Γράφει ο απόστολος και ευαγγελιστής Ματθαίος εις το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον: Ήτο ένας γεωργός και εβγήκεν από το σπίτι του, επήρε σπόρον και επήγαινε να σπείρη εις τους αγρούς του. Και εκεί οπού έσπερνεν, άλλος σπόρος έπεσεν εις την οδόν, άλλος εις την πέτραν, άλλος εις τας ακάνθας και άλλος εις καλήν γην. Εκείνος ο σπόρος οπού έπεσεν εις την οδόν δεν εφύτρωσε, διότι η γη ήτο σκληρά και καταπατημένη και ήλθον τα πετεινά και τον έφαγον και έμεινεν η οδός άκαρπος. Άλλος σπόρος έπεσεν εις την πέτραν, είχεν ολίγον χώμα, εφύτρωσεν, αλλ’ ευθύς οπού εβγήκεν ο ήλιος, ως μη έχων ρίζαν εξηράνθη και έμεινεν άκαρπος και αυτός ο σπόρος. Άλλος έπεσεν ανάμεσα εις τα αγκάθια και τον έπνιξαν και αυτόν. Εκείνος οπού έπεσεν εις την καλήν γην καρποφόρησε. Π.χ έσπειρεν ένα κιλόν και έκαμεν εκατόν. Άλλος έπεσεν εις κατωτέραν γην και έκαμεν εξήκοντα, άλλος εις έτι κατωτέραν και έφερε τριάκοντα.
Μου φαίνεται ότι εκαταλάβατε αυτήν την παραβολήν. Αλλά διά να εννοήσητε καλύτερα, λέγομεν και τα ακόλουθα και προσέχετε ν’ ακούσητε τους λόγους του ιερού Ευαγγελίου. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται Θεός, Υιός Θεού, Υιός ανθρώπου, σοφία, ζωή, ανάστασις και γεωργός. Ο Κύριος λοιπόν εβγήκεν από τον οίκο Του, δηλαδή από τους πατρικούς κόλπους, διά της ενσάρκου οικονομίας. Κατεδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού και εσαρκώθη εις την κοιλίαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου και όλος πανταχού παρών.
Και καθώς ένας άνθρωπος ημπορεί να είναι ο νους του όλος εις την πόλιν και όλος εις τον οίκον του, και πάλιν όλος ο νους του να είναι μέσα εις το κεφάλιν του, ο άνθρωπος οπού είναι πλάσμα του Θεού έχει αυτό το χάρισμα, και ο Θεός δεν δύναται να είναι όλος εις τους ουρανούς, και όλος εις κάθε μέρος; Ούτως εβγήκεν, αδελφοί μου, ο Κύριος από τον οίκο του και επήρε σπόρον να σπείρη τα χωράφια του, τας καρδίας των ανθρώπων. Ποιός είναι ο σπόρος; Το άγιον Ευαγγέλιον, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να έχωμεν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας. Ποία είναι η οδός; Είναι ο υπερήφανος άνθρωπος, οπού είναι σκληρά καταπατημένη η καρδία του από τας βιωτικάς μερίμνας. Ακούει τον λόγον, αλλά δεν εμβαίνει εις την καρδίαν του, και έρχονται οι δαίμονες και παίρνουν το λόγον του Θεού, και μένει άκαρπος, ήγουν χωρίς ψυχικήν ωφέλειαν. Πέτρα είναι η καρδία εκείνου οπού ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά χαράς, μα έχει ολίγην ευλάβειαν εις τον Χριστόν, και άμα του έλθει ο πειρασμός, τον αρνείται και πηγαίνει με τον διάβολον. Άκανθαι είναι εκείνος οπού ακούει τον λόγο του Θεού, και ύστερον έρχονται τα πονηρά πάθη και τον πνίγουν, και μένει και αυτός άκαρπος. Η καλή γη είναι ο τέλειος άνθρωπος, όστις έφερεν εκατόν, ο μεσαίος εξήκοντα και ο κατώτερος τριάκοντα.
Μα τον κεκρυμμένον νόημα της παραβολής δεν το εννοήσατε, και πρέπει εις έκαστον μέρος να είπωμεν από ένα παράδειγμα.
Τον παλαιόν καιρόν ήτο ένας βασιλεύς των Εβραίων λεγόμενος Μανασσής, ο οποίος τους εβασάνιζε με πολλά παιδευτήρια. Τον εσυμβούλευαν οι προφήται και διδάσκαλοι να κυβερνά τον λαόν με πραότητα, αλλ’ αυτός δεν ήκουε τον λόγον του Θεού, δεν μετενόησε. Βλέπων ο Θεός την κακήν του γνώμην τι να κάμνει; Σηκώνει ένα βασιλέα από την ανατολήν και τον πολεμεί και τον παίρνει σκλάβον, και τον κλειδώνει μέσα εις ένα καζάνι δια να τον κάψη. Τι κάμνει εκεί ο Μανασσής, μέσα εις το χάλκωμα; Ενεθυμήθη τας αμαρτίας του, έκλαυσε, παρακάλεσε τον Θεόν να τον ελευθερώση και πλέον δεν αμαρτάνει. Βλέπων ο Θεός την καλήν του γνώμην ήκουσε την μετάνοιά του, εδέχθη τα δάκρυά του και έστειλε ένα άγγελον και τον ελευθερώνει από εκείνον τον κίνδυνον. Ύστερον επώλησε τα πράγματά του και τα έδωσε ελεημοσύνην και υπήγε και ασκήτευεν εις όλην του την ζωήν με νηστείας, αγρυπνίας, προσευχάς, και επήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Ανίσως, αδελφοί μου, και είναι κανείς από σας και είναι σκληρόκαρδος ωσάν τον Μανασσή και ενθυμηθή τας αμαρτίας του και μετανοήση και κλαύση, ας είναι βέβαιος ότι δέχεται την μετάνοιάν του καθώς του Μανασσή.
Να είπωμεν δε και διά την πέτραν. Έχομεν πολλά, αλλά μόνον ένα παράδειγμα θα είπωμεν, του αποστόλου Πέτρου. Τη Μεγάλη Πέμπτη το εσπέρας ηξεύροντας ο Κύριος ως καρδιογνώστης Θεός όλα τα μέλλοντα, και μάλιστα την καρδίαν των Εβραίων και του Ιούδα, εκάθησε και εδίδαξε τους αγίους Αποστόλους πολλά και διάφορα νοήματα. Μεταξύ των άλλων τους είπε και τούτον τον λόγον: Να ηξεύρετε ότι ένας από σας θα με πωλήση εις τους Εβραίους διά τριάκοντα φλωρία, και θα με περιγελάσουν οι Εβραίοι, θα με υβρίσουν, θα με δείρουν και θα με σταυρώσουν. Όμως μη λυπείσθε, διότι εγώ θέλω να σταυρωθώ, διά να σταυρώσω την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να δώσω ζωήν εις τους ανθρώπους, και την τρίτην ημέραν ν’ αναστηθώ και να χαροποιήσω υμάς και τον ουρανόν και την γην, και να φαρμακώσω τον άδην και τους Εβραίους και μάλιστα τον διάβολον. Μάθετε δε και τούτο, μαθηταί μου, ότι τότε θα με αφήσετε όλοι και θα φύγετε. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει: Κύριε, όλοι και να σε αρνηθούν, εγώ δεν σε αρνούμαι ποτέ. Του λέγει ο Κύριος: Πέτρε, μη καυχάσαι. Όχι, Κύριε, είμαι έτοιμος να χύσω και το αίμα μου διά την αγάπην Σου Του λέγει ο Κύριος: Καλά Πέτρε ο καιρός θα δείξει. Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, μη γένοιτο να σε αρνηθώ ποτέ. Λέγει ο Κύριος: Εσύ οπού λέγεις ότι με αγαπάς, θα με αρνηθής απόψε. Πριν λαλήση ο πετεινός δις, θα με αρνηθής τρις. Διότι καλύτερα ήξευρεν ο Κύριος την καρδίαν του Πέτρου παρά ο ίδιος. Πάλιν λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε. όλοι αν σε αρνηθούν, εγώ δεν σε αρνούμαι. Του λέγει ο Κύριος: Το σιτάρι όταν το πυρώση ο ήλιος τότε φαίνεται πως είναι ριζωμένον, αν δεν ξηρανθή. Ομοίως και κάθε χριστιανός. όταν του έλθη πειρασμός και δεν αρνηθή τον Χριστόν, τότε είναι αληθής χριστιανός.
Ήλθεν η ώρα, παρεδόθη ο Κύριος θεληματικώς εις τους Ιουδαίους. ευθύς έφυγον οι Απόστολοι, καθώς είπεν ο Κύριος. επήραν οι Εβραίοι τον Χριστόν και τον επήγαν εις τα παλάτια του Άννα και Καϊαφα και ήρχισαν να τον εξετάζουν πόθεν είναι. Επήγεν ο Πέτρος και ίστατο μακρόθεν διά να ίδη τα πάθη του Χριστού μας. Έρχεται ένα Εβραίος και λέγει του Πέτρου: Και συ μαζί με τον Χριστόν είσαι; Απεκρίθη ο Πέτρος: Όχι, δεν τον γνωρίζω τι άνθρωπος είναι. Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν ο Πέτρος; Ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγεν με τον διάβολον. Πρωτύτερα έστεκε να ιδή τι κάμνουν του Χριστού. ύστερον εκοίταζε την πόρτα να φύγη. Έρχεται και άλλος και λέγει του Πέτρου: Και συ μαζί με τον Χριστόν είσαι; Λέγει πάλιν ο Πέτρος: Δεν ηξεύρω τι μου λέγεις. Όταν εζύγωσε κοντά εις την πόρταν να φύγη, τον πιάνει και άλλος Εβραίος και του λέγει: Και συ μαθητής του είσαι; Λέγει ο Πέτρος: Να έχω το ανάθεμα αν ηξεύρω αυτόν τον άνθρωπον. Ακούετε, αδελφοί μου, ότι εκείνος, όστις έλεγεν ότι χύνει το αίμα του διά την αγάπην του Χριστού, τώρα τον αρνείται; Και καθώς ηρνήθη το τρίτον, ώ του θαύματος! Ελάλησεν ο πετεινός, καθώς είπεν ο Κύριος. Ακούσας ο Πέτρος τον πετεινόν αναθυμήθη τον λόγον του Κυρίου, και εξελθών έξω έκλαυσε με μαύρα δάκρυα, και εις όλην του την ζωήν, όταν ήκουε τον πετεινόν, έκλαιεν ενθυμούμενος την άρνησιν.
Εσταυρώθη ο Κύριος, ανέστη την τρίτην ημέραν, εφανερώθη εις τας μυροφόρους και τας λέγει: Υπάγετε και είπατε εις τους Αποστόλους και εις τον Πέτρον ότι ανέστην, και τους περιμένω εις την Γαλιλαίαν. Διατί εξεχώρισε τον Πέτρο; Διά να μάθη ότι εδέχθη την μετάνοιά του ο Κύριος και τον εσυγχώρησεν. Επήγαν οι Απόστολοι εις τον Χριστόν και έλαβον την χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Επήγε και ο Πέτρος, αμή έστεκε σκυθρωπός. Του λέγει ο Κύριος: Πέτρε, με αγαπάς; Και τον ηρώτησε τρεις φοράς, εις διόρθωσιν των τριών αρνήσεων, και τον επανέφερεν εις την πρώτην του αξίαν.
Έπειτα διήλθε δύσιν και ανατολήν και έκαμε χιλιάδας χριστιανούς. Τον συνέλαβεν ένας βασιλεύς της Ρώμης και του έλεγε ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα. Ο δε Πέτρος του λέγει: Δεν τον αρνούμαι. Όθεν τον εσταύρωσε με το κεφάλι κάτω και παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Χριστού μας και επήγεν εις τον παράδεισον.
Να ειπούμεν και διά την καλήν γην. Η αγία Παρασκευή ήτο δώδεκα χρονών κόρη από γένος ευγενικόν. Μείνασα ορφανή εμοίρασεν όλην της την περιουσία εις τους φτωχούς, και με αυτά ηγόρασε τον παράδεισον. Και μετεχειρίζετο ως φτιασίδια τα δάκρυα, ενθυμούμενη τας αμαρτίας της. Ως σκουλαρίκια είχε τα ωτά της ανοιχτά διά να ακούη τας Αγίας Γραφάς. Ως κορδόνι είχε τας πολλάς νηστείας, οπού έκαμνον τον λαιμόν της και έλαμπε ως ο ήλιος. Ως δακτυλίδια τους κόμβους των δακτύλων της από τας πολλάς μετανοίας οπού έκαμνεν. Ως χρυσούν ζωνάριον την παρθενίαν οπού εφύλαξεν εις όλην της την ζωήν. Ως φόρεμα την εντροπήν οπού είχεν εις τον εαυτόν της και ο φόβος του Θεού οπού την εσκέπαζεν. Έτσι εστολίζετο η Αγία. Ανίσως και είναι κανένα κορίτσι και θέλη να στολίζεται, ας στοχασθή τι έκαμνεν η Αγία, να κάμνη και εκείνη, αν θέλη να σωθή. Έτσι αδελφοί μου, η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφώτατη. Και διά την καθαρότητά της την ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε και θαύματα. Ιάτρευε τυφλούς, κωφούς. Ανέστηνε νεκρούς. Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντες την Αγίαν να κάμνη θαύματα, την εφθόνησαν και την διέβαλον εις τον βασιλέα Αντωνίνον ως χριστιανήν. Την κράζει λοιπόν ο βασιλεύς και της λέγει ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τους θεούς, να την κάμη βασίλισσαν. Λέγει του η Αγία: Εγώ δεν είμαι ανόητη ωσάν εσένα, να αρνηθώ τον Χριστόν και να υπάγω εις τον διάβολον. ν’ αφήσω την ζωήν και να υπάγω εις τον θάνατον. Άμποτε να άφηνες και σύ το σκότος και να ήρχεσο εις το φως. Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλή με τοιαύτην παρρησίαν εμπρός εις ένα βασιλέα; Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβήται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλομεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχομεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας. Λέγει ο βασιλεύς της Αγίας: Σου δίδω τρεις ημέρας διορίαν. Αν δε μου υπακούσης, θα σε θανατώσω. Λέγει του η Αγία: Βασιλεύ, εκείνο όπου θέλεις να κάμεις εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διότι εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τότε προστάζει ο βασιλεύς και άναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσαν και θειάφι και βράζει καλά. Βλέπουσα η Αγία το καζάνι εχαίρετο, ότι έμελλε ν’ αναχωρήση από τούτον τον ψεύτικον κόσμον και να υπάγη εις εκείνον τον αληθινόν και αιώνιον. Προστάζει ο βασιλεύς να βάλουν την Αγίαν εις το καζάνι διά να καή. Η Αγία έκαμε τον σταυρόν της και εμβαίνει μέσα. Περιμένει δύο-τρεις ώρας ο βασιλεύς και βλέπων οπού δεν καίεται η Αγία της λέγει: Παρασκευή, διατί δεν καίγεσαι ; Λέγει του η Αγία: Διότι ο Χριστός εδρόσισε το νερό και δεν καίομαι. Λέγει της ο βασιλεύς: Ράντισόν με και εμέ διά να ίδω, καίει ; Επήρεν η Αγία με τας δύο της χείρας και του ρίπτει εις το πρόσωπον και ευθύς, ώ του θαύματος! Ετυφλώθη και εγδάρθη το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών και εις αυτόν πιστεύω και εγώ. Και έβγα να με βαπτίσης. Εβγήκεν η Αγία και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον. Έπειτα την απεκεφάλισεν άλλος βασιλεύς και υπήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν κατά τον λόγον του Κυρίου.
Να είπωμεν και δι’ εκείνον οπού έφερε τα εξήκοντα. Εις τας 9 του Οκτωβρίου εορτάζει η Εκκλησίαν μας τον άγιον Ανδρόνικον με την σύζυγόν του Αθανασίαν. Τους είχε χαρίσει ο άγιος Θεός δύο παιδία αρσενικά, και μίαν ημέραν απέθανον και τα δύο. Κλαίουσα η Αθανασία διά τα τέκνα της, έχεται άγγελος Κυρίου και της λέγει: Αθανασία, διατί κλαίεις; Τα τέκνα σου χαίρονται εις τον παράδεισον και θα τα απολαύσης εις την Δευτέραν Παρουσίαν, και μη λυπείσαι. Και έτσι την επαρηγόρησε. Λέγει η Αθανασία του Ανδρόνικου: Αφέντη, χιλιάδες άνδρες και γυναίκες εφύλαξαν παρθενίαν εις όλην των την ζωήν. Ημείς υπανδρευθήκαμεν και απελαύσαμεν τα σωματικά. Δεν γινόμεθα καλόγηροι να κάμωμεν και τα ψυχικά, να υπάγωμεν και εις τον παράδεισον; Απεκρίθη και ο ευλογημένος Ανδρόνικος και της λέγει: Ας γίνη, αδελφή μου, το θέλημα του Θεού. Και απ’ εκείνην την ώραν έζων ως αδελφοί. Εμοίρασαν την περιουσίαν των, επήγαν και οι δύον εις μοναστήριον και έγιναν καλόγηροι και έζησαν με νηστείας και σκληραγωγίας και επήγαν εις τον παράδεισον. Αυτοί έκαμον τα εξήκοντα, διότι έκαμον πρώτον τα σωματικά και δεύτερον τα ψυχικά. Αυτοί βέβαια είναι κατώτεροι από την αγίαν Παρασκευήν. Ανίσως και θέλει κανένας από σας να κάμει τα εξήκοντα, ας αγωνίζεται ωσάν τον άγιον Ανδρόνικον και την αγίαν Αθανασίαν και σώζεται.
Πάλιν αν δεν ημπορήτε να κάμετε τα εξήκοντα, μιμηθήτε εκείνον όπου έκαμε τα τριάκοντα. Εις την ανατολήν ήτο ένας άνθρωπος ιερεύς, το όνομα Ιωάννης, υπανδρευμένος. Είχεν είκοσι παιδιά. Μιαν ημέραν υπήγεν ένας Δεσπότης εις το σπίτι του παπά, βλέπει τα παιδιά και ερωτά τίνος είναι. Ιδικά μου, λέγει ο παπάς, είναι: ο Θεός μου τα εχάρισε. Του λέγει ο Δεσπότης: Πόσους χρόνους είσαι υπανδρευμένος; Δεκαοκτώ, λέγει ο παπάς. Τότε λέγει ο Δεσπότης: Διά δεκαοκτώ χρόνους έχεις 20 παιδία; Εσύ πρέπει να καθαιρεθής. Λέγει του ο παπάς: Να εξομολογηθώ, Δεσπότη μου, και αν το εύρης εύλογον, ας γίνη ορισμός του Θεού. Ήρχισεν ο παπάς και λέγει: Εγώ, Δεσπότη μου, έμαθα γράμματα Ελληνικά, έγινα δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης, εικοσιπέντε διάκονος και τριάκοντα ιερεύς χωρίς να δώσω καν ένα άσπρο. Κατά τους θείους νόμους υπανδρεύτηκα. Πρώτον εξωμολογηθήκαμεν με την παπαδιά μου, επήγαμεν εις την εκκλησίαν και εστεφανωθήκαμεν, έπειτα εκοινωνήσαμεν τα Άχραντα Μυστήρια και μετά τρεις ημέρας εσμίξαμεν. Και ωσάν εγκαστρώθη, εχωρίσαμεν έως οπού εγέννησεν. Εσαράντισε, και τότε πάλιν εσμίξαμεν, και πάλιν εχωρίσαμεν, και με τέτοιον τρόπον εκάμαμε τα είκοσι τέκνα, πανιερώτατε. Λέγει ο Δεσπότης: Συγχωρημένος και ευλογημένος να είσαι. να κάμης πενήντα και εκατόν τέκνα. Έτσι ο ευλογημένος Ιωάννης έμαθε τα τέκνα του γράμματα, τα επαίδευσε με νουθεσίας καλάς, και επέρασεν εδώ καλά και επήγεν εις τον παράδεισον. Αυτός έκαμε τα τριάκοντα. Θέλεις και συ, αδελφέ μου, να κάμης τα τριάκοντα; Μιμήσου τον παπά Ιωάννην τώρα οπού έχεις καιρόν.
Αυτήν είναι η εξήγησις της παραβολής. Οδός είναι οι Εβραίοι, οι οποίοι είναι διά την κόλασιν. Πέτρα είναι οι ασεβείς. Και καλή γης είναι οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι σώζονται. Αλλά πώς σώζονται; Ο καθένας καθώς έπραξεν αν δηλαδή έκαμε καλά, πηγαίνει εις τον παράδεισον. Αν κακά, πηγαίνει εις την κόλασιν.
Εγώ εδιάβασα και περί ιερέων, και περί ασεβών, αιρετικών και αθέων. τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα. όλαι αι πίστεις είναι ψεύτικες. τούτο κατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των Ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και άγια, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τούτο σας λέγω τώρα εις το τέλος. να ευφραίνεστε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί, και να κλαίεται δια τους ασεβείς και αιρετικούς, οπού περιπατούν εις το σκότος. Ημείς, χριστιανοί μου, τι είμεθα, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Άνισος και είμεθα δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι. ει δε και είμεθα αμαρτωλοί, τώρα είναι καιρός να μετανοήσωμεν, να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμνωμεν τα καλά. διότι η κόλασις μας καρτερεί. Πότε θα μετανοήσωμεν; Όχι αύριον και μεθαύριον, αλλά σήμερον, διότι έως αύριον δεν ηξεύρομεν τι θα πάθωμεν. Προσέχετε, λοιπόν αδελφοί μου, να μη υπερηφανεύεσθε, να μη φονεύητε, να μη μοιχεύητε, να μη κάμνητε όρκους, να μη λέγητε ψεύματα, να μη συκοφαντήτε, να μη προδίδητε, να μη στολίζητε το σώμα, διότι θα το φάγουν οι σκώληκες, αλλά να στολίζητε την ψυχήν, οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον. Να προσεύχεσθε, να νηστεύετε, να δίδετε ελεημοσύνην, να έχετε τον θάνατον έμπρος'θεν σας, πότε να φύγετε από τούτον τον ψεύτικον κόσμον, να υπάγετε εις εκείνον τον αιώνιον. Ακούσατε, αδελφοί μου: καθώς ένα άρχοντα έχει δέκα δούλους και σφάλλει ένας εξ αυτών τον διώκει και βάνει άλλον, ούτω και ο Κύριος, ωσάν εξέπεσε το πρώτον τάγμα των αγγέλων, επρόσταξεν ο Θεός και έγινεν ούτος ο κόσμος, και έκαμεν ημάς τους ανθρώπους, και μας βάλη εις τον τόπον των αγγέλων. Ημείς, χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ πατρίδα. Διά τούτο και ο Θεός μας έκαμε με το κεφάλι ορθούς, και μας έβαλε το νου εις το επάνω μέρος, διά να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας. Ώθεν, αδελφοί μου, να σας διδάσκω και συμβουλεύω, πλην τολμώ πάλιν και παρακαλώ τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν να στείλη ουρανόθεν την Χάριν Του και την ευλογίαν Του εις αυτήν την χώραν, και όλους τους χριστιανούς, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας, και τα έργα των χεριών σας. Και πρώτον, αδελφοί μου, άμποτε να σας ευσπλαγχνίση και να συγχώρηση τας αμαρτίας σας και να σας αξιώση να διέλθητε και εδώ καλήν και ειρηνικήν αυτήν την ματαίαν ζωήν και μεταθάνατον εις τον παράδεισον, και στην πατρίδα μας την αληθινήν, να χαιρώμεθα πάντοτε, να δοξάζωμεν και προσκυνώμεν την Αγίαν Τριάδα εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.
Παρακαλώ σας, αδελφοί μου, να ειπήτε και δι’ εμέ τον αμαρτωλόν τρεις φοράς: συγχωρήσατέ με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθήτε και μεταξύ σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου