|
Με τη μελέτη αυτή επιχειρούμε να
συνεχίσουμε την αναζήτησή μας στο πώς κανείς μπορεί να
γνωρίσει τον Θεό.
1.
Η όραση του Θεού από την παρούσα ζωή
Έχουμε ήδη από άλλες μελέτες
διαπιστώσει ότι το ζήτημα της οράσεως του Θεού, ή αλλιώς
της «θεωρίας» του Θεού, είναι βασικό και θεμελιώδες
ζήτημα της πίστεώς μας διότι, αυτή καθαυτή η όραση του
Θεού σε τούτη τη ζωή, είναι συμμετοχή στη Βασιλεία,
είναι ένωση με τον Θεό, είναι μετοχή και κοινωνία με τον
Θεό.
Η όραση του Θεού είναι σωτηρία για
τον πιστό από αυτήν εδώ την παρούσα ζωή. Βέβαια, σύμφωνα
τη χριστιανική πίστη, όλοι θα δουν τον Θεό κατά τη τελική
κρίση, αλλά τότε, οι «σεσωσμένοι» θα βιώνουν
τον Θεό ως
Παράδεισο, οι δε «μη σεσωσμένοι» ως Κόλαση. Παράδεισος
και Κόλαση δεν είναι τόποι διαφορετικοί όπως έχει
συνηθίσει η διάνοιά μας να τους φαντάζεται σύμφωνα με
τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις που έχουμε εδώ στη γη (ωραίοι
κήποι γεμάτοι ειρήνη και ευτυχία που αντιστοιχούν στον
Παράδεισο, ή αντίθετα καζάνια και φωτιές όσον αφορά στην
Κόλαση). Είναι καταστάσεις που εξαρτώνται από την
πνευματική κατάσταση του καθενός και όχι από τον Θεό.
Είναι καταστάσεις ύπαρξης που εκλαμβάνονται ως
παράδεισος και κόλαση αντίστοιχα από τη μεριά του
ανθρώπου και όχι από τη μεριά του Θεού. Ο Θεός δηλαδή,
δεν θα πάψει ποτέ να αγαπάει και να φωτίζει τους
ανθρώπους διότι «ο Θεός αγάπη εστί» [Α’ Ιωαν.4,8 &
4,16]. Απλά, κάποιοι (οι σεσωσμένοι), θα αισθάνονται την
αγάπη και το φως αυτό ως Παράδεισο και κάποιοι (οι μη
σεσωσμένοι) θα αισθάνονται την αγάπη και το φως του Θεού
ως Κόλαση. Αλλά, τονίζουμε και πάλι, αυτό εξαρτάται από
την προσωπική βούληση και τις επιλογές που έκανε ο κάθε
άνθρωπος στη ζωή του και όχι από τον Θεό.
2.
Η Ορθόδοξη αντίθεση στις δυτικές προσεγγίσεις
Υπάρχει σημαντική διαφορά στη θεώρηση
της Ορθόδοξης Εκκλησίας από αυτές των δυτικών θεολογικών
αποχρώσεων, όπως είναι η παπική «εκκλησία» και οι
διάφορες προτεσταντικές ομάδες, όσον αφορά στη θεωρία
του Θεού. Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, η θεωρία του Θεού,
είναι εμπειρία την οποία πρέπει, τουλάχιστο ως στόχο, να
ζήσει ο κάθε πιστός. Αντίθετα, επειδή αυτή η εμπειρία δε
βιώνεται στο χώρο της δυτικής θεολογίας, γι’ αυτό
θεώρησαν ως δεδομένο ότι είναι αδύνατο να δει κανείς τον
Θεό, διότι όπως λένε, ο Θεός είναι ουσία άκτιστη και
απρόσιτη στον άνθρωπο, ενώ ο άνθρωπος είναι κτιστός και
κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμία πρόσβαση του ενός προς
το άλλο. Στη συνέχεια, ακριβώς επειδή δεν είναι δυνατό
από την πίστη τους αυτή να δει κανείς τον Θεό,
καταφεύγουν σε διανοητικά κατασκευάσματα, σε φιλοσοφικές
θεωρίες, σε στοχαστικές προσεγγίσεις, προσπαθούν να
ανακαλύψουν τον Θεό μέσα από τα κείμενα, τα γραπτά
κείμενα, είτε της Αγίας Γραφής, είτε άλλων φιλοσοφικών
εγχειριδίων και κατά συνέπεια υπάρχει μια τεράστια
διαφορά και απόσταση.
Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, ο Θεός
μπορεί να διακριθεί, [ως διατύπωση πάντα, διότι ο Θεός
είναι μυστήριο], σε «Ουσία» και σε «Ενέργειες». Η
«Ουσία» του Θεού είναι παντελώς απρόσιτη στα κτίσματα,
ενώ οι «Ενέργειες» του Θεού, βιώνονται, μετέχονται,
κοινωνούνται, μέσω του Αγίου Πνεύματος, από τους
πιστούς.
Σε συνέχεια των προηγούμενων και πάνω
σ’ αυτή τη γραμμή, θα προσπαθήσουμε στη μελέτη αυτή, να
διερευνήσουμε τις εμπειρίες των προφητών και των
αποστόλων, δηλαδή των θεουμένων της Παλαιάς και της
Καινής Διαθήκης, οι οποίοι είχαν την αποκαλυπτική γνώση
και την εμπειρία της οράσεως του Θεού, να διακρίνουμε τι
«έβλεπαν». Να καταδείξουμε δηλαδή, ότι έβλεπαν τις
«ενέργειες» του Θεού και όχι την Ουσία του Θεού.
3.
Η περιγραφή των Ενεργειών (της Δόξας) του Θεού από τον
Στέφανο και τον Μωυσή
Αυτές οι άκτιστες ενέργειες, που στην
ουσία είναι ο Θεός «εν δράσει», ο Θεός όπως τον βιώνουν
εκείνοι που Τον βλέπουν με καθαρή καρδιά, περιγράφονται
στη Παλαιά Διαθήκη, άλλοτε ως Δόξα Θεού, άλλοτε ως
«βάτος φλεγόμενη», άλλοτε ως «στήλη πυρός», άλλοτε ως
«νεφέλη», ως «Δόξα νεφέλης» κλπ. Αυτή η δράση του Θεού,
είναι το «άρμα πυρός» που περιβάλλει τον Ηλία ως «Δόξα
Κυρίου».
Στην Καινή Διαθήκη, βλέπουμε να
προσδιορίζεται στη «λάμψη των δικαίων», στο «θαβώριο
φως», στη «Δόξα του Κυρίου», στο όραμα του Παύλου κλπ.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η περικοπή
της Καινής Διαθήκης στις Πράξεις των Αποστόλων, που
περιγράφεται η εμπειρία του αρχιδιακόνου και
πρωτομάρτυρα Στεφάνου, ο οποίος, μιλώντας ενώπιον των
ανθρώπων που τον έκριναν, περιέγραψε τι και πώς έβλεπε
λίγο πριν τον δια λιθοβολισμού θάνατό του: «Υπάρχων
πλήρης Πνεύματος Αγίου», βλέπουμε δηλαδή, ότι ο τρόπος
μέσω του οποίου καθοράται ο Θεός από τον άνθρωπο που
έχει καθαρίσει την καρδιά του, είναι Αγιοπνευματικός.
Όταν το Πνεύμα το Άγιο πληρώσει τον άνθρωπο,
διανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί του, αλλοιώνεται
την «καλή αλλοίωση», την «αλλοίωση της δεξιάς του
Υψίστου» [Ψαλμ.77,10 (76,11 Ο’)]. Υπάρχων λοιπόν ο
Στέφανος πλήρης Πνεύματος Αγίου, «ατενίσας εις τον
ουρανόν, είδε Δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του
Θεού». Βλέπει λοιπόν, τη Δόξα του Θεού, και τον Ιησού,
τον άνθρωπο Ιησού, κατά την ανθρώπινη Του φύση. Αλλού ο
Απόστολος Πέτρος, λέγει: «τούτον τον Ιησούν, τον οποίον
υμείς εσταυρώσατε» [Πραξ.2,36], και είπε ο Στέφανος:
«ιδού θεωρώ τους ουρανούς διηνοιγμένους και τον Υιόν του
ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα του Θεού» [Πραξ.7,56]. Μας
λέει ότι είδε τον Ιησού, να κάθεται στα δεξιά της Δόξας
του Θεού και στο τέλος λέγει «στα δεξιά του Θεού». Ώστε
Δόξα Θεού και Θεός ταυτίζονται! Δεν είναι κάτι
εξωτερικό. Δεν είναι κάτι που προβάλλεται, κάτι που
πηγάζει, αλλά, είναι Αυτός Ούτος ο Θεός εν τη δράσει
Του. Περισσότερα δεν μας διατυπώνονται και ούτε είναι
πρέπον να πούμε περισσότερα επ’ αυτού αφού ο Θεός, αυτά
κρίνει ως αρκετά για τη σωτηρία και το αιώνιο μέλλον μας
Ας δούμε τώρα από την Παλαιά Διαθήκη,
στο Εξ.3,2 την εμπειρία του Μωυσή και ας αναλύσουμε τα
επιμέρους στοιχεία που προκύπτουν από αυτή: στο χωρίο
αυτό, αναφέρεται η εμπειρία του Μωυσή όταν είδε τον Θεό
στο όρος Χωρήβ. Τότε που του φανερώθηκε για πρώτη φορά
και του ανέθεσε την αποστολή, να οδηγήσει το λαό Ισραήλ
από την Αίγυπτο στη γη της Επαγγελίας. Στο χωρίο λοιπόν
αυτό λέγει τα εξής:
«Εφάνη δε εις αυτόν άγγελος Γιαχβέ
εν φλογί πυρός εκ μέσου της βάτου· και είδε και ιδού, η
βάτος εκαίετο υπό του πυρός και η βάτος δεν κατεκαίετο».
Παρατηρούμε ότι ο Μωυσής, βλέπει τον Θεό και τον
προσδιορίζει ως «Άγγελο Γιαχβέ». Στη συνέχεια βλέπουμε
ότι ο προσδιορισμός αυτός αλλάζει χαρακτήρα και
αναφέρεται ως «Γιαχβέ» ή ως «ο Θεός». Το δεύτερο
στοιχείο, είναι ότι βλέπει ο Μωυσής τον Άγγελο Γιαχβέ εν
«φλογί πυρός» [μέσα σε πύρινη φλόγα] και η φλόγα αυτή
μας λέγει ότι έκαιγε την βάτο, αλλά δεν την κατέκαιε.
Αυτό δηλώνει, ότι η φλόγα αυτή, δεν ήταν μέρος του
κτιστού κόσμου, ήταν άκτιστη φλόγα και όπως αναφέρθηκε
και προηγουμένως είναι μία από τις άκτιστες ενέργειες
του Θεού. Ας συνεχίσουμε τώρα την αφήγηση της εμπειρίας
του Μωυσή που περιέχεται στο βιβλίο της Εξόδου.
Ας δούμε
τι λέγει στο στίχο 4: «Και ως είδεν ο Κύριος [ο Γιαχβέ]
τον Μωϋσήν ότι έστρεψε να παρατηρήση, εφώνησε προς αυτόν
ο Θεός εκ μέσου της βάτου και είπε, Μωϋσή, Μωϋσή. Ο δε
είπεν, Ιδού, εγώ». Ας παρατηρήσουμε ότι ενώ προηγουμένως
μας λέγει ότι εφάνη εις αυτόν «Άγγελος Γιαχβέ», τώρα
παρατηρούμε, ότι μέσα από τη βάτο ομιλεί ο Κύριος, ο
Γιαχβέ ο Ίδιος, ο Θεός: «εφώνησσε προς αυτόν ο Θεός εκ
μέσου της βάτου». Όχι ένας θεός όπως λένε πολλοί, ή ένας
άγγελος που επειδή είναι υιός θεού ονομάζεται και θεός.
Αλλά, ο Θεός! Ταυτίζεται λοιπόν ο Άγγελος του Γιαχβέ με
τον Ίδιο τον Γιαχβέ, ταυτίζεται με τον Παντοδύναμο Θεό.
Στη συνέχεια στο στίχο 5 λέγει τα
εξής (εκείνος που ομιλεί είναι ο Κύριος): «Και είπε, μη
πλησιάσης εδώ· λύσον τα υποδήματά σου εκ των ποδών σου·
διότι ο τόπος επί του οποίου ίστασαι είναι γη αγία».
Πράγματι, ένα επόμενο στοιχείο που βλέπουμε εδώ, ξέχωρα
από το γεγονός ότι ο Άκτιστος Άγγελος είναι αυτός ο
ίδιος ο Γιαχβέ, είναι ότι, ο τόπος αγιάζεται.
Η μανιχαιϊκή διάκριση ανάμεσα στο
υλικό και στο πνευματικό που κάνει η δυτική θεολογία
(παπική και προτεσταντική), διάκριση που οφείλεται σε
αστοχία κατανόησης, ότι δηλαδή το υλικό είναι «κακό» και
το πνευματικό είναι «καλό» και όλα τα συναφή βλέπουμε
δεν υιοθετείται από τον ιερό συγγραφέα. Οι δυτικοί έχουν
ξεχάσει ότι ο Δημιουργός εποίησε τα πάντα «καλά λίαν»
και ότι ο στόχος ήταν να πάνε από το «καλά λίαν» στο
«άριστο». Έχουν ξεχάσει, ότι ο ίδιος ο άνθρωπος είναι
πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού» και ότι όπως ο Θεός είναι
ακατάληπτος έτσι και ο άνθρωπος «κατ’ εικόνα Θεού
πλασθείς» είναι και αυτός ακατάληπτος. Αλλά ο άνθρωπος
είναι και υλικός. Έτσι, μέσω του υλικού μεν, «κατ’
εικόνα Θεού» δε, πλασθέντος ανθρώπου, αγιάζεται η κτίση.
Κλείνουμε την παρένθεση και
επιστρέφοντας στο χωρίο που προαναφέραμε βλέπουμε ότι ο
τόπος αγιάζεται. Είναι φανερό, ότι το κατώτερο αγιάζεται
από το ανώτερο. Και το κτιστό, αγιάζεται από την
παρουσία του Δημιουργού του. Του Ακτίστου Θεού. Αν
πρόκειται για ένα «άγγελο», ένα «κτίσμα», δεν θα υπήρχε
έννοια και νόημα να μιλήσουμε για τόπο αγιασμένο. Δεν
αγιάζεται κανένας τόπος όταν πχ ένας δαίμονας έρχεται σ’
αυτό τον τόπο. Άγγελος είναι και ο Δαίμονας, κτιστό όν
που ξέπεσε από τη χάρη του Θεού. Ενώ εδώ, έχουμε αγιασμό
του τόπου. Είναι ο Άκτιστος Θεός του οποίου η παρουσία
αγιάζει τον τόπο! Και εξαιτίας της παρουσίας αυτού,
καλείται ο Μωυσής να λύσει τα υποδήματα του. Σε ένδειξη
τιμής, σεβασμού, προσκυνήσεως, λατρείας. Να θυμηθούμε
δε, ότι ο Θεός είναι πάντοτε ίδιος και χθες και σήμερα
και αύριο. Και εκείνο που έλεγε τότε, μπορεί να το πει
και σήμερα, και το λέει και σήμερα και το λέει και
αύριο.
Ας προσέξουμε δε και κάτι άλλο: δεν
είναι ο Μωυσής που με δική του επιθυμία βγάζει τα
παπούτσια του σε ένδειξη σεβασμού και συναίσθησης ότι ο
τόπος πλέον είναι ιερός, αλλά, είναι ο Θεός που
φανερώνει με την προτροπή του αυτή, ότι η δική Του
παρουσία είναι η αιτία του αγιασμού των πάντων και η
δική Του έλευση και η δική Του φωνή και το δικό Του
κάλεσμα είναι αυτά που τελικά θα μεταποιήσουν ακόμη και
τη κτίση ολόκληρη, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ώστε
να μεταφερθεί από τη δουλεία της φθοράς εις την
ελευθερία της Δόξης των τέκνων του Θεού [Ρωμ.8,21].
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως η
βάτος η οποία φλέγεται αλλά δεν κατακαίεται, είναι στην
ουσία λουσμένη με το άκτιστο φως που εμφανίζεται σ’ αυτή
και εν μέσω του φωτός αυτού εμφανίζεται ο Γιαχβέ ως
Άγγελος. Θα πούμε αργότερα ότι είναι ο Γιαχβέ Υιός στην
προαιώνια γέννησή Του, ο οποίος με μορφή άσαρκου Αγγέλου
έρχεται και παρουσιάζεται στο Μωυσή και του λέγει στο
εδάφιο 6: «εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου», «ο Θεός του
Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ», «Έκρυψε δε
το πρόσωπον αυτού ο Μωϋσής· διότι εφοβείτο να εμβλέψη
εις τον Θεόν». Δεν προβληματίστηκε ο Μωυσής. Ο Μωυσής
γνωρίζει ότι ο Θεός εμφανίζεται. Λέγουν πολλοί, ότι ο
Θεός είναι Θεός που κρύβεται. Βεβαίως και «κρύβεται» ο
Θεός. Αλλά «κρύβεται» μέχρι ο καθένας μας να καθαρίσει
τον εαυτό του, ώστε να τον δει. Άλλωστε, το ότι
κρύπτεται ο Θεός αποτελεί για μας μεγάλη ευλογία, διότι
κανείς δεν μπορεί να δει το πρόσωπο του Θεού και να
ζήσει. Έτσι, μέσα σ’ αυτή την προοπτική φοβόταν ο Μωυσής
να «εμβλέψει», να κοιτάξει προς τον Θεό. Ο Μωυσής ήταν
άνθρωπος ταπεινός και λαμβάνοντας την πληροφορία στην
περίπτωση αυτή, ότι ενώπιόν του ήταν ο Θεός, μολονότι
δεν επρόκειτο να πάθει κάτι κακό, ωστόσο, έκρυψε το
πρόσωπο του και εφοβείτο να ατενίσει, να εμβλέψει προς
τον Θεό.
Ο Θεός λοιπόν του προσδιορίζεται ως ο
Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Περιττό να
θυμήσουμε ότι στο Γεν.48,15-16, όταν ο πατριάρχης Ιακώβ
και προφήτης έδινε την τελική ευλογία στα παιδιά του
ανέφερε τα πολύ χαρακτηριστικά λόγια γι’ αυτόν που
προσδιορίζεται στο βιβλίο της Εξόδου από το Μωυσή, ως
ο Θεός του [ο Θεός του Ιακώβ]: «Ο Θεός, έμπροσθεν
του οποίου περιεπάτησαν οι πατέρες μου Αβραάμ και Ισαάκ,
ο Θεός όστις με εποίμανεν εκ γεννήσεώς μου έως της
ημέρας ταύτης, ο Άγγελος όστις με ελύτρωσεν εκ
πάντων των κακών, να ευλογήση τα παιδία ταύτα·» ταυτίζει
τον Θεό με τον Άκτιστο Άγγελο. Είναι αυτός,
ο Άγγελος που προσδιορίζεται από τον Μαλαχία στο 3,1 ως
ο Άγγελος της Διαθήκης. Ως ο Γιαχβέ ενώπιον του Οποίου
έρχεται πρόδρομος, που αργότερα μαθαίνουμε ότι είναι ο
Ιωάννης ο Βαπτιστής. Είναι αυτός Τον οποίο περίμεναν
όλοι και σ’ Αυτού το Πρόσωπο αποδίδουν λατρεία και τιμή.
Ο Μωυσής λοιπόν, αναφέρεται στην
εμφάνιση του Θεού και Τον αποκαλεί στο χωρίο 2, ως
«Άγγελο Γιαχβέ», στα υπόλοιπά δε χωρία ως «Γιαχβέ» ή «ο
Θεός». Έτσι, είδαμε στο χωρίο 6 ότι «εφοβείτο να
εμβλέψει εις τον Θεόν» και σημειώνουμε ότι ο συγγραφέας
της Εξόδου είναι ο ίδιος ο Μωυσής. Στο χωρίο 7 συνεχίζει
τον διάλογο και λέγει τα εξής: «Και είπεν ο Γιαχβέ,
Είδον, είδον την ταλαιπωρίαν του λαού μου του εν
Αιγύπτω» κλπ, και αφού αναφέρει στο Μωυσή τα δεινά που
υπέστησαν από τους Αιγυπτίους, του λέγει ότι είναι ώρα
να τον απελευθερώσει και να τον οδηγήσει στη γη της
Επαγγελίας. Του λέγει λοιπόν στο 10: «ελθέ λοιπόν τώρα
και θέλω σε αποστείλει προς τον Φαραώ, και θέλεις
εξαγάγει τον λαόν μου τους υιούς Ισραήλ εξ Αιγύπτου». Ο
Κύριος λοιπόν, ομιλεί άμεσα στο Μωυσή και του λέγει ότι
θα τον αποστείλει να εξαγάγει το λαό Του από την Αίγυπτο
και να τον οδηγήσει στη γη της Επαγγελίας. Συνεχίζοντας
στο 11 λέγει τα εξής: «Και απεκρίθη ο Μωϋσής προς τον
Θεόν» κλπ. Παρατηρούμε και πάλι την εναλλαγή των όρων,
«Άγγελος Γιαχβέ», «Γιαχβέ», «και ο Θεός». Η δε
στιχομυθία γίνεται μεταξύ του Μωυσή και του Θεού. Δεν
υπάρχει Άγγελος ενδιάμεσα. Αντίθετα, ο όρος «Άγγελος
Κυρίου», «Άγγελος Γιαχβέ» που αναφέρει στην αρχή, δεν
αναφέρεται σε αγγελική φύση, αλλά στην ιδιότητα του Θεού
Λόγου ως Λόγου, ως αγγελιοφόρου της βουλής του Θεού. Στο
σημείο αυτό [στο 13] ο Μωυσής ρωτάει τον Θεό: «Ιδού, όταν
εγώ υπάγω προς τους υιούς Ισραήλ και είπω προς αυτούς, Ο
Θεός των πατέρων σας με απέστειλε προς εσάς, και εκείνοι
μ' ερωτήσωσι, Τι είναι το όνομα αυτού; τι θέλω ειπεί
προς αυτούς; Και είπεν ο Θεός προς τον Μωϋσήν, Εγώ είμαι
ο Ων· και είπεν, Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς
Ισραήλ· Ο Ων με απέστειλε προς εσάς». Εδώ προσδιορίζει
τον εαυτό Του, στη δράση Του σε σχέση με το λαό Ισραήλ
ως «Τον Όντα». Προσδιορίζει επίσης τον εαυτό Του ως «τον
Θεό των πατέρων τους». Και συνεχίζει στο 15 να
επιβεβαιώσει αυτό και να το προεκτείνει: «Και είπεν έτι
ο Θεός προς τον Μωϋσήν». [να πούμε ότι δεν ομιλεί ο Θεός
διαμέσου ενός αγγέλου, Αυτός ο Άκτιστος Άγγελος είναι ο
Γιαχβέ και Αυτός είναι ο οποίος απευθύνεται στο Μωυσή
και του λέγει για το λαό Του, και «εγώ [του λέει] είμαι
ο Θεός των πατέρων σας». Και συνεχίζει: « Ούτω θέλεις
ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ· Γιαχβέ ο Θεός των πατέρων
σας, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του
Ιακώβ, με απέστειλε προς εσάς· τούτο θέλει είσθαι το
όνομά μου εις τον αιώνα και τούτο το μνημόσυνόν μου εις
γενεάς γενεών· ύπαγε και σύναξον τους πρεσβυτέρους του
Ισραήλ και ειπέ προς αυτούς, Γιαχβέ ο Θεός των πατέρων
σας, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, εφάνη
εις εμέ, λέγων, Επεσκέφθην αληθώς εσάς και τα όσα
κάμνουσιν εις εσάς εν Αιγύπτω·». Για εκείνους θα ήταν
πολύ φυσικό να δει ο Μωυσής τον Θεό. Δεν τους ήταν
άγνωστο ότι ο Αβραάμ συνομιλούσε με τον Κύριο. Δεν τους
ήταν άγνωστο ότι ο Νώε επίσης συνομιλούσε. Δεν τους ήταν
άγνωστο ότι ο Ενώχ «περιεπάτησε μετά του Θεού». Δεν τους
ήταν άγνωστο ότι ο Ισαάκ και ο Ιακώβ είχαν θεοφάνειες.
Έτσι, στο 4,1 λέγει ο Μωυσής: «Απεκρίθη δε ο Μωϋσής και
είπε, Αλλ' ιδού, δεν θέλουσι πιστεύσει εις εμέ ουδέ
θέλουσιν εισακούσει εις την φωνήν μου· διότι θέλουσιν
ειπεί, δεν εφάνη εις σε ο Κύριος». Το πρόβλημα τους δεν
θα ήταν ότι ο Θεός δεν φανερώνεται, αλλά αν φανερώθηκε ή
όχι συγκεκριμένα στο Μωυσή. Και γι’ αυτό χρειάστηκε να
του πει ότι θα χρησιμοποιούσε ένα θαύμα για να φανερώσει
ότι πραγματικά του είχε φανερωθεί ο Θεός και του είχε
δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για την απελευθέρωση του
λαού Του.
4.
Ποιος είναι ο Θεός του Αβραάμ
Είδαμε ότι ο Ών, ο Γιαχβέ,
προσδιορίζει τον εαυτό Του ως τον Θεό των πατέρων, ως
τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ, και του Ιακώβ. Είναι
Αυτός λοιπόν Εκείνος, που έδωσε στον Αβραάμ τις
επαγγελίες που γνωρίζουμε από τις Άγιες Γραφές. Στη
συνάφεια αυτή σχολιάζοντας ο συγγραφέας της προς
Εβραίους επιστολής (απόστολος Παύλος) στο 6,13 την
επαγγελία του Θεού προς τον Αβραάμ λέγει: «Διότι ο Θεός
[ο Θεός αυτός είναι ο Άκτιστος Άγγελος που βλέπει και ο
Μωυσής] δίδων επαγγελίαν εις τον Αβραάμ, επειδή δεν είχε
να ομόση εις ουδένα μεγαλήτερον, ώμοσεν εις εαυτόν,
λέγων· Βεβαίως ευλογών θέλω σε ευλογήσει και πληθύνων
θέλω σε πληθύνει·». [Μτφ Ν. Βάμβα]. Και συνεχίζει στο
16: «Διότι οι μεν άνθρωποι ομνύουσιν εις τον μεγαλήτερον,
και ο όρκος είναι εις αυτούς τέλος πάσης αντιλογίας προς
βεβαίωσιν». Και συνεχίζει στο 18: «ώστε διά δύο
πραγμάτων αμεταθέτων, εις τα οποία είναι αδύνατον να
ψευσθή ο Θεός, να έχωμεν ισχυράν παρηγορίαν οι
καταφυγόντες εις το να κρατήσωμεν την προκειμένην
ελπίδα·». Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό: Ο «Άκτιστος
Άγγελος» δεν έχει κανένα ανώτερό Του. Ο Θεός του Αβραάμ,
του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Ων, ο Γιαχβέ δεν έχει κανένα
ανώτερό Του. Βεβαίως είναι ο Γιαχβέ Λόγος, ο Υιός του
Πατρός. Αλλά κατά την ουσία ο Πατήρ δεν είναι ανώτερος
του Υιού, διότι είναι της αυτής ουσίας ο Υιός με τον
Πατέρα. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανείς ανώτερος, στον
οποίο να ορκιστεί, αλλά δίνει τον δικό Του λόγο, τον
δικό Του όρκο και έτσι δίνει την υπόσχεση της επαγγελίας
στον Αβραάμ. Ο Ίδιος λοιπόν, είναι Εκείνος ο οποίος
φανερώνεται στο Μωυσή. Και βλέπουμε στο 4ο
κεφάλαιο της Εξόδου ότι ο Μωυσής αναζητεί ένα τρόπο για
να πιστοποιήσει στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ ότι
πραγματικά είδε τον Θεό. Όχι ότι είδε έναν άγγελο του
Θεού. Και εκεί του δίνει τη δυνατότητα να κάνει τρία
θαύματα. Το ένα να μετατραπεί το ραβδί του σε φίδι, το
άλλο να βάζει το χέρι του στον κόλπο του και να βγαίνει
λεπρό και συνέχεια βγαίνει αποκαταστημένο, υγιές και το
τρίτο αν δεν πειστούν με τα δύο θαύματα να μετατρέψει το
νερό του ποταμού σε αίμα. Έτσι, λέγει στο 5: «διά να
πιστεύσωσιν ότι εφάνη εις σε Γιαχβέ ο Θεός των πατέρων
αυτών, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός
του Ιακώβ».
Συνειρμικά είναι φανερό και πρόδηλο,
το ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι «Χριστοκεντρική» αφού «ο
Άγγελος του Κυρίου» και της «Μεγάλης Βουλής» «ο Κύριος
της Δόξης» και ο «Κύριος Σαβαώθ» [ο Κύριος των Δυνάμεων]
μέσω του Οποίου οι Πατριάρχες και οι Προφήτες βλέπουν
και ακούουν τον Θεό και δια του οποίου λαμβάνουν χάρη,
έλεος και συγχώρηση δεν είναι άλλος, από το Χριστό προ
της σαρκώσεως Του. Μάλιστα, ας κάνουμε εδώ μία
παρατήρηση, αναφερόμενοι στην περίπτωση του Αρείου και
των αρειανιστών καθώς και των συγχρόνων που την ίδια
πεποίθηση ακολουθούν, ότι οι ορθόδοξοι και οι
αρειανιστές συμφωνούσαν ότι ο άγγελος Λόγος ήταν αυτός
που εμφανιζόταν και αποκάλυπτε τον Θεό στους Προφήτες και
ακριβώς ότι ο ίδιος έγινε άνθρωπος και Χριστός. Αυτό
πρέπει να το λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη για να
κατανοήσουμε και τις αποφάσεις και της 1ης
και των άλλων Οικουμενικών Συνόδων. Έχει μεγάλη σημασία
το να καταλάβουμε ότι και οι ορθόδοξοι και οι
αρειανιστές δεν διαφωνούσαν μεταξύ τους θεωρητικά για
κάποιο αφηρημένο πρόσωπο του οποίου τη φύση και την
ταυτότητα θα αποκρυπτογραφούσε κανείς υποκειμενικά, με
το να στοχάζεται πάνω σε διάφορα βιβλικά χωρία ή με τη
βοήθεια κάποιας φιλοσοφίας. Αυτό που συζητούσαν,
αφορούσε την πνευματική εμπειρία των Προφητών και των
Αποστόλων και ιδιαίτερα το κατά πόσο είναι «κτιστός» ή
«Άκτιστος» ο Λόγος, που τους εμφανιζόταν μέσα σε δόξα
και αποκάλυπτε με τον Εαυτό Του, ως εικόνα του Θεού του
αοράτου [Κολοσ.1,15], τον Πατέρα ως Αρχέτυπο. Αυτό είναι
πάρα πολύ σοβαρό. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος λέγει στον
Ευνόμιο: «Δε θα πάψεις [λέγει], να λες ως μη όντα Τον
όντως Όντα; Αυτόν που απευθύνθηκε στο Μωυσή ως ίδιον
θεράποντα [ως τον δικό Του θεράποντα] και ο Οποίος έλεγε
το λαό Ισραήλ ως δικό Του λαό»; Ώστε δεν επρόκειτο για
ένα άγγελο, κτιστό άγγελο, φερέφωνο, αγγελιαφόρο ή
οτιδήποτε. Ήταν ο Ίδιος ο Θεός, ο οποίος μιλούσε στο
Μωυσή και τα θαύματα φανέρωναν ότι ο Ίδιος ο Θεός, ήταν
εκείνος που απευθυνόταν σ’ αυτόν. Τον όνομα Γιαχβέ δεν
προσδιορίζει απλώς τον Πατέρα. Δια του ονόματος αυτού,
προσδιορίζεται και ο Υιός. Και η Δόξα του Υιού είναι η
ίδια με τη Δόξα του Πατέρα. Η Δόξα του «Αγγέλου» που
μιλάει στο Μωυσή, είναι η ίδια με τη Δόξα του αόρατου
Θεού. Δεν είναι ότι ο Άκτιστος Άγγελος παίρνει τη Δόξα
του Θεού πάνω του. Διότι δεν είναι δυνατό, κτιστός
άγγελος να είναι αιτία δόξας που είναι άκτιστη,
αδημιούργητη όπως είναι η Δόξα του Θεού.
Ας δούμε σε ένα επόμενο χωρίο ακριβώς
αυτό, ότι η Δόξα του Πατέρα, η Δόξα του Θεού ταυτίζεται
με τη Δόξα του Ακτίστου Αγγέλου ο οποίος μιλούσε στο
Μωυσή, του Αγγέλου αυτού που είναι ο Θεός που είχε δώσει
την ευλογία στον Αβραάμ, σύμφωνα με το Εξ.33,1-2, Τον
οποίο έβλεπε «πρόσωπο προς πρόσωπο» ο Μωυσής σύμφωνα με
το Εξ.33,11 και από τον οποίο ζητάει να δει τη Δόξα Του.
Έτσι, λέγει στο 18: «Και είπε, Δείξον μοι, δέομαι, την
δόξαν σου». Εδώ μιλάει στον Άκτιστο Άγγελο. Και
συνεχίζει: «Ο δε είπεν, Εγώ θέλω κάμει να περάση
έμπροσθέν σου όλη η αγαθότης μου [δε λέγει του Θεού «η
αγαθότης», λέγει η «αγαθότης μου» και ταυτίζεται αυτό με
τη Δόξα Του] και θέλω κηρύξει το όνομα του Γιαχβέ
έμπροσθέν σου». Εδώ, φανερώνει ακριβώς αυτό, το ότι το
δικό Του το Όνομα και το Όνομα του αοράτου Θεού,
είναι το ίδιο. Η δική Του η Δόξα, είναι η Δόξα του
αοράτου Θεού και ακριβώς αυτή η Δόξα, για τη φάση αυτή
της ιστορίας του Ισραήλ προσδιορίζεται από το Όνομα του
Γιαχβέ.
Συνοψίζοντας, ας σημειώσουμε ότι η
Δόξα της οποίας έγινε μέτοχος ο Μωυσής είναι η άκτιστη
Δόξα του Θεού, είναι οι άκτιστες ενέργειες ουσιαστικά
του Θεού και στην οποία Δόξα μετέχουν και οι θεοφόροι
Πατέρες της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης και
ακόμη οι Άγιοι της Εκκλησίας όλων των αιώνων και των
ημερών μας. Αυτός είναι και ο στόχος, η μετοχή δηλαδή σ’
αυτή τη Δόξα της επιγείου ζωής του κάθε χριστιανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου