Μόλις είχε τελειώσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η φτώχεια μάστιζε τη χώρα της Γεωργίας. Ο Βασίκο άφησε το σχολείο και έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο παραγωγής κρέατος. «Από εκεί έπαιρνα λίπος με το οποίο η μητέρα μου έφτιαχνε σαπούνι, και ύστερα το πουλούσαμε. Έτσι ζούσαμε», έλεγε αργότερα ο π. Γαβριήλ, περιγράφοντας αυτή την περίοδο της ζωής του.
Ο πατριός μου ήταν ήδη πολύ ηλικιωμένος κι άρρωστος. Έτσι έστελναν τον Βασίκο να πουλάει ψωμί. Μια από τις αδελφές του διηγείται: «Όταν έβλεπε φτωχό άνθρωπο, έδινε ψωμί χωρίς να παίρνει χρήματα. Ο κόσμος απορούσε. ¨Ποιός είναι αυτός που τέτοια εποχή μοιράζει δωρεάν ψωμί;¨. Κάποτε ένας έμπορος του πρότεινε να πάρει όλο το ψωμί και να μοιραστούν το κέρδος. Ο Βασίκο αρνήθηκε. Ήρθε και στο σπίτι μας, αλλά δεν κατάφερε με τίποτα να μεταπείσει τον ευαίσθητο και με οξυμμένη συνείδηση νεαρό. ¨Μπορεί να μοιράσω δωρεάν όλο το ψωμί, αλλά σε αυτόν δεν θα το δώσω¨, μας έλεγε».
Γρήγορα ο πατριός του πέθανε από πνευμονία και η οικογένεια έμεινε χωρίς ψωμί. Περνούσαν μέρες που στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα για να φάνε. Τα αδέλφια του αδυνάτισαν. Συχνά λιποθυμούσαν από την πείνα. Μια φορά ο Βασίκο βρήκε με τη χάρη του Θεού λίγο ψωμί και το μοίρασε στην οικογένεια. Πήρε μαζί του και στο σχολείο για τη μικρή του αδελφή.
Η αγάπη όμως για τον πλησίον δεν περιοριζόταν μόνο στην οικογένειά του. Για τον Βασίκο κάθε φτωχός ήταν ο πλησίον του και ο αγαπημένος του. Μια φορά που πήγαινε με λεωφορείο στο σπίτι, είδε έναν φτωχό ηλικιωμένο άνθρωπο, πολύ αδυνατισμένο από την πείνα. Αμέσως κατέβηκε από το λεωφορείο, τον πήγε σπίτι του και του έδωσε ό,τι είχε μόλις ψωνίσει από τη λαϊκή αγορά. Έπειτα συχνά τον επισκεπτόταν και τον βοηθούσε όσο μπορούσε. Έτσι περνούσε τον καιρό του: βοηθώντας τους αναγκεμένους και πηγαίνοντας να προσευχηθεί σε μακρινές εκκλησίες ή μοναστήρια.
Το 1949 έφτασε η ώρα να πάει στρατό. Τον κάλεσαν στο Μπατούμι. Εκεί συνήθως μαγείρευαν το φαγητό με χοιρινό λίπος. Ο Βασίκο, για να μην παραβιάζει τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, προφασιζόταν ότι πονάει η κοιλιά του και δεν έτρωγε τίποτα. Όμως τις μεγάλες νηστείες, που διαρκούσαν πολύ, δεν μπορούσε να τις τηρήσει.
Κοντά στο στρατόπεδο του Μπατούμι υπήρχε και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Την εποχή εκείνη, που κυριαρχούσε η απιστία και η σκληρότητα του κομμουνιστικού καθεστώτος, ένας στρατιώτης όχι μόνο δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησία αλλά θα τιμωρούνταν κιόλας αν το έκανε. Ο Βασίκο τότε ευχήθηκε με όλη τη δύναμη της καρδιάς του: «Μακάρι να μου δινόταν κάθε μέρα η ευκαιρία να μπαίνω στην εκκλησία». Την επόμενη ημέρα τον φώναξε ο διοικητής του και τον όρισε ταχυδρόμο, καθώς μόνο εκείνον εμπιστευόταν γι’ αυτήν την θέση. Έτσι κάθε μέρα, πηγαίνοντας στο ταχυδρομείο, ο Βασίκο έκανε πρώτα μια στάση στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, για να προσευχηθεί. Εκεί γνώρισε και τον ιερέα του ναού, ο οποίος έδειξε το ζήλο του και τον κοινωνούσε μυστικά στο Ιερό, προσέχοντας πολύ να μην τους δει κανείς – διαφορετικά, μπορούσαν να καλέσουν σε απολογία και τον ιερέα και τον στρατιώτη.
Ο Βασίκο εκείνη την περίοδο προσπαθούσε κρυφά να διαβάζει εκκλησιαστικά βιβλία, εμπλουτίζοντας τις θεολογικές του γνώσεις. Κάποτε δανείστηκε από τον ιερέα ένα βιβλίο που ήταν γραμμένο στην αρχαιογεωργιανή αλφάβητο «χουτσούρι». Μέσα σε μία μέρα το διάβασε και το επέστρεψε. Ο ιερέας απόρησε πως το διάβασε τόσο γρήγορα, αφού ο Βασίκο δεν του είχε πει ότι γνώριζε αυτό το αλφάβητο. «Μα», του απάντησε σεμνά ο νεαρός, «τώρα το έμαθα»! Όπως αναφέρει ο ίδιος ο άγιος, όταν τον ρωτούσαν στο στρατό τι βιβλίο ήταν αυτό, τους απαντούσε ότι ήταν γραμμένο στα αρμένικα. Αν καταλάβαιναν τι διάβαζε, θα τιμωρούνταν και ο ίδιος και ο λόχος του, όπως και ο ιερέας.
Στο στρατό υπηρέτησε τρία χρόνια. Όταν απολύθηκε, αποφάσισε να χτίσει στην αυλή του σπιτιού του έναν μικρό ναό, πραγματοποιώντας το όνειρο που είχε από τα παιδικά του χρόνια. Όπως έλεγε: «Το γκρεμισμένο από τον πατέρα πρέπει να ξαναχτιστεί από το παιδί». Στην αρχή έφτιαξε ένα ναό με δώδεκα τρούλους, αλλά οι κρατικές αρχές τον γκρέμισαν. Ο Βασίκο τρεις φορές έχτισε το ναό από την αρχή, και τρεις φορές οι αρχές του τον γκρέμισαν. Δεν αποκαρδιωνόταν όμως και στο τέλος κατάφερε να φτιάξει έναν καταπληκτικό ναό. Η μητέρα του δε, βλέποντας τους αγώνες και τις θυσίες του, πολλές φορές παραπονιόταν: «Παιδί μου, για τον εαυτό σου λυπάσαι να χαλαλίσεις είκοσι καπίκια για ένα γιαούρτι, ενώ γι’ αυτήν την εκκλησία που σου γκρέμισαν έδωσες και την ψυχή σου!».
Όσο χτιζόταν ο ναός, οι κάτοικοι της περιοχής είδαν πολλά θαύματα να επιτελούνται και πολλές φορές εκπλήσσονταν και απορούσαν με αυτή την άγνωστη δύναμη που έβλεπαν ότι περιέβαλλε τον νεαρό Βασίκο. Μια φορά, κατά τη διάρκεια των εργασιών, επισκέφθηκε τον Βασίκο ένα πιστό παιδί από το ναό Σιόνι. Για να μην αφήσει ο Βασίκο τη δουλειά του στη μέση, έδωσε χρήματα στο παιδί να αγοράσει λίγο γιαούρτι για να φάνε και οι δύο. Του έδωσε και το κλειδί για να τον κλειδώσει αφότου έφευγε, αλλά τον παρακάλεσε να χτυπήσει την πόρτα προτού ξαναμπεί μέσα.
Ο επισκέπτης του δεν άργησε να γυρίσει και, ξεχνώντας να χτυπήσει την πόρτα, μπήκε χαρούμενος στο ναό. Έμεινε καθηλωμένος και εμβρόντητος από το θέαμά που αποκαλυπτόταν μπροστά στα μάτια του: ο Βασίκο δούλευε πάνω στη σκαλωσιά και οι κουβάδες, γεμάτοι με άμμο και ασβέστη, μετακινούνταν στον αέρα από μόνοι τους! Εκείνος μόλις τον είδε τον μάλωσε που μπήκε μέσα χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, όπως του είχε ζητήσει, και του συνέστησε αυστηρά να μην αναφέρει σε κανέναν το θαυμαστό γεγονός. πολύ αργότερα, μετά από χρόνια, όταν ο ίδιος επισκέπτης αντάμωσε τον άγιο Γέροντα στο κελλί του στην Ι. Μ. Σαμτάβρο, θυμήθηκε το περιστατικό, και ο π. Γαβριήλ παραδέχτηκε: «Δεν είχα βοηθό και ο Κύριος με ελέησε κάνοντας τους κουβάδες να μεταφέρονται μόνοι τους».
Ένα ακόμη χαριτωμένο περιστατικό διηγείται και ο π. Γαβριήλ: «Μια μέρα, όταν έχτιζα την εκκλησία, δεν είχα ψωμί. Μόλις έκανα την προσευχή μου και ετοιμαζόμουν να φάω τη σούπα χωρίς ψωμί, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια πιστή γυναίκα. Κοίταξε το τραπέζι και μου είπε: ¨Ενώ ήμουν σπίτι μου, η καρδιά μου με πρόσταξε να πάρω ψωμί και να πάω στον Βασίκο. Κι εγώ σηκώθηκα, έβρασα ψάρι και πατάτες, πήρα το ψωμί και, όπως βλέπω, μόλις που σε πρόλαβᨻ.
Όσοι όμως συμφωνούσαν με την εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης χρησιμοποίησαν όλες τους τις δυνάμεις για να προβάλλουν εμπόδια στον Βασίκο. Πότε η αστυνομία και πότε τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος φοβέριζαν και απειλούσαν την οικογένειά του, προστάζοντάς τους να κατεδαφίσουν την εκκλησία. Κι ο Βασίκο απαντούσε ήρεμα: «Να με κρεμάσετε! Εγώ δεν θα πειράξω τίποτα. Τί άλλο είδατε από εμένα, εκτός από καλοσύνη και αγάπη; Μπροστά μου στέκεται ο Χριστός. Και πού ξέρετε ποιός είμαι εγώ; Μήπως δεν με πονάει η καρδιά μου που δεν με καταλαβαίνετε;».
Κάποια μέρα λοιπόν η γραμματέας της Αχτιδικής Επιτροπής πήγε στο σπίτι του αμετακίνητου στην πίστη του και θαρραλέου νεαρού, ενώ εκείνος έλειπε. Εκτοξεύοντας φοβέρες κι απειλές στη μητέρα και στ’ αδέλφια του, τους προειδοποίησε ότι την επομένη θα πήγαινε να τα γκρεμίσει όλα μόνη της και ανεβαίνοντας μάλιστα στην ταράτσα έβγαλε μερικά κεραμίδια. Τρομαγμένη η οικογένεια, ενημέρωσε αμέσως τον Βασίκο. Εκείνος τους καθησύχασε: «Θα είμαι εγώ στο σπίτι κι ας έλθει όποιος θέλει να γκρεμίσει την εκκλησία».
Την άλλη μέρα η γραμματέας πράγματι ξαναπήγε στο σπίτι τους, αλλά αυτή τη φορά η στάση της είχε αλλάξει εντελώς. Πλησίασε με κάποια συστολή τον Βασίκο και του έδωσε μερικά χρήματα για να ανάψει ένα κερί στ’ όνομά της, ενώ για τα κεραμίδια που του χάλασε υποσχέθηκε να του φέρει την επομένη καινούργια. Ο Βασίκο όμως αρνήθηκε να πάρει τα χρήματα. «Αφήστε με ήσυχο! Δεν θέλω τίποτα δικό σας», της μήνυσε.
Αργότερα και η αστυνομία του ζήτησε συγγνώμη και δεν τον ξαναενόχλησε. Κανείς δεν μπορούσε πια να εμποδίσει τον Βασίκο να χτίσει την εκκλησία του. Με τα χέρια του τη σοβάτισε και τη στόλισε. Συνέχεια έψαχνε και μάζευε πεταμένες εικόνες, τις οποίες με πολύ σεβασμό και αγάπη επιδιόρθωνε και ύστερα τις πλαισίωνε με κορνίζες που έφτιαχνε ο ίδιος. Παρότι είχε πολλές οικονομικές δυσκολίες, παρήγγειλε και του ζωγράφισαν μια μεγάλη εικόνα του Χριστού. Η αδελφή του Βασίκο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι όταν έφεραν αυτή την εικόνα, ντυμένη στα μπλε, το δωμάτιο πλημμύρισε ευωδία.
Ο ναός είναι φτιαγμένος από ξύλο και πηλό, με τέσσερις τρούλους. Οι τοίχοι εξωτερικά είναι γεμάτοι σταυρούς, εικόνες και επιγραφές, ενώ στην είσοδό του δεσπόζει μια επιγραφή, καμωμένη από τον άγιο, με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησέ με τον αμαρτωλό». Μόλις μπει κανείς στο εσωτερικό του ναού, το βλέμμα του αμέσως κερδίζει μια ιδιαίτερη μεγάλη εικόνα της εστεμμένης Θεοτόκου, την οποία κανείς δεν ξέρει που και πώς βρήκε ο π. Γαβριήλ. Όλος δε ο ναός απαρτίζεται από πέντε μικρά δωμάτια, με τους τοίχους τους κατάφορτους από εικόνες.
Η εικόνα του Χριστού κοιτάζει την Αγία Τράπεζα. Από κάτω ακριβώς βρίσκονται μικρές φιγούρες που παριστάνουν τη γέννηση του Ιησού στη Βηθλεέμ. Εκεί είναι και οι λειψανοθήκες, ένα ακάνθινο στεφάνι και μια παλιά λόγχη. Ο θόλος είναι ζωγραφισμένος με λαμπερά αστέρια θυμίζοντας τον έναστρο ουρανό. Δεν υπάρχει χώρος ακάλυπτος από τις εικόνες των αγίων, ακόμη και στις πόρτες των δωματίων. Ένα απ’ αυτά τα δωμάτια το χρησιμοποιούσε ο Γέροντας για να εκτελεί τις εργασίες του, όπου είχε σκάψει κι ένα λάκκο για να κοιμάται.
Από το βιβλίο του «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου