Περίληψη
της εισήγησης στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Εξουσία και
Διακονία κατά τον Απόστολο Παύλο» (Βέροια 26-28 Ιουνίου 2013)
Στην εισήγηση τονίστηκε ότι όταν
αναφερόμαστε στο κοινωνικό πλαίσιο ανάπτυξης και άσκησης της εξουσίας
εννοούμε κατά βάση τις σχέσεις εξουσίας στις θεσμοποιημένες ή μη
θεσμοποιημένες διαπροσωπικές δράσεις και συμπεριφορές. Ως τυπικές μορφές
εξουσίας κατέγραψε η ιστορία την εξουσία του άνδρα στη γυναίκα, των
γονέων στα παιδιά, του δασκάλου στους μαθητές, του εργοδότη στους
εργάτες, των γαιοκτημόνων στους γεωργούς, των πλουσίων στους φτωχούς,
των κυρίων στους δούλους, των αρχόντων στους πολίτες, των δικαστών στους
υπόδικους, του ιερατείου στους πιστούς.
Ως κοινωνική σχέση που διαμορφώνει
δράσεις και συμπεριφορές, η εξουσία δηλώνει αφενός την εκπόρευση από
συγκεκριμένα άτομα ή θεσμούς, ή και άλλη καθιερωμένη πηγή εξουσίας,
διαταγών, αποφάσεων, κρίσεων, ελέγχου, διαιτησίας, καθοδήγησης,
διεύθυνσης, και αφετέρου τη δεσμευτική συμμόρφωση και υποταγή των
εξουσιαζόμενων βάσει του φυσικού, του εθιμικού ή και θετικού δικαίου,
της άτυπης ή τυπικής κοινωνικής συμφωνίας, ακόμα και των θρησκευτικών
πεποιθήσεων και κανόνων. Ως έγκυρες και γι’ αυτό αποδεκτές πηγές
εξουσίας στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις κατέγραψε ο Μ. Βέμπερ
τη χαρισματική, την αξιωματική ή ορθολογική εξουσία και την παραδοσιακή
εξουσία.
Η εξουσία σαν μια σχέση κυριαρχίας,
δύναμης και βίας, σωματικής ή ψυχολογικής, άμεσης ή έμμεσης από
ανθρώπους σε ανθρώπους δεν αποτελεί με βάση το θεολογικό σκεπτικό
συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, αλλά είναι επίκτητη.
Εμφανίζεται δηλαδή με την αλλοτρίωση στις σχέσεις των ανθρώπων με αρχικό
στάδιο τη διάσπαση της ανδρογυνικής ενότητας.
Η εξουσία στην κοινωνική της διάσταση
είναι άλλοτε μια αναγκαιότητα, άλλοτε μια έκφραση εγωισμού, φιλαρχίας
και φιλοδοξίας, και άλλοτε μια έκφραση προκατάληψης ή βιολογικού
καθορισμού. Εκτός από την εξουσία ως έκφραση της φιλαρχικής συμπεριφοράς
των ανθρώπων, στις άλλες περιπτώσεις και στο βαθμό που οι εξουσίες
θεωρούνται θεόσδοτες, η υποταγή ή η ανυποταγή σ’ αυτές δηλώνει
αντίστοιχες συμπεριφορές υπακοής ή ανυπακοής στο θέλημα του Θεού.
Παύλος και εκκλησιαστικοί πατέρες κάνουν
λόγο για τρεις περιπτώσεις υποταγής: των γυναικών, των παιδιών και των
δούλων. Ο κ. Νικολαΐδης επέλεξε στην εισήγησή του δύο κοινωνικούς χώρους
έκφρασης της εξουσίας: την οικογένεια και την εργασία. Η εξουσία στην
οικογένεια αναφέρεται κατά κύριο λόγο στη σχέση άνδρα και γυναίκας και
δευτερευόντως στην σχέση εξουσίας των γονέων, κυρίως των πατέρων στα
τέκνα.
Η θεολογική θεμελίωση της εξουσίας του
άνδρα στη γυναίκα αρχίζει με τη χωριστή διήγηση δημιουργίας τους και
τους διαφορετικούς ρόλους που εξαρχής τέθηκαν, ενώ συνεχίζεται με την
προτεραιότητα της γυναίκας στη διαδικασία πτώσης και τη συμβολή της στην
πτώση του άνδρα, καθώς και με τη διαπίστωση της σχέσης αποστροφής της
στον άνδρα μετά την αμαρτία. Έκτοτε η γυναίκα αναλαμβάνει ρόλους
υποταγής, όχι μόνο μέσα στο θρησκευτικό περιβάλλον, αλλά και το
κοινωνικό. Με την ανατολή του νέου κόσμου της Καινής Διαθήκης δίνονται
οι δυνατότητες αποκατάστασης της ανισότητας σε βάρος της και μεταλλαγής
του νοήματος της ανδρικής εξουσίας.
Η εξουσία κατά τον ομιλητή εκφράζεται στη
μορφή της δουλείας και τη μορφή της μισθωτής εργασίας. Η εξουσία στην
πρώτη περίπτωση παρέχει τη δυνατότητα στον κύριο να αντιμετωπίζει το
δούλο ως αντικείμενο για αγορά, χρήση και πώληση, ενώ στη δεύτερη ως
δυνατότητα εκμετάλλευσης των κόπων του εργάτη. Και ενώ στον Παύλο και
τους εκκλησιαστικούς πατέρες η δουλεία δεν θεωρείται αγαθό ούτε και
θεόσδοτη, ωστόσο θεολογείται ως μια δυνατότητα δοκιμασίας και των δύο
πλευρών. Η εξουσία στη δεύτερη περίπτωση θεμελιώνεται στη δυνατότητα
πρόσληψης ή αποκλεισμού του εργάτη από την εργασία, στην αποστέρηση
βασικών του δικαιωμάτων, καθώς και τη δυνατότητα του εργοδότη να
ρυθμίζει το μισθό του εργάτη. Στον ίδιο χώρο, το χώρο της εργασίας
αναπτύσσεται και μια άλλη μορφή εξουσίας, η συνδικαλιστική, που
δραστηριοποιείται αντιθετικά προς την εξουσία του εργοδότη.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι εξουσίες
είναι αναγκαίες για τη δομή και λειτουργία των κοινωνικών μορφωμάτων,
της ομάδας, της κοινότητας, της κοινωνίας, γι’ αυτό και είναι θεόσδοτες.
Επομένως το ήθος στην άσκησή τους δεν αναφέρεται στις ίδιες αλλά στα
πρόσωπα που τις ασκούν και τις σκοπιμότητές τους. Η δε αναφορά στο
θεόσδοτο των εξουσιών συνοδεύεται από δύο πολύ βασικές παραμέτρους: τον
σχετικό τους χαρακτήρα, αφού ασκούνται υπό όρους και όχι απόλυτα, και
τον διακονικό τους χαρακτήρα. Δόθηκαν για την υπηρεσία των άλλων και την
αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου