ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟ ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟΣΟ ΝΩΡΙΣ
Τις πιο όμορφες λέξεις ψάχνω
για να σου γράψω το τραγούδι του αποχαιρετισμού,
χειμώνες τώρα και καλοκαίρια,
μα γυμνός ο πόνος κι εγώ φοβάμαι
τις νότες να αγγίξω με γυμνά τα χέρια,
βαγόνια έρχονται και φεύγουν
γεμάτα από ψυχές
που γεννιούνται και πεθαίνουν,
και απόμεινα μονάχη
πάνω στις ράγες της μνήμης,,
έρμαιο της σιωπής που αφήνουν πίσω
τα τρένα που φεύγουν μακριά μου,
τα χνάρια σου να ψάχνω μην και σε ξεχάσω .
Ήταν ένα δειλινό της θλίψης
και ήταν το φτερούγισμα της νύχτας
η ελπίδα που αργοπέθαινε
στη γωνιά του πόνου.
Και ήταν τα γκρίζα σπουργίτια
που πέταξαν γύρω μας
τα τελευταία δευτερόλεπτα
της ημέρας που έφευγε .
Όταν τα χέρια άπλωσες
σιωπηλά τους καρπούς να κόψεις
του δέντρου που τις ρίζες είχε
Πώς να το ‘ξερα πως μαζί του θα ‘φερνε
και το δυσβάσταχτο κενό της απουσίας σου.
και ήταν το φτερούγισμα της νύχτας
η ελπίδα που αργοπέθαινε
στη γωνιά του πόνου.
Και ήταν τα γκρίζα σπουργίτια
που πέταξαν γύρω μας
τα τελευταία δευτερόλεπτα
της ημέρας που έφευγε .
Όταν τα χέρια άπλωσες
σιωπηλά τους καρπούς να κόψεις
του δέντρου που τις ρίζες είχε
βαθιά στην άβυσσο του Άδη .
Μα εγώ δεν το έβλεπα ΑΝΤΡΕΑ
και πρόσμενα με λαχτάρα
την αυγή το φως να μου φέρει πίσω.
Πώς να το ‘ξερα πως μαζί του θα ‘φερνε
και το δυσβάσταχτο κενό της απουσίας σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου