Ήταν ένας ληστής. Ένας άνθρωπος με πλήθος αξιόποινων πράξεων,
τέτοιων και τόσων που τον έκαναν απεχθή στα βλέμματα των ανθρώπων .
Ήταν ένας κατάδικος, της πιο μεγάλης και δίκαιης καταδίκης, αφού ούτε ο
ίδιος δεν είχε προβάλει υπεράσπιση και δικαιολογία για τον εαυτό του:
«Άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν», ομολογεί προσυπογράφοντας έτσι χωρίς
ελαφρυντικά την καταδίκη του (Λουκ. κγ΄ 41). Κινούνταν στο περιθώριο.
Δρούσε στην παρανομία. Σκόρπιζε το φόβο, για να δρέψει τελικά όχι μόνο
την περιφρόνηση, αλλά και τη μήνη των ανθρώπων της εποχής του.
Κι όμως αυτό το αποτρόπαιο πρόσωπο, αυτός ο απάνθρωπος άνθρωπος τιμάται στην αγία μας Εκκλησία μαζί με τα άχραντα πάθη του Θεανθρώπου Κυρίου μας. Την πιο ιερή και αγία ημέρα, την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, που η Εκκλησία μας προβάλλει τα σεπτά πάθη του Σωτήρος Χριστού, φωτίζει και προβάλλει άνθρωπο ανίερο, καταδικασμένο, αδικαιολόγητο ληστή και φόβητρο των ανθρώπων. Παράδοξο αλλά και μεγαλειώδες το γεγονός. Παράδοξο στην ανθρώπινη λογική και στην πεπερασμένη δικαιοσύνη μας και μεγαλειώδες για το έλεος και τη συγχώρηση του Θεού.
Πώς λοιπόν αυτός ο κακούργος προπορεύεται του χορού των αγίων προφητών, των δικαίων και των πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης; «Κεκλεισμένας ήνοιξε της Εδέμ πύλας, βαλών ο ληστής κλείδα το Μνήσθητί μου», απαντά η αγία Εκκλησία μ’ ένα στίχο του Συναξαρίου της Μεγάλης Παρασκευής. Άνοιξε το σφραγισμένο Παράδεισο ο ληστής, βάζοντας σαν κλειδί στην ασφαλισμένη πόρτα το «μνήσθητί μου».
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου», εκλιπαρεί τον εσταυρωμένο Κύριο μέσα στους δικούς του αφόρητους πόνους της σταυρικής του καταδίκης (Λουκ. κγ΄ 42). Όχι, δεν είναι ένας απλός λόγος αυτό το «μνήσθητί μου». Δεν είναι μια τυχαία και αβασάνιστη παράκληση. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι μια λεπτή ειρωνεία σε κάποιον ομοιοπαθή και αδύνατο συνοδοιπόρο του προς τον θάνατο.
Είναι κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Κάτι που αντάξιό του είναι η είσοδός του στην ατελεύτητη, αιώνια Βασιλεία του Θεού. Ήταν μια μικρή φράση που αποτύπωνε με τον πιο σαφή τρόπο ταυτόχρονα μια μεγάλη μετάνοια και μια θαυμαστή ομολογία.
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου».
Δεν είναι απλώς ένα συμφεροντολογικό και απέλπιδο «μνήσθητί μου». Μαζί του είναι και η ομολογία «Κύριε» και η πίστη της Βασιλείας του.
Ήταν μεγάλος λόγος ο λόγος του ληστή. Πώς μπόρεσε αλήθεια μέσα στην τόση εξαθλίωση και ατιμία, μέσα στην άνευ είδους και κάλλους μορφή του Χριστού, μέσα στη γενική κατακραυγή και τις ειρωνείες να διακρίνει ότι Αυτός ήταν ο Κύριος του ουρανού και της γης, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων; Πώς μπόρεσε αυτός που σ’ όλη του τη ζωή δεν πόθησε τίποτε άλλο από τον παράνομο πλουτισμό με τα αγαθά των άλλων και την πρόσκαιρη απόλαυση από τον ιδρώτα και τον αγώνα των συνανθρώπων του, να εκτινάξει τώρα, σ’ αυτήν την επώδυνη γι’ αυτόν ώρα, τους πόθους και τις προσδοκίες του από τον μάταιο και απατηλό κόσμο στη Βασιλεία του Θεού; «Σταυρούμενον γαρ βλέπων, βασιλέα εκάλει», λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Αν και Τον ατενίζει ταπεινωμένο στο Σταυρό, εν τούτοις Βασιλέα Τον προσφωνεί και Τον αναγνωρίζει.
Πώς μπόρεσε αυτός την ύστατη αυτή στιγμή της ζωής του να ξεπεράσει σε πίστη και ομολογία όλα εκείνα τα πλήθη των ανθρώπων που άκουσαν τη μελίρρυτη διδασκαλία του Κυρίου μας και αντίκρυσαν τα θαύματά του; Ακόμη και αυτούς που έζησαν επάνω τους τη θαυματουργία της αγάπης του; Διότι κανένας απ’ αυτούς δε συμπαραστέκεται, κανένας δεν υπερασπίζεται, πολύ δε περισσότερο κανένας δε φωνάζει αυτή την ώρα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος. Μόνο αυτός, όταν επιτιμά τον άλλο ληστή για την ειρωνική του στάση, ομολογεί ότι «ούτος – ο Χριστός δηλαδή – ουδέν άτοπον έπραξε» (Λουκ. κγ΄ 41). Δεν έπραξε τίποτε το άτοπο, τίποτε το μεμπτό. Επομένως είναι αναμάρτητος.
Πιστεύει ο ληστής, και η πίστη του αυτή τον κάνει να ομολογεί άφοβα και ταυτόχρονα να ελπίζει στο άπειρο έλεος του Κυρίου.
Κι όμως αυτό το αποτρόπαιο πρόσωπο, αυτός ο απάνθρωπος άνθρωπος τιμάται στην αγία μας Εκκλησία μαζί με τα άχραντα πάθη του Θεανθρώπου Κυρίου μας. Την πιο ιερή και αγία ημέρα, την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, που η Εκκλησία μας προβάλλει τα σεπτά πάθη του Σωτήρος Χριστού, φωτίζει και προβάλλει άνθρωπο ανίερο, καταδικασμένο, αδικαιολόγητο ληστή και φόβητρο των ανθρώπων. Παράδοξο αλλά και μεγαλειώδες το γεγονός. Παράδοξο στην ανθρώπινη λογική και στην πεπερασμένη δικαιοσύνη μας και μεγαλειώδες για το έλεος και τη συγχώρηση του Θεού.
Πώς λοιπόν αυτός ο κακούργος προπορεύεται του χορού των αγίων προφητών, των δικαίων και των πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης; «Κεκλεισμένας ήνοιξε της Εδέμ πύλας, βαλών ο ληστής κλείδα το Μνήσθητί μου», απαντά η αγία Εκκλησία μ’ ένα στίχο του Συναξαρίου της Μεγάλης Παρασκευής. Άνοιξε το σφραγισμένο Παράδεισο ο ληστής, βάζοντας σαν κλειδί στην ασφαλισμένη πόρτα το «μνήσθητί μου».
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου», εκλιπαρεί τον εσταυρωμένο Κύριο μέσα στους δικούς του αφόρητους πόνους της σταυρικής του καταδίκης (Λουκ. κγ΄ 42). Όχι, δεν είναι ένας απλός λόγος αυτό το «μνήσθητί μου». Δεν είναι μια τυχαία και αβασάνιστη παράκληση. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι μια λεπτή ειρωνεία σε κάποιον ομοιοπαθή και αδύνατο συνοδοιπόρο του προς τον θάνατο.
Είναι κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Κάτι που αντάξιό του είναι η είσοδός του στην ατελεύτητη, αιώνια Βασιλεία του Θεού. Ήταν μια μικρή φράση που αποτύπωνε με τον πιο σαφή τρόπο ταυτόχρονα μια μεγάλη μετάνοια και μια θαυμαστή ομολογία.
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου».
Δεν είναι απλώς ένα συμφεροντολογικό και απέλπιδο «μνήσθητί μου». Μαζί του είναι και η ομολογία «Κύριε» και η πίστη της Βασιλείας του.
Ήταν μεγάλος λόγος ο λόγος του ληστή. Πώς μπόρεσε αλήθεια μέσα στην τόση εξαθλίωση και ατιμία, μέσα στην άνευ είδους και κάλλους μορφή του Χριστού, μέσα στη γενική κατακραυγή και τις ειρωνείες να διακρίνει ότι Αυτός ήταν ο Κύριος του ουρανού και της γης, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων; Πώς μπόρεσε αυτός που σ’ όλη του τη ζωή δεν πόθησε τίποτε άλλο από τον παράνομο πλουτισμό με τα αγαθά των άλλων και την πρόσκαιρη απόλαυση από τον ιδρώτα και τον αγώνα των συνανθρώπων του, να εκτινάξει τώρα, σ’ αυτήν την επώδυνη γι’ αυτόν ώρα, τους πόθους και τις προσδοκίες του από τον μάταιο και απατηλό κόσμο στη Βασιλεία του Θεού; «Σταυρούμενον γαρ βλέπων, βασιλέα εκάλει», λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Αν και Τον ατενίζει ταπεινωμένο στο Σταυρό, εν τούτοις Βασιλέα Τον προσφωνεί και Τον αναγνωρίζει.
Πώς μπόρεσε αυτός την ύστατη αυτή στιγμή της ζωής του να ξεπεράσει σε πίστη και ομολογία όλα εκείνα τα πλήθη των ανθρώπων που άκουσαν τη μελίρρυτη διδασκαλία του Κυρίου μας και αντίκρυσαν τα θαύματά του; Ακόμη και αυτούς που έζησαν επάνω τους τη θαυματουργία της αγάπης του; Διότι κανένας απ’ αυτούς δε συμπαραστέκεται, κανένας δεν υπερασπίζεται, πολύ δε περισσότερο κανένας δε φωνάζει αυτή την ώρα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος. Μόνο αυτός, όταν επιτιμά τον άλλο ληστή για την ειρωνική του στάση, ομολογεί ότι «ούτος – ο Χριστός δηλαδή – ουδέν άτοπον έπραξε» (Λουκ. κγ΄ 41). Δεν έπραξε τίποτε το άτοπο, τίποτε το μεμπτό. Επομένως είναι αναμάρτητος.
Πιστεύει ο ληστής, και η πίστη του αυτή τον κάνει να ομολογεί άφοβα και ταυτόχρονα να ελπίζει στο άπειρο έλεος του Κυρίου.
* * *
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Ένας ληστής
πρώτος ένοικος του Παραδείσου! Ένας ληστής υπόδειγμα ομολογίας. Ένας
ληστής παράδειγμα μετανοίας. Έτσι ώστε να εννοήσουμε όλοι μας ότι δε μας
δικαιώνουν ενώπιον του Θεού ούτε μας εισάγουν στη Βασιλεία του απλώς οι
καλές μας πράξεις. Όπως αντίστοιχα δε μας αποκλείουν οι πολλές και
βαριές αμαρτίες. Μας αποκλείει από τη χαρά του Παραδείσου η σκληροκαρδία
μας, η αμετανοησία μας και ο εγωισμός μας. Και μας ανοίγει τη θύρα του
ελέους του, για να εισέλθουμε στη Βασιλεία του, η έμπρακτη και βαθιά
μετάνοιά μας. Έτσι, για να μην απελπιζόμαστε από την αδυναμία μας, αλλά
να ελπίζουμε στο έλεός του, ας αφήσουμε να διαποτίσει το εσωτερικό μας η
ικεσία – κλειδί του ληστή: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη
βασιλεία σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου