-Γέροντα, λέω την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα.
-Δεν καταλαβαίνεις εσύ που τη λες την ευχή, αλλά καταλαβαίνει ο διάβολος και καίγεται, και φεύγει.
Ε, καλά παιδί μου, θέλεις να δείς θαύμα, από την ευχή, απ’ την προσευχή;
-Και βεβαίως θέλω!
-Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στον Θεό να σού δείξει ένα θαύμα να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. Αυτό το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» που στην οποίαν ευχή αναφέρονται όλα τα πατερικά μας βιβλία∙ και ειδικότερα βέβαια η Φιλοκαλία.
Έκανε προσευχή ο γέροντας, έκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο με λίγο νερό.
-Έλα δω παιδί μου τώρα, του λέει, ύστερα από τις τρεις ημέρες, του έδωσε ένα καλάθι – ξέρετε τι ήταν τα καλάθια;- και
- Πήγαινε να το γεμίσεις νερό.
- Γέροντα, λέει, με συγχωρείς, τα μυαλά τα έχω, το λογικό το έχω, πως θα γεμίσει αυτό νερό; Γεμίζει το καλάθι νερό; Βρέχεται, ναί, αλλά να γεμίσει νερό;
- Καλά, παιδί μου, του λέει, δεν ήθελες να δείς ένα θαύμα;
Λέει: Μάλιστα.
- Ε, και να δείς τι δύναμη έχει η ευχή; Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» τι δύναμη έχει; Γιατί την παντοδυναμία της ευχής την παίρνει απ’ τον παντοδύναμο Θεό, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι και σωτήρας του κόσμου, αλλά είναι και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού. Δε θέλεις να τη δείς;
- Πως, πως, πως!
- Ε, κάνε αυτό που λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή. Θα πας και θάρθεις χωρίς να την διακόψεις καθόλου. Θα λες συνέχεια «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».- Να’ναι ευλογημένο. Πάει λοιπόν στο δρόμο, περπατάει να πάει μέχρι την, εκεί που ήταν το νερό,