Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Κατακόμβες τής Μήλου
«...επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει...» (Ιούδας 3)
Σε αυτήν την μικρή μελέτη, θα προσπαθήσουμε να δούμε το θέμα της χρήσης των ιερών εικόνων συνοπτικά. Θα προσπαθήσουμε:
α) να δούμε τι είναι εικόνα, τι είδωλο, και ποια η διαφορά,
β) θα αναφέρουμε ορισμένες μαρτυρίες από τους αγίους Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς για να δείξουμε ότι η εικονογραφία δεν είναι καινοτομία στην αρχαία Εκκλησία,
γ) αρχαιολογικά στοιχεία που κονιορτοποιούν τους αιρετικούς ισχυρισμούς περί μιας Εκκλησίας χωρίς εικόνες ως και τον τέταρτο αιώνα,
δ) απαντήσεις σε ψευδείς αιρετικούς ισχυρισμούς ότι δήθεν αποδίδουμε στο υλικό των εικόνων λατρεία και τιμή,
ε) την προσκύνηση των αγίων εικόνων, και
στ) περιληπτικά την χρησιμότητά τους.
Ο σκοπός του άρθρου στοχεύει σε δύο πράγματα κυρίως· αφ ενός να δούμε διαχρονικά την πίστη της Εκκλησίας όπως την εκφράζουν οι άγιοί της και αφ ετέρου να δούμε πως οι αιρετικοί κατασκευάζουν δικές τους θέσεις ως δήθεν ορθόδοξες για να τις καταρρίψουν, μιας και δεν έχουν ούτε ένα αληθινό επιχείρημα εναντίον της Εκκλησίας.
Α) Τι είναι εικόνα, τι είδωλο, και ποια η διαφορά τους
Οι αιρετικοί, σχεδόν κατά κανόνα, αποκαλούν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς «ειδωλολάτρες». Λέγοντας αυτό πιστεύουν, είτε από άγνοια περί της Ορθόδοξης πίστης είτε από σκόπιμη διαστρέβλωση, δύο πράγματα τα οποία εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πιστεύουμε, όπως θα αποδείξουμε και παρακάτω. Ότι δήθεν η «εικόνα» είναι «είδωλο», και ότι δήθεν τα λατρεύουμε.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας και ταυτόχρονα μεγάλος δογματολόγος (μην λησμονούμε ότι έγραψε το δογματικό έργο «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» στο οποίο οριοθετεί την πίστη μας), ορίζει στον τρίτο του λόγο ‘’Προς τους αποβαλλομένους τας σεπτάς και άγιας εικόνας’’ τι είναι η εικόνα και ποια τα είδη της: «Εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα κάποιου και δείγμα και αποτύπωμα, που δείχνει στον εαυτό του το εικονιζόμενο, οπωσδήποτε όμως δεν μοιάζει εξ ολοκλήρου η εικόνα με το πρωτότυπο..» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 227). Για τον λόγο ύπαρξης της εικόνας, αναφέρει στο ίδιο έργο· «…για αυτό επινοήθηκε η εικόνα για να τον οδηγεί στη γνώση και να του φανερώνει και να του ανακοινώνει εκείνα που είναι κρυμμένα…» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 227). Ενώ, διακρίνει έξι είδη εικόνων: η φυσική εικόνα όπως για παράδειγμα ο Υιός που είναι εικόνα του Πατρός, ο σχεδιασμός και η προαιώνια βούληση του Θεού, ο άνθρωπος ο οποίος είναι εικόνα του Θεού, η ζωγραφική εικόνα «η οποία αναπλάθει σχήματα και μορφές και τύπους των αοράτων και ασωμάτων, τα οποία παριστάνονται σωματικά, ώστε να κατανοούνται αμυδρά ο Θεός και οι άγγελοι» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 231), οι προεικονίσεις στην Παλαιά Διαθήκη όπως για παράδειγμα η βάτος που προεικονίζει κατά τους Πατέρες την Θεοτόκο, και το έκτο είδος εικόνας που διακρίνει ο άγιος είναι εκείνη «που γίνεται για την ανάμνηση των γεγονότων ή ενός θαύματος ή μιας αρετής» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 233), και γίνεται είτε δια του γραπτού λόγου είτε με την αισθητή θεωρία (βλέποντας δηλαδή κάποιος ένα αντικείμενο να οδηγηθεί η μνήμη του σε κάποιο γεγονός σημαντικό, όπως για παράδειγμα όταν οι Ισραηλίτες έβλεπαν την στάμνα με το μάννα να θυμούνται πως ο Θεός τους έτρεφε στην έρημο).
Αντιθέτως, είδωλο κατά την Αγία Γραφή είναι η απεικόνιση του αόρατου Θεού, καθώς και οτιδήποτε κατασκευάζεται με σκοπό να λατρευτεί ως θεός.
Αυτό, φαίνεται από την ίδια την Αγία Γραφή:
«Αισχύνθητε αισχύνην, οι πεποιθότες επί τοις γλυπτοίς, οι λέγοντες τοις χωνευτοίς· υμείς εστέ θεοί ημών» (Ησαίας, ΜΒ 17).
«Με τίνα λοιπόν θέλετε εξομοιώσει τον Θεόν; Ή τι ομοίωμα θέλετε προσαρμόσει εις Αυτόν; Ο τεχνίτης χωνεύει εικόνα γλυπτήν, και ο χρυσοχόος εκτείνει χρυσόν επ' αυτήν, και χύνει αργυράς αλύσεις. Ο πτωχός, κάμνων προσφορά, εκλέγει ξύλον άσηπτον, και ζητεί εις εαυτόν επιδέξιον τεχνίτην, δια να κατασκευάσει εικόνα γλυπτήν μη σαλευομένην» (Ησαίας, Μ 18-20).
«Και ελάλησε Κύριος προς εσάς... αλλά δεν είδετε ουδέν ομοίωμα. Μόνον φωνήν ηκούσατε. Και εφανέρωσεν εις εσάς ...τας δέκα εντολάς... Φυλάττετε λοιπόν καλώς τας ψυχάς σας, (διότι δεν είδετε ουδέν ομοίωμα εν τη ημέρα καθ' ην ο Κύριος ελάλησε προς εσάς εν Χωρήβ εκ μέσου τού πυρός.) Μήπως διαφθαρείτε, και κάμητε εις εαυτούς είδωλον, εικόνα τινός μορφής, ομοίωμα αρσενικού ή θηλυκού, ...κτήνους, ...ορνέου,... έρποντος,... ιχθύος... και μήπως υψώσεις τους οφθαλμούς σου εις τον ουρανόν, και ιδών τον ήλιον, και την σελήνην και τα άστρα, και πάσαν την στρατιάν τού ουρανού, πλανηθείς και προσκυνήσεις αυτά, και λατρέψεις αυτά» (Δευτερονόμιο, Δ 12-19).
Εδώ μάλιστα, φανερώνεται και η αιτία που δεν πρέπει να κατασκευάζουμε ομοίωμα του άυλου και αόρατου Θεού «διότι δεν είδετε ουδέν ομοίωμα εν τη ημέρα καθ' ην ο Κύριος ελάλησε προς εσάς εν Χωρήβ εκ μέσου τού πυρός».
Κατά τον ίδιο τρόπο ερμηνεύονται όλα τα χωρία της Αγίας Γραφής που μιλούν απαγορευτικά για τις απεικονίσεις.
Υπάρχουν όμως και χωρία που επιτρέπουν την απεικόνιση κτισμάτων που δεν θα λατρευτούν, και μάλιστα είναι εντολή του Θεού!
Στα Άγια των Αγίων, με εντολή του Θεού, υπήρχαν δύο τορνευτά Χερουβίμ. Ο αρχιερέας όταν εισερχόταν μία φορά το χρόνο και εκτελούσε τις λατρείες του νόμου, θύμιαζε μπροστά σε αυτά.
«Και θέλεις κάμει ιλαστήριον εκ χρυσίου καθαρού· δύο πηχών και ημίσειας το μήκος αυτού, και μιας πήχης και ημισείας το πλάτος αυτού. Και θέλεις κάμει δύο χερουβίμ εκ χρυσίου· σφυρήλατα θέλεις κάμει αυτά, εκ των δύο άκρων του ιλαστηρίου· και κάμε εν χερούβ εκ του ενός άκρου, και εν χερούβ εκ του άλλου άκρου εκ του ιλαστηρίου θέλεις κάμει τα χερουβείμ επί των δύο άκρων αυτού· και θέλουσιν εκτείνει τα χερουβείμ επάνωθεν τας πτέρυγας, επικαλύπτοντα με τας πτέρυγας αυτών το ιλαστήριον· και τα πρόσωπα αυτών θέλουσι βλέπει το εν προς το άλλο· προς το ιλαστήριον θέλουσιν είσθαι τα πρόσωπα των χερουβείμ» (Έξοδος, κε 17- 20).
Επίσης, με εντολή του Θεού, τα παραπετάσματα της σκηνής είχαν κεντημένες μορφές Χερουβίμ (Έξοδος, κστ 1-3).
Άλλο παράδειγμα, είναι η κατασκευή χερουβίμ στους τοίχους του Ναού των Εβραίων. Στο Α' Βασιλέων, κεφάλαιο στ, εδάφια 27-29 και 34-35 αναφέρεται· «Και έθεσε τα χερουβείμ εν μέσω του ενδοτάτου οίκου· και είχον τα χερουβείμ τας πτέρυγας αυτών εξηπλωμένας, ώστε η πτέρυξ του ενός ήγγιζε τον ένα τοίχον· και η πτέρυξ του άλλου χερούβ ήγγιζε τον άλλον τοίχον· και αι πτέρυγες αυτών ήγγιζον, η μία την άλλην, εν τω μέσω του οίκου. Και εσκέπασε τα χερουβείμ με χρυσίον. Και πάντας τους τοίχους του οίκου κύκλω ενέγλυψε με γλυπτά σχήματα χερουβείμ και φοινίκων και ανοικτών ανθέων, έσωθεν και έξωθεν….Ούτως έκαμε και εις την πύλην του ναού παραστάτας εκ ξύλου ελαίας, εν τετράγωνον. Και αι δύο θύραι ήσαν εκ ξύλου πευκίνου· τα δύο φύλλα της μιας θύρας εδιπλόνοντο, και τα δύο φύλλα της άλλης θύρας εδιπλόνοντο. Και ενέγλυψεν επ’ αυτάς χερουβείμ και φοίνικας και ανοικτά άνθη…».
Ο άγιος Νικόδημος, στο Πηδάλιο, αναφέρει παρομοίως, την διαφορά εικόνας και ειδώλου.
«Άλλο είναι είδωλον, άλλο άγαλμα, και άλλο εικών. Το γαρ είδωλον διαφέρει από την εικόνα, καθ’ ο η μεν εικών αληθούς πράγματος και είναι ομοιότης, το δε είδωλον, ψευδούς και ανυπάρκτου πράγματος, και πρωτοτύπου ομοίοσις εστί, κατά τον Ωριγένην και Θεοδώρητον, καθώς ήτο τα είδωλα των ψευδών και ανύπαρκτων θεών» (σελ 314-315)
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέει συμπερασματικά·
«Άκουσε όμως τι απαντά σε σένα ο λειτουργός του Θεού Μωυσής με τα πράγματα. Τυφλοί και ανόητοι, κατανοήστε τη δύναμη των λεγομένων “και φυλάξετε καλά τις ψυχές σας”. Είπα “ότι δεν είδατε κανένα ομοίωμα την ημέρα που σας μίλησε ο Κύριος στο όρος Χωρήβ μέσα από την φωτιά, για να μην παρανομήσετε και κατασκευάσετε για τον εαυτό σας γλυπτό ομοίωμα και οποιαδήποτε εικόνα” και “να μην κατασκευάσετε θεούς χυτούς για τον εαυτό σας”. Δεν είπα, “Δεν θα κάνεις εικόνα των χερουβίμ που ως υπηρέτες παραστέκουν στο ιλαστήριο” αλλά “δεν θα κάνεις κανένα ομοίωμα” ως θεό, ούτε θα λατρεύσης “την κτίση αντί του κτίστη”. Εγώ δεν έκανα κανένα ομοίωμα Θεού, ούτε κανενός άλλου, σαν να ήταν θεός, ούτε λάτρευσα την κτίση αντί του κτίστη».(Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 122-123).
«Οι ρήσεις λοιπόν της Γραφής και των πατέρων, που αναφέρεις, δεν καταδικάζουν την προσκύνηση των δικών μας εικόνων, αλλά των ειδωλολατρών, που τις θεοποιούν. Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργήσουμε και την προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια στην Εκκλησία». (Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 140-141).
Ο π. Α. Αλεβιζόπουλος αναφέρει· «Όλα αυτά διασαφηνίζουν τη θέση της Παλαιάς Διαθήκης. Η απαγόρευση κατασκευής ειδώλων ή εικόνων ψευδών θεών, η προσκύνησή των και η λατρεία των είναι απόλυτη». (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 425).
Β) Μαρτυρίες από τους αγίους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς για την ύπαρξη ιερών εικόνων στην Εκκλησία
Ανατρέχοντας στην μελέτη του αγίου Νεκταρίου ‘’Περί των αγίων εικόνων’’, στις σελίδες 20-22 διαβάζουμε για τον ανδριάντα που έστησε η αιμορροούσα των ευαγγελίων προς τιμή του Σωτήρα της, και ο οποίος μνημονεύεται από αρχαίους ιστορικούς, όπως τον Ευσέβιο και τον Σωζομενός.
Ο Ευσέβιος γράφει· «Την γαρ αιμορρούσαν, ην εκ των ιερών Ευαγγελίων προς του Σωτήρος ημών του πάθους απαλλαγήν εύρασθαι μεμαθήκαμεν, ενθένδεν έλεγον ορμάσθαι · τον τε οίκον αυτής επι της πόλεως δείκνυσθαι, και της υπό του Σωτήρος εις αυτήν ευεργεσίας θαυμαστά τρόπαια παραμένειν. Εστάναι γαρ εφ’ υψηλού λίθου προς μεν τας πύλας του αυτού οίκου, γυναικός εκτύπωμα χάλκινον επί γόνυ κεκλιμένον, και τεταμένας επι το πρόσθεν ταις χερσίν, ικετεύουση εοικός. Τούτου δε αντίκρυς άλλο της αυτής ύλης ανδρός όρθιον σχήμα, διπλοίδα κοσμίως περιβεβλημένον, και την χείρατη γυναικί προτείνον· ου παρά τοις ποσίν επι της στήλης αυτής ξένον τι βοτάνης είδος φυείν· ο μέχρι του κρασπέδου της του χαλκού διπλοίδος ανιόν, αλεξιφάρμακον τι παντοίων νοσημάτων τυγχάνει. Τούτον δε τον ανδριάντα, εικόνα του Ιησού φέρειν έλεγον» (Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου, βιβλίο 7ο, ΙΗ). Ακόμα και εικόνες των αποστόλων υπήρχαν. «Οτε και Αποστόλων Αυτού τας εικόνας Παύλου και Πέτρου, και αυτού δη του Χριστού, δια χρωμάτων εν γραφαίς σωζομένας ιστορήσαμεν».
Ο Σωζομενός αναφέρει· «Επεί γαρ έγνω εν Καισαρεία του Φιλίππου, φοίνισσα δε αύτη πόλις, ην Πανεάδα ονομάζουσιν, επίσημον είναι Χριστού άγαλμα, ο του πάθους απαλλαγείσα ανέθηκεν η αιμορρούσα, καθελών τούτο, ίδιον ανέστησε» (Εκκλησιαστική Ιστορία Σωζομενού, 5ο βιβλίο, ΚΑ). Μάλιστα, αναφέρει ότι ενώ καταστράφηκε από κεραυνό, οι Χριστιανοί συνέλεξαν τα κομμάτια και τα απέθεσαν στην Εκκλησία.
Άλλες μαρτυρίες είναι οι εξής:
Κλήμης Αλεξανδρείας (Δεύτερος/ τρίτος αιώνας μ Χ)
Στρωματεύς έβδομος κεφ. ΙΒ’
«Επειδή λοιπόν βιάζεται να φτάσει στην κορυφή της γνώσης, με ήθος στολισμένο από κοσμιότητα και συμπεριφορά σεμνή, έχοντας όλα εκείνα που είναι πλεονεκτήματα του αληθινού γνωστικού, αποβλέποντας στις ωραίες εικόνες, σκεπτόμενους τους πολλούς πριν από αυτόν πατριάρχες που έζησαν τέλεια, τους πάμπολους προφήτες, και τους μύριους όσους στον αριθμό αγγέλους, και πάνω από όλους τον Κύριο που δίδαξε και παρουσίασε πως είναι δυνατόν ν’ αποκτηθεί ο κορυφαίος εκείνος βίος, γι’ αυτό δεν αγαπά κανένα από τα καλά του κόσμου που έχει μέσα στα χέρια του, για να μη μείνει οριστικά εδώ κάτω, αλλά αγαπά τα αγαθά που ελπίζουμε ή καλύτερα αυτά που γνωρίζομε ήδη και που ελπίζομε ν’ αποχτήσομε». (Ε.Π.Ε., Κλήμεντος Αλεξανδρέως, τόμος 4, σελ. 416-417).
Τερτυλλιανός (150/60- 225/40 μ Χ).
Ο Τερτυλλιανός, στο έργο του ‘’De Pudicitia’’ (Περί αγνείας) – γραμμένο περίπου το 210/ 211- αναφέρει για εικόνες και για Άγια ποτήρια στα οποία ζωγράφιζαν ποιμένα φέροντα στους ώμους πρόβατο. [Πρβ με την ‘’Μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των εικόνων, σελ. 11].
Επί εποχής επισκοπής του Αστερίου Αμασείας, στο μαρτύριο της αγίας Ευφημίας (μαρτύρησε επί Διοκλητιανού το 282 μ Χ), αναφέρεται η συνήθεια της απεικόνισης των μαρτύρων· «Ο δε δη ζωγράφος ευσεβών και αυτός δια της τέχνης τα κατά δύναμιν, πάσαν την ιστορίαν εν σινδόνι χαράξας, αυτού που περί την θήκην, ιερόν ανέθηκε θέαμα» [Πρβ με την ‘’Μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των εικόνων, σελ. 24-27].
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329- 390 μ Χ).
Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός Α’
«Διότι εκείνα που ούτε ο Διοκλητιανός, ο πρώτος ο οποίος προσέβαλε τους Χριστιανούς, ούτε ο Μαξιμιανός, που τον διεδέχθη και τον εξεπέρασε, ανελογίσθη ποτέ, ούτε ο Μαξιμίνος, ο μετά από εκείνους και περισσότερον από εκείνους διώκτης του οποίου τα σημάδια της επί της εποχής του πληγής φέρουν ακόμη αι εικόνες εκτεθειμέναι δημοσίως και στηγματίζουν την κακοποίηση του σώματος…» (Ε.Π.Ε., Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Έργα, τόμος 5, σελ. 138-139)
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-394 μ Χ).
Λόγος περί θεότητος Υιού και Πνεύματος
«Είδα πολλές φορές ζωγραφική απεικόνιση της θυσίας και δεν προσπέρασα το θέαμα χωρίς να δακρύσω, αφού η τέχνη φέρνει μπροστά μας το περιστατικό με τόση σαφήνεια». (Ε.Π.Ε. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, τόμος 10, σελ. 58-61).
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344/354- 407 μ Χ).
Λόγος εγκωμιαστικός εις τον Μελέτιον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας.
«Και εκείνο που γινόταν τότε ήταν διδασκαλεία ευλάβειας. Διότι αναγκαζόμενοι συνεχώς να θυμούνται το όνομα εκείνο και να έχουν τον άγιον εκείνον μέσα στην ψυχή τους, είχαν το όνομα σαν φυγαδευτήριο κάθε αλόγου πάθους και λογισμού. Και έλαβε το πράγμα τόση μεγάλη έκταση, ώστε παντού, και στην αγορά και στους αγρούς και στους δρόμους ν’ ακούεται παντού το όνομα αυτό. Και δεν σας κυρίεψε το πάθος αυτό μόνο για το όνομα, αλλά και για την απεικόνιση του σώματός του. Εκείνο δηλαδή που κάματε ως προς τα ονόματα, αυτό κάμετε και για την εικόνα εκείνου. Διότι εκείνη την αγία εικόνα τη χάραξαν πολλοί και στις σφενδόνες των δακτυλιδίων, και στα εκτυπώματα, και στις φυάλες, και στους τοίχους των θαλάμων, και παντού, ώστε, όχι μόνο ν’ ακούν εκείνο το άγιο όνομα, αλλά και να βλέπουν παντού την εικόνα του σώματός του, και να έχουν έτσι διπλή παρηγοριά για την αποδημία του». (Ε.Π.Ε. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Έργα, τόμος 37, σελ. 23-25).
Ψευδό- αρεοπαγιτικό σύγγραμμα «Προς Τίτω τον Ιεράρχη» (5ος αιώνας)
Επιστολή 9η, 2.
«Πρέπει λοιπόν κι εμείς παραμερίζοντας την δημώδη γι’ αυτά αντίληψι, να περάσωμε ιεροπρεπώς στην καρδιά των ιερών συμβόλων και να μη τα υποτιμούμε, διότι είναι γεννήματα και αποτυπώματα των θείων χαρακτήρων, εμφανείς εικόνες των απορρήτων και υπερφυών θεαμάτων». (Ε.Π.Ε., Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3, σελ. 545).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στους τρείς θαυμάσιους λόγους του περί των αγίων εικόνων οι οποίοι κονιορτοποιούν τους αιρετικούς ισχυρισμούς τόσο των παλαιών εικονομάχων όσο και των σύγχρονων, παραθέτει ορισμένες μαρτυρίες από τους προγενέστερους άγιους Πατέρες, από τις οποίες θα εκθέσουμε κάποιες επιλεκτικά.
Μ. Βασίλειος, από τον λόγο του, ‘’Εις τους αγίους Τεσσαράκοντα’’: «Επειδή πολλές φορές και τα ανδραγαθήματα των πολέμων τα παριστάνουν και οι λογογράφοι και οι ζωγράφοι, οι πρώτοι εγκωμιάζοντάς τα με το λόγο, και οι άλλοι παριστάνοντας τα σε εικόνες, παρακινούν πολλούς και οι δύο στην ανδρεία· γιατί εκείνα που ο λόγος τα παριστάνει με όσα ακούονται, τα ίδια η ζωγραφική σιωπώντας τα δείχνει με την απομίμηση». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 263).
Από τον βίο του ιερού Χρυσοστόμου: «Είχε και την μορφή του ίδιου του αποστόλου Παύλου σε εικόνα, εκεί όπου ξεκουραζόταν για λίγο εξ αιτίας της αδυναμίας του σώματός του». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 271).
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος από τα Έπη του: «Ο ζωγράφος διδάσκει περισσότερα με τις εικόνες». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 327).
Άγιος Μεθόδιος Πατάρων, από τον δεύτερο λόγο για την Ανάσταση: «Τις εικόνες λοιπόν των αγγέλων του που είναι κατασκευασμένες από χρυσό, τις αρχές και τις εξουσίες, τις κάνουμε για την τιμή και τη δόξα Εκείνου» . (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 357).
O καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, αναφέρει:
«Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι οι υπήρχαν σε ορισμένες εκκλησίες εικόνες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων ‘’εθνική συνηθεία’’ (Εκκλ. Ιστορία, VII, 18). …ο πατριάρχης Κων/λεως Νικηφόρος προσπάθησε να εξουδετερώσει τη μαρτυρία αυτή με την ειδικότερη αναφορά στα αιρετικά φρονήματα του Ευσεβίου, τα οποία υποδηλώνονται ακόμη και στη διατύπωση της ανωτέρω θέσεως ( PG 100,848)…Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-163) ότι τις εικόνες (‘’χαρακτήρες’’) των αποστόλων, των προφητών και των αγίων ‘’τιμώ και προσκυνώ, κατ’ εξαίρετον τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ουκ απαγορευμένων, αλλ’ εν πάσαις εκκλησίαις ημων του των ανιστορουμένων’’ (PG32,1100). Είναι σαφές ότι εικόνες αγίων κοσμούσαν πλέον τους ναούς και τους αποδίδονταν ιδιαίτερη τιμή. Ο αναντίρρητος διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων τονίσθηκε κατά τον Ε αιώνα από τον άγιο Νείλο, ο οποίος θεωρούσε ως αναγκαία την εξεικόνηση σκηνών από την Π. και την Κ. Διαθήκη στους ναούς, ‘’όπως αν οι μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας θείας αναγινώσκειν γραφάς, τη θεωρία της ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι της των γνησίως τω αληθινώ θεώ δεδουλευκότων και προς άμμιλαν διεγείρονται των ευκλέων και αοιδίμων αριστευμάτων, δι’ ων της γης τον ουρανόν αντηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη ορώμενα προτιμήσαντες’’ (PG 79,577). Tην έναντι των ι. εικόνων θέση της Εκκλησίας ανέπτυξε και ο επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου Λεόντιος σε λόγο του ‘’Υπέρ της χριστιανών απολογίας, κατά Ιουδαίων και περί των αγίων εικόνων (PG 94,1597-1609). O Λεόντιος αντικρούει τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δηλαδή οι εικόνες απαγορεύονται από την Αγία Γραφή και ότι οδηγούν τους χριστιανούς στην ειδωλολατρία. Τις θέσεις του Λεοντίου αξιοποίησε ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος αναδείχτηκε υπέρμαχος της τιμής των ι. εικόνων…η οποιαδήποτε εκτροπή από την εκκλησιαστική ερμηνεία του μυστηρίου της εν Χριστώ θείας οικονομίας, ειδικότερα δε στο χριστολογικό δόγμα, συνεπαγόταν την αρνητική στάση και έναντι της τιμής των ι. εικόνων.Υπο την έννοια αυτή εικονομάχοι υπήρξαν εκπρόσωποι των μεγάλων αιρέσεων (Αρειανισμού, Απολιναρισμού, Νεστοριανισμού, και Μονοφυσιτισμού». (Εκκλησιαστική Ιστορία, ‘Α Τόμος, σελ. 765-766).
Γ) Αρχαιολογικά στοιχεία
Πολλές εικόνες στις Κατακόμβες, χρονολογούνται μεταξύ τέλη του πρώτου αιώνα και αρχές του τρίτου. [Labus, V. Anal. de philosoph. Chretienne, τομ. ΧΧΙ, σελ. 357]. Τα ίδια υποστηρίζονται και στο ‘’Dictionnaire des antiquites chretiennes’’ (λήμμα images, σελ. 348), και στο ‘’Elements d’ archeologie Cretienne’’ (Paris tom. Premier). [Τα στοιχεία ελήφθησαν από την μελέτη του αγίου Νεκταρίου περί των αγίων εικόνων, σελ. 30-46].
Ο καθηγητής Β. Φειδάς παρατηρεί· «Η Χριστιανική ζωγραφική στους τρείς πρώτους αιώνες αναπτύχθηκε κυρίως στους χριστιανικούς τάφους και ιδιαίτερα στις κατακόμβες, στις οποίες διασώθηκαν αξιόλογες τοιχογραφίες» (Εκκλησιαστική Ιστορία, Α’ Τόμος, σελ. 928).
«Με το θρίαμβο του Χριστιανισμού κατά τον Δ’ αιώνα η πρωτοχριστιανική τέχνη των κατακομβών πέρασε πλέον σε μεγαλοπρεπείς ναούς, αλλά έχασε τον έντονο συμβολικό χαρακτήρα. Απέκτησε προοδευτικά το νόημα της ιστορικής απεικονίσεως των βιβλικών γεγονότων στο πλαίσιο της ιερής ιστορίας της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους» (σελ. 929, ίδιο έργο).
«Με τα ορώμενα ο χριστιανός ανάγεται στην εμπειρική γνώση και στην κατανόηση των νοητών και αποκεκαλυμμένων πραγματικοτήτων, οι οποίες εκφράζονται στη διδασκαλία και στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας». (σελ. 930, ίδιο έργο).
«Δια των ορωμένων και αισθητών χειραγωγίαν τω νω παρεχόμενος προς την θεωρίαν των αοράτων», δηλαδή «δια των ορατών και των αισθητών χειραγωγεί τον νου προς την θεωρίαν των αοράτων». (Μ. Βασίλειος, Εις την εξαήμερον, Α΄ λόγος, ΕΠΕ, 4).
Δ) Τι πιστεύει η Εκκλησία για τις εικόνες και που αποδίδει τελικά την τιμή;
Κατά την ορθόδοξη πίστη, η Λατρεία αποδίδεται μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ τιμάμε το εικονιζόμενο πρόσωπο του αγίου, στο οποίο και μεταβαίνει η τιμή.
Ας δούμε από επίσημα κείμενα.
«Η μεν εν Πνεύματι και αληθεία λατρεία τη μακαρία Τριάδι παρά των Ορθοδόξων απονενέμηται· ταις δε αγίαις εικόσι ου λατρεία πάντως, αλλά προσκύνησις, και ασπασμός, και τιμή. Ει γαρ και η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει, αλλ’ η λατρεία της μακαρίας μόνης εστί Τριάδος, και ου των σεπτών εικόνων, ίνα μη κτισματολάτραι και υλολάτραι δόξωμεν». (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα Ιερών Κανόνων, τόμος 6, σελ. 246- 248).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφέρει την Ορθόδοξη πίστη:
«…μία ουσία υπερούσια, υπέρθεη θεότητα, σε τρείς υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και αυτόν μόνο λατρεύω και σε αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα αλλά λατρεύω και τρείς υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, ένα Θεό. Δεν προσκυνώ την κτίση αντί τον κτίστη, αλλά προσκυνώ τον κτίστη που κτίστηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί, για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό της θείας φύσεως» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, Α’ Λόγος απολογητικός υπέρ εικόνων, τόμος 3).
Άγιος Λεόντιος Κύπρου, 5ος λόγος Προς Ιουδαίους: «Ούτε από εμάς προσκυνούνται ως θεοί οι μορφές και οι εικόνες και οι τύποι των αγίων…έτσι και εμείς, τα παιδιά των Χριστιανών, προσκυνώντας τον τύπο του σταυρού, δεν προσκυνούμε την φύση του ξύλου…». (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 299)
Του ιδίου: « Όταν λοιπόν δεις Χριστιανό να προσκυνά το σταυρό, να ξέρεις ότι δεν προσκυνά την φύση του ξύλου, αλλά για το Χριστό που σταυρώθηκε. Γιατί αλλιώς θα προσκυνούσαμε όλα τα δέντρα του αγρού…» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 305)
Ιερώνυμος, πρεσβύτερος Ιεροσολύμων: «…οι Χριστιανοί, δεν ασπαζόμαστε το σταυρό ως Θεό, αλλά το κάνουμε δείχνοντας την ειλικρινή διάθεση της ψυχής μας προς Εκείνον που σταυρώθηκε» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 341)
Ο άγιος Νικόδημος· «Λέγει δε και ο Αθανάσιος. «Ο γουν προσκυνών την εικόνα, εν αυτή προσκυνεί τον βασιλέα». Ομοίως δε και ο Χρυσόστομος· «ουκ οίδας εάν μεν εικόνα υβρίσης, εις το πρωτότυπον της αξίας φέρεις την ύβριν;». Και το λέει ο άγιος Νικοδημος σχολιάζοντας το όρο της Ζ οικουμενικής στο σημείο που λέει· «…Η γαρ της εικόνος τιμή επι το πρωτότυπο διαβαίνει, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν…». (Πηδάλιο, σελ. 317)
Από την Ομολογία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου, Ερώτησις δ’.
«Ημείς γαρ μόνω τω εν Τριάδι Θεώ λατρεύομεν και ουδενί ετέρω· τους δε αγίους τιμώμεν διττώς· πρώτον μεν κατά την προς τον Θεόν αναφοράν, επειδή εκείνου ένεκα τιμώμεν αυτούς, και καθ’ εαυτούς, ότι ζώσαι εισίν εικόνες του Θεού· το δε καθ’ εαυτούς , διώρισται ότι δουλικόν. Τας δε αγίας εικόνας σχετικώς, ως της προς εκείνας τιμής επί τα πρωτότυπα αναφερομένης. Ο γαρ εις την εικόνα προσκυνών, δια της εικόνος το πρωτότυπον προσκυνεί, και η δόξα ου μερίζεται, ουδ’ όλως σχετίζεται της τε εικόνος και του εικονιζομένου, και εν ταυτώ γίνεται, ως η εις τον βασιλικόν πρέσβυν γενομένη».
Από την Ομολογία του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μητροφάνη Κριτόπουλου.
«Ων γαρ τα πρωτότυπα άγια, τούτων και αι εικόνες άγιαι, και ων τα πρωτότυπα τιμητέα, τούτων και αι εικόνες τιμητέαι…Αις αγίαις εικόσι και τιμήν την προσήσκουσαν απένεμεν· ου λατρευτικήν ή δουλικήν, άπαγε· αύται γαρ Θεώ μόνω προσήκουσιν, αλλά σχετικήν και φιλικήν, αναφέρουσα μεν τοι και ταυτήν επί τα εκείνων πρωτότυπα, ως φησίν ο εν αγίοις Βασίλειος ο Μέγας· Η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
[Τα στοιχεία των ομολογιών, ελήφθησαν επίσης από την μελέτη περί των αγίων εικόνων του αγίου Νεκταρίου.]
Η δήθεν λατρεία των εικόνων, δεν ήταν ποτέ μέρος της παράδοσης της Εκκλησίας.
Ο άγιος Νικόδημος, στο Πηδάλιο, αναφέρει σχετικά· «…την δε αγίαν εικόνα του Χριστού, ου λατρευτικώς προσκυνούμεν, απαραλλάκτως δηλονότι την εικόνα με το εικονιζόμενο πρόσωπον πρωτότυπον ·ούτε ως θεούς τας αγίας εικόνας λατρεύομεν, καθώς κατηγορούσι ημάς οι εικονομάχοι, άπα γε · αλλότριον γαρ τούτο της εκκλησιαστικής εστί παραδόσεως. Διο και η Σύνοδος αύτη εν τω όρω αυτής είπε· και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρεία, ή πρέπει μόνη τη Θεία φύσει. Και ο ίδιος Θεός είπε, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις, και αυτώ μόνω λατρεύσεις. Βλέπεις ότι την μεν προσκύνησιν αφήκεν και εις άλλον να δίδεται, την δε λατρεία δεν συγχώρεσεν εις άλλον τινά, ειμή μόνον εις εαυτόν του.» (σελ. 318)
«Επί δε της εικόνος του Χριστού, σχετική η προσκύνησις και ομώνυμος· ο προσκυνών γαρ αυτήν, ου συμπροσκυνεί τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά μόνον τον εν αυτή Χριστόν, τον δια το σαρκωθήναι εικονιζόμενον κατά την σωματοειδή θέαν αυτού, όπερ εστί σχετική προσκύνησις και υποστατική».
«Ουχ ως θεούς τας εικόνας προσκυνούμεν, ουδέ τας ελπίδας της σωτηρίας εν αυταίς έχομεν, ουδέ το θείον σέβας αυταίς απονέμομεν, ως οι των Ελλήνων παίδες (ειδωλολάτραι), αλλά μόνον την σχέσιν και την αγάπην της ημών ψυχής, ην έχομεν προς τα πρωτότυπα δια της τοιαύτης προσκυνήσεως εμφανίζομεν. Όθεν του χαρακτήρος λυθέντος, ως ξύλον αργόν, την ποτέ κατακαίομεν εικόνα».
Επίσης, «Αι άγιαι εικόνες δεν προσκυνούνται δια την ύλην, αλλά δια την ομοίωσιν όπου έχουν εις το εικονιζόμενον. Όθεν οι πατέρες της παρούσης Συνόδου εις μερικάς διαλαλιάς είπον ότι όταν τα ξύλα διαλυθούν από του τύπου του Σταυρού, καίεται, και ο χρωματισμός και ο χαρακτήρ των εικόνων διαφθαρή παντελώς, καίεται το σανίδι ως ξύλον αργόν». (Σελ 319)
Ο π. Α. Αλεβιζόπουλος, αναφέρει· «…οι χριστιανοί που βλέπουν τις άγιες εικόνες φέρουν στην μνήμη τους και επιποθούν το ‘’πρωτότυπον’’, δεν μένουν στην θέα της εικόνος δεν ταυτίζουν την εικόνα με το πρωτότυπο. Έτσι ο ασπασμός, η προσκύνηση των αγίων εικόνων αποτελεί πράξη τιμής και σεβασμού, όχι λατρεία· η λατρεία αρμόζει μόνο στην Θεία φύση. Η τιμή των αγίων εικόνων μεταβαίνει στο πρωτότυπο, αυτός που προσκυνεί την εικόνα, προσκυνεί την υπόσταση του εικονιζόμενου» (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 435-436).
Ε) Προσκύνηση εικόνων
Η τιμητική προσκύνηση (όχι η λατρεία), μεταβαίνει στο πρωτότυπο.
Του αγίου Συμεών: «Ίσως κάποιος από τους απίστους, όντας φιλόνικος, διατυπώνει αμφιβολίες ισχυριζόμενος ότι και εμείς, προσκυνώντας στις εκκλησίες εικόνες, θα θεωρηθεί ότι προσευχόμαστε σε άψυχα είδωλα. Μη γένοιτο να κάνουμε κάτι τέτοιο· γιατί τα των Χριστιανών είναι πίστη και ο ανενδεής Θεός μας κάνει θαύματα. Γιατί φυσικά δεν δοξάζουμε τα χρώματα, αλλά με την υπόμνηση της αντιτύπου ζωγραφικής βλέποντας τον αόρατο Κύριο μέσω της ορατής παραστάσεως τον δοξάζουμε σαν να είναι παρών ,και τον πιστεύουμε όχι ως ανύπαρκτο Θεό, αλλά ως υπάρχοντα αληθινά, ούτε και τους αγίους ως ανύπαρκτους, αλλά ως κάποιους που υπάρχουν και ζουν κοντά στο Θεό, και τα πνεύματά τους, που κι αυτά είναι άγια και με τη δύναμη του Θεού βοηθούν τους αξίους που τα επικαλούνται» (ΕΠΕ, αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 341-342).
Τιμητική προσκύνηση έχουμε σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής. Ο Ναός στον οποίο προσκυνούσαν οι Ιουδαίοι τον Θεό, ήταν υλικός φυσικά και είχε ανάγλυφα Χερουβίμ. (Α’ Βασιλέων, κεφάλαιο στ, εδάφια 27-29 και 34-35).
«Επειδή δε τινές ημίν καταμέμφονται προσκυνούσι τε και τιμώσι την του Σωτήρος και της Δεσποίνης ημών εικόνα, έτι δε και των λοιπών Αγίων και θεραπόντων Χριστού, ακουέτωσαν, ως εξ αρχής ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εποίησε. Τίνος ουν ένεκεν αλλήλοις προσκυνούμεν, ει μη κατ’ εικόνα Θεού πεποιημένοις· Ως γαρ φησίν ο θεογόρος και πολύς τα θεία Βασίλειος, η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει· πρωτότυπον δε εστί το εικονιζόμενον, εξ ου το παράγωγον γίνεται. Τίνος ένεκεν ο Μωσαϊκός λαός, τη σκηνή κυκλώθεν προσεκύνει, εικόνα και τύπον φερούση των επουρανίων, μάλλον δε της όλης κτίσεως· Φησίν γουν ο Θεός τω Μωυσή, Όρα ποιήσεις πάντα κατά τον τύπον τον δειχθέντα σοι εν τω όρει. Και τα Χερουβίμ δε τα σκιάζοντα το υλαστήριον, ουχί έργα χειρών ανθρώπων ην; Τι δε ο εν Ιεροσολύμοις περιώνυμος ναός· Ουχί χειροποίητος και ανθρώπων τέχνη κατασκευασμένος· Η δε Θεία Γραφή κατηγορεί των προσκυνούντων τοις γλυπτοίς και των θυόντων τοις δαιμονίοις…’’». (Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφάλαιο 89)
Ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων (337/339- 397 μ Χ), αναφέρεται στην προσκύνηση των αγίων εικόνων. «Αμβρόσιος δε ο των Μεδιολάνων, προς τον Γρατιανόν τον Βασιλέα, λέγει ‘’Τι γαρ; Μη ποτε την θεότητα και την σάρκα αυτού προσκυνούντες μερίζομεν τον Χριστόν; Ή ότε εν αυτώ την θεία εικόνα και τον σταυρόν προσκυνούμεν, μερίζομεν αυτόν; Μή γένοιτο» (Προς Γρατιανό, Γ βιβλίο της συλλογής των επιστολών του, κεφάλαιο 9).
Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, είχε δώσει εντολή να θυμιάζεται το θυσιαστήριο, πράγμα που δείχνει ότι ο ίδιος ο Θεός τιμά τα αντικείμενα που βρίσκονται στον λατρευτικό χώρο. (Έξοδος, λ 1-10). Δεν λατρεύονταν αυτά. Το ίδιο και σήμερα με τις αγίες εικόνες.
ΣΤ) Χρησιμότητα των εικόνων
Ο άγιος Νικόδημος, απαριθμεί έξι λόγους για τους οποίους οι άγιες εικόνες είναι χρήσιμες:
«Δια εξ τινά εικονίζονται και προσκυνούνται αι άγιαις εικόνες:
α. ότι κοσμούσι και στολίζουσι τους ναούς,
β. ότι διδάσκουσι τους μη οιδότες γράμματα…
γ. ότι ενθυμίζουσι τους γραμματισμένους εκείνα όπου τυχών ελησμονήθησαν. Όθεν βιβλία λέγονται αι εικόνες των σοφών και αμαθών…
δ. ότι αυξάνουσι τον πόθον των ορώντων αυτάς χριστιανών…
ε. ότι παρακινούσι τους ορώντας προς μίμησιν των αγίων έργων…
στ. διατί παρακινούσι τους ορώντας αυτάς να επικαλούνται μετά πίστεως και ελπίδος, τον μεν Θεόν ως ΣΩΤΗΡΑ, τους δε αγίους ως μεσίτας εις Θεόν…».(Πηδάλιο, σελ 320).
Επίλογος
«Ας γνωρίζει λοιπόν κάθε άνθρωπος, ότι εκείνος που επιχειρεί να καταστρέψει την εικόνα που έγινε από το θείο πόθο και ζήλο για τη δόξα και ανάμνηση του Χριστού, ή της μητέρας του της αγίας Θεοτόκου, ή κάποιου από τους αγίους, και για την καταισχύνη του Διαβόλου και για την εξουδετέρωση αυτού και των δαιμόνων του, και δεν την προσκυνά, ούτε την τιμά και την ασπάζεται ως τίμια εικόνα, και όχι ως Θεό, είναι εχθρός του Χριστού και της Αγίας Θεοτόκου και των αγίων, και υπερασπιστής του Διαβόλου και των δαιμόνων του δείχνοντας έμπρακτα τη λύπη του επειδή ο Θεός και οι άγιοί του τιμώνται και δοξάζονται, ενώ ο διάβολος καταισχύνεται˙ γιατί η εικόνα είναι θρίαμβος και φανέρωση και στηλογραφία για την ανάμνηση της νίκης εκείνων που αρίστευσαν και διέπρεψαν, και για καταισχύνη εκείνων που νικήθηκαν και κατατροπώθηκαν». (Ε.Π.Ε., αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, τόμος 3, σελ. 126-129).
Πηγές
Αγία Γραφή σε μετάφραση Ν. Βάμβα
Α. Αλεβιζόπουλος, ‘’Η Ορθοδοξία μας’’, Εκδόσεις Διάλογος, 1994
Βασίλειος ο Μέγας, ΕΠΕ τόμος 4, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Ά τόμος, Εκδόσεις Διήγηση, 2002
Γρηγόριος Θεολόγος, ΕΠΕ τόμος 5, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Γρηγόριος Νύσσης, ΕΠΕ τόμος 10, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Ιωάννης Δαμασκηνός, ΕΠΕ τόμος 3, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Ιωάννης Χρυσόστομος, ΕΠΕ τόμος 37, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Κλήμης Αλεξανδρείας, ΕΠΕ τόμος 4, Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Νεκτάριος (άγιος), ‘’Μελέτη περί των αγίων εικόνων’’,
Νικόδημος ο Αγιορείτης, Πηδάλιο, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, έκδοση δέκατη τρίτη, 2003
Φιλοκαλία νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου