Σελίδες

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Ε . ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥΣ ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΕΝΘΑΡΡΥΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΘΕΪΚΗ, ΕΠΙΣΚΙΑΣΗ, ΕΝΩ ΟΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ ΚΥΡΙΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΡΟΜΟ ΓΙΑ` ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥΣ.





Του άγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου
ΧΑΡΗ στη φιλανθρωπία του Θεού, συμβαίνει και τούτο σε πολλούς δικαίους: να βλέπουν στα τελευταία τους οπτασίες ορισμένων άγίων, ώστε να μη φοβηθούν με την απόφαση του θανάτου τους, αλλά να λυθούν από το δεσμό της σάρκας χωρίς λύπη και φόβο, καθώς φανερώνεται στην ψυχή τους με ποίους άγίους θα είναι συμμέτοχοι στον ουρανό. Αρκετές φορές μάλιστα, για παρηγοριά της ψυχής πού βγαίνει, εμφανίζεται ο ίδιος ο 'Αρχηγός της ζωής και ανταποδότης των πράξεών μας. Πάνω σ' αυτό, θα μιλήσω για την Ταρσίλα, τη θεία μου.
Ζούσε ησυχαστικά μαζί με δύο αδελφές της, και με την αδιάλειπτη προσευχή και τη μεγάλη εγκράτειά της ανέβαινε συνεχώς στην κορυφή της αγιότητας. Σ' αυτήν εμφανίστηκε σε όραμα ο προπάππος μου Φήλιξ, πού διετέλεσε αρχιεπίσκοπος αυτής της Εκκλησίας της Ρώμης, και της έδειξε έναν τόπο στολισμένο με την αιώνια λαμπρότητα, λέγοντας:
'Έλα! σε περιμένω σ' αυτή τη φωτεινή κατοικία.
Σύντομα την έπιασε πυρετός κι έφτασε στα τελευταία της. και Όπως συνήθως Όταν πεθαίνουν σπουδαίοι άνδρες και γυναίκες, συγκεντρώνονται πολλοί για να παρηγορήσουν τούς συγγενείς τους, έτσι και σ' αυτήν, την ώρα της εξόδου της κύκλωσαν το κρεβάτι της πολλοί άνδρες και γυναίκες.
Ξαφνικά λοιπόν ή ετοιμοθάνατη κοίταξε ψηλά και είδε τον 'Ιησού να έρχεται με όλη τη δύναμη της ψυχής της τότε άρχισε να κραυγάζει σ' αυτούς πού παράστεκαν τριγύρω της: Παραμερίστε, παραμερίστε! Ό 'Ιησούς έρχεται... και με την προσοχή της στραμμένη σ' Αυτόν πού έβλεπε, βγήκε από το σώμα ή άγία εκείνη ψυχή. Αμέσως τότε ξεχύθηκε τόση θαυμαστή ευωδία, ώστε αυτή και μόνο ή ευωδία μπόρεσε να φανερώσει σε Όλους πώς εκεί είχε έρθει ο 'Αρχηγός της ευωδιάς.
Άλλες φορές, Όταν οι ψυχές των εκλεκτών ανθρώπων βγαίνουν από το σώμα, ακούγεται ουράνιος ύμνος, έτσι ώστε, με το γλυκύτατο αυτό άκουσμα, να μην αισθάνονται οι ψυχές το χωρισμό τους από το σώμα.
Υπήρχε (στη Ρώμη) κάποιος παράλυτος, ονόματι Σέρβουλος, πού ζούσε στο στενορύμι πού οδηγεί στην εκκλησία του άγίου Κλήμεντος αν και ήταν φτωχός σε υλικά αγαθά και συχνά βρισκόταν ξαπλωμένος στο δρόμο (ζητώντας ελεημοσύνη), υπήρχε όμως πολύ πλούσιος σε αρετές.
Αυτού λοιπόν το σώμα τού το παρέλυσε μία πολύχρονη αρρώστια. 'Από τότε πού τον γνωρίσαμε μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν παράλυτος, χωρίς να μπορεί να σταθεί όρθιος ή ν' ανασηκωθεί στο κρεβάτι, αφού δεν είχε τη δύναμη ούτε το χέρι του η το πόδι του να κουνήσει.
για τις ανάγκες του τού παραστέκονταν ή μητέρα του με τον αδελφό του, και οτιδήποτε δεχόταν από ελεημοσύνη με τα χέρια αυτών των δύο το έδινε πάλι ελεημοσύνη.
Γράμματα δεν ήξερε καθόλου, ωστόσο είχε αγοράσει για τον εαυτό του βιβλία της Αγίας Γραφής, και παρακαλούσε επίμονα τούς θεοσεβείς ανθρώπους πού τον επισκέπτονταν να τα διαβάζουν μπροστά του. το αποτέλεσμα ήταν, αν και αγράμματος, να μάθει με τον δικό του τρόπο ολόκληρη την Αγία Γραφή. Όσο για τον πόνο, τον υπέμεινε με ευχαριστία, υμνολογώντας νύχτα-μέρα το Θεό.
Σαν έφτασε λοιπόν ο καιρός να ανταμειφθεί ή τόση του υπομονή, το σώμα του σταμάτησε να πονάει. και καθώς κατάλαβε πώς πλησίαζε στο θάνατο, παρακάλεσε αυτούς πού φιλοξενούσε να σηκωθούν και να ψάλουν μαζί του ύμνους στο Θεό, περιμένοντας την έξοδο της ψυχής του.
Ξαφνικά, και ενώ κι ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος έψαλλε μαζί τους, τούς σταμάτησε βγάζοντας με έκπληξη μεγάλη κραυγή: Σωπάστε! Δεν ακούτε πώς αντηχούν οι ύμνοι στον ουρανό;
Προσέχοντας σ' αυτούς τούς ύμνους πού άκουγε μυστικά με τ' αυτιά της καρδιάς του, λύθηκε από τα δεσμά Του σώματος ή άγία εκείνη ψυχή. και καθώς έβγαινε, τόση ευωδία σκορπίστηκε στον τόπο εκείνο, πού όλοι οι παρευρισκόμενοι γέμισαν από ανέκφραστη γλυκύτητα, ώστε και μ` αυτό το σημείο να γίνει φανερό ότι την ψυχή εκείνη την υποδέχθηκαν οι ύμνοι στον ουρανό.
Από το Γεροντικό
'Έλεγαν για τον αββά Σισώη, πώς, όταν έφτασε στα τελευταία του, έλαμψε το πρόσωπό του υπερβολικά. και είπε στους πατέρες πού κάθονταν κοντά του:
Νά ο αββάς 'Αντώνιος ήρθε .Και μετά από λίγο επανέλαβε: να ο χορός των Προφητών ήρθε.
και πάλι το πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο, και είπε: να ο χορός των 'Αποστόλων ήρθε.
Διπλασιάστηκε τότε ή λαμπρότητα του προσώπου του και φαινόταν σαν να συνομιλεί με κάποιους.
Με ποιόν μιλάς, πάτερ; τον ρώτησαν παρακλητικά οι γέροντες.
Νά, ήρθαν άγγελοι να με πάρουν, αποκρίθηκε εκείνος, και τούς παρακαλώ να με αφήσουν λίγο να μετανοήσω.
Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, πάτερ, του είπαν οι γέροντες.
Πραγματικά δεν ξέρω, τούς απάντησε, αν έβαλα ακόμη αρχή. , Απ' αυτό κατάλαβαν όλοι, ότι είναι τέλειος.
Και ξαφνικά το πρόσωπό του άστραψε πάλι σαν τον ήλιο κι όλοι τους φοβήθηκαν.
Βλέπετε; τούς ρωτάει. Ήρθε ο Κύριος και λέει: "Φέρτε μου το σκεύος της έρήμου".
Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα του, ενώ κάτι σαν αστραπή φάνηκε και ο τόπος γέμισε ευωδία.

Ένας γέροντας πήγε κάποτε σε μία πόλη για να πουλήσει τα εργόχειρα του. Έκεί του δόθηκε ευκαιρία και κάθισε στην πόρτα ενός πλουσίου πού ήταν στα τελευταία του. Καθώς λοιπόν καθόταν, κοίταζε με προσοχή' και βλέπει μερικούς μαύρους και φοβερούς ανθρώπους να είναι καβάλα σε μαύρα άλογα και να κρατούν στα χέρια τους φλογισμένα τύμπανα. Αυτοί, αφού έφτασαν στην πόρτα, άφησαν τα άλογα έξω και οι ίδιοι μπήκαν μέσα. σαν τούς είδε ο άρρωστος, κραύγασε με μεγάλη φωνή:
- Κύριε, ελέησε με και βοήθησέ με!
- Τώρα πού βασίλεψε ο ήλιος, θυμήθηκες το θεό; τον ρώτησαν εκείνοι. Γιατί δεν τον ζήτησες όταν ή μέρα έλαμπε; Τώρα δεν υπάρχει για σένα ούτε ελπίδα σωτηρίας ούτε παρηγοριά.
και αφού τράβηξαν με βία την ψυχή του, έφυγαν.
Του άγίου Έφραίμ
Αδελφοί, μεγάλος είναι ο φόβος την ώρα του θανάτου. Γιατί την ώρα του χωρισμού της ψυχής παρουσιάζονται μπροστά του όλα τα έργα πού έκανε νύχτα και μέρα, καλά και πονηρά, ενώ συγχρόνως άγγελοι σπεύδουν βιαστικά να τη βγάλουν από το σώμα.
Η ψυχή λοιπόν του αμαρτωλού βλέπει τα έργα της και δειλιάζει να βγει.
Καθώς όμως πιέζεται από τούς αγγέλους και τρέμει γι' αυτά τα έργα της, παρακαλεί φοβισμένη:
Δώστε μου διορία μία ώρα, και ύστερα βγαίνω. Τότε όλα μαζί τα έργα της απαντούν μ' ένα στόμα:
-Εσύ μας έκανες, μαζί μ' εσένα θα πάμε στο Θεό.
Κι έτσι, με τρόμο και οδυρμούς, χωρίζεται από το σώμα, και φεύγει για να παρουσιαστεί στο αθάνατο Κριτήριο.
Του άγίου Γρηγoρίoυ του Διαλόγου
Πέτρoς . Πώς γίνεται αυτό πού παθαίνουν μερικοί, και σαν κατά λάθος αρπάζονται από το σώμα, ξεψυχούν για λίγο και μετά επιστρέφουν στο σώμα;
Γρηγόριoς. Τούτο, Πέτρε, αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι λάθος, αλλά νουθεσία. Γιατί το οικονομεί ή ευσπλαχνία του Θεού και το προσφέρει σαν την πιο μεγάλη δωρεά του ελέους της, ώστε αυτοί πού μετά την έξοδο ξαναγυρίζουν στο σώμα να φοβούνται τα βασανιστήρια του Άδη, πού είδαν με τα μάτια τους, ενώ προηγουμένως τα άκουγαν και δεν τα πίστευαν.
Κάποιος μοναχός πού ζούσε μαζί μου στο μοναστήρι, εδώ στην πόλη μας, συνήθιζε να μου διηγείται αυτό πού έμαθε όταν ακόμα ζούσε στην έρημο.
Εκεί λοιπόν, στην έρημο της Έβάσα, (στην σημερινή Ίμπιζα στα νησιά Βαλεαρίδες) ήρθε κι έμενε μαζί του ένας μοναχός ονόματι Πέτρος. Αυτός, όπως διηγιόταν ο ίδιος, προτού κατοικήσει στην έρημο αρρώστησε και πέθανε. 'Αμέσως όμως ξαναβρέθηκε στο σώμα του και πιστοποιούσε πώς είχε δει τα βασανιστήρια του Άδη και τούς αμέτρητους φλογισμένους τόπους. Βεβαίωνε μάλιστα πώς είδε και μερικούς από τούς ισχυρούς αυτού του κόσμου να κρέμονται σ' αυτές τις Φλόγες.
Καθώς λοιπόν μεταφερόταν κι αυτός για να ριχθεί εκεί μέσα, ξαφνικά εμφανίστηκε, όπως έλεγε, ένας αστραφτερός άγγελος πού εμπόδισε το βύθισμά του στη φωτιά. Τού είπε, μάλιστα:
- Φύγε, και κοίταξε πώς θα ζήσεις στο έξης όσο γίνεται πιο προσεκτικά.
Μετά από τούτα τα λόγια, άρχισαν σιγά-σιγά να ξαναζεσταίνονται τα μέλη του και ξυπνώντας από τον ύπνο του αιώνιου θανάτου διηγήθηκε όλα όσα του είχαν συμβεί. Από τότε - αφού είχε δει και φοβηθεί τα βάσανα του Άδη - επιδόθηκε σε τόσες νηστείες και αγρυπνίες, πού κι αν ακόμα -κι γλώσσα του σιωπούσε, -η όλη του ζωή μιλούσε γι' αυτά. 'Έτσι λοιπόν, χάρη στη θαυμαστή πρόνοια του Θεού, συνέβη ο προσωρινός θάνατος για να μην πεθάνει αιώνια.
Μερικές φορές οι ψυχές, ενώ βρίσκονται ακόμα μέσα στα σώματά τους, βλέπουν κάποια βασανιστήρια της κολάσεως από τα πονηρά πνεύματα, κι αυτό συμβαίνει σε ορισμένους για τη δική τους ωφελεία, ενώ σε άλλους για την ωφελεία αυτών πού τα ακούνε.

Υπήρχε ένα πολύ ατίθασο παιδί πού ονομαζόταν Θεόδωρος. Αυτός ακολούθησε τον αδελφό του στο μοναστήρι, από ανάγκη περισσότερο παρά από τη δική του θέληση. Ήταν τόσο απείθαρχος πού αν κανείς του έλεγε κάποιον καλό λόγο για τη σωτηρία του, όχι μόνο δεν τον υπολόγιζε, αλλά Ούτε καν να τον ακούσει ήθελε ούτε να συμμορφωθεί δεχόταν με τούς τρόπους της θεάρεστης ζωής.
Συνέβη λοιπόν σε μία θανατηφόρο επιδημία να προσβληθεί και ο Θεόδωρος στη βουβωνική χώρα και να φτάσει ατά πρόθυρα του θανάτου. Κοντά του μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί και καθώς τον έβλεπαν να ξεψυχάει - όλο του το σώμα είχε σχεδόν παγώσει και μόνο στο στήθος του απέμενε κάποια ζωτική θέρμη - παρακαλούσε επίμονα τον φιλάνθρωπο Θεό να γίνει ίλεως τούτη την ώρα που έβγαινε -γι ψυχή του.
Ξαφνικά, ενώ οι αδελφοί προσεύχονταν, αυτός άρχισε να κραυγάζει και με μεγάλες φωνές να διακόπτει τις προσευχές τους λέγοντας:
Φύγετε από κοντά μου! Φύγετε! Νά, με έδωσαν σ' ένα δράκοντα να με καταβροχθίσει, ο όποίος εξαιτίας της δικής σας παρουσίας δεν μπορεί να με καταπιεί. Τώρα το κεφάλι μου βρίσκεται πια στο στόμα του. Φύγετε λοιπόν για να μη με βασανίζει άλλο, αλλά να κάνει γρήγορα ότι έχει να κάνει. ' αφού παραδόθηκα σ' αυτόν για να με κατασπαράξει, γιατί να ταλαιπωρούμαι με την καθυστέρηση;
Σφράγισε, αδελφέ, τον εαυτό σου με τη σφραγίδα του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, του είπαν οι αδελφοί.
- Θέλω να σφραγιστώ, απάντησε εκείνος με σπαραχτική φωνή, μα δεν μπορώ γιατί με δυσκολεύουν τα σάλια του δράκοντα.
Σαν τ' άκουσαν αυτό οι αδελφοί, γονάτισαν όλοι τους και με δάκρυα προσεύχονταν εντονότερα και θερμότερα για τη λύτρωσή του. και καθώς αυτοί επέμεναν στην προσευχή, ξαφνικά ο άρρωστος έβγαλε μεγάλη κραυγή:
Ευχαριστώ το Θεό. Γιατί, νά, ο δράκοντας πού μ' άρπαξε για να με καταβροχθίσει, έφυγε με τις προσευχές σας δεν μπόρεσε να σταθεί εδώ. Προσευχηθείτε τώρα για τις αμαρτίες μου. Είμαι έτοιμος να επιστρέψω ατό Θεό και να εγκαταλείψω εντελώς την κοσμική ζωή.
Ανέκτησε λοιπόν αμέσως τις δυνάμεις του και μ' ολόκληρη την καρδιά του έζησε ατό έξης κοντά ατό Θεό, αφού άλλαξε μυαλά με την παιδευτική μάστιγα πού δέχθηκε.
Ο Θεόδωρος λοιπόν είδε την τιμωρία πού τον περίμενε μετά το θάνατό του για τη δική του ωφελεία, (εφόσον του δόθηκε χρόνος να μετανοήσει).το αντίθετο όμως Συνέβη μ' έναν άνθρωπο πού ονομαζόταν Χρυσαύριος.
Αυτός υπήρξε ένας απ' τούς πολύ σπουδαίους ανθρώπους του κόσμου τούτου. και όσο πλούσιος ήταν σε υλικά αγαθά, άλλο τόσο ήταν γεμάτος από πάθη, φουσκωμένος από υπερηφάνεια, υποταγμένος στις σαρκικές ηδονές.
Φλεγόμενος από την πλεονεξία και τη φιλαργυρία. στα τόσα του λοιπόν κακά θέλοντας να βάλει τέλος ο Κύριος, επέτρεψε να πέσει σε θανατηφόρα ασθένεια.
Φτάνοντας στην ώρα του θανάτου, είδε με ανοιχτά τα μάτια του να στέκονται μπροστά του φοβερά και σκοτεινά πνεύματα, πού με οία τον πίεζαν για να τον αρπάξουν (και να τον σύρουν) στις πύλες του Άδη. "
άρχισε λοιπόν να τρέμει, να χλομιάζει, να ιδρώνει και με κραυγές να ζητάει αναβολή, και το γιο του Μάξιμο
τον όποίο κι εγώ αργότερα γνώρισα ως μοναχό - με μεγάλη και ταραγμένη φωνή να προσκαλεί:
Μάξιμε, τρέξε... Ποτέ δεν σου έκανα κακό... Σώσε με με τη δική σου πίστη.
Θορυβημένος και κλαίγοντας ο Μάξιμος έφτασε αμέσως, και μαζί του όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού. δεν μπορ ου σαν όμως να δουν τα πονηρά πνεύματα πού τον τυραννούσαν, αλλ' αντιλαμβάνονταν την παρουσία τους από τα λόγια του, από τη χλομάδα του και τη συμπεριφορά του. Γιατί οι σκοτεινές μορφές εκείνων και ο δικός του φόβος τον ανάγκαζαν να περιστρέφεται πέρα-δώθε στο κρεβάτι.
Αφού λοιπόν απελπίστηκε για τη λύτρωσή του, άρχισε να κραυγάζει με μεγάλη φωνή:
Διορία τουλάχιστον ως το πρωί. Διορία τουλάχιστον ως το πρωί... και μ' αυτές τις φωνές ξεψύχησε.
Από τούτο γίνεται φανερό πώς όχι για τον εαυτό του, αλλά για μας τα είδε όλα αυτά, για να τα μάθουμε εμείς, να φοβηθούμε και να διορθωθούμε.
Γιατί τι τον ωφέλησε εκείνον ή θεωρία των πονηρών πνευμάτων και ή αναβολή πού ζήτησε και δεν πήρε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου