ΜΕΡΟΣ ΣΤ'
Το «βοτάνι του διαβόλου»
Εκτός
όμως από την αγάπη και την συμπόνια που έδειχνε ο Στάρετς Θεόφιλος στα
ζώα και τα πουλιά, είχε κι άλλες συνήθειες και ιδιοτροπίες. Κατ' αρχήν,
δεν αγαπούσε καθόλου τους καπνιστές και ο ίδιος δεν μπορούσε να ανεχθή
τον καπνό του τσιγάρου.
«Βλέπετε, έχετε δηλητηριασθή μ' αυτό το βοτάνι του διαβόλου», επιτιμούσε αυστηρά τους επισκέπτας που κάπνιζαν. «Ήλθατε εδώ στο μοναστήρι να σκορπίσετε το μίασμα του ταμπάκου. Τι καλό θα πρόκυψη για σας αύριο, όταν δεχθήτε τα Άγια Μυστήρια με την γεύσι του καπνού στο στόμα; Φύγετε από κοντά μου. Δεν σας δίνω την ευλογία μου!»
Κάποτε ο Θεόφιλος προχωρούσε ανάμεσα στα δένδρα μέσα στην αυλή του μοναστηριού μαζί με ένα από τα πιο αγαπημένα του πνευματικά παιδιά από την πόλι κρατώντας ένα πήλινο πιάτο γεμάτο ρεπάνια τριμμένα μέσα σε κβας. Τον πλησίασε τότε ο Βίκτωρ Ιγνάτιεβιτς Ασκοτσένσκυ, συντάκτης και εκδότης της εφημερίδος Οικιακοί Διάλογοι. Εκείνη την ώρα κάπνιζε πούρο και καθώς άνοιξε το στόμα του να μιλήση, φύσηξε τον καπνό μέσα στο φαγητό του Στάρετς. Ο μακάριος δεν είπε τίποτε, βούτηξε μόνο το δάκτυλο του στο πιάτο και τον πιτσίλισε με λίγο ζουμί.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του ο Ασκοτσένσκυ κάθησε να φάη, μα το γεύμα που του σέρβιραν είχε έντονη μυρωδιά από ρεπάνι. Χωρίς να. υποψιασθή την αιτία, ο Ασκοτσένσκυ έστειλε το φαγητό πίσω και ζήτησε να του φέρουν άλλο. Μα κι αυτή την φορά υπήρχε η ίδια μυρωδιά. Εξωργισμένος ο Ασκοτσένσκυ φώναξε την μαγείρισσα και τους υπηρέτες, κανείς όμως δεν μπορούσε να του εξηγήση από πού προερχόταν η μυρωδιά. Σερβίρισαν και το δεύτερο πιάτο, αλλά και αυτό μύριζε έντονα ρεπάνι. Το ίδιο συνέβη και με το τρίτο πιάτο. Ο Ασκοτσένσκυ έχασε την υπομονή του. Βγήκε από το σπίτι και πήγε σ' έναν γνωστό του. Την ώρα όμως που τον χαιρετούσε, ο φίλος του παρατήρησε ότι μύριζε έντονα ρεπάνι. Παρ' όλα αυτά, ζήτησε κάτι να φάη, προβάλλοντας σαν δικαιολογία ότι το φαγητό στο σπίτι του ήταν κακομαγειρεμένο. Πόσο μεγάλη ήταν όμως η έκπληξίς του, όταν διεπίστωσε ότι ακόμη και το φαγητό του φίλου του ήταν διαποτισμένο με την μυρωδιά του ρεπανιού. Έχοντάς τα εντελώς χαμένα, πήγε στον φούρνο να αγοράση κουλουράκια. Γύρισε στο σπίτι και κάθισε να πιη τσάι. Αλλοίμονο, όμως! Το τσάι και τα κουλουράκια είχαν την ίδια μυρωδιά του τριμμένου ρεπανιού.
Πέρασαν δύο-τρεις μέρες και ο Ασκοτσένσκυ είχε φθάσει σε τέλεια απόγνωσι, γιατί όσοι τον συναντούσαν του παρατηρούσαν πόσο δυσάρεστα μύριζε ρεπάνι. Ο δυστυχής προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρη την αιτία αυτού του παράξενου φαινομένου, όταν τελικά θυμήθηκε την συνάντησί του με τον Στάρετς Θεόφιλο. Συνειδητοποιώντας την απρέπεια της πράξεώς του, πήγε στο Κιτάγιεφ να βρη τον μακάριο. Του ζήτησε συγχώρησι και από εκείνη την στιγμή η δυσάρεστη μυρωδιά εξαφανίσθηκε.
Η γερόντισσα Μαγδαληνή από τη μονή Φλωρόφσκυ διηγείται κάποιο άλλο περιστατικό:
«Κάποτε ήλθε από την Μόσχα ένας πλούσιος έμπορος με την σύζυγό του και σταμάτησαν στο μοναστήρι μας. Ακούγοντας τις διηγήσεις μας για τον Στάρετς Θεόφιλο, ο έμπορος ζήτησε να τον επισκεφθή οπωσδήποτε. Με παρεκάλεσε να τους συνοδεύω αυτόν και την σύζυγο του, μια και δεν γνώριζε τον δρόμο για το ερημητήριο του Κιτάγιεφ. Εγώ δέχθηκα κι έτσι ξεκινήσαμε όλοι μαζί. Καθώς περνούσαμε από το δάσος του Γκολοσέγιεφ, ο έμπορος ένοιωσε την επιθυμία να καπνίση. Έψαξε τις τσέπες του, αλλά δεν βρήκε σπίρτα. Τι να κάνη; Ευτυχώς είδε κάποιους να κάθωνται στην άκρη του δρόμου και να βράζουν κουρκούτι πάνω σε μία πυροστιά. Τους πλησίασε και προσπάθησε να ανάψη το τσιγάρο. Μόλις όμως άγγιξε την φωτιά, η πυροστιά αναποδογύρισε και το φαγητό χύθηκε και την έσβυσε.
«Τι παράξενο! Δεν πρόλαβα να αγγίξω την πυροστιά και το φαγητό αναποδογύρισε».
Προχωρήσαμε παρακάτω. Ο έμπορος είδε και πάλι κάποιους άγνωστους να βράζουν χυλό στην άκρη του δρόμου. Έτρεξε στην φωτιά τους για να ανάψη το τσιγάρο, αλλά μόλις έσκυψε πάνω από την φωτιά, πάλι αναποδογύρισε η πυροστιά.
«Τι παράξενη σύμπτωσις!» είπε ο έμπορος γελώντας. «Μήπως είναι μάγια;»
«Όχι», του απάντησα Εγώ. «Ο πατήρ Θεόφιλος τα κανόνισε έτσι, γιατί δεν συμπαθεί διόλου αυτούς που καπνίζουν».
Τελικά φθάσαμε στο Κιτάγιεφ και πήγαμε να δούμε τον Στάρετς. Εκείνος μόλις μας συνάντησε, στράφηκε κατ' ευθείαν στον έμπορο:
«Λοιπόν, περιστεράκι μου, ήθελες τόσο πολύ να καπνίσης; Για το δικό σου το πάθος άφησες χωρίς φαΐ τόσους πεινασμένους».
Κατόπιν του έφερε από το κελλί του ένα μεγάλο κρεμμύδι και του είπε.
«Να, φάε λίγο κρεμμύδι, γιατί με την μυρωδιά του τσιγάρου σου βρώμισες όλο το μοναστήρι!»
Τέτοιο προορατικό χάρισμα είχε!
Μία άλλη χαρακτηριστική αρχή του Στάρετς ήταν να μη φτύνη ποτέ στο έδαφος. Συμβούλευε και τους άλλους να το αποφεύγουν. Ιδιαίτερα δεν μπορούσε να ανεχθή όσους έφτυναν στον ναό του Θεού, στο πάτωμα της εκκλησίας.
«Γιατί φτύνης στην εκκλησία;» έλεγε σ' όσους το έκαναν. «Εδώ παρίσταται αοράτως ο Θεός και οι άνθρωποι γονατίζουν μπροστά Του για να προσευχηθούν. Γιατί φτύνης στη γη; Κι εσύ ο ίδιος είσαι χώμα και στάχτη, πώς λοιπόν τολμάς να φτύνης την μητέρα σου; Αυτή δεν είναι που θα σε δεχθή στην αγκαλιά της μετά τον θάνατό σου; Αυτή δεν είναι που θα φυλάξη το σώμα σου μέχρι την κοινή ανάστασι;»
«Βλέπετε, έχετε δηλητηριασθή μ' αυτό το βοτάνι του διαβόλου», επιτιμούσε αυστηρά τους επισκέπτας που κάπνιζαν. «Ήλθατε εδώ στο μοναστήρι να σκορπίσετε το μίασμα του ταμπάκου. Τι καλό θα πρόκυψη για σας αύριο, όταν δεχθήτε τα Άγια Μυστήρια με την γεύσι του καπνού στο στόμα; Φύγετε από κοντά μου. Δεν σας δίνω την ευλογία μου!»
Κάποτε ο Θεόφιλος προχωρούσε ανάμεσα στα δένδρα μέσα στην αυλή του μοναστηριού μαζί με ένα από τα πιο αγαπημένα του πνευματικά παιδιά από την πόλι κρατώντας ένα πήλινο πιάτο γεμάτο ρεπάνια τριμμένα μέσα σε κβας. Τον πλησίασε τότε ο Βίκτωρ Ιγνάτιεβιτς Ασκοτσένσκυ, συντάκτης και εκδότης της εφημερίδος Οικιακοί Διάλογοι. Εκείνη την ώρα κάπνιζε πούρο και καθώς άνοιξε το στόμα του να μιλήση, φύσηξε τον καπνό μέσα στο φαγητό του Στάρετς. Ο μακάριος δεν είπε τίποτε, βούτηξε μόνο το δάκτυλο του στο πιάτο και τον πιτσίλισε με λίγο ζουμί.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του ο Ασκοτσένσκυ κάθησε να φάη, μα το γεύμα που του σέρβιραν είχε έντονη μυρωδιά από ρεπάνι. Χωρίς να. υποψιασθή την αιτία, ο Ασκοτσένσκυ έστειλε το φαγητό πίσω και ζήτησε να του φέρουν άλλο. Μα κι αυτή την φορά υπήρχε η ίδια μυρωδιά. Εξωργισμένος ο Ασκοτσένσκυ φώναξε την μαγείρισσα και τους υπηρέτες, κανείς όμως δεν μπορούσε να του εξηγήση από πού προερχόταν η μυρωδιά. Σερβίρισαν και το δεύτερο πιάτο, αλλά και αυτό μύριζε έντονα ρεπάνι. Το ίδιο συνέβη και με το τρίτο πιάτο. Ο Ασκοτσένσκυ έχασε την υπομονή του. Βγήκε από το σπίτι και πήγε σ' έναν γνωστό του. Την ώρα όμως που τον χαιρετούσε, ο φίλος του παρατήρησε ότι μύριζε έντονα ρεπάνι. Παρ' όλα αυτά, ζήτησε κάτι να φάη, προβάλλοντας σαν δικαιολογία ότι το φαγητό στο σπίτι του ήταν κακομαγειρεμένο. Πόσο μεγάλη ήταν όμως η έκπληξίς του, όταν διεπίστωσε ότι ακόμη και το φαγητό του φίλου του ήταν διαποτισμένο με την μυρωδιά του ρεπανιού. Έχοντάς τα εντελώς χαμένα, πήγε στον φούρνο να αγοράση κουλουράκια. Γύρισε στο σπίτι και κάθισε να πιη τσάι. Αλλοίμονο, όμως! Το τσάι και τα κουλουράκια είχαν την ίδια μυρωδιά του τριμμένου ρεπανιού.
Πέρασαν δύο-τρεις μέρες και ο Ασκοτσένσκυ είχε φθάσει σε τέλεια απόγνωσι, γιατί όσοι τον συναντούσαν του παρατηρούσαν πόσο δυσάρεστα μύριζε ρεπάνι. Ο δυστυχής προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρη την αιτία αυτού του παράξενου φαινομένου, όταν τελικά θυμήθηκε την συνάντησί του με τον Στάρετς Θεόφιλο. Συνειδητοποιώντας την απρέπεια της πράξεώς του, πήγε στο Κιτάγιεφ να βρη τον μακάριο. Του ζήτησε συγχώρησι και από εκείνη την στιγμή η δυσάρεστη μυρωδιά εξαφανίσθηκε.
Η γερόντισσα Μαγδαληνή από τη μονή Φλωρόφσκυ διηγείται κάποιο άλλο περιστατικό:
«Κάποτε ήλθε από την Μόσχα ένας πλούσιος έμπορος με την σύζυγό του και σταμάτησαν στο μοναστήρι μας. Ακούγοντας τις διηγήσεις μας για τον Στάρετς Θεόφιλο, ο έμπορος ζήτησε να τον επισκεφθή οπωσδήποτε. Με παρεκάλεσε να τους συνοδεύω αυτόν και την σύζυγο του, μια και δεν γνώριζε τον δρόμο για το ερημητήριο του Κιτάγιεφ. Εγώ δέχθηκα κι έτσι ξεκινήσαμε όλοι μαζί. Καθώς περνούσαμε από το δάσος του Γκολοσέγιεφ, ο έμπορος ένοιωσε την επιθυμία να καπνίση. Έψαξε τις τσέπες του, αλλά δεν βρήκε σπίρτα. Τι να κάνη; Ευτυχώς είδε κάποιους να κάθωνται στην άκρη του δρόμου και να βράζουν κουρκούτι πάνω σε μία πυροστιά. Τους πλησίασε και προσπάθησε να ανάψη το τσιγάρο. Μόλις όμως άγγιξε την φωτιά, η πυροστιά αναποδογύρισε και το φαγητό χύθηκε και την έσβυσε.
«Τι παράξενο! Δεν πρόλαβα να αγγίξω την πυροστιά και το φαγητό αναποδογύρισε».
Προχωρήσαμε παρακάτω. Ο έμπορος είδε και πάλι κάποιους άγνωστους να βράζουν χυλό στην άκρη του δρόμου. Έτρεξε στην φωτιά τους για να ανάψη το τσιγάρο, αλλά μόλις έσκυψε πάνω από την φωτιά, πάλι αναποδογύρισε η πυροστιά.
«Τι παράξενη σύμπτωσις!» είπε ο έμπορος γελώντας. «Μήπως είναι μάγια;»
«Όχι», του απάντησα Εγώ. «Ο πατήρ Θεόφιλος τα κανόνισε έτσι, γιατί δεν συμπαθεί διόλου αυτούς που καπνίζουν».
Τελικά φθάσαμε στο Κιτάγιεφ και πήγαμε να δούμε τον Στάρετς. Εκείνος μόλις μας συνάντησε, στράφηκε κατ' ευθείαν στον έμπορο:
«Λοιπόν, περιστεράκι μου, ήθελες τόσο πολύ να καπνίσης; Για το δικό σου το πάθος άφησες χωρίς φαΐ τόσους πεινασμένους».
Κατόπιν του έφερε από το κελλί του ένα μεγάλο κρεμμύδι και του είπε.
«Να, φάε λίγο κρεμμύδι, γιατί με την μυρωδιά του τσιγάρου σου βρώμισες όλο το μοναστήρι!»
Τέτοιο προορατικό χάρισμα είχε!
Μία άλλη χαρακτηριστική αρχή του Στάρετς ήταν να μη φτύνη ποτέ στο έδαφος. Συμβούλευε και τους άλλους να το αποφεύγουν. Ιδιαίτερα δεν μπορούσε να ανεχθή όσους έφτυναν στον ναό του Θεού, στο πάτωμα της εκκλησίας.
«Γιατί φτύνης στην εκκλησία;» έλεγε σ' όσους το έκαναν. «Εδώ παρίσταται αοράτως ο Θεός και οι άνθρωποι γονατίζουν μπροστά Του για να προσευχηθούν. Γιατί φτύνης στη γη; Κι εσύ ο ίδιος είσαι χώμα και στάχτη, πώς λοιπόν τολμάς να φτύνης την μητέρα σου; Αυτή δεν είναι που θα σε δεχθή στην αγκαλιά της μετά τον θάνατό σου; Αυτή δεν είναι που θα φυλάξη το σώμα σου μέχρι την κοινή ανάστασι;»
Ο στάρετς και οι θαυμαστές του
Λίγοι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να πλησιάσουν τον στάρετς Θεόφιλο για να πάρουν την ευλογία του, γιατί περνούσε όλη την ημέρα στο δάσος προσευχόμενος και επέστρεφε στο ερημητήριο μόνο κατά την ώρα του εσπερινού, ώστε να είναι στην ώρα του για την έναρξι της ακολουθίας. Αν πάλι κάποιος κατόρθωνε να τον πλησίαση, ο στάρετς του έδινε την ευλογία του χωρίς να σταματήση, σαν να βιαζόταν πολύ. Γενικά ο μακάριος δεν ήθελε να στρέφεται επάνω του η προσοχή του κόσμου, για να μη διασπάται από την προσευχή.
Όταν αντιλαμβανόταν ότι στον δρόμο τον περίμεναν προσκυνητές, έστριβε κάπου στο πλάι μέσα στα δένδρα ή, αν ήταν στο μοναστήρι, σκαρφάλωνε ψηλά στην μεγάλη βελανιδιά που ήταν κοντά στον ξενώνα, ή πήγαινε στον κήπο, όπου κρυβόταν σε ένα βαθύ λάκκο που είχε σκάψει.
Φύλακας του κήπου ήταν ένας ειδικευμένος κηπουρός, ο Ιωακείμ Παμφίλιτς, δόκιμος της Λαύρας, έμπειρος στην δουλειά του και ευνοούμενος του μητροπολίτη Φιλάρετου. Αυτός εκνευριζόταν που ο μακάριος κρυβόταν στην κήπο χωρίς την άδειά του και οι θαυμαστές του τσαλαπατούσαν μέσα σ' αυτόν ψάχνοντας να τον βρουν. Ο Παμφίλιτς επέπληξε πολλές φορές τον στάρετς Θεόφιλο και τελικά, εκνευρισμένος από την μόνιμη ανεξικακία του, τον κτύπησε στο πρόσωπο. Ο μακάριος δεν συγχίσθηκε με αυτό και, σαν να απαντούσε με ευγνωμοσύνη, του έβαλε μετάνοια. Δίκασον, Κύριε τους αδικούντάς με, πολέμησον τους πολεμούντάς με[1]. ψιθύρισε ήσυχα και πρόσθεσε: «Ιωακείμ, μη φαντάζεσαι ότι ο μητροπολίτης σε αγαπά. Δεν θα γίνης ποτέ μοναχός...».
Σύντομα τα λόγια του μακαρίου βγήκαν αληθινά. Ο Ιωακείμ μετετέθη στην Λαύρα των Σπηλαίων και από εκεί τον απομάκρυναν εντελώς από το μοναστήρι εξ αιτίας κάποιων πράξεων του.
Ο Θεόφιλος αντιπαθούσε ιδιαίτερα την συναναστροφή με διανοουμένους και με όσους υψώνονταν πάνω από το επίπεδο των κοινών ανθρώπων. Περισσότερο δε απ’ όλους αντιπαθούσε τους λεγόμενους «αμαξάνθρωπους», αυτούς δηλαδή που έρχονταν με άμαξες, συνήθως με μοναδικό σκοπό να τον δουν σαν κάτι αξιοπερίεργο.
«Τι θέλετε από ένα βρωμερό πλάσμα σαν και μένα;» έλεγε στους επίμονους θαυμαστές του. «Τι ζητάτε από μένα, ένα φτωχό, ανήμπορο γέροντα και μεγάλο αμαρτωλό;»
«Ένα καλό λόγο, πατερούλη· συμβουλή, καθοδήγησι, παρηγοριά», απαντούσαν συνήθως οι επισκέπτες.
«Πηγαίνετε στον μεγαλόσχημο μοναχό Παρθένιο. Αυτός θα σας συμβουλέψη και θα σας διδάξη, εγώ δεν έχω τίποτε να σας πω. Στραφείτε με γνήσια πίστι προς την Υπεραγία Θεοτόκο και τους αγίους Πατέρες της Πετσέρσκαγια Λαύρας. Αυτοί θα σας δώσουν ό,τι είναι απαραίτητο, εγώ δεν έχω τίποτε».
Επί πλέον, ο στάρετς έσπρωχνε μερικές φορές όσους στέκονταν κοντά του και έφευγε γρήγορα μακριά τους. Πραγματικά, τι απαντήσεις θα μπορούσε να δώση στις τόσο κοσμικές ερωτήσεις τους; Μερικοί ζητούσαν συμβουλή για την επιτυχή έκβασι κάποιου δικαστηρίου εις βάρος κάποιου φτωχού· άλλοι ήθελαν να μάθουν αν ο γιος τους θα κατελάμβανε περιφανή θέσι κοντά σε γνωστό πρόσωπο· άλλοι τον συμβουλεύονταν για τον γάμο του γιου τους με μία πλούσια νύφη ή της κόρης μ' ένα φημισμένο γαμπρό. Μερικοί ζητούσαν ακόμη και προσευχές για να πάρουν μεγάλες αμοιβές, διακρίσεις και υψηλές συντάξεις. Για το ένα, ου έστι χρεία[2], δηλαδή για την σωτηρία της ψυχής, κανένας δεν σκεφτόταν να ζητήση συμβουλή.
Με σκοπό να αποφεύγη παρόμοιες ανωφελείς συναντήσεις και να ξεκόβη εκ των προτέρων τους ανεπιθύμητους και κουραστικούς επισκέπτες, ο μακάριος επέλεξε ένα πρωτότυπο τρόπο: σκόρπιζε στο κατώφλι του κελλιού του πίσσα ή κατράμι και έτσι έμενε ήσυχος από αργόσχολους επισκέπτες.
Όταν όμως εμφανιζόταν ένας άνθρωπος αληθινά απλός, θεοσεβής και διψασμένος για λόγο ωφελείας, ο στάρετς τον δεχόταν ευχαρίστως, χωρίς ωστόσο να παρατείνη πολύ την συνομιλία τους, και τον απέλυε με κάποια αυστηρή επίπληξι που απεκάλυπτε τις κρυφές αμαρτίες του.
«Ήταν παράδοξο να βλέπης», διηγούνταν αυτόπτες, «πώς ο μακάριος εξομολογούσε όσους πήγαιναν σ' εκείνον. Δεν ρωτούσε για τις αμαρτίες τους, όπως κάνουν συνήθως οι πνευματικοί, αλλά βάζοντας τα όσια χέρια του στο κεφάλι του εξομολογουμένου και ατενίζοντας στον ουρανό, απαριθμούσε αυτός τις κρυφές και φανερές αμαρτίες. Τότε, όχι μόνο ξεσπούσε σε κλάματα ο μετανοών, αλλά ακόμη και τα μαλλιά της κεφαλής του σηκώνονταν από τον φόβο και την ντροπή».
Λίγοι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να πλησιάσουν τον στάρετς Θεόφιλο για να πάρουν την ευλογία του, γιατί περνούσε όλη την ημέρα στο δάσος προσευχόμενος και επέστρεφε στο ερημητήριο μόνο κατά την ώρα του εσπερινού, ώστε να είναι στην ώρα του για την έναρξι της ακολουθίας. Αν πάλι κάποιος κατόρθωνε να τον πλησίαση, ο στάρετς του έδινε την ευλογία του χωρίς να σταματήση, σαν να βιαζόταν πολύ. Γενικά ο μακάριος δεν ήθελε να στρέφεται επάνω του η προσοχή του κόσμου, για να μη διασπάται από την προσευχή.
Όταν αντιλαμβανόταν ότι στον δρόμο τον περίμεναν προσκυνητές, έστριβε κάπου στο πλάι μέσα στα δένδρα ή, αν ήταν στο μοναστήρι, σκαρφάλωνε ψηλά στην μεγάλη βελανιδιά που ήταν κοντά στον ξενώνα, ή πήγαινε στον κήπο, όπου κρυβόταν σε ένα βαθύ λάκκο που είχε σκάψει.
Φύλακας του κήπου ήταν ένας ειδικευμένος κηπουρός, ο Ιωακείμ Παμφίλιτς, δόκιμος της Λαύρας, έμπειρος στην δουλειά του και ευνοούμενος του μητροπολίτη Φιλάρετου. Αυτός εκνευριζόταν που ο μακάριος κρυβόταν στην κήπο χωρίς την άδειά του και οι θαυμαστές του τσαλαπατούσαν μέσα σ' αυτόν ψάχνοντας να τον βρουν. Ο Παμφίλιτς επέπληξε πολλές φορές τον στάρετς Θεόφιλο και τελικά, εκνευρισμένος από την μόνιμη ανεξικακία του, τον κτύπησε στο πρόσωπο. Ο μακάριος δεν συγχίσθηκε με αυτό και, σαν να απαντούσε με ευγνωμοσύνη, του έβαλε μετάνοια. Δίκασον, Κύριε τους αδικούντάς με, πολέμησον τους πολεμούντάς με[1]. ψιθύρισε ήσυχα και πρόσθεσε: «Ιωακείμ, μη φαντάζεσαι ότι ο μητροπολίτης σε αγαπά. Δεν θα γίνης ποτέ μοναχός...».
Σύντομα τα λόγια του μακαρίου βγήκαν αληθινά. Ο Ιωακείμ μετετέθη στην Λαύρα των Σπηλαίων και από εκεί τον απομάκρυναν εντελώς από το μοναστήρι εξ αιτίας κάποιων πράξεων του.
Ο Θεόφιλος αντιπαθούσε ιδιαίτερα την συναναστροφή με διανοουμένους και με όσους υψώνονταν πάνω από το επίπεδο των κοινών ανθρώπων. Περισσότερο δε απ’ όλους αντιπαθούσε τους λεγόμενους «αμαξάνθρωπους», αυτούς δηλαδή που έρχονταν με άμαξες, συνήθως με μοναδικό σκοπό να τον δουν σαν κάτι αξιοπερίεργο.
«Τι θέλετε από ένα βρωμερό πλάσμα σαν και μένα;» έλεγε στους επίμονους θαυμαστές του. «Τι ζητάτε από μένα, ένα φτωχό, ανήμπορο γέροντα και μεγάλο αμαρτωλό;»
«Ένα καλό λόγο, πατερούλη· συμβουλή, καθοδήγησι, παρηγοριά», απαντούσαν συνήθως οι επισκέπτες.
«Πηγαίνετε στον μεγαλόσχημο μοναχό Παρθένιο. Αυτός θα σας συμβουλέψη και θα σας διδάξη, εγώ δεν έχω τίποτε να σας πω. Στραφείτε με γνήσια πίστι προς την Υπεραγία Θεοτόκο και τους αγίους Πατέρες της Πετσέρσκαγια Λαύρας. Αυτοί θα σας δώσουν ό,τι είναι απαραίτητο, εγώ δεν έχω τίποτε».
Επί πλέον, ο στάρετς έσπρωχνε μερικές φορές όσους στέκονταν κοντά του και έφευγε γρήγορα μακριά τους. Πραγματικά, τι απαντήσεις θα μπορούσε να δώση στις τόσο κοσμικές ερωτήσεις τους; Μερικοί ζητούσαν συμβουλή για την επιτυχή έκβασι κάποιου δικαστηρίου εις βάρος κάποιου φτωχού· άλλοι ήθελαν να μάθουν αν ο γιος τους θα κατελάμβανε περιφανή θέσι κοντά σε γνωστό πρόσωπο· άλλοι τον συμβουλεύονταν για τον γάμο του γιου τους με μία πλούσια νύφη ή της κόρης μ' ένα φημισμένο γαμπρό. Μερικοί ζητούσαν ακόμη και προσευχές για να πάρουν μεγάλες αμοιβές, διακρίσεις και υψηλές συντάξεις. Για το ένα, ου έστι χρεία[2], δηλαδή για την σωτηρία της ψυχής, κανένας δεν σκεφτόταν να ζητήση συμβουλή.
Με σκοπό να αποφεύγη παρόμοιες ανωφελείς συναντήσεις και να ξεκόβη εκ των προτέρων τους ανεπιθύμητους και κουραστικούς επισκέπτες, ο μακάριος επέλεξε ένα πρωτότυπο τρόπο: σκόρπιζε στο κατώφλι του κελλιού του πίσσα ή κατράμι και έτσι έμενε ήσυχος από αργόσχολους επισκέπτες.
Όταν όμως εμφανιζόταν ένας άνθρωπος αληθινά απλός, θεοσεβής και διψασμένος για λόγο ωφελείας, ο στάρετς τον δεχόταν ευχαρίστως, χωρίς ωστόσο να παρατείνη πολύ την συνομιλία τους, και τον απέλυε με κάποια αυστηρή επίπληξι που απεκάλυπτε τις κρυφές αμαρτίες του.
«Ήταν παράδοξο να βλέπης», διηγούνταν αυτόπτες, «πώς ο μακάριος εξομολογούσε όσους πήγαιναν σ' εκείνον. Δεν ρωτούσε για τις αμαρτίες τους, όπως κάνουν συνήθως οι πνευματικοί, αλλά βάζοντας τα όσια χέρια του στο κεφάλι του εξομολογουμένου και ατενίζοντας στον ουρανό, απαριθμούσε αυτός τις κρυφές και φανερές αμαρτίες. Τότε, όχι μόνο ξεσπούσε σε κλάματα ο μετανοών, αλλά ακόμη και τα μαλλιά της κεφαλής του σηκώνονταν από τον φόβο και την ντροπή».
Ο αμαρτωλός έμπορος
Στην πόλι Βασίλκοφ ζούσε ένας έμπορος αλόγων που με σκοτεινές δουλειές είχε κάνει μεγάλη περιουσία. Είχε ζήσει όλη του την ζωή μέσα στην διαφθορά, την απάτη και την κακία, στα γεράματά του όμως, επειδή ένοιωθε τύψεις συνειδήσεως, αποφάσισε να ζητήση συγχώρησι από τον Θεό. Είχε ακούσει πολλά για τον μεγάλο ασκητή, τον ιερομόναχο Θεόφιλο, και ξεκίνησε για το Κίεβο με την ελπίδα να τον συναντήση.
Ο προορατικός στάρετς, προγνωρίζοντας την επίσκεψι του διψασμένου για ψυχική σωτηρία αμαρτωλού, αποφάσισε να προλάβη την άφιξί του και να τον συνάντηση πριν φθάση στο ερημητήριο. Για τον λόγο αυτό πήγε στο δάσος και όλη μέρα περίμενε τον έμπορο στον δρόμο που βρίσκεται η Κόκκινη Ταβέρνα. Σύντομα εμφανίστηκε η άμαξα με τον έμπορο καθισμένο περήφανα μέσα της. Αυτός αντιλήφθηκε τον μοναχό που προχωρούσε προς την κατεύθυνσί του, βγήκε από την άμαξα και τον πλησίασε.
«Χαίρετε, πατερούλη...»
«Χαίρετε, κύριε έμπορε...»
«Είναι μακριά από εδώ για το ερημητήριο;»
«Για ποιο θέλετε;»
«Για το Κιτάγιεφ».
«Για τον Θεό είναι ψηλά, για τον Τσάρο είναι μακριά, μα για το ερημητήριο είναι πιο κοντά απ’ όλα. Ποιος είναι ο σκοπός σας; Να προσευχηθήτε στον Θεό;»
«Κάτι τέτοιο... Περισσότερο όμως απ’ όλα θέλω να δω κάποιον μοναχό που ονομάζεται Θεόφιλος. Μπορείτε να μου πήτε πού μένει;»
«Τι τον θέλετε;».
«Λένε ότι είναι προορατικός άγιος».
«Ποιος, ο Θεόφιλος;»
«Ναι, ο Θεόφιλος».
«Τι αγιότητα είναι αυτή; Πιστέψατε τις ανοησίες που λένε οι γριές;»
«Μα, πώς; Όλοι λένε...»
«Και τι μ' αυτό; Είναι τόσο αισχρός, τόσο πόρνος, που δεν θα εύρισκες τέτοιον παλιάνθρωπο σ' όλο τον κόσμο. Βίασε γυναίκες, αποπλάνησε κοπέλες, έκλεψε άλογα γειτόνων του την νύχτα, δάνεισε χρήματα σε φτωχούς με υπερβολικό τόκο. Πόσα ορφανά άφησε στον κόσμο χωρίς ένα ρούχο, πόσους ανθρώπους κατέστρεψε με σκοτεινές δουλειές και απάτες! Έκανε μεγάλη κοιλιά με τα ξένα αγαθά και τώρα επιθυμεί να πλησίαση τον Θεό! Ήρθε στον στάρετς Θεόφιλο με μία στίβα θανάσιμες αμαρτίες από κλοπές αλόγων! Λοιπόν, μετανόησε, μετανόησε! Παρακάλεσε τον Θεό. Ο Κύριος είναι εύσπλαγχνος... Ου βούλεται τον θάνατον τον αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν[3]».
Όμως ο έκπληκτος έμπορος είχε αισθανθή μέσα στην καρδιά του ότι αυτός ήταν ο Θεόφιλος και είχε ήδη πέσει στα πόδια του στάρετς, βρέχοντας τα με δάκρυα μετανοίας.
«Συγχώρεσέ με, πατερούλη. Λύτρωσε με τον καταραμένο. Είμαι ένας φονιάς, ένας λωποδύτης, ένας εγκληματίας...»
«Ο Θεός θα συγχωρήση, ο Θεός θα συγχωρήση. Πήγαινε στους Αγίους του Θεού, πρόσπεσε σ' αυτούς, παρακάλεσέ τους. Αυτοί θα σε εξιλεώσουν, θα συγχωρήσουν τα πάντα. Ο πατέρας σου ήταν δίκαιος άνθρωπος και με τις προσευχές του ο Θεός θα ευσπλαγχνισθή και σένα».
«Όχι, δεν θα με ευσπλαγχνισθή. Παρόργισα πάρα πολύ την απέραντη φιλανθρωπία Του».
«Θα συγχωρήση, θα συγχωρήση. Μόνο μη θόλωσης πάλι με πτώσεις και αμέλειες τις ευεργετικές πηγές, που σήμερα καθάρισαν με την μετάνοια την ψυχή σου. Μη παύσης να προσεύχεσαι, μη δώσης ελευθερία στα πάθη σου. Φύλαξε το έλεος, την αγάπη και διατήρησε τον φόβο του Θεού. Πήγαινε!»
Ο έμπορος ξεκίνησε αμέσως για την Λαύρα, όπου επί ώρες έλεγε σ' όλους τους μοναχούς των Σπηλαίων για την συνάντησί του με τον Θεόφιλο.
Προρρήσεις θανάτων
Σε άλλη περίπτωσι ο μακάριος συνάντησε στο δάσος του Κιτάγιεφ ένα περαστικό γαιοκτήμονα και του είπε:
«Πού πηγαίνεις:»
«Σπίτι, πατερούλη!»
«Τα τακτοποίησες όμως με τον Θεό:»
Ο γαιοκτήμων απόρησε και προχώρησε χωρίς απάντησι.
«Δεν τα τακτοποίησες;» είπε ο στάρετς ακολουθώντας τον. «Να θυμάσαι, ήρθες εδώ καλά, αλλά δεν θα γυρίσης σπίτι υγιής».
Τι συνέβη λοιπόν: Στο ταξίδι της επιστροφής, ακριβώς στην είσοδο της πόλεως, τα άλογα αφήνιασαν και ανέτρεψαν την άμαξα. Πέφτοντας ο γαιοκτήμονας κτύπησε σε πέτρα και σκοτώθηκε.
Ορίστε και άλλο περιστατικό:
Στην πόλι Κερτς. κοντά στο Ταμάν, ζούσε η χήρα ενός συνταγματάρχη, η Αλεξάνδρα Σοκόλοβα. Αυτή πήγε με την αδελφή της στο Κιτάγιεφ και ζήτησε από τον στάρετς την ευλογία του.
«Δίδαξε την, την ανόητη», είπε ο μακάριος στην αδελφή της. δείχνοντας την Σοκόλαβα, «δίδαξε την καλύτερα, γιατί διαφορετικά θα πηγαίνη με άλογα μέχρι να πεθάνη...»
Η Σοκόλοβα όμως δεν έδωσε σημασία στα λόγια αυτά. Μόλις επέστρεφε στο κτήμα της πρόσταξε να ζέψουν μια άμαξα και ξεκίνησε για το Κερτς για δουλειές. Τα άλογα τρόμαξαν από κάτι στο δρόμο, αφηνίασαν και έριξαν την Σοκόλοβα στο έδαφος, η οποία πέθανε την ίδια μέρα.
Ακόμη ένα περιστατικό. Κάποτε ο στάρετς πήγε στην μεγάλη Εκκλησία της Λαύρας, έλαβε θέσι σ’ ένα από τα στασίδια κατά μήκος του τοίχου της εκκλησίας και άρχισε να προσεύχεται. Στην διάρκεια της αναγνώσεως του Ψαλτηρίου θέλησε να προσκυνήση τους τάφους των αγίων που βρίσκονταν στην εκκλησία και, αφού άφησε το ψαλτήρι του στο στασίδι, πήγε στον τάφο του άγιου Θεοδοσίου. Αυτό το είδαν ο αναγνώστης και ο βοηθός τυπικάρης και αποφάσισαν να κάνουν ένα αστείο στον Θεόφιλο κρύβοντας το ψαλτήρι του. Όταν ο μακάριος επέστρεψε στον κυρίως ναό, δεν γύρισε καν να κοιτάξη στο μέρος όπου καθόταν προηγουμένως. Αντιθέτως, πήγε κατ’ ευθείαν στον βοηθό τυπικάρη που είχε κρύψει το ψαλτήρι στην τσέπη του και του είπε αυστηρά:
«Ε, γέροντα, γέροντα... Αύριο θα πεθάνης και σήμερα θέλεις να κάνης ζαβολιές. Συμφορά σου!»
Η πρόρρησις εκπληρώθηκε με ακρίβεια. Το επόμενο πρωί ο ηλικιωμένος μοναχός πέθανε ξαφνικά.
Ο στάρετς Θεόφιλος κρατούσε απόθεμα ενδυμάτων στο κελλί του, καθώς πολλοί φιλάνθρωποι του έστελναν κάθε λογής ρούχα για τις ελεημοσύνες του. Όταν έβλεπε κάποιον ρακένδυτο άνθρωπο, αμέσως τον έπαιρνε στο κελλί του, του πρόσφερε τηγανίτες και του έδινε καινούργιο πουκάμισο ή ακόμη τον έντυνε από την κορφή ως τα νύχια.
Κάποτε πήγε στον στάρετς ένας εργάτης από το κεραμοποιείο της Λαύρας, ο Ιβάν Μπολσάκοφ. Είχε πάρει από την Λαύρα τον μηνιαίο μισθό του αλλά, από ανθρώπινη αδυναμία, πήγε κατ’ ευθείαν έξω και τα ήπιε μέχρι το τελευταίο καπίκι[4]. Κι έτσι εντελώς κουρελής, πήγε στον μακάριο για ελεημοσύνη.
«Γιατί ελεημοσύνη σε σένα;» του είπε ο στάρετς. «θα τα πιης όλα με τον ίδιο τρόπο. Να πάρε ένα καινούργιο πουκάμισο. Σήμερα θα πεθάνης και δεν ταιριάζει να είσαι στο φέρετρο κουρελής».
Ο Ιβάν Μπολσάκοφ πήρε το καινούργιο πουκάμισο και σκέφθηκε: «Περίμενε συ να πεθάνω, θα τρέξω αμέσως τώρα στην ταβέρνα, Θα πουλήσω το πουκάμισο και θα πιω ένα καλό πιοτό στην υγειά σου».
Όπως είπε, έτσι και έκανε. Ήπιε μέχρι να μεθύση και το βράδυ γύρισε στο κεραμοποιείο. Χόρεψε, τραγούδησε, αστειεύθηκε. Ύστερα θυμήθηκε τον Θεόφιλο. Διηγήθηκε πώς πήρε το πουκάμισο και για την πρόρρησι του θανάτου. Τέλος, ζήτησε άδεια να κοιμηθή στο κεραμοποιείο και του επέτρεψαν. Σκαρφάλωσε στην ψηλότερη κουκέτα, ακριβώς κάτω από το ταβάνι. Τη νύχτα ακούστηκε ξαφνικά ένας βαρύς γδούπος. Άναψαν φώτα και είδαν τον Ιβάν Μπολσάκοφ πεσμένο στο πάτωμα, με το πρόσωπο μέσα στο αίμα, να μην αναπνέη... Ακροάσθηκαν την καρδιά του· δεν χτυπούσε. Ο δυστυχής είχε πεθάνει. Τι να κάνουν; Τον έντυσαν την άλλη μέρα με ό,τι βρήκαν και τον έθαψαν στο νεκροταφείο με χριστιανική κηδεία. Την δε ιστορία του πουκαμίσου και της προρρήσεως του στάρετς Θεοφίλου ακόμη και σήμερα μπορεί να την ακούση κανείς.
Στην πόλι Βασίλκοφ ζούσε ένας έμπορος αλόγων που με σκοτεινές δουλειές είχε κάνει μεγάλη περιουσία. Είχε ζήσει όλη του την ζωή μέσα στην διαφθορά, την απάτη και την κακία, στα γεράματά του όμως, επειδή ένοιωθε τύψεις συνειδήσεως, αποφάσισε να ζητήση συγχώρησι από τον Θεό. Είχε ακούσει πολλά για τον μεγάλο ασκητή, τον ιερομόναχο Θεόφιλο, και ξεκίνησε για το Κίεβο με την ελπίδα να τον συναντήση.
Ο προορατικός στάρετς, προγνωρίζοντας την επίσκεψι του διψασμένου για ψυχική σωτηρία αμαρτωλού, αποφάσισε να προλάβη την άφιξί του και να τον συνάντηση πριν φθάση στο ερημητήριο. Για τον λόγο αυτό πήγε στο δάσος και όλη μέρα περίμενε τον έμπορο στον δρόμο που βρίσκεται η Κόκκινη Ταβέρνα. Σύντομα εμφανίστηκε η άμαξα με τον έμπορο καθισμένο περήφανα μέσα της. Αυτός αντιλήφθηκε τον μοναχό που προχωρούσε προς την κατεύθυνσί του, βγήκε από την άμαξα και τον πλησίασε.
«Χαίρετε, πατερούλη...»
«Χαίρετε, κύριε έμπορε...»
«Είναι μακριά από εδώ για το ερημητήριο;»
«Για ποιο θέλετε;»
«Για το Κιτάγιεφ».
«Για τον Θεό είναι ψηλά, για τον Τσάρο είναι μακριά, μα για το ερημητήριο είναι πιο κοντά απ’ όλα. Ποιος είναι ο σκοπός σας; Να προσευχηθήτε στον Θεό;»
«Κάτι τέτοιο... Περισσότερο όμως απ’ όλα θέλω να δω κάποιον μοναχό που ονομάζεται Θεόφιλος. Μπορείτε να μου πήτε πού μένει;»
«Τι τον θέλετε;».
«Λένε ότι είναι προορατικός άγιος».
«Ποιος, ο Θεόφιλος;»
«Ναι, ο Θεόφιλος».
«Τι αγιότητα είναι αυτή; Πιστέψατε τις ανοησίες που λένε οι γριές;»
«Μα, πώς; Όλοι λένε...»
«Και τι μ' αυτό; Είναι τόσο αισχρός, τόσο πόρνος, που δεν θα εύρισκες τέτοιον παλιάνθρωπο σ' όλο τον κόσμο. Βίασε γυναίκες, αποπλάνησε κοπέλες, έκλεψε άλογα γειτόνων του την νύχτα, δάνεισε χρήματα σε φτωχούς με υπερβολικό τόκο. Πόσα ορφανά άφησε στον κόσμο χωρίς ένα ρούχο, πόσους ανθρώπους κατέστρεψε με σκοτεινές δουλειές και απάτες! Έκανε μεγάλη κοιλιά με τα ξένα αγαθά και τώρα επιθυμεί να πλησίαση τον Θεό! Ήρθε στον στάρετς Θεόφιλο με μία στίβα θανάσιμες αμαρτίες από κλοπές αλόγων! Λοιπόν, μετανόησε, μετανόησε! Παρακάλεσε τον Θεό. Ο Κύριος είναι εύσπλαγχνος... Ου βούλεται τον θάνατον τον αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν[3]».
Όμως ο έκπληκτος έμπορος είχε αισθανθή μέσα στην καρδιά του ότι αυτός ήταν ο Θεόφιλος και είχε ήδη πέσει στα πόδια του στάρετς, βρέχοντας τα με δάκρυα μετανοίας.
«Συγχώρεσέ με, πατερούλη. Λύτρωσε με τον καταραμένο. Είμαι ένας φονιάς, ένας λωποδύτης, ένας εγκληματίας...»
«Ο Θεός θα συγχωρήση, ο Θεός θα συγχωρήση. Πήγαινε στους Αγίους του Θεού, πρόσπεσε σ' αυτούς, παρακάλεσέ τους. Αυτοί θα σε εξιλεώσουν, θα συγχωρήσουν τα πάντα. Ο πατέρας σου ήταν δίκαιος άνθρωπος και με τις προσευχές του ο Θεός θα ευσπλαγχνισθή και σένα».
«Όχι, δεν θα με ευσπλαγχνισθή. Παρόργισα πάρα πολύ την απέραντη φιλανθρωπία Του».
«Θα συγχωρήση, θα συγχωρήση. Μόνο μη θόλωσης πάλι με πτώσεις και αμέλειες τις ευεργετικές πηγές, που σήμερα καθάρισαν με την μετάνοια την ψυχή σου. Μη παύσης να προσεύχεσαι, μη δώσης ελευθερία στα πάθη σου. Φύλαξε το έλεος, την αγάπη και διατήρησε τον φόβο του Θεού. Πήγαινε!»
Ο έμπορος ξεκίνησε αμέσως για την Λαύρα, όπου επί ώρες έλεγε σ' όλους τους μοναχούς των Σπηλαίων για την συνάντησί του με τον Θεόφιλο.
Προρρήσεις θανάτων
Σε άλλη περίπτωσι ο μακάριος συνάντησε στο δάσος του Κιτάγιεφ ένα περαστικό γαιοκτήμονα και του είπε:
«Πού πηγαίνεις:»
«Σπίτι, πατερούλη!»
«Τα τακτοποίησες όμως με τον Θεό:»
Ο γαιοκτήμων απόρησε και προχώρησε χωρίς απάντησι.
«Δεν τα τακτοποίησες;» είπε ο στάρετς ακολουθώντας τον. «Να θυμάσαι, ήρθες εδώ καλά, αλλά δεν θα γυρίσης σπίτι υγιής».
Τι συνέβη λοιπόν: Στο ταξίδι της επιστροφής, ακριβώς στην είσοδο της πόλεως, τα άλογα αφήνιασαν και ανέτρεψαν την άμαξα. Πέφτοντας ο γαιοκτήμονας κτύπησε σε πέτρα και σκοτώθηκε.
Ορίστε και άλλο περιστατικό:
Στην πόλι Κερτς. κοντά στο Ταμάν, ζούσε η χήρα ενός συνταγματάρχη, η Αλεξάνδρα Σοκόλοβα. Αυτή πήγε με την αδελφή της στο Κιτάγιεφ και ζήτησε από τον στάρετς την ευλογία του.
«Δίδαξε την, την ανόητη», είπε ο μακάριος στην αδελφή της. δείχνοντας την Σοκόλαβα, «δίδαξε την καλύτερα, γιατί διαφορετικά θα πηγαίνη με άλογα μέχρι να πεθάνη...»
Η Σοκόλοβα όμως δεν έδωσε σημασία στα λόγια αυτά. Μόλις επέστρεφε στο κτήμα της πρόσταξε να ζέψουν μια άμαξα και ξεκίνησε για το Κερτς για δουλειές. Τα άλογα τρόμαξαν από κάτι στο δρόμο, αφηνίασαν και έριξαν την Σοκόλοβα στο έδαφος, η οποία πέθανε την ίδια μέρα.
Ακόμη ένα περιστατικό. Κάποτε ο στάρετς πήγε στην μεγάλη Εκκλησία της Λαύρας, έλαβε θέσι σ’ ένα από τα στασίδια κατά μήκος του τοίχου της εκκλησίας και άρχισε να προσεύχεται. Στην διάρκεια της αναγνώσεως του Ψαλτηρίου θέλησε να προσκυνήση τους τάφους των αγίων που βρίσκονταν στην εκκλησία και, αφού άφησε το ψαλτήρι του στο στασίδι, πήγε στον τάφο του άγιου Θεοδοσίου. Αυτό το είδαν ο αναγνώστης και ο βοηθός τυπικάρης και αποφάσισαν να κάνουν ένα αστείο στον Θεόφιλο κρύβοντας το ψαλτήρι του. Όταν ο μακάριος επέστρεψε στον κυρίως ναό, δεν γύρισε καν να κοιτάξη στο μέρος όπου καθόταν προηγουμένως. Αντιθέτως, πήγε κατ’ ευθείαν στον βοηθό τυπικάρη που είχε κρύψει το ψαλτήρι στην τσέπη του και του είπε αυστηρά:
«Ε, γέροντα, γέροντα... Αύριο θα πεθάνης και σήμερα θέλεις να κάνης ζαβολιές. Συμφορά σου!»
Η πρόρρησις εκπληρώθηκε με ακρίβεια. Το επόμενο πρωί ο ηλικιωμένος μοναχός πέθανε ξαφνικά.
Ο στάρετς Θεόφιλος κρατούσε απόθεμα ενδυμάτων στο κελλί του, καθώς πολλοί φιλάνθρωποι του έστελναν κάθε λογής ρούχα για τις ελεημοσύνες του. Όταν έβλεπε κάποιον ρακένδυτο άνθρωπο, αμέσως τον έπαιρνε στο κελλί του, του πρόσφερε τηγανίτες και του έδινε καινούργιο πουκάμισο ή ακόμη τον έντυνε από την κορφή ως τα νύχια.
Κάποτε πήγε στον στάρετς ένας εργάτης από το κεραμοποιείο της Λαύρας, ο Ιβάν Μπολσάκοφ. Είχε πάρει από την Λαύρα τον μηνιαίο μισθό του αλλά, από ανθρώπινη αδυναμία, πήγε κατ’ ευθείαν έξω και τα ήπιε μέχρι το τελευταίο καπίκι[4]. Κι έτσι εντελώς κουρελής, πήγε στον μακάριο για ελεημοσύνη.
«Γιατί ελεημοσύνη σε σένα;» του είπε ο στάρετς. «θα τα πιης όλα με τον ίδιο τρόπο. Να πάρε ένα καινούργιο πουκάμισο. Σήμερα θα πεθάνης και δεν ταιριάζει να είσαι στο φέρετρο κουρελής».
Ο Ιβάν Μπολσάκοφ πήρε το καινούργιο πουκάμισο και σκέφθηκε: «Περίμενε συ να πεθάνω, θα τρέξω αμέσως τώρα στην ταβέρνα, Θα πουλήσω το πουκάμισο και θα πιω ένα καλό πιοτό στην υγειά σου».
Όπως είπε, έτσι και έκανε. Ήπιε μέχρι να μεθύση και το βράδυ γύρισε στο κεραμοποιείο. Χόρεψε, τραγούδησε, αστειεύθηκε. Ύστερα θυμήθηκε τον Θεόφιλο. Διηγήθηκε πώς πήρε το πουκάμισο και για την πρόρρησι του θανάτου. Τέλος, ζήτησε άδεια να κοιμηθή στο κεραμοποιείο και του επέτρεψαν. Σκαρφάλωσε στην ψηλότερη κουκέτα, ακριβώς κάτω από το ταβάνι. Τη νύχτα ακούστηκε ξαφνικά ένας βαρύς γδούπος. Άναψαν φώτα και είδαν τον Ιβάν Μπολσάκοφ πεσμένο στο πάτωμα, με το πρόσωπο μέσα στο αίμα, να μην αναπνέη... Ακροάσθηκαν την καρδιά του· δεν χτυπούσε. Ο δυστυχής είχε πεθάνει. Τι να κάνουν; Τον έντυσαν την άλλη μέρα με ό,τι βρήκαν και τον έθαψαν στο νεκροταφείο με χριστιανική κηδεία. Την δε ιστορία του πουκαμίσου και της προρρήσεως του στάρετς Θεοφίλου ακόμη και σήμερα μπορεί να την ακούση κανείς.
Ο μικρός μοναχός
Μία αρχόντισσα, η Μαρία Κοζμίνισκα Σεπέλεβα. όποτε ερχόταν στο ερημητήριο του Κιτάγιεφ με τον τετράχρονο γιο της, πήγαινε στον στάρετς Θεόφιλο για ευλογία. Ο μακάριος την συμπαθούσε πολύ και κάθε φορά που την συναντούσε στην αυλή του μοναστηριού, κοιτούσε τον μικρό της γυιο και έλεγε: «Α! Να, έρχεται ένας μικρός μοναχός!»
Κάποτε φώναξε το παιδί στο κελλί του και του έδωσε ένα σωρό μικρά τσουρέκια: «Άνοιξε τα χέρια σου! Φάε τα τσουρέκια!» Το παιδί τα έτρωγε με όρεξι και ο στάρετς το ενθάρρυνε. «Φάε, φάε· όταν μεγαλώσης, θα πάρης τον Χριστό, όχι τα τσουρέκια».
Η πρόρρησις του στάρετς πραγματοποιήθηκε. Το παιδί μεγάλωσε, τοποθετήθηκε στο τυπογραφείο της Λαύρας για εκπαίδευσι, κατόπιν έγινε δόκιμος και αργότερα ένας πνευματικός της Λαύρας, σεβαστός σε όλους.
Κάποτε ο μακάριος κάλεσε τον συγκελλιώτη του, τον Παντελεήμονα, και του είπε: «Βάλε εδαφιαία μετάνοια σ' αυτό το παιδί. Φίλησε το χέρι του πνευματικού σου!» Όταν το παιδί μεγάλωσε και έγινε ιερομόναχος, έκειρε τον Παντελεήμονα μοναχό στα τελευταία του και όταν πέθανε τον κήδεψε.
Μία αρχόντισσα, η Μαρία Κοζμίνισκα Σεπέλεβα. όποτε ερχόταν στο ερημητήριο του Κιτάγιεφ με τον τετράχρονο γιο της, πήγαινε στον στάρετς Θεόφιλο για ευλογία. Ο μακάριος την συμπαθούσε πολύ και κάθε φορά που την συναντούσε στην αυλή του μοναστηριού, κοιτούσε τον μικρό της γυιο και έλεγε: «Α! Να, έρχεται ένας μικρός μοναχός!»
Κάποτε φώναξε το παιδί στο κελλί του και του έδωσε ένα σωρό μικρά τσουρέκια: «Άνοιξε τα χέρια σου! Φάε τα τσουρέκια!» Το παιδί τα έτρωγε με όρεξι και ο στάρετς το ενθάρρυνε. «Φάε, φάε· όταν μεγαλώσης, θα πάρης τον Χριστό, όχι τα τσουρέκια».
Η πρόρρησις του στάρετς πραγματοποιήθηκε. Το παιδί μεγάλωσε, τοποθετήθηκε στο τυπογραφείο της Λαύρας για εκπαίδευσι, κατόπιν έγινε δόκιμος και αργότερα ένας πνευματικός της Λαύρας, σεβαστός σε όλους.
Κάποτε ο μακάριος κάλεσε τον συγκελλιώτη του, τον Παντελεήμονα, και του είπε: «Βάλε εδαφιαία μετάνοια σ' αυτό το παιδί. Φίλησε το χέρι του πνευματικού σου!» Όταν το παιδί μεγάλωσε και έγινε ιερομόναχος, έκειρε τον Παντελεήμονα μοναχό στα τελευταία του και όταν πέθανε τον κήδεψε.
«Το φως της ζωής»
Ο αρχιεπιστάτης στην ανέγερσι του Καθεδρικού Ναού του αγίου Βλαδιμήρου στο Κίεβο, ο Κοδράτος Κοζμίτς Χοβάλκιν, επιθυμώντας να περάση την υπόλοιπη ζωή του με γαλήνη και ησυχία, άρχισε να κτίζη στο Κίεβο ένα σπίτι για τον εαυτό του. Ξαφνικά τον βρήκε μεγάλη συμφορά. Πέθανε η αγαπημένη του κόρη, η μοναδική παρηγοριά και ανακούφισις στην μοναχική ζωή του. Με θλίψι στην καρδιά, ο Χοβάλκιν πήγε στον στάρετς Θεόφιλο για παρηγοριά.
«Γιατί θλίβεσαι;» του είπε ο μακάριος. «Κάθισε σ' ένα κελλί και λέγε την ευχή του Ιησού: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν. Όλα θα περάσουν».
«Πού να περάσουν, πατερούλη. Στο πρόσωπο της νεκρής χάθηκε για μένα το φως της ζωής μου».
«Το φως της ζωής σου είναι ο Ανέσπερος Ήλιος, ο Ιησούς Χριστός. Αγόρασε ένα μανδύα. Σύντομα θα γίνης μοναχός».
Λίγο καιρό αργότερα, ο Κοδράτος Κοζμίτς προσήλθε στην αδελφότητα του ερημητηρίου του Γκολοσέγιεφ ως δόκιμος, έκτισε εκεί ένα ξενώνα και άρχισε μία άσκησι σωτηρίας. Σύντομα έμεινε τυφλός. έγινε μοναχός με το όνομα Έρασμος και έζησε πολλά χρόνια έγκλειστος σ' ένα κελλί κοντά στην εκκλησία. Όταν πέθανε, στις 15 Αυγούστου 1880, ετάφη λίγο πιο πέρα από τον τάφο του ασκητή στάρετς Παρθενίου.
Ο αρχιεπιστάτης στην ανέγερσι του Καθεδρικού Ναού του αγίου Βλαδιμήρου στο Κίεβο, ο Κοδράτος Κοζμίτς Χοβάλκιν, επιθυμώντας να περάση την υπόλοιπη ζωή του με γαλήνη και ησυχία, άρχισε να κτίζη στο Κίεβο ένα σπίτι για τον εαυτό του. Ξαφνικά τον βρήκε μεγάλη συμφορά. Πέθανε η αγαπημένη του κόρη, η μοναδική παρηγοριά και ανακούφισις στην μοναχική ζωή του. Με θλίψι στην καρδιά, ο Χοβάλκιν πήγε στον στάρετς Θεόφιλο για παρηγοριά.
«Γιατί θλίβεσαι;» του είπε ο μακάριος. «Κάθισε σ' ένα κελλί και λέγε την ευχή του Ιησού: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν. Όλα θα περάσουν».
«Πού να περάσουν, πατερούλη. Στο πρόσωπο της νεκρής χάθηκε για μένα το φως της ζωής μου».
«Το φως της ζωής σου είναι ο Ανέσπερος Ήλιος, ο Ιησούς Χριστός. Αγόρασε ένα μανδύα. Σύντομα θα γίνης μοναχός».
Λίγο καιρό αργότερα, ο Κοδράτος Κοζμίτς προσήλθε στην αδελφότητα του ερημητηρίου του Γκολοσέγιεφ ως δόκιμος, έκτισε εκεί ένα ξενώνα και άρχισε μία άσκησι σωτηρίας. Σύντομα έμεινε τυφλός. έγινε μοναχός με το όνομα Έρασμος και έζησε πολλά χρόνια έγκλειστος σ' ένα κελλί κοντά στην εκκλησία. Όταν πέθανε, στις 15 Αυγούστου 1880, ετάφη λίγο πιο πέρα από τον τάφο του ασκητή στάρετς Παρθενίου.
Η ευλογία του στάρετς
Ένας νέος της μεσαίας τάξεως του Κιέβου, ο Θεράπων Ντομπροβόλσκυ, ένοιωσε βαθιά επιθυμία να γίνη δόκιμος στην Λαύρα. Επί τρεις ημέρες πήγαινε με την μητέρα του στον στάρετς Θεόφιλο για ευλογία, άλλα ο μακάριος απέφευγε συνεχώς να συζητήση με τον επισκέπτη, στέλνοντάς τον άλλοτε στον ξενώνα και άλλοτε στον ναό. Την τρίτη ημέρα, όταν ο Θεράπων και η μητέρα του είχαν πεινάσει πολύ και φαινόταν ότι η επίσκεψις τους θα έπρεπε να παραταθή, ο νέος στράφηκε για βοήθεια στον συγκελλιώτη του γέροντα, τον Ιβάν. Αυτός τους λυπήθηκε κι έστειλε τον Θεράποντα στο κελλί του στάρετς.
«Γιατί τριγυρνάς εδώ γύρω; Μήπως είμαι κανένας άγιος;» ερώτησε θυμωμένα ο στάρετς τον νέο.
Σ' ένα λεπτό έστειλε έξω με τον Ιβάν λίγο ψωμί και λάχανο τουρσί για τον πεινασμένο Θεράποντα και την μητέρα του. Μόλις ο νέος δοκίμασε το "κέρασμα", αισθάνθηκε την πείνα του να εξαφανίζεται. Σε μισή ώρα ο στάρετς ξαναβγήκε από το κελλί του και ο Θεράπων βλέποντάς τον έπεσε στα πόδια του.
«Δώσε μου την ευλογία σου για την Λαύρα, πατερούλη!»
«Τι ευλογία να σου δώσω; Δεν θα γίνης ποτέ ιερομόναχος. Πήγαινε πάντως. Μόνο να ζήσης καλά. Τετάρτη και Παρασκευή να μην τρως ψάρι και να μη χάσης ποτέ την ακολουθία του Όρθρου».
Ο Θεράπων Ντομπροβόλσκυ έγινε δεκτός στην Λαύρα και εκάρη μοναχός με το όνομα Σπυρίδων. Έζησε πενήντα ένα χρόνια στο μοναστήρι ως απλός μοναχός, τηρώντας πιστά τις οδηγίες του στάρετς, χωρίς να χάση ούτε μία φορά την ακολουθία του Όρθρου.
Ένας νέος της μεσαίας τάξεως του Κιέβου, ο Θεράπων Ντομπροβόλσκυ, ένοιωσε βαθιά επιθυμία να γίνη δόκιμος στην Λαύρα. Επί τρεις ημέρες πήγαινε με την μητέρα του στον στάρετς Θεόφιλο για ευλογία, άλλα ο μακάριος απέφευγε συνεχώς να συζητήση με τον επισκέπτη, στέλνοντάς τον άλλοτε στον ξενώνα και άλλοτε στον ναό. Την τρίτη ημέρα, όταν ο Θεράπων και η μητέρα του είχαν πεινάσει πολύ και φαινόταν ότι η επίσκεψις τους θα έπρεπε να παραταθή, ο νέος στράφηκε για βοήθεια στον συγκελλιώτη του γέροντα, τον Ιβάν. Αυτός τους λυπήθηκε κι έστειλε τον Θεράποντα στο κελλί του στάρετς.
«Γιατί τριγυρνάς εδώ γύρω; Μήπως είμαι κανένας άγιος;» ερώτησε θυμωμένα ο στάρετς τον νέο.
Σ' ένα λεπτό έστειλε έξω με τον Ιβάν λίγο ψωμί και λάχανο τουρσί για τον πεινασμένο Θεράποντα και την μητέρα του. Μόλις ο νέος δοκίμασε το "κέρασμα", αισθάνθηκε την πείνα του να εξαφανίζεται. Σε μισή ώρα ο στάρετς ξαναβγήκε από το κελλί του και ο Θεράπων βλέποντάς τον έπεσε στα πόδια του.
«Δώσε μου την ευλογία σου για την Λαύρα, πατερούλη!»
«Τι ευλογία να σου δώσω; Δεν θα γίνης ποτέ ιερομόναχος. Πήγαινε πάντως. Μόνο να ζήσης καλά. Τετάρτη και Παρασκευή να μην τρως ψάρι και να μη χάσης ποτέ την ακολουθία του Όρθρου».
Ο Θεράπων Ντομπροβόλσκυ έγινε δεκτός στην Λαύρα και εκάρη μοναχός με το όνομα Σπυρίδων. Έζησε πενήντα ένα χρόνια στο μοναστήρι ως απλός μοναχός, τηρώντας πιστά τις οδηγίες του στάρετς, χωρίς να χάση ούτε μία φορά την ακολουθία του Όρθρου.
Ο υγρός τάφος
Ένας ναυτικός από την πόλι Κερτς, ο Ανδρέας Γκαπτσένκο, ήρθε το 1851 για προσκύνημα στο Κίεβο με την γυναίκα του, την μικρή κόρη του και την αδελφή του. Αφού πέρασαν αρκετές ήμερες στο Κίεβο και είδαν τα αξιοθέατα, οι προσκυνητές πήγαν στο Κιτάγιεφ για τον στάρετς Θεόφιλο.
Ο μακάριος βγήκε από το κελλί του και στράφηκε κατ' ευθείαν στην γυναίκα του Γκαπτσένκο, την Ευδοκία Τρυφόνοβα, και την ρώτησε:
«Ζεις κοντά στην θάλασσα;»
«Ναι, κοντά στην θάλασσα, πατερούλη».
«Και το δέλτα του ποταμού σας είναι βαθύ;»
«Δεν ξέρω, πατερούλη, δεν το μέτρησα», απάντησε κατάπληκτη η Ευδοκία Τρυφόνοβα, κοιτώντας τρομαγμένη τους δικούς της.
«Τετάρτη και Παρασκευή να αγοράζης θυμίαμα και κεριά και να τα δίνης στην εκκλησία για την σωτηρία της ψυχής σου· γιατί σε έστειλαν για δουλειά και πούλησες μόνο ψάρια».
Με τα λόγια αυτά τους ευλόγησε όλους και έφυγε.
Οι προσκυνητές έφυγαν και σταμάτησαν για λίγο στο Ποτσάγιεφ για προσκύνημα, έπειτα πέρασαν για μία ακόμη φορά από το Κίεβο και, αφού άφησαν την κόρη τους στο μοναστήρι Φλορόφσκυ στην φροντίδα της μοναχής Αγγελίνας, ξεκίνησαν μόνοι τους για το Κερτς.
Πέρασε λίγος καιρός. Στις 28 Ιουνίου, παραμονή της εορτής των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ο Ανδρέας Γκαπτσένκο έπρεπε να φύγη για επείγουσα επαγγελματική υπόθεσι. Έπεσε όμως πολύ άρρωστος και αναγκάσθηκε να στείλη την γυναίκα του στη θέσι του, ενώ ο ίδιος έμεινε σπίτι στο Μιτροντάτ. Η Ευδοκία Τρυφόνοβα ξεκίνησε για το ταξίδι με την κόρη της Παρασκευή που ήταν ενός έτους. Έπρεπε να διασχίσουν με πλοίο το δέλτα του πόταμου. Τα πλοία όμως ήταν γεμάτα και η νεαρή γυναίκα αναγκάσθηκε να επιβιβαστή σε μία άκατο φορτωμένη ασβέστη.
Σύντομα η άκατος άπλωσε πανιά και βγήκε στην ανοιχτή θάλασσα. Την νύχτα ακούστηκε ξαφνικά μία απελπισμένη κραυγή:
«Σώστε τους εαυτούς σας, βυθιζόμαστε!!»
Μία μεγάλη ρωγμή είχε ανοίξει στην καρίνα και το σκάφος άρχισε να βυθίζεται.
Πολλοί ρίχνονταν στην θάλασσα έντρομοι, άλλοι πηδούσαν στις σωσίβιες λέμβους και άλλοι αφήνονταν στο έλεος της τύχης. Η Ευδοκία Τρυφόνοβα δεν τα έχασε και με θερμές προσευχές στράφηκε στον Θεό για βοήθεια. Πέρασε μισή ώρα. Το σκάφος βούλιαζε όλο και περισσότερο. Τώρα το κατάστρωμα είχε καλυφθή με νερό και η Ευδοκία στεκόταν με το νερό μέχρι τα γόνατα. Ο αδυσώπητος θάνατος πλησίαζε όλο και περισσότερο.
«Κύριε, ευλόγησον!»
Με τα λόγια αυτά η Ευδοκία έκανε τον σταυρό της, έδεσε το παιδί στην πλάτη της και άρχισε να κολυμπά γενναία. Η νέα γυναίκα πάλευε απεγνωσμένα με το νερό βάζοντας δεκαπλάσια δύναμι στα χέρια της και διέσχιζε τα ορμητικά κύματα της βαθιάς θάλασσας. Όλα γύρω ήταν σκοτεινά, ατελείωτο νερό, και από πουθενά δεν φαινόταν βοήθεια η σωτηρία. Τα χέρια της άρχισαν να παραλύουν και η Ευδοκία έβαλε όλη της την δύναμι. Γύρισε με την πλάτη, μετακίνησε το παιδί στο στήθος της και κρατώντας το με τα δόντια συνέχισε να κολυμπά, χωρίς να ξέρη προς τα πού. Η ακτή ήταν ακόμη μακριά, πολύ μακριά... Της φαινόταν ότι έβλεπε τους δικούς της να περιμένουν τρομαγμένοι την επιστροφή της.
«Αντίο, αγαπημένοι μου, αντίο!»
Η δύναμί της χανόταν και τα χέρια της δεν μπορούσαν πια να κινηθούν. Της φαινόταν ότι γλιστρούσε κάπου μέσα στο κρύο, μέσα στο βάθος, κι ένα τρομακτικό σκοτάδι σκέπαζε τα μάτια της...
Ο Ανδρέας συντετριμμένος από την συμφορά, έψαξε πολύ για την πνιγμένη του σύζυγο και ο Θεός τον λυπήθηκε. Την τρίτη ημέρα τα κύματα έβγαλαν το σώμα της στην ακτή κοντά στο Ταμάν με τον τρόμο αποτυπωμένο στο πρόσωπό της. Η αδύναμη σύντροφος της ζωής του κειτόταν σιωπηλή στην ακρογιαλιά κρατώντας στα ξυλιασμένα χέρια της την πεθαμένη κορούλα της, την οποία πίεζε σφιχτά στο μητρικό της στήθος. Αφού κήδεψε την νεκρή σύζυγο του κοντά στο μέρος όπου την είχε βγάλει η θάλασσα, ο Ανδρέας Γκαπτσένκο προσήλθε στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου, όπου έγινε μοναχός με το όνομα Μαλαχίας.
[1] Ψαλμ. λδ’ 1
[2] πρβλ. Λουκ. ι’ 42
[3] πρβλ. Ιεζ. λγ’ 11
[4] Υποδιαίρεσις του ρωσικού νομίσματος, το 1/100 του ρουβλίου
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 12-13
ΙΟΥΝΙΟΣ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1991
Ένας ναυτικός από την πόλι Κερτς, ο Ανδρέας Γκαπτσένκο, ήρθε το 1851 για προσκύνημα στο Κίεβο με την γυναίκα του, την μικρή κόρη του και την αδελφή του. Αφού πέρασαν αρκετές ήμερες στο Κίεβο και είδαν τα αξιοθέατα, οι προσκυνητές πήγαν στο Κιτάγιεφ για τον στάρετς Θεόφιλο.
Ο μακάριος βγήκε από το κελλί του και στράφηκε κατ' ευθείαν στην γυναίκα του Γκαπτσένκο, την Ευδοκία Τρυφόνοβα, και την ρώτησε:
«Ζεις κοντά στην θάλασσα;»
«Ναι, κοντά στην θάλασσα, πατερούλη».
«Και το δέλτα του ποταμού σας είναι βαθύ;»
«Δεν ξέρω, πατερούλη, δεν το μέτρησα», απάντησε κατάπληκτη η Ευδοκία Τρυφόνοβα, κοιτώντας τρομαγμένη τους δικούς της.
«Τετάρτη και Παρασκευή να αγοράζης θυμίαμα και κεριά και να τα δίνης στην εκκλησία για την σωτηρία της ψυχής σου· γιατί σε έστειλαν για δουλειά και πούλησες μόνο ψάρια».
Με τα λόγια αυτά τους ευλόγησε όλους και έφυγε.
Οι προσκυνητές έφυγαν και σταμάτησαν για λίγο στο Ποτσάγιεφ για προσκύνημα, έπειτα πέρασαν για μία ακόμη φορά από το Κίεβο και, αφού άφησαν την κόρη τους στο μοναστήρι Φλορόφσκυ στην φροντίδα της μοναχής Αγγελίνας, ξεκίνησαν μόνοι τους για το Κερτς.
Πέρασε λίγος καιρός. Στις 28 Ιουνίου, παραμονή της εορτής των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ο Ανδρέας Γκαπτσένκο έπρεπε να φύγη για επείγουσα επαγγελματική υπόθεσι. Έπεσε όμως πολύ άρρωστος και αναγκάσθηκε να στείλη την γυναίκα του στη θέσι του, ενώ ο ίδιος έμεινε σπίτι στο Μιτροντάτ. Η Ευδοκία Τρυφόνοβα ξεκίνησε για το ταξίδι με την κόρη της Παρασκευή που ήταν ενός έτους. Έπρεπε να διασχίσουν με πλοίο το δέλτα του πόταμου. Τα πλοία όμως ήταν γεμάτα και η νεαρή γυναίκα αναγκάσθηκε να επιβιβαστή σε μία άκατο φορτωμένη ασβέστη.
Σύντομα η άκατος άπλωσε πανιά και βγήκε στην ανοιχτή θάλασσα. Την νύχτα ακούστηκε ξαφνικά μία απελπισμένη κραυγή:
«Σώστε τους εαυτούς σας, βυθιζόμαστε!!»
Μία μεγάλη ρωγμή είχε ανοίξει στην καρίνα και το σκάφος άρχισε να βυθίζεται.
Πολλοί ρίχνονταν στην θάλασσα έντρομοι, άλλοι πηδούσαν στις σωσίβιες λέμβους και άλλοι αφήνονταν στο έλεος της τύχης. Η Ευδοκία Τρυφόνοβα δεν τα έχασε και με θερμές προσευχές στράφηκε στον Θεό για βοήθεια. Πέρασε μισή ώρα. Το σκάφος βούλιαζε όλο και περισσότερο. Τώρα το κατάστρωμα είχε καλυφθή με νερό και η Ευδοκία στεκόταν με το νερό μέχρι τα γόνατα. Ο αδυσώπητος θάνατος πλησίαζε όλο και περισσότερο.
«Κύριε, ευλόγησον!»
Με τα λόγια αυτά η Ευδοκία έκανε τον σταυρό της, έδεσε το παιδί στην πλάτη της και άρχισε να κολυμπά γενναία. Η νέα γυναίκα πάλευε απεγνωσμένα με το νερό βάζοντας δεκαπλάσια δύναμι στα χέρια της και διέσχιζε τα ορμητικά κύματα της βαθιάς θάλασσας. Όλα γύρω ήταν σκοτεινά, ατελείωτο νερό, και από πουθενά δεν φαινόταν βοήθεια η σωτηρία. Τα χέρια της άρχισαν να παραλύουν και η Ευδοκία έβαλε όλη της την δύναμι. Γύρισε με την πλάτη, μετακίνησε το παιδί στο στήθος της και κρατώντας το με τα δόντια συνέχισε να κολυμπά, χωρίς να ξέρη προς τα πού. Η ακτή ήταν ακόμη μακριά, πολύ μακριά... Της φαινόταν ότι έβλεπε τους δικούς της να περιμένουν τρομαγμένοι την επιστροφή της.
«Αντίο, αγαπημένοι μου, αντίο!»
Η δύναμί της χανόταν και τα χέρια της δεν μπορούσαν πια να κινηθούν. Της φαινόταν ότι γλιστρούσε κάπου μέσα στο κρύο, μέσα στο βάθος, κι ένα τρομακτικό σκοτάδι σκέπαζε τα μάτια της...
Ο Ανδρέας συντετριμμένος από την συμφορά, έψαξε πολύ για την πνιγμένη του σύζυγο και ο Θεός τον λυπήθηκε. Την τρίτη ημέρα τα κύματα έβγαλαν το σώμα της στην ακτή κοντά στο Ταμάν με τον τρόμο αποτυπωμένο στο πρόσωπό της. Η αδύναμη σύντροφος της ζωής του κειτόταν σιωπηλή στην ακρογιαλιά κρατώντας στα ξυλιασμένα χέρια της την πεθαμένη κορούλα της, την οποία πίεζε σφιχτά στο μητρικό της στήθος. Αφού κήδεψε την νεκρή σύζυγο του κοντά στο μέρος όπου την είχε βγάλει η θάλασσα, ο Ανδρέας Γκαπτσένκο προσήλθε στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου, όπου έγινε μοναχός με το όνομα Μαλαχίας.
[1] Ψαλμ. λδ’ 1
[2] πρβλ. Λουκ. ι’ 42
[3] πρβλ. Ιεζ. λγ’ 11
[4] Υποδιαίρεσις του ρωσικού νομίσματος, το 1/100 του ρουβλίου
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 12-13
ΙΟΥΝΙΟΣ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου