Από τα ωραιότερα στοιχεία της Προηγιασμένης, χαρακτηριστικά της Λειτουργίας αυτής ως εσπερινής σύναξης, είναι ό σταυροειδής φωτισμός-εύλογία του λάου με τη σχετική εκφώνηση «φως Χρίστου φαίνει πάσι», και ή ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω ή προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου...» μετά άπό τα αναγνώσματα.
Το πρώτο λέγεται άπό τον ίερέα μαζί με το «Σοφία· ορθοί» μετά το Παλαιοδιαθηκικό ανάγνωσμα από τη Γένεση, το δεύτερο προκείμενο ττού ακολουθεί,και το «Κέλευσον» πού λέγει ό αναγνώστης. Τότε ό ιερέας κρατώντας θυμιατό στο δεξί χέρι και λαμπάδα, «μανουάλιον μετά κηρου», στο αριστερό, στέκεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα και φωτίζει σταυροειδώς το λαό, λέγοντας το «Σοφία· ορθοί». Κατόπιν σφραγίζει σταυροειδώς πάλι το λαό, λέγοντας το «φως Χρίστου φαίνει πάσι».
Για τη λειτουργική και θεολογική σημασία αυτής της ευλογίας έχουν εκφρασθεί διάφορες άπόψεις. Κατά μίαν ερμηνεία το «φως Χρίστου...» αναφέρεται στα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, των όποίων οι συγγραφείς φωτίσθηκαν και έμπνεύσθηκαν από το φως του Χρίστου. Επομένως, πρέπει να σχετισθούν με το αληθινό φως της θεογνωσίας πού πηγάζει άπό το Χριστό και να ερμηνευθούν στην προοπτική του ευαγγελικού φωτός.
Ό Σμέμαν μιλά για την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο του Χρίστου,και ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δικαιολογεί την ένταξη της εν λόγω φράσης μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων ως εξής· «Ή μεν Γένεσις τα απαρχής διηγείται, την δημιουργίαν των όντων και την εκπτωσιν τον Αδάμ. Ή Παροιμία δε αίνιγματωδώς τα περί τον Υίον του Θεού έκδιδάσκει και τοις δι' αυτόν υίοθετηθείσι παραινεί, ώσπερ υίοϊς, και Σοφίαν αυτόν τον Υίόν ονομάζει καί οίκον οίκοδομήσαι έαυτη λέγει, το πανάγιον αυτόύ σώμα,... καί φως εστί τα άνω καί τα κάτω φωτίζων»*
Το αισθητό, λοιπόν,φως πού ευλογείται καί άνάπτεται την ώρα αύτη γίνεται τύπος του Χριστού, της Σοφίας του Θεού, για την οποίαν «αίνιγματωδώς» κάνουν λόγο οι Παροιμίες· «ότι δε τύπον του άληθινού φωτός Ιησού Χριστού σημαίνει τούτο το φως».
Όρισμένοι έπίσης συνδέουν το «φως Χρίστου...» με τους κατηχουμένους καί κυρίως τους φωτιζόμενους, οι όποιοι από τα μέσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προετοιμάζονταν για το βάπτισμα πού γινόταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Το φως του Χριστού «φαίνει πάσι», καί -περισσότερο στους φωτιζόμενους,των οποίων μάλιστα σε μία ευχή ζητείται ό καταυγασμός της διάνοιας των. «Το φως τον βαπτίσματος, ενσωματώνοντας τους κατηχουμένους στο Χριστό, θα ανοίξει το νου τους στην κατανόηση των ρημάτων Του»*
Ό συσχετισμός αυτός όμως, σημειώνει ό καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, είναι εντελώς εξωτερικός· «.Στήν εσπερινή σύναξι δεν παρίσταντο μόνον οι κατηχούμενοι καί οι φωτιζόμενοι, αλλά καί οι πιστοί. Το "φως Χρίστου" εξ αλλού λέγεται σ' όλες τις Προηγιασμένες καί προ της Τετάρτης της Μεσονηστισίμου εβδομάδος ήμερες, κατά τις όποιες δεν παρίστατο ή τάξις των φωτιζόμενων, γιατί δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί. Άλλα καί κατά τον Ι αιώνα, οπότε για πρώτη φορά απαντά το "φως Χρίστου..."στην Προηγιασμένη,οί διακρίσεις των τάξεων των κατηχουμένων είχαν πια ατονήσει».
Οί ρίζες επομένως της λειτουργικής αυτής πράξης θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού,και οπωσδήποτε στο αρχαϊκότατο έθος, κατά το οποίο ή υποδοχή του φωτός, το άναμμα των λύχνων στην εσπερινή σύναξη της Εκκλησίας συνοδευόταν με ύμνους, ευλογίες και επευφημίες.
Για τη συνήθεια αυτή μιλούν σαφέστατα ό Τερτυλλιανός, ό Ιππόλυτος Ρώμης κ.ά. Χαρακτηριστική βεβαίως είναι ή μαρτυρία του Μεγάλου Βασιλείου, συμφωνά με την όποία οι Πατέρες μας υποδέχονταν «την χάριν τον εσπερινού φωτός» όχι σιωπηλά, άλλα με Ευχαριστία και με σχετικό ύμνο, την «αρχαίαν φωνήν», τό γνωστό δηλαδή τροπάριο του Εσπερινού, «φως ίλαρόν», που τό έλεγε ό λαός.
Ανάλογη επευφημία κατά την υποδοχή και ευλογία του εσπερινού φωτός είναι και τό «φως Χρίστου φαίνει πάσι». πού διασώθηκε στην Προηγιασμένη ως κατάλοιπο της αρχαίας εσπερινής λατρευτικής πράξης. Είναι ένα είδος αναδίπλωσης του έπιλυχνίου ύμνου «φως ίλαρόν..,».
Κατά παλαιά συνήθεια τό «φως Χριστου...», φράση πού τον τέταρτο-πέμπτο
αιώνα τη βρίσκουμε χαραγμένη ολόκληρη ή συντετμημένη (ΦΧΦΠ) σε λυχνίες, τό έλεγε ό διάκονος, ό όποιος μετέφερε και την αναμμένη λυχνία στην εσπερινή σύναξη του Ναοΰ.'Ηταν κατά κάποιον τρόπο σύνθημα για τό άναμμα των φώτων, τα όποια μέχρι την ανάγνωση των Παροιμιών στην Προηγιασμένη ήσαν κλειστά.
Από τό «φως Χρίστου...» άρχιζε ουσιαστικά και τό έργο του νεωκόρου.Αυτό φαίνεται και από ορισμένες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις όποιες τό «Κέλευσον» δεν τό έλεγε ό αναγνώστης, άλλα ό «κανδηλάπτης», ζητώντας τρόπον τινά την άδεια να επιτελέσει τό ύποΰργημά του.
Τον αρχαίο τρόπο ανάμματος, μεταφοράς άπό τό διάκονο και ευλογίας του εσπερινού φωτός στη λειτουργία των Προηγιασμένων μας τον διασώζουν τόσο τα λειτουργικά χειρόγραφα, όσο και ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Κατ' αυτόν ή σταυροειδής σφράγιση κα'ι ευλογία του λαού δε γινόταν από τό ιερό βήμα, αλλά από το μέσον του Ναού.
Εκεί κατέληγε ό διάκονος εν πομπή, μετά την ευλογία του φωτός πού ζητούσε από τον Ιερέα, «κρατών την λαμπάδα και τό θυμιατήριον και προπορευόμενων των αναγνωστών...Και πληρωθείσης της Γενέσεως, φαίνεται ευθύς
μετά των φώτων, τάς βασιλικάς πύλας είσιών, άνισταμένων απάντων. "Ως
και εις τό μέσον στάς του Ναού,ποιείται σταυρού τύπον τω θυμιατηρίω έκφώνως λέγων "Σοφία· ορθοί. Φως Χρίστου φαίνει πάσι". Και εις τό άγιον βήμα εισέρχεται»
Ή είσόδευση του διακόνου στο μέσον του Ναού, κατά τη μαρτυρία του Τυπικού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως του Θ'-Ι αιώνα, δε γινόταν μεταξύ των δύο αναγνωσμάτων, αλλά αμέσως μετά από αυτά. «Και εις τό τέλος των δύο αναγνωσμάτων λαμβάνει ό διάκονος τό μανουάλιον και εΐσοδευει λέγων τό "φως Χρίστου φαίνει πάσι". Και ευθέως λέγει ό διάκονος "Σοφία " και ό πρεσβύτερος "Ειρήνη πάσι" και ό ψάλτης τό "Κατενθυνθήτω"».Αυτή ήταν και ή αρχική θέση του «φως Χρίστου...», πού σημαίνει ότι δεν έχει σχέση με τα αναγνώσματα, άλλα με τό «Κατευθυνθήτω». «Ή μετάθεσίς του μεταξύ των αναγνωσμάτων έγινε αργότερα, προφανώς για να δοθή χρόνος για τό άναμμα των φώτων του Ναού, ώστε κατά τό "Κατευθυνθήτω" να είναι ό Ναός φωταγωγημένος».
Από
τό σημείο μάλιστα αυτό αλλάζει και τό κλίμα της όλης ακολουθίας και
εισερχόμαστε στο κύριο μέρος της λειτουργίας των Προηγιασμένων, πού
είναι ή θεία κοινωνία.Τό άξιοπαρατήρητο δε,πού εδώ μας ενδιαφέρει, είναι ή επανάληψη του «Κατευθυνθήτω», δευτέρου στίχου του 140ού ψαλμού, και ή κατανυκτική ψαλμωδία του έξι φορές από τον ιερέα και τους χορούς29, ενώ ό ιερέας θυμιά την 'Αγία Τράπεζα.
Του Παναγιώτη Ι.Σκάλτσή
Του Παναγιώτη Ι.Σκάλτσή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου