Από τη Διονυσίου στη Νέα Σκήτη του Αγίου
Παύλου με το ταχύπλοο του μεσημεριού. Ο καπετάνιος πρόσφυγας από την
Προποντίδα, ο ναύλος κέρασμα σεβασμού. Οι ναυβάτες λίγοι. Μαζί μας ο
παπα-Βενέδικτος ο πνευματικός, δόκιμος πατερικός συγγραφέας, πρός
επίσκεψιν του οποίου και ξεκινήσαμε. Χαρές, συγκινήσεις, νοσταλγικές
αναμνήσεις κοινων ιερών βιωμάτων!… Στον αρσανά της Σκήτης οι αλβανοί
ημιονηγοί είν΄ έτοιμοι. Ένα «κριθαροκίνητο της Παναγίας» (κατά
παπα-Γρηγόριο Γρηγοριάτη τον Πόντιο) προορίζεται να παραλάβει τον
Δεσπότη. Είναι η πρώτη φορά που ιππεύω (ή μήπως ημιονεύω;). Παιδί της
πόλεως. Άσφαλτος και τσιμέντο. Στη Σητεία έχει πολλές δεκαετίες ν’
ακουσθή ογκανισμός ή χλιμίντρισμα (τετραπόδων!). Βουτυροπαιδικές
καταστάσεις!… Πλησιάζω το …θύμα μου, το ευλογώ, του γλυκομιλώ, το
καλοπιάνω. Με ανέχεται στη ράχη του υπό τις θυμήρεις επιφωνήσεις των
συμπροσκυνητών και καμαρώνω σαν μαθητευόμενος καουμπόϋ της άγριας Δύσης.
Φωτογραφίες του γενναίου ζώου με τον βαρυκόκκαλο αναβάτη, που λέει την
«ευχή» και κρατιέται γερά απ’ το σαμάρι διά παν ενδεχόμενον. Ο σατανάς
ενθυμίζει ευτράπελες ιστορίες, τη μιά με δυό άσπονδους φίλους, παλιούς
καθηγητές του Αριστοτελείου, που όταν ο ένας είδε τον άλλο ιππεύοντα σ’
έναν γάϊδαρο διατύπωσε ριζοσπαστική θεωρία περί των καταχρηστικών
κλασμάτων με πρόχειρο παράδειγμα το ενώπιόν του θέαμα, την αλλη μ’ έναν
Δεσπότη στην παλιά Λευκάδα, που όταν επέβη στο ήσυχο ως τότε μουλάρι
ενός παπα, εκείνο «εμουλάρωσε», τινάζονταν, κλωτσούσε, εφώναζε, ώσπου
τον γκρέμισε ελεεινά, κι ο δύστυχος παπάς μέσα στη σαστιμάρα και τον
τρόμο του μοιρολογιότανε: «Ίσαμε χθες ήσουνα ήμερο και ποτέ δε με
στεναχώρεσες. Σήμερα τί στην οργή έπαθες; Ποιός σε καβάλησε;» Και δόστου
πόλεμο κατά των τοιούτων λογισμων με την «ευχή», και παρακάλια μη μου
συμβη διά τας άμαρτίας μου κανένα «ίππον και αναβάτην έρριψεν εις
θάλασσαν». Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μπροστά ο παπα-Βενέδικτος πεζός, πίσω ο
αλβανός βορδονάρης να κρατα το χαλινάρι, πιό πίσω το μουλάρι με τον
γράφοντα, σε απόσταση ψηλότερα ο Χρόνης να φωτογραφίζει με το κινητό του
το θέαμα, και ξοπίσω οι υπόλοιποι συνέκδημοι ενθαρρύνοντας μιά το ζωο
μιά τον αναβάτη και σχολιάζοντας την ομορφιά του νεοσκητιώτικου τοπίου,
την ανεβήκαμε την τετρακοσιοβάθμια κλίμακα ως την Καλύβα του Αγίου
Σπυρίδωνος, όπου και ο προορισμός μας.
Πού είσαι άγιε πνευματικέ
παπα-Σπυρίδων να μας καλωσορίσεις, να μας διδάξεις με τα ωραία σου
αιτωλοακαρνάνικα, απλά κι εποπτικά, τα μυστικά της κατά Θεόν ζωής;
Πού είσαι, «Κατσαβίδι γιά όλες τις
βίδες», να στρίψεις λίγο και να σιγουρέψεις μαστορικά και τη δική μας
βίδα στον άγαθό λογισμό της μετανοίας;
Πού είσαι παπα-Ξένε, να μας χαρίσεις άλλο ένα μάθημα χριστιανικής φιλοξενίας ανοιχτόκαρδης; Θα μου πεις:
Και τα καλογέρια μου τί κάνουν;
Μιά χαρά τα κάνουν, Γέροντα, όπως και
όταν ζούσες κοντά τους. Με την ίδια στοργή κι αγάπη! Αλλά μας λείπεις
εσύ! Με την πατριαρχική μορφή και γενειάδα σου, με το αττικό αλάτι του
λόγου σου, με τη γλυκειά αυστηρότητα του βλέμματός σου, με το
ρουμελιώτικο βάρος των βημάτων σου. Ξέρουμε βέβαια πώς είσαι εν πνεύματι
πάντοτε παρών, εμπνέων, στηρίζων, ευλογών, κι αυτό μας παρηγορεί.
Φιλάμε τη φωτογραφία σου, νάχουμε την ευχή σου…
Εσπερινός σκητιώτικος, απλός, χωρΐς τις
μοναστηριακές μεγαλοπρέπειες και με κάποια ευλυγισία στο τυπικό. Όμως
πιο «οικογενειακός». Κατόπιν στην πίσω απλωταριά ακούς τους σπίνους, τα
χελιδόνια, τα κοτσύφια και τις καρδερίνες να ψάλλουν τα αρχαία τους
«Ανοιξαντάρια», καθώς ο ήλιος, μπρούτζινος πολυέλαιος, φωτίζει
μελίχρωμα, ολόγλυκα, τις σεβάσμιες Καλύβες πού άπαρτίζουν το ιδιόρρυθμο
αυτό χωριό, από τα χαμηλά του πρανούς κάτω στη θάλασσα, με τον Άη
Δημήτρη του γερο-Τρύφωνα του λιβανοποιού και νοσοκόμου της Σκήτης και
περιβόητου οψοποιού των πανηγύρεων, ίσαμε τα ψηλότερα με τους Αγίους
Αναργύρους του γερο-Δημόκλητου του ιατρού, και νυν της συνοδείας του
γερο-Δαμασκηνού του ηδύμολπου πρωτοψάλτη.
Θέαμα εξαίσιο!
Απ’ εδώ το ιερό Κυριακό του Γενεσίου της
Θεοτόκου με το κομψό Κωδονοστάσιό του πού φέρει την επιγραφή:
«Κτητόρισσα η Παναγία», με τα κυπαρίσσιά του και το Αρχονταρίκι.
Απ’ εκεί ο μεγαλόπρεπος Πύργος με τις
«ζεματίστρες» του και το παρεκκλήσι της Αγίας Άννας, της Γιαγιάς μας.
Στη μέση η πριγκηποπούλα των Αβραμαίων, ο Απόστολος Ανδρέας με τον
υπέροχο τρούλλο. Πιό κάτω η ανάλογης κομψότητας και ομορφιάς Κοίμησις
της Θεοτόκου των Παπακυριλλαίων με όμορφο επίσης τρούλλο. Πιο ‘κεί ο
καλοσυγυρισμένος Άη Γιώργης του παπα-Νικόδημου. Παρέκει οι ιστορικοί
Άγιοι Ανάργυροι του Σπετσιέρη και από πάνω ο Πρόδρομος του
γερο-Ευσέβιου, του «Τσιάρλυ» (ήγουν Κυπρίου της Αγγλίας!), πού είναι
υπόδειγμα φιλεργίας. Απ’ εδώ ο Άγιος Χαράλαμπος όπου εμόνασε ο Άγιος
Ιλαρίων ο Ίβηρ. Από πίσω ο Εύαγγελισμός του Οσίου’ Ιωσήφ του Σπηλαιώτη
και του παπα-Ελπίδιου του Κυπρίου, αδελφού του Ιερομάρτυρος Φιλουμένου.
Πάνω από εμάς η Ζωοδόχος Πηγή του σεμνού γερο-Χερουβείμ πού είναι ο
Δικαίος για φέτος. Τέρμα κάτω, στά βράχια της θάλασσας το λεγόμενο
«Θυννί», πυργίσκος παρατηρήσεως των κινήσεων των «μαγιάτικων», ώστε να
ειδοποιούνται έγκαιρα οι πατέρες να σπεύσουν πρός άγραν των ιχθύων… Από
κάποια Καλύβη ακούμε τον Εσπερινό. Κάθε Καλύβη έχει δικό της ωράριο
Ακολουθιών κι έτσι άλλοι προηγούνται κι άλλοι έπονται. Και παντού,
παντού, παντού πράσινο ολόχλωρο σ’ όλες του τις αποχρώσεις, ενώ ο
κατακάθαρος κι ολόστεγνος από κάθε υποψία υγρασίας ουρανός (η Νέα Σκήτη
έχει το καλλίτερο κλίμα του Αγίου Όρους!) ολοκληρώνει αριστουργηματικά
τον πίνακα πού ο γενεσιάρχης του κάλλους Θεός με τη συνεργασία των
μελανόσχημων περιβολάρηδων της Παναγίας Μητέρας Του έχει τεχνουργήσει.
Κι ο παπα-Βενέδικτος, με τη σοφία των εξήντα χρόνων της ζωης και των
κοντά σαράντα της καλογερικής του, γλυκύς, πράος, ειρηνικός και
βλογημένος, σε τρατάρει «λόγον αγαθόν και πάνυ ωφέλιμον», κάνοντας την
καρδιά σου να επιδίδεται σε άτέλειωτες κυβισθήσεις και τα μάτια σου να
υγραίνωνται. Βαβαί της ευτυχίας μου και της χαράς μου!…
Η τετρακτύς των Σπαταναίων φίλων
συμπροσκυνητων συν τω Πολυχρονίω υιώ μου κατεβαίνουν για προσκύνημα στο
Κυριακό. Καθυστερούν να επιστρέψουν. Από ακριτομύθειες του μικρού
πληροφορούμαι την αιτία.
Στο Αρχονταρίκι βρήκαν στίβα άπλυτα
φλιτζάνια του καφέ και νεροπότηρα. Η ζηλεμένη φιλοτιμία του Νεκτάριου
δέν του έπέτρεψε να τα παραθεωρήσει. Στο πι και φι τα έπλυνε, τα
συγύρισε, σκούπισε τα τραπέζια, έβαλε τα πάντα σε τάξη. Πήγε και στο
Κυριακό κι άναψε τα καντήλια κ’ ύστερα επέστρεψαν στη φιλοξενούσα ιερά
Καλύβη.
Ο μοναχός Κοσμάς είχ’ ετοιμάσει
δείπνο οψαρίου πανηγυρικό. Ξιφίας τετηγανισμένος, σαλάτες, άσπρο τυρί
Γιαννιτσιώτικο -ευλογία της αδελφής του Γέροντα, πίτες ωραίες
αγρινιώτικες και ρεβανές, κανίσκια μιας σεβάσμιας ομάδας προσκυνητών
αρχαίων πνευματικοπαιδιών του μακαρίτη Γέροντα Σπυρίδωνος. Όλα σπουδαία
και ο Δεσπότης κατά χρέος επαινεί τον φιλότιμο οψοποιό μοναχό και τις
μαγγανείες της στοργής του. Το Απόδειπνο στο Ναό ευθύς μετά, σύντομο. Οι
Χαιρετισμοί εν τοις κελλίοις. Ησυχία. Τη διακόπτουν κάπου κάπου τα
τσακάλια πού γυρεύουν το φαγί τους από τον Δημιουργό.
Το πρωΐ σύντομος Όρθρος και Θεία
Λειτουργία αρχιερατική. Στο νου, στη σκέψη, στο κέντρο της προσευχής,
δύο πάσχοντες Μιχάληδες. Ένας στη Μεσευρώπη, σεβαστός και πολυφίλητος,
μεγάλος για την Εκκλησία, κι ένας στο ΚΑΤ, νέος, μικροπατέρας,
πολυαγαπημένος, σακατεμένος από έναν κρονόληρο ογδονταέξ χειμώνων, πού
επικίνδυνα νεανιευόμενος είχε καβαλικέψει μιά μοτοσυκλέτα κι …όποιον
πάρει ο Χάρος!
Δώσε, Κύριε, και στους δυο ως τάχιστα τη χάρη της υγείας!…
Ο Δεσπότης, ο Γέροντας, ο παπα-Νικόδημος
κι ο διακο-Θεοδόσιος στο Θυσιαστήριο. Λείπει ο παπα-Σπυρίδων, ο
δεύτερος παπάς της Συνοδείας. Έχει πάει στον κόσμο για εκκλησιαστική
αποστολή. Καλός πνευματικός, γλυκύς, ειρηνικός, χαμογελαστός. Καθώς
είναι λίγο χοντρούλης κι έχει ασπρίσει, η πιτσιρικαρία του Λονδίνου προ
καιρού, δταν είχε πάει εκεί για εξομολόγηση, άρχισε να φωνάζει μ’
ενθουσιασμό: -Father Christmas! Father Christmas!! Κι εκείνος
χαμογελούσε μακάριος στην καλωσύνη του!
Η ατμόσφαιρα είναι απέριττα υποβλητική. Όλα σεμνά και ταπεινά (χωρίς καραμανλήδικες κενοστομίες της πλάκας).
Οι στολές όλων σκητιώτικης απλότητος, χωρίς μίτρες αυτοκρατορικής μεγαλειότητος.
Όλοι φορούν το πρέπον τοις ερημικοίς
ταπεινό κουκούλιο. Στο ψαλτήρι ο παπα-Αβράμιος με τη σπασμένη αλλά
κατανυκτικώτατη φωνή του και το σεβάσμιο και ιεροπρεπές ύφος του.
Αναγνώστης ο Πολυχρόνης μας.
Η περουζένια μπλούζα του είναι χαριτωμένη ανορθογραφία μέσα στο μαύρο των ράσων.
Σοβαρός, γλυκύς, με καλή αρθρωση. Σέ
λίγο καταφθάνει το αηδόνι της Σκήτης ο πάτερ-Δαμασκηνός, νέος στην
ηλικία και πολιός στη γνώση και στην τέχνη της πατροπαραδότου βυζαντινής
μας μουσικης στην αγιορείτικη έκφανσή της. Πάει να προχωρήσει στ’
αριστερά, μα ο παπα-Αβράμιος μόλις τον αντιλαμβάνεται, με μιά κίνηση
πνευματικής αρχοντιάς, κατεβαίνει πάραυτα απ’ το δεξί στασίδι και τον
καλεί να αναλάβει εκείνος τα πρωτεία. Εκείνος δέχεται και, με τον
παπα-Αβράμιο στα δεξιά του και στ’ αριστερά του έναν καλλοφωνάρη
ρασοφόρο ιεροσπουδαστή της Αθωνιάδος, αγέλαστο, με μια πρωτόγονη
αρρενωπότητα απλωμένη στην αξούριστη μορφή του, αρχίζει τα αντίφωνα της
Αναλήψεως.
Οι προσκυνητές, όπως άλλωστε κ’ οι
Άγγελοι άνωθεν, επηκροώντο μετ’ ευλαβείας και προσοχής, μην τους ξεφύγει
μια λέξη, μια νότα, ένα μελιηδές «γύρισμα».
Ο σεμνός διακο-Θεοδόσιος, καλογέρι του
πρωτοψάλτη, πακέτο! Κάνει κι ο Δεσπότης ό,τι μπορεί, κι ο χαρμολυπικός
πλάγιος του δευτέρου ντύνει τη Λειτουργία μ’ ένδυμα κατανύξεως υπέροχο.
Ο παπα-Βενέδικτος κι ο παπα-Νικόδημος,
ως άγγελοι ένθεν και ένθεν της αγίας τραπέζης, συλλειτουργούν
προσευχόμενοι ειρηνικά, κάτω νεύοντες, ταπεινοί, ευσχήμονες, κι εγώ τους
κρυφοκαμαρώνω. Μού έρχεται στο νού ο ύμνος: «Δύο αγγέλους βλέψασα
ένδοθεν του μνημείου…». Άϊντε παπάδες να δήτε πως λειτουργούν εδώ! Άϊντε
να δήτε πως κερδίζονται «τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα
πλούσια»!
Στο τέλος της Λειτουργίας τελείται
Κτητορικό Μνημόσυνο. Η μορφή του Γέροντα παπα-Σπυρίδωνος κυριαρχεί
νοερά. Ο παπα-Βενέδικτος λέει και ξαναλέει: Πανήγυρη είχαμε σήμερα! Δόξα
τω Θεώ! Ακολουθεί πρόγευμα για όλους με ιερή συζήτηση για παλαιούς
πατέρες της Σκήτης και για σημερινούς αγωνιστές. Ένας μου μιλάει γιά
έναν γέροντα της Ξενοφωντινής Σκήτης, Προικοννησιώτη, σωστό ταμείο
γνώσεων για τη μαρτυρική επαρχία μου. Οι μαίες, λέει, στο Μαρμαρονήσι,
όταν γεννιόταν αγόρι του εύχονταν: «Άϊντε με το καλό και Προϊστάμενος
στο Βατοπέδι»! Τέτοιοι ήταν οι δεσμοί των Προικοννησιωτών με το μεγάλο
αγιορείτικο βασιλομονάστηρο! Η γάτα της Καλύβης, ράτσας Ταϋλάνδης,
πανέμορφη στο σοκολατί και μπεζ χρώμα της, μας κάνει σωστή παράσταση
παιγνιδιάζοντας, μαϊμουδίζοντας, αιωρούμενη. Εύχομαι νάναι έτσι «σπίρτο»
και στά αντιοφικά και αντιμυϊκά καθήκοντά της… Αναχωρώντας, ο Γέροντας
εφαρμόζει το «σπουδαίως πρόπεμψον» του Αποστόλου των Εθνών, εφοδιάζοντάς
μας όχι μόνο με ωραίες εκδόσεις της Καλύβης, πραγματικά πολύτιμες, αλλά
και με τα αναγκαία της πορείας όψα, μη μας λείψει τίποτε! Θυμάμαι
κάποιον παληό ιεροκήρυκα της επαρχίας, που πριν φύγει από το χωριό έλεγε
στην παπαδιά: «Ξεύρεις πρεσβυτέρα τι σημαίνει αυτό το «σπουδαίως
πρόπεμψον» που λέει ο Απόστολος Παύλος: Όταν θα φεύγει ο ιεροκήρυξ να
του ετοιμάσεις έναν τορβάν με μέλι, με έναν κόκορον, με παξιμάδια και
ό,τι άλλο νομίζεις!».
Γελώ επί τη ενθυμήσει και λέω: Θεός σχωρέσει τον!
Καθώς κατεβαίνω τα ατέλειωτα σκαλοπάτια,
πεζός πλέον, βλέπω τα προϊόντα της εσωτερικής καύσεως των
«κριθαροκινήτων» να πλημμυρίζουν τα σκαλούνια. Κανείς δεν τα μαζεύει,
παρά το ότι η καβαλίνα είναι άριστο βιολογικό λίπασμα.
Θυμάμαι το Ιακωβάκι, «διά Χριστόν σαλός»
πιστεύω ήταν, ανέστιος, ξυπόλυτος, αμίλητος, με το ρυπαρό ρακώδες και
χιλιομπαλωμένο τσουβαλοζωστικό του μιάμιση σπιθαμή πάνω από τους
αστραγάλους, να σκουπίζει με μιά χονδροσαρώστρα τα σκαλοπάτια,
μαζεύοντας στην άκρη τις πολύτιμες ακαθαρσίες. Έφυγε το Ιακωβάκι, έφυγε η
θύμηση της σαλότητος, έφυγε η εικόνα της άκρας πτωχείας, έμειναν οι
καβαλίνες. (Και υπάρχουν πολλοί πού, με το συμπάθειο, δυσκολεύονται να
τις διακρίνουν από τα νεφρά, με ευδιάκριτους κινδύνους!)
Ο π. Βενέδικτος μας συνοδεύει αρχοντικά ως κάτω στο λιμάνι. Φιλοξενία ως το τέλος με Φ κεφαλαίο!…
Νάρχεστε τακτικά! Όποτε έρχεστε στο Όρος σας περιμένουμε!…
Αξιωθείημεν, δι’ ευχών σας, Γέροντα!
πηγή: Περιοδικό «Πειραίκή Εκκλησία», Μηνιαία Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου