Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα του ἕνα θεῖο σπέρμα, σάν ἕνα εἶδος λογισμοῦ πιό θερμοῦ καί φωτεινοῦ, νά ἔχει τή θέση τῆς σπίθας, γιά νά φωτίζει τό νοῦ καί νά τοῦ δείχνει νά ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό. Αὐτό ὀνομάζεται συνείδηση, καί εἶναι ὁ φυσικός νόμος (Ἰωαν. Χρυσ. P. G.49, 131-133). Αὐτός εἶναι τά πηγάδια πού ἄνοιγε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες, καί τά παράχωναν οἱ Φιλισταῖοι (Γεν. 26, 15). Μ’ αὐτό τό νόμο, δηλαδή μέ τή συνείδηση, συμμορφώθηκαν οἱ Πατέρες καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι πού ἔζησαν πρίν ἀπό τό γραπτό νόμο καί εὐαρέστησαν στόν Θεό. Ἐπειδή ὅμως αὐτή παραχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τήν προοδευτική ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τό γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους Προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἴδιου τοῦ Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά τήν ξαναφέρει στό φῶς καί νά τήν ἀναστήσει, γιά νά ξαναδώσει ζωή, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, σ’ ἐκείνη τήν σπίθα πού ἦταν παραχωμένη.
Τώρα λοιπόν, εἶναι στό χέρι μας ἤ νά τήν παραχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἄν συμμορφωνόμαστε μέ τίς ὑποδείξεις της. Γιατί ὅταν ἡ συνείδησή μας μᾶς ὑπαγορεύει νά κάνουμε αὐτό καί ἀδιαφοροῦμε, καί πάλι μᾶς λέει νά κάνουμε ἐκεῖνο καί δέν τό κάνουμε, ἀλλά σταθερά καί ἀδιάκοπα τήν καταπατοῦμε, ἔτσι τή θάβουμε καί δέν μπορεῖ πιά νά φωνάξει δυνατά μέσα μας, ἀπό τό βάρος πού τή σκεπάζει. Ὅπως ἀκριβῶς τό λυχνάρι πού δίνει θαμπό φῶς, ἔτσι καί αὐτή ἀρχίζει νά μᾶς δείχνει ὅλο πιό θολά, ὅλο πιό σκοτεινά τά πράγματα, ὅπως συμβαίνει καί μέ τό θολωμένο ἀπό τά πολλά χώματα νερό, πού δέν μπορεῖ νά δεῖ κανείς μέσα τό πρόσωπό του. Ἔτσι σιγά – σιγά καταντᾶμε νά μήν αἰσθανόμαστε ἐκεῖνα πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας καί νά φτάνουμε στό σημεῖο νά νομίζουμε ὅτι δέν τήν ἔχουμε καθόλου. Ὅμως δέν ὑπάρχει κανένας πού νά μήν τήν ἔχει. Γιατί αὐτό εἶναι κάτι θεϊκό, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί δέν χάνεται ποτέ, ἀλλά πάντα μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο πού ὀφείλουμε νά κάνουμε. Ἐμεῖς ὅμως δέν τήν αἰσθανόμαστε γιατί, ὅπως εἶπα, τήν καταφρονοῦμε καί τήν καταπατοῦμε...
Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, νά φυλᾶμε τή συνείδησή μας, ὅσο ἀκόμα βρισκόμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, χωρίς νά τήν προκαλοῦμε νά μᾶς ἐλέγξει γιά κάποιο πράγμα, χωρίς νά τήν καταπατοῦμε σέ τίποτα ἀπολύτως οὔτε καί στό ἐλάχιστο. Γιατί ξέρετε καλά ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά καί ἀσήμαντα, ὅπως λένε, φτάνουμε νά καταφρονοῦμε καί τά μεγάλα. Γιατί ὅταν ἀρχίσει κανείς νά λέει: «Τί σημασία ἔχει, ἄν πῶ αὐτό τό λόγο. Τί σημασία ἔχει ἄν φάω λιγάκι; Τί σημασία ἔχει ἄν δώσω προσοχή σ’ αὐτό τό πράγμα»; Ἀπό τό «τί σημασία ἔχει αὐτό καί τί σημασία ἔχει ἐκεῖνο», ἀποκτάει κανείς κακή καί διεστραμμένη διάθεση καί ἀρχίζει νά καταφρονεῖ καί τά μεγάλα καί βαρύτερα, καί νά καταπατεῖ τήν ἴδια τή συνείδησή του.
Απόσπασμα από το βιβλίο,
«Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, ἔργα ἀσκητικά»
Επιμέλεια:ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου