Σελίδες

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ




    Και μόνον όταν ακούμε νά γίνεται λόγος περί θανάτου, αίσθανόμαστε οι άνθρωποι άποτροπιασμό. Δεν θέλουμε ούτε την λέξη να αναφέρουμε. Ό καθένας τον α­πεύχεται γιά τον εαυτόν του και γιά τα προσφιλή του πρόσωπα. «Μακριά από μας», είναι ή συνήθης έκφραση. Όλοι αγαπούμε τη ζωή.
Όμως ό θάνατος είναι το πλέον βέβαι­ο γεγονός, το όποιο αργά ή γρήγο­ρα θα αντιμετωπίσουμε χωρίς καμμία έξαίρεση. Είναι ό τελευταίος σταθμός της ζωής μας, από τον όποιον ό καθένας μας θα περάση οπωσδήποτε. Από την στιγμή πού είσερχόμεθα σ' αυτόν τον κόσμο, γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή θα έλθη και ή ώρα της εξόδου μας από αυτόν. Το να τον άπευχώμεθα βεβαίως και να δυσφορούμε στη σκέψι του, είναι κάτι το φυσικό. «Ή δειλία του θανάτου είναι φυσικό ιδίωμα τού άνθρωπου, το όποιον οφείλεται εις την παρακοή τού Αδάμ» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Έπλάσθημεν από τον άγιον Θεόν γιά την ζωή και όχι διά τον θάνατον.
    Ό απόστολος Παύλος μας βοηθεί στο να συμφιλιωθούμε με αυτή την οδυνη­ρή πραγματικότητα της ζωής μας. Μας λέγει ότι κανείς από ημάς πού πιστεύ­ουμε εις τον μοναδικό και άληθινό Σωτήρα μας, τον Κύριο Ίησού Χριστό, δεν ζη γιά τον εαυτόν του και κανείς δεν πεθαίνει γιά τον εαυτόν του. Έάν ζούμε, ζούμε γιά να δουλεύουμε εις τον Κύριον. Εάν πεθαίνουμε, πεθαίνου­με με ύποταγή εις το θέλημα του και είμεθα εις την έξουσία του Κυρίου. Εάν λοιπόν ζούμε και εάν πεθαίνουμε, είμεθα κτήμα του Κυρίου (Ρωμ. ιδ' 7-8). Με αυτές τις αλήθειες διαποτισμένος ό Χριστιανός προσπαθεί να συνδιαλλαγή με το μεγάλο και ανεπιθύμητο αυτό γε­γονός της ζωής του. Αγω­νίζεται καθημερινά να εύαρεστή εις τον Θεόν. Επιμελείται τού καταρτισμού και τού αγιασμού της ψυχής του. Αγωνίζεται να έναρμονίζη τις πράξεις του, τούς λόγους του, τις σκέψεις του με το θέλημα του αγίου Θεού. Εύχεται ή ευλογημένη εκείνη ώρα της εξόδου του να είναι όπως την θέλει ό Θεός. Εις την θεία Λειτουργία πα­ρακαλεί τον Κύριον να είναι «χριστιανά τα τέλη της ζωής» του, άπηλλαγμένα από πόνους και από έργα πού φέρνουν έντροπή, γεμάτα είρήνη. Να έχη καλή άπολογία έπί τού φοβερού δικαστικού θρόνου τού δικαιοκρίτου Κυρίου κατά την μέλλουσα Κρίση της Δευτέρας Πα­ρουσίας του.
Μαζί με όλα αυτά ζητεί και επιδιώκει να τον βρή το τέλος της ζωής του Χριστιανόν Όρθόδοξον.
Είναι ιδιαιτέρα ευλογία του άγιου Θε­ού να μείνη κανείς Χριστιανός Ορθό­δοξος μέχρι τέλους της ζωής του, με πίστη γνησία, καθαρή και άνόθευτη. Πίστη, όπως μας την έδίδαξαν οι άγιοι Απόστολοι τού Χριστού, όπως ή Εκ­κλησία την παρέλαβε, όπως οι άγιοι Πα­τέρες και θείοι Διδάσκαλοι έδογμάτισαν, χωρίς προσθαφαιρέσεις. Όπως οι άγι­οι Μάρτυρες την υπέγραψαν και την έσφράγισαν με το ιερόν αίμα τους. Να είναι ό καθένας μας ζωντανό και υγιές μέλος της «Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Μέχρι τέλους να αγιάζεται διά των αγίων Μυστηρί­ων και να φύγη από αυτόν τον κόσμο έχοντας κοινωνήσει τα Άχραντα Μυ­στήρια, μετανοημένος και με καθαρή συνείδησι. «Τότε θα τον συνοδεύουν οι Άγγελοι και θα τον μεταφέρουν από την γή εις τον ουρανό, χάρις εις την θεία Κοινωνία» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Να το επιθυμούμε λοιπόν και να επιδι­ώκουμε ή τελευτή μας «γενέσθαι έν πίστει όρθοδόξω». Να μας κατευοδώσουν μέσα από την όρθόδοξον Έκκλησίαν στήν τελευταία μας κατοικία με τις προσευχές και τούς ύμνους πού ψάλλονται σ' αυτές τις περιστάσεις.
Ακόμη, ή ώρα εκείνη της εξόδου μας να προσευχώμεθα να μας βρη μετανο­ημένους. «Γενέσθαι έν μετάνοια άληθεί και συνειδότι άκαταγνώστω».
Έχουμε όλοι μας απόλυτον ανάγκη του καθαρισμού από την άμαρτία, την οποίαν φέρουμε μέσα μας. Εάν ειπού­με ότι δεν έχουμε άμαρτία, πλανώμεν τούς εαυτούς μας και ή αλήθεια δεν υπάρχει μέσα μας. Εάν όμως με βαθειά μετάνοια και όχι επιφανειακή και ρηχή και με έργα άξια της μετανοίας προσπί­πτουμε εις τον φιλάνθρωπο θρόνο της θείας Χάριτος, εις το Μυστήριο της Μετανοίας, ό Κύριος θα μας καθαρίση από αυτές. Έχουμε μεσίτη και συνήγορο πλησίον τού ουρανίου Πατρός τον Κύριον Ίησούν Χριστόν, τον δίκαιον και απολύτως άναμάρτητον, ό Όποιος διά την άναμαρτησίαν και αγιότητα του έχει παρρησίαν πρός τον Θεόν (βλ. Α' Ίω. α' 8-10 και β' 1). Ό τρόμος του θανάτου, σημειώνει ό άγιος Ιωάννης της Κλίμα­κος, αποδεικνύει ότι υπάρχουν αμαρτίες διά τις όποίες ό Χριστιανός δεν έχει με­τανοήσει.
Ό απόστολος Παύλος επεδίωκε με συνεχή και σταθερή προσπάθεια να άπέχη από κάθε τι πού άπεδοκίμαζε ή φωτισμένη αγιασμένη συνείδησίς του. Ειργάζετο καθημερινά με αδιάκοπο α­γώνα να έχη πάντοτε συνείδηση έλευθέρα από κάθε μομφή και τύψη εν­ώπιον τού Θεού και ενώπιον τών αν­θρώπων. «Άσκώ άπρόσκοπον συνεί­δησιν έχειν πρός τον Θεόν και τούς αν­θρώπους διά παντός» (Πράξ. κδ' 16). Ευλογία και χάρις τού Θεου να έχουμε ήρεμη και ειρηνική συνείδηση μέχρι τέλους της ζωής μας.
Αδελφέ μου, άς ενθυμούμεθα πάντο­τε την ώραν της εξόδου μας από την πρόσκαιρη αυτή ζωή «τού παρόντος αιώνος τού άπατεώνος». «Προσδοκά καθ' έκάστην την έξοδόν σου», μας συμ­βουλεύει το Πνεύμα τού Θεού. 'Άς συμ­φιλιωθούμε χωρίς μελαγχολία με την ώρα τού θανάτου μας.
Μόνον θερμή παράκλησις και ικεσία να αναπέμπεται από τον καθένα μας πρός τον φιλάνθρωπον Κύριόν μας Ίη­σούν Χριστόν: «Εύδόκησον, Κύριε, γε­νέσθαι την έμήν τελευτήν έν μετάνοια ά­ληθεί και πίστει όρθοδόξω και συνειδό­τι άκαταγνώστω», πρεσβείαις της Παν­άχραντου σου Μητρός και πάντων τών αγίων τών άπ' αιώνος Σοι εύαρεοτησάντων. Αμήν. ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)


ΟΛΟΙ    ΘΑ   ΠΕΘΑΝ ΟΥ Μ Ε
   Όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε. Αυτό είναι μια τρανή αλήθεια χίλιες φορές επιβεβαιωμένη. Πολλές φορές εμείς οι ίδιοι γίναμε μάρτυρες του θανάτου ιδικών μας αν­θρώπων, κι' άλλες τόσες τους συνοδεύσαμε στήν τελευ­ταία τους κατοικία. Κανείς δεν μπορεί νά αρνηθεί την αλήθεια τούτη . Ναι, θα πεθάνουμε και θα φύγουμε απ’ τον κόσμο αυτόν , όπου για λίγο μένουμε. Ήλθαμε εδώ κάτω κάποτε , ζήσαμε μερικά χρόνια , και πρέπει νά φύγουμε . Δεν είναι εδώ ο μόνιμος τόπος της διαμονής μας . Είμαστε ξένοι και πάροικοι « έν γή αλλότρια » . Περαστικοί διαβάτες άπ' το πανδοχείο τής παρούσης ζωής , διανυκτερεύουμε και ξεκουραζόμαστε, προκειμένου νά πάρουμε πάλι τον δρόμων για τον τόπο του προορισμού μας που είναι ή αιωνία και πραγματική μας πατρίδα , ο ουρανός . 'Εκεί μας περιμένει ή αληθινή χαρά . Εκεί « ουκ εστι πόνος , ού λύπη, ού στεναγμός , άλλα ζωή ατελεύτητος ». Έτσι ο θάνατος γίνεται το προοίμιο τής χαράς μας , παρά το γεγονός πώς αποτελεί το τίμημα τής αμαρτίας μας . Γι' αυτό , και οι πατέρες τής Εκκλησίας μας φθάνουν στο σημείο , μαζί με τον 'Αγιο Απόστολο Παύλο , νά επιθυμήσουν τον θάνατο , τον όποιον βέβαια « ό Θεός ουκ έποίησε » (Σοφ. Σολ. 1 , 13), γιατί έτσι μπορούν νά περάσουν στήν άλλη ζωή , που κρύβει για τους ευσεβείς ανείπωτες και πρωτόγνωρες χαρές .
 Τ Ε Ι Χ Ο Σ   ΥΨΗΛΟ   ΚΑΙ   ΑΔΙΑΠΕΡΑΣΤΟ
   Άλλ' ενώ ο θάνατος είναι τόσο γνωστός και βέβαιος , τά μετά τον θάνατο καλύπτονται με ένα πέπλο μυστη­ρίου. Ό άνθρωπος πάντοτε θέλησε νά εξιχνίαση αυτό το μυστήριο και νά φωτίσει κάπως τον χώρο όπου ζουν oi ψυχές . Και ή περιέργεια του αυτή τόσο περισσότερο μεγάλωνε , όσο πιο πυκνό σκοτάδι έκρυβε άπό τά μάτια του την μεταθανάτιο πραγματικότητα .Ένα υψηλό και απροσπέλαστο τείχος κρύβει την άλλη ζωή από τα μάτια μας , έτσι πού κάθε προσπάθεια μας να εισχωρήσουμε στον χώρο αυτό να είναι καταδικασμένη . Ό ίδιος ο Κύριος πολύ λίγα πράγματα άφησε νά μάθουμε γύρω από το θέμα αυτό , πού , όμως είπαμε , απασχολεί πολύ έντονα όλους σχεδόν τους ανθρώπους . Ό Θεός θέλησε νά μη αποκάλυψη λεπτομέρειες , παρά μόνο ό,τι θα ήταν χρήσιμο στον άνθρωπο και ωφέλιμο για την επίγειο ζωή του . Δηλ. γνωρίζοντας μας μερικές πτυχές της άλλης ζωής ο Θεός , δεν ηθέλησε νά ικανοποίηση την περιέργεια μας , αλλά επεδίωξε νά μας διδάξει , προκειμένου ανάλογα νά προσδιορίσουμε την διαγωγή μας στον κόσμο  αυτόν και νά ζούμε με την νοσταλγία του άλλου . Ωστόσο και αυτά πού ξέρουμε για την μετά τον θάνατο ζωή , παρά την ατελή τους μορφή  φωτίζουν κάπως τον ορίζοντα και αφήνουν νά διάφανη , έστω με φειδώ , κάποια πτυχή από την άπειρη αιωνιότητα . Πρέπει δε νά είμαστε βέβαιοι πώς ξέρουμε ό,τι μας χρειάζεται νά γνωρίζουμε. Τα περισσότερα ίσως νά μας ήσαν άχρηστα ή επιβλαβή .
 Η ΩΡΑ    ΤΟΥ   ΘΑΝΑΤΟΥ
   Αύτη είναι ή φοβερότερη ώρα τής ζωής μας . Είναι η στιγμή του χωρισμού τής ψυχής από το σώμα . Και ναι μεν μεταβαίνουμε « δια του θανάτου εις την ζωήν » , όμως δεν παύει ο θάνατος να είναι πικρός , νά διατηρεί την γεύση τής τιμωρίας του Θεού στον άνθρωπο . Γι ' αυτό και ή Εκκλησία μας μιλάει για τον « αγώνα » πού έχει « ή ψυχή χωριζόμενη έκ τού σώματος » . Για ένα α­γώνα αληθινό , μιά και ο θάνατος είναι ο εχθρός τού άνθρωπου. (Α' Κόρ. 15,26). Διάβολος και θάνατος είναι δυο πολέμιοι τού ανθρώπου. Και θα νικηθούν βέβαια και oi δύο , καθώς οι προφήται στην Παλ. Διαθήκη προεφήτευσαν , και καθώς ο Απ . Παύλος διδάσκει. «Όταν γαρ το φθαρτόν τούτο ένδύσηται άφθαρσίαν καί τό θνητόν τούτο ένδύσηται άθανασίαν , τότε γενήσεται ό λόγος ό γεγραμμένος , κατεπόθη (έξηφανίσθη) ό θάνατος εις νίκος » (Α' Κορ. 15,54). Ό Κύριος μας « κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος , ίνα διά τού θανάτου κατάργηση τον τό κράτος έχοντα τού θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, καί άπαλλάξη τούτους , όσοι φόβω θανάτου διά παντός τού ζην ένοχοι ήσαν δουλείας » Έτσι με τον θάνατον τού Κυρίου κατηργήθη το κράτος τού θανάτου και ο κυρίαρχος αυτού διάβολος . Επομένως ο θάνατος δεν είναι πια στα χέρια τού διαβόλου όπλο φοβερό . Είναι στα χέρια τού Θεού , υπηρέτης τής δικής μας σωτηρίας . Αφού δι' αυτού βάζουμε τέρμα σε όλα τά δεινά τής παρούσης ζωής και ανοίγει ή δίοδος για την μακαριότητα τής μελλούσης . Ωστόσο εξακολουθεί νά είναι « φοβερώτατον τό τού θανάτου μυστήριον » πού διασπά βίαια την αρμονία σώματος και ψυχής και ση­κώνει την αυλαία πού αποκαλύπτει στα έκπληκτα μά­τια μας πράγματα άγνωστα , ακατανόητα εν πολλοίς , και ανείπωτα .
Κατά την ώρα αύτη τού θανάτου ο άνθρωπος στέ­κεται άφωνος . Βλέπει ό,τι μπορεί νά δει . Ακούει ό,τι μπορεί νά ακούσει. Είναι διαφορετικός ο θάνατος αυτού πού πιστεύει , άπο τον θάνατο τού απίστου και ασεβούς. Όσοι παρευρέθησαν σε θάνατο ευσεβών ανθρώπων μαρτυρούν για την γαλήνη , την ειρήνη και την γλυκύτητα πού τούς σκέπαζε καθώς παρέδιδαν την ψυχή τους στον άγγελο . Τούς άκουσαν νά μιλούν για χώρες όμορφες , για λιτανείες Αγίων , τούς είδαν νά σηκώνουν τά χέρια για νά υποδεχθούν με χαρά κάποιον πού έφθανε , νά δείχνουν με αγαλλίαση κάποιον πού ήλθε . Ή γαλήνη τού πνεύματος των αποτυπώθηκε έπειτα και στήν μορφή των . Καθώς το άψυχο πια σαρκίο των έμενε στη γη , έμοιαζε νά κηρύττει σε όλους αύτη την αλήθεια . Και αντιθέτως όσοι παρευρέθησαν στις τελευταίες στιγμές ανθρώπων ασεβών και απίστων , τους είδαν νά υποφέρουν , νά τυραννιόνται, , νά σφαδάζουν , νά μορφάζουν πάνω στο κρεβάτι , νά δείχνουν ένα παράξενο φόβο για κάτι πού εκείνοι έβλεπαν νά πλησιάζει και πάσχιζαν νά το αποφύγουν . Ή νοσοκόμα πού βρέθηκε στις τελευταίες στιγμές του Βολταίρου , γνωστού απίστου , είπε πώς θα ευχόταν κανείς άλλος άνθρωπος νά μη πέραση τις τραγικές στιγμές πού πέρασε εκείνος καθώς παρέδιδε την ψυχή του .
 Ο  ΡΟΛΟΣ  ΤΩΝ  ΑΓΓΕΛΩΝ
 Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει , την ίδια ώρα ή ψυχή του μεταφέρεται άπό τους   αγγέλους στο χώρο τής αιωνιότητας , στήν αληθινή της πατρίδα . Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας πληροφορεί πώς « του σώματος αι ψυχαι έξελθούσαι, ουκ ενταύθα διατρίβουσιν, άλλ' ευ­θέως απάγονται. Ούχ αι τών δικαίων δέ μόνον, άλλά και τών εν πονηρία ζώντων απάγονται εκεί αί ψυχαί» . Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο ιερός πατήρ έχων υπ' όψιν του δυο σχετικές παραβολές τού Κυρίου . Ή μία είναι ή τού πλουσίου και τού Λαζάρου , όπου μας παρέχεται ή πληροφορία ότι « έγένετο άποθανείν τον πτωχόν και άπενεχθήναι αυτόν ύπό τών αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ» (Λουκά 16, 22). Ή δεύτερη είναι τού άφρονος πλουσίου , όπου και εκεί ακούεται ή φωνή πού λέγει : « 'Άφρον , ταύτη τή νυκτί τήν ψυχήν σου άπαιτούσιν άπό σού . . .» . Και στις δυο περιπτώσεις άγγελοι επήραν τις ψυχές, με την διαφορά όμως ότι, όπως πάλι λέγει ο Χρυσόστομος , « τον μέν ( δήλ . τον άφρονα πλούσιον ) ώς δεσμώτη έξηγον , τον δε ( τον πτωχόν Λάζαρον ) ώς στεφανίτην έδορυφόρουν » . Οι άγγελοι, λοιπόν , είναι επιφορτι­σμένοι με την μεταφορά των ψυχών στον ουρανό . Γι' αυτό άλλωστε λέγονται και « λειτουργικά πνεύματα» διότι μεριμνούν δια τους « μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν » όχι μόνον εν τή ζωή , άλλά και μετά θάνατον . Άπό όσα είπαμε πάρα πάνω δεν αποκλείεται ή παρουσία κατά την ώρα τού θανάτου και των δαιμό­νων , δεδομένου ότι ο ίδιος ο ιερός Χρυσόστομος κάνει λόγο για « φοβέρας τινάς δυνάμεις » πού και αυτές , όπως οι άγγελοι , ζητούν νά πάρουν την ψυχή . Τούτο βεβαιώνει και ή παράδοσις τής Εκκλησίας μας , καθώς διασώζει σχετικές διηγήσεις , πού τις βρίσκουμε στα συναξάρια και στους βίους των αγίων , στα Γεροντικά και στα έργα των πατέρων . Άπό όλα αυτά τά στοιχεία συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Άγιοι άγγελοι οδηγούν τις ψυχές στήν άλλη ζωή , ενώ οι δαίμονες διεκδικούν νά πάρουν όσες ψυχές νομίζουν πώς τούς ανήκουν.
 Η  ΜΕΣΗ  ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ
 Όπως είπαμε , οι άγγελοι συνοδεύουν την ψυχή στο ουράνιο ταξίδι της , πού έχει τέρμα ένα χώρο όπου γί­νεται μία προσωρινή κρίση της , ανάλογα με τη διαγωγή τού άνθρωπου στη γη . Στη Σοφία Σειράχ διαβάζουμε πώς είναι « κούφον (εύκολο) έναντι Κυρίου έν ήμερα τελευτής άποδούναι άνθρώπω κατά τάς οδούς αυτού » (Σόφ. Σειράχ 11, 26) . Σύμφωνα με όσα εξ άλλου γράφει ο Απόστολος Παύλος στήν προς Εβραίους επιστολή του συνάγεται πώς κατά την προσωρινή αύτη κρίση , πού ακολουθεί αμέσως τον θάνατο , γνωρίζεται στήν ψυχή , ποία θα είναι ή τύχη πού την αναμένει. Ή δια­δικασία αυτή , όπως λέει ο καθηγητής Π . Τρεμπέλας, « δεν θα είναι δημοσία , άλλα μόνον τοιαύτη , ώστε νά καταδειχθεί εις ένα έκαστο , τι πρόκειται νά αντιμετωπίσει κατά την ήμερα τής Δευτέρας Παρουσίας . Ή επίσημος και δημοσία Κρίση θα λάβει χώρα, όταν ολόκληρος ο κόσμος συναχθεί εις το βήμα του Χρίστου , δια νά αποδοθεί εις έκαστον κατά τά έργα αυτού. . .» (Π. Τρέμπέλα : Υπόμνημα εις τάς έπιστολάς τής Κ. Διαθήκης τομ. 3 σ. 134 ) . Έτσι μετά την προσωρινή αυτή κρίση oi ψυχές προγεύονται είτε τής ευφροσύνης τοϋ Παραδείσου , είτε τής δυστυχίας τής κολάσεως . Βρίσκονται δηλ. σε μία μέση κατάσταση όπου μόνο σχετική μακαριότητα και σχετική κακοδαιμονία αισθάνονται . Την πληρότητα αυτών θα λάβουν κατά την γενική και οριστική κρίση που θα γίνει στήν Δευτέρα Παρουσία . Ό Άγιος Γρηγόριος ο Νάζια νζηνός βεβαιώνει πώς αυτά ισχύουν και για τούς δικαίους , οι όποιοι μόνον « τήν φαντασία καρπούνται τήν άποκειμένην μακαριότητα » (Ρ. Ο. 35, 781). Ή πλήρης απόλαυση θα γίνει όταν ή ψυχή θα λαβή εκ νέου το σαρκίο της.
   Ή κρίση αυτή, όπως είπαμε , είναι προσωρινή . Ή οριστική έρχεται βραδύτερα . « Ή προσωρινότης τής πρώτης κρίσεως μας δίδει το δικαίωμα νά προσευχώμεθα για τις ψυχές των προσφιλών μας . Σκοπός μας είναι νά παρακαλέσομε τον Θεό νά κρίνει με επιείκεια τις αμαρτίες εκείνων , πού ήσαν πιστοί σ ' αυτόν , κι' έφυγαν με ελαττώματα άπό τον κόσμο . Βέβαια μόνον ο παρόν βίος είναι για μετάνοια . Ή άλλη , ζωή είναι ζωή κρίσεως . Κατά δε τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό στη ζωή εκείνη « ούκετι τροπή , ούκετι μετάνοια » (Ρ. Ο. 94, 177). Όμως ή στενή σχέσις πού υπάρχει ανάμεσα στήν στρατευόμενη και στήν θριαμβεύουσα Εκκλησία δικαιολογεί τις λειτουργίες , τις δεήσεις , τις ελεημοσύνες , και προ πάντων τά μνημόσυνα πού κάνουμε υπέρ των ψυχών των κεκοιμημένων αδελφών μας πού απέθαναν εν ευσέβεια και « έπ ' έλπίδι ζωής αιωνίου » . Με τις προσευχές μας αυτές προσφέρεται μία ωφέλεια στις ψυχές των ευσεβών . Και όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος τά μνημόσυνα « πολύ το κέρδος προσπορίζονται τοίς μεταστάσι » (τ. 62, 203) . Είναι ευνόητο πώς για εκείνους πού έφυγαν άπό τον κόσμο αυτόν αμετανόητοι και μακράν τού Χριστού και τής Εκκλησίας , καμμίαν ωφελεία δεν μπορούν νά προσφέρουν τά μνημόσυνα και οι λειτουργίες . Επειδή όμως εμείς , σαν άνθρωποι πού είμαστε , δεν μπορούμε νά ξέρουμε με βεβαιότητα την καρδιά τοϋ κάθε άνθρωπου , ώστε νά αποφασίζουμε εμείς για την μετά θάνατο τύχη του , είναι άδικο και επικίνδυνο μαζί νά μη προσευχώμεθα για κάποιον πού τον νομίζουμε αμαρτωλό , ενώ εκείνος είναι δυνατό στις τελευταίες του στιγμές νά ζήτησε τού Θεού το έλεος . Και αν λάβουμε υπ ' όψιν ότι ο Θεός « πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις έπίγνωσιν αληθείας έλθείν » και γι ' αυτό μετέρχεται κάθε μέσον για νά οδηγήσει στήν σωτηρία έστω και μία ψυχή , κρίνει δε με μέτρα διαφο­ρετικά άπό τά δικά μας , τότε θα κατανοήσουμε πώς εμείς πρέπει νά προσευχώμεθα για τούς κεκοιμημένους, έστω κι' αν αυτοί, στα μάτια τά δικά μας, φαίνονται πώς έφυγαν άπό την ζωή αυτήν απροετοίμαστοι και αμετανόητοι.
 ΠΟΙΑ   Η   Φ Υ Σ I Σ   ΤΩΝ   ΑΜΟΙΒΩΝ  ΚΑΙ  ΤΩΝ  ΤΙΜΩΡΙΩΝ
 Ένα ζήτημα πού απασχολεί πολύν κόσμο είναι και το τι είδος τιμωρίας θα είναι ή κόλαση , ως και το τι είδος αμοιβής θα είναι ο Παράδεισος . Πάνω στο θέμα αυτό μερικές άνθρωποπαθείς εκφράσεις πού χρησιμοποιεί ή Γραφή έδωσαν την εντύπωση πώς θα πρόκειται για υλικές απόλαυες ή τιμωρίες . Έτσι γεννήθηκε στο μυαλό μας ή εικόνα τού Παραδείσου με τά δένδρα και τά γάργαρα νερά , καθώς και εικόνα της κολάσεως με τά τηγάνια , τις πίσσες και τά καζάνια.
Ή σωστή άποψη είναι ότι και οι τιμωρίες και οι αμοιβές θα είναι υπεραισθητές και πνευματικές , όπως είναι και οι ψυχές .
Για νά το καταλάβουμε αυτό καλύτερα πρέπει νά γνωρίσουμε μερικές ακόμη λεπτομέρειες . Και πρώτα απ ' όλα πρέπει νά μάθουμε πώς οι ψυχές διατηρούν την αυτοσυνειδησία τους . Δηλ. ξέρουν ποιες είναι , αναγνωρίζουν πρόσωπα και θυμούνται τούς γνωστούς των στη γη καθώς και τις πράξεις των . Αυτό το βλέπουμε καθαρά στήν παραβολή τού πλουσίου και τού Λαζάρου, όπου στήν άλλη ζωή ο πλούσιος ανεγνώρισε τον Λάζαρο πού τον ήξερε άπό τη γη , θυμήθηκε πώς είχε πέντε αδέλφια κάτω στον κόσμο , και γενικά έδειξε πώς καταλάβαινε τη δύσκολη θέση του. Αυτό σημαίνει πώς και οι ψυχές των πεθαμένων όχι μόνον ζουν , άλλά και θυμούνται και γνωρίζουν . Άλλ' αυτή ακριβώς ή μνήμη θα είναι αφορμή χαράς για τούς δικαίους και θλίψεως για τούς αμαρτωλούς . Θα σκέπτονται δηλ . οι ασεβείς τι έχασαν με την ζωή τής αμαρτίας . Θα ζητούν νά επανέλθουν στον κόσμο έστω για ένα λεπτό προκειμένου νά προλάβουν νά μετανοήσουν , και δεν θα το κατορθώνουν . Και αυτό θα είναι ένα συνεχές μαρτύριο . Μαζί δε μ ' αυτό θα είναι και το μαρτύριο τής συνειδήσεως τους , πού θα τούς ελέγχει συνεχώς με τύψεις για την άστατη διαγωγή τους . Έπισημαίνων το σημείο αυτό ο καθηγητής Π . Τρεμπέλας σημειώνει: « Ή μνήμη εις τον άλλον κόσμο είναι απαραίτητος δια την χαρά των δικαίων και θα συντελεί σοβαρώς εις την θλίψιν των απολωλότων . Ή μνήμη μας εκεί θα ενισχυθεί τόσο , ώστε νά ενθυμούμεθα τον όλον επί γης βίο μας . Πιθανότατα δε θα κινείται τόσον άστραπιαίως , ώστε αυτοστιγμεί νά περιλαμβάνει δι ' ενός βλέμματος ολόκληρη την παρελθούσα ζωή . Άπό τού υψηλού όρους τής αιωνιότητας θα βλέπουμε προς τά κάτω και θα διά-κρίνουμε ολόκληρη την πεδιάδα τής εν τη γη ζωής μας, η οποία θα εκτείνεται προ ημών . Και θα συνοδεύεται ή ανάμνηση τού παρελθόντος μετά τελείας και ακριβούς γνώσεως των συνεπειών και πλήρους αισθήσεως τής συνειδήσεως ως προς το ένοχο και τις βαρείες ευθύνες τού παρελθόντος » ( Π. Τρεμπέλα : Υπόμνημα εις το κατά Λουκαν σ . 484 - 485 ).
   Ή ψυχή έπλάσθη , όπως είναι γνωστόν , για νά ανα­παύεται κοντά στο Θεό . Μόνο εκεί βρίσκεται το φυσικό της περιβάλλον . Μακράν τού Θεού ή ψυχή υποφέρει , όπως το ψάρι έξω άπό το νερό και ο πνεύμονας έξω άπό την ατμόσφαιρα . Τώρα καταλαβαίνουμε τι μεγάλη τιμωρία θα είναι για την ψυχή τού αμαρτωλού νά είναι καταδικασμένη σε αιώνιο χωρισμό άπό τον Θεό , και τι μεγάλη χαρά και αγαλλίαση θα είναι για την ψυχή του δικαίου νά βλέπει τον Θεό και νά συναναστρέφεται μαζί του αιώνια 
. Ο Ι    Ψ Υ Χ Ε Σ    Ζ Ο Υ Ν    Π Ρ Ο Σ Ω Π  Ι  Κ Η    Ζ Ω Η
   Άπό όσα είπαμε μέχρι τώρα γίνεται αντιληπτό πώς ο θάνατος δεν εξαφανίζει τον άνθρωπο μαζί με την ψυχή του , αλλ ' ότι το μεν σώμα φθείρεται , ή δε ψυχή ζή « τω Θεώ » (Δ' Μάρκ. 7, 19) . Ή αλήθεια αυτή διδά­σκεται σε πολλά σημεία τής Γραφής . Ό Εκκλησιαστής λ . χ . διδάσκει πώς « έπιστρέψη ό χους έπι τήν γήν ώς ην , και τό πνεύμα έπιστρέψη προς τον Θεόν , ός έδωκεν αυτό » (Έκκλ. , 12, 7). Ή εμφάνιση εξ άλλου κατά την Μεταμόρφωση του Κυρίου του Μωϋσέως και του Ηλία , πού είχαν πεθάνει πριν άπό πολλά χρόνια επιβεβαιώνει την αλήθεια για την αθανασία των ψυχών. Και ο Κύριος μας είπε ότι εκείνος πού  πιστεύει σ ' αυτόν δεν θα αποθάνει εις τον αιώνα (Ίωάν. ΙΓ, 26) . Και οι ψυχές όχι μόνο δεν πεθαίνουν , άλλα ζουν ως υπάρξεις προσωπικές ένεκα της αυτοσυνειδησίας τους. Οι νεκροί μας ζουν στην κατάσταση των πνευμάτων χωρίς νά διακόψουν την σχέση τους με μας , γιατί όλοι, κι' εμείς και αυτοί , είμαστε μέλη τού σώματος του Χρίστου , πού είναι ή Εκκλησία . Μέσα, λοιπόν, στήν Εκκλησία μπορούμε νά ζήσουμε αυτόν τον δεσμό , ποτέ δε έξω άπο την Εκκλησία . Γι' αυτό κάνουν μεγάλο λάθος εκείνοι πού θέλοντας νά επικοινωνήσουν με τούς νεκρούς τους , καταφεύγουν σε μάγια ή μέντιουμ ή άλλες πνευματιστικές μεθόδους , πού δεν έχουν την έγκριση τής Εκκλησίας και τής θρησκείας. Ή Εκκλησία σαν ενιαίο και αδιαίρετο σώμα μπορεί νά μας εξασφάλιση την σχέση με τούς νεκρούς αδελφούς μας. Υπάρχουν τηλέφωνα με εσωτερικές γραμμές πού συνδέουν την στρατευόμενη με την θριαμβεύουσα Εκκλησία . Είναι oι προσευχές πού μας δίδουν την ευχέρεια νά απευθυνθούμε στους νεκρούς μας.
 Η ΤΥΧΗ     ΤΩΝ    ΣΩΜΑΤΩΝ
   Τά σώματα μας με τον θάνατον παραδίδονται στήν φθορά . Διαλύονται εις τά εξ ων συνετέθησαν . Άλλ' ή φθορά αύτη θα οδηγήσει στήν αφθαρσία . Γιατί το σώμα « σπείρεται έν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία , σπείρεται έν ατιμία , εγείρεται έν δόξη , σπείρεται έν άσθενεία , εγείρεται έν δυνάμει » (Α' Κόρ. 15, 43). Το σώμα μας θα αναστηθεί κάποτε πού εμείς δεν γνωρίζουμε . Γιατί εμείς « καθώς έφορέσαμεν τήν εικόνα τού χοϊκού , φορέσομεν και τήν εικόνα τού επουρανίου » (Α' Κορ. 15, 49) . Ή πρόσληψη αυτής τής εικόνας θα γίνει κατά την γενική ανάσταση των νεκρών . Τότε ένας άγγελος « σαλπίσει και οι νεκροί έγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς άλλαγησόμεθα » (Α' Κορ. 15, 52) . Και τότε αντί τής φθαρτότητας θα είναι ή αφθαρσία και αντί τής θνητότητας ή αθανασία .Ρίπτεται μέσα στον τάφο το σώμα μας και είναι απαίσιο και αποκρουστικό στήν θέα . Μυρίζει άσχημα και ο κόσμος το αποφεύγει . Αλλά όταν θα αναστηθεί θα γίνει ένδοξο , όπως το σώμα τού άναστάντος Χριστού , εφ ' όσον θα ανήκει εις ευσεβή . Θα καθαρισθεί από κάθε γήινη υποστάθμη και θα λάμπει εξαίσιο. Θα απόλαυση δε μαζί με την ψυχή την μακαριό­τητα τού παραδείσου , και θα τιμωρηθεί πάλι μαζί με την ψυχή εις την δυστυχία τής κολάσεως . Έτσι όρισε τά πράγματα ή Θεία Πρόνοια . Έπρεπε νά λάβομε πρώτα τά ασθενή και εύθραυστα σώματα πριν αποκτήσομε τά πνευματικά και άφθαρτα ένεκα τής δυνάμεως τού Χριστού . Έπρεπε νά πεθάνουμε πριν ζήσουμε ελεύ­θεροι ως προς τον θάνατο και την φθορά . Άλλωστε « σαρξ και αίμα Βασιλείαν Θεού κληρονόμησαι ου δύ­νανται» (Α' Κόρ.   15,  50).
Ή άνάστασις των νεκρών θα είναι γενική δι' όλους , δικαίους και άδικους . Το κάθε σώμα θα ενωθεί τότε με την ψυχή του , πού θα ευρίσκεται στήν μέση κατάσταση. Ή παράδοση τής Εκκλησίας μας δέχεται ότι τά νέα αυτά σώματα θα έχουν άναμόρφωσιν, άπάθειαν , άτρεψίαν , άφθαρσίαν , θα είναι άπηλλαγμένα φθοράς . Με τέτοια σώματα θα εμφανισθούμε ενώπιον τού Κριτού και θα κριθούμε πλέον τότε οριστικά και αμετάκλητα . Είναι ευνόητο ότι τά σώματα αυτά δεν θα έχουν τις ιδιότητες των σωμάτων πού έχουμε τώρα . Δεν θα είναι σαρξ και αίμα . Δεν θα έχουν ανάγκην τροφής , νερού κλπ. θα είναι σώματα πνευματικά . Έτσι μπορούμε πληρέστερα τώρα νά καταλάβουμε πώς και οι αμοιβές και οι τιμωρίες θα είναι και αυτές πνευματικές . Τά σώματα πάντως εκείνα θα διατηρούν τά εξωτερικά των γνωρίσματα . Θα παύσουν όμως να είναι ασθενικά .  Θα είναι τέλεια , ένδοξα .
  ΦΥΛΑΚΕΣ     ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ
   Όλα όσα είπαμε δεν έχουν σκοπό νά ικανοποιήσουν μία περιέργεια μας , άλλά νά μας τονίσουν την αναγκαιότητα τής προετοιμασίας μας για το αιώνιο ταξίδι μας . Βασική αλήθεια είναι πώς πρέπει νά εκμεταλλευθούμε για το συμφέρον μας τον καιρό τής επιγείου μας ζωής . Τώρα μπορούμε νά μετανοήσουμε και νά γίνουμε άνθρωποι του Θεού . Στον άλλο κόσμο θα κριθούμε κατά τά έργα μας . Ή διαγωγή μας εδώ κάτω προσδιορίζει και τη θέση πού θα λάβουμε στον ουρανό . Μη βαυκαλιζώμεθα με ματαιότητες . Ή ψυχή μας έχει ανάγκη χειραγωγήσεως , πνευματικής τροφοδοσίας και προσοχής . Το τέλος εγγίζει και τότε « μέλλει θορυβείσθε » αν δεν ευρεθεί έτοιμος . Θα είναι κρίμα τά ολίγα χρόνια αυτής εδώ τής ζωής νά μας στερήσουν την ευτυχία του ουρανού . Ή μετά θάνατον πραγματικότητα βοά και κράζει και μας καλεί εις εγρήγορση και επιφυλακή . Είναι εύκολο νά παραδοθούμε στις ηδονές τοΰ κόσμου και νά γίνουμε εχθροί του Θεού . Άλλ ' αυτό θα σημάνει την καταστροφή μας . Προτιμότερο είναι νά ρυθμίσουμε έτσι τη ζωή μας , ώστε κατά την ώρα του θανάτου μας νά νοιώθουμε ευτυχείς , καθώς άγγελοι θα παραλαμβάνουν την ψυχή μας για νά οδηγήσουν αυτήν στον θρόνο του Κυρίου της.
Κάποιος πνευματικός έδινε την έξης συμβουλή στα παιδιά του : Παιδί μου , όταν γεννιόσουν όλοι γελούσαν και μόνο συ έκλαιγες . Φρόντισε όταν πεθάνεις , όλοι νά κλαίνε και μόνο συ νά γελάς.
   Αγαπητέ μου αναγνώστη , μακάρι όλοι μας νά γελάμε καθώς θα φεύγουμε άπό τον κόσμο αυτόν . Τούτο θα είναι ή καλύτερη απόδειξη για τη θέση που ετοιμάσαμε στήν άλλη ζωή για τον εαυτό μας .(ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ +2008)
ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
  Ένα γεγονός της ζωής μας, βέβαιο οπωσδήποτε και θλιβερό, είναι ό θάνατος. Όλοι μας ασφαλώς έχουμε συνοδεύσει στην τελευταία τους κατοικία φίλους, γνω­στούς, συγγενείς.
Κανείς δεν μένει απαθής εμπρός στον θάνατο. Ή Εκκλησία στους επικήδειους ύμνους της τονίζει ότι είναι «όντως φοβερώτατον τό του θανάτου μυστήριον...» «Πώς παρεδόθημεν τη φθορά...»!
Κάποιος σοφός έλεγε ότι εμπρός στον θάνατο φαίνεται και το μεγαλείο, ή υπερ­οχή του άνθρωπου απέναντι στα ζώα. Κανένα ζώο δεν σκέπτεται το φέρετρο του ή το τί θα γίνουν τα λείψανα του.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν φιλοσοφήσει και έχουν σκεφθεί ως προς τον θάνατο και ως προς το τί γίνεται μετά θάνατον. Είναι θέμα πού μας απασχολεί όλους.
Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαί­οι πρόγονοι μας, ενώ ακόμη δεν είχαν φωτισθεί με το φώς του Ευαγγελίου, πί­στευαν ότι δεν χανόμαστε με τον θάνατο μας. Δεν χάνεται, δεν πεθαίνει μαζί με το σώμα μας και ή ψυχή μας. Αναφέρουμε ως παράδειγμα αυτό πού λέγει ό Σωκρά­της στον διάλογο περί αθανασίας στο έρ­γο του Πλάτωνος «Φαίδων». «Έπιόντος θανάτου έπί τον άνθρωπον το μέν θνητόν, ως έοικεν αύτώ, αποθνήσκει, το δ' άθάνατον και άδιάφθορον οϊχεται άπιόν». Όταν έρχεται δηλαδή ό θάνατος στον άνθρωπο, το μέν θνητό συστατικό του, δηλαδή το σώμα του, όπως του αρμόζει, πεθαίνει, το αθάνατο όμως συστατικό του, δηλαδή ή ψυχή του, αποχωρίζεται και φεύγει. Πάλι ό Σωκράτης σε άλλο έργο του Πλάτωνος («Φαιδρός») έλεγε «ψυχή πάσα αθάνατος». Ή ψυχή είναι αθάνατη, δεν πεθαίνει.
Τα λουλούδια πού προσκομίζουμε στους τάφους των συγγενών μας με καρ­διά πονεμένη αλλά και φορτωμένη με αναμνήσεις δεν τα προσφέρουμε στο ψυ­χρό μάρμαρο αλλά στην ψυχή του αγα­πημένου μας νεκρού. Αν είχαμε τη βεβαι­ότητα ότι ό άνθρωπος μας δεν υπάρχει πλέον, ποιό νόημα θα είχε το προσκύνη­μα μας στο μνήμα του, ή φροντίδα μας για τον τάφο του, και γιατί θέλουμε να δεί­ξουμε ότι δεν τον λησμονούμε, αλλά τον αγαπάμε ακόμη;
Πέρα όμως από αυτά, τα κάπως ψυχο­λογικά και πανανθρώπινα, αφού και οι προ Χριστού άνθρωποι τα ένιωθαν, εμείς οι Χριστιανοί έχουμε το φώς της αληθείας του Ευαγγελίου, πού μας διαφωτίζει, ώσ­τε να γνωρίζουμε τί ακριβώς συμβαίνει μετά θάνατον. Και το Ευαγγέλιο μας λέγει ότι δεν τελειώνουν όλα στον τάφο.
Το ακούμε την ώρα της Νεκρώσιμου Ακολουθίας, αλλά συγκινημένοι και γε­μάτοι ίσως με διάφορες σκέψεις δεν το προσέχουμε όσο πρέπει. Και ή περικοπή του «Αποστόλου» και ή περικοπή του «Ευαγγελίου» πού άναγινώσκονται στην Κηδεία μάς διαφωτίζουν σημαντικά.
Ό άγιος απόστολος Παύλος μάς διαφω­τίζει: Δεν θέλουμε, αδελφοί, να αγνοείτε τί θα συμβεί με τούς κεκοιμημένους, για να μη λυπάσθε και απελπίζεσθε, όπως οι άπιστοι. Δεν γράφει «νεκρούς», αλλά «κεκοιμημένους». Κοιμούνται τώρα τον ύπνο του θανάτου· θα έλθει όμως ή ώρα πού με πρόσταγμα Κυρίου, με αρχαγγελική φωνή θα ξυπνήσουν, θα αναστηθούν για να συναντήσουμε όλοι στον αέρα τον Κύ­ριο (Α' Θεσ. δ' 13-18).
Και στο Ευαγγέλιο ό ίδιος ό Ιησούς Χριστός μας βεβαιώνει ότι θα έλθει ή ώρα κατά την οποία «πάντες οι έν τοΐς μνημείοις (=όλοι οι πεθαμένοι) άκούσονται της φωνής αυτού (=θά ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού πού θα τούς διατά­ξει να αναστηθούν), και έκπορεύσονται (=και θα βγουν από τα μνήματα) οι τα αγαθά ποιήσαντες (=όσοι έζησαν θεάρεστα στή ζωή τους, κάνοντας έργα αγαθά) εις άνάστασιν ζωής, οι δέ τα φαύλα πράξαντες (=ενώ όσοι έζησαν αμαρτωλά θα αναστηθούν) εις άνάστασιν κρίσεως» (Ιω. ε' 28-29).
Και μόνο αυτά τα λόγια της Άγιας Γρα­φής, πού είναι ή Πηγή της αληθείας, είναι αρκετά για να γνωρίζουμε ότι δεν τελειώνουν όλα στον τάφο. Το διακηρύσ­σουμε άλλωστε και εμείς κάθε φορά πού απαγγέλλουμε το Σύμβολο της Πίστεως μας λέγοντας: «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών και ζωή ν του μέλλοντος αιώνος». Περιμένω χωρίς αμφιβολία - αυτό σημαί­νει ή λέξη «προσδοκώ» - την ανάσταση των νεκρών και τη μέλλουσα ζωή.
Πόσες φορές, αλήθεια, το έχουμε πει αυτό και ίσως δεν συναισθανόμαστε τί ακριβώς λέμε με τα χείλη μας! Είναι ένα από τα σπουδαιότερα δόγματα της Πί­στεως μας, το όποιο έχει αδιάψευστη εγγύηση την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου.
Όταν λέμε ανάσταση νεκρών, γράφει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, εννοούμε «την άνάστασιν των σωμάτων». «Διότι ή ψυχή είναι αθάνατη, δεν έχει πεθάνει (το πίστευαν, είπαμε, και οι αρχαίοι) και δεν γίνεται λόγος για ανάσταση ψυχής, αφού δεν είχε νεκρωθεί. Και αφού ό θά­νατος, συνεχίζει ό Άγιος, είναι χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ανάσταση είναι ή ένωση και πάλι της ψυχής με το σώμα. Το ίδιο το σώμα πού διελύθη στον τάφο θα αναστηθεί άφθαρτο και θα ενωθεί με την ψυχή του σε νέα ζωή» (ΕΠΕ 1, 558-560).
Βέβαια αυτό μας φαίνεται κάπως αδύ­νατο. Δεν το χωρεί το φτωχό μυαλό μας, πώς το σώμα μας, πού έγινε χώμα, θα αναστηθεί και πάλι. ΓΓ αυτό ό άγιος Ιω­άννης ό Χρυσόστομος μάς βοηθεί να ξεπεράσουμε τη δυσκολία της απορίας μας λέγοντας: «Σκέψου, άνθρωπε, πώς σε έπλασε εξ αρχής ό Θεός και μην αμ­φιβάλλεις πλέον για την ανάσταση. Χώ­μα από τη γη δεν πήρε και σε έπλασε; Και είναι δύσκολο λοιπόν σ' Εκείνον πάλι από το χώμα να σε αναπλάσει και να σε κάμει άφθαρτον;» (ΕΠΕ 36, 130-132).
Εφόσον πιστεύουμε σε Θεό Παντοκρά­τορα, πού τα πάντα δύναται, δεν δικαι­ολογείται καμιά αμφιβολία ως προς τη γενική ανάσταση των αποθανόντων. Ε­φόσον άνεστήθη ό Χριστός και κατεπάτησε τον θάνατο, δεν είναι πλέον ό θάνατος το τέρμα της ζωής μας. Τώρα ό θάνατος έγινε και είναι ένας σταθμός και ένα πέ­ρασμα από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια.
Πολύ ωραία εκφράζει αυτή την αλήθεια και ό πιστός Νεοέλληνας ποιητής Γ. Δρο­σίνης γράφοντας: «Τί λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι; /κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε, τάφου γη θα μάς έχει χωρί­σει;.../ Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα, γλυκοχάραγμα αυγής είναι πέρα; /Κι αντί νάρθει μια νύχτα αξημέρωτη ξημερώνει μια αβράδιαστη μέρα;
Ναι, είναι ή «άνέσπερος ήμερα της Βα­σιλείας του Θεού».
(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου