Κυριακὴ
Β΄ Λουκᾶ (Λουκ. 6,31-36)
ΑΓΑΠΗ ΠΛΑΤΕΙΑ
«…Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν…» (Λουκ. 6,35)
Ιατρός
ψυχῶν καὶ σωμάτων, μοναδικὸς ἰατρός,
ἀγαπητοί μου, εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς Χριστός. Ἰατρεῖο του εἶναι ἡ
Ἐκκλησία. «Τίς ὀδυνώμενος καὶ προσπίπτων
τῷ ἰατρείῳ τούτῳ οὐ θεραπεύεται;»,
ψάλλει ὁ ὑμνῳδός (Παρακλ. ἦχ. δ΄, Κυρ.
ἑσπ.). Νοσοκόμοι καὶ ὑπηρέται στὸ
ἰατρεῖο αὐτὸ εἶναι οἱ κληρικοί. Καὶ
φάρμακα δοκιμασμένα εἶναι ἡ πίστις,
ἡ μετάνοια, τὰ ἅγια μυστήρια, τὰ λόγια
τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Χριστὸς θεραπεύει κάθε ἀσθένεια. Ἐμεῖς βέβαια δίνουμε μεγάλη σημασία στὶς σωματικὲς ἀσθένειες, ὅπως λ.χ. στὸν καρκίνο ποὺ μαστίζει τὸν κόσμο καὶ μᾶς τρομοκρατεῖ. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος χειρότερος καρκίνος. Ποιός εἶναι; εἶναι τὸ μῖσος, ἡ ἔχθρα, ἡ ἐκδίκησις. Τὸ φάρμακο γιὰ τὸ κακὸ αὐτὸ μᾶς δίνει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Ὁ Χριστὸς θεραπεύει κάθε ἀσθένεια. Ἐμεῖς βέβαια δίνουμε μεγάλη σημασία στὶς σωματικὲς ἀσθένειες, ὅπως λ.χ. στὸν καρκίνο ποὺ μαστίζει τὸν κόσμο καὶ μᾶς τρομοκρατεῖ. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος χειρότερος καρκίνος. Ποιός εἶναι; εἶναι τὸ μῖσος, ἡ ἔχθρα, ἡ ἐκδίκησις. Τὸ φάρμακο γιὰ τὸ κακὸ αὐτὸ μᾶς δίνει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Ἡ ἔχθρα, ποὺ αἰσθάνεται
κάποιος γιὰ ἕνα συνάνθρωπό του, εἶναι
θανάσιμος ἁμαρτία. Αὐτὴ ὥπλισε τὸ
χέρι τοῦ Κάϊν ἐναντίον τοῦ Ἄβελ. Καὶ
αὐτὴ ἔκτοτε μέχρι σήμερα ὁπλίζει τὰ
χέρια γιὰ ἐγκλήματα καὶ πολέμους,
τοπικοὺς καὶ παγκοσμίους, μέχρι καὶ
τὸν Ἁρμαγεδῶνα (Ἀπ. 16,16). Ἰδού ἡ αἰτία
τῶν πολέμων· τὸ μῖσος λαῶν κατὰ
λαῶν, ἐθνῶν κατὰ ἐθνῶν, ἀνθρώπων
κατὰ ἀνθρώπων, ἰδεολογιῶν κατὰ
ἰδεολογιῶν, συστημάτων κατὰ
συστημάτων.
Ὑπάρχει φάρμακο; Ἴσως πῇ κανείς· Νά οἱ συνασπισμοὶ τῶν ἐθνῶν (Ο.Η.Ε. κ.τ.λ.). Ἀλλ’ αὐτὰ εἶναι «χάπια» καὶ «ἔμπλαστρα», ἀνίκανα ν’ ἀγγίξουν τὴν ψυχή. Μὲ ἀνθρώπινες συνταγὲς δὲν θεραπεύεται ὁ ἀσθενής. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ θεῖο φάρμακο, ποὺ φαίνεται μὲν δυσάρεστο εἶναι ὅμως ἀποτελεσματικό· συνήθως τὰ πικρὰ φάρμακα εἶναι τὰ ὠφέλιμα. Τέτοιο λοιπὸν φάρμακο προσφέρει σήμερα ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὰ λόγια «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Λουκ. 6,35).
Αὐτὸ τὸ «πλὴν» σημαίνει τὸ ἑξῆς. Δὲν ξέρω, λέει ὁ Κύριος, τί λένε οἱ ἄλλοι (φιλόσοφοι, θρησκεύματα, ἰδεολογίες). Ἐγὼ ἔρχομαι ἀπὸ ἕνα κόσμο ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων. Ἀπὸ ᾽κεῖ κατεβάζω ἐδῶ στὴ γῆ μιὰ ἀγάπη ὑψηλή, θεία, ἐσταυρωμένη, τῆς ὁποίας τὴν ἔννοια δὲν ἐγνώριζε προηγουμένως ἡ ἀνθρωπότης. Ἐν ἀντιθέσει λοιπὸν πρὸς ὅλους αὐτούς, ποὺ περιορίζουν τὴν ἀγάπη, ἐγὼ ἐντείνω τὸ τόξο τῆς οὐρανίας διδασκαλίας καὶ ἐξαποστέλλω τὸ βέλος τῆς σωτηρίας καὶ λέω· «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Μπρὸς γενναῖοι, προχωρῆστε! Μὴν ἀγαπᾷς μόνο τὴ γυναῖκα καὶ τὸ παιδί σου, τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, ἕνα μικρὸ κύκλο ἀνθρώπων· σπάσε τὸ φραγμὸ τοῦ μίσους, διάρρηξε τὸν κλοιὸ τῆς ἀπεχθείας, γίνε ἄγγελος φτερωτός, συμπερίλαβε στὸν κύκλο τῆς ἀγάπης σου ὅλο τὸν κόσμο, κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς σου.
Ἄχ, Κύριε ―ἀκούεται ἀντίρρησις―, αὐτὸ εἶναι δύσκολο. Δὲν εἶμαι ἅγιος, δὲν εἶμαι ἄγγελος· εἶμαι ἄνθρωπος. Μὲ πονάει ἡ ἀδικία. Ἀδύνατον, φωνάζει ὁ φτωχὸς ποὺ τὸν ποδοπατεῖ ὁ μινώταυρος τοῦ πλούτου, ἡ πτέρνα τῆς κεφαλαιοκρατίας. Ἀδύνατον, φωνάζει ὁ ἐργάτης, ποὺ τὸν συνθλίβει ὁ ἐργοστασιάρχης. Ἀδύνατον, φωνάζει ὁ πατέρας, ν’ ἀγαπήσω τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ μου. Ἀδύνατον, λένε ἡ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ν’ ἀγαπήσουμε τὸ δολοφόνο τοῦ προστάτη μας. Κύριε, μᾶς βάζεις φορτίο μεγάλο. Πές μας ὁ,τιδήποτε ἄλλο, νὰ τὸ κάνουμε… Ὁ Κύριος ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, ἐξακολουθεῖ νὰ φωνάζῃ διὰ μέσου τῶν αἰώνων· «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»!
Δυστυχής, ἀγαπητοί μου, ὅποιος τρέφει στὴν καρδιά του μῖσος – ἔχθρα. Ὅλοι ἡσυχάζουν, αὐτὸς δὲν κοιμᾶται. Σκέπτεται τὴν ἐκδίκησι. εἶναι αὐτὸ πάθος ἀβυσσαλέο· οὔτε Δάντης οὔτε Σαίξπηρ μποροῦν νὰ τὸ περιγράψουν. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ μῖσος μοιάζει μὲ τὴν καμήλα, ποὺ ἂν κάποιος τὴν κεντήσῃ δὲν τὸ λησμονεῖ· καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια μπορεῖ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ. Ὁ παπᾶς ἑνὸς χωριοῦ μοῦ ἔλεγε, ὅτι πάλεψε νὰ πείσῃ ἕνα γέροντα 85 ἐτῶν νὰ ἐξομολογηθῇ· αὐτὸς εἶχε μῖσος ἄσπονδο μ’ ἕνα γείτονά του, δὲ δεχόταν νὰ τὸν συγχωρήσῃ· καὶ δυστυχῶς πέθανε ἀμετανόητος. Κάποτε στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανὸ ταξίδευε ἕνα καράβι. Ἔπεσε σὲ τρικυμία κι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ βυθιζόταν. Μεταξὺ τῶν ἐπιβατῶν ἦταν καὶ δύο θανάσιμοι ἐχθροί, ὁ ἕνας στὴν πλώρη κι ὁ ἄλλος στὴν πρύμη. Καὶ ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τί ἔκανε· ἀνέβηκε πάνω στὸ κατάρτι – γιατί νομίζετε; Ἤθελε, προτοῦ νὰ πνιγῇ, νὰ δῇ νὰ πνίγεται ὁ ἐχθρός του! Τέτοιο πάθος.
«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», λέει ὁ Χριστός. Καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς διδάσκει ν’ ἀγαποῦμε. Ποιός ἄλλος, ἀγαπητοί μου, ἀδικήθηκε περισσότερο ἀπὸ τὸ Χριστό; Ἐμεῖς, καὶ ἂν κάτι παθαίνουμε, νὰ λέμε σὰν τὸ λῃστή· «Ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν» (Λουκ. 23,41). Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὑπῆρξε ὁ ἀναμάρτητος· ὄχι μόνο δὲν ἔκανε ποτέ κακὸ σὲ κανένα, ἀλλὰ καὶ «διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10,38). Καὶ ὅμως πόσα δὲν ὑπέμεινε! Στὸ θάνατο ξεπέρασε τὸ Σωκράτη καὶ κάθε ἄλλον. Μέσα στὴν ὀδύνη τοῦ σταυροῦ, ἀπὸ τὰ χείλη του βγῆκε ὄχι κατάρα καὶ ὕβρις, ἀλλὰ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριός μας δίδει τέτοιο παράδειγμα, θὰ εἴμεθα ἀνάξια παιδιά του ἐὰν δὲν ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη του. Ἀκούω ὅμως τὴν ἀντίρρησι·
―Ὁ Χριστὸς συγχώρησε τοὺς σταυρωτάς, γιατὶ σὰν Θεὸς εἶχε τὴ δύναμι. Ἐγὼ δὲ μπορῶ.
Ἔτσι λές; Λοιπὸν σοῦ ἀπαντῶ. Ὁ Χριστὸς ἔδωσε δύναμι καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο νὰ βαδίσῃ στὰ ἴχνη του. Ἄνοιξε, ἀγαπητέ, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Βλέπεις ἐκεῖ ἕνα Παῦλο, ἐνῷ οἱ Ἑβραῖοι τὸν μισοῦσαν, νὰ παρακαλῇ· Θεέ μου, σῶσε τοὺς συμπατριῶτες μου (βλ. ῾Ρωμ. 9,1-3). Βλέπεις ἕνα Στέφανο, κάτω ἀπὸ βροχὴ λίθων, νὰ λέῃ γονατιστός· «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7,60). Βλέπεις τὸν ἅγιο Διονύσιο τῆς Ζακύνθου νὰ νικᾷ τὸ πάθος, νὰ συγχωρῇ καὶ νὰ καλύπτῃ τὸν φονέα τοῦ ἀδερφοῦ του. Μὰ ἡ ἀντίρρησις ἐξακολουθεῖ.
―Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»· τώρα γίνονται;
Θέλεις ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴ δική μας ἱστορία; Μιὰ ἡρωϊκὴ μορφὴ τοῦ ἀγῶνος τῆς παλιγγενεσίας μας εἶναι ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τὸ 1824 στὴν Πελοπόννησο ἔγινε ἐμφύλιος σπαραγμός – ἡ κατάρα τοῦ ἔθνους μας. Οἱ Ἕλληνες, ῾Ρουμελιῶτες καὶ Μανιᾶτες, χωρίστηκαν, καὶ ἕνα βόλι σκοτώνει τὸν Πᾶνο, τὸν ἀγαπημένο γυιὸ τοῦ Κολοκοτρώνη. Σπλαγχνικὸς πατέρας ὁ Γέρος, ἔκλαψε τὸ παιδί του καὶ τὸ ἔθαψε. Ἀφοῦ πέρασαν ἕνα-δυὸ χρόνια, ἔμαθε ποιός ἔρριξε τὸ βόλι. Σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ πάει νὰ τὸ βρῇ νὰ συμφιλιωθοῦν. Ἐκεῖνος τρομοκρατήθηκε. Ὁ Κολοκοτρώνεις τὸν παίρνει καὶ ποῦ τὸν πάει· στὸ σπίτι, στὴ μάνα του. Ἐκείνη θύμωσε. ―Παιδί μου, λέει, τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ σου μοῦ ᾽φερες ἐδῶ μέσα; ―Σώπα μάνα, τῆς ἀπαντᾷ· αὐτὸ σήμερα εἶναι τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ παιδιοῦ. Καὶ τοῦ ἔκανε τὸ τραπέζι. Ὤ ὕψος ἀρετῆς!
Ἐὰν καὶ πάλι κάποιος ἐπιμένῃ καὶ λέῃ «Τὸ 1800 ἦταν παλιά· μετά, στὰ νεώτερα χρόνια;», ἔ τότε τὸν παραπέμπω σ᾽ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν τιμὴ καὶ τὸ κουράγιο ν’ ἀνεβοῦν στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας καὶ συνετέλεσαν νὰ γραφῇ τὸ ἔπος τοῦ ᾽40. Αὐτοὶ πολέμησαν γενναιότατα. Δὲν εἶχαν ὅμως μῖσος. Πάνω στὰ βουνά, ὅταν ἔπιαναν αἰχμαλώτους, τότε ―τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου―, ἐνῷ οἱ Ἰταλοὶ ἔτρεμαν, οἱ Ἕλληνες τοὺς μοίραζαν κουραμάνα καὶ τοὺς ἔδιναν φάρμακα. Ἐκεῖνοι, βλέποντας τέτοια ἀγάπη, ἀποροῦσαν· Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἑλλάδα; Θὰ τρελλαθοῦμε!… Ἕνας Ἰταλὸς ἀξιωματικός, μετὰ τὸν πόλεμο, ἦρθε στὴ Θεσσαλία, ζήτησε καὶ βρῆκε τὸ σπίτι τοῦ Ἕλληνος στρατιώτου ποὺ τὸν εἶχε φιλοξενήσει τότε. Ὅταν ὁ Ἰταλὸς ἔμαθε ὅτι πατέρας ἔχει πλέον πεθάνει, πλησίασε τὸ παιδί του καὶ τὸ ἀσπάστηκε.
* * *
Αὐτὴ εἶναι ἡ πατρίδα
μας. Γενναία, μὲ πλατειὰ καρδιά, ἀκολουθεῖ
τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἂν λοιπὸν σοῦ
φαίνεται δύσκολο ν᾽ ἀκολουθήσῃς
τὰ ἴχνη τοῦ Ναζωραίου, ἔχεις
παραδείγματα ἀποστόλων καὶ ἁγίων,
παραδείγματα τῆς ἱστορίας μας,
παραδείγματα σύγχρονα. Ἀγωνίζου.
Ἂς βγάλουμε, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ μέσα μας τὸν καρκίνο τοῦ μίσους. Ἂς ἀγαπήσουμε. Ἡ ἀγάπη εἶναι θεῖο πρᾶγμα. Ἂς ἀγαπήσουμε τὸν τόπο μας, τὰ λουλούδια, τὰ δέντρα, τὶς λίμνες, τὰ ποτάμια, τὸν καθαρό μας οὐρανό. Ἂς ἀγαπήσουμε ὅ,τι ὡραῖο ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴ μάνα μας, τὸν πατέρα μας, τὸ δάσκαλό μας, τοὺς ἱερεῖς μας, τοὺς ἀξιωματικούς μας, τοὺς στρατιῶτες μας, τοὺς ἄρχοντές μας. Ἀγάπη πλατειά, πολὺ πλατειά. Ἂς ἀγαπήσουμε μὲ τὴν καρδιά μας καὶ τοὺς ἐχθρούς μας ἀκόμα. Τότε θὰ εἴμεθα μιμηταὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀντάξια παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος.
Ἂς βγάλουμε, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ μέσα μας τὸν καρκίνο τοῦ μίσους. Ἂς ἀγαπήσουμε. Ἡ ἀγάπη εἶναι θεῖο πρᾶγμα. Ἂς ἀγαπήσουμε τὸν τόπο μας, τὰ λουλούδια, τὰ δέντρα, τὶς λίμνες, τὰ ποτάμια, τὸν καθαρό μας οὐρανό. Ἂς ἀγαπήσουμε ὅ,τι ὡραῖο ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴ μάνα μας, τὸν πατέρα μας, τὸ δάσκαλό μας, τοὺς ἱερεῖς μας, τοὺς ἀξιωματικούς μας, τοὺς στρατιῶτες μας, τοὺς ἄρχοντές μας. Ἀγάπη πλατειά, πολὺ πλατειά. Ἂς ἀγαπήσουμε μὲ τὴν καρδιά μας καὶ τοὺς ἐχθρούς μας ἀκόμα. Τότε θὰ εἴμεθα μιμηταὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀντάξια παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π.
Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό
του Ἁγίου Θωμᾶ 1-10-72 Κυψέλης Ἀθηνῶν)http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=23510
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου