Σελίδες

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

«Ἡ προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»


Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου
Ὁ δικός μου Πνευματικός πατέρας καί Γέροντας συνιστᾶ ἀπό τήν πεῖρα κάποιες πρακτικές μεθόδους γιά τήν Νοερά προσευχή. Λέει λοιπόν:
«…Καί ἀφοῦ ἔλθης σέ πένθιμη καί κατανυκτική κατάστασι σκεπτόμενος τόν θάνατον καί τό πρόσκαιρον τῆς ζωῆς, τήν κόλασιν καί τήν Κρίσιν, στρέφεις τότε τόν νοῦν σου πρός τό μέρος τῆς καρδιᾶς…
Ἀλλά γιά περισσότερη εὐκολία ὁ νοῦς νά τοποθετηθῆ ἀπό ἐκεῖ, πού ἀρχίζει νά ἀναπνέη ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τήν μύτη, ἀπό ἐκεῖ πού μπαίνει ὁ ἀέρας πρός τήν καρδιά, πρός τούς πνεύμονες. Ἐκεῖ ὁδήγησέ τον μέ τήν ἀναπνοή σου. Παίρνοντας τήν ἀναπνοή, νά συνεισέρχεται πρός τήν καρδιά καί ὁ νοῦς. Κι ἐκεῖ πού θά σταματήση ἡ ἀναπνοή, ἐκεῖ στερέωσον καί τόν νοῦν σου.
Κι ἀφοῦ βρῆς μέ τόν τρόπο αὐτό τήν θέσι τῆς καρδιᾶς, δῶσε στόν ἐνδιάθετο λόγο τήν προσευχή. Ἀναπνέοντας τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί ἐκπνέοντας πάλι τήν ἴδια προσευχή.Ὁ νοῦς νά στέκεται στόν χῶρο, στόν τόπο τῆς καρδιᾶς, ἀμετεώριστα, χωρίς εἰκόνες. Φέρ᾿ εἰπεῖν, χωρίς νά φανταζώμεθα οὔτε κἄν τόν Χριστό, τήν Παναγία… Ὁ νοῦς νά προσέχη νά μή δέχεται εἰκόνες, νά μή δέχεσε φαντασίες. Νά ἔχη δώσει τόν ἐνδιάθετο λόγο ἀποκλειστικά καί μόνο στήν προσευχή, στίς λέξεις: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί νά βρίσκεται τοποθετημένος στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, μέ μιά ἀγαπητική διάθεσι πρός τόν Χριστό, τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τόν Ὁποῖο μνημονεύει διά τῆς Εὐχῆς.
Αὐτός ὁ τρόπος εἶναι πρακτικός. Ἀπό τήν πρᾶξι μεταβαίνει στήν θεωρία ὁ κατά μόνας προσευχόμενος ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος. Ἐπομένως, ἀπό τήν πρακτική αὐτή ἀφαρμογή, ἀναγόμεθα, προχωροῦμε, φθάνουμε, ἐγγίζουμε τόν Θεό διά τῆς θεωρίας.
Ἐάν ὁ νοῦς δέν καθαρισθῆ διά τῆς ἀδιαλείπτου Εὐχῆς, δέν ἀποκτᾶ τήν δυνατότητα νά πλησιάση, νά ἐγγίση, νά νιώση τόν Χριστό διά τῆς θεωρίας.
Εἰσπνέοντας καί ἐκπνέοντας τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὁ νοῦς θά στέκη προσεκτικώτατος νά κρατάη τόν ἑαυτό του στήν καρδιά μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς ἀνοικτά, μέ νῆψι καί προσοχή, μή τυχόν εἰκονισθῆ καμιά εἰκόνα, μή τυχόν μπῆ κάποιος λογισμός ἤ δεχθῆ κάποια προσβολή.

Κι ἄν ὁ νοῦς ἀποκτήση διά τῆς Εὐχῆς πλήρη τήν καθαρότητά του, τότε νοιώθει εἰρήνη, γαλήνη, ἠρεμία, ἐλάφρωσι. Καί στήν συνέχεια κάτι τόν ἐλκύει πρός τά πάνω. Ποῦ; στήν συνάντησι τοῦ Θεοῦ. Ἕνας πνευματικός μαγνήτης τόν τραβάει· τόν τραβάει πρός τά πάνω, στή συνάντησι τοῦ Θεοῦ, στήν ἰδιαίτερη ἐπαφή μαζί Του.
Κι ὅταν γίνη κάτι τέτοιο, τότε εἶναι ὅπως ὅταν συναντῶνται δύο πρόσωπα, πού ἔχουν χωρισθῆ γιά πολλά χρόνια σέ δύο διαφορετικές ἠπείρους. Ἀπό τήν ἀγάπη πού ἔχουν, ἐναγκαλίζονται ἀλλήλους μετά πολλῶν δακρύων, πού φανερώνουν τήν ἑνότητα τῆς καρδιᾶς.
Ἔτσι ἀκριβῶς καί ὅταν ἡ ψυχή, ὁ νοῦς, ἔλθη στήν συνάντησι αὐτή μετά τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔνδειξις αὐτῆς τῆς συναπαντήσεως καί τῆς ἑνώσεως, εἶναι τά δάκρυα πού τρέχουν, καί τό ὅτι δέν μπορεῖ ὁ νοῦς νά ἐκφράση μέ λόγια τό τί νοιώθει ἐκείνη τή στιγμή ἡ καρδιά αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Καί αὐτή ἡ πρώτη ἐπαφή μέ τόν Θεό εἶναι καρπός αὐτῆς τῆς μεθόδου, αὐτοῦ τοῦ τρόπου τῆς προσευχῆς».
Ἀναπνέει διά τῆς προσευχῆς ἡ ψυχή τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί χορταίνει ἀπό τήν θεία καί ἀπό τήν φωτουργό δόξα καί ἔλλαμψι. Ἡ παρουσία αὐτή εἶναι δροσιά τοῦ Πνεύματος καί ὑπέρλαμπρος φωτοχυσία, πού καταλάμπει ὁλόκληρον τόν νοῦ.
Ἀυτό τό τελειότατο στάδιο τῆς θεώσεως, πού ἔχει καί τήν θεοπτία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, κατ᾿ ἀρχάς μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὕστερα πρός τά ἔξω, εἶναι μιά παρηγοριά γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς, πού ζοῦμε μέσα στόν κόσμο καί παλεύουμε τόσο πολύ μέ τά πάθη μας. Πρῶτον, διότι ἡ Καρδιακή προσευχή εἶναι κατορθωτή – τό βλέπουμε αὐτό στούς βίους ὅλων τῶν Ἁγίων, ἄρα καί ἡ θέωσις καθίσταται Χάριτι Θεοῦ δυνατή – καί δεύτερον, διότι μέ τίς ὁσιακές εὐχές τους οἱ Ἅγιοι στηρίζουν κι ἐμᾶς ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη.
Ἔτσι, ἡ συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη καρδιά διά τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχη συνακολουθία καθάρσεως, τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, καλλιεργείας τῶν ἀρετῶν καί συμμετοχῆς στά θεῖα Μυστήρια, τείνει νά ὁδηγήση τήν ψυχή στή συναίσθησι τοῦ λόγου τῆς ὑπάρξεώς της: εἶναι μηδέν, ἀλλά καί πλασμένη «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, πού πρέπει νά τείνη στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Αὐτή εἶναι ἡ πνευματική πορεία, πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ:
  • ἀπό τό «κατ᾿ εἰκόνα» στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν»,
  • ἀπό τό κτιστό στό ἄκτιστο,
  • ἀπό τό πεπερασμένο στό ἄπειρο,
  • ἀπό τή σαρκική ζωή στήν ἀγγελική ζωή,
  • ἀπό τό μηδέν στό πᾶν!
Σ᾿ αὐτή τήν πορεία, ὁ πλέον ἄριστος τρόπος εἶναι, ἀφ᾿ ἑνος μέν ἡ εὐαγγελική ζωή διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ Νοερά προσευχή. Δηλαδή πρέπει νά ὑπάρχη ἀπό τήν μιά πλευρά ἡ κάθαρσις ἐκ τῶν παθῶν, διά τῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν καί τῆς καλλιέργειας τῶν ἀρετῶν, καί ἀπό τήν ἄλλη, ἡ πρακτική βίωσις τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τῆς Νοερᾶς προσευχῆς στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθότι «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων»1.
Καθ᾿ ὅλην δέ τήν διάρκεια αὐτῆς τῆς πνευματικῆς πορείας καί τῆς νοερᾶς ἐργασίας, θά ζητοῦνται συχνά πυκνά συμβουλές ἀπό τόν Πνευματικό ὁδηγό, γιά νά μήν γίνουν λάθη, παρερμηνεῖες καί ὁδηγηθοῦμε σέ πλάνη.
Σχετικα, ὁ Γέροντάς μου ἀναφέρει τά ἑξῆς: Ἄν πᾶμε στά ἄγρια φυτά καί στά δένδρα, στούς ἀκανθωτούς θάμνους, στήν ποικιλία τῶν ἀγριολουλουδιῶν, θά ἰδοῦμε νά φυτρώνουν μόνα τους, χωρίς καμμιά φροντίδα τῶν ἀνθρώπων. Ἐνῶ τά ἥμερα λουλούδια, πού βρίσκονται στίς γλάστρες, στούς κήπους, τά περιποιεῖται ὁ ἄνθρωπος μέ πάρα πολύ μεγάλο κόπο. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἄν ὁ Θεός δέν δημιουργήση κατάλληλες κλιματολογικές συνθῆκες καί δέν στείλη τόν εὐεργετικότατο ἥλιο μέ τίς θαυματουργικές του ἀκτίνες, δέν μπορεῖ τίποτε νά φυτρώση, ν᾿ αὐξηθῆ, ν᾿ ἀνθίση καί νά καρποφορήση.
Ἔτσι συμβαίνει καί στήν πνευματική ζωή. Προσπαθεῖ ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός χριστιανός, μέ πολύ φιλότιο, διά τῶν διαφόρων τρόπων τῆς προσευχῆς, νά ἑνωθῆ μέ τόν Ἰησοῦ ἐντός τῆς καρδίας, ἐάν ὅμως ὁ ἐν Τριάδι Θεός δέν στείλη τήν εὐλογία Του, δέν στείλη τήν ἄκτιστο θεία Χάρι Του καί δέν συνεργήση ἀποτελεσματικά, τότε ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ προσπάθειες, πού καταβάλλει ὁ χριστιανός, ὅλες θά μείνουν χωρίς τήν πνευματική εὐωδία τοῦ οὐρανοῦ, χωρίς πνευματικούς καρπούς»2.
Ἑπομένως, ἡ πνευματική πρόοδος καί ἡ θεία δωρεά, ἀνήκουν μόνο στόν Θεό, ἀλλά ἕνα εἶναι βέβαιο: Ὅσοι πιό βαθειά καί ἀληθινή εἶναι ἡ μετάνοια, μέ συντριβή καί ταπείνωσι, τόσο συντομώτερος εἶναι ὁ δρόμος πρός τήν τελείωσι τῆς χαρισματικῆς ἐνεργείας τῆς Εὐχῆς!!! Ἔτσι ἀποκλείονται ὅλες οἱ λεγόμενες ψυχοτεχνικές μέθοδοι καί ἐναπομένουν οἱ πνευματικοί τρόποι, πού μᾶς δίδαξαν οἱ Νηπτικοί Πατέρες.
Γιά ἀρκετά χρόνια, ἡ ἱερά Μονή Σιμωνόπετρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶχε γιά διακονητή τῆς ξυλείας της στόν ἀρσανᾶ τῆς Δάφνης τόν πατέρα Ἀρσένιο. Ἐκεῖ, ἡ μοναδική ἀρετή πού καλλιεργοῦσε ὁ μοναχός Ἀρσένιος, ἦτο νά ἀνάβη τά καντήλια τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, νά ἐπιμελῆται τήν διακονία του καί κυρίως νά ψαρεύη.
Ἕνα ἀνοιξιάτικό ἀπόγευμα τοῦ 1969 ἤ 1970, ψάρευε μέ τό μικρό του βαρκάκι, πού δέν ἦτο μεγαλύτερο ἀπό τρία μέτρα. Καί ξαφνικά, σηκώθηκε μπουρίνι φοβερό, πού τοῦ πῆρε τά κουπιά καί τά κύματα ἔσπρωξαν τήν ἀκυβέρνητη βάρκα του μέχρι τίς Σποράδες καί τήν Ἀλόννησο.
Φαγητό δέν εἶχε οὔτε καί νερό καί ἀπό τή φουρτούνα ἔκανε συνεχῶς ἐμετούς. Γιά νά μήν πάθη ἀφυδάτωσι, ἔπινε θαλασσινό νερό. Ἐξαντλήθηκε τελείως καί ξαπλώνοντας στήν ἀκυβέρνητη βαρκούλα του περίμενε τόν θάνατό του. Ἀλλά δέν ἔπαψε νά φωνάζη καί νά ἐπικαλῆται, ἀφ᾿ ἑνός μέν τήν Παναγία, λέγοντας «Παναγία μου, συγχώρεσέ με», καί ἀφ᾿ ἑτέρου τόν ἅγιο Νικόλαο κραυγάζοντας: «Ἅγιε Νικόλαε, πλήρωσέ με πού σοῦ ἄναβα δώδεκα χρόνια τό καντῆλι σου. Γλίτωσέ με, κι ἐγώ, ἄν γυρίσω ζωντανός στό Ἅγιον Ὄρος, θά γίνω ἀσκητής».
Τόν ἄκουσε ἡ Παναγία, τόν ἄκουσε καί ὁ Ἅγιος Νικόλαος καί τήν δεύτερη ἡμέρα ἄλλαξαν τά ρεύματα καί ἔσυραν τό βαρκάκι ἀπό τήν Ἀλόννησο κοντά στήν Λῆμνο. Μέ ὅσες δυνάμεις τοῦ ἀπέμειναν, συνέχισε νά ζητᾶ βοήθεια ἀπό τήν Παναγία καί τόν ἅγιο Νικόλαο, μέ πάντα τήν ἴδια ὑπόσχεσι, ὅτι, ἄν γυρίση ζωντανός, θά γίνη ἀσκητής.
Τήν τρίτη ἡμέρα, ἕνα οὐράνιο ἀόρατο χέρι σάν νά ἔπιασε τήν πλώρη τῆς βάρκας καί τήν ὡδήγησε στόν ἀρσανᾶ τῆς Δάφνης. Νόμισε πώς ὀνειρευόταν. Ἔτριβε τά μάτια του καί τελικά συνῆλθε. Σηκώθηκε καί τρικλίζοντας πάτησε στήν στεριά καί σύρθηκε γιά νά πιῆ νερό. Καί ἀφοῦ συνῆλθε, πῆγε στό κελλάκι τοῦ ἀρσανᾶ, ἄναψε τό καντηλάκι τοῦ Ἁγίου καί ἔπεσε στά γόνατα κλαίγοντας καί ἔλεγε: «Ἅγιε Νικόλαε, σέ εὐχαριστῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά πού μέ ἔσωσες, καί ἐγώ τό τάμα μου θά τό ἐκπληρώσω».
Στήν συνέχεια ἔφαγε καί ἀφοῦ συνῆλθε ἀνέβηκε στό μοναστήρι. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ μοναχοί ἔστησαν πανηγύρι χαρᾶς, γιατί τόν πίστευαν πνιγμένο. Ἄλλωστε, τόν εἶχαν ψάξει, ἀλλά οἱ ἔρευνες ἦσαν ἀδύνατες, λόγῳ τῆς μεγάλῆς θαλασσοταραχῆς πού ὑπῆρχε.
Ὁ πατήρ Ἀρσένιος τούς διηγήθηκε μέ λεπτομέρειες τήν περιπέτειά του, τήν ἱερά ὑπόσχεσι, τό τάμα του καί τήν θαυματουργική του διάσωσι. Δόξασαν ὅλοι τήν Παναγία καί τόν ἅγιο Νικόλαο πού τόν προστάτευσαν καί τόν ἔσωσαν, ἀλλά δέν πίστεψαν ποτέ ὅτι μποροῦσε ὁ καλοθρεμένος πατήρ Ἀρσένιος νά πραγματοποιήση τό τάμα του.
Αὐτός τότε ζήτησε ἀμέσως νά ἐξομολογηθῆ (γιά νά δῆ κυρίως μέ ποιό τρόπο θά τακτοποιήση τό τάμα του), κατάπιν προτροπῆς, στόν παπα Χαράλαμπο, πού ἦτο τότε Γέροντας στό Μπουραζέρι μέ μεγάλη συνοδεία.
Τόν ἐπισκέφθηκε ὁ πατήρ Ἀρσένιος καί μετά τήν ἐξομολόγησί του ἀλλοιώθηκε πολύ ἡ ψυχή του ἀπό τήν θεία Χάρι. Σ᾿ αὐτό συντέλεσε ἀσφαλῶς κατά πολύ ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωσις καί ἡ διάκρισις τοῦ παπα-Χαράλαμπου. Γι᾿ αὐτό καί οἱ διακριτικές συμβουλές του, ἡ ἄσκησις καί ἡ Νοερά προσευχή εἶχαν ἄμεση καί εὐεργετική ἐπίδρασι στήν καρδιά τοῦ πατρός Ἀρσενίου.
Πῆρε λοιπόν κανόνα ἀσκητικό μέ νηστεία, ἀγρυπνία, ἐγκράτεια καί προσευχή, πού σάν σφουγγάρι ρούφηξε ὁ πατήρ Ἀρσένιος καί τόν ἔκανε πρᾶξι καί βίωμα ζωῆς. Ἄρχισε νά ἐλαττώνη τό φαγητό του σιγά-σιγά καί νά αὐξάνη τίς μετάνοιές καί τίς ἀγρυπνίες (καί ἐνῶ ἦταν εὐτραφής, ἀδυνάτισε πολύ). Στά ἀσκητικά του παλαίσματα πρόσθεσε καί τήν ἀδιάλειπτη Νοερά προσευχή καί ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο θείας Χάριτος, πού ἔλαμπε ὁλόκληρος.
Τελικά, πῆγε στόν ἡγούμενο, τόν πατέρα Αἰμιλιανό, καί τού εἶπε γιά τό τάμα πού εἶχε κάνει νά γίνη ἀσκητής. Ὁ ἡγούμενος συγκινήθηκε καί τοῦ εἶπε:
  • Μά, εὐλογημένε μου, 70 χρονῶν εἶσαι. Τώρα θά γίνης ἀσκητής;
  • Ναί, τώρα, ἅγιε ἡγούμενε! Καί μάλιστα θά πάω στό Καλαμίτσι.
  • Καί πῆγε, ἀφοῦ οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τακτοποίησαν τήν διαμονή του.
Τήν πρώτη φορά πού ἀνέβηκε στό μοναστήρι, μετά ἀπό ἀρκετό καιρό καί τήν ἐκεῖ ἀσκητική του ἐγκατάστασι, τήν ἀπόστασι τῶν 45 λεπτῶν τήν ἔκανε σέ τέσσερις ὧρες! Δέν μποροῦσε νά σύρη τά πόδια του ἀπό τήν μεγάλη καί σκληρή ἄσκησι.
Ποιά ἦτο; Μέ εἰδική εὐλογία ἀπό τόν ἡγούμενο, ἔκανε μιά πνευματική συμφωνία: ὅτι δέν θά ξαπλώση πλέον σέ κρεβάτι, ἀλλά καί δέν θά καθήση ποτέ, οὔτε σέ σκαμνάκι οὔτε σέ καρέκλα οὔτε σέ πέτρα! Ὄρθιος θά κοιμάται, ὄρθιος θά τρώη, ὄρθιος θά προσεύχεται, ὄρθιος θά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή, τήν Φιλοκαλία καί τούς Πατέρες. Τά πάντα ὄρθιος! Γιά νά ξεκουράζεται, ἔκανε χιλιάδες μετάνοιες ὅλη τήν νύχτα. Καί γιά νά μήν πέφτη κάτω ἀπό τήν κούρασι, ἔβαλε δυό κρίκους στό ταβάνι, ἕναν δεξιά καί ἕναν ἀριστερά, ἔδεσε ἕνα μεγάλο σχοινί πού ἔκανε μιά “κοιλιά”, καί ἔβαζε τίς μασχάλες του πάνω στό σχοινί. Καί ἔτσι ὄρθιος, ἄς ποῦμε, ξεκουραζόταν γιά λίγο καί σ᾿ αὐτή τήν στάσι τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Τώρα, τί ὕπνος ἦτο αὐτός…., μόνον ὁ Θεός τό γνωρίζει!
Ἔτσι, ἀπό τίς ἀπειράριθμες ὧρες ὀρθοστασίας, ἔσπασαν οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν του καί ἄρχισαν οἱ αἱμορραγίες. Καί ἐπιπλέον εἶχαν πρησθῆ τόσο πολύ τά πόδια του, πού ἔμοιαζαν σάν πόδια ἐλέφαντα.
Ὅλη του ἡ ζωή, μέρα καί νύχτα, ἦτο τό «Κύριες Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Πότε φωναχτά, πότε πολύ δυνατά, πότε σιγανά, πότε μέ τόν νοῦ καί συχνά μέ τήν καρδιά: «Κύριες Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καί νά, ἡ θεωρία καί νά, ἡ ξένη ἔλλαμψις καί νά, τό Φῶς τό ἀληθινόν! Ἔτσι καλλιέργησε καί τήν Νοερά προσευχή. Καί οἱ θεϊκές ἀλλοιώσεις διαδέχονταν ἡ μία τήν ἄλλη. Ἔφθασε νά κοιμᾶται ὄρθιος πάνω στό σχοινί μόνο μία ὥρα τό 24ωρο!!!
Ἡ τροφή, τήν ὁποία τοῦ προμήθευσε τό μοναστήρι τῆς Σιμωνόπετρας, ἦτο μόνο παξιμάδι καί ἐλιές. Ἔτρωγε 11 ἐλιές τό πρωί μέ ἕνα μικρό παξιμαδάκι καί 11 ἐλιές τό βράδυ, μέ τό ἴδιο παξιμάδι, βουτηγμένο στό νερό. Οὔτε τά Χριστούγεννα οὔτε τά Θεοφάνεια οὔτε τό Πάσχα οὔτε στίς 15 Αὐγούστου οὔτε στό πανηγύρι τῆς Μονῆς ἔτρωγε κάτι διαφορετικό, παρά μόνο 11 ἐλιές κι ἕνα μικρό παξιμάδι. Οὔτε ἕνα φροῦτο οὔτε μιά ρώγα ἀπό σταφύλι οὔτε ἕνα φύλλο ἀπό μαρούλι οὔτε μιά πατάτα, ἔστω ὠμή, ἤ ἕνα κρεμμύδι ἤ ἕνα λουκουμάκι –ἄνθρωπος ἦτο– οὔτε ἕναν καφέ! Οὔτε ἕνα κουκί ξερό. Καί ὅλα αὐτά γίνοντο στίς ἡμέρες μας, στήν δεκαετία 1970-1980.
Ἔτσι, ὕστερα ἀπό ὀκτώ χρόνια σκληρῆς ἀσκήσεως, κλονίσθηκε ἡ ὑγεία του καί, μέ γλαύκωμα στά μάτια, σχεδόν εἶχε τυφλωθῆ. Γι᾿ αὐτό καί οἱ πατέρες τόν πῆραν στό μοναστήρι, παρά τίς ἀντιρρήσεις του. Καί ἐκεῖ ὅμως συνέχιζε τήν ἴδια ἀσκητική ζωή, μέ τίς ἴδιες μετάνοιες, μέ τήν ἴδια ὀρθοστασία καί μέ τήν ἴδια νηστεία. Τουλάχιστον ὅμως στό μοναστήρι, κατ᾿ ἐντολήν τοῦ ἡγουμένου, κοινωνοῦσε κάθε μέρα. Ἀπό τήν ἀσιτία εἶχε γίνει πετσί καί κόκκαλο καί ἀπό τήν ὀρθοστασία, ἐκτός ἀπό τίς μεγάλες αἱμορροοῦσες πληγές του, εἶχε πάθει διπλή κήλη.
Κάποτε, οἱ πατέρες τῆς Μονῆς διεπίστωσαν ὅτι ἔκανε βαθιές μετάνοιες ἐπό ὧρες συνεχῶς καί ἀκουγόταν ὁ κρότος ἀπό τό κεφάλι του πού τό χτυποῦσε στό πάτωμα. Μιά μεγάλη δέ πληγή καί ἕνα τεράστιο καρούμπαλο εἶχαν σχηματιστεῖ στό μέτωπό του. Καί τόν ρωτοῦσαν οἱ μοναχοί:
  • Μά γιατί, πάτερ Ἀρσένιε, κτυπᾶς τό κεφάλι τόσο δυνατά στό πάτωμα; Δέν φθάνουν οἱ μετάνοιες; Ἔχεις γίνει χάλια, δέν βλέπεις;
  • Πατέρες, ἀπαντοῦσε, εἶμαι τόσο ἁμαρτωλός, πού οἱ ἁμαρτίες μου μέ πνίγουν καί δέν προλαβαίνει ἡ προσευχή μου νά βγῆ ἀπό τό λαρύγγι μου. Δέν μπορεῖ νά ξεπεράση τό ταβάνι καί νά τήν ἀκούση ὁ Χριστός μας. Τουλάχιστον, ἄς ἀκούση τά κτυπήματα ἀπό τό κεφάλι μου καί ἄς μέ λυπηθῆ καί ἄς μέ σώση.
Τί νά ποῦν οἱ μοναχοί μπροστά στήν τόση του αὐταπάρνησι καί στήν τόση του ταπείνωσι; Ἀγράμματος ὁ πατήρ Ἀρσένιος ἀλλά θεοφόρος, κεχαριτωμένος, σοφός, διακριτικός, ἄκρα σιωπηλός καί ἀσκητικώτατος.
Στίς 12 Μαρτίου 1980, ὁ πατήρ Ἀρσένιος γιά πρώτη φορά δέν κοινώνησε. Ἤδη εἶχε ἀδιαθετήσει καί εἶχε ὑποστῆ τό πρῶτο ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο. Τήν ἑπομένη, 13 Μαρτίου 1980, ἀκολουθεῖ δεύτερο ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο. Γίνεται ἀμέσως Εὐχέλαιο καί κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων Μυστηρίων μέ πλήρη νηφαλιότητα.
Κι ὅταν τό βράδυ ἄρχισε νά χτυπᾶ τό τάλαντο, στό «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…» –ἦτο Μεγάλη Ἑβδομάδα– πέταξε ἡ ψυχούλα του, πού ἀσφαλῶς θά τήν παρέλαβε ὁ ἅγιος Νικόλαος στά παλάτια τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, στήν δόξα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τόσο πολύ ἀγάπησε.
Τώρα χαίρεται καί θά χαίρεται εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων τήν χαρά τοῦ παραδείσου μαζί μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν ἅγιο Νικόλαο καί ὅλους τούς ἐν ἀσκήσει διαλάμψαντας ὁσίους Πατέρας καί Ἅγίους3.
συνεχίζεται……
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ἐκδόσεις:Γ. Γκέλμπεσης
Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου