Σελίδες
▼
Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: “ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ἀγάπησε πραγματικὰ τὸν Κύριον… δὲν θὰ ἀγαπήση πλέον οὔτε θὰ ἐνδιαφερθῆ οὔτε θὰ μεριμνήση καθόλου… γιὰ τίποτε τὸ γήϊνο”.
ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ – ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν ἀλυπίας.
(Διὰ τὴν ἀποταγὴν τοῦ ματαίου βίου)
2, 1-8
1. Ὁ ἐν ἀληθείᾳ τὸν Κύριον
ἀγαπήσας· ὁ ἐν ἀληθείᾳ τῆς μελλούσης βασιλείας ἐπιτυχεῖν ἐπιζητήσας· ὁ
ἐν ἀληθείᾳ πόνον περὶ τῶν ἑαυτοῦ πταισμάτων ἐσχηκώς· ὁ ἐν ἀληθείᾳ μνήμην
κολάσεως κτησάμενος, καὶ κρίσεως αἰωνίου· ὁ ἐν ἀληθείᾳ φόβον τῆς ἑαυτοῦ
ἐξόδου ἀναλαβὼν οὐκ ἔτι ἀγαπήσει, οὐκ ἔτι φροντίσει, ἢ μεριμνήσει, οὐ
χρημάτων, οὐ κτημάτων, οὐ γονέων, οὐ δόξης τοῦ βίου, οὐ φίλου, οὐκ
ἀδελφῶν, οὐδενὸς ἐπιγείου τὸ παράπαν· ἀλλὰ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν σχέσιν, πᾶσαν
τὴν περὶ τούτου φροντίδα ἐκτιναξάμενος, καὶ μισήσας· ἐπειδὴ καὶ τὴν
ἑαυτοῦ σάρκα· πρὸς τούτων γυμνὸς, καὶ ἀμέριμνος, καὶ ἀόκνως Χριστῷ
ἀκολουθεῖ, πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀεὶ βλέπων, καὶ τὴν ἐκεῖθεν βοήθειαν
ἀναδεχόμενος, κατὰ τὸν εἰπόντα ἅγιον· Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, καὶ
τὸν ἄλλον τὸν ἀείμνηστον εἰρηκότα· Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν
σοι, καὶ ἡμέραν, ἢ ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, Κύριε.
1. ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ἀγάπησε πραγματικὰ τὸν Κύριον καὶ ἐπεζήτησε ἀληθινὰ
νὰ κερδήση τὴν μέλλουσα βασιλεία, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε πραγματικὸ πόνο
γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ζωντανὴ ἐνθύμησι τῆς κολάσεως καὶ τῆς αἰωνίου
κρίσεως, ἐκεῖνος ποὺ ξύπνησε ἀληθινὰ μέσα του τὸν φόβο τοῦ θανάτου του,
δὲν θὰ ἀγαπήση πλέον οὔτε θὰ ἐνδιαφερθῆ οὔτε θὰ μεριμνήση καθόλου γιὰ
χρήματα ἢ γιὰ κτήματα ἢ γιὰ τοὺς γονεῖς του ἢ γιὰ ἐπίγειο δόξα ἢ γιὰ
φίλους ἢ γιὰ ἀδελφοὺς ἢ γιὰ τίποτε τὸ γήϊνο. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἀποτινάξη ἀπὸ
ἐπάνω του καὶ μισήση κάθε ἐπαφὴ καὶ κάθε φροντίδα γιὰ ὅλα αὐτά, ἐπὶ
πλέον δὲ καὶ πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἀφοῦ μισήση καὶ τὴν ἴδια τὴν σάρκα του,
ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸν γυμνὸς καὶ ἀμέριμνος καὶ ἀκούραστος, ἀτενίζοντας
πάντοτε στὸν οὐρανὸ καὶ ἀναμένοντας τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, καθὼς τὸ εἶπε
ἕνας Ἅγιος: «Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ´ 9). Καὶ καθὼς τὸ
εἶπε πάλι ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος Προφήτης: «Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα
κατακολουθῶν σοι καὶ ἡμέραν ἢ ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, Κύριε»
(Ἱερεμ. ιζ´ 16).
2. Αἰσχύνη μεγίστη ὑπάρχει τὸ πάντα
τὰ προειρημένα καταλιπόντας μετὰ τὴν κλῆσιν ἡμῶν, ἣν ὁ Κύριος κέκληκεν
ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἄνθρωπος, τινὸς φροντίζειν μὴ δυναμένου ἡμᾶς εὐεργετῆσαι
ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς ἀνάγκης ἡμῶν, ἤγουν τῆς ἐξόδου. Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅπερ εἶπεν
ὁ Κύριος, στραφῆναι εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ μὴ εὑρεθῆναι εὔθετον εἰς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
2. Εἶναι μεγάλη ἐντροπή, ἀφοῦ ἐγκαταλείψαμε ὅλα τὰ προηγούμενα, μετὰ
τὴν κλῆσι ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Κύριος καὶ ὄχι κανεὶς ἄνθρωπος, νὰ φροντίζωμε
γιὰ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φανῆ χρήσιμο τὴν ὥρα τῆς
μεγάλης μας ἀνάγκης, δηλαδὴ τοῦ θανάτου μας. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Κύριος,
ὅταν ὡμίλησε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ «ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω καὶ δὲν εἶναι
εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Λουκ. θ´ 62).
3. Ὁ Κύριος ἡμῶν τὸ εὐόλισθον ἡμῶν
τῶν εἰσαγωγικῶν γινώσκων, καὶ ὡς εὐχερῶς ἐν τοῖς κοσμικοῖς συνδιάγοντες,
ἢ συντυγχάνοντες, πάλιν ἐπὶ τὸν κόσμον στρεφόμεθα, φησὶ πρὸς τὸν
εἰρηκότα αὐτῷ· Ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθεῖν θάψαι τὸν πατέρα μου. « Ἄφες τοὺς
νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς».
3. Ὁ Κύριος, ἐπειδὴ γνωρίζει πόσο εὔκολα γλυστροῦμε ἐμεῖς οἱ
ἀρχάριοι καὶ ἐπιστρέφομε στὸν κόσμο, ἐὰν συναναστρεφώμεθα ἢ ἔστω
συναντώμεθα μὲ κοσμικούς, ἀπήντησε σ᾿ αὐτὸν ποὺ τοῦ εἶπε, «ἐπίτρεψόν μοι
ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου»: «Ἅφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς
ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθ. η´ 22).
4. Οἱ δαίμονες μετὰ τὴν ἀποταγὴν,
λοιπὸν τοὺς ἐλεήμονας ἡμῖν, καὶ συμπαθεῖς τῶν κοσμικῶν μακαρίζειν
ὑποτίθενται, καὶ ἑαυτοὺς ἀποστερήσαντας. Σκοπὸς δὲ τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν διὰ
νόθου ταπεινώσεως, ἢ πρὸς τὸν κόσμον ἡμᾶς ἐπιστρέψαι, ἢ μένοντας
μοναχοὺς πρὸς τὴν ἀπόγνωσιν κατακρημνῖσαι.
4. Μετὰ τὴν ἀποταγή μας οἱ δαίμονες μᾶς παρακινοῦν νὰ μακαρίζωμε
τοὺς κοσμικοὺς ποὺ τυχὸν εἶναι ἐλεήμονες καὶ εὔσπλαγχνοι, καὶ νὰ
ἐλεεινολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας, διότι δῆθεν τὸν ἐστερήσαμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν
ἀρετή. Ὁ δὲ σκοπὸς τῶν ἐχθρῶν μας εἶναι, μὲ αὐτὴν τὴν νόθο ταπείνωσι νὰ
μᾶς ξαναφέρουν στὸν κόσμο ἤ, ἂν παραμείνωμε μοναχοί, νὰ μᾶς
κατακρημνίσουν στὴν ἀπόγνωσι.
5. Ἔστιν εὐτελίζειν τοὺς ἐν κόσμῳ
διὰ οἴησιν, καὶ ἔστιν αὐτοὺς ἀπόντας ἐξουθενεῖν, διὰ τὸ φυγεῖν τὴν
ἀπόγνωσιν, καὶ τὴν ἐλπίδα προσκτήσασθαι.
5. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξευτελίζωμε τοὺς κοσμικοὺς ἀπὸ οἴηση, ὅπως
ἐπίσης νὰ τοὺς ἐξουθενώνωμε ἀπόντας, γιὰ νὰ πολεμοῦμε τὴν ἀπόγνωσι καὶ
νὰ ἀποκτοῦμε περισσότερο θάρρος καὶ ἐλπίδα.
6. Ἀκούσωμεν οὖν τοῦ Κυρίου πρὸς
ἐκεῖνον τὸν νεανίσκον, τὸν πάσας σχεδὸν τὰς ἐντολὰς ἐργασάμενον
εἰρηκότα· ὅτι Ἕν σοι λείπει, τὸ πωλῆσαι τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δοῦναι
πτωχοῖς, καὶ ἑαυτὸν πτωχὸν καταστῆσαι ἐλεημοσύνην δεχόμενον.
6. Ἂς ἀκούσωμε τί εἶπε ὁ Κύριος στὸν νέον ἐκεῖνο ποὺ εἶχε τηρήσει
ὅλες σχεδὸν τὶς ἐντολές: «Ἕνα σοῦ λείπει, νὰ πωλήσης τὰ ὑπάρχοντά σου,
νὰ τὰ δώσης στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ γίνης ἐσὺ πτωχὸς ποὺ θὰ δέχεται
ἐλεημοσύνες» (πρβλ. Ματθ. ιθ´ 21).
7. Οἱ προθύμως καὶ ζέως διαδραμεῖν
βουλόμενοι, νουνεχῶς ἐπισκεψώμεθα πῶς ὁ Κύριος πάντας τοὺς ἐν κόσμῳ
διατρίβοντας, καὶ ζῶντας νεκροὺς κατεδίκασεν, εἰπὼν πρός τινα· Ἄφες τοὺς
νεκροὺς κοσμικοὺς, τοὺς τῷ σώματι νεκροὺς θάψαι·
7. Ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ τρέχωμε μὲ ταχύτητα (στὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως),
ἂς στοχασθοῦμε καλά, ὅτι ὁ Κύριος ὅσους ζοῦν στὸν κόσμο τοὺς ἔκρινε καὶ
τοὺς ἐχαρακτήρισε σὰν ζωντανοὺς νεκρούς, λέγοντας σὲ κάποιον: «Ἄφησε
τοὺς νεκρούς του κόσμου νὰ θάψουν τοὺς νεκροὺς κατὰ τὸ σῶμα» (πρβλ.
Ματθ. η´ 22).
8. Οὐδὲν ἐκώλυσε τὸν νεανίσκον ἐκεῖνον ὁ
πλοῦτος προσελθεῖν τῷ βαπτίσματι. Ἐματαιώθησαν τοίνυν φάσκοντές τινες,
ὅτι τοῦ βαπτίσματος χάριν ὁ Κύριος πωλῆσαι αὐτὸν τὸν πλοῦτον διέταττεν.
Ἀρκείτω ἡμῖν εἰς μεγίστην πληροφορίαν τῆς μεγίστης δόξης τοῦ ἡμετέρου
ἐπαγγέλματος, ἡ τοιαύτη πληροφορία.
8. Σὲ τίποτε δὲν ἐμπόδισε ὁ πλοῦτος ἐκεῖνον «τὸν πλούσιον νεανίσκον»
νὰ προσέλθη στὸ βάπτισμα. Πλανῶνται λοιπὸν μερικοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι
χάριν τοῦ βαπτίσματος ὁ Κύριος τὸν διέταξε νὰ πωλήση τὸν πλοῦτο του. Ἡ
μαρτυρία αὐτὴ ἂς εἶναι ἀρκετὴ γιὰ μᾶς, σὰν μεγίστη ἀπόδειξις τῆς δόξης
τῆς μοναχικῆς μας πολιτείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου