Παραμονὴ Χριστούγεννα (του Φώτη Κόντογλου)
Παραμονὴ Χριστούγεννα – ΔΙΑΒΑΖΕΙ ἡ ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ
.
Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά
῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι.
Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ
τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ
ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι
χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.
Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.[..]
Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.
Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:
Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη…
Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς
ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν
νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ
τοῦτα τὰ λόγια:οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη…
Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.
Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.
Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.
Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.
Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.
Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.
Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
Καὶ εἰς ἔτη πολλά.
Νπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε
ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ
νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε
γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!
Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.
Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.
αποσπάσματα-ολόκληρο το κείμενο: Σύναξη Ορθόδοξων Ρωμηών
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου