ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
Ποια είναι η ορθόδοξη χριστολογία;
Το δόγμα περί Χριστού είναι
εξ ίσου σημαντικό, όσο και το δόγμα περί Αγίας Τριάδος. Είναι δόγμα
πίστεως κορυφαίο, στο οποίο ανακλάται η οικονομική Τριάδα. Λέγοντας αυτό
εννοούμε τον Τριαδικό Θεό στις εξωτερικές του ενέργειες, στη δημιουργία
του κόσμου και την απολύτρωση. Ο Λόγος του Θεού που στη μεταφυσική
Τριάδα (στο Θεό καθ' εαυτόν) σχετίζεται με την ουσία και τις άλλες δύο
Τριαδικές υποστάσεις της θεότητας, αφήνει τους ουρανούς -χωρίς να χάσει
το θεοπρεπές του αξίωμα- και κατεβαίνει στη γη, γίνεται άνθρωπος
ιστορικός για να σώσει τον πεσμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Η είσοδος
αυτή στο πεδίο της ζωής και η ανάληψη της κακοπάθειας της ιστορικής
στιγμής είναι γνωστή ως «κένωσις» του Λόγου. Ο Λόγος γίνεται άνθρωπος
για να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ζυγό της αμαρτίας και την οδύνη του
πνευματικού θανάτου.
Στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η
θεία και η ανθρώπινη, και ένα πρόσωπο, του αΐδιου Λόγου. Η ανθρώπινη
φύση του δεν είχε δικό της πρόσωπο, ήταν ανυπόστατη.
Η θεία φύση του Χριστού ήταν η
τέλεια φύση της θεότητας. Επίσης τέλεια ήταν και η ανθρώπινη φύση του,
στην οποία υπήρχε ψυχή νοερά και λογική, ενωμένη με σώμα υλικό και
αληθινό. Η ένωση των φύσεων έγινε στη μήτρα της Παρθένου «εξ άκρας
συλλήψεως». Μόλις δηλαδή η Μαρία δέχτηκε τον ασπασμό του αγγέλου, το
Πνεύμα του Θεού εμόρφωσε στην παρθενική μήτρα της το έμβρυο Χριστό, με
το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς το ενωθέν (η ανθρώπινη
φύση) να προφθάσει να ζήσει έστω και μία χρονική στιγμή έξω από την
ένωση, ως πρόσωπο ξεχωριστό και ίδιο. Συνεπώς ως άνθρωπος ο Χριστός δεν
είχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά φερόταν στο αίδιο πρόσωπο του
Λόγου.
Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού
ήταν υπερφυσικές. Σ' αυτές δεν λειτούργησαν οι συνήθεις νόμοι της
φύσεως. Η Μαρία δεν συνέλαβε με τη γνωστή σύμπραξη ανδρός και γυναικός,
αλλά με τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Ο Χριστός ήταν
«απάτωρ εκ μητρός», δεν είχε δηλαδή πατέρα σύζυγο της μητέρας του. Αφού
δε δεν συνέπραξε άνδρας, η Μαρία συνέλαβε το Χριστό χωρίς να χάσει την
παρθενία της. Στο αυτό μέτρο παρθενική και υπερφυσική ήταν και η γέννηση
του Κυρίου, γέννηση ανώδυνη και αλόχευτη (χωρίς τα φυσικά λόχια). Η
γέννηση του Σωτήρος δεν ακολούθησε τους ρυθμούς της φυσικής ανθρώπινης
γεννήσεως. Γι' αυτό και γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, με το
οποίο έρχονται στον κόσμο όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Στο Χριστό έσπασε η
συνέχεια της αμαρτωλής φύσεως του Αδάμ, η οποία κληροδοτεί το
προπατορικό αμάρτημα σε όσους εκφύονται απ' αυτήν. Ο Χριστός είναι ο
καινός Αδάμ της χάριτος, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος, η οποία
κληροδοτεί την πνευματική αναγέννηση και τη σωτηρία στους πιστεύοντες.
Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι
υποστατική, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Λέγοντας υποστατική ένωση εννοούμε
ότι αυτή έγινε στην υπόσταση (εξ ού και το όνομα) ή το πρόσωπο του
Λόγου. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν
ανυπόστατη, δηλαδή δεν έζησε ποτέ από μόνη της έξω από το πρόσωπο του
Χριστού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Στην ένωση οι φύσεις δεν επηρέασαν η
μία την άλλη, δεν μετατράπηκε η μία στη φυσική ποιότητα της άλλης, αλλά
παρέμειναν κάθε μια στη φυσική της ποιότητα και πληρότητα, χωρίς στο
εξής ν' αποχωρίζονται η μία από την άλλη. Ενώθηκαν «ατρέπτως, ασυγχύτως,
αδιαιρέτως, αχωρίστως».
Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα
και δύο ενέργειες. Ηθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως
Θεός. Το ανθρώπινό του θέλημα, αν και ελεύθερο, υποτασσόταν στο θείο του
θέλημα, χωρίς να αντιπαλαίει και ν' αντιπίπτει προς αυτό. Δεν είχε
θέλημα γνωμικό. Δεν ήθελε ξεχωριστά ως άνθρωπος, πράγμα που προϋποθέτει
την ύπαρξη ανθρώπινου προσώπου και άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα να
υποπέσει ο Κύριος στην αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ενέργειες
του Χριστού. Ο Χριστός ενεργούσε ενιαία και τα θεία και τά ανθρώπινα,
χωρίς η μία του ενέργεια να αντιφέρεται προς την άλλη.
Από τη σύνθεση του θεανδρικού προσώπου του Χριστού έχουμε τις εξής ακολουθίες·
1) Την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η μία φύση αντιδίδει τά ιδιώματά της στην άλλη. Τά ιδιώματα δεν αντιδίδονται απ' ευθείας στις φύσεις, δηλαδή καθ' εαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θα τις συνέχεε και θα οδηγούσε στο Μονοφυσιτισμό, αλλά αυστηρώς στο ένα του θεανδρικό πρόσωπο. Έτσι δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε ή ότι η ανθρωπότητα ήταν στους ουρανούς πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, αλλ' ότι ο Χριστός, ως πρόσωπο ενιαίο και αδιαχώριστο, έπαθε ως Θεός (στη σάρκα του φυσικά· «σαρκί») και βρισκόταν ως άνθρωπος στους ουρανούς. Στην αντίδοση των ιδιωμάτων η θεία φύση αντιδίδει κυρίως τα δικά της στην ανθρώπινη και όχι τόαντίθετο. Η πτυχή αυτή του δόγματος είναι πολύ σημαντική, γιατί αποτελεί τη λυδία λίθο αναγνωρίσεως και σταθμίσεως των χριστολογικών κακοδοξιών και αιρέσεων.
2) Τόν όρο «Θεοτόκος» πού αποδίδεται στη Μητέρα του Χριστού. Η Μαρία γέννησε το Χριστό. Όχι βέβαια τη θεία φύση του καθ' εαυτήν, γιατί ο Θεός, ως το απειροτέλειο ον, δεν μπορεί να υπαχθεί στους φυσικούς νόμους, να γεννηθεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που γεννιούνται οι άνθρωποι. Η Μαρία γέννησε το Θεό «σαρκί». Αυτό που γεννήθηκε, ήταν ο Χριστός, στον οποίο ο τέλειος Θεός ήταν ενωμένος «εξ άκρας συλλήψεως» με τον υιό του ανθρώπου στη θεοχώρητη μήτρα της πάναγνης Κόρης. Ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, πάνω στον οποίο σαν σε κυματοθραύστη, προσέκρουσε και διαλύθηκε η νεστοριανή λαίλαπα.
3) Τη μία υιότητα και λατρεία του Χριστού. Ο Χριστός είχε διπλή γέννηση, μία ως Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου. Η πρώτη ήταν η αίδια γέννηση εκ του Πατρός (το υποστατικό ιδίωμα του Λόγου), η δεύτερη ήταν η έγχρονη εκ της Παρθένου δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος. Οι δύο αυτές γεννήσεις ήταν σαφείς και ξεχωριστές η μία από την άλλη. Δεν είχε όμως και δύο υιότητες. Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα, ένα ως Θεός και ένα ως άνθρωπος. Αυτό δεν συνέβαινε. Ο Χριστός, όπως είπαμε, είχε ένα πρόσωπο, ήταν ένας και όχι πολλοί. Ως ένας είχε μία υιότητα, ως Θεός και ως άνθρωπος ο αυτός. Δεν υπήρχαν σ' αυτόν δύο υιοί ξεχωριστοί, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Στη μία υιότητα του Χριστού αναλογεί και μία λατρεία και προσκύνηση.
Από τη σύνθεση του θεανδρικού προσώπου του Χριστού έχουμε τις εξής ακολουθίες·
1) Την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η μία φύση αντιδίδει τά ιδιώματά της στην άλλη. Τά ιδιώματα δεν αντιδίδονται απ' ευθείας στις φύσεις, δηλαδή καθ' εαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θα τις συνέχεε και θα οδηγούσε στο Μονοφυσιτισμό, αλλά αυστηρώς στο ένα του θεανδρικό πρόσωπο. Έτσι δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε ή ότι η ανθρωπότητα ήταν στους ουρανούς πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, αλλ' ότι ο Χριστός, ως πρόσωπο ενιαίο και αδιαχώριστο, έπαθε ως Θεός (στη σάρκα του φυσικά· «σαρκί») και βρισκόταν ως άνθρωπος στους ουρανούς. Στην αντίδοση των ιδιωμάτων η θεία φύση αντιδίδει κυρίως τα δικά της στην ανθρώπινη και όχι τόαντίθετο. Η πτυχή αυτή του δόγματος είναι πολύ σημαντική, γιατί αποτελεί τη λυδία λίθο αναγνωρίσεως και σταθμίσεως των χριστολογικών κακοδοξιών και αιρέσεων.
2) Τόν όρο «Θεοτόκος» πού αποδίδεται στη Μητέρα του Χριστού. Η Μαρία γέννησε το Χριστό. Όχι βέβαια τη θεία φύση του καθ' εαυτήν, γιατί ο Θεός, ως το απειροτέλειο ον, δεν μπορεί να υπαχθεί στους φυσικούς νόμους, να γεννηθεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που γεννιούνται οι άνθρωποι. Η Μαρία γέννησε το Θεό «σαρκί». Αυτό που γεννήθηκε, ήταν ο Χριστός, στον οποίο ο τέλειος Θεός ήταν ενωμένος «εξ άκρας συλλήψεως» με τον υιό του ανθρώπου στη θεοχώρητη μήτρα της πάναγνης Κόρης. Ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, πάνω στον οποίο σαν σε κυματοθραύστη, προσέκρουσε και διαλύθηκε η νεστοριανή λαίλαπα.
3) Τη μία υιότητα και λατρεία του Χριστού. Ο Χριστός είχε διπλή γέννηση, μία ως Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου. Η πρώτη ήταν η αίδια γέννηση εκ του Πατρός (το υποστατικό ιδίωμα του Λόγου), η δεύτερη ήταν η έγχρονη εκ της Παρθένου δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος. Οι δύο αυτές γεννήσεις ήταν σαφείς και ξεχωριστές η μία από την άλλη. Δεν είχε όμως και δύο υιότητες. Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα, ένα ως Θεός και ένα ως άνθρωπος. Αυτό δεν συνέβαινε. Ο Χριστός, όπως είπαμε, είχε ένα πρόσωπο, ήταν ένας και όχι πολλοί. Ως ένας είχε μία υιότητα, ως Θεός και ως άνθρωπος ο αυτός. Δεν υπήρχαν σ' αυτόν δύο υιοί ξεχωριστοί, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Στη μία υιότητα του Χριστού αναλογεί και μία λατρεία και προσκύνηση.
4) Την απόλυτη αναμαρτησία του
Χριστού. Ο Χριστός όχι απλά δεν αμάρτησε κατά τη διάρκεια της επίγειας
ζωής του, αλλά δεν μπορούσε καν να αμαρτήσει. Αυτό απαιτεί η σύνθεση του
προσώπου του. Δεν μπορούσε ν' αμαρτήσει, γιατί δεν ήταν απλός άνθρωπος,
αλλά Θεάνθρωπος. Η ιδέα ότι μπορούσε ν' αμαρτήσει ο Κύριος, διχάζει το
ένα του πρόσωπο σε δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι που καταλύει το χριστολογικό
μυστήριο. Η ιδέα είναι αλλόκοτη. Αν υποτεθεί ότι ο Χριστός μπορούσε ν'
αμαρτήσει σαν άνθρωπος, μπορούσε ν' αμαρτήσει μαζί του κι ο Θεός, ιδέα
ασεβής και βλάσφημη.
Ποιά είναι η έννοια της θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού;
Είναι προϊόν της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, συγκεκριμένα της αντιδόσεως των ιδιωμάτων στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού δέχεται όλα τα αυχήματα της θεότητας, γίνεται θείας φύσεως κοινωνός, θεοποιείται. Στη βάση της θεώσεως αυτής θεοποιούνται εν δυνάμει και όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό και είναι μυστικά ενσωματωμένοι στην ανθρώπινη φύση του δια του βαπτίσματος. Σαν παράδειγμα της θεώσεως αυτής φέρεται ο πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά και σίδηρος δεν χάνουν μεν τη φυσική τους ποιότητα, όμως είναι δεμένα τόσο βαθιά μεταξύ τους, ώστε να μη ξεχωρίζονται το ένα από το άλλο. Έτσι και η φύση του ανθρώπου διαπεράται από τη φωτιά της θείας ενέργειας, χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτήν. Η φύση του ανθρώπου βέβαια δεν χάνεται, ούτε απορροφάται ούτε και αναλύεται πανθεϊστικά στη θεότητα, όπως θα διδάξουν ορισμένοι αιρετικοί (Μονοφυσίτες).
Ποια ήταν η επίδραση των αρχαίων θεολογικών σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας στη διαμόρφωση των χριστολογικών αιρέσεων;
Ως γνωστόν, η αρχαία Αλεξανδρινή Σχολή είχε ιδιαίτερες θεωρητικές τάσεις και προκαταλήψεις. Οι θεολόγοι της τόνιζαν πιο πολύ το θείο στοιχείο στο Χριστό, αφήνοντας στη σκιά το ανθρώπινο. Ομοίως εξηγούσαν αλληγορικά τις Γραφές (έβλεπαν συμβολική έννοια σε πολλές από τις διηγήσεις της) και έμεναν αδιάφοροι στην ιστορική γραμματική ερμηνεία του κειμένου της. Από τους κόλπους της προήλθαν αιρετικοί, οι οποίοι είτε αρνούνταν την πραγματικότητα, είτε την ολοκληρία της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. (Δοκήτες, Απολλινάριος, Μονοφυσίτες, Αφθαρτοδοκήτες).
Στο αντίθετο άκρο βρισκόταν η
Αντιοχειανή Σχολή, της οποίας οι θεολόγοι είχαν πρακτικότερες τάσεις.
Τόνιζαν πιο πολύ το ανθρώπινο στοιχείο στο Χριστό, και άφηναν στο
περιθώριο το θείο. Οι Αντιοχείς θεολόγοι ερμήνευαν τις Γραφές
χρησιμοποιώντας την ιστορικογραμματική μέθοδο και αποστρεφόμενοι την
αλληγορία. Από τις τάσεις της Σχολής προήλθε ο Νεστοριανισμός.
Πώς κατέληγαν στις κακοδοξίες τους οι αιρετικοί;
Κατέληγαν στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν δια του λόγου τα ακατανόητα και ανερμήνευτα. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τα δόγματα της πίστεως, γιατί αυτά είναι αλήθειες μυστηριακές, πού υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατάληψη. Ο άνθρωπος με μόνο το μυαλό του αδυνατεί να τις προσεγγίσει. Μόνο με την πίστη φωτιζόμενη από το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να έχει κάποια πρόσβαση στο μυστήριο του Θεού. Χωρίς αυτήν επιχειρεί το ακατόρθωτο. Προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλό του το άπειρο και απερίληπτο.
Αυτό πάθαιναν οι αιρετικοί. Εμπιστευόμενοι τις ανθρώπινες δυνάμεις τους, προσπαθούσαν να κατανοήσουν την υπερβατική αλήθεια του Θεού. Το εγχείρημά τους ήταν άνισο, όπως άνιση είναι η σχέση κτιστού και ακτίστου, πεπερασμένου και απείρου. Με την έλλειψη αισθήσεως των δυσαναλογιών και με πνεύμα φίλαυτο και εγωιστικό, αντί να ερμηνεύσουν τα δόγματα τα παραμόρφωναν και τα διέλυαν. Με το όχημα του φυσικού λόγου τους δεν έφθαναν ποτέ στο τέρμα του δρόμου τους, λοξοδρομούσαν και χάνονταν. Εγωπαθείς δε και εριστικοί, δημιουργούσαν κόμματα στην Εκκλησία, τη ζωή της οποίας έβλαπταν αφάνταστα. Κατέλυαν την αγάπη, την ενότητα και την ειρηνική συμβίωση του σώματος του Χριστού. Οι αιρέσεις είναι ο χειρότερος εχθρός της Εκκλησίας, τα ζιζάνια που σπείρει ο εχθρός στη φυτεία της θείας βασιλείας.
Σε τι συνίσταται το χριστολογικό πρόβλημα;
Στην κατανόηση της σύνθεσης του θεανδρικού προσώπου του Χριστού, στο οποίο ενώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς η μία να βλάψει την άλλη.
Το μυστήριο είναι μέγα. Δεν
μπορούμε να κατανοήσουμε πώς στο Χριστό, αν και υπήρχαν δύο πλήρεις και
ακέραιες φύσεις, υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο, πού ήταν ο κοινός φορέας των
θεανδρικών του ενεργειών. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε πώς μία φύση,
πλήρης και ακέραιη, είναι συγχρόνως και απρόσωπη και πώς λαμβάνει
υπόσταση στο πρόσωπο μιας άλλης φύσεως («ενυπόστατον»).
Αυτές είναι αντινομίες τις οποίες
δεν μπορεί να συμβιβάσει η πενιχρή μας λογική. Καμία σοφία ανθρώπινη δεν
μπορεί να διαφωτίσει και να διαλευκάνει το σκοτεινό χριστολογικό
μυστήριο. Πολλοί προσπαθούν να διασχίσουν το μυστηριώδη πέπλο του· λίγοι
όμως βγαίνουν φέροντας τη φωταύγεια της χάριτος. Οι περισσότεροι
παραμένουν στη σκοτεινιά της διάνοιας, ασθμαίνοντας στην απειρία του
υπέρλογου θαύματος. Όπως είπε ο θεοδόχος Συμεών, ο Χριστός «κείται εις
πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Είναι το μεγάλο σκάνδαλο, πού άλλους μεν
εξυψώνει και λαμπρύνει στη φωτεινότητα της θείας βασιλείας και άλλους
εξακοντίζει στη ζοφερότητα της πνευματικής απώλειας!
Τι δίδασκε ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός ή Υιοθετισμός;
Ήταν αρχαία χριστολογική και τριαδολογική αίρεση, οι οπαδοί της οποίας αρνούνταν τις τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα (δυνάμεις) και στο Χριστό δέχονταν ενοίκηση του Λόγου, που δεν ήταν αληθινός Θεός αλλά δύναμη του Θεού.
Εκπρόσωποι της αιρέσεως ήταν· Θεόδωρος ο Σκυτεύς, Θεόδωρος ο Τραπεζίτης, ο Αρτέμων ή Αρτεμάς, με σημαντικότερο όλων Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποίος συστηματοποίησε τη διδασκαλία της αιρέσεως και υπήρξε πρόδρομος του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού.
Ο Παύλος ο Σαμοσατέας ήταν ανήρ
υψηλόφρων και κοσμικός. Για λίγο διάστημα διετέλεσε επίσκοπος Αντιοχείας
(260) και «δουκηνάριος (ανώτερος οικονομικός υπάλληλος) της βασίλισσας
της Παλμύρας Ζηνοβίας.
Ήταν θεολόγος μοναρχιανός, αρνούμενος τη διάκριση των προσωπικών υποστάσεων στο Θεό. Κατ' αυτόν ο Θεός είναι ένας και μόνος (ο Πατήρ). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν δική τους υπόσταση και θεότητα. Ο Πατήρ είναι άγονος Υιού, ο δε Λόγος άκαρπος Θεού. Επομένως ο Πατήρ και ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο, όπως ένα πρόσωπο συνιστούν ο άνθρωπος και ο υπάρχον σ' αυτόν φυσικός λόγος. Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τον Λόγο του, τον γεννά, ώστε να ονομάζεται Υιός. Εντούτοις ο Λόγος δεν παύει να είναι απρόσωπος, όπως απρόσωπος είναι και ο λόγος του ανθρώπου.
Ήταν θεολόγος μοναρχιανός, αρνούμενος τη διάκριση των προσωπικών υποστάσεων στο Θεό. Κατ' αυτόν ο Θεός είναι ένας και μόνος (ο Πατήρ). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν δική τους υπόσταση και θεότητα. Ο Πατήρ είναι άγονος Υιού, ο δε Λόγος άκαρπος Θεού. Επομένως ο Πατήρ και ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο, όπως ένα πρόσωπο συνιστούν ο άνθρωπος και ο υπάρχον σ' αυτόν φυσικός λόγος. Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τον Λόγο του, τον γεννά, ώστε να ονομάζεται Υιός. Εντούτοις ο Λόγος δεν παύει να είναι απρόσωπος, όπως απρόσωπος είναι και ο λόγος του ανθρώπου.
Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου δεν
μπορεί να γίνει λόγος στο θεολογικό σύστημα Παύλου του Σαμοσατέα. Ο
Λόγος ενοίκησε απλώς στο Χριστό «ως εν ναώ». Ο Λόγος όμως δεν ήταν
προσωπικός και ενυπόστατος, αλλά απρόσωπη δύναμη της Σοφίας του Πατρός. Ο
Χριστός ήταν ίδιο υποκείμενο, στο οποίο ενοικούσε απλώς η Σοφία του
Θεού, η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της ζωής και της δραστηριότητάς
του.
Η υπόσταση του Ιησού Χριστού ήταν
καθαρά ανθρώπινη. Η φύση του ήταν η κοινή φύση των ανθρώπων. Ήταν
άνθρωπος ψιλός (απλός), γεννηθείς από την Παρθένο με τη συνέργεια του
αγίου Πνεύματος. Ήταν εκ των κάτω (επίγειος) «και εν αυτώ ενέπνευσεν
άνωθεν ο Λόγος». Με την έμπνευση αυτή ο Λόγος ενώθηκε με το Χριστό. Η
ένωση όμως αυτή δεν ήταν φυσική, αλλ' ηθική. Ήταν απλή «συνέλευσις»,
στην οποία άλλος ήταν ο Χριστός και άλλος ο συνελθών Λόγος. Ήταν ένωση
«κατά μάθησιν και μετουσίαν», ένωση θελήσεως και αγάπης. Δια της χρίσεώς
του από το Άγιο Πνεύμα ο Χριστός κατέστη ον μοναδικό και εξαίρετο.
Έγινε άγιος και δίκαιος, υπερβάς την αμαρτία του Αδάμ. Ως ανταμοιβή της
αγιότητάς του έλαβε τη δύναμη να κάνει θαύματα και να πετύχει την ηθική
του αποθέωση. Τα διδάγματα αυτά του Παύλου του Σαμοσατέα οδήγησαν στα
διδάγματα τόσο του Σαβελλίου όσο και του Νεστορίου.
Τι δίδασκαν οι Δοκήτες;
Επηρεαζόμενοι από τα πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περί αντιθέσεως πνευματικού και υλικού, το οποίο (υλικό) θεωρούσαν εστία και έδρα του κακού, καθώς και από το θεωρητικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής, η οποία -όπως είδαμε- τόνιζε το θείο στοιχείο στο Χριστό εις βάρος του ανθρώπινου, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν είχε σώμα υλικό. Εξωτερικά φαινόταν σαν άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος «κατά δόκησιν και φαντασίαν», και όχι στην πραγματικότητα αληθινός άνθρωπος. Το σώμα του είχε το εξωτερικό περίγραμμα της φύσεως, δεν ήταν όμως σώμα αληθινό όπως το έχουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Ήταν ένα φάντασμα, μια οπτασία, μια ανυπόστατη εξωτερική περιγραφή.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς
γιατί δίδασκαν αυτά τα πράγματα οι Δοκήτες. Αρνούνταν το πραγματικό σώμα
του Χριστού, γιατί ως υλικό το θεωρούσαν από τη φύση του κακό. Πώς
μπορούσε να έχει ένα τέτοιο σώμα ο Χριστός; Ο Δοκητισμός μείωνε το
Χριστό, από τον οποίο αφαιρούσε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεώς του.
Τι δίδασκε ο Απολλινάριος;
Ο Απολλινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας, ήταν διαπρεπής θεολόγος και ο πρώτος που προσπάθησε να δώσει ικανοποιητική λύση στο χριστολογικό πρόβλημα.
Το κύριο μέλημα της χριστολογίας
του ήταν η διακρίβωση της ποιότητας της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού.
Κατ' αυτόν ο Χριστός ήταν μεν τέλειος Θεός, όχι όμως και τέλειος
άνθρωπος. Αν η ανθρώπινη φύση του Κυρίου ήταν πλήρης και τέλεια, θα είχε
δική της ελεύθερη πνευματική ζωή, ο Χριστός δεν θα ήταν «άτρεπτος
νούς», αλλά όν τρεπόμενο και μεταβαλλόμενο, που θα μπορούσε ελεύθερα να
αμαρτήσει, θέτοντας σε κίνδυνο το λυτρωτικό έργο του. Η περί δύο φύσεων
και προσώπων διδασκαλία των αντιοχέων θεολόγων του ήταν αποκρουστική και
αντιφατική· «αδύνατον γάρ δύο νοερά και θελητικά εν τώ άμα κατοικείν,
ίνα μη το έτερον κατά του ετέρου αντιστρατεύηται δια της οικείας
θελήσεως και ενεργείας» (ιδέα αριστοτελική).
Κατά τον Απολλινάριον η σάρκα του
Κυρίου, μη έχοντας δική της αυτοτελή ενέργεια και ζωή, ήταν παθητικό
όργανο της θεότητας. Κατ' ουσίαν η ενέργεια του Θεανθρώπου ήταν μία, η
θεία, η οποία έθετε σε κίνηση το όργανό της, τη σάρκα.
Ο Απολλινάριος για να λύσει το μυστήριο του Χριστού προέβαινε σε ποιοτική μείωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Αφαιρούσε απ' αυτή το λογικό μέρος της ψυχής. Η σάρκα του Κυρίου ήταν «άνους». Την απουσία όμως του νου σ' αυτήν αναπλήρωνε η παρουσία του Λόγου του Θεού. Στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών βοήθησε τον Απολλινάριο η τριχοτομική περί συνθέσεως του ανθρώπου θεωρία της πλατωνικής φιλοσοφίας· Στο Χριστό υπάρχει μεν ψυχή, απουσιάζουν όμως απ' αυτήν ο νούς και ο λόγος.
Ο Απολλινάριος για να λύσει το μυστήριο του Χριστού προέβαινε σε ποιοτική μείωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Αφαιρούσε απ' αυτή το λογικό μέρος της ψυχής. Η σάρκα του Κυρίου ήταν «άνους». Την απουσία όμως του νου σ' αυτήν αναπλήρωνε η παρουσία του Λόγου του Θεού. Στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών βοήθησε τον Απολλινάριο η τριχοτομική περί συνθέσεως του ανθρώπου θεωρία της πλατωνικής φιλοσοφίας· Στο Χριστό υπάρχει μεν ψυχή, απουσιάζουν όμως απ' αυτήν ο νούς και ο λόγος.
Η ένωση των φύσεων, κατά τον
Απολλινάριο, ήταν ένωση φυσική, μίξη του θείου και του ανθρώπινου. Η
φύση του Χριστού ήταν μία «σύγκρατος». Όπως έλεγε· «μία φύσις του Λόγου
σεσαρκωμένη». Δεν υπήρχε βέβαια σύγχυση και τροπή των φύσεων. Στο ένα
πρόσωπο του Λόγου εγένετο η αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων.
Με δύο φύσεις στο Χριστό (η ανθρώπινη μειωμένη και ελλιπής) και με ένα νου (το πρόσωπο του Λόγου) ο Απολλινάριος προσπάθησε να λύσει το χριστολογικό πρόβλημα, διατυπώσας μια πραγματικά έξυπνη θεωρία, η οποία θα ήταν ορθόδοξη αν δεν εμείωνε επικίνδυνα την ανθρωπότητα του Σωτήρος, πράγμα που την οδήγησε στην αίρεση.
Με δύο φύσεις στο Χριστό (η ανθρώπινη μειωμένη και ελλιπής) και με ένα νου (το πρόσωπο του Λόγου) ο Απολλινάριος προσπάθησε να λύσει το χριστολογικό πρόβλημα, διατυπώσας μια πραγματικά έξυπνη θεωρία, η οποία θα ήταν ορθόδοξη αν δεν εμείωνε επικίνδυνα την ανθρωπότητα του Σωτήρος, πράγμα που την οδήγησε στην αίρεση.
Ποια ήταν η αίρεση του Νεστορίου;
Ο Νεστόριος, μοναχός κατ' αρχάς, έγινε κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διακριθείς για την πλούσια συγγραφική του δράση και τη ρητορική του δεινότητα.
Κληρονόμος του θεολογικού κλίματος της Αντιοχειανής Σχολής, τόνιζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αναιρώντας τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και των Δοκητών, δεχόταν την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Κυρίου. Ο Χριστός ήταν αληθής κατά φύσιν Θεός και αληθής κατά φύσιν άνθρωπος. Οι φύσεις του στην ένωση ήταν ασύγχυτες και απαράτρεπτες. Απ' αυτό το πνεύμα εμφορούμενος, δεν μπορούσε να κατανοήσει την πραγματική έννοια της θείας ενανθρωπήσεως, πώς δηλαδή ο Θεός μπορεί να γίνει άνθρωπος. Η ενανθρώπηση γι' αυτόν σήμαινε μεταβολή των φύσεων σε μια σύνθετη φύση, όπου η θεότητα μπαίνει σε ένα νέο τρόπο υπάρξεως, γίνεται φθαρτή και παθητή, ο δε Λόγος χάνει το ομοούσιό του προς τον Πατέρα. Κατά το Νεστόριο η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει το Θεό. Θα το έκανε μόνο αν κι αυτή ήταν θεά, γιατί μόνο το όμοιο γεννάται από το όμοιο. Κακώς λοιπόν ονομάζεται «Θεοτόκος». Ο πραγματικός τίτλος της είναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή τον άνθρωπο Χριστό με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Λόγος.
Επηρεαζόμενος από την αριστοτελική
φιλοσοφία κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει φύση απρόσωπη, ο
Νεστόριος δεν μπορούσε να εννοήσει την περί ενότητος του προσώπου του
Χριστού διδασκαλία της Εκκλησίας. Εφόσον υπάρχουν στο Χριστό δύο πλήρεις
και τέλειες φύσεις, πρέπει κατ' ανάγκην να υπάρχουν και δύο πλήρη και
τέλεια πρόσωπα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Την ιδέα αυτή τη δίδαξε.
Διασπούσε το ένα θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού σε δύο ξεχωριστά και
ιδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αυτό του κόστισε τη μομφή της αιρέσεως,
που για να την αποσείσει αναγκάστηκε να δεχθεί και ένα πρόσωπο στο
Χριστό, το οποίο αποκαλούσε ηθικό πρόσωπο της ενώσεως. Αυτό φυσικά δεν
ήταν τίποτε άλλο από προσπάθεια συμβιβασμού των ασυμβίβαστων. Έτσι ο
Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στο Χριστό· ένα του Θεού Λόγου, ένα του
ανθρώπου Χριστού και ένα της ενώσεως των φύσεων.
Σύμφωνα προς τις αντιλήψεις αυτές
ήταν και τά υπόλοιπα χριστολογικά διδάγματα του Νεστορίου. Ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως απέρριπτε την περί φυσικής ενώσεως διδασκαλία του
Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Η ένωση κατ' αυτόν δεν ήταν ένωση πραγματική,
αλλά απλή συνάφεια, ένας εξωτερικός πλησιασμός, μια ενοίκηση του Λόγου
στον άνθρωπο ως «εν ναώ». Την ένωση αυτή χαρακτήριζε και με πολλές άλλες
ονομασίες. Επίσης απέρριπτε τον όρο «Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος
Αλεξανδρείας). Κατ' αυτόν ο Χριστός ήταν «θεοφόρος άνθρωπος».
Τέλος, ο Νεστόριος προέβαινε και
στο διχασμό της μίας υιότητας του Χριστού σε δυό φυσικές υιότητες
ξεχωριστές, την υιότητα του Λόγου και την υιότητα του ανθρώπου. Στις
υιότητες αυτές απένειμε αντίστοιχα και δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις και
λατρείες. Περί πραγματικής αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο ένα
πρόσωπο του Χριστού δεν μπορεί να γίνει λόγος στο χριστολογικό σύστημα
του Νεστορίου.
Με τα διδάγματά του αυτά ο Νεστόριος διατύπωσε μια δεινή αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας, τη ζωή της οποίας συνετάραξε επί μακρόν. Την αίρεση αυτή καταπολέμησε επιτυχώς ο διαπρεπής θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
Με τα διδάγματά του αυτά ο Νεστόριος διατύπωσε μια δεινή αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας, τη ζωή της οποίας συνετάραξε επί μακρόν. Την αίρεση αυτή καταπολέμησε επιτυχώς ο διαπρεπής θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστολογίας του Θεοδώρου Μοψουεστίας;
Ο Θεόδωρος ήταν ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της θεολογίας της Αντιοχειανής Σχολής και διδάσκαλος του Νεστορίου. Από την πλούσια διδασκαλία του (όμοια της διδασκαλίας του Νεστορίου) θα ανασύρουμε μια μόνο πτυχή που χαρακτηρίζει ειδικότερα τα χριστολογικά του διδάγματα.
Ως αντιοχειανός θεολόγος ο Θεόδωρος
δίδασκε την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Χριστού, στις οποίες
αντιστοιχούν δύο ξεχωριστά φυσικά πρόσωπα, αν και δεχόταν την ύπαρξη και
τρίτου προσώπου, του ηθικού προσώπου της ενώσεως.
Ποια όμως ήταν η σχέση του ανθρώπου Χριστού προς τον άπειρο Λόγο του Πατρός; Το ερώτημα αυτό απασχολούσε έντονα τη θεολογική σκέψη του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα με το όλο χριστολογικό πνεύμα του ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να συλλάβει αυτήν παρά ως σχέση σαφώς ηθική. Εμπειρικός στη σκέψη του, έβλεπε καθαρά τα πράγματα. Το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, πλήρες και τέλειο, καμιά δεν υπέστη μείωση στην ένωση των φύσεων. Ήταν πρόσωπο προικισμένο με ελευθέρα βούληση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν εξαφανίστηκε ή υπέστη μείωση κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Κυρίου. Η ελευθερία της βουλήσεώς του εκδηλωνόταν πρωτίστως στους αγώνες του εναντίον των ψυχικών παθών, από τά οποία ως άνθρωπος πραγματικός «ωχλείτο», και τά οποία εδάμαζε «κρείττονι λογισμώ». Στους πειρασμούς του ιδιαίτερα στην έρημο «έδειξεν εαυτόν ηδονής κρατούντα». Ενώ ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, όμως δεν αμάρτησε, μαχόμενος κατά των παθών με τις δικές του φυσικές δυνάμεις, επικουρούμενες όμως από το Λόγο του Θεού.
Ποια όμως ήταν η σχέση του ανθρώπου Χριστού προς τον άπειρο Λόγο του Πατρός; Το ερώτημα αυτό απασχολούσε έντονα τη θεολογική σκέψη του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα με το όλο χριστολογικό πνεύμα του ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να συλλάβει αυτήν παρά ως σχέση σαφώς ηθική. Εμπειρικός στη σκέψη του, έβλεπε καθαρά τα πράγματα. Το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, πλήρες και τέλειο, καμιά δεν υπέστη μείωση στην ένωση των φύσεων. Ήταν πρόσωπο προικισμένο με ελευθέρα βούληση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν εξαφανίστηκε ή υπέστη μείωση κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Κυρίου. Η ελευθερία της βουλήσεώς του εκδηλωνόταν πρωτίστως στους αγώνες του εναντίον των ψυχικών παθών, από τά οποία ως άνθρωπος πραγματικός «ωχλείτο», και τά οποία εδάμαζε «κρείττονι λογισμώ». Στους πειρασμούς του ιδιαίτερα στην έρημο «έδειξεν εαυτόν ηδονής κρατούντα». Ενώ ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, όμως δεν αμάρτησε, μαχόμενος κατά των παθών με τις δικές του φυσικές δυνάμεις, επικουρούμενες όμως από το Λόγο του Θεού.
Η ελευθέρα βούληση του Κυρίου ήταν
-κατά τον Θεόδωρο- η βάση της εν αυτώ ενοικήσεως του Λόγου, ο οποίος
προγνωρίζοντας την αρετή του Ιησού του χορηγούσε «μείζονα χάριν». Ο
Χριστός αποδείχτηκε από τη δική του γνώμη άξιος της ενώσεως με το Λόγο
του Θεού, από τον οποίο έπαιρνε βοήθεια να πράττει το αγαθό και την
αρετή. Πρώτος αυτός αξιώθηκε της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος σε βαθμό
ασύγκριτα ανώτερο από όσο σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Η αρετή του
ήταν μεγαλύτερη από την αρετή του Ιωάννη του Βαπτιστή. Είναι το πλήρες
και τέλειο πρόσωπο αρετής και χάριτος, απ΄ αυτόν δε, ως από πηγή,
μετοχετεύεται η χάρις προς τους άλλους ανθρώπους.
Τα διδάγματα αυτά του Θεοδώρου
άσκησαν τεράστια ροπή στη θεολογική σκέψη όλων των αιώνων. Όμως η
αντίθεσή τους προς τη διδασκαλία της επίσημης Εκκλησίας αμαύρωσε το
όνομά του, το οποίο καταχωρήθηκε με μελανά χρώματα στη χορεία των
χριστολογικών αιρέσεων.
Τι δίδασκε ο Μονοφυσιτισμός;
Ο Μονοφυσιτισμός που βρισκόταν στον αντίποδα του Νεστοριανισμού, επηρεαζόταν αισθητά από τις διαρχικές αντιλήψεις (πνεύμα-ύλη) του Νεοπλατωνισμού και από τις ιδιαίτερες χριστολογικές τάσεις της αρχαίας Αλεξανδρινής Σχολής. Οι ιδέες του είχαν συγγένεια προς τα διδάγματα του Απολλιναρισμού.
Βασικό πρόβλημα της αρχαίας
ελληνικής σκέψεως στο χώρο της φιλοσοφίας ήταν ο καθορισμός της σχέσεως
μεταξύ πνεύματος και ύλης, μεταξύ του απολύτου και του κόσμου. Δύο δε
τρόποι καθορισμού ήσαν δυνατοί· ο μονιστικός, κατά τον οποίο το
πεπερασμένο εκλαμβάνεται πανθεϊστικά ως εκδήλωση του άπειρου και
αιώνιου, και ο δυιστικός, ο οποίος εκλαμβάνει το αισθητό ως προϊόν
πτώσεως, το οποίο πρέπει ν' απορροφηθεί και ν' αναλυθεί στο θείο. Οι
τελευταίες αυτές ιδέες, ορφικής κυρίως προελεύσεως, υιοθετήθηκαν από τον
Πλατωνισμό και τον Νεοπλατωνισμό και επηρέασαν αισθητά τη θεολογική
σκέψη του Μονοφυσιτισμού.
Αρχηγέτης της αιρέσεως ήταν ο
Ευτυχής, αρχιμανδρίτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτυχής
απέρριπτε την ασύγχυτη και άτρεπτη ένωση των φύσεων στο Χριστό, όπως
περί αυτού είχε αποφανθεί η Γ´εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδος. Κατ' αυτόν
το σώμα του Κυρίου ήταν μεν ανθρώπινο, όχι όμως και ομοούσιο με το δικό
μας, κάτι που θεωρούσε ανάρμοστο στη θεότητα του Λόγου. Αποδεχόταν όμως
τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την οποία απέφευγε να
προσδιορίσει· «φυσιολογείν εμαυτώ ουκ επέτρεπον». Τόν ισχυρισμό ότι
δεχόταν ουράνιο το σώμα του Χριστού, εχαρακτήριζε ως συκοφαντία.
Ο Ευτυχής, όπως και όλοι οι
ομόφρονές του, δέχονταν μία φύση στο Χριστό μετά την ένωση· «ομολογώ εκ
δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την
ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ». Κατά τον Θεοδώρητο Κύρου, ο αιρεσιάρχης
μιλούσε ρητώς περί καταπόσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από τη
θεία φύση. Δεν πρόκειται βέβαια περί αφανισμού, αλλά περί μεταποιήσεώς
της στην ουσία της θεότητας. Ως παράδειγμα έφερε τη σταγόνα του όξους, η
οποία ρίπτεται στη θάλασσα. Όπως δηλαδή το όξος (το ξύδι) που ρίπτεται
στα θαλάσσια νερά αναλύεται στη φύση τους, χωρίς ωστόσο να χάνεται, έτσι
και η ανθρώπινη φύση του Χριστού αναλύθηκε στην απειρία της θεότητας.
Η συγγένεια του Μονοφυσιτισμού με
τον Απολλιναρισμό είναι εμφανής. Ο μεν Απολλινάριος προσέβαλλε την
ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως, ενώ ο Ευτυχής δεχόταν την κατάποσή
της, από τη θεία φύση του Χριστού.
Οι Σεβηριανοί αντίθετα ήταν μετριοπαθείς. Μιλούσαν μεν για μία φύση μετά την ένωση, όμως δέχονταν το άτρεπτο και ασύγχυτο των φύσεων στο Χριστό.
Οι Σεβηριανοί αντίθετα ήταν μετριοπαθείς. Μιλούσαν μεν για μία φύση μετά την ένωση, όμως δέχονταν το άτρεπτο και ασύγχυτο των φύσεων στο Χριστό.
Πού οφείλουν την ονομασία τους οι Αφθαρτοδοκήτες;
Από τη λέξη αφθαρσία, την οποία νόμιζαν ότι είχε η ανθρώπινη φύση του Χριστού, όταν αυτός ζούσε στη γη.
Και αυτή η αίρεση ανήκε στο ιδιαίτερο θεολογικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής. Ενώ οι Δοκήτες αρνούνταν, όπως είδαμε, την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, ο Απολλινάριος αφαιρούσε απ' αυτήν το λογικό στοιχείο της και οι Μονοφυσίτες την ήθελαν να απορροφάται και να αναλύεται στη θεία φύση, οι Αφθαρτοδοκήτες, θέλοντας να την εξωραίσουν, αρνούνταν απ' αυτήν τις φυσικές ανάγκες και τά αδιάβλητα πάθη της. Αρχηγός της αιρέσεως ήταν ο Ιούλιος Αλικαρνασσεύς. Αυτός δίδασκε ότι το σώμα του Χριστού ήδη από τη σύλληψη και τη γέννησή του ήταν υπεράνω των φυσικών αναγκών, πείνα, δίψα, κάματο κ.λπ., τα γνωστά ως αδιάβλητα πάθη της φύσεως. Αδιάβλητα δε, γιατί η ικανοποίησή τους δεν είναι αμαρτία. Αν δε στη Γραφή ο Χριστός φέρεται να τρώγει, να πίνει, να συγκινείται κ.τ.ό., αυτό δεν σημαίνει ότι είχε πραγματικές ανάγκες τις οποίες έπρεπε να ικανοποιήσει, αλλ' ήταν σκόπιμες και φαινομενικές κινήσεις της φύσεως, τις οποίες επέτρεπε ο Λόγος του Θεού για τους σκοπούς της θείας λυτρωτικής οικονομίας του. Δηλαδή πεινούσε, όταν ήθελε ο Θεός να πεινάσει κ.ο.κ.
Μία μερίδα αυτών με αρχηγό τον Αμμώνιο πήγαιναν μακρύτερα, λέγοντας ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν απλώς άκτιστο, αλλά μαζί και άυλο. Γιαυτό κι ονομάζονταν «Ακτιστίται». Ήταν ακρότατοι μονοφυσίτες. Όπως αντιλαμβανόμαστε, κύριος στόχος όλων των Μονοφυσιτών ήταν η απάμβλυνση και η πλήρης απομάκρυνση της αισθητής φύσεως από το Θεό, η οποία, σύμφωνα με τις διαρχικές αντιλήψεις της εποχής, θεωρούνταν ανάξια της θείας φύσεως.
Ποίες ήταν οι επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής σκέψεως (της φιλοσοφίας) πάνω στη θεολογική σκέψη της αρχαίας Εκκλησίας;
Ήταν και θετικές και αρνητικές, ανάλογα με το πνεύμα, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις εκείνων πού έκαναν χρήση αυτής.
Θετικές ήταν, όταν οι θεολόγοι της
Εκκλησίας έκαναν χρήση της ελληνικής σκέψεως για να ερμηνεύσουν τις
δογματικές αλήθειες της πίστεως, οι οποίες από τη φύση τους είναι
σκοτεινές και δυσερμήνευτες και να τις κάνουν ευκολότερα αποδεκτές στο
εκκλησιαστικό πλήρωμα και το πνευματικό περιβάλλον της εποχής. Κυρίως
έπαιρναν φιλοσοφικούς όρους για ν' αναπτύξουν μορφολογικά τα δόγματα,
όπως ήταν οι όροι· ουσία, υπόσταση, πρόσωπο, ομοούσιο, ενυπόστατο κ.ά.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Α' εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325)
χρησιμοποίησε τον όρο «ομοούσιος», για να διασαφήσει τη σχέση του
Χριστού με το Θεό Πατέρα. Το έργο αυτό είναι κατά πάντα νόμιμο και
χρήσιμο στην ιστορική ανέλιξη του δόγματος, το οποίο κατά την ουσία και
τον εσώτερο πυρήνα του είναι αιώνιο και αμετάβλητο, δύναται όμως να
εξελίσσεται μορφολογικά με τα εκάστοτε επιστημονικά μέσα της εποχής, για
να γίνεται ευκολότερα καταληπτό από τους πιστούς.
Αρνητικές ήταν, όσες φορές η
ελληνική φιλοσοφία δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για τη μορφολογική ερμηνεία
των δογμάτων, αλλά προχωρούσε βαθύτερα, μεταφέροντας φιλοσοφικές ιδέες
και έννοιες στις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό η
φιλοσοφία γινόταν όργανο διαστροφής και καταλύσεως των χριστιανικών
δογμάτων.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:
Read more: http://www.egolpion.com/xristologia.el.aspx#ixzz3HMBA5DGX
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου