Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, έβαλε μέσα του ένα θείο σπέρμα, σαν ένα είδος λογισμού πιο θερμού και φωτεινού, να έχει τη θέση της σπίθας, για να φωτίζει το νου και να του δείχνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Αυτό ονομάζεται συνείδηση, και είναι ο φυσικός νόμος. Αυτός είναι τα πηγάδια που άνοιγε ο Ιακώβ, όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, και τα παράχωναν οι Φιλισταίοι. Μ’ αυτό το νόμο, δηλαδή με τη συνείδηση, συμμορφώθηκαν οι Πατριάρχες και όλοι οι άγιοι που έζησαν πριν από το γραπτό νόμο και ευαρέστησαν στο Θεό. Επειδή όμως αυτή παραχώθηκε και καταπατήθηκε από τους ανθρώπους με την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, χρειαστήκαμε το γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τους αγίους Προφήτες, χρειαστήκαμε την ενανθρώπηση του ίδιου του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού, για να την ξαναφέρει στο φως και να την αναστήσει, για να ξαναδώσει ζωή, με την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, σ’ εκείνη την σπίθα που ήταν παραχωμένη. Τώρα λοιπόν, είναι στο χέρι μας ή να την παραχώσουμε πάλι ή να την αφήσουμε να λάμπει και να μας φωτίζει, αν συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της. Γιατί όταν η συνείδησή μας μας υπαγορεύει να κάνουμε αυτό και αδιαφορούμε, και πάλι μας λέει να κάνουμε εκείνο και δεν το κάνουμε, αλλά σταθερά και αδιάκοπα την καταπατούμε, έτσι τη θάβουμε και δεν μπορεί πια να φωνάξει δυνατά μέσα μας, από το βάρος που τη σκεπάζει. Όπως ακριβώς το λυχνάρι που δίνει θαμπό φως, έτσι και αυτή αρχίζει να μας δείχνει όλο και πιο θολά, όλο πιο σκοτεινά τα πράγματα, όπως συμβαίνει και με το θολωμένο από τα πολλά χώματα νερό, που δεν μπορεί να δει κανείς μέσα το πρόσωπό του. Έτσι σιγά – σιγά καταντάμε να μην αισθανόμαστε εκείνα που μας υπαγορεύει η συνείδησή μας και να φτάνουμε στο σημείο να νομίζουμε ότι δεν την έχουμε καθόλου. Όμως δεν υπάρχει κανένας που να μην έχει. Γιατί αυτό είναι κάτι θεϊκό, όπως ήδη είπαμε, και δεν χάνεται ποτέ, αλλά πάντα μας θυμίζει εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε. Εμείς όμως δεν την αισθανόμαστε γιατί, όπως είπα, την καταφρονούμε και την καταπατούμε.
Γι’ αυτό ο Προφήτης θρηνεί τον Εφραίμ και λέει: «Καταδυνάστευσε ο Εφραίμ τον αντίπαλό του και κατέπνιξε τη φωνή του» (Ως. 5,11). Αντίπαλο ονομάζει τη συνείδηση. Γι’ αυτό και στο Ευαγγέλιο λέει: «Να έχεις καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο περπατάτε ακόμα μαζί στο δρόμο, μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή, και ο κριτής στους υπηρέτες και σε βάλουν στη φυλακή. Αληθινά σου λέω, δεν θα βγεις από εκεί μέχρις ότου ξεπληρώσεις και την τελευταία δεκάρα του χρέους σου» (Ματθ. 5,25-26). Γιατί όμως ονομάζει τη συνείδηση αντίπαλο; Αντίπαλος λέγεται, επειδή εναντιώνεται πάντοτε στο θέλημα το κακό, και μας ελέγχει γι’ αυτά που πρέπει να κάνουμε και δεν τα κάνουμε. Γι’ αυτό την ονομάζει αντίπαλο, και μας παραγγέλει λέγοντας: «Να έχεις καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο περπατάτε ακόμα μαζί στο δρόμο». Ο δρόμος είναι, όπως λέει ο Μ. Βασίλειος, αυτός ο κόσμος.
Ας φροντίσουμε λοιπόν, αδελφοί μου, να φυλάμε τη συνείδησή μας σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς να την προκαλούμε να μας ελέγξει για κάποιο πράγμα, χωρίς να την καταπατούμε σε τίποτα απολύτως ούτε και στο ελάχιστο. Γιατί ξέρετε καλά ότι από τα μικρά αυτά και ασήμαντα, όπως λένε, φτάνουμε να καταφρονούμε και τα μεγάλα. Γιατί όταν αρχίσει κανείς να λέει: «Τι σημασία έχει, αν πω αυτό το λόγο; Τι σημασία έχει αν φάω λιγάκι; Τι σημασία έχει αν δώσω προσοχή σ’ αυτό εδώ το πράγμα»; Από το «τι σημασία έχει αυτό και τι σημασία έχει εκείνο», αποκτάει κανείς κακή και διεστραμμένη διάθεση και αρχίζει να καταφρονεί και τα μεγάλα και βαρύτερα, και να καταπατεί την ίδια την συνείδησή του. Και έτσι προχωρώντας σιγά – σιγά κινδυνεύει να πέσει και σε τέλεια αναισθησία.
Γι’ αυτό, προσέξτε, αδελφοί μου, να μην αμελήσουμε τα μικρά, προσέξτε να μη καταφρονήσουμε αυτά τα ασήμαντα. Δεν είναι μικρά, γιατί απ’ αυτά τρέφεται η ψυχή, απ’ αυτά δημιουργείται η κακή συνήθεια. Ας αγρυπνήσουμε, ας φροντίσουμε τα ελαφρά, όσο ακόμη είναι ελαφρά, για να μη γίνουν βαριά. Και η πρόοδός μας στην αρετή και η αμαρτία, ξεκινάνε από τα μικρά και καταλήγουν σε μεγάλα είτε καλά είτε κακά. Γι’ αυτό μας προτρέπει ο Κύριος να φυλάμε τη συνείδησή μας, σαν να θέλει να κάνει κάποιον ιδιαίτερα προσεκτικό και του λέει: «Πρόσεξε τι κάνεις, ταλαίπωρε, ξύπνα, δημιούργησε καλές σχέσεις με τον αντίπαλό σου, όσο ακόμα βρίσκεσαι στο δρόμο μαζί του». Και προσθέτει το φόβο και τον κίνδυνο που έχει η υπόθεση, λέγοντας: «Μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή και ο κριτής στους υπηρέτες και σε βάλουν στη φυλακή». Και τι άλλο; «Αληθινά σου λέω, δεν θα βγεις από εκεί, μέχρις ότου ξεπληρώσεις και την τελευταία δεκάρα του χρέους σου». Γιατί η συνείδηση μας ελέγχει, όπως είπα, για το καλό και για το κακό, και μας υποδεικνύει τι να κάνουμε και τι όχι. Και αυτή πάλι θα μας κατηγορήσει και στη μέλλουσα ζωή. Γι’ αυτό λέει: «Μήπως κάποτε σε παραδώσει στον κριτή κτλ».
Η προσπάθειά μας να φυλάξουμε τη συνείδησή μας άγρυπνη και να συμμορφωνόμαστε με τις υποδείξεις της, παίρνει πολλές και ποικίλες μορφές. Γιατί πρέπει να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» και προς το Θεό και προς τον πλησίον και προς τα πράγματα. Προς μεν το Θεό, για μην καταφρονεί τις εντολές Του, και όταν δεν τον βλέπει άνθρωπος και όταν κανείς δεν απαιτεί τίποτα από αυτόν. Αυτός ενεργεί «κατά συνείδηση» απέναντι του Θεού μυστικά. Να, τι θέλω να πω: Αμέλησε την προσευχή, ανέβηκε στην καρδιά του «εμπαθής λογισμός» και δεν πρόσεξε και δεν πίεσε τον εαυτό του αλλά συγκατατέθηκε. Είδε τον πλησίον του να λέει ή να κάνει κάτι και κατά τη φαντασία του υποψιάστηκε και τον κατέκρινε. Και με λίγα λόγια, σε όσα γίνονται εσωτερικά, μυστικά, που κανένας δεν ξέρει, παρά μόνον ο Θεός και η συνείδησή μας σ’ αυτά πρέπει να συμμορφωνόμαστε με τη φωνή της συνειδήσεως. Αυτό σημαίνει το να τηρούμε τη συνείδησή μας προς το Θεό.
Να ενεργεί κανείς «κατά συνείδηση» προς τα υλικά πράγματα σημαίνει να μην κάνει κατάχρηση κανενός πράγματος, να μην αφήνει κάτι να καταστραφεί ή να πεταχτεί. Αλλά και αν ακόμα δει κάτι πεταμένο, να μην το αγνοήσει έστω και αν είναι ασήμαντο, αλλά να το μαζέψει και να το βάλει στη θέση του. Να μην χρησιμοποιεί απρόσεκτα τα ρούχα του. Γιατί, ας υποθέσουμε ότι μπορεί να φορέσει κανείς το ρούχο του άλλη μια ή δυο εβδομάδες και πηγαίνει και το βάζει και το πλένει, πριν της ώρας του, και το φθείρει. Και αντί να το χρησιμοποιήσει άλλους πέντε μήνες ή και περισσότερο, με το πλύνε – πλύνε το παλιώνει και το αχρηστεύει. Και αυτό γίνεται «παρά συνείδηση».
Το ίδιο συμβαίνει και με το στρώμα. Πολλές φορές μπορεί κανείς να βολευτεί μ’ ένα παπλωματάκι και ζητάει παχύ στρώμα. Άλλοτε πάλι έχει τρίχινο και θέλει να το αλλάξει και να πάρει άλλο καινούργιο και όμορφο από ματαιοδοξία ή από ακηδία1. Μπορεί ν’ αρκεστεί σ’ ένα παλιόρουχο και ζητάει μάλλινο και δημιουργεί ζητήματα, αν δεν του το δώσουν. Αν δε και αρχίσει να προσέχει τον αδελφό του και αρχίσει α του λέει: «Γιατί αυτός έχει αυτό και εγώ δεν έχω»; Ε, αυτός είναι μακάριος! Τότε πρόκοψε! Άλλοτε πάλι απλώνει κανείς το ρούχο του ή το σκέπασμά του στον ήλιο και αμελεί να το μαζέψει και το αφήνει και καίγεται. Και αυτό είναι «παρά συνείδηση».
Παρόμοια και με τα φαγητά. Μπορεί κανείς να βολευτεί με μικρό λάχανο ή λίγα όσπρια ή λίγες ελιές, και δεν το σηκώνει, αλλά ζητάει άλλο φαγητό πιο γευστικό και πιο πολυτελές. Όλα αυτά είναι «παρά συνείδηση».
Οι Πατέρες όμως λένε ότι δεν πρέπει ο μοναχός ν’ αφήσει ποτέ τη συνείδησή του να τον κατατυραννεί για οποιοδήποτε θέμα. Πρέπει λοιπόν, αδελφοί μου, ν’ αγρυπνούμε πάντοτε και να φυλαγόμαστε απ’ όλα αυτά, για να μην πέσουμε σε κίνδυνο. Και ο ίδιος ο Κύριός μας το προείπε, όπως το ξανάπαμε. Ο Θεός να δώσει να τ’ ακούμε και να τα τηρούμε, για να μην μας κατακρίνουν οι λόγοι των Πατέρων μας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου