Σελίδες

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΙΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ)


          
Κατά τον Μυστικό Δείπνο  ο Κύριος αφού έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του (δίνοντάς τους παράδειγμα ταπείνωσης και προσφοράς),  τέλεσε την Θεία Ευχαριστία και κοινώνησαν οι μαθητές το Σώμα και το Αίμα Του.  Στη συνέχεια  προλέγει ότι ένας απ’ αυτούς θα Τον προδώσει (ο Ιούδας  απ’ το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει απ’ τους φαρισαίους  χρήματα για να τους παραδώσει το Χριστό και του είχαν δώσει 30 αργύρια – ποσό με το οποίο πουλούσαν ένα δούλο-). Προλέγει ακόμα το διασκορπισμό των μαθητών,  την άρνηση του Πέτρου, τους δίνει την εντολή της αγάπης και τους μιλά για το Άγιο Πνεύμα.
Μετά το Μυστικό Δείπνο, έρχονται στο όρος των Ελαιών σε αγρόκτημα που λεγόταν Γεθσημανή πέρα απ’ τον ξεροπόταμο των Κέδρων (ο Χριστός συνήθιζε να προσεύχεται τις νύχτες εκεί και ο Ιούδας το γνώριζε). Στον κήπο της Γεθσημανή ο Κύριος θα προσευχηθεί στον Πατέρα για τον εαυτό Του: << Πατέρα αν είναι θέλημα σου, να απομακρύνεις αυτό το ποτήρι του θανάτου από μένα, απομάκρυνε το, αλλά όμως όχι να γίνει αυτό που θέλει η ανθρώπινη φύση μου, αλλά το δικό σου θέλημα>>. Θα προσευχηθεί ακόμα για τους αποστόλους και για όσους πιστέψουν σΆυτόν, να τους φυλάξει ο Θεός Πατέρας απ’ τον πονηρό και να είναι ενωμένοι με αγάπη, όπως ο Υιός του Θεού είναι ενωμένος με τον Πατέρα. Έρχεται και βρίσκει τους μαθητές Του να κοιμούνται και τους λέει να αγρυπνούν και να προσεύχονται για να μην πέσουν σε πειρασμό.
Στο μεταξύ φθάνει και ο Ιούδας συνοδευόμενος από μεγάλο πλήθος, που το αποτελούσαν ο λόχος των Ρωμαίων στρατιωτών και οι υπηρέτες των αρχιερέων και φαρισαίων κρατώντας φανάρια και λαμπάδες και ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια και ξύλα. Και αμέσως Τον πλησίασε ο Ιούδας και Του είπε <<χαίρε διδάσκαλε>> και με ψεύτικη αγάπη τον φίλησε. Ο Ιησούς του είπε <<Ιούδα με φίλημα προδίδεις τον Υιό του Ανθρώπου;>> Ο προδότης τους είχε δώσει σημάδι:  << εκείνον που θα φιλήσω, αυτός είναι. Συλλάβετε τον>>. Ο Χριστός είπε προς τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους των Ιουδαίων << ήρθατε να με συλλάβετε με μαχαίρια και ξύλα σα να ήμουν ληστής. Όταν καθημερινά ήμουν μαζί σας στο ιερό δεν απλώσατε τα χέρια πάνω μου, αλλά αυτή είναι η δικιά σας ώρα, της εξουσίας του σκότους>>  και φροντίζοντας τους μαθητές του είπε <<…αλλά αφήστε τους μαθητές μου να φύγουν>>. Ο Πέτρος χτύπησε με μαχαίρι το δούλο του αρχιερέα που λεγόταν Μάλχος και του έκοψε το δεξιό αυτί. Ο Χριστός είπε στον Πέτρο να βάλει το μαχαίρι στη θήκη γιατί αυτοί που χρησιμοποιούν μαχαίρι εναντίον άλλων, με μαχαίρι θα πεθάνουν και αφού άγγιξε τον δούλο του αρχιερέα, τον έκανε καλά.                                                           
                                             
                                                                          
Τότε  οι μαθητές Τον εγκατέλειψαν και ο λόχος των Ρωμαίων και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Ιουδαίων, συνέλαβαν το Χριστό, Τον έδεσαν και Τον έφεραν στον Άννα (ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στον αρχιερέα, γιατί υπήρξε και αυτός αρχιερέας στο παρελθόν, αλλά και ήταν πεθερός του Καϊάφα, ο οποίος ήταν ο αρχιερέας εκείνης της χρονιάς). Από μακριά ακολουθούσαν ο Ιωάννης και ο Πέτρος. Ο Ιωάννης είχε γνωστούς και μπήκε στην αυλή του αρχιερέα και είπε στη δούλη που φύλαγε την πόρτα να μπει και ο Πέτρος. Η υπηρέτρια ρώτησε τον Πέτρο μήπως είναι μαθητής του Χριστού και εκείνος απάντησε: <<όχι δεν είμαι, δεν τον γνωρίζω>>. Στην αυλή ο αρχιερέας ανάκρινε το Χριστό και οι υπηρέτες Τον χτυπούσαν. Αφού τελείωσε την ανάκριση ο Άννας στέλνει δεμένο
  
το Χριστό στον αρχιερέα Καϊάφα το γαμπρό του (έμεναν στο ίδιο σπίτι). Οι Ιουδαίοι είχαν ανάψει φωτιά στην αυλή του αρχιερέα γιατί έκανε κρύο και ο Πέτρος πλησίασε να ζεσταθεί. Τον ρώτησαν πάλι μήπως είναι απ’ τους μαθητές του Χριστού και εκείνος για 2η φορά, αρνήθηκε. Οι αρχιερείς και όλο το εβραϊκό συνέδριο ζητούσαν ψεύτικη μαρτυρία για να θανατώσουν το Χριστό και παρόλο που παρουσιάσθηκαν πολλοί ψευτομάρτυρες δεν εύρισκαν κάτι για να Τον θανατώσουν. Ο Ιησούς σιωπούσε και ο Καϊάφας  τον ορκίζει να πει αν είναι ο Υιός του Θεού και όταν ο Χριστός τους το λέει, εκείνοι θα πουν ότι βλασφημεί και θα βγάλουν καταδικαστική απόφαση εναντίον Του. Άρχισαν να Τον χτυπούν, να Τον βλαστημούν, να Τον φτύνουν και να Τον κοροϊδεύουν.  Είχε περάσει περίπου μια ώρα απ’ τη 2η άρνηση του Πέτρου, όταν τον βλέπει ένας δούλος συγγενής του Μάλχου (που ο Πέτρος έκοψε το αυτί) και τον ρωτά <<δεν σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;>> και οι άλλοι του έλεγαν <<και συ απ’ αυτούς είσαι και η προφορά σου σε φανερώνει>>. Τότε ο Πέτρος άρχισε να καταριέται τον εαυτό του και να ορκίζεται λέγοντας <<δεν τον ξέρω τον άνθρωπο>> και ενώ ακόμα μιλούσε, λάλησε ο πετεινός και γύρισε ο Χριστός και κοίταξε τον Πέτρο. Θυμήθηκε τότε ο Πέτρος το λόγο του Κυρίου: << πριν λαλήσει ο πετεινός θα με αρνηθείς τρεις φορές>> και βγήκε έξω και έκλαιγε πικρά. 
Όταν ξημέρωσε αφού έκαναν συμβούλιο οι αρχιερείς και οι γραμματείς με τους προεστούς και όλο το συνέδριο, έφεραν το Χριστό δεμένο στον ηγεμόνα Πόντιο Πιλάτο.
Όταν ο Ιούδας είδε ότι καταδικάσθηκε ο Χριστός απελπισμένος για την προδοσία του, επέστρεψε τα 30 αργύρια στους αρχιερείς και πήγε και κρεμάσθηκε. Στο μεταξύ οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν το Χριστό στον Πιλάτο ότι παρακινεί σε επανάσταση το έθνος και εμποδίζει να δίνουν φόρους στον Καίσαρα. Ο Πιλάτος κατάλαβε ότι η κατηγορία είναι αβάσιμη και από μίσος Τον παρέδωσαν και  είπε στους αρχιερείς και στα πλήθη του λαού ότι δεν βρίσκει τίποτα αξιοκατάκριτο στο Χριστό.  Όταν έμαθε ότι ο Ιησούς είναι απ’ τα μέρη της εξουσίας του Ηρώδη (πρόκειται για τον Ηρώδη Αντίπα, γιο του Ηρώδη που έσφαξε τα νήπια. Ο Ηρώδης Αντίπας  σκότωσε  τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο) που ήταν αυτές τις μέρες (λόγω του εβραϊκού πάσχα) στα Ιεροσόλυμα, έστειλε τον Ιησού σ’ αυτόν. Ο Ηρώδης αφού μαζί με τους στρατιώτες του εξευτέλισαν το Χριστό, τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο. Μάλιστα ο Πιλάτος και ο Ηρώδης που ήταν σε έχθρα, συμφιλιώθηκαν εμπαίζοντας το Χριστό (!!). Τότε ο Πιλάτος αφού κάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες και το λαό των Ιουδαίων τους είπε ότι δε βρήκε σε τίποτα ένοχο το Χριστό και τους πρότεινε να Τον μαστιγώσει και να Τον ελευθερώσει, οι Ιουδαίοι όμως φώναζαν να Τον σταυρώσει. Είχε την υποχρέωση ο Πιλάτος, σύμφωνα με το έθιμο, να ελευθερώνει ένα φυλακισμένο κατά τη γιορτή του εβραϊκού πάσχα. Είχε στη φυλακή ένα φονιά που τον έλεγαν Βαραββά. Τους ρώτησε ποιόν θέλουν να ελευθερώσει και όλοι φώναζαν να ελευθερώσει το Βαραββά και να σταυρώσει το Χριστό. Ο Πιλάτος τους ρωτά :<<τι κακό έκανε;>> αλλά αυτοί όλοι φώναζαν <<να σταυρωθεί>>. Τότε ο Πιλάτος διάταξε να μαστιγώσουν το Χριστό. Τον παρουσίασε στους Εβραίους σε τόπο λεγόμενο Λιθόστρωτο (στα εβραϊκά Γαββαθά), ματωμένο απ’ τους ραβδισμούς τα χτυπήματα  και τις μαστιγώσεις, με αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι Του και τους λέει : <<ίδε ο άνθρωπος>>. Αλλά αυτοί κραύγαζαν <<σταύρωσε τον>>. Τότε  πήρε νερό, έπλυνε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος και τους είπε: <<είμαι αθώος από το αίμα αυτού του δίκαιου, εσείς να έχετε την ευθύνη>> και όλος ο λαός του είπε:   <<η ευθύνη για το χύσιμο του αίματος του, ας έρθει πάνω μας και στα παιδιά μας>>.  Τότε ελευθέρωσε τον Βαραββά και διέταξε να φραγγελώσουν  το Χριστό και να Τον σταυρώσουν. Οι ρωμαίοι στρατιώτες αφού φραγγέλωσαν το Χριστό, Τον έφτυσαν, Τον χτύπησαν και Τον κορόιδεψαν, Τον φόρτωσαν τον σταυρό και πήγαιναν να Τον σταυρώσουν. Στο δρόμο βρήκαν έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Σίμωνα καταγόμενο απ’ την Κυρήνη και τον αγγάρευσαν να σηκώσει το σταυρό, γιατί ο Ιησούς δεν άντεχε πια.  Αφού ήρθαν σε τόπο που λεγόταν Γολγοθάς (στα ελληνικά σημαίνει τόπος κρανίου, γιατί σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρέθηκε το κρανίο του Αδάμ μετά τον κατακλυσμό), του έδωσαν να πιεί ξύδι αναμιγμένο με χολή.
Τον σταύρωσαν και οι σταυρωτές μοίρασαν τα ρούχα Του σε 4 μέρη (ένα για τον καθένα) και για το χιτώνα Του έβαλαν κλήρο για να μην τον σχίσουν. Όλα αυτά είχαν προφητευθεί ότι θα συμβούν στο Χριστό. Έγραψε και επιγραφή ο Πιλάτος και την έβαλαν πάνω στο σταυρό, γραμμένη στην εβραϊκή, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή γλώσσα: <<Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων>>. Τον σταύρωσαν ανάμεσα σε δυο κακούργους. Ο Ιησούς έλεγε: << Πατέρα συγχώρησε τους δεν ξέρουν τι κάνουν>>. Ο λαός των Ιουδαίων συνέχιζε να περιπαίζει το Χριστό, το ίδιο έκανε και ο ένας απ’ τους σταυρωμένους κακούργους. Ο άλλος όμως μετανοιωμένος του είπε <<θυμήσου με Κύριε στη βασιλεία σου>> και ο Χριστός τον διαβεβαίωσε: <<σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο>>. Ο Χριστός από το σταυρό αναθέτει τη φροντίδα της Παναγίας Μητέρας Του, στον αγαπημένο Του μαθητή Ιωάννη. Από το τις 12 το μεσημέρι ως τις 3 το απόγευμα έγινε μεγάλο σκοτάδι σε όλη τη γη και έγινε σεισμός και σχίσθηκε το παραπέτασμα του ναού που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων και άνοιξαν μνημεία και πολλά σώματα πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν και μετά την Ανάσταση του Χριστού μπήκαν στα Ιεροσόλυμα και φανερώθηκαν σε πολλούς. Ο Ιησούς αφού έβγαλε δυνατή φωνή: <<τετέλεσται>>,  άφησε το κεφάλι Του να γείρει προς τα κάτω και θεληματικά παρέδωσε τη ψυχή Του στον Πατέρα Του. Ο ρωμαίος εκατόνταρχος βλέποντας αυτά είπε <<πραγματικά αυτός ήταν Γιος του Θεού>>. Επειδή το Σάββατο που θα ξημέρωνε μετά το εσπέρας συνέπιπτε με την 1η μέρα του εβραϊκού πάσχα, και απαγορευόταν απ’ το μωσαϊκό Νόμο να μείνουν άταφα τα σώματα, ζήτησαν οι Ιουδαίοι από τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα πόδια των καταδίκων ώστε να πεθάνουν γρηγορότερα και να τους σηκώσουν από τους σταυρούς. Ήρθαν οι στρατιώτες και σύντριψαν τα κόκκαλα των συσταυρωμένων ληστών.  Βλέποντας ότι ο Χριστός είχε παραδώσει το πνεύμα δεν του έσπασαν τα κόκκαλα, αλλά ένα στρατιώτης με λόγχη χτύπησε την πλευρά Του και αμέσως βγήκε αίμα και νερό. Όλα έγιναν όπως είχαν προφητευθεί.                            
    
                                                                                          
Ύστερα από αυτά ο Ιωσήφ που καταγόταν απ’ την Αριμαθαία και ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού, ζήτησε άδεια απ’ τον Πιλάτο και μαζί με τον Νικόδημο πήραν το Σώμα του Ιησού και αφού το άλειψαν με αρώματα και το τύλιξαν με επιδέσμους, σύμφωνα με τη συνήθεια τους, το έθαψαν σε καινούριο τάφο σε κήπο, κοντά στο μέρος που σταυρώθηκε. Οι φαρισαίοι ζήτησαν απ’ τον Πιλάτο φρουρά  και ασφάλισαν τον τάφο. 
                                                                        
Ο προφήτης Ησαΐας τον 8ο π. Χ. αιώνα, προφήτευε για το πάθος του Χριστού :                                                                                                       << ήταν αιτία οι αμαρτίες μας που αυτός πληγώθηκε, και οι ανομίες μας που αυτός πονούσε. Αντί για μας αυτός παιδεύτηκε για να βρούμε την ειρήνη. Με τις δικές του πληγές εμείς γιατρευτήκαμε. Παρά τα βάσανα του δεν άνοιξε το στόμα του. Σαν πρόβατο στη σφαγή οδηγήθηκε. Δεν ανοίγει το στόμα του. Αρνήθηκαν δίκαια να τον κρίνουν. Τη γενιά του ποιος θα διηγηθεί;
              
 ΚΑΛΗ   ΑΝΑΣΤΑΣΗ       
Βασίλης Μαντζουράνης
καθηγητής Θεολόγος
Μυτιλήνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου