62. Περί της Μεσαιωνικής φιλοσοφίας και της Σχολαστικής Θεολογίας.
Εμείς ξέρομε ότι μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοσι έχωμε να κάνωμε με την Ελληνική και Ρωμαϊκή φιλοσοφία και ότι δεν έχομε καμμία άλλη φιλοσοφική εξέλιξι. Στην Δύσι όμως έχουν μία ξεχωριστή φιλοσοφική παράδοσι, την οποία ονομάζουν Μεσαιωνική φιλοσοφία, η οποία είναι η φιλοσοφία όπως ανεπτύχθη από τους Γερμανούς κατακτητές της Ευρώπης (Νορμανδούς, Φράγκους, Γότθους, Σάξονες, Λογγοβάρδους κλπ.). Οι ασχολούμενοι με αυτήν είναι οι λεγόμενοι Σχολαστικοί θεολόγοι του Δυτικού Μεσαίωνα. Εμείς τους λέμε Λατίνους. Είναι οι Φράγκοι, που λέγαμε παλαιότερα και τώρα τους ονομάζουμε Ευρωπαίους.
Αυτοί οι κατακτηταί της Δυτικής Ρωμηοσύνης έχουν μία ειδική θεολογική παράδοσι, που λέγεται Σχολαστική και η οποία έχει μία ειδική φιλοσοφική παράδοσι, που λέγεται Μεσαιωνική φιλοσοφία. Με αυτό το όνομα αναφέρεται στα διδακτικά εγχειρίδια της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αυτά τα διδακτικά εγχειρίδια δεν ασχολούνται με την Θεολογία των Πατέρων της Ανατολής, παρά μόνον με εκείνην των Πατέρων της Δύσεως, την οποία διδάσκουν όπως οι Φράγκοι κατάλαβαν την Θεολογία. Οπότε, εφ’ όσον εμείς γίναμε αιρετικοί για τους Φράγκους, γι’ αυτό και μείναμε έξω από την ιστορική εξέλιξι και της θεολογίας και της φιλοσοφίας, μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών.
Μετά δηλαδή το Σχίσμα δεν υπάρχουν Πατέρες από την Ανατολή για τους Ευρωπαίους! Αν πάρετε τις Πατρολογίες τους, θα το δήτε αυτό. Λένε ότι ο τελευταίος Πατέρας της Εκκλησίας είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (!) στην Ανατολή, ενώ στην Δύσι, ο Ισίδωρος της Σεβίλλης. Μετά έχομε την λεγόμενη Σχολαστική Θεολογία και μαζί της εμφανίζεται και η Μεσαιωνική φιλοσοφία για τους Δυτικούς, χωρίς καμμία απολύτως αναφορά στην Ανατολή!
Οι Δυτικοί δεν δέχονται ότι η Πατερική Θεολογία είναι ο Παλαμισμός. Η γραμμή των Δυτικών είναι ότι οι Ανατολίτες δεν κατάλαβαν(!) τους αρχαίους Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ εκείνοι (οι Δυτικοί) έμειναν πιστοί στην Πατερική Παράδοσι, την οποία εμείς διαστρέψαμε! Αυτή είναι η γραμμή των Φράγκων. Όταν εμφανίζεται ξεχωριστή Θεολογία των Φράγκων, εμφανίζεται με αυτόν τον παράδοξο ισχυρισμό, ότι δηλαδή οι Φράγκοι παρέμειναν πιστοί στην Πατερική Παράδοσι, ενώ ο Γραικοί (Graeci)115 πρόδωσαν την Ελληνική Παράδοσι των Πατέρων!
Όμως το πλέον αξιοσημείωτον είναι ότι οι Ελληνόφωνοι Ρωμηοί της Ανατολής, αλλά και οι Ρωμηοί της Δύσεως, κυρίως της Ιταλίας, έχουν μία αδιάκοπη συνέχεια με το παρελθόν τους, το γνωσιολογικό, το ιστορικό, το πολιτιστικό, το γλωσσικό και το θεολογικό, ενώ στην Δύσι παρατηρείται μία υποδούλωσις των Ρωμαίων Ορθοδόξων (Ρωμηών), μία μετατροπή των Ρωμαίων
Ορθοδόξων σε αγραμμάτους. Αυτό συμβαίνει και στην Γαλλία και στην Ισπανία, που ξέρουν ποιοι είναι οι τελευταίοι Ρωμαίοι συγγραφείς και ξέρουν ποιοι είναι οι Φράγκοι συγγραφείς. Ξέρουν δηλαδή ποιοι είναι οι τελευταίοι Ρωμαίοι που γράφουν στην Λατινική γλώσσα και ποιοι είναι οι πρώτοι Φράγκοι που γράφουν στην Λατινική γλώσσα.
Και είναι παράδοξο το ότι και στην Γαλλία και στην Ισπανία σταματούν τα Ρωμαϊκά συγγράμματα και τα διαδέχονται τα Γοτθικά και Φραγκικά συγγράμματα. Και πάλι το παράδοξο είναι ότι αυτή η ριζική διακοπή, που είναι μία εθνική καταστροφή για τους Ρωμαίους και νίκη των Γερμανικών φυλών, που επέφερε μία διάσπασι μεταξύ των δύο, αφού οι μεν υποδουλώθηκαν στους
δε, μαζί με την μακρόχρονη υποδούλωσι των Ρωμαίων στους Γότθους και στους Γερμανούς δημιούργησε μία κατάστασι, ώστε οι ίδιοι οι Ρωμαίοι να χάσουν την παληά επαφή τους με την Κωνσταντινούπολη και τον υπόλοιπο Ρωμαϊκό κόσμο. Αντιθέτως βλέπομε ότι στην Ανατολή κατά την ίδια χρονική περίοδο δεν υπάρχει καμμία διάσπασις, καμμία ανακοπή της ιστορικής εξελίξεως, αλλά ότι υπάρχει μία αδιάκοπη συνέχεια και στην πνευματική εμπειρία και στην συγγραφική δραστηριότητα των Πατέρων και στην Παράδοσι των Οικουμενικών Συνόδων κλπ. Εις πείσμα όμως αυτής της πραγματικότητος οι Φράγκοι κατηγορούν τους Graeci, δηλαδή τους Ρωμαίους της Ανατολής κατά τα μέσα του 9ου αιώνος, ότι δεν έχουν μείνει πιστοί στην Πατερική παράδοσι και καλούν εμάς να πιστέψωμε ότι πιστοί στην Πατερική παράδοσι έμειναν οι αγράμματοι Φράγκοι, που δεν ήξεραν καθόλου Ελληνικά ούτε ήξεραν να διαβάσουν σωστά τα Λατινικά κείμενα! Και συμβαίνει από τότε μέχρι σήμερα να συνεχίζουν να έχουν αυτήν την υπεροψία, ότι δηλαδή αυτοί είναι εκείνοι που διέσωσαν την Πατερική Παράδοσι(!) και μάλιστα την βελτίωσαν(!) με την Σχολαστική τους Θεολογία.
Σε αντίθεσι με όλα αυτά έχομε την παραμένουσα και διαιωνιζομένη μεθοδολογία της Ορθοδόξου παραδόσεως και θεολογίας. Βλέπομε δε να συμβαίνη τούτο, ότι δηλαδή στην Δύσι υπάρχει η ίδια θεολογική μέθοδος μεταξύ των Ορθοδόξων Ρωμαίων, όπως υπάρχει και στην Ανατολή. Η εμπειρία της θεώσεως και του φωτισμού είναι η ίδια και επομένως η Θεολογία είναι η ίδια και στους δύο χώρους. Αυτό εξακριβώνεται από τα συγγράμματα των Δυτικών κυρίως Ρωμαίων επάνω σε θέματα πνευματικής ζωής, ασκήσεως κλπ. Συμβαίνει μάλιστα σήμερα να έχουν αποδεχθή εκτός από τους Ορθοδόξους και οι Αγγλικανοί ότι τα πνευματικά θεμέλια της θεολογίας είναι τα ίδια και ότι η Θεολογία ήταν η ίδια και στην Δύσι και στην Ανατολή. Αυτοί εξακρίβωσαν πως και πότε άρχισε η διαφοροποίησις μεταξύ Δύσεως και Ανατολής επάνω στα θεολογικά και πνευματικά θέματα.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της διαφοροποιήσεως είναι το ότι στην περιοχή των κατακτήσεων στην Δύσι εγκαταλείφθηκε η παλαιά παράδοσις να εκλέγωνται οι επίσκοποι από τους φωτισμένους και θεουμένους. Σ’ αυτούς οι επίσκοποι εξελέγοντο όχι για πνευματικούς λόγους, άλλα για διοικητικούς. Οπότε ο επίσκοπος στην Δύσι μετατράπηκε από πνευματικό πατέρα σε πολιτικό διοικητή (φεουδάρχη) με εξουσίες πολιτικές και στρατιωτικές. Αυτό έγινε και στην Γοτθική παράδοσι και στην Φραγκική και στην Νορμανδική, όχι όμως τόσο στην Γερμανική, διότι ο Γερμανικός φεουδαλισμός διαφέρει αρκετά από τον Φραγκικό, τον Γοτθικό και τον Νορμανδικό φεουδαλισμό. Και τούτο, επειδή οι περισσότεροι Γερμανοί δεν είχαν ως σκλάβους Ρωμαίους δουλοπαροίκους, αφού ζούσαν στην Γερμανία, όπου δεν υπήρχαν Ρωμαίοι, οι δε δούλοι τους ήταν απλώς αιχμάλωτοι πολέμου. Όταν λοιπόν ο επίσκοπος γίνεται φεουδάρχης, αρχίζει πλέον να ασχολήται με την διοίκησι και με την καθυπόταξι των Ρωμαίων δουλοπαροίκων και βιλάνων. Έτσι δεν ησχολείτο πλέον με τα πνευματικά θέματα ούτε με τα θεολογικά γράμματα, αλλά με διοικητικά θέματα. Την δε Θεολογία την πήραν στα χέρια τους, κάτι καλόγεροι στα μοναστήρια. Οπότε η θεολογική επιστήμη εκαλλιεργείτο συνήθως μέσα στα μοναστήρια, τα οποία και αυτά όμως δεν ησχολούντο με το πως θα φθάσουν οι μοναχοί στην κατάστασι του φωτισμού και της θεώσεως, την οποία ούτε επεδίωκαν• διότι επηρεασμένοι όντες από την Θεολογία του Αυγουστίνου δέχθηκαν μία φιλοσοφική αντίληψι περί του φωτισμού και της θεώσεως.
Βλέπομε λοιπόν ότι στον χώρο των κατακτητών των Δυτικών Ρωμαίων η εμπειρία του φωτισμού φιλοσοφοποιήθηκε και εισήλθε στην διδασκαλία περί φωτισμού ο νοητός κόσμος του Πλάτωνος. Αυτή λοιπόν η διαστρεβλωμένη και παραποιημένη θεώρησις περί φωτισμού μπήκε μέσα στον μοναχισμό των Φράγκων και έτσι και ο μοναχισμός των Φράγκων έχει πλέον μία ιδιαίτερη εξέλιξη και δεν είναι μία συνέχισις τη αρχαίας πνευματικότητος και ασκητικής ζωής της Εκκλησίας, αλλά διαμορφώθηκε μία παράδοσις διαφορετική. Η παράδοσις αυτή δεν είναι βέβαια εντελώς καινούργια, είναι όμως η παράδοσις του Αυγουστίνου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρώτοι Φράγκοι θεολόγοι και πνευματικοί τους πατέρες διάβαζαν παρά πολύ τον Αυγουστίνο και σχεδόν καθόλου τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Οπότε μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια είναι πολύ παράδοξο το να ισχυρίζωνται οι Δυτικοί ότι εκείνοι μόνον καταλαβαίνουν την Πατερική παράδοσι και ότι εμείς παρεκκλίναμε από αυτήν. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι εμείς από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και μετά είμαστε μία ειδωλολατρική μορφή του Χριστιανισμού(!) 116 .
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια γίνεται λοιπόν στην Δύσι η συζήτησις επάνω στα διάφορα κατηγορήματα της Πατερικής θεολογίας. Στην Δύσι για κάποιο λόγο δέχθηκαν ότι η ουσία και η ενέργεια του Θεού είναι το ίδιο πράγμα. Ταυτίζουν δηλαδή την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Μάλιστα υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι και ο ίδιος ο Αυγουστίνος εταύτιζε την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται καθαρά στα πρώτα συγγράμματά του. Φαίνεται δηλαδή ότι με έναν τρόπο καθαρά φιλοσοφικό εταύτιζε την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Ο ίδιος επίσης διατείνεται επανειλημμένως ότι ο Θεός είναι una substantia (μία ουσία) και ό,τι υπάρχει στον Θεό ταυτίζεται με αυτήν την una substantia. Αυτά τα λέγει ο Αυγουστίνος όχι μία, αλλά πολλές φορές.
Έτσι φαίνεται ότι οι Γερμανικές φυλές του Μεσαίωνα υιοθέτησαν αυτήν την διδασκαλία. Αυτή λοιπόν η ταύτισις της ουσίας και της ενεργείας στον Θεό έγινε πλέον η σπονδυλική στήλη της Σχολαστικής παραδόσεως. Σ’ αυτήν όμως την γραμμή υπάρχουν και ωρισμένες παραλλαγές. Μερικοί εξ αυτών κάνουν διάκρισι μεταξύ ουσίας και προσόντων (attributia) στον Θεό. Σ’ αυτήν την εξέλιξι της Δύσεως οι εκπρόσωποι των τριών επικρατεστέρων τάσεων είναι ο Θωμάς Ακινάτης από το ένα μέρος, ο Duns Scotus από το δεύτερο μέρος και ο Γουλιέλμος Ockham από το τρίτο μέρος. Ο Duns Scotus, του οποίου οι οπαδοί λέγονται Σκωτισταί, κάνει μία διάκρισι μεταξύ των προσόντων (attributia) και της ουσίας του Θεού, που μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με την Ορθόδοξη διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Μοιάζει μεν, αλλά δεν ταυτίζεται, διότι η διάκρισίς του είναι καθαρά φιλοσοφική, ενώ η Ορθόδοξη διάκρισις είναι καθαρά εμπειρική. Γι’ αυτό και η διάκρισίς του αυτή ονομάζεται και οντολογική ή μεταφυσική. Στην αρχαία Εκκλησία τέτοιες διακρίσεις, οντολογικές ή μεταφυσικές, φιλοσοφικές δηλαδή, μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού έκαναν συστηματικά οι αιρετικοί. Οι πιστοί της αρχαίας Εκκλησίας έκαναν και αυτοί διάκρισι, που ήταν όμως καθαρά εμπειρική, αφού εβασίζετο στην εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου