Εισήγησις του π. Γερβασίου
Ραπτόπουλου
«Εμπειρίες
μετανοίας από την κοινωνία των κρατουμένων».
Ομιλία στην Ημερίδα «Το
Μεγαλείο της Μετάνοιας στη ζωή του Ανθρώπου»
που πραγματοποιήθηκε στον Ι.Ν.
Αγίου Δημητρίου Πολιούχου Θεσσαλονίκης στις
13 Μαρτίου 2017
Παναγιώτατε, πάτερ και Δέσποτα,
σεβασμιώτατε άγιε Γορτύνης και Μεγαλουπόλεως κ. Ιερεμία, αγαπητέ κύριε πρόεδρε,
αγαπητέ κύριε, ευλαβέστατε άγιε γενικέ αρχιερατικέ επίτροπε, αγαπητοί αδελφοί.
Το θέμα το δικό μου είναι
απέραντο. Πρόκειται για μια διακονία σαράντα χρόνων. Και μάλιστα σε μια μικρή
κοινωνία της πατρίδος μας και των άλλων χωρών του κόσμου. Μια απαξιωμένη
κοινωνία που είναι η κοινωνία των κρατουμένων, ή όπως αλλιώς συνηθίσαμε να τους
λέμε «φυλακισμένων».
Τα παραδείγματα Μετανοίας είναι,
δε θα ήτανε υπερβολή να έλεγα ήτανε άπειρα. Σκέφτομαι μόνο στις 16.100
αποφυλακίσεις, οι άνθρωποι αυτοί όταν έπαιρναν στα χέρια το αποφυλακιστήριο με
μια δική μας, προσωπική, επιστολή που τους εξηγούσαμε ποιοι είμαστε, γιατί το
κάνουμε αυτό και που αποβλέπουμε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τους άγγιξε η
Αγάπη του Χριστού όπως την κυρρήταμε επανειλημμένα σαράντα χρόνια, δεν είναι
δυνατόν παρά να μην άλλαξαν ζωή. Να μην πέρασαν από το αδίκημα, που σε μα είναι
η αμαρτία, στη Μετάνοια .
Αρκεί να σας πω ότι κάθε φορά, σε κάθε εκδήλωση,
αρχίζαμε με την ομιλία του ομιλητού. Μετά την ομιλία και πριν προχωρήσουμε την
προσφορά δώρων, πλουσίων δώρων, είκοσι ειδών, βάρους έξι με εφτά κιλά το κάθε
δέμα, βλέπαμε ζωντανά μπροστά μας τα παραδείγματα Μετανοίας.
Σε μια φυλακή της Κρήτης, μόλις
τελείωσε η ομιλία, έπρεπε να περάσει μπροστά μας, να πάρει το κόκκινο αυγό,
Πάσχα ήταν, να τσουγκρίσουμε το αυγό, να που τις ευχές «Χριστός Ανέστη» και
«Αληθώς Ανέστη» και να πάρει το δέμα ο άνθρωπος αφού φιλήσει το χέρι του ιερέα.
Ένας δεν πέρασε. Πήγε σε μια άκρη και έκλαιγε με λυγμούς. Μια κυρία, από τις
επισκέπτριες, προερχόμενη από την Μακεδονία, όπως όλοι μας, πήγε και του έδειξε
μια συμπάθεια και του είπε: «Μα γιατί δεν φιλήσατε το χέρι του ιερέα; Γιατί δεν
πήρατε το κόκκινο αυγό; Πάσχα έχουμε. Γιατί δεν πήρατε το δέμα;» Και εκείνος
μες στους λυγμούς απαντάει και λέει: «Αχ, κυρά μου! Εγώ δεν είμαι άξιος να
φιλήσω το χέρι του ιερέα. Εγώ έκανα έγκλημα. Σκότωσα τη γυναίκα μου.»
Το ίδιο το είδαμε και σε μια
φυλακή άλλη, της Αργολίδος, στο Ναύπλιο. Την ώρα που τελείωσε η ομιλία κάθισε
δίπλα στην Εκκλησία και άρχισε να κλαίει. Δεν τον πλησίασε κανείς. Γιατί
έκλαιγε; Έπρεπε να χαρεί. Πήγαμε να τον επισκεφτούμε. Να του δώσουμε δώρα. Του μιλήσαμε
για τον Θεό για την Αγάπη του Θεού που μας εμπνέει στη ζωή μας. Το μυστικό το
είχε μέσα στην καρδιά του.
Δύο Μουσουλμάνοι, όταν είδαν ότι
η Αγάπη μας, ημών των Ορθοδόξων, δεν αποβλέπει μονάχα στους Ορθοδόξους αλλά, η
Αγάπη απλώνεται και αγκαλιάζει και του Μωαμεθανούς και τους Βουδιστάς και τους Κομφουκιανούς
και δεν ξέρω τι άλλο υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο, τόσο πολύ συγκινήθηκαν που
είπαν: «Εμείς αυτή τη θρησκεία θα ασπαστούμε.». Ζήτησαν από τον ιερέα που
πηγαίνει Χριστούγεννα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο ή και άλλη Κυριακή που
λειτουργεί στη φυλακή που κάνει κατηχητικές συνάξεις τη μερίμνη του οικείου
Μητροπολίτου Μακαριστού π. Ιακώβου. Βαπτίσθηκαν και πήραν Χριστιανικά ονόματα.
Δε σας λέω τι ονόματα πήραν. Αυτό το αποκάλυψε ο καθηγητής Κοινωνικής Θεολογίας,
εδώ του δικού μας πανεπιστημίου. Είναι ένα σπουδαίο. Δεν αλλάζει ζωή. Αλλάζει
θρησκεία. Είναι κάτι το πολύ μεγάλο.
Σε μία από τις φυλακές που
επισκεπτώμεθα, της μακρινής Ρωσίας. Πήγαμε μια μέρα σε μια μακρινή φυλακή στο
δρόμο προς τη Σιβηρία. Επισκεφθήκαμε μια φυλακή γυναικών και μια ανηλίκων.
Είχαμε τα δώρα. Στους νέους είχαμε καινούρια μπουφάν. Για τη θερμοκρασία της
ημέρας που επισκεφθήκαμε εκείνη τη φυλακή ήταν 34 βαθμούς κάτω από το μηδέν.
Ανάμεσα στους επισήμους ήταν και ένας τμηματάρχης, παράγοντας του Υπουργείου
Δικαιοσύνης. Ούτε που το γνώριζα. Ήταν παρών αλλά, δεν μα έδωσε γνωριμία.
Μάθαμε εκ των υστέρων, ότι αυτός αμέσως την επομένη Κυριακή βαπτίσθηκε
Χριστιανός Ορθόδοξος. Ήταν με πολιτικό βάπτισμα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Και
εδήλωσε: «Όλα τα εγγόνια μου θα τα κατηχήσω στην Ορθόδοξη πίστη. Στην πίστη των
Αγίων πατέρων μας.».
Όλα αυτά μας φτερουγίζουν,
πνευματικά, για να γυρίζουμε από φυλακή σε φυλακή, στην Ελλάδα και έξω από την
Ελλάδα, μέχρι και τα μικρά κρατίδια στον Ειρηνικό Ωκεανό, και να μιλάμε για τον
Χριστό και να μιλάμε για την Αγάπη που εμπνέει ο Χριστός. Όχι, για την αγάπη
του κόσμου τούτου. Η αγάπη του κόσμου τούτου είναι ψευτιά. Η Αγάπη που εμπνέει
ο Χριστός δεν εκπίπτει ποτέ, κατά τον Απόστολο Παύλο. Η Αγάπη του Χριστού
διατηρείται και στη ζωή και στον θάνατο και στην αιωνιότητα.
Κάθε ομιλία, δεν είναι μια ομιλία
χωρίς αυτό το ευχάριστο το συγκλονιστικό θέαμα. Όταν μιλούσα, άντρες που δεν
κλαίνε εύκολα, οι γυναίκες κλαίνε εύκολα ο άντρας κλαίει δύσκολα, κι όμως
άντρες που έκαναν εγκλήματα, που έκαναν μεγάλα αδικήματα έτρεχε το δάκρυ από τα
μάτια. Σαν το νερό που τρέχει και δεν έχουμε ομπρέλα. Ήταν κάτι πολύ
συγκλονιστικό. Ποιος μας λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν μετανόησαν και δεν
άλλαξαν ζωή;
Ένας από τη φυλακή των Γρεβενών
μας έγραψε: «Θυμάμαι τις πρώτες ημέρες όταν μπήκα στη φυλακή. Ήμουν ένα αγρίμι,
κλεισμένος μέσα σε ένα κελί μιας φυλακής. Και βγαίνω τώρα σαν ένα αρνάκι. Χάρις
την πολλή αγάπη που μου δείξατε. Από εσάς έμαθα για την Αγάπη του Θεού. Ακόμα
και για μένα που ήμουνα φορτωμένος με λάθη. Αν είχα το μυαλό, αυτό που έχω τώρα
που ωρίμασα, δε θα ήμουν εδώ μέσα στη ζούγκλα. Ευχαριστώ πολύ που τόσο καιρό
είχα την συμπαράστασή σας. Μου έδινε το κουράγιο και κάποιος, που τον φώτισε ο
Παντοδύναμος, σκέφτηκε και εμένα τον άπορο κρατούμενο. Εύχομαι να έχετε δύναμη
και φώτιση, να βοηθάτε όλους τους ταλαίπωρους κρατούμενους να βρίσκουν τον
δρόμο για τον Θεό, όπως τον βρήκα κι εγώ. Σας νοιώθω σαν πατέρα μου.»
Και τελειώνω με τον μεγαλύτερο
αμαρτωλό, τον διαβόητο, Κωσταντίνο Πάσσαρη. Που στη Ρουμανία τον χαρακτήρισαν
και τον ονομάζουν: «Το θεριό των Βαλκανίων». Σκότωσε τέσσερις στην Ελλάδα.
Χωριστά ληστείες καταστημάτων, σούπερ μάρκετ, τραπεζών. Ιδίως τραπεζών. Στη δε
Ρουμανία σκότωσε δύο μαζί με τις ληστείες. Αυτό το παιδί το συμπάθησα πολύ.
Όπως ο γιατρός συμπαθεί το βαριά άρρωστο.
Στις φυλακές δεν γνωρίζω. Έχω ένα
ακροατήριο και ομιλώ. Βλέπω το ακροατήριο από την εκδήλωση τους με τα δάκρυα
και πιστεύω στη Μετάνοιά τους. Εδώ αυτός ήταν κάτι το φοβερό. Όταν ζήτησα από
το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρουμανίας να πάω να τον επισκεφθώ, πάνω στην
Τρανσυλβανία στο πιο Βόρειο άκρο της Ρουμανίας που χρειάστηκε να πάρω δύο
αεροπλάνα.
Εκείνος με ζήτησε αλλά και εγώ το
ήθελα, χωρίς να το ξέρει. Εξομολογήθηκε μιάμιση ώρα αλλά, μας έβαλε ο διευθυντής
σε ένα γραφείο, όχι με τοίχους, μόνο με τζάμι. Ο δε διευθυντής απ’ έξω μαζί με
τους συνεργάτες του, τα μάτια του τα είχε καρφωμένα επάνω σε εμένα και στον
κρατούμενο Πάσσαρη γιατί φοβόταν, σχεδόν ήταν σίγουρος, ότι θα μ’ έπνιγε. Εγώ
δεν ένοιωθα κανένα φόβο, γιατί είπα όταν άρχισα αυτή τη διακονία: «Χαρά μου να
πεθάνω μέσα στις φυλακές. Να με πνίξει κάποιος. Να με εκτελέσει κάποιος. Κάποτε
θα πεθάνω. Τι τώρα! Τι τότε!». Με εξομολογήθηκε το παιδί. Μιάμιση ώρα. Μου είπε
όλα όσα το βαραίνουν. Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή. Κι έκανα μια μεγάλη
οικονομία στον κανόνα που έπρεπε να του βάλω. Είπα να προσεύχεται πολύ και
προσεύχεται. Διαβάζει δώδεκα η ώρα την Ακολουθία του Μεσονυκτικού. Το πρωί
διαβάζει την Ακολουθία του Όρθρου, Πρώτη, Τρίτη, Έκτη Ώρα. Το απόγευμα διαβάζει
Ενάτη Ώρα , Εσπερινό. Μετά το δείπνο το Απόδειπνο. Και μετά έχει ένα εκατοστάρι
στα χέρια του κομποσκοίνι και κάνει εδαφιαίες μετάνοιες για κάθε σκοτωμένο.
Έτσι περνάει η μέρα ως προς την προσευχή. Παράλληλα, διαβάζει θρησκευτικά βιβλία,
ασκητικά βιβλία μέσα από τα οποία προέκυψε ο πόθος και η λαχτάρα, όταν
τελειώσει τη ποινή φυλακίσεως, να πάει στο Άγιον Όρος να καρεί μοναχός και να
εγκαταβιώσει στα φρικτά καρούλια. Οι άντρες ξέρουν τι σημαίνει «φριχτά
καρούλια». Να μη βλέπει κανέναν. Να μην τον βλέπει κανένας. Το παρελθόν το
έσβησε. Τώρα πια, δεν αναφέρεται σ’ αυτό. Τώρα παρακαλάει και λέγει: «Θεέ μου,
να μη σε λυπήσω άλλο πια. Το έλεος σου καταδιώξεις με πάσας τα ημέρας της ζωής
μου.». Ο δε ιερεύς της φυλακής είπε: «Όταν ήρθε ήταν ένα λιοντάρι άγριο και τον
τρέμαμε όλοι. Τέσσερις μασκοφόροι με τα καλάσνικοφ προτεταμένα πήγαιναν όπου
πήγαινε ο Πάσσαρης. Ο κίνδυνος της φυλακής, να ανατινάξει τη φυλακή, ήταν ο
Κωνσταντίνος Πάσσαρης.
Στο τέλος της εξομολογήσεως, ναι
έκανα οικονομία, δεν ξέρω τι θα πείτε Παναγιώτατε προκειμένου να σώσουμε τον
άνθρωπο, έχω σχετικό ένα ανέκδοτο από τα Γεροντικά, τον είπα την άλλη φορά που
θα ‘ρθώ θα σε κοινωνήσω Σώμα και Αίμα Χριστού. Θα του δώσω να καταλάβει πως η
Εκκλησία δεν τον απέρριψε. Ο Θεός δεν τον αποξένωσε. Είναι παιδί του Θεού.
Είναι ο Άσωτος Υιός που έρχεται στον πατέρα και ο πατέρας οφείλει να τον ντύσει
με τα καλύτερα ρούχα. Να τον κάνει πρίγκηπα. Κι όταν του έδωσα μια εικόνα της
Παναγίας με είπε: «Δώστε τη μου να την ασπαστώ αλλά, δε θα την κρατήσω.». Λέω:
«Γιατί;». «Για να μην μου θυμίζει την μητέρα μου.», η οποία τον άφησε πέντε
χρονών και έφυγε. Ήρθε στην Ελλάδα από την Βραζιλία. Ο πατέρας του στα καράβια
ήταν σα να μην είχε πατέρα. Ζητιάνευε το παιδί. Κι όταν δεν του έδιναν τίποτα
έκλεβε μικροπράγματα. Πήγε στο αναμορφωτήριο. Μετά στη φυλακή των ανηλίκων και
έφτασε, λοιπόν, να είναι αυτός ο οποίος εκτίει ποινή δις ισόβια στη Ρουμανία
και τον περιμένουν τρεις δίκες στην Ελλάδα για τα θύματα τα οποία εκτέλεσε εδώ.
Είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Και νοιώθει
ελεύθερος. Νοιώθω φυλακισμένος στο κελί μου γιατί, η ψυχή μου είναι ελεύθερη.
Μπορώ να αγαπώ τον Θεό. Μπορώ να διαβάζω για τον Θεό. Μπορώ να λατρεύω τον Θεό.
Δε θέλω τίποτε πια άλλο.
Αυτά είχα να πω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου