Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ή Ιγνάτιος Αντιοχείας (;-περ. 113), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έδρασε στα τέλη του πρώτου, με αρχές του δευτέρου αιώνα. Αποκαλείται Αποστολικός πατήρ της εκκλησίας και διετέλεσε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας. Η επιστολογραφία του αποτελεί σπουδαίο ιστορικό εύρημα για το χριστιανισμό, καθώς μας διασώζει τον ιστορικό τρόπο μετάβασης της αδιάκοπης αποστολικής διαδοχής από τους αποστόλους στους επισκόπους, ενώ διασώζουν και σημαντικά ιστορικά στοιχεία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Τελικώς παρέδωσε τη ζωή του μαρτυρικώς στη Ρώμη επί Αυτοκράτορος Τραϊανού.
Περιεχόμενα
Ο βίος του
Η ζωή του Αγίου Ιγνατίου είναι άγνωστη προς εμάς. Παρά τη μακρά δράση του, στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται μόλις μερικές εβδομάδες πριν το μαρτυρικό του θάνατο[1]. Έτσι για το βίο του γνωρίζουμε μόνο ότι διασώζεται στις επιστολές του, οδηγούμενος προς τη Ρώμη, λίγο πριν το θάνατό του[2]. Που και πότε γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Το περιβάλλον που μορφώθηκε πρέπει να ήταν ελληνικό, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του[3], αν και υπετέθη πως ίσως είχε λατινογενή προέλευση, καθώς το όνομα Ιγνάτιος προέρχεται από τη λατινική λέξη Ignis που αποδίδεται στα ελληνικά ως πυρ (φωτιά). Το όνομα αυτό, συνάμα με αρκετές λατινικές εκφράσεις που υπάρχουν στις επιστολές του, οδήγησε μερικούς ερευνητές να υποθέσουν λατινική καταγωγή, αλλά κάτι τέτοιο δε δύναται να εξακριβωθεί, καθώς αφενός οι λατινικές λέξεις υπάγονται στη στρατιωτική ορολογία, την οποία έμαθε από την παραμονή του ως αιχμάλωτος, αφετέρου το όνομα είναι πιθανό να το απέκτησε την εποχή που έλαβε Ρωμαϊκή υπηκοότητα[4].
Ο Ιγνάτιος αυτοαποκλήθηκε θεοφόρος[5]. Ο λόγος της ονομασίας αυτής παραμένει μέχρι σήμερα ανεξακρίβωτος. Η παράδοση διέσωσε δύο πιθανές εκδοχές για το όνομα αυτό, που όμως από την ιστορική πραγματικότητα απορρίπτονται[6]. Κατά την πρώτη, μετά το θάνατό του βρέθηκε στο στήθος του γραμμένο το όνομα του Χριστού, κατά τη δεύτερη πως ήταν το παιδί που αγκάλιασε ο Ιησούς παρουσιάζοντάς το ενώπιον των μαθητών ως παράδειγμα αθωότητος[7]. Με βάση τη δεύτερη αιτιολογία μάλιστα έγινε προσπάθεια να οριοθετηθεί η περίοδος που γεννήθηκε. Το πιθανότερο αίτιο αυτής της ονομασίας είναι ο εκκλησιαστικός βίος που διήγαγε, καθώς ο ίδιος μέσω των επιστολών του αναφέρει ως θεοφόρους, αγιοφόρους, χριστοφόρους όλους τους χριστιανούς[8].
Ο Ιγνάτιος δε φαίνεται να είχε λάβει συστηματική μόρφωση, αλλά διακρίνεται μία αυτοδιδακτική ικανότητα η οποία είχε καλλιεργηθεί με τη συναναστροφή με πεπαιδευμένους ανθρώπους, όπως διακρίνεται στις επιστολές του[9]. Άλλωστε η Αντιόχεια στην εποχή του ήταν ένα πολιτιστικό χωνευτήρι, στο οποίο είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του[10]. Η γνωριμία του με τους αποστόλους θεωρείται βεβαία[11]. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο είχε συναναστραφεί τους αποστόλους[12], ενώ ο Ευσέβιος τον θέλει ακροατή του Ευαγγελιστή Ιωάννη[13]. Σύμφωνα με τον Ωριγένη επίσης υπήρξε ο δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, μετά τον Απόστολο Πέτρο[14], ενώ κατά τον Ευσέβιο, που είναι και ορθός, ήταν διάδοχος του Ευόδου και προκάτοχος του Ήρωνος[15]. Κατά τον Ευσέβιο μάλιστα η επισκοπεία του τοποθετείται μεταξύ του πρώτου έτους του Βεσπασιανού και του δέκατου του Τραϊανού, δηλαδή μεταξύ 70 και 107. Το κύρος του και η φήμη του φαίνεται πως επεκτεινόταν πέρα από τα όρια της επισκοπής του[16] και ο σεβασμός που επιδεικνυόταν προς το πρόσωπό του είναι κάτι που μας επιβάλλει να τον θεωρήσουμε επίσκοπο οικουμενικού κύρους[17].
Τελικά συνελήφθη από τος ρωμαϊκές αρχές μεταξύ 107 και 118 και καταδικάστηκε σε θάνατο[18]. Η σύλληψη συνέβη πιθανώς κατά διάρκεια του διωγμού του 112-113 στη Μικρά Ασία, κάτι που συμφωνεί και το αντιοχειανό μαρτυρολόγιο[19]. Η δίκη συνέβη στην Αντιόχεια και η καταδίκη αφορούσε θανάτωση δια θηρίων. Η απόφαση μεταφοράς στη Ρώμη εικάζεται πως στόχο είχε τη θυσία ενός γνωστού χριστιανού ηγέτη στο κοινό της Ρώμης, συνάμα με τον παραδειγματισμό προς νουθεσία των λαών της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, οι οποίοι εμφανίζονταν προθυμότεροι για τη μεταστροφή τους στο χριστιανισμό. Ο Ιγνάτιος μέχρι να φτάσει στη Ρώμη, πορεύθηκε για αρκετό καιρό, συνοδεία στρατιωτών που αποκαλούντο "λεοπάρδοι" (πιθανώς ανήκουσα σε λεγεώνα φέρων τέτοιο όνομα[20]), οι οποίοι και του φέρονταν βάναυσα. Κατά την πορεία του, σε ενδιάμεσους σταθμούς, απεσταλμένοι εκκλησιών παρίσταντο στον Ιγνάτιο και λάμβαναν τις επιστολές του, για να δεχτούν συμβουλές. Τελικώς μαρτύρησε στις 20 Δεκεμβρίου στη Ρώμη. Τα οστά του μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Αντιόχεια, αλλά επανήλθαν και πάλι στη Ρώμη.
Η συνεισφορά του
Ο Ιγνάτιος θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους Αποστόλους. Χάρη σε αυτόν θα λέγαμε πως η εκκλησία προχωρά στη θεμελίωσή της, όχι πλέον περιστασιακά και πρακτικά, αλλά θεολογικά (αν και όχι συστηματικά)[21]. Ο Ιγνάτιος μέσα από την αμεσότητα και τη βεβαιότητα των λόγων του βοηθά την εκκλησία, που σε πολλές περιπτώσεις ερωτοτροπούσε με τον ηθικισμό και την αρετολογία, να ξεπεράσει αυτήν την προοπτική. Ταυτόχρονα η μάχη που έδωσε ενάντια στις προσμίξεις και τις αλλοιώσεις του αποστολικού μηνύματος από τον ιουδαϊσμό και το Δοκητισμό, χρησιμοποιώντας μάλιστα τη γλώσσα τους[22], βοήθησε την Εκκλησία να υπερνικήσει και να ξεπεράσει το κλίμα μέσα στο οποίο ανέπνεε, δημιουργώντας μία εκκλησιαστική θεολογία σαφώς διαχωρισμένη από τις μήτρες της αίρεσης.
Η θεολογία του αποτελεί συνέχεια της αποστολικής διδαχής[23] και συνίσταται από τρεις βασικούς πυλώνες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα προβλήματα των εκκλησιών της εποχής. Τη θεολογία του Επισκόπου, της ενότητος της εκκλησίας και της ευχαριστίας. Η θεολογία του μάλιστα θα αποτελέσει πρότυπο στη συνέχεια της εκκλησιαστικής πραγματικότητος, αφού αφενός εξαρτάται από το φωτισμό και τη καθοδήγηση που παρέχει ο Θεός, αφετέρου επισημαίνει διαρκώς την αποκαλυπτική παρουσία του Θεού στην κτίση[24]. Τελικά το έργο του κρίνεται ως ένα πολύ τολμηρό και σπουδαίο βήμα στην πορεία του εκκλησιαστικού βίου, αφού παρέχει τη σαφή ιεραρχική οργάνωση της εκκλησίας, τη θεολογία της ενότητος, η οποία μειώνει την ένταση της ταχείας έλευσης του Κυρίου και ποιεί την Αγία Γραφή κύρια πηγή των εκκλησιαστικών συγγραφέων, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στη χριστολογία.
Η επιστολογραφία του Αγίου Ιγνατίου
Εισαγωγή
Οι επιστολές που φέρουν το όνομα του Αγίου Ιγνατίου δε συμφωνούν μεταξύ τους ούτε κατά τον αριθμό, ούτε κατά το κείμενο[25]. Έτσι διασώθηκαν τέσσερις παραλλαγές:
Η εκτενής, η οποία περιλαμβάνει 13 επιστολές και διασώζονται στον κώδικα Monac. 394 του 11ου αιώνος, στα ελληνικά και τον κώδικα 54 του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, στα λατινικά σε αρχαία μετάφραση
Η μικτή, η οποία περιέχει και αυτή 13, έξι εξ αυτών όπως στις εκτενείς[26] και των υπολοίπων επτά σε συντομότερο κείμενο. Διασώζεται στα Ελληνικά στον κώδικα Mediceus Laur. 57, 7 του 11ου αιώνος. Ο κώδικας βρίσκεται σε κακή κατάσταση με αποτέλεσμα να εκλείπουν μερικά σημεία από την "Προς Ταρσείς" και ολόκληρες οι Προς Αντιοχείς, Φιλιππησίους, Ρωμαίους και Ήρωνα. Υπάρχουν επίσης και λατινική μαι αρμενική μετάφραση
Η βραχεία, η οποία διασώζει μόλις τρεις επιστολές
Η λατινική, η οποία περιλαμβάνει τέσσερις ακόμα επιστολές, επιπρόσθετα στις 12 της μικτής.
Η εκτύπωση των επιστολών το 1489 και το 1555, προκάλεσαν διχασμό των κριτικών, σχετικά με τη γνησιότητα των επιστολών. Η ένταση αυτή υπήρξε κυρίως μεταξύ των Ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών καθότι η σπουδαιότητα της αξιοπιστίας των επιστολών ήταν πολύ σημαντική. Στις επιστολές αυτές διακυβευόταν η αρχαιότητα του θεσμού τους επισκόπου. Οι καθηγητές Zahn, Funk, Lightfoot και Harnack κατά τα τέλη του 19ου αιώνος κατοχύρωσαν τελικά τη γνησιότητα των επτά σύντομων επιστολών της μικτής παραλλαγής[27].
Οι γνήσιες επιστολές του Ιγνατίου
Οι επιστολές που συνέγραψε ο Ιγνάτιος, συντάχθηκαν λίγο πριν το τέλος της ζωής του και ήταν αυτές που χάρισαν την εξαιρετική τιμή που λαμβάνει μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση και τη συνείδηση των χριστιανών. Χαρακτηρίζονται ως φιλολογικά και θεολογικά μνημεία, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο ίδιος ήταν ικανός συγγραφέας και πως είχε εμπειρία πάνω στο αντικείμενο[28].
Οι επιστολές αυτές εκφράζουν το πολυσχιδές πνεύμα του Ιγνατίου, την πρωτοτυπία της σκέψης του και της έκφρασής του[29]. Ο λόγος του είναι άλλοτε λυρικός, άλλοτε δραματικός, αλλού αρμονικός, παρουσιάζοντας σε μερικά σημεία ελαττώματα και ασυνέχειες. Το ύφος του θεωρείται διαυγές, που κατά περιπτώσεις μετατρέπεται σε σκοτεινό, ένεκα των Συριακών καταβολών του και του αυθορμητισμού που τον διέπει[30]. Χρησιμοποιεί ρητορικά σχήματα και κυρίως τη δεύτερη ασιανική σοφιστική, αλλά και το στωικισμό. Οι τεχνικές αυτές γίνονται οχήματα, για να εκφράσει τις νουθεσίες του προς τις εκκλησίες, με αγάπη και τρυφερότητα[31], με ταπεινοφροσύνη, σταθερή και αμετακίνητη πίστη στο Χριστό.
Ο Ιγνάτιος συνέταξε 7 γνήσιες επιστολές, οι οποίες ήταν οι: Προς Εφεσίους, Προς Μαγνησιείς, Προς Τραλλιανούς, Προς Ρωμαίους, Προς Φιλαδελφείς, Προς Σμυρναίους, Προς Πολύκαρπον. Κύρια ζητήματα που πραγματεύεται είναι η ενότητα των πιστών και κατ επέκτασιν της εκκλησίας, ο θεσμός του επισκόπου, οι αιρετικές διδασκαλίες και ο ενάρετος βίος των πιστών.
Σε ότι αφορά τη γνησιότητα των επιστολών του Ιγνατίου, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα οι θεολόγοι Zahn, Funk, Lightfoot και Harnack ακολουθώντας τον Pearson αποφάνθηκαν τελικώς πως οι επτά αυτές επιστολές που βρίσκονται στη μικτή παραλλαγή είναι γνήσιες. Παρόλα αυτά μερικοί ερευνητές όπως οι Βολταίρος, ο Ρενάν, ο Weijenborg είχαν διατυπώσει αντίθετες απόψεις. Οι απόψεις αυτές όμως φαίνονται μεμονωμένες, ενώ παραβλέπουν και μερικά σοβαρά ιστορικά στοιχεία[32].
Για να μπορέσουν να εντοπίσουν ποιες ήταν γνήσιες και αν τελικώς υπήρξαν τέτοιες, οι εν λόγω θεολόγοι συγκέντρωσαν αρχεία της πατερικής γραμματολογίας όπως του Ειρηναίου, του Ωριγένη, του Ευσεβίου, του Θεοδώρητου Κύρου, του Κυρίλλου Αλεξανδρείας κ.α. και τα συνέκριναν με τους κώδικες. Από την έρευνα αποκαλύφθηκε πως οι συνοπτικές επιστολές της μικτής παραλλαγής είχαν αποτελέσει την αρχική συλλογή[33].
Οι νόθες επιστολές
Από τις νόθες επιστολές, οι τέσσερις, της λατινικής παραλλαγής δεν παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον. Αντιθέτως όμως με τις έξι της μικτής παραλλαγής. Όλοι σχεδόν σήμερα οι ερευνητές συμφωνούν πως ο πλαστογράφος διαχειρίζεται τον εξελιγμένο μοναρχιανισμό και γνωστικισμό, ενώ είχε επιρροές από το δοκητισμό και τον Ιουδαϊσμό[34].
Ο συγγραφέας ανήκει στην εποχή του δ΄ αιώνος, ενώ μερικοί ερευνητές θεωρούν πως ήταν κοινωνός αρειανικών ή απολλιναριστικών απόψεων, με κάτι τέτοιο να μη βρίσκει επαρκή στηρίγματα, καθώς παρουσιάζονται απόψεις που δεν απηχούν αρειανικές ή απολλιναριστικές δογματικές αντιλήψεις[35]. Σύμφωνα με τους ερευνητές[36] ο χαλκευτής των Ιγνατιανών επιστολών, είναι ο άνθρωπος ο οποίος συνέταξε τις Αποστολικές διαταγές. Έτσι μελετητές, αντιπαραβάλλοντας τα κείμενα των Αποστολικών διαταγών, θεωρούν βέβαιο ότι τα συνέταξε ο ίδιος καθώς υπάρχουν πολλές ομοιότητες[37]. Σύμφωνα μάλιστα με τον D. Hagedorn, πιθανός δημιουργός των δύο αυτών κειμένων είναι ο Ιουλιανός ο νεοαρειανός[38].
Τα νόθα κείμενα επίσης δύναται να διαχωριστούν σε δύο κομμάτια. Στον πυρήνα των γνήσιων επιστολών και στα παρεμβαλλόμενα. Στην έρευνα λοιπόν που διεξήχθη, συγκρίνοντας τα κομμάτια των νόθων με αυτά των γνήσιων, απεκαλύφθη τελικά πως η αρχική συλλογή (Συλλογή της Σμύρνης) συγκροτήθηκε αυτόματα, ενώ το υλικό των έξι νόθων διακρίνεται από αυτό και φιλολογικώς[39].
Διδασκαλία
Εισαγωγή
Οι Αποστολικοί πατέρες απεύθυναν τις επιστολές τους σε ομόπιστους χριστιανούς. Το γεγονός αυτός προσδιορίζει τη διδασκαλία τους γύρω από την εκκλησιαστική θεολογία[40].
Κεντρικό σημείο στη διδασκαλία του Ιγνατίου είναι ο Χριστός, ο οποίος είναι κεφαλή της εκκλησίας. Σε ότι αφορά τη χριστολογία, ακολουθεί τον Παύλο, ενώ σε ότι αφορά τη θεολογία της προϋπάρξεως του Λόγου, τον Ιωάννη[41]. Η οικειότητά του με την Καινή Διαθήκη είναι ευδιάκριτη μέσα από τα κείμενά του. Στις επιστολές όμως δε συναντάμε κατά γράμμα αναφορές. Κάτι τέτοιο όμως είναι λογικό, αφού οι επιστολές εγράφησαν κατά την αιχμαλωσία του, γι αυτό και οι αναφορές είναι από μνήμης[42]. Υπάρχουν επίσης και αποσπάσματα από απόκρυφα ευαγγέλια, καθώς και άλλα τεμάχια που προέρχονται από τη λειτουργική πράξη της εκκλησίας.
Ο Άγιος Ιγνάτιος επίσης είναι αρκετά σκληρός προς τους αιρετικούς. Φαίνεται πως την εποχή του ταλάνιζαν ιδιαίτερα δύο σημαντικά προβλήματα. Ο δοκητισμός και ο Ιουδαϊσμός. Η περίπτωση μάλιστα του Δοκητισμού αντιμετωπίζεται ήδη από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον. Οι αιρετικοί κατά τον Ιγνάτιο διασπούν την ενότητα της εκκλησίας. Οι δοκητές για παράδειγμα αρνούνται τον πραγματικό θάνατο του Ιησού και ουσιαστικά την αληθινή σάρκωση του Υιού. Όσοι λοιπόν εμμένουν στην αίρεση αρνούνται το Χριστό και τελικά θα τους αρνηθεί και Αυτός. Συνέπεια αυτού θα είναι η κατάσταση του αιώνιου πνευματικού θανάτου, διότι η άρνηση στην εκκλησία είναι άρνηση του Χριστού και αποκοπή από το ζωοφόρο σώμα Του, αφού δίχως "(Χριστό) το αληθινόν ζην ουκ έχομεν"[43] καθώς Αυτός "εστίν αρχή ζωής και τέλους"[44].
Θεολογία
Η πίστη των Αποστολικών πατέρων στην Αγία Τριάδα, δεν είναι προϊόν προσωπικού στοχασμού, αλλά πίστη που έχει δεχθεί ο πιστός στην Εκκλησία με το Βάπτισμά του[45]. Στον Ιγνάτιο μάλιστα ανευρίσκουμε το μοναδικό αποστολικό πατέρα στον οποίο απαντάται η Αγία Τριάδα[46]. Ο Θεός λοιπόν για τον Ιγνάτιο είναι Ένας και ενιαίος[47]. Είναι υπερβατικός και ο δημιουργός της εκκλησίας. Η εκκλησία κατά τον Ιγνάτιο είναι "του Θεού Πατρός και του ηγαπημένου Ιησού...εν αμώμω Πνεύματι"[48] και είναι οικοδόμημα του Θεού Πατρός. Οι πιστοί αποτελούν τους λίθους της εκκλησίας και ο σταυρός του Ιησού τη "μηχανή" με την οποία οι λίθοι (πιστοί), αναφέρονται στα ύψη της οικοδομής. Το Άγιο Πνεύμα είναι το "σχοινί" για την αναφορά των λίθων[49]. Γίνεται λοιπόν φανερό, πως κατά τον Ιγνάτιο, ολόκληρη η τριάδα ενεργεί, παρά τη διάκριση των προσώπων[50].
Ο Ιησούς κατά τον Ιγνάτιο, είναι ο Υιός και Λόγος του θεού[51], ο οποίος προήλθε από τη σιγή, για να ευαρεστήσει Αυτόν που τον απέστειλε. Η έκφραση μάλιστα "από σιγής προελθών" δηλώνει την απόσταση η οποία χωρίζει τη θεότητα, από την κτιστή πραγματικότητα[52]. Γι αυτό και το μόνο που αρμόζει για την υπόστασή του είναι η σιγή, καθώς ο ανθρώπινος νους δε μπορεί να προσπελάσει αυτή την πραγματικότητα, όπως άλλωστε και το φαινόμενο της σάρκωσεως του Υιού το οποίο επίσης "εν ησυχία Θεού επράχθη"[53]. Έτσι γίνεται φανερό πως η αποφατικότητα του Ιγνατίου διευρύνεται και στο μυστήριο της σαρκώσεως. Ο Ιησούς λοιπόν είναι ανόμοιος από την κτιστή πραγματικότητα και σκοπό είχε να φέρει τη νέα αΐδια ζωή[54]. Είναι τέλειος Θεός και προεξαγγέλθηκε από τους προφήτες[55]. Φανέρωσε δε τη σοφία Του σε όσους θεμελίωσαν την αμετακίνητη πίστη τους στην αγάπη του αίματός του[56]. Γι αυτό είναι ο Θεός της Εκκλησίας[57], χαρακτηρίζοντας μάλιστα το πάθος του, πάθος Θεού[58] και τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας, σώμα και αίμα Θεού[59].
Το Άγιο Πνεύμα παρέχει τη κοινή ζωή της αγάπης. Αυτή η ζωή εννοείται μόνο "εν Υιώ και Πατρί και εν Πνεύματι"[60]. Η απαρχή της ζωής αυτής είναι γίνεται με τη σάρκωση, ενώ το Άγιο Πνεύμα τη σφραγίζει. Η Θεοτόκος μάλιστα κυοφόρησε τον Ιησού, με τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος[61].
Χριστολογία
Οι Αποστολικοί Πατέρες για την προΰπαρξη του Υιού και τη θεότητά του παρέχουν ικανές μαρτυρίες[62]. Κύριος σκοπός των χριστολογικών αναφορών είναι να στηρίξουν τους πιστούς για το έργο που επιτελεί το γεγονός της σαρκώσεως και συνάμα η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι δοκητικές πλάνες[63].
Η χριστολογία δε του Ιγνατίου εντυπωσιάζει. Και εντυπωσιάζει, διότι αναφέρεται με σαφήνεια στις δύο φύσεις του Χριστού, παρά την εποχή της συγγραφής των έργων του. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
"Εις ιατρός εστί, σαρκικός τε και πνευματικός, γεννητός και αγέννητος, εν σαρκί γενόμενος θεός, εν θανάτω ζωή αληθινή, και εκ Μαρίας και εκ Θεού, πρώτον παθητός και τότε απαθής, Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών"[64],
"Τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι ημάς ορατόν, τον αψηλάφητον, τον απαθή, τον δι υμάς υπομείναντα"[65].
"...τον αφ ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα και χωρήσαντα"[66].
Είναι χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα περιεκτικά τα χωρία αυτά, καθώς αναφέρονται στις δύο φύσεις του Χριστού, στον τρόπο σαρκώσεως, στην αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων[67] και στην ενότητα και διαφορότητα Πατρός και Υιού. Επιπρόσθετα απευθυνόμενος προς τον Πολύκαρπο, ερμηνεύει την πραγματικότητα της θείας φύσης του Χριστού, τις ιδιότητές της και την αλήθεια της ανθρωπότητάς του και τις ιδιαιτερότητές της[68].
Είναι χαρακτηριστικό επίσης, πως για τον Ιγνάτιο οποιαδήποτε απο-θεοποίηση του Χριστού αποθεμελιώνει τη χριστιανική πίστη, ενώ με αυτόν τον τρόπο καταδικάζει και τη δοκητική πλάνη που αμφισβητούσε την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Θεότητα λοιπόν και ανθρωπότητα ενυπάρχουν στο ένα πρόσωπο του Ιησού. Γι αυτό και ο Χριστός "παρα τω πατρί ην και εν τέλει εφάνη"[69], ενώ συνάμα είναι υιός ανθρώπου και υιός Θεού[70]. Ο Χριστός ήλθε για να φέρει την καινή ζωή και τη σωτηρία, ενώ θεωρεί πως Ιουδαϊσμός και λόγοι του Ιησού, βρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή[71].
Εκκλησιολογία
Άνθρωπος και εκκλησία
Κατά τον Ιγνάτιο η επιδίωξη του ανθρώπου είναι η απόκτηση ενός είδους ζωής, τελειότερης μορφής. Σκοπός δηλαδή είναι η κατάκτηση της αληθινής ζωής. Το σύστημα των θείων ενεργειών και της ανθρώπινης προς αυτές ανταπόκρισης, οδηγεί στην κατάκτηση της αιωνίου ζωής. Ο Χριστός λοιπόν ενανθρωπήστηκε για αυτό ακριβώς το λόγο. Για να φέρει σε πραγματική επαφή την ανθρώπινη φύση με τη θεία. Ο Ιησούς ήλθε για να φέρει σωτηρία στο ανθρώπινο γένος[72], κάτι που επετεύχθη με την σταυρική Του θυσία και την ανάστασή Του. Ο θάνατος πλέον καταργείται και οδηγεί τον άνθρωπο στην αιώνιο ζωή.
Η νέα κατάσταση που έφερε ο Χριστός, εγκαινιάζεται από την εκκλησία Του. Αυτή περιλαμβάνει όσους πιστεύουν σε αυτή ορθά. Η κεφαλή της εκκλησίας είναι ο Χριστός, και όποιος αληθινά βιώνει την εμπειρία της, είναι πραγματικά ενωμένος με αυτή. Άλλωστε όπου βρίσκεται Χριστός, εκεί βρίσκεται και η πραγματική εκκλησία[73]. Οι πιστοί μετά το βάπτισμα γίνονται μέλη του σώματος του Χριστού, όπου η συμφωνία και σύμπνοια είναι εκδηλώσεις της φυσικής της καταστάσεως. Η ενότητα μάλιστα της εκκλησίας αποτελεί απαραίτητο θεμέλιο για την σχέση των πιστών με το Θεό[74]. Οι συναθροίσεις της είναι ένα από τα βασικότερα σημεία της ζωής της νέας κοινότητας. Η τέλεση δε των μυστηρίων διοχετεύει τη χάρη του θεού η οποία καθαιρεί τις δαιμονικές δυνάμεις και αποτελούν φάρμακο αθανασίας[75]. Οι αιρέσεις αντιθέτως επιφέρουν διάσπαση της ενότητας, οπότε οι αιρετικοί δε δύναται να βρουν σωτηρία, αφού στερούνται του πραγματικού άρτου της ζωής.
Η εκκλησία λοιπόν κατά τον Ιγνάτιο είναι ευλογημένη, προορισμένη προ αιώνων, αξιομακάριστος, αγία, εκλεκτή και αξιόθεος[76]. Η περιγραφή που κάνει για την εκκλησία ο Άγιος Ιγνάτιος μας δίνει την ξεκάθαρη εικόνα μιας εκκλησίας που είναι ο συνεχιστής του ίδιου του Χριστού. Συνεχίζει το απολυτρωτικό του έργο και αποτελεί την ορατή απόδειξη της αδιάκοπης παρουσίας Του στον κόσμο[77]. Η εκκλησία κατέχει ολόκληρη τη χάρη του Θεού και παρέχει στους πιστούς την αλήθεια του ευαγγελίου. Η εκκλησία μάλιστα δεν αποτελεί απλώς το έργο του Θεού, αλλά υπάρχει αϊδίως στη βουλή Του, μία άποψη που ασπάζονται και οι Κλήμης Ρώμης και ο Ποιμένας του Ερμά[78]. Η εκκλησία είναι ένα ζωντανό μέλος το οποίο βρισκεται σε ακατάλυτη ενότητα και πληρότητα και αποτελεί ζωντανό σώμα. Η ενότητα αυτή αφείλεται στον Ιησού Χριστό που είναι το θεμέλιο και η κεφαλή της εκκλησίας.
Στην εκκλησία δεν υπάρχει ίδιον και αυτονομημένα άτομα, αλλά μία εσωτερική σύμπνοια και συμφωνία. Έτσι αποτελεί "μία προσευχή, μία δέησις, ένας νους, μία ελπίς εν αγάπη, εν τη χαρά αμώμω, ο εστίν Ιησούς Χριστός, ου άμεινον ουδέν εστίν. Πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχουν Θεού, ως επί εν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα όντα και χωρήσαντα"[79]. Η ενότητα αυτή όμως έχει τον εξωτερικό, ιστορικό και ορατό της τύπο. Αυτός είναι η συμφωνία επισκόπου, πρεσβυτέρου και πιστών. Ο επίσκοπος δε, είναι το σύμβολο και η οδός της ενότητας[80], είναι η δύναμη εκείνη που έχει τη χαρισματική ευθύνη της συνοχής και της συγκρότησης του σώματος[81]. Αυτό συμβαίνει διότι αυτός είναι ο οικονόμος των μυστηρίων. Η πληρότητα της ζωής και η αγάπη μέσα στην εκκλησία εκφράζεται με την Θεία Ευχαριστία, διότι η εκκλησία είναι η συνέχεια του Κυριακού Δείπνου[82]. Εξού και η εκκλησία κατά το θεοφόρο αυτό πατέρα σημαίνεται και πραγματώνεται στο ευχαριστιακό Δείπνο.
Επίσκοπος
Συντηρητές της ενότητας είναι οι γνήσιοι εκκλησιαστικοί άρχοντες, οι φύλακες της παρακαταθήκης του Χριστού και οι συνεχιστές του έργου του. Εδώ βρίσκεται και η σπουδαία ιστορική μαρτυρία από τον Ιγνάτιο, ο οποίος μας μεταφέρει πως ήδη στην εποχή είχε αρχίσει η οριστική μετάβαση στο θεσμό του επισκόπου[83]. Ο επίσκοπος, αναφέρει ο Ιγνάτιος, είναι εικόνα του Θεού[84] και όπου βρίσκεται, είναι σα να βρίσκεται ο Χριστός και μαζί του όλη η καθολική εκκλησία[85]. Ο επίσκοπος λοιπόν είναι εις τύπο Θεού, διότι από το Θεό αντλεί το κύρος του και την εξουσία του. Η σχέση αυτή μάλιστα λειτουργεί κατά το άρρητο σχήμα της προέλευσης του Υιού και Λόγου από τον Πατέρα[86]. Έτσι λοιπόν όπως ο Υιός έχει την ίδια γνώμη με τον πατέρα και τον υπακούει, κατ αυτόν τον τρόπο το πλήρωμα της εκκλησίας πρέπει να έχει την ίδια υπακοή ώστε να υπάρχει η μία ενότητα. Ο τύπος φυσικά αυτός συνάδει με τη λειτουργική ιδιότητα του επισκόπου και ιδίως κατά την ευχαριστιακή σύναξη[87], που είναι το κατ εξοχήν μέσο για τη διαφύλαξη της ενότητας των μελών της εκκλησίας μεταξύ τους και με το Θεό. Η ιδιότητα όμως αυτή του επισκόπου δεν είναι άνευ όρων. Πρέπει να πάντοτε να βρίσκεται σε συνάρτηση με την ορθή ομολογία πίστεως, όπως για παράδειγμα των δύο φύσεων του Χριστού[88].
Ο επίσκοπος ως βεβαιότητα και σημείο αναφοράς της εκκλησιαστικής κοινότητας κατανοείται από τον Ιγνάτιο, ως διασφαλιστής της ταυτότητας της διδασκαλίας και της πίστεως στο εκκλησιαστικό σώμα[89]. Σκοπός του ρόλου του είναι η διασφάλιση της αυθεντικότητας της διδασκαλίας. Οι πιστοί μάλιστα αγκιστρώνονται στο εκκλησιαστικό σώμα, μη δυνάμενοι να πλανηθούν όταν είναι "αχώριστοι Θεού Ιησού Χριστού και του επισκόπου και των διαταγμάτων των αποστόλων". Τα σχίσματα τελικά διασπούν την ενότητα της εκκλησίας, αλλά δύναται να θεραπευτούν στο περί των επισκόπων συνέδριο. Η σύμπνοια δηλαδή των τοπικών εκκλησιών είναι ο βασικός δείκτης της αρμονικής συνύπαρξης του λαού. Έτσι η ορθοδοξία των τοπικών εκκλησιών είναι ο δείκτης και του ορθού φρονήματος του εκάστοτε επισκόπου της τοπικής εκκλησίας.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια της υπακοής που προτρέπει ο Ιγνάτιος. Η υπακοή αυτή δεν εννοείται ως δουλικότητα, καθώς ο τύπος της λειτουργίας της σχετίζεται με το πνεύμα το υπακοής του Υιού με το Πατέρα[90]. Έτσι λαμβάνει την κατά θεόν ομοήθειαν, προβάλλοντας την άρρητη προέλευση και ένωση του Υιού με το Πατέρα. Παρόλα αυτά δε θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως στο σύστημα του Ιγνατίου υπάρχει μία έξαρση και προβολή του επισκοπικού ρόλου. Η αντίληψη του Ιγνατίου δεν εκφράζει προσωπικές αντιλήψεις όπως διαφαίνεται, αλλά είναι έκφραση και διερμηνεία της υπάρχουσας πίστης της εκκλησίας στο θεσμό και το ρόλο του επισκόπου[91]. Οι εκφράσεις ταπεινότητας άλλωστε που διατυπώνει για το πρόσωπό του αλλά και η υπαγόρευση όλων αυτών των δεδομένων προς ένα αντιστοίχου θεσμού πρόσωπο, τον Πολύκαρπο, δείχνει πως οι αναφορές του αποτελούν διευκρινιστική αναφορά του προσώπου προς το θεσμό και το αξίωμα[92]. Βασική πάντα παράμετρος είναι και η διαφύλαξη της ενότητας, από τις ποικιλώνυμες διασπαστικές προκλήσεις.
Υποσημειώσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου