Ὅταν
λειτουργοῦσε γινόταν ἄλλος ἄνθρωπος. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἄκουγαν
διαφόρους ἤχους στό ἱερό βῆμα ἀπό οὐράνιους ἐπισκέπτες του. Γονάτιζαν κι
ἔψαλλαν τό «Κύριε ἐλέησον».
Μία φορά εἶπε ὁ ὅσιος στόν ψάλτη του: Εἶχα τόσους ἁγίους σήμερα, πού δέν εἶχα μέρος νά τούς βάλω. Τόν ἅγιο Παντελεήμονα τόν βάλαμε σέ μία γωνία, γιατί δέν ὑπῆρχε χῶρος…
Κάποτε οἱ δαίμονες ἐνοχλοῦσαν τόν ὅσιο καί δέν τόν ἄφηναν νά προσκομίσει. Μετά τή Λειτουργία εἶπε: Ἄρχισα αὐτό τό σαρανταλείτουργο μέ πίεση. Οἱ δαίμονες φώναζαν τά ὀνόματα, γιά νά μή τά μνημονεύσω, νά μή συγχωρεθοῦν.
Μετά ἕνα ἄλλο σαρανταλείτουργο τόν ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες γιά νά τό τελειώσεις;
—Ὄχι παιδί μου, μοῦ ἦταν τόσο εὐχάριστο, σάν νά ἔκανα ἕναν ἑσπερινό, γιατί ἦταν πολύ καλοί ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας σου ἔχει ἕνα πλούσιο τραπέζι σάν τοῦ Ἀβραάμ.
Τότε σκέφθηκε: Ἐμεῖς ἤμασταν τόσο φτωχοί, πού σχεδόν ἤμασταν πεινασμένοι, ποῦ τό βρῆκε ὁ πατέρας μας αὐτό τό πλούσιο τραπέζι;
—Μή τό βλέπεις ἔτσι, τόν διόρθωσε ὁ ὅσιος, μπορεῖ νά μή εἶχε νά δώσει, μά ἡ ψυχή του ἤθελε πολύ νά δίνει, καί ὁ Θεός τό μέτρησε σάν νά ἔδινε. Ἡ μάνα σου εἶναι σάν ὑπηρέτρια στόν πατέρα σου, γιατί ἦταν ἀρκετά κουραστική καί τόν στενοχωροῦσε, ὅλο γκρίνιαζε. Ἀλλά ὁ πατέρας σου πάντα μέ τό χαμόγελο τῆς φερόταν καί μέ πολύ καλωσύνη. Στούς συγγενεῖς σας εἴχατε καί μία τυφλή, πού ξεχάσατε νά τή γράψετε. Ἦταν ἁγνή καί πολύ ἀγαθή.
—Μά ἐσύ ποῦ τήν ἤξερες, ρώτησε ἀπορημένος ὁ ἄνθρωπος.
—Ὅταν μνημονεύω, ἔρχεται κι ἐκείνη στά κόλλυβα, ἀλλά ἔρχεται σάν μουσαφίρισσα, δέν ἑνώνεται μέ τούς ἄλλους. Τώρα ὁ καθένας πῆγε στή θέση του καί γιά σᾶς ἄνοιξε δρόμος…
Μία φορά εἶπε ὁ ὅσιος στόν ψάλτη του: Εἶχα τόσους ἁγίους σήμερα, πού δέν εἶχα μέρος νά τούς βάλω. Τόν ἅγιο Παντελεήμονα τόν βάλαμε σέ μία γωνία, γιατί δέν ὑπῆρχε χῶρος…
Κάποτε οἱ δαίμονες ἐνοχλοῦσαν τόν ὅσιο καί δέν τόν ἄφηναν νά προσκομίσει. Μετά τή Λειτουργία εἶπε: Ἄρχισα αὐτό τό σαρανταλείτουργο μέ πίεση. Οἱ δαίμονες φώναζαν τά ὀνόματα, γιά νά μή τά μνημονεύσω, νά μή συγχωρεθοῦν.
Μετά ἕνα ἄλλο σαρανταλείτουργο τόν ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες γιά νά τό τελειώσεις;
—Ὄχι παιδί μου, μοῦ ἦταν τόσο εὐχάριστο, σάν νά ἔκανα ἕναν ἑσπερινό, γιατί ἦταν πολύ καλοί ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας σου ἔχει ἕνα πλούσιο τραπέζι σάν τοῦ Ἀβραάμ.
Τότε σκέφθηκε: Ἐμεῖς ἤμασταν τόσο φτωχοί, πού σχεδόν ἤμασταν πεινασμένοι, ποῦ τό βρῆκε ὁ πατέρας μας αὐτό τό πλούσιο τραπέζι;
—Μή τό βλέπεις ἔτσι, τόν διόρθωσε ὁ ὅσιος, μπορεῖ νά μή εἶχε νά δώσει, μά ἡ ψυχή του ἤθελε πολύ νά δίνει, καί ὁ Θεός τό μέτρησε σάν νά ἔδινε. Ἡ μάνα σου εἶναι σάν ὑπηρέτρια στόν πατέρα σου, γιατί ἦταν ἀρκετά κουραστική καί τόν στενοχωροῦσε, ὅλο γκρίνιαζε. Ἀλλά ὁ πατέρας σου πάντα μέ τό χαμόγελο τῆς φερόταν καί μέ πολύ καλωσύνη. Στούς συγγενεῖς σας εἴχατε καί μία τυφλή, πού ξεχάσατε νά τή γράψετε. Ἦταν ἁγνή καί πολύ ἀγαθή.
—Μά ἐσύ ποῦ τήν ἤξερες, ρώτησε ἀπορημένος ὁ ἄνθρωπος.
—Ὅταν μνημονεύω, ἔρχεται κι ἐκείνη στά κόλλυβα, ἀλλά ἔρχεται σάν μουσαφίρισσα, δέν ἑνώνεται μέ τούς ἄλλους. Τώρα ὁ καθένας πῆγε στή θέση του καί γιά σᾶς ἄνοιξε δρόμος…
Περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου,
Μωυσῆς Μοναχὸς Ἁγιορείτης, στὸ 14ο βιβλίο τῆς σειρᾶς «ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ»ὑπὸ τὸν τίτλο «Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ ΣΗΜΕΡΑ;»
(ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010)
Μωυσῆς Μοναχὸς Ἁγιορείτης, στὸ 14ο βιβλίο τῆς σειρᾶς «ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ»ὑπὸ τὸν τίτλο «Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ ΣΗΜΕΡΑ;»
(ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου