Σελίδες

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Ο πόλεμος κατά της Εκκλησίας


Ο πόλεμος κατά της Εκκλησίας
Η Εκκλησία αναμφίβολα βασανίζεται, οι αρχηγοί της παύονται. Λύκοι αρπακτικοί επιτέθηκαν στην ποίμνη και σκόρπισαν το ποίμνιο. Οι δυνάμεις αυτού του κόσμου ξεσηκώθηκαν κατά του θυσιαστηρίου και επέβαλαν το σφετερισμό και το σχίσμα. Τι σημαίνει αυτό; Δεν συνέβη ποτέ τίποτε παρόμοιο στον κόσμο; Σαν να μη μεγάλωσε η Εκκλησία του Χριστού ανάμεσα σε αταξίες! Κι ο ίδιος ο Χριστός σαν να μην περικυκλώθηκε από σκάνδαλα από το λίκνο μέχρι το θάνατό του! Αν είναι έτσι, γιατί να παραπονιόμαστε; Τι είναι τα δικά μας παθήματα, όταν ο Υιός του Θεού και οι απόστολοί του μας μετέφεραν την αλήθεια μέσα σε διωγμούς και βάσανα;
[…] Ας εξετάσουμε τη σκέψη σου, όταν αφήνεται να ταράσσεται από τις αταξίες που μας ενοχλούν. Όταν τα αγαπητά σου πρόσωπα υποφέρουν, υποφέρεις κι εσύ, και κλαις για τόσες δυστυχίες, στις οποίες δεν διακρίνεις ούτε το σκοπό ούτε το πιθανό τέλος. Σκοτεινές και ζοφερές ιδέες σε πολιορκούν, σύννεφο λύπης σε καλύπτει. Πέφτεις στην αποθάρρυνση, διότι δεν καταλαβαίνεις τίποτε απ’ όλα όσα συμβαίνουν. Α, δεν θέλω να σου καλύψω το κακό που σε τρο­μάζει. Δεν θέλω ούτε να το αρνηθώ, ούτε να το ελαχιστοποιήσω. Θέλω αντίθετα να το αντικρίζεις όπως είναι, δηλαδή πιο τρομερό, πιο βαθύ απ’ ό,τι σου φαίνεται. Ναι, περιπλανιόμαστε στους κόλπους μιας ατέλειωτης φουρτουνιασμένης θάλασσας. Το πλοίο, μας μεταφέρει, κλυδωνίζεται χωρίς κατεύθυνση, παραδομένο στη θέληση των μανιασμένων ωκεάνιων κυμάτων. Οι μισοί του ναύτες βρίσκονται στη θάλασσα και τα πτώματά τους επιπλέουν μπροστά στα μάτια μας στην επιφάνεια του νερού. Σχίστηκαν τα πανιά, έσπασαν τα κατάρτια. Τα κουπιά εγκαταλείφθηκαν, το πηδάλιο έσπασε και οι πλοηγοί, καθισμένοι στη θέση τους, δεν μπορούν παρά με τα χέρια τους να συσφίγγουν τα γόνατά τους, ανήμποροι να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο και μη έχοντας πια δύναμη παρά μόνο για να θρηνούν. Σκοτεινή νύχτα τους καλύπτει και κινδυνεύουν να σκοντάψουν σε ύφαλο. Τα αυτιά τους δεν συλλαμβάνουν πλέον παρά τον εκκωφαντικό θόρυβο των κυμάτων. Η ίδια η θάλασσα ανασηκώνει από τον πυθμένα της απαίσια τέρατα και τα ρίχνει πάνω στο πλοίο. Η φρίκη των επιβατών είναι μεγάλη… Μάταια προσπαθώ με τη συσσώρευση των εικόνων αυτών να εκφράσω το πλήθος των κακών που μας καταθλίβουν. Πραγματικά, ποια ανθρώπινη γλώσσα θα μπορούσε να τα περιγράψει; Κι ωστόσο εγώ, που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θα έπρεπε να ήμουν ταραγμένος, δεν χάνω την ελπίδα. Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά προς τον ύψιστο κυβερνήτη του σύμπαντος, που δεν του είναι αναγκαία η ευφυΐα, για να καθησυχάσει την τρικυμία…
Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποθαρρυνόμαστε, αλλά αντίθετα να έχουμε πάντα στο νου μας αυτή την αλήθεια: Δεν υπάρχει παρά μία δυστυχία, που πρέπει να φοβόμαστε στον κόσμο, την αμαρτία και τις αδυναμίες της ψυχής, που οδηγούν στην αμαρτία. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά μύθος. Επιβουλές και εχθρότητες, απάτες και συκοφαντίες, αδικίες και καταδόσεις, δημεύσεις, εξορίες, ξίφη ακονισμένα, θάλασσες ταραγμένες, πόλεμος όλης της οικουμένης, όλα αυτά δεν είναι τίποτε και δεν μπορούν να ταράξουν ψυχή που αγρυπνά. Ο απ. Παύλος μάς το διδάσκει μ’ αυτά τα λόγια: «τα βλεπόμενα πρόσκαιρα» (Β’ Κο 4,18). Γιατί, λοιπόν, να φοβόμαστε σαν να είναι αληθινές συμφορές γεγονότα που ο χρόνος παρασύρει όπως ένα ποτάμι τα νερά του; «Αλλά», θα μου πει κανείς, «είναι σκληρό και βαρύ φορτίο η εχθρότητα». Αναμφίβολα. Ωστόσο, ας τη δούμε από μια άλλη πλευρά και θα μάθουμε να την καταφρονούμε. Οι προσβολές, οι περιφρονήσεις, οι σαρκασμοί, που προέρχονται από τους εχθρούς μας, τι είναι; Το μαλλί από ένα φθαρμένο επανωφόρι, που το τρώνε τα σκουλήκια και το λειώνει ο χρόνος. «Εντούτοις», προσθέτει κάποιος, «μέσα σ’ αυτές τις δοκιμασίες που επιβάλλονται στον κόσμο, πολλοί χάνονται και πολλοί σκανδαλίζονται». Ασφαλώς, κι αυτό συμβαίνει αρκετές φορές. Στη συνέχεια όμως, μετά τις καταστροφές, τους θανάτους, τα σκάνδαλα, ξαναπροβάλλει η τάξη, βασιλεύει η ηρεμία και η αλήθεια ξαναβρίσκει το δρόμο της. Α! Θέλετε να είστε πιο συνετοί από τον Θεό! Βολιδοσκοπείτε τις αποφάσεις της θείας πρόνοιας! Υποκλιθείτε καλύτερα στους νόμους πού θέτει. Μη κρίνετε, μη γογγύζετε. Να επαναλαμβάνετε μόνο με τον ίδιο απόστολο: «Βαθιά σχέδια του Θεού, ποιος θα μπορούσε να διεισδύσει σε σας;» (Ρω 11,33).
Ας υποθέσουμε ότι κάποιος άνθρωπος δεν είδε ποτέ τον ήλιο ν’ ανατέλλει και να δύει. Δεν θα σκανδαλιζόταν, αν έβλεπε το άστρο της μέρας να εξαφανίζεται από το στερέωμα και τη νύχτα να καταλαμβάνει τη γη; Θα πίστευε ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε. Κι εκείνος που δεν είδε παρά την άνοιξη, δεν θα σκανδαλιζόταν βλέποντας να φτάνει ο χειμώνας, ο θάνατος αυτός της φύσης; Θα νόμιζε ίσως ότι ο Θεός απαρνήθηκε το έργο του κι εγκαταλείπει τον κόσμο που δημιούργησε. Κι αυτός που βλέπει να σπέρνουν το σπόρο πάνω στη γη και τον ίδιο το σπόρο να σαπίζει κάτω από τη γη και την πάχνη, δεν σκανδαλίζεται και δεν αναρωτιέται γιατί να χάνεται αυτός ο σπόρος; Αλλ’ αργότερα θα τον δει να ξαναζωντανεύει σε χρυσοκίτρινα στάχυα. Ο άλλος θα δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει ξανά στον ορίζοντα και την άνοιξη να διαδέχεται πάλι το χειμώνα. Αυτοί οι άνθρωποι θα μετανοήσουν τότε για την τύφλωσή τους και θα υποκλιθούν με σεβασμό μπρος στην τάξη, που όρισε η θεία πρόνοια. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τα ηθικά πράγματα και τα γεγονότα της ζωής. Αρκεί να τα παρατηρήσουμε, για ν’ αναγνωρίσουμε σε λίγο με πόνο ότι η αμφιβολία που μας κατέλαβε δεν ήταν παρά βλασφημία…
Αποσπάσματα από τις επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στη διακόνισσα Ολυμπιάδα, κατά τη δεύτερη και οριστική εξορία του. (αντιγραφή από το βιβλίο «Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Μεγαλομάρτυρας μετά τους διωγμούς» του S. D. Amédée Thierry, εκδόσεις «Χριστιανική Ελπίς»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου