Σελίδες

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Ὅποιος θέλει νὰ σωθεί. (Μικρὸς Ευεργετινός)




ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΑΡΕΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. (ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ)



Ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος εἶπε:


- Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει σωστὰ ὅσα δὲν ξέρει ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε. Ἂν δὲν θέλει νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, τότε δὲν εἶναι καλά. Γιατὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας βρίσκεται στὴν ἔλλειψη τῆς διδαχῆς καὶ στὴν ἀνορεξία τοῦ θείου λόγου, ποὺ τὸν πεινάει πάντα ἡ φιλόθεη ψυχή.
***


Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:...


- Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια. 
τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.
***

Ἕνας γέροντας - διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς - ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ 
τοῦ δώσει τοῦτο τὸ χάρισμα: Ὅταν γίνεται πνευματικὴ συζήτηση, νὰ μὴ νυστάζει ποτέ, ὅταν ὅμως κανεὶς ἀργολογεῖ ἢ κατακρίνει, τότε νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, γιὰ νὰ μὴ μολύνονται τ᾿ αὐτιά του μὲ τέτοιο δηλητήριο. Καὶ πραγματικά, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε.

Ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ γέροντας, πὼς ὁ διάβολος εἶναι θιασώτης τῆς ἀργολογίας καὶ ἀντίπαλος κάθε πνευματικῆς διδαχῆς.

Ἐπιβεβαίωνε μάλιστα τὸ λόγο του μὲ τοῦτο τὸ παράδειγμα:

- Μιὰ φορά, καθὼς μιλοῦσα γιὰ ψυχωφελῆ ζητήματα σὲ κάποιους ἀδελφούς, τόσο πολὺ νύσταξαν, ποὺ δὲν μποροῦσαν οὔτε τὰ βλέφαρά τους νὰ κουνήσουν. Κι ἐγὼ τότε, θέλοντας νὰ φανερώσω πὼς αὐτὸ συμβαίνει ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἄρχισα ν᾿ ἀργολογῶ. Στὴ στιγμὴ ξενύσταξαν κι ἔγιναν ὁλόχαροι! Ἀναστέναξα καὶ τοὺς εἶπα: «Δέστε, ἀδελφοί μου! Ὅσο μιλούσαμε γιὰ οὐράνια πράγματα, τὰ μάτια ὅλων σας τὰ ἔκλεινε ὁ ὕπνος. Μόλις ὅμως ἀκούστηκαν λόγια μάταια, ὅλοι ξενυστάξατε καὶ ἀκούγατε πρόθυμα. Σὰς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ συναισθανθεῖτε τὴν ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ δαίμονα, κι ἔτσι νὰ εἶστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τὸ νυσταγμό, κάθε φορὰ ποὺ κάνετε ἢ ἀκοῦτε κάτι πνευματικό».
***

Τρεῖς πατέρες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνουν κάθε χρόνο στὸν μακάριο Ἀντώνιο. Ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ δυὸ τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ τρίτος ὅμως σώπαινε καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦρθαν πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἔτσι πάντα σώπαινε, μὴ ρωτώντας τὸ παραμικρό, τοῦ λέει κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

- Μὰ τόσον καιρὸ ἔχεις ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ, καὶ δὲν μὲ ρωτᾷς τίποτα;

Ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε:

- Μοῦ φτάνει μόνο ποὺ σὲ βλέπω, πάτερ.

***

Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὅτι ὅσο ζοῦσαν οἱ γέροντες, ποὺ ἔμεναν δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ κελί του, πήγαινε καὶ τοὺς συναντοῦσε δυὸ φορὲς τὸ μήνα. Τοὺς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι ἐκεῖνοι δὲν τοῦ ἔλεγαν τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τοῦτο:


«Ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, μὴ λογαριάζεις τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση».


Διηγήθηκαν γιὰ ἕνα γέροντα, ὅτι νήστεψε ἑβδομήντα ἑβδομάδες, τρώγοντας μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, καὶ παρακαλώντας στὸ διάστημα αὐτὸ τὸ Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει τὴ σημασία ἑνὸς χωρίου τῆς Γραφῆς. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὴν ἀποκάλυψε.


Λέει τότε μέσα του:


«Νά, τόσους κόπους ἔκανα, καὶ τίποτα δὲν κατόρθωσα. Ἂς πάω λοιπὸν στὸν ἀδελφό μου καὶ ἂς τὸν ρωτήσω».


Φεύγοντας ὅμως, καθὼς ἔκλεινε πίσω τοῦ τὴν πόρτα, ἔστειλε ὁ Κύριος ἕναν ἄγγελο, ποὺ τοῦ εἶπε:


- Οἱ ἑβδομήντα ἑβδομάδες τῆς νηστείας σου δὲν ἔφτασαν στὸ Θεό.


Ὅταν ὅμως ταπεινώθηκες καὶ κίνησες νὰ πᾶς στὸν ἀδελφό σου, Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ ρητό.


Καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ σημασία τοῦ χωρίου ποὺ ζητοῦσε, ἀναχώρησε.
***

Εἶπε κάποιος γέροντας:


- Αὐτὸς ποὺ μπαίνει σὲ ἀρωματοπωλεῖο, κι ἂν ἀκόμα δὲν ἀγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως ἐπάνω του κάποια εὐωδία. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐπισκέπτεται τοὺς πατέρες. Ἂν θελήσει νὰ ἐργαστεῖ πνευματικά, τοῦ δείχνουν τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, ποὺ τὸν προστατεύει σὰν τεῖχος ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν δαιμόνων.
***

Πῆγε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του καὶ μερικοὺς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Ἀββᾶ νὰ τοὺς πεῖ ὠφέλιμο λόγο. Ὁ γέροντας ὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ ὥρα πολλή, ὁπότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:


- Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο;


- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν.


- Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος, εἶπε ὁ γέροντας. Γιατὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ρωτοῦσαν τοὺς γέροντες καὶ ἔκαναν ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς συμβούλευαν, ὁ Θεὸς ἔδινε λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ρωτοῦσαν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτᾶνε ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ λόγου ἀπὸ τοὺς γέροντες. Δὲν βρίσκουν πιὰ τί νὰ ποῦν, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς.


Ὅταν τὸν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες, ἀναστέναξαν καὶ εἶπαν:


- Προσευχήσου γιὰ μᾶς, Ἀββᾶ.
Αναρτήθηκε από 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου