίας ξεπερνούν τα μυστήρια των φυσικών δεδομένων, αλλά δεν δέχεται πως ο νους δε μπορεί να μετάσχει σε αυτή την υπαρξιακή εμπειρία. Αυτό διότι ύπαρξη δίχως νου και λόγο δε νοείται. Αυτή λοιπόν η γνώση επιτυγχάνεται με την ανάλογη δεκτικότητα-ικανότητα του ανθρώπου να δεχτεί τις θείες αλήθειες και φυσικά με ένα ξεδίπλωμα και άπλωμα του νου, πέρα από τα γνωστά όρια[11]. Σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος έχει ένα άλλο σημείο εκκίνησης, μία διαφορετική μέθοδο και δρόμο για να φτάσει στο σκοπό του σε σχέση με την προσπάθειά του να ερευνήσει το φυσικό και ιστορικό επιστητό[12]. Βασική όμως σε κάθε περίπτωση είναι η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου, όπως συνάμα απαραίτητη είναι η διευκρίνηση πως αυτή η βιωματική εμπειρία, αν οδηγηθεί σε μία διάσπαση της ύπαρξης, του σώματος, της ψυχής και των νοητικών λειτουργιών σε μια αυτονομημένη περιοχή, οδηγεί σε αρνητικές και φθοροποιητικές καταστάσεις. Τις αμαρτιτικές καταστάσεις[13] και τελικά σε αδυναμία κάθαρσης και εύρεσης του Θείου.
Η θεογνωσία είναι μετοχή του ανθρώπου στις θείες ενέργειες. Εδώ όμως δε συντελείται μόνο μια κίνηση του ανθρώπου προς το Θεό, αλλά πρώτιστα του Θεού προς τον άνθρωπο. Ενώ σχεδόν σε όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά κινήματα έχουμε μία προσπάθεια του ανθρώπου να προσπελάσει τη θεία πραγματικότητα, στην ορθόδοξη εμπειρία έχουμε τη φανέρωση του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος καλείται να γίνει μέτοχος και τελικά να οδηγηθεί στη θεογνωσία. Η διαδικασία που αναφέρθηκε αποτελεί τη βουλητική διάθεση του ανθρώπου να ανέλθει στο θείο, αλλά όχι τον τρόπο πραγμάτωσής της. Ο Θεός λοιπόν, αποκαλύπτει τον εαυτό του στην κτίση και την ιστορία, όχι μέσω της ουσίας του, που είναι απροσπέλαστη από τον άνθρωπο, αλλά μέσω των ενεργειών του. Αυτό αποκαλείται θεοφάνεια[14]. Η αποκάλυψη του Θεού, η Θεοφάνειά Του, παρέχεται διαρκώς στην κτίση για να τη συντηρεί και να την πλουτίζει, συνάμα όμως καλεί τον άνθρωπο σε μετοχή στη θεία δόξα για τη γνώση του αληθινού όντος. Αυτή η γνώση δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να νοηθεί ως μία ηθική πραγμάτωση, αλλά ως μια οντολογική κατάσταση. Ο Θεός παρέχει και ο άνθρωπος λαμβάνει, σε μια ενεργειακή σχέση[15]
. Αυτή είναι η μυστηριακή σχέση ανθρώπου και Θεού. Αυτή η μυστηριακή σχέση όμως, δε συντελείται σε μία θεωρητική σφαίρα, αλλά μέσω τω μυστηρίων[16]. Τα μυστήρια λοιπόν αποτελούν τον ιστορικό καρπό της κοινότητας, ως απαραίτητες λειτουργίες του εκκλησιαστικού σώματος για να προκόψουν τα μέλη, να καθαρθούν, να τελειωθούν και να οδηγηθούν στη θεογνωσία[17], καθώς πρώτα η θεία φανέρωση (θεοφάνεια είναι και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας φερ ειπείν) γιατρεύει τη φυσική υποδομή και έπειτα παρέχει θεογνωσία. Γι αυτό και τα μυστήρια συντελούν στην διόρθωση της βούλησης και τη φύσης που είναι η απαραίτητη οδός της θεογνωσίας. Γι αυτό και στην ορθόδοξη πατερική διδασκαλία δεν υπάρχουν σχολαστικοί ορισμοί για τη γνώση του πράγματος ή θεωρητικές συλλήψεις του όντος (του Θεού), αλλά η μετοχή σε αυτό, που αποτελεί τη γνώση[18]. Η διακοπή λοιπόν τη δυνατότητας του ανθρώπου να μετέχει σε αυτό που γι αυτόν είναι προορισμένος και είναι φυσιολογικό, να βλέπει το θείο Ον και να μετέχει της θείας γνώσης, προκύπτει από τη διασάλευση της σχέσης ανθρώπου-Θεού, δηλαδή την αμαρτία. Ο Θεός παραμένει να παρέχει τη γνώση του πάντοτε μέσω της παρουσίας του στην κτίση. Ο άνθρωπος όμως αποκόπτει αυτό το δεσμό, που για να επανέλθει απαιτεί θεραπεία της βούλησης και της ύπαρξης.
Η θεογνωσία στην Ορθόδοξη παράδοση επίσης, διατηρεί μια πολύ βασική διαφοροποίηση. Ως μετοχή στις θείες ενέργειες κι ως φωτισμός, που γίνεται μέσω του νου και του λόγου, που είναι λειτουργίες της ψυχής, δεν εννοείται ποτέ ξεκομμένη από τη ορθή φυσιολογία και ζωή του ανθρώπου. Δεν εννοείται δηλαδή ως κάποια διατάραξη της ανθρώπινης αρμονίας ή παραμερισμό κάποια άλλης λειτουργίας. Εννοείται μόνο μέσα σε υγιή πλαίσια, δίχως άλογους συναισθηματισμούς, βουλησιαρχικές ορμές ή εκστατικές καταστάσεις. Εννοείται μόνο ως μια μεταμόρφωση των ανθρωπίνων λειτουργιών προς μια φυσιολογία, που η ψυχή νοεί κατά θεωρία και λογίζεται κατά πράξη[19], δίχως αποσπάσεις από το ιστορικό πεδίο, δίχως αποδράσεις από τη φυσική πραγματικότητα. Τελικά η θεογνωσία αυτή έχει ως άμεση συνέπεια την αύξηση και την τελείωση της ύπαρξης, μέσα σε φυσικά πλαίσια.
Ο λόγος και ο νους είναι τα μοναδικά όργανα που μπορούν νοήσουν το μυστήριο της φύσης του Θεού. Έτσι ο λόγος (για ορισμό της έννοιας του λόγου, βλ. υποσημείωση 5), που κάνει επιστήμη και φιλοσοφία, φτάνει σε ένα σημείο θεογνωσίας δια μέσου της κτίσης και εν συνεχεία ανελίσσεται σε ψηλότερες βαθμίδες[8]. Η ψυχή δηλαδή δια των αισθήσεων, του λόγου και του νου, μπορεί να οδηγηθεί στη γνώση του Θεού, στη μετοχή των θείων ενεργειών[9] και όχι της ουσίας Του, με την προϋπόθεση της κάθαρσης από τα πάθη[10]. Εδώ όμως τίθεται ένα ερώτημα. Είναι δυνατόν να ψηλαφίσει ο νους, στο ίδιο επίπεδο, τα αισθητά όπως τα νοητά πράγματα; Κατά την πατερική θεολογία τα μυστήρια της θεογνωσίας ξεπερνούν τα μυστήρια των φυσικών δεδομένων, αλλά δεν δέχεται πως ο νους δε μπορεί να μετάσχει σε αυτή την υπαρξιακή εμπειρία. Αυτό διότι ύπαρξη δίχως νου και λόγο δε νοείται. Αυτή λοιπόν η γνώση επιτυγχάνεται με την ανάλογη δεκτικότητα-ικανότητα του ανθρώπου να δεχτεί τις θείες αλήθειες και φυσικά με ένα ξεδίπλωμα και άπλωμα του νου, πέρα από τα γνωστά όρια[11]. Σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος έχει ένα άλλο σημείο εκκίνησης, μία διαφορετική μέθοδο και δρόμο για να φτάσει στο σκοπό του σε σχέση με την προσπάθειά του να ερευνήσει το φυσικό και ιστορικό επιστητό[12]. Βασική όμως σε κάθε περίπτωση είναι η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου, όπως συνάμα απαραίτητη είναι η διευκρίνηση πως αυτή η βιωματική εμπειρία, αν οδηγηθεί σε μία διάσπαση της ύπαρξης, του σώματος, της ψυχής και των νοητικών λειτουργιών σε μια αυτονομημένη περιοχή, οδηγεί σε αρνητικές και φθοροποιητικές καταστάσεις. Τις αμαρτιτικές καταστάσεις[13] και τελικά σε αδυναμία κάθαρσης και εύρεσης του Θείου.
Η θεογνωσία είναι μετοχή του ανθρώπου στις θείες ενέργειες. Εδώ όμως δε συντελείται μόνο μια κίνηση του ανθρώπου προς το Θεό, αλλά πρώτιστα του Θεού προς τον άνθρωπο. Ενώ σχεδόν σε όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά κινήματα έχουμε μία προσπάθεια του ανθρώπου να προσπελάσει τη θεία πραγματικότητα, στην ορθόδοξη εμπειρία έχουμε τη φανέρωση του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος καλείται να γίνει μέτοχος και τελικά να οδηγηθεί στη θεογνωσία. Η διαδικασία που αναφέρθηκε αποτελεί τη βουλητική διάθεση του ανθρώπου να ανέλθει στο θείο, αλλά όχι τον τρόπο πραγμάτωσής της. Ο Θεός λοιπόν, αποκαλύπτει τον εαυτό του στην κτίση και την ιστορία, όχι μέσω της ουσίας του, που είναι απροσπέλαστη από τον άνθρωπο, αλλά μέσω των ενεργειών του. Αυτό αποκαλείται θεοφάνεια[14]. Η αποκάλυψη του Θεού, η Θεοφάνειά Του, παρέχεται διαρκώς στην κτίση για να τη συντηρεί και να την πλουτίζει, συνάμα όμως καλεί τον άνθρωπο σε μετοχή στη θεία δόξα για τη γνώση του αληθινού όντος. Αυτή η γνώση δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να νοηθεί ως μία ηθική πραγμάτωση, αλλά ως μια οντολογική κατάσταση. Ο Θεός παρέχει και ο άνθρωπος λαμβάνει, σε μια ενεργειακή σχέση[15]
. Αυτή είναι η μυστηριακή σχέση ανθρώπου και Θεού. Αυτή η μυστηριακή σχέση όμως, δε συντελείται σε μία θεωρητική σφαίρα, αλλά μέσω τω μυστηρίων[16]. Τα μυστήρια λοιπόν αποτελούν τον ιστορικό καρπό της κοινότητας, ως απαραίτητες λειτουργίες του εκκλησιαστικού σώματος για να προκόψουν τα μέλη, να καθαρθούν, να τελειωθούν και να οδηγηθούν στη θεογνωσία[17], καθώς πρώτα η θεία φανέρωση (θεοφάνεια είναι και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας φερ ειπείν) γιατρεύει τη φυσική υποδομή και έπειτα παρέχει θεογνωσία. Γι αυτό και τα μυστήρια συντελούν στην διόρθωση της βούλησης και τη φύσης που είναι η απαραίτητη οδός της θεογνωσίας. Γι αυτό και στην ορθόδοξη πατερική διδασκαλία δεν υπάρχουν σχολαστικοί ορισμοί για τη γνώση του πράγματος ή θεωρητικές συλλήψεις του όντος (του Θεού), αλλά η μετοχή σε αυτό, που αποτελεί τη γνώση[18]. Η διακοπή λοιπόν τη δυνατότητας του ανθρώπου να μετέχει σε αυτό που γι αυτόν είναι προορισμένος και είναι φυσιολογικό, να βλέπει το θείο Ον και να μετέχει της θείας γνώσης, προκύπτει από τη διασάλευση της σχέσης ανθρώπου-Θεού, δηλαδή την αμαρτία. Ο Θεός παραμένει να παρέχει τη γνώση του πάντοτε μέσω της παρουσίας του στην κτίση. Ο άνθρωπος όμως αποκόπτει αυτό το δεσμό, που για να επανέλθει απαιτεί θεραπεία της βούλησης και της ύπαρξης.
Η θεογνωσία στην Ορθόδοξη παράδοση επίσης, διατηρεί μια πολύ βασική διαφοροποίηση. Ως μετοχή στις θείες ενέργειες κι ως φωτισμός, που γίνεται μέσω του νου και του λόγου, που είναι λειτουργίες της ψυχής, δεν εννοείται ποτέ ξεκομμένη από τη ορθή φυσιολογία και ζωή του ανθρώπου. Δεν εννοείται δηλαδή ως κάποια διατάραξη της ανθρώπινης αρμονίας ή παραμερισμό κάποια άλλης λειτουργίας. Εννοείται μόνο μέσα σε υγιή πλαίσια, δίχως άλογους συναισθηματισμούς, βουλησιαρχικές ορμές ή εκστατικές καταστάσεις. Εννοείται μόνο ως μια μεταμόρφωση των ανθρωπίνων λειτουργιών προς μια φυσιολογία, που η ψυχή νοεί κατά θεωρία και λογίζεται κατά πράξη[19], δίχως αποσπάσεις από το ιστορικό πεδίο, δίχως αποδράσεις από τη φυσική πραγματικότητα. Τελικά η θεογνωσία αυτή έχει ως άμεση συνέπεια την αύξηση και την τελείωση της ύπαρξης, μέσα σε φυσικά πλαίσια.
Τα Παλαμικά
Η θεογνωσία στο σχολαστικό σύστημα
Ως "Παλαμικά" ή "ησυχαστικές έριδες" αποκαλείται η θεολογική διαμάχη μεταξύ των Ορθοδόξων και των σχολαστικών, για τη μέθοδο γνώσης των θείων πραγμάτων. Η έριδα αυτή ουσιαστικά σφράγισε μία περίοδο θεολογικών ζυμώσεων σε Ανατολή και Δύση, αποκαλύπτοντας την ουσιαστική διαφορά των δύο θεολογικών τάσεων.Κύριο χαρακτηριστικό της σχολαστικής θεολογίας, κατά το μεσαίωνα, ήταν η μεθοδική χρήση της λογικής για την εύρεση του Θείου, γι αυτό και η προπαίδεια που λάμβαναν οι σχολαστικοί δεν ήταν απλώς για γύμναση του νου, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο στη θεολογική επιστήμη. Ουσιαστικά δηλαδή οι σχολαστικοί στην προσπάθεια εύρεσης του θείου, υιοθετούσαν την ίδια μέθοδο που κατείχαν οι θύραθεν επιστήμες, με αποτέλεσμα η μελέτη της θεολογίας να έχει τα ίδια τα γνωρίσματα με το επιστητό των άλλων επιστημών[20]. Σύμφωνα λοιπόν με τη σχολαστική θεολογία, ότι υπάρχει στο νου υπάρχει και έξω από αυτόν και εξ αυτού η διερεύνηση των εννοιών μας οδηγεί στην ίδια την ουσία της πραγματικότητας[21]. Έτσι έδιναν έμφαση στη λογική προτεραιότητα της θεολογίας, γι αυτό και βασική ενασχόληση τους ήταν η διερεύνηση γενικών εννοιών (ουσία, ον, Θεός, αιωνιότητα, δικαιοσύνη κλπ) οι οποίες είχαν απαραίτητα αντίκρυσμα έξω από του νου και τα πράγματα. Όπως γίνεται αντιληπτό η λογοκρατία (για την έννοια του λόγου, βλ. υποσημ. 5) πλέον ήταν κυρίαρχη στη θεολογία, ενώ ανεπιθύμητη ήταν τελείως στις επιστήμες, όπου κυριαρχούσε ο δογματισμός[22]. Με λίγα λόγια η σχολαστική θεολογία ήταν μία επιστήμη που ερευνούσε ένα δεδομένο επιστητό με τον εξοπλισμό του λόγου, με βάση τις γενικές έννοιες (universalia) και τις Γραφές. Σκοπός ήταν η έρευνα για την κατανόηση των δύο αυτών στοιχείων, με το φωτισμό και τη θεία χάρη να παίζουν ένα δευτερεύοντα ρόλο, αν και ενισχυτικό[23]. Η ψυχή του ανθρώπου ήταν προικισμένη με τις κοινές έννοιες και τις οριστικές, διαιρετικές και συλλογιστικές δυνάμεις, τις οποίες χρησιμοποιεί η θεολογία για να ερευνήσει το επιστητό και να φτάσει στη θεογνωσία[24]. Τελικά ο Βαρλαάμ, ο Γρηγοράς και οι υπόλοιποι ισχυρίζονταν ότι η θεογνωσία, μέσω των βιβλικών κειμένων και των φιλοσόφων μαθημάτων, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία αναγωγή του ανθρώπου στον Θεό[25]. Αποτέλεσμα αυτού ήταν μάλιστα να υπάρχει η πίστη πως ο φωτισμός που δέχεται ο άνθρωπος είναι μορφωτικός, ηθικός και κτιστός[26].
Ο Γρηγόριος Παλαμάς και η Ορθόδοξη αντίδραση
Ο Γρηγόριος Παλαμάς όμως ήλθε να κλονίσει το σχολαστικό σύστημα, υπερασπιζόμενος την πατερική ορθόδοξη παράδοση. Κύριος στόχος του καταστάθηκε, η απόδειξη ότι η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, δεν είναι μία ηθική σχέση, αλλά καθαρώς ενεργειακή, άποψη που είναι καθαρώς βιβλική. Ο Θεός είναι πάντα παρών και ενεργών και είναι Αυτός που παρέχει φωτισμό και χάρη μέσω του εκκλησιαστικού σώματος, για να αναχθεί ο άνθρωπος στο Θεό. Ο Γρηγόριος Παλαμάς ουσιαστικά κατέρριψε το επιχείρημα των σχολαστικών, πως η θεογνωσία εντοπίζεται σε μία άνοδο του ανθρώπου προς το Θεό και απέδειξε πως αυτή εντοπίζεται σε μία πράξη καθόδου του ίδιου του Θεού στην ιστορική περιοχή, σε συνεχή και αδιάκοπη ροή[27]. Η θεογνωσία κατά το πατέρα της εκκλησίας, αποκτάται με την εμπειρία, μέσω της θέωσης του νου. Οι σχολαστικοί όταν μιλούσαν για γνώση, ακόμα και για τη θεία γνώση, πάντοτε μιλούσαν για μία κατάκτηση η οποία θηρευόταν μέσω των επιστημών, είτε μιλούσαμε για τη φυσική πραγματικότητα, είτε για τη θεία[28]. Αντιθέτως η ορθόδοξη παράδοση αντέταξε στη διαλεκτική αυτή μέθοδο την αποδεικτική. Ο Γρηγόριος Παλαμάς, στο σπουδαίο έργο "Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων", προτάσσει μια θεολογία, η οποία προκύπτει από την εμπειρία της ζωής της εκκλησίας και όπου η γνώση του Θεού αποτελεί η "θέα του Θεού", η όρασή του Θείου φωτός, των ακτίστων ενεργειών Του[29].Στην ορθόδοξη παράδοση, αποφαίνεται με σαφήνεια ο Συνοδικός Τόμος του 1351, το δόγμα δεν αποτελεί θεωρητική σύλληψη ή κάποια έννοια του νου, αλλά είναι Πράγμα[30] και η απόδειξη του θείου πράγματος δεν είναι δυνατό να προσπελαστεί με συλλογισμούς, αλλά με την εμπειρία, τα έργα και το βίο. Η επιστήμη στο μόνο που μπορεί να βοηθήσει στην περίπτωση αυτή, είναι στη διατύπωση της εμπειρίας[31]. Οι πατέρες της εκκλησίας, λέγει προς το Βαρλαάμ ο Παλαμάς, δεν ανάγονται από τα κτιστά πράγματα και μόνο και δια των καταφατικών αποδείξεων στο Θεό, αλλά μέσω της συνολικής εμπειρίας της εκκλησίας και των θείων μυστηρίων[32]. Έτσι αποφαίνεται πως η οδός της θεογνωσίας οδηγείται μέσω της μετοχής στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, οι οποίες δεν ενισχύουν απλώς τις αισθήσεις και το νου, αλλά συντελούν σε μία μεταμόρφωση τους, έτσι ώστε να μην αντιλαμβάνονται τα πράγματα οι αισθήσεις ούτε να κατανοεί ο νους, αλλά το ίδιο το φως. Με άλλα λόγια, αισθήσεις και νους μεταμορφώνονται σε θεόμορφες πραγματικότητες, παραμένοντας όμως οι ίδιες οι αισθήσεις και ο ίδιος νους. Αυτό συμβαίνει δίχως καμία έκσταση ή έξοδο από την πραγματικότητα, αλλά με μια ριζική μεταμόρφωση των αισθήσεων και του νου[33]. Εδώ λοιπόν Θεός και άνθρωπος πραγματώνουν μια συνάντηση σε μία κατάσταση αλλαγής και μεταμόρφωσης, που είναι προϋπόθεση για τη μετοχή στη θεογνωσία[34].
Συμπερασματικά
Στην Ορθόδοξη παράδοση υπάρχει μία κατά κάποιο τρόπο νομοτελειακή προτεραιότητα στην έκφραση της θεογνωσίας. Προηγείται η μετοχή στο θείο, το οποίο γεύονται και ψηλαφούν ως πράγμα όλη η κοινότητα και εν συνεχεία έπεται η επιστημονική πραγμάτωση αυτής της συνάντησης, με την καταγραφή της σε μνημεία. Αντιθέτως η σχολαστική θεολογία είχε μία ενιαία μέθοδο, η οποία τελικά βρέθηκε σε ένα ιστορικό και θεολογικό-φιλοσοφικό αδιέξοδο, με τις μεγάλες επιστημονικές κατακτήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του σχολαστικισμού[35]. Η μέθοδος των δύο τάσεων ήταν φανερά διαφορετική, όπως και η εκκίνησή της. Η ορθόδοξη παράδοση έμεινε πιστή στο βιβλικό περιεχόμενό της, με τη θέα του Θεού και τη μέθεξη στις θείες ενέργειες, που είναι η χάρη του Θεού η οποία παρέχεται στον άνθρωπο και την κτίση για τον πλουτισμό του και τη θέωσή του. Ο άνθρωπος από εκεί και πέρα μέσα στην κοινότητα και δια μέσου των μυστηρίων, οδηγείται στην κάθαρση όπου συντελείται η σταδιακή μετοχή στη θεογνωσία, σε μία υπαρξιακή διάσταση. Η μετοχή αυτή πάντοτε κατά τους πατέρες δε γίνεται σε μία υποκειμενική και φανταστική περιοχή. Μπορεί να νοηθεί μόνο με ένα ξεδίπλωμα του νου, πέρα από τη γνωστά όρια, με τη μεταμόρφωσή του, η οποία προκύπτει από τη θεϊκή εκλάμπρυνση του θείου φωτός. Ποτέ όμως δε μπορεί να νοηθεί σε εκστατικές σφαίρες ή αποδράσεις από την κτίση και την ιστορία. Ο λόγος πάντοτε ως λειτουργία της ψυχής, μετέχει αυτής της αλήθειας.Υποσημειώσεις
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Ο Προτεσταντισμός, σελ. 41
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, σελ. 609-614
- ↑ Κύριος εκπρόσωπος της λογικής μεθόδου είναι ο Καρτέσιος (Descartes) και της εμπειρικής ο Λοκ (Lock)
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Ο Προτεσταντισμός, σελ. 59
- ↑ Λόγος αποκαλείται στη φιλοσοφική διάλεκτο μια λειτουργική ικανότητα του ανθρώπου, με την οποία μπορεί να πραγματώνει το στοχασμό ή τη σκέψη. Ο στοχασμός αυτός ξεχωρίζει τον άνθρωπο από την υπόλοιπη πραγματικότητα καθώς μπορεί να την εκτιμά, να τη μετρά, να τη γνωρίζει, όπως και να διακρίνει το ορθό από το σφάλμα ή το καλό ή το κακό (Νίκος Ματσούκας, Λόγος και Μύθος, σελ. 23)
- ↑ Ν. Ματσούκας, Επιστήμη...στην εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου, σελ. 170
- ↑ Ν. Ματσούκας, Επιστήμη...στην εξαήμερο του Μεγάλου βασιλείου, σελ. 171
- ↑ Μέγας Βασίλειος, Ομιλίες εις την εξαήμερον PG 29, 16BC
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 120
- ↑ Ν. Ματσούκας, Επιστήμη...στην εξαήμερο του Μεγάλου βασιλείου, σελ. 173-174
- ↑ Ν. Ματσούκας, Επιστήμη...στην εξαήμερο του Μεγάλου βασιλείου, σελ. 174
- ↑ Ν. Ματσούκας, Επιστήμη...στην εξαήμερο του Μεγάλου βασιλείου, σελ. 175
- ↑ Ν. Ματσούκας, Επιστήμη...στην εξαήμερο του Μεγάλου βασιλείου, σελ. 175
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 120
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 465
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 465
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 465
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 486
- ↑ Νίκος Ματσούκας, Δογματική...Β΄, σελ. 502-504
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 151
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 151
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 152
- ↑ Gerhard Podskalsky, Theologie und philosophie in Byzanz, σελ. 163 κεξ, 197 κεξ
- ↑ Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 1, 27
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Γ΄, σελ. 113
- ↑ ο.π.
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Γ΄, σελ. 113
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 155
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 156
- ↑ Συνοδικός τόμος 1351. Ιω. Καρμίρη, "Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου καθολικής εκκλησίας" ,τ. Α΄, σελ. 379
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 158
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 160
- ↑ Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 3, 55-56
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 168
- ↑ Ν. Ματσούκας, Δογματική...Α΄, σελ. 172
Βιβλιογραφία
- Νικόλαος Ματσούκας, "Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην εξαήμερο του Μεγάλου Βασιλείου.", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990.
- Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική θεολογία Α΄. Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
- Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου