Σελίδες

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Ο συνάνθρωπος: κόλαση ή παράδεισος;


Ομιλία του Β. Κωστακιώτη, Πρωτοδίκη, 
στην Χριστιανική Στέγη Πατρών (13/2/2011).


Σεβαστοί Πατέρες, Κυρίες και Κύριοι
Ο άνθρωπος υπάρχει και σχετίζεται ή υπάρχει σχετιζόμενος; Θέλω να πω, η σχέση είναι κάτι επιπλέον της ύπαρξης ή είναι ο τρόπος που υπάρχει ο άνθρωπος;
Το ερώτημα δεν είναι θεωρητικό, αλλά απολύτως οντολογικό, που σημαίνει εν τέλει πρακτικό, αφού νοηματοδοτεί την ύπαρξη, τη ζωή και το θάνατο. Επομένως, η στάση ζωής που θα εφαρμόσουμε στην καθημερινότητά μας εξαρτάται εν πολλοίς από την απάντηση που θα δώσουμε.
Αν μεν η σχέση του ανθρώπου είναι το περιττό της ύπαρξης, αν δηλαδή ο άνθρωπος ζει και επιπλέον έρχεται σε σχέση με τους συνανθρώπους του, όπως ζει και κάνει σκι ή παίζει μπάλα, τότε είναι φανερό ότι το ερώτημα του σημερινού θέματος, είναι άτοπο. Όπως σ’ άλλον αρέσει η μπάλα, σε άλλον η ορειβασία και σε άλλον το διάβασμα και το θέατρο έτσι και σε άλλον μπορεί να αρέσει να έρχεται σε σχέση με τους συνανθρώπους του και σε άλλον όχι. Τότε η σχέση γίνεται καθαρά θέμα ατομικού ενδιαφέροντος ή αλλιώς χόμπι. Ο άνθρωπος μπορεί να ζει μια χαρά είτε μόνος του είτε με τους άλλους, ανάλογα με το ατομικό του ενδιαφέρον. Κατά την άποψη αυτή, ο άνθρωπος είναι μια ατομική οντότητα, που είναι απολύτως αυτάρκης και αυτόνομος και η ζωή του ανθρώπου ταυτίζεται και εξαντλεί το εννοιολογικό της περιεχόμενο στην ατομική βιολογική λειτουργία του που ξεκινά με τη σύλληψη. Επομένως, με την παύση αυτής της βιολογικής λειτουργίας επέρχεται ο θάνατος, ως τέλος. Στην περίπτωση αυτή η σχέση με τον συνάνθρωπο δεν είναι ούτε ζωή ούτε θάνατος. Δεν καθορίζει την ύπαρξή του. Και δεν έχει και καμμιά ιδιαίτερη σημασία αφού με την παύση των βιολογικών λειτουργιών παύει και η σχέση.
Αν όμως η σχέση είναι υπαρκτική προϋπόθεση του ανθρώπου, αν η σχέση είναι ο τρόπος που υπάρχει ο άνθρωπος, τότε είναι φανερό ότι δεν είναι οι βιολογικές ατομικές λειτουργίες που ορίζουν τις έννοιες θάνατος και ζωή, αλλά η απουσία ή η παρουσία της σχέσης. Και για να είμαι πιο ακριβής, θάνατος είναι η απόρριψη της σχέσης ως τρόπου της ύπαρξης και ζωή η επιθυμία της σχέσης. Επομένως, μπορεί κάποιος να είναι νεκρός ακόμη και αν είναι παρούσες οι ατομικές βιολογικές λειτουργίες του και, αντίστροφα, μπορεί κάποιος να ζει και μετά την παύση των ατομικών βιολογικών λειτουργιών του.
Για να προσεγγίσουμε το θέμα, πρέπει πρώτα να δούμε τι μας λένε τα επιστημονικά και εμπειρικά δεδομένα για την ύπαρξη και τη σχέση. Στη συνέχεια και εφόσον καταλήξουμε ότι η σχέση είναι ο τρόπος που υπάρχει και ζει ο άνθρωπος, πρέπει να ξεδιαλύνουμε τις έννοιες κόλαση και παράδεισος, ώστε να μπορέσουμε να εντάξουμε τη σχέση μας με τους συνανθρώπους σε μια από τις δυο κατηγορίες.
Κάθε φορά κάθε καιρό, όπως λεν κι οι επιστήμες, ένας άντρας και μια γυναίκα έρχονται σε σαρκική επαφή. Η επαφή αυτή μπορεί να γίνει στα πλαίσια μιας σχέσης μπορεί και όχι. Πάντως, όπως και να χει, η επαφή αυτή από μόνη της είναι μια σχέση. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια και εντός αυτής της σχέσης, τα σπερματοζωάρια του άντρα σχετίζονται με τα ωάρια της γυναίκας. Η συντριπτική πλειοψηφία των σχέσεων αυτών είναι πλήρως αποτυχημένη, μας διαβεβαιώνουν οι βιολόγοι. Μα αρκεί η επιτυχής σχέση, ενός έστω σπερματοζωαρίου και ενός ωαρίου, για να υπάρξει ένας νέος άνθρωπος. Και τότε, εντός της μήτρας της μάνας, έχουμε τη σύλληψη, αρχίζει δηλαδή το ταξίδι της ζωής ενός νέου, διαφορετικού από τον άντρα και τη γυναίκα, ανθρώπου.
Η αρχική σημασία της λέξης υπάρχω στην ελληνική γλώσσα είναι αρχίζω, ξεκινώ από την αρχή. Η κυρά επιστήμη, επομένως, μας λέει ότι για να υπάρξει ο άνθρωπος απαιτείται και προϋποτίθεται η σχέση. Και μάλιστα για την ακρίβεια όχι μια αλλά τρεις σχέσεις. Σχέση άντρα – γυναίκας, σπερματοζωαρίου – ωαρίου και νέου ανθρώπου με τη μάνα. Αλλά δεν αρκεί η τριπλή αυτή σχέση. Πρέπει να επιτύχουν ταυτόχρονα και οι τρεις αυτές σχέσεις, για να υπάρξει ο νέος άνθρωπος. Πω – πω μπελάς και αυτός! Τρεις σχέσεις! Τριπλή σχέση σημαίνει τριπλή διακινδύνευση αποτυχίας. Εδώ αποτυγχάνουμε να έχουμε ΜΙΑ καλή σχέση και πρέπει τώρα να πετύχουν ταυτόχρονα και οι τρεις; Στατιστικά είναι αδύνατον να επιτύχουμε, θα έλεγε ένας σύγχρονος πολυπράγμων και ορθολογικός άνθρωπος. Άστο καλύτερα. Μια χαρά είμαι στην αυτονομία μου! Ναι, αλλά αν δεν αποπειραθείς τη σχέση, αν δεν την διακινδυνεύσεις, αν δεν πάρεις το ρίσκο της αποτυχίας της, δεν υπάρχει καμμία περίπτωση να υπάρξει η ζωή, επιμένει η κυρά επιστήμη. Τίποτε καινούργιο δεν μπορεί να γεννηθεί. Αν σχετιστείς μπορεί και να ζήσεις μπορεί και όχι. Μα αν δεν σχετιστείς δεν υπάρχει καμμία περίπτωση να ζήσεις, συνεχίζει. Τελικά αυτή η κυρά επιστήμη είναι πολύ πεισματάρα γριά...


Ταυτόχρονα, ο νέος αυτός άνθρωπος, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα και δημιουργία των τριών σχέσεων, αλλά είναι και ο ίδιος δημιουργός νέων σχέσεων. Τη στιγμή που αρχίζει να ζει, ο άντρας γίνεται πατέρας και η γυναίκα γίνεται μάνα, γιατί έχουν παιδί. Και συνάμα ο ίδιος γίνεται υιός ή κόρη γιατί έχει πατέρα και μάνα.
Αλλά και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της κυοφορίας και προκειμένου να γεννηθεί αυτός ο νέος άνθρωπος απαιτείται και προϋποτίθεται μια σχέση. Το έμβρυο δεν είναι δυνατόν να ζήσει και να αναπτυχθεί παρά μόνο εντός και σε σχέση με τη μάνα. Έμβρυο που να έζησε έξω από τη μήτρα της μάνας, έξω από τη σχέση δεν υπήρξε στην ιστορία. Μόνο μέσω και δια αυτής της σχέσης γεννιέται η ζωή.
Και το έμβρυο κυοφορείται, μεγαλώνει και έρχεται η στιγμή της εξόδου του από το μόνο περιβάλλον που έζησε και γνωρίζει. Έρχεται η στιγμή της γέννησής του. Αν η σύλληψη, η κυοφορία και η γέννηση προϋποθέτουν τις σχέσεις που προαναφέραμε, η γέννηση για να πραγματοποιηθεί απαιτεί επιπλέον ένα άντε γεια και πολλά καλώς όρισες. Θέλω να πω, είναι ένας αποχωρισμός μα συνάμα και μια καινούργια αρχή όχι μιας αλλά πολλών σχέσεων. Πότε λέμε ότι γεννιέται ο άνθρωπος; Την ημέρα της εξόδου του από τη μήτρα της μάνας του και της εισόδου του στο γήινο περιβάλλον. Άρα η γέννηση απαιτεί πρώτα απ’ όλα την αποκοπή από το μοναδικό περιβάλλον και τον μοναδικό τρόπο σχέσης που γνώριζε το έμβρυο. Γι αυτό και το μωρό κλαίει τη στιγμή της γέννησής του. Γιατί βιώνει τη γέννηση ως θάνατο, δηλαδή ως αποκοπή σχέσης. Εμείς, που βρισκόμαστε στο επέκεινα του εμβρύου, που έχουμε την εμπειρία της γήινης ζωής, ξέρουμε ότι αυτή η έξοδος δεν είναι θάνατος, δεν είναι τέλος, αλλά γέννηση, μια νέα αρχή και πως δεν πρόκειται για αποκοπή σχέσης αλλά για συνέχιση της ίδιας σχέσης με άλλη μορφή. Μα το έμβρυο δεν το γνωρίζει γιατί βρίσκεται στο χρονικό και τροπικό πριν, χωρίς την εμπειρία της ζωής έξω από τη μάνα. Ταυτόχρονα, για να υπάρξει η νέα ζωή, για να υπάρξει η γέννηση δεν αρκεί αυτός ο αποχωρισμός, αλλά απαιτείται ταυτόχρονα η δημιουργία πολλών νέων σχέσεων. Μας λέει πάλι η επιστήμη ότι απαραίτητος όρος για να υπάρχει ο άνθρωπος είναι η σχέση με τον αέρα, μέσω της εισπνοής και της εκπνοής, με το υγρό, μέσω της πόσης και της ούρησης και με το στερεό, μέσω της λήψης της τροφής και της κένωσης. Όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Την πλήρωση και την κένωση. Λέμε ότι ο άνθρωπος ζει όσο τελεί αυτή την λειτουργία, της πλήρωσης και της κένωσης. Αντίθετα, λέμε ότι πέθανε κάποιος γιατί πλέον χάνει αυτή τη δυνατότητα. Δεν μπορεί ούτε να πληρωθεί ούτε να κενωθεί. Τι δεν μπορεί δηλαδή να κάνει; Δεν μπορεί να σχετιστεί.
Οι σχέσεις που αναφέραμε διακρίνονται σε σχέσεις του ίδιου του ανθρώπου με άλλον άνθρωπο, όπως η σχέση του κυοφορούμενου με τη μάνα εντός της μήτρας, σε σχέσεις δυο άλλων ανθρώπων, όπως του πατέρα και της μάνας και σε σχέσεις του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσης. Πάντως όλες είναι σχέσεις. Αν όμως είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για να υπάρξει ο άνθρωπος είναι και αναγκαστικές; Κατ’ αρχήν φαίνονται να μην εξαρτώνται από την ελευθερία του ανθρώπου. Είναι όμως έτσι; Το να έρθουν σε σαρκική επαφή ένας άντρας και μια γυναίκα δεν είναι ενδεχόμενο να είναι επιλογή; Το να μην διακόψει την κυοφορία η μάνα δεν είναι επιλογή; Θα μου πείτε επιλογή άλλων και όχι του ανθρώπου που γεννιέται. Ναι. Μα και αυτό ακόμη επιβεβαιώνει ότι για να υπάρξει ο άνθρωπος πρέπει να υπάρχει σχέση, να θέλουν δηλαδή οι συνάνθρωποι, εν προκειμένω ο πατέρας και η μάνα, να σχετιστούν μεταξύ τους και στη συνέχεια μαζί του. Να θέλουν να τον φέρουν στη ζωή. Ακόμη και το να αναπνέει ο άνθρωπος γίνεται μεν φυσικά, μα εναπόκειται στην ελευθερία του ίδιου του ανθρώπου, αν θέλει να ζει, οπότε και πρέπει να σχετίζεται με τα στοιχεία της φύσης δια μέσου της αναπνοής ή αν θέλει να πεθάνει, παύοντας αυτή τη σχέση.


Ανακεφαλαιώνοντας, βλέπουμε ότι η σχέση, στο στάδιο από τη σύλληψη μέχρι τη γέννηση του ανθρώπου, δεν είναι κάτι επιπλέον της ύπαρξής του, αλλά αναγκαίος όρος της ύπαρξης του. Μόνο αν πραγματοποιηθούν οι σχέσεις που προαναφέραμε μπορεί να υπάρξει και να γεννηθεί ο άνθρωπος. Η ίδια η φύση δηλαδή μας λέει ότι ο άνθρωπος δεν υπάρχει και σχετίζεται αλλά ότι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει ο άνθρωπος είναι σχετιζόμενος.
Αλλά και κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας, για τη συνέχιση της ζωής απαιτείται η σχέση του νεογέννητου με τον συνάνθρωπο. Μπορεί το νεογέννητο να λάβει τροφή μόνο του; Φυσικά και όχι. Μόνο μέσω και χάρη της σχέσης του με τον άλλον άνθρωπο, μπορεί να ζήσει. Συνήθως χάρη και μέσω της σχέσης με τη μάνα του. Έτσι, η ίδια η φύση γεμίζει με γάλα το στήθος της μάνας, προκειμένου αυτή να το προσφέρει στο παιδί και έτσι να ικανοποιηθεί η φυσική ανάγκη του για τροφή. Αν η μάνα ή στην περίπτωση που αυτή αρνηθεί τη σχέση με το βρέφος, κάποιος τρίτος άνθρωπος, δεν προσφερθεί να δώσει τροφή στο νεογέννητο, που σημαίνει αν δεν σχετιστεί από επιλογή με αυτό, ο νέος άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει. Όταν η μάνα λοιπόν προσφερθεί, το μωρό ρουφάει το στήθος της και ικανοποιεί την ανάγκη του για τροφή και έτσι μπορεί και επιβιώνει. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η σχέση δεν είναι μόνο αναγκαίος τρόπος για να αρχίσει να ζει βιολογικά ο άνθρωπος αλλά και αναγκαίος τρόπος για να συνεχίζει να ζει.
Μα εδώ συμβαίνει κάτι πέρα από την ανάγκη και τη χρεία. Τι παρατηρούμε; Ότι το μωρό και όταν χορτάσει δεν θέλει να φύγει από το στήθος της μάνας, αλλά επιθυμεί να κουρνιάζει στο ίδιο στήθος, να κοιμάται εκεί. Και επίσης όταν έρχεται η ώρα που μεγαλώνει και πρέπει να διακοπεί ο θηλασμός το βλέπουμε να σπαράζει. Τι είναι αυτό που το κάνει να σπαράζει; Η ανάγκη της τροφής ως ικανοποίηση του ενστίκτου της επιβίωσης; Φυσικά όχι, αφού το μωρό δεν πεινάει πια, τρέφεται επαρκώς με άλλες τροφές, που βέβαια και αυτές κάποιος άλλος συνάνθρωπος του τις προσφέρει. Τότε τι μας δείχνει ο σπαραγμός αυτός; Ότι το μωρό έχει ταυτίσει τη ζωή όχι με την τροφή, αλλά με τη σχέση. Το μωρό αισθάνεται ότι αυτό που το κάνει να ζει είναι όχι η τροφή αυτή καθ’ εαυτή, αλλά η σχέση με τη μάνα, όπως αυτή εκδηλώνεται με την προσφορά της τροφής. Είναι αυτό που λένε οι ψυχολόγοι ότι η ανάγκη για τροφή έχει τραπεί σε επιθυμία της σχέσης. Και το μωρό νιώθει ότι υπαρκτική του προϋπόθεση δεν είναι πια η ανάγκη αλλά η επιθυμία.  Γι’ αυτό και σπαράζει, διότι αντιλαμβάνεται τη διακοπή αυτής της σχέσης ως διακοπή της ζωής. Είναι ο σπαραγμός του αποχωρισμού της σχέσης όπως την γνώριζε, χωρίς να αντιλαμβάνεται και πάλι όπως και στη γέννηση ότι αυτή η σχέση συνεχίζει να υπάρχει, μα με διαφορετικό τρόπο. Βλέπουμε, λοιπόν ότι και αυτό το κλάμα του ανθρώπου οφείλεται στην αίσθηση της απώλειας μιας σχέσης. Δεν έχει σημασία αν  πρόκειται πραγματικά για απώλεια, αλλά ότι γι αυτό θρηνεί ο άνθρωπος. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο άνθρωπος εκλαμβάνει τη σχέση ως υπαρκτική του προϋπόθεση.
Και έπειτα έρχεται η συνειδητοποίηση του εγώ ως ετερότητα έναντι του εσύ. Και αυτή η συνειδητοποίηση πραγματοποιείται μέσω της σχέσης με τον άλλον. Οι ψυχίατροι είναι ξεκάθαροι. Ο άνθρωπος γεννιέται στον τόπο του άλλου, λέει ο Λακάν, που πάει να πει ότι ο άνθρωπος είναι άνθρωπος και συνάμα διαφορετικός άνθρωπος επειδή υπάρχει ο άλλος. Γιατί η ύπαρξη του άλλου ανθρώπου, είναι αυτή που μας κάνει να ενταχθούμε στην κατηγορία άνθρωπος και να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας. Συγκρίνουμε δηλαδή τον εαυτό μας με τους άλλους και αφενός τον εντάσσουμε εννοιολογικά στην κατηγορία άνθρωπος, αφού φέρουμε τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά με αυτούς και αφετέρου αποκτούμε τη συνείδηση της ετερότητάς μας.
Και ο βίος του ανθρώπου συνεχίζεται και ο άνθρωπος μέχρι τη στιγμή του επίγειου τέλους του, διαρκώς σχετίζεται. Άλλοτε αναγκαστικά, όπως συμβαίνει με τα μέλη της οικογένειας, με τον οποίο τον συνδέουν βιολογικοί δεσμοί, με τους συμμαθητές, τους συναδέλφους κ.τ.λ. και με τα στοιχεία της φύσης και άλλοτε κατ’ επιλογή, όπως συμβαίνει στη φιλία και στον έρωτα.
Όμως, από τη μέρα που αποκτά συνείδηση της ετερότητάς του και ταυτόχρονα ατομικές δεξιότητες και ενώ παράλληλα συνεχίζει να σχετίζεται με τα στοιχεία της φύσης και να θεωρεί τη σχέση αυτή υπαρκτική του προϋπόθεση, αποκτά για πρώτη φορά την αίσθηση ότι η σχέση του με τους άλλους δεν αποτελεί επίσης υπαρκτική του προϋπόθεση, αλλά ότι είναι κάτι επιπλέον της ζωής. Και αρχίζει και ταυτίζει τη ζωή με την ατομική του οντότητα. Αρνείται ότι είναι πρόσωπο, αρνείται δηλαδή ότι υπάρχει χάρη στη σχέση, όπως προαναφέραμε και επιχειρεί την αυτονόμηση-απομόνωση. Απορεί κανείς. Γιατί συμβαίνει αυτό αφού ο ίδιος ο άνθρωπος που επιχειρεί την αυτονόμηση, μόνο μέσα στη φιλία και στον έρωτα, μέσα δηλαδή από τις κατ’ επιλογήν σχέσεις, έχει νιώσει το χρόνο ν’ ακινητοποιείται; Πως γίνεται ν’ αρνείται την υπαρκτική προϋπόθεση της ύπαρξής του, όταν η ίδια η εμπειρία της ζωής του τον βεβαιώνει ότι μόνο η διακοπή της σχέσης, είτε αυτή λέγεται φιλία είτε έρωτας, είναι θάνατος, γι’ αυτό και βιώνεται με πένθος, γεγονός που επισημαίνουν και όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως οι ψυχολόγοι; Τι τον κάνει να αρνείται την εμπειρία του;


Αφορμή είναι η ανάπτυξη των ατομικών δεξιοτήτων, που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει αυτόνομος. Είναι η στιγμή, που ο άνθρωπος εκλαμβάνει ότι αυτό που τον κάνει να ζει δεν είναι η σχέση με τον άλλον που εκδηλώνεται δια μέσου της προσφοράς των αναγκαίων αγαθών για την επιβίωση, αλλά αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά. Οπότε αφού μπορεί και μόνος του να τα δώσει στον εαυτό του, η σχέση του με τον άλλον παύει να είναι ο τρόπος που υπάρχει. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που τον κάνει να αρνείται την σχέση ως τρόπο της ύπαρξης του, είναι η ανύψωση του εγώ, που γίνεται μέσα από τη συνείδηση της ετερότητάς του. Και είναι αυτό το εγώ, που όταν γίνεται υπερεγώ δημιουργεί την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και τους άλλους. Αυτή λοιπόν η στιγμή, είναι η στιγμή της μεγάλης προσωπικής επιλογής. Το απίστευτο δώρο της ελευθερίας του ανθρώπου. Ναι, ο άνθρωπος από την ίδια τη φύση υπάρχει χάρη και μέσα από τη σχέση, αλλά εναπόκειται στην απόλυτη ελευθερία του αν αυτός επιθυμεί να υπάρχει με αυτόν τον τρόπο ή όχι. Σκεφτείτε να ήταν υποχρεωμένος να επιθυμεί αυτή τη σχέση! Τι σόι επιθυμία, ποια η ελευθερία του; Από δω και πέρα, αυτός αποφασίζει, αν το κατ’ εικόνα, δηλαδή τον τρόπο ύπαρξης ως σχέση θα τον αποδεχθεί και θα βαδίσει προς το καθ’ ομοίωση ή θα τον απορρίψει και θα θεωρήσει τον άλλον όχι ως συνοδοιπόρο αλλά ως απέναντι, εν δυνάμει αντίπαλο, αν δηλαδή θα έρθει σε ρήξη με την υπαρκτική προϋπόθεση της ύπαρξής του που είναι η σχέση του με τον άλλον.
Και επειδή το θέμα είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια μιας ομιλίας, ας φτάσουμε κατ’ ευθείαν, στην συγκλονιστικότερη στιγμή στη ζωή του κάθε ανθρώπου, στον αποκαλούμενο θάνατο. Τι είναι ο θάνατος και πώς τον βιώνει ο ίδιος ο άνθρωπος που πέθανε και πώς οι γύρω του; Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο θάνατος γι’ αυτόν που πεθαίνει είναι ανύπαρκτος, δηλαδή δεν βιώνεται από τον θανόντα. Είτε ακολουθήσουμε την μια άποψη που λέει ότι ο θάνατος είναι το τέλος, είτε την άλλη που λέει ότι η ζωή συνεχίζεται και μετά τον θάνατο. Θέλω να πω αν ακολουθήσουμε την πρώτη άποψη και, επομένως, δεν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, τότε είναι φανερό ότι ο άνθρωπος όσο ζει, ακόμη και το τελευταίο δευτερόλεπτο, ζει, ενώ μόλις πεθαίνει δεν μπορεί να βιώσει το θάνατο γιατί ο θάνατος είναι το τίποτα, και το τίποτα δεν βιώνεται. Αν πάλι πούμε ότι η ζωή συνεχίζεται, τότε δεν υπάρχει θάνατος. Οπότε και πάλι δεν βιώνεται αυτό που δεν υπάρχει.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα για αυτόν που πέθανε, πώς βιώνεται για τους γύρω του; Ποια είναι η κοινή εμπειρία;


Οι μετέχοντες της επίγειας ζωής βρίσκονται στο παρών, μη έχοντας την εμπειρία του επέκεινα του θανάτου και επομένως, δεν έχουν γνώση για αυτόν. Και αυτό γιατί, αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει στη γέννηση του ανθρώπου, ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του βρίσκεται στο παρών, στο χρονικό και τροπικό πριν σε σχέση με το θάνατο. Επομένως, το τι υπάρχει πέραν του θανάτου, αν η ζωή δηλαδή του ανθρώπου συνεχίζεται ή όχι, κανείς επί της γης άνθρωπος δεν μπορεί να το γνωρίζει, με την έννοια της επιστημονικής γνώσης. Το βέβαιο είναι ότι αν θεωρήσουμε πως ο τρόπος της ύπαρξης είναι η ατομική οντότητα, αν η ζωή δηλαδή εξαντλεί το εννοιολογικό περιεχόμενό της στην λειτουργία των ατομικών βιολογικών λειτουργιών, όπως αυτές λειτουργούν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής, τότε ο θάνατος είναι δίχως άλλο το τέλος. Αν όμως ο τρόπος της ύπαρξης είναι η σχέση, τότε υπάρχει η δυνατότητα ο άνθρωπος να συνεχίζει να ζει και μετά την παύση με τον τρόπο που γνωρίζουμε των ατομικών βιολογικών λειτουργιών του. Τότε υπάρχει το ενδεχόμενο να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει κατά τη γέννηση. Όπως και να χει, το μόνο εμπειρικό βιωματικό δεδομένο του επί γης ανθρώπου για το θάνατο είναι η αποκοπή της σχέσης του με τον θανόντα. Αυτό είναι που συγκλονίζει τον άνθρωπο. Ας δούμε τι σηματοδοτεί αυτός ο συγκλονισμός. Ο άνθρωπος θρηνεί γιατί δεν μπορεί να αγγίξει, να μιλήσει, να ακούσει, να μοιραστεί τις εμπειρίες του με τον αγαπημένο που έφυγε. Ακόμη και η αγωνία του δικού μας θανάτου, τι είναι; Γιατί λυπόμαστε που θα πεθάνουμε; Γιατί νομίζουμε ότι δεν θα μπορούμε να ζούμε μαζί με αυτούς που αγαπάμε, δηλαδή δεν θα μπορούμε πια να σχετιστούμε. Γι ακόμη μια φορά, επομένως, ο άνθρωπος βιώνει και ταυτίζει την απώλεια της σχέσης με το θάνατο και ονομάζει θάνατο την απώλεια της σχέσης. Εδώ, λοιπόν αρχίζουν και ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Η ζωή για άλλη μια φορά ταυτίζεται στην κοινή εμπειρία με την σχέση και ο θάνατος με την απουσία σχέσης.
Από όλα τα παραπάνω νομίζω ότι καθίσταται φανερό ότι η σχέση δεν είναι μια ποιοτική απόχρωση της ζωής, δεν αφορά το ευ ζην, αλλά είναι ο τρόπος που υπάρχουμε, είναι το ίδιο το ζην. Και επομένως, η σχέση, η συνύπαρξη, είναι αναγκαίος όρος της ύπαρξης μας.
Αν όμως η σχέση είναι ο αναγκαστικός τρόπος που υπάρχουμε, τότε όλοι οι άνθρωποι αναγκαστικά σχετιζόμαστε και επομένως, η σχέση μας με τον συνάνθρωπο δεν είναι από μόνη της ούτε κόλαση ούτε παράδεισος. Ο τρόπος της σχέσης, η επιθυμία δηλαδή ή η απόρριψη αυτής της σχέσης εκ μέρους μας, είναι που καθορίζει αν η σχέση αυτή είναι κόλαση ή παράδεισος. Και σ’ αυτό το καθοριστικό δίλημμα, μόνο εμείς μπορούμε να απαντήσουμε. Και είμαστε απολύτως ελεύθεροι, να επιλέξουμε. Η πρόσκληση υπάρχει. Εμείς θα επιλέξουμε αν θα δεχθούμε την πρόσκληση ή θα την αρνηθούμε. Αυτό είναι το αβάστακτο φορτίο της ελευθερίας μας.

άγαλμα άγγελος κόλαση

Τι σημαίνουν όμως οι λέξεις κόλαση και παράδεισος;
Καθημερινά χρησιμοποιούμε αυτές τις εκφράσεις, θέλοντας με τις λέξεις αυτές να επισημάνουμε ότι βιώνουμε ακραίες καταστάσεις χαράς ή λύπης, πληρότητας ή κενότητας. « Βιώνω μια κόλαση», ακούμε πολύ συχνά να λέει κάποιος και εννοεί ότι η ζωή του είναι ανυπόφορη. « Πήγα στον παράδεισο ή έζησα τον παράδεισο» ακούμε να λέει κάποιος άλλος, εννοώντας είτε κάποιον υπέροχο τόπο τον οποίο επισκέφθηκε, είτε μια κατάσταση που βίωσε. Ειδικά για την έκφραση έζησα τον παράδεισο, απλώς να επισημάνω ότι και στην κοινή χρήση της γλώσσας από τον μέσο άνθρωπο χρησιμοποιείται μόνο για να εκφράσει βίωμα σχέσης με άλλον άνθρωπο. Η χρήση των ανωτέρω λέξεων δηλώνει ότι ο άνθρωπος έχει ταυτίσει, προφανώς επηρεαζόμενος από τις θρησκείες, ορολογία των οποίων είναι οι δυο αυτές λέξεις, την κόλαση με την απόλυτη λύπη και τον παράδεισο με την απόλυτη χαρά. Αξιοσημείωτο γλωσσικά, ότι ο άνθρωπος ενώ αναφέρεται σε καταστάσεις της επίγειας ζωής, χρησιμοποιεί λέξεις που παραπέμπουν σε καταστάσεις της επέκεινα του θανάτου ζωής, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την ενδόμυχη εμπειρία  του ότι ο η ζωή δεν ταυτίζεται με την ατομική βιολογική λειτουργία.
Τι δηλώνουν όμως οι λέξεις αυτές για τις θρησκείες; Εδώ, υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ανάλογα με την θρησκεία. Το σημερινό θέμα δεν επιτρέπει μεγαλύτερη ανάλυση του θέματος αυτού. Είναι αναγκαίο όμως, να δούμε τι εννοεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, όταν μιλά για κόλαση και παράδεισο και γιατί τονίζει ότι ή έχεις πρόγευση παραδείσου από αυτήν την ζωή ή ποτέ. Και αυτό τη διαφοροποιεί από όλες τις άλλες θεολογικές δοξασίες.
Ο παράδεισος και η κόλαση κατά την ορθόδοξη θεολογία δεν απαντάνε στην ερώτηση τι ούτε στην ερώτηση πού, ούτε στην ερώτηση πότε, αλλά στην ερώτηση πώς. Δεν είναι διαφορετικοί τόποι, ούτε διαφορετικοί χρόνοι, ούτε ο παράδεισος είναι η ύπαρξη και ο θάνατος το τίποτα. Για την ορθοδοξία ο παράδεισος και η κόλαση είναι απλώς διαφορετικοί τρόποι συνύπαρξης, γι αυτό και απαντάνε στην ερώτηση πώς. Επομένως, τον παράδεισο δεν τον χωρίζει από την κόλαση τοπική ή χρονική απόσταση αλλά τροπική. Είναι το πώς της σχέσης.
Κυρίες και κύριοι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο Θεός αγάπη εστίν. Δεν ξέρουμε τι είναι ο Θεός, αλλά ξέρουμε ότι ο τρόπος που υπάρχει ο Θεός είναι η αγαπητική κοινωνία των τριών προσώπων. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, δεν είναι τρία προσωπεία του ίδιου Θεού, αλλά τρία πρόσωπα, που ο καθένας είναι ολόκληρος Θεός, μέσω της πλήρους αγαπητικής κένωσης του Πατέρα, αλλά ο Θεός είναι ένας, γιατί τα τρία υπάρχουν αγαπητικά, δηλαδή σε σχέση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι δεν μιλάμε με αυτόνομα ονόματα, που δηλώνουν ατομικές οντότητες, αλλά μιλάμε για Πατέρα, για Υιό και για Άγιο Πνεύμα, που σημαίνει ότι ο Πατήρ είναι πατήρ επειδή έχει Υιό και ο Υιός είναι Υιός επειδή έχει Πατέρα, το Άγιο Πνεύμα είναι Άγιο Πνεύμα επειδή εκπορεύεται από τον Πατέρα. Ο τρόπος που υπάρχει ο Τριαδικός Θεός, με μια λέξη είναι η απόλυτη αλληλοπεριχώρηση των προσώπων. 

Η ορθόδοξη εικόνα της Αγίας Τριάδας, έργο του αγ. Ανδρέα Ρουμπλιώφ (από το επεισόδιο της Φιλοξενίας του Αβραάμ, Γένεση, κεφ. 18)

Διαβάζουμε στο λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας του Μπαμπινιώτη. Αλληλοπεριχώρηση: η ύπαρξη του ενός μέσα από τον άλλον ή μέσα στον άλλον, χωρίς να χάνει το κάθε πρόσωπο την ιδιαιτερότητά του, χωρίς να αφομοιώνεται ο ένας από τον άλλον. Επομένως, ο τρόπος ύπαρξης του Θεού είναι η αλληλοπεριχώρηση, δηλαδή η αγαπητική σχέση των προσώπων. Ο προσωπικός Θεός, λοιπόν, που αγάπη εστίν,  από αγάπη και όχι από ανάγκη δημιούργησε τον άνθρωπο, κατ’ εικόνα του. Γι αυτό και η σχέση είναι υπαρκτική προϋπόθεση και ο τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου. 
Επειδή, όμως ο Θεός αγάπη εστίν, ταυτόχρονα έδωσε στον άνθρωπο το δικαίωμα να επιλέξει αυτός αν θέλει από το κατ’ εικόνα να οδηγηθεί στο καθ’ ομοίωση, αν θέλει δηλαδή να ζήσει και αυτός αγαπητικά. Και επειδή ο πρώτος άνθρωπος αρνήθηκε την πρόσκληση, ο Θεός από αγάπη έγινε εκουσίως πλήρης άνθρωπος, ώστε με την ενσάρκωση του Υιού, ο άνθρωπος να μπορέσει να ξαναζήσει σε κοινωνία μαζί Του. Και επειδή ο πρώτος άνθρωπος επέλεξε τον θάνατο, επιλέγοντας την ατομικότητα και της αποκοπής της σχέσης, ο Θεός προέβη στην υπέρτατη αγαπητική πράξη, στον εκούσιο θάνατο του ίδιου του ενσαρκωμένου Θεού, που επειδή ακριβώς είναι εκούσιος, δηλαδή, είναι αγαπητική πράξη, καταργεί τον θάνατο. Χριστός Ανέστη και ο Άδης νενίκηται, γιατί ο Θεός αγάπη εστίν. Αφού λοιπόν Αυτός με τον τρόπο που υπάρχει, δηλαδή με την αγαπητική κοινωνία, νίκησε το θάνατο και μεις μπορούμε, αν μιμηθούμε τον τρόπο της ύπαρξής του, δηλαδή αν ζήσουμε αγαπητικά, να νικήσουμε τον θάνατο. Η απόλυτη αγάπη, που επίσης διαφοροποιεί την Ορθοδοξία απ’ όλες τις θρησκείες. Γι αυτό και η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, δηλαδή ιδεολογία, αλλά Εκκλησία, που σημαίνει αγαπητική κοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους εν Χριστώ, Τον οποίον και κοινωνούμε. Γι αυτό και Θεία Λειτουργία δεν μπορεί να γίνει μ’ έναν, αλλά πρέπει να υπάρχει κοινωνία τουλάχιστον δυο, πρέπει δηλαδή να υπάρχει σύναξη, ώστε να είναι δυνατόν να κοινωνήσουμε το Χριστό. 
Ο Θεός λοιπόν μας αγαπά και θέλει να τον αγαπούμε, αν και δεν το έχει ανάγκη, επειδή είναι αγάπη. Και ο Θεός τους αγαπά όλους, χωρίς καμμία απολύτως διάκριση, γιατί είναι αγάπη. Γι αυτό και ο Θεός καλεί σε αγαπητική κοινωνία και τον πτωχό και τον πλούσιο, και τον ληστή και τον νομοταγή, και την πόρνη και την παρθένα, και τον άσωτο και τον σώφρονα. Θέλει τη σχέση με όλους γιατί τους αγαπά όλους. Η αποδοχή όμως της πρόσκλησης, το αν θέλουμε εν τέλει ο τρόπος ύπαρξης του Θεού να γίνει και δικός μας τρόπος της ύπαρξης, αν θέλουμε να ζήσουμε αγαπητικά είναι απολύτως δική μας επιλογή. Είναι το απελπιστικό προνόμιο της ελευθερίας μας. Αυτός, επομένως, είναι ο τρόπος που υπάρχει ο Θεός της Ορθοδοξίας.
Γι αυτό και κατά τον Εσχατολογικό χρόνο, τότε που θα καταργηθεί ο χώρος και ο χρόνος, τα πάντα θα ζήσουν μέσα στην Αγάπη του Θεού, μέσα στη σχέση με το Θεό. Αυτή η αγάπη του Θεού, για τον άνθρωπο που επιθυμεί τη σχέση αυτή, που θέλει την αγάπη αυτή θα είναι παράδεισος, δηλαδή ανέκφραστη χαρά και φως, ενώ γι αυτόν που δεν επιθυμεί να ζει σε σχέση και μέσα στην αγάπη του Θεού, η ίδια αυτή κατάσταση, θα είναι μια κόλαση, δηλαδή ανέκφραστη λύπη. Για να γίνει πιο κατανοητό, είναι σαν να είμαστε υποχρεωμένοι να βρισκόμαστε για πάντα μαζί και σε σχέση με έναν άνθρωπο που μας αγαπά. Αν τον αγαπάμε και μεις και θέλουμε να είμαστε μαζί του, είναι υπέροχο, αν όμως όχι, αν δεν αντέχουμε την αγάπη του, η ίδια κατάσταση της σχέσης μαζί του είναι κόλαση.

Το όραμα του αγ. Μακάριου του Αιγύπτιου, όπου η κόλαση συνδέεται με τη μοναξιά. Λεπτομέρειες εδώ.

Αυτά, εν συντομία, για την έννοια του παραδείσου και της κόλασης κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία. Από την έννοια του παραδείσου, επομένως, ως υπαρκτική επιλογή του ανθρώπου να ζήσει αγαπητικά με το Θεό και την έννοια της κολάσεως ως υπαρκτική επιλογή του ανθρώπου να ζήσει χωρίς αγάπη, να ζήσει ως αυτόνομη ατομική οντότητα, προκύπτει ότι ο άνθρωπος ή ζει την πρόγευση του παραδείσου, από εδώ και τώρα, από αυτήν κιόλας τη ζωή ή δεν την ζει ποτέ. Θέλω να πω, ότι την επιλογή της αγάπης, ως τρόπου της σχέσης του με το Θεό, ο άνθρωπος την κάνει από αυτήν και κατά τη διάρκεια αυτής εδώ της ζωής. Και πώς αγαπάμε το Θεό; Σ’ αυτό ο Χριστός είναι ξεκάθαρος. Δεν λέει «Αγάπα με», αλλά «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» και κυρίως εκείνο το συγκλονιστικό επαναστατικό μήνυμα, που ανατρέπει όλον τον τρόπο που υπάρχουμε και ζούμε «Αγάπα τον εχθρό σου». ["Νεκρός": ο Χριστός ωστόσο μιλάει και για την αγάπη προς Αυτόν - δες εδώ - χωρίς τούτο να αναιρεί την ορθότητα του συλλογισμού του συγγραφέα] Επομένως, η επιλογή της αγάπης για το Θεό, περνά μέσα από την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, μέσα από την επιλογή της αγάπης ως τον τρόπο που υπάρχουμε. 
Και για να μην υπάρχει καμμία αμφιβολία περί τούτου, ο ίδιος ο Χριστός, στο Ευαγγέλιο της Κρίσης, που διαβάζεται σε δυο Κυριακές από σήμερα στην Εκκλησία μας, λέει τα εξής: 
Όταν έλθει ο Υιός του ανθρώπου, δηλαδή ο Χριστός, και μαζευτούν όλοι μπροστά του, θα πει στους δίκαιους: Σας ανήκει η κληρονομία μου, διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με μαζέψατε στο σπίτι σας, γυμνός ήμουν και με ντύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, στη φυλακή ήμουν και ήλθατε να με δείτε. Και οι δίκαιοι θα αποκριθούν: Πότε τα κάναμε όλα αυτά; Και τότε ο Χριστός θα τους πει: Αλήθεια, σας λέω, ότι εφόσον τα κάνατε αυτά σε έναν από τους ελάχιστους, δηλαδή τους πιο πτωχούς, τους πιο άσημους, τους πιο μικρούς από τους αδελφούς μου, σ’ εμένα το κάνατε. Τι άλλο χρειάζεται να πούμε Κυρίες και Κύριοι; Ο Χριστός ξεκαθαρίζει τον τρόπο που υπάρχει και μας προτρέπει να τον ακολουθήσουμε.  Ο Χριστός μας λέει ότι για να ζήσουμε με τον τρόπο που υπάρχει Αυτός, για να ζήσουμε τον παράδεισο, πρέπει να αγαπήσουμε τα αδέλφια του. Και ποιους ονομάζει αδέλφια Του ο Χριστός; Τους ανθρώπους. Και μάλιστα ποιους από τους ανθρώπους; Τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον γυμνό, τον ξένο, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο. Αδελφός ο Χριστός με τον φυλακισμένο.

"...Δεν είναι εν προκειμένω σαφείς μόνο η Γραφή και οι Πατέρες, αλλά και οι Ορθόδοξες εικόνες της Κρίσεως. Το ίδιο συμβαίνει και με το χρυσό φως της δόξας  το οποίο πηγάζει  από τον Χριστό, μέσα στο οποίο περικλείονται οι φίλοι Του, γίνεται κόκκινο καθώς κυλά προς τα κάτω, για ν' αγκαλιάσει, αυτή η ίδια θεία αγάπη, τους "καταραμένους", που την βλέπουν ως δύναμη κολαστική. Αυτή είναι η δόξα και η αγάπη του Χριστού, που καθαρίζει τα αμαρτήματα όλων, αλλά δοξάζει τους μεν και κολάζει τους δε. Όλοι θα οδηγηθούν από το Άγιο Πνεύμα "εις πάσαν την αλήθειαν", δηλαδή θα δουν τον Χριστό μαζί με  τους φίλους Του δοξασμένους, αλλά όλοι δεν θα δοξασθούν. "Ους εδικαίωσεν, τούτους και εδόξασεν", κατά τον Απ. Παύλο. Η παραβολή για τον φτωχό Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ και του πλούσιου στον τόπο των βασάνων είναι σαφής. Ο πλούσιος βλέπει, αλλά δεν μετέχει (Λουκ. 16:19-31)." π. Ιω. Ρωμανίδης, Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της.

Κυρίες και Κύριοι, με τον ξένο, τον γυμνό! Η άπειρη αγάπη. Εδώ τα λόγια περιττεύουν. Και τι λέει σ’ αυτούς που τους παραγγέλνει να φύγουν μακριά του; Ήμουν πεινασμένος και δεν μου δώσατε να φάω, διψασμένος και δεν μου δώσατε να πιω, ξένος και δεν με φιλοξενήσατε, γυμνός και δεν μου δώσατε ρούχα, ασθενής και στη φυλακή και δεν ήρθατε  να με δείτε. Και θα του πουν αυτοί; Πότε σε είδαμε; Και τότε ο Χριστός θα τους πει, αλήθεια σας λέω, αφού δεν τα κάνατε στα αδέλφια μου, που είναι όλοι αυτοί, δεν τα κάνατε σ’ εμένα. 
Και τελειώνει η Ευαγγελική περικοπή του Ματθαίου, λέγοντας ότι αυτοί που επέλεξαν στη ζωή αυτή την αγάπη προς το συνάνθρωπο ως τρόπο ζωής τους, θα ζήσουν αιωνίως τον παράδεισο, γιατί έχουν επιλέξει ως τρόπο ύπαρξης τους την αγάπη προς το Θεό και αυτοί που επέλεξαν στη ζωή αυτή την έλλειψη αγάπης προς το συνάνθρωπο, που επέλεξαν τον ατομισμό ως τρόπο ζωής τους, θα ζήσουν αιωνίως την κόλαση, γιατί μόνοι τους επέλεξαν ως τρόπο ύπαρξής τους την έλλειψη σχέσης με το Θεό.
Κυρίες και κύριοι, είδαμε ότι η σχέση είναι υπαρκτική προϋπόθεση του ανθρώπου και, επομένως, αναγκαίος όρος της ζωής του. Επομένως, αναγκαστικά σχετιζόμαστε με τον συνάνθρωπο. Η μετατροπή της ανάγκης της σχέσης σε επιθυμία της σχέσης με τον άλλον, η αγαπητική δηλαδή σχέση, είναι αυτό που λέμε στην καθημερινή γλώσσα, αλλά και στη γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παράδεισος, ενώ η έλλειψη της επιθυμίας της σχέσης, η έλλειψη αγάπης για τον συνάνθρωπο είναι αυτό που λέμε κόλαση. Επομένως, εμείς και μόνο εμείς καλούμαστε να επιλέξουμε. Να επιλέξουμε αν ο συνάνθρωπος θα είναι η κόλαση μας ή ο παράδεισος μας.
Όλα αυτά που είπαμε, όμως βεβαιώνονται εμπειρικά; Στην καθημερινότητά μας δηλαδή, κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής μας, η έστω και ατελής αγάπη προς το συνάνθρωπο ως επιλογή του τρόπου που ζούμε, προσφέρει χαρά, είναι παράδεισος κατά το κοινώς λεγόμενο και αντίθετα η έλλειψη αγάπης, ο ατομισμός, η απόρριψη της σχέσης είναι τελικά μια καθημερινή κόλαση;


ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Δικαστικό μέγαρο Πατρών και οποιασδήποτε άλλης πόλης Σωτήριον έτος 2011.
Δευτέρα πρωί: Συνεδρίαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών.
Υπόθεση νο1. Συκοφαντική δυσφήμιση και εξύβριση. Η υπόθεση έχει ως εξής. Ο ένας γείτονας έχει κάνει μήνυση στον άλλον. Ζούνε δίπλα δίπλα, μια πόρτα, από μικρά παιδιά, 60 χρόνια περίπου. Μα από τότε που μεγάλωσαν δεν συμπάθησε ο ένας τον άλλον. Μόνο μίσος βλέπεις στα μάτια τους. Και έτσι, ο ένας έχει κάνει 10 μηνύσεις στον άλλον και ο άλλος άλλες τόσο στον έναν. Κάποτε, σκέφτομαι, όταν ήταν μικρά παιδιά, αγαπούσαν ο ένας τον άλλον και γι’ αυτό στα πρόσωπά τους έβλεπες τη χαρά που προσφέρει η προσμονή της συνάντησης του φίλου. Περιμένανε πως και πως την ώρα που θα βγουν στην αυλή να παίξουν μαζί. Και τώρα; 40 χρόνια μίσος, γι’ αυτό και στα πρόσωπά τους, δεν υπάρχει χαρά. Ο λόγος που μισιούνται; 30 εκατοστά γης. Δικό μου φωνάζει ο ένας, όχι, δικό μου είναι φωνάζει ο άλλος. Στ’ αυτιά μου ηχεί το μου. ΜΟΥ, ΜΟΥ, ΜΟΥ. Παντού πρώτο πρόσωπο ενικού κτητικής αντωνυμίας. Πουθενά πληθυντικός. Σκέφτομαι πόσο αποξενώνει και βασανίζει τους ανθρώπους μια απλή κτητική αντωνυμία. Παντού η διαίρεση, πουθενά η πρόσθεση.

Υπόθεση νο2. Υπεξαίρεση. Εδώ ο κατηγορούμενος και ο μηνυτής, παιδικοί φίλοι, λέγανε αδελφικοί. Έτσι φτιάξανε μια εταιρεία, που πήγε καλά. Στη συνέχεια φτιάξανε και άλλες πολλές και βγάλανε χρήματα με το τσουβάλι. Μα ήταν πολλά τα τσουβάλια και έτσι ο ένας αποφάσισε να κλέψει μερικά. Και ο άλλος, τον ανακάλυψε. Και αφού ανέβασε πίεση 23, αλλά γλίτωσε τελευταία στιγμή το εγκεφαλικό, αποφάσισε: «Θα τον στείλω μέσα να μάθει, τον κλέφτη. Θα του κάνω τη ζωή κόλαση, όπως έκανε και αυτός τη δική μου» αναφώνησε. Αδυνατώ να πιστέψω πόσο επικρατεί ακόμη στην ανθρωπότητα ο εβραϊκός νόμος. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος»... Αναρωτιέμαι, όμως, πόσο ποιο όμορφη θα γίνει η δική του ζωή αν κάνει και τη ζωή του άλλου που όντως τον αδίκησε κόλαση; Εκδίκηση, δικαίωση.. ηχεί στα αυτιά μου η απάντηση. Και; Ρωτώ.

Υπόθεση νο3. Απάτη. ΠΩ ΠΩ χρήμα που έβγαλε ο κατηγορούμενος, πουλώντας παραμύθια στους εξαπατημένους. Και τώρα… όλα τα χρήματα έχουν εξαφανιστεί. "Στην υγειά των κορόιδων", αναφωνεί από μέσα του ο κατηγορούμενος. Δε πα να κόψουν το λαιμό τους τα κορόιδα. Εγώ έχω μαζέψει τόση λέπρα, συγγνώμη, τόσο χρήμα ήθελα να πω, στις ξένες τράπεζες. Εγώ έχω τόσο χρήμα. Αυτοί απλώς ήταν πιο χαζοί από μένα. Εγώ είμαι ο έξυπνος. Εγώ είμαι ο μάγκας. Εγώ, εγώ, εγώ…Το μυαλό μου σταματάει. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω άλλο την υπόθεση. Νομίζω ότι ακούω μόνο μια λέξη. Εγώ, εγώ, εγώ. Ο άλλος δεν υπάρχει πουθενά παρά μόνο σαν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Άραγε να έχει δει ποτέ την ταινία για τον Σκρουτζ; Ο Σκρουτζ ήταν ένας πάμπλουτος, που απέκτησε τα χρήματα του εις βάρος των συνανθρώπων του. Ένα βράδυ ονειρεύτηκε ότι πέθανε και τότε είδε όλους τους ανθρώπους γύρω του να πανηγυρίζουν για το θάνατό του…


Υπόθεση νο4. Ψευδορκία. Ε, εδώ αλλάζει το πράγμα. Σιγά το έγκλημα. Τι έκανε ο κακομοίρης ο κατηγορούμενος; Είπε μερικά ψέματα, ορκιζόμενος στο Ευαγγέλιο ( πότε αλήθεια θα καταργηθεί αυτή η σκύλευση κυριολεκτικά του Ευαγγελίου και θα καταργηθεί ο όρκος;) προκειμένου να επικρατήσει του αντιπάλου, όπως βλέπει τον συνάνθρωπο. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κερδίσει. Τι; Οτιδήποτε. Δεν έχει σημασία. Σημασία μόνο έχει να κερδίσει τον άλλον. Και εξάλλου, από μικρός έμαθε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Σιγά το έγκλημα, που παλάμισε το Ευαγγέλιο. «Λες και είναι εδώ  ο Θεός και μ’ ακούει;» σκέφτεται.
Και πάει έτσι το δικαστήριο ή περίπου έτσι, μέχρι το τέλος…

Τρίτη πρωί. Στα δικαστήρια έχουν την τιμητική τους οι αστικές υποθέσεις:
Έτσι στο Μονομελές Πρωτοδικείο, εκδικάζεται η αγωγή ενός αδελφού κατά του άλλου αδελφού. Κάποτε βγήκαν στη ζωή από την μήτρα της ίδιας μάνας. Και κει τα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που ήταν παιδιά, παίζανε μαζί, γέλαγαν μαζί, τρώγανε μαζί, ήταν χαρούμενοι, γιατί ήταν μαζί. Τώρα, ο ένας απέναντι στον άλλον, χωρίς να ανταλλάσουν ούτε ένα βλέμμα. Δυο ξένοι. Και ο μάρτυρας του ενός καταθέτει με απόλυτη σαφήνεια, ορκιζόμενος ενώπιον του Ευαγγελίου, ότι ο άλλος είναι μεγάλο κάθαρμα, ενώ ο δικός του, ένας άγιος. Μόνο που και ο μάρτυρας του άλλου, καταθέτει ορκιζόμενος στο ίδιο δόλιο Ευαγγέλιο, ότι όχι ο άλλος είναι το κάθαρμα και ο δικός του ο άγιος. Ο λόγος που βρίσκονται στα δικαστήρια και μισούν ο ένας τον άλλον; ποιος από τους δυο θα χρησιμοποιεί τη σκάλα, στη διώροφη κατοικία που τους άφησε ο πατέρας τους. Α και η επόμενη υπόθεση ίδια είναι, μόνο που εδώ τσακώνονται τα αδέλφια, 75 με 80 χρονών ο καθένας, ποιος θα χρησιμοποιεί την κοινή αυλή στο πατρικό τους σπίτι στο χωριό, στα 1200 μ. Δική μου φωνάζει ο ένας. Όχι δική μου βρε….μπήξε – δείξε φωνάζει ο άλλος. Βλέπω πρόσωπα χωρίς χαρά. Μόνο ένταση, μόνο έξαψη. Λες και καίγονται στη φωτιά…Σκέφτομαι, πως ευτυχώς που δεν ζει η μάνα τους να τους βλέπει.
Η υπόθεση νο 3, αφορά κάποιον που μπήκε στο δάσος και θέλει λέει να αναγνωριστεί ότι δεν είναι δάσος αλλά είναι δικό του κτήμα από πάππου προς πάππου. Να, το διαβεβαιώνουν και οι μάρτυρες, ότι πάντα δικό του ήταν το δάσος. Και επειδή το δημόσιο αγρόν αγόραζε καμμιά κατοσταριά χρόνια σ’ αυτή τη χώρα και ακόμη δεν ξέρει τι του γίνεται (τυχαίο; δεν νομίζω), θεός σχωρέστο το και το δάσος. Αλλά τι σημασία έχει; Το δάσος ανήκει σε όλους άρα σε κανέναν. Ενώ τώρα… αυτός έχει χτίσει μια υπέροχη πολυτελή κατοικία, που είναι μόνο και αποκλειστικά δική του. ΔΙΚΗ ΤΟΥ, ΔΙΚΗ ΤΟΥ… Πάλι η κτητική αντωνυμία… Αναρωτιέμαι αν υπάρχει άλλος χώρος που οι κτητικές αντωνυμίες να ακούγονται τόσο πολύ όσο στα δικαστήρια.

Την Τετάρτη, δόξα τω Θεώ, δεν υπάρχουν δικαστήρια και έτσι, ασχολούμαστε με τις πτωχεύσεις. Αχ τον κακομοίρη… τον πτωχό… κρίμα. Είχε μια τόσο καλή επιχείρηση, έδινε δουλειά σε τόσους ανθρώπους… και τώρα δεν έχει σάλιο… δυστυχώς δεν μπορεί να πληρώσει κανέναν, ούτε αυτούς από τους οποίους έχει πάρει χρήματα, ούτε αυτούς που εργάζονταν εκεί… πρέπει να ψάξουν για άλλη δουλειά αυτοί.. και ας μην έχουν παράπονο, οι αχάριστοι... τόσα χρόνια τους τάιζε…τι να κάνει ο άνθρωπος; Έπεσε έξω…
Βέβαια ταυτόχρονα έχει καμμιά πενηνταριά εκατομμύρια ευρώ σε ξένες τράπεζες, επίσης καμμία εικοσαριά ακίνητα στο όνομα παιδιών, γονιών, αδελφών και λοιπών συγγενών, έχει φτιάξει και καμμιά δεκαριά οφ σορ εταιρείες για να συνεχίζει το θεάρεστο έργο του, αλλά τι να κάνει ο άνθρωπος; Θα βάλει τα δικά ΤΟΥ χρήματα να σώσει μια επιχείρηση που δεν πάει καλά;

Και αφού συντετριμμένοι αντιμετωπίσαμε το δράμα και αυτού του δυστυχούς ανθρώπου, που θα συνεχίσει απερίσπαστος να μαζεύει ανυπαρξία, κατά πώς έλεγε ο Ελύτης τα χρήματα, πέρασε και αυτή η μέρα και ξημέρωσε η κορωνίδα των δικαστικών ημερών. 
Η Πέμπτη…
Οι υποθέσεις αυτές αφορούν την επιμέλεια και τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων των χωρισμένων ζευγαριών.
Εδώ, δεν έχει καμμία σημασία να απαριθμούμε μια-μία τις υποθέσεις. Όλες είναι πανομοιότυπες. Αντίπαλοι είναι οι πρώην σύζυγοι. Ναι, αυτοί που τον πρώτο καιρό ορκίζονταν ο ένας στον άλλον πως «θα σ’ αγαπώ για πάντα». Αυτοί, που κάποια στιγμή στη ζωή τους, αντικρίζοντας το βλέμμα του άλλου, ένιωσαν πως ο χρόνος ακινητοποιήθηκε και αισθάνθηκαν πως δίχως άλλο αυτή η στιγμή είναι η αιωνιότητα. Μα όλα αυτά δεν είναι πια ούτε καν θύμησες. Έχουν σβήσει μέσα στο χρόνο που καταβροχθίζει τα πάντα. Γιατί εννοούσαν «θα μ’ αγαπώ» και όχι «θα σ’ αγαπώ». Έτσι, τώρα στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον.  Το βλέμμα τους προδίδει τα συναισθήματα τους. ΜΙΣΟΣ-ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Μόνο αυτές οι λέξεις υπάρχουν για να περιγράψουν τα συναισθήματά τους. Ζωντανοί νεκροί.  Κοιτάζω τα πρόσωπά τους και μου φαίνεται ότι έχουν πάρει ήδη το χρώμα του θανάτου.
Κοιτάζω μέσα τους, μα δεν μπορώ να αντέξω τόσο μαύρο… Γιατί άραγε, σκέφτομαι, το μίσος και η εκδίκηση να έχουν τόσο μαύρο χρώμα; Και τα πρόσωπα τόσο σκληρά όσο και τα λόγια τους. Ο πρώην σύζυγος και πατέρας των παιδιών της, κατά την πρώην σύζυγο, είναι ένας βάρβαρος, που αδιάκοπα τη ξυλοφόρτωνε, είχε τουλάχιστον 2-3 ερωμένες ταυτόχρονα, αν και την ίδια στιγμή είναι σεξουαλικά ανίκανος… επίσης είναι μέθυσος, αλκοολικός… και γι αυτό η μάνα πρέπει να πάρει την επιμέλεια, ο πατέρας, δε, δεν πρέπει ούτε να τα βλέπει τα παιδιά του, διότι είναι επικίνδυνος. Συνάμα, βέβαια, αυτός ο αλήτης ο αλκοολικός, έχει μια εξαιρετική δουλειά, από την οποία κερδίζει τουλάχιστον 5.000 ευρώ το μήνα, γι αυτό και η διατροφή που πρέπει να δίνει είναι τουλάχιστον 2.000 ευρώ το μήνα, αφού η δόλια η μάνα δεν έχει μια. 
Αλλά και από την άλλη μεριά, η πρώην σύζυγος και μάνα, κατά τον πρώην σύζυγο, είναι μια ανίκανη να μεγαλώσει τα παιδιά της, γιατί είναι βρωμιάρα, τεμπέλα, σχιζοφρενής ή περίπου σχιζοφρενής και ενίοτε έχει και αυτή 2-3 εραστές. Βέβαια, την επιμέλεια δεν τη ζητάει συνήθως ο πατέρας, διότι αυτή έχει και πολλούς μπελάδες, αλλά ε όχι, μην ζητάει και χρήματα η ακαμάτισα, αφού να το λέει και η φορολογική δήλωση του, δεν έχει σημασία αν είναι γιατρός, δικηγόρος ή δεν ξέρω γω τι άλλο, βγάζει δεν βγάζει 500 ευρώ το μήνα, οπότε που να περισσέψουν για τα παιδιά. Ας βρουν μόνα τους αυτά χρήματα να μεγαλώσουν… Α, είπα και παιδιά. Ναι το ξέχασα προς στιγμήν. Υπάρχουν και αυτά. Μπελάς και αυτός… Και βλέπεις και τα παιδιά, αλλά τι βλέπεις; Ζωντανά ερείπια. Αλλά τι σημασία έχουν αυτά; Σημασία έχει η εκδίκηση… να δεις τον-την εχθρό, πρώην σύζυγο, να ξεφτιλίζεται, σημασία έχει να νικήσεις… τα παιδιά να πάνε να πνιγούνε, ποιος τα υπολογίζει…
Και έτσι ή κάπως έτσι κυλάνε οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια…και έτσι ή κάπως έτσι περνάμε την ελάχιστη ζωή μας μέσα στο μίσος για τον άλλον, την αγωνία για εκδίκηση, το ψέμα... μέσα σε μία προσωπική κόλαση.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Σούρουπο της ίδιας ημέρας. Είναι η ώρα που το φως πάει να κρυφτεί και παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι. Νιώθω ότι και οι άνθρωποι το ίδιο έχουν επιλέξει. Τόσο σκοτάδι στα πρόσωπα τους… Στην ψυχή μου ηχούν βασανιστικά τα συναισθήματα των ανθρώπων για τους συνανθρώπους τους... «μίσος, μίσος, μίσος, εκδίκηση, εκδίκηση, εκδίκηση». Βρίσκομαι σ’ ένα κοιμητήριο. Εκεί, τουλάχιστον δεν υπάρχει μίσος και εκδίκηση. Το μόνο που ακούγεται είναι η σιωπή. Μα εκκωφαντικά για όποιον ακούει. Αναρωτιέμαι ποιοι είναι πιο ζωντανοί. Αυτοί που έβλεπα νωρίτερα στα δικαστήρια ή αυτοί εδώ στο κοιμητήριο. Μου ’ρχεται η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να ζει και όμως να ναι νεκρός και κάποιος να ’ναι νεκρός κι όμως να ζει. Προχωρώ μέσα στο σκοτάδι. Κοιτάζω τα ονόματα μόνο χάρη στο φως των καντηλιών. Βλέπω καλά; Σα να μου φαίνεται ότι διαβάζω όλα τα ονόματα των ανθρώπων που ήταν στα δικαστήρια αυτή την εβδομάδα. Ναι, ναι σίγουρα, να αυτός ήταν που τσακωνόταν σ’ όλη του τη ζωή με το γείτονα του για 30 εκ. γης. Και δίπλα του ο γείτονας. 
Πάλι γείτονες, σκέφτομαι και χαμογελώ. Ελπίζω, τουλάχιστον τώρα να μην τσακώνονται για τα εκατοστά του τάφου. Παρακεί, κείτονται δίπλα – δίπλα τα αδέλφια, που δεν μιλιόντουσαν 30 χρόνια για το ποιος θα χρησιμοποιεί την σκάλα... Είναι ίσως η πρώτη φορά που βρίσκονται δίπλα- δίπλα χωρίς να τσακώνονται. Τουλάχιστον ηρέμησε η τρικυμισμένη ψυχή τους, σκέφτομαι. Ή μήπως όχι; Προχωρώ στο σκοτάδι  και λίγο πιο πέρα βρίσκεται αυτός που πλούτισε εξαπατώντας τόσους ανθρώπους, νομίζοντας ότι αυτός είναι ο έξυπνος. Δίπλα του ένας από τα θύματά του, από αυτούς που τους αποκαλούσε χαζούς. Χαμογελώ, ασυναίσθητα, ξανά. Που είναι τώρα η τάχα εξυπνάδα του; Αναρωτιέμαι. 
Στην πρώτη σειρά στο κέντρο του κοιμητηρίου βλέπω έναν μεγαλόπρεπο τάφο. Πλησιάζω και διαβάζω… Είναι εκείνος που τάχα πτώχευσε… ναι εκείνος ο πάμπλουτος, που μάζεψε χρήμα μπόλικο να φάνε και τα εγγόνια του, σε βάρος των άλλων…Α ρε πλούτε τι κάνεις, μου βγαίνει μια φωνή… Ακόμη και δω ο πλούσιος ξεχωρίζει. Πω πω τι τάφος είναι αυτός. Αυτός δεν θα είναι τόσο πεθαμένος όσο οι άλλοι, σκέφτομαι…
Κοντά στην έξοδο αντικρίζω συνεχόμενους τάφους… διαβάζω… δεν μπορεί θα είναι παραίσθηση... εδώ κείτονται αντίκρυ όλοι οι πρώην σύζυγοι και γονείς που σκυλοβρίζονταν πριν από λίγο… ακόμη και δω αντίκρυ στέκονται… μα εδώ όλα τα καντήλια είναι σβηστά… σαν να μην νοιάστηκε κανένα παιδί να πάει να τους ανάψει ένα καντήλι... και το χώμα εδώ είναι στεγνό… σαν να μην ένιωσε κανένα παιδί την ανάγκη να χύσει ένα δάκρυ…
Φεύγω τρέχοντας. Δεν μπορεί, σκέφτομαι. Όλα τα μνήματα που είδα είναι χορταριασμένα σαν να έχουν πεθάνει από χρόνια οι κάτοικοί τους. Μα πώς γίνεται να έχουν πεθάνει από χρόνια; Τι παράδοξο θέαμα είναι αυτό; Αφού να, πριν λίγες ώρες πριν λίγες ημέρες τσακώνονταν, μισούσαν, θύμωναν…τους έβλεπα με τα μάτια μου. Ζούσαν. Ή μήπως δεν ζούσαν και ας φαινόταν ότι ζουν; Μήπως ήταν ήδη νεκροί; Πότε τελικά ζει κάποιος και πότε πεθαίνει; Επανέρχεται το ερώτημα…Στέκομαι και κλείνω τα αυτιά μου… δεν αντέχω τη βουή της σιωπής. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο εκκωφαντικό θόρυβο…ποτέ δεν άκουσα τέτοια άρρητη λαλιά…

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ


Περιπλανώμαι στους δρόμους… Γύρω μου βουητό οι φωνές των ανθρώπων..
Παιδιά ξένοιαστα χορεύουν και τραγουδούν… είναι βλέπετε στον καιρό της νιότης, τότε που η ζωή είναι όλη μπροστά. Στον καιρό της νιότης θαρρείς πως ζεις στην αιωνιότητα και δεν υπάρχει έγνοια για τον πόνο ούτε για το θάνατο. Παραδίπλα τους, σ’ ένα παγκάκι, κάποιος άστεγος, ζωντανό ερείπιο. Τα παιδιά προσπερνούν χωρίς να τον δουν… χαμογελώ… δεν φταίνε τα παιδιά… έτσι είναι η ζωή… σ’ αυτή την ηλικία, δεν μπορείς να δεις τον πόνο του άλλου… θα ’ρθει η ώρα τους, αρκεί να είναι έτοιμα
Προχωρώ και βλέπω παρέες ενήλικων που γελούν μεγαλόφωνα.. Πρόσωπα φτιασιδωμένα, μπογιατισμένα. Γιατί άραγε οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να φτιασιδώνονται; αναρωτήθηκα. Γιατί θέλουν να κρύβουν την αλήθεια τους; Γιατί επιλέγουν το προσωπείο και όχι το πρόσωπο; Η μουσική στο διαπασόν. Είναι δίπλα δίπλα, μα δεν θέλουν να μιλούν. Ο ένας αγγίζει σχεδόν τον άλλον, αλλά πουθενά δεν νιώθεις την επιθυμία της ψηλάφησης του άλλου. Ο ένας κοιτάζει δεξιά, ο άλλος αριστερά, ο τρίτος ευθεία και ο τέταρτος πίσω... Στο νου μου έρχεται ο πύργος της Βαβέλ. Κάτοικοι του ίδιου κόσμου, μα ξένοι μεταξύ τους. Ένιωσα πόση αλήθεια έχει αυτό που άκουσα κάποτε ότι η μεγαλύτερη μοναξιά υπάρχει μέσα στο πλήθος. Η σχέση έχει κόστος, αποφαίνονται οι οικονομολόγοι. Πρέπει και να δίνεις. Είναι αυτή η εποχή για να δίνεις; Η σχέση με τους ανθρώπους έχει ρίσκο, αποφαίνονται και οι κοινωνιολόγοι. Μπορεί και να πονέσεις. Μπορεί και να κλάψεις… Α πα πα, είναι καιρός για τέτοια μπλεξίματα; Προτιμότερη η αυτονομία. Εξάλλου, το λένε τόσο σημαντικοί επιστήμονες. Η αυτάρκεια πάνω απ’ όλα. 
Σκέφτομαι. Ευτυχώς που ο Θεός δεν ενεργεί ως αυτάρκης, αλλά είναι Αγάπη, γιατί αλλιώς δεν θα είχα υπάρξει ποτέ… Τον δοξάζω που είμαι γέννημα αγάπης και όχι ανάγκης... Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πρωταγωνιστές σε μια κωμωδία. Ή μήπως τραγωδία; Φαίνεται να προσπαθούν να διασκεδάσουν, μα το πορτραίτο του dorian gray δείχνει την αλήθεια. Θέλησαν να μείνουν νέοι, μα οι ρυτίδες της ψυχής τους μυρίζουν εκούσιο θάνατο… Προσπερνώ γρήγορα, κουράστηκα. Τόσος κόσμος, μα τόση μοναξιά…

Το μεταθανάτιο χαμόγελο του αγίου Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού (εδώ)

Φεύγοντας, βλέπω κόσμο πολύ σ’ ένα σπίτι. Πλησιάζω γεμάτος περιέργεια, να δω τι συμβαίνει. Στριμώχνομαι ανάμεσα στο πλήθος και φτάνω κοντά σ’ ένα φέρετρο. Μέσα βρίσκεται ακόμη ένας άνθρωπος που ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι. Γονατίζω μπροστά στον τιμώμενο. Σκύβω το κεφάλι μπροστά στο μεγαλύτερο αίνιγμα της ζωής. Μπροστά από το φέρετρο, η σύζυγός του και τα παιδιά του… Τους βλέπω να θρηνούν,  αλλά ο θρήνος τους έχει απόγνωση. «Δεν προλάβαμε να τον ζήσουμε, να τον ευχαριστηθούμε…» τους ακούω να λένε. Κοιτάζω τον ταξιδευτή και βλέπω ότι είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος. Μα τόσα χρόνια ζήσανε μαζί, σκέφτομαι... Να ’ταν κάποιος νέος, κάποιο παιδί, θα το καταλάβαινα αυτό που λένε. Αλλά τώρα; Πώς δεν πρόλαβαν να τον ζήσουν; «Πάντα και μεις και αυτός είχαμε κάποια άλλη δουλειά, πάντα ήταν άλλες οι προτεραιότητές μας. Είχαμε την αίσθηση ότι η σχέση μας μπορεί να περιμένει, για αύριο…Μα αυτό το αύριο κράτησε όλα αυτά τα χρόνια και τώρα πια είναι αργά για να επανορθώσουμε…» συνεχίζουν. 
Πόσο δίκιο έχουν να θρηνούν. Σκέφτομαι.. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας, αν είχαμε τη θύμηση του θανάτου. Αν ζούσαμε τη κάθε μέρα μας σαν να ήταν η τελευταία. Πόσο δίκιο λοιπόν έχουν που θρηνούν…Θρηνώ και γω μαζί τους και θρηνώ και για τις παρέες που είδα νωρίτερα…όταν θα ’ρθει η ώρα να βιώσουν και αυτοί την απώλεια θα καταλάβουν ότι είναι αργά να επανορθώσουν για την εκούσια αποξένωση που επέλεξαν...
Πριν ανέβω στο σπίτι, σ’ ένα ήσυχο στενάκι, ένας γεράκος και μια γριούλα, περπατούν έχοντας σφιγμένα τα χέρια τους… Δεν μιλούν... μόνο  βαδίζουν αργά, δίπλα δίπλα, ακολουθώντας την ίδια πορεία και κοιτάζοντας προς το ίδιο σημείο. Πρόσωπα που λάμπουν… Περάσανε, λέει, περίπου 50 χρόνια που σφίξανε τα χέρια και περπατούν έτσι σφιχταγκαλιασμένοι. Και από τότε δεν τα ξεσφίξανε ποτέ... μάλιστα ο θρύλος λέει ότι κάποτε πήγανε σπουδαίοι γιατροί να τους τα χωρίσουν, μα όπου πήγαινε το χέρι του γέρου πήγαινε και το χέρι της γριάς… φέρανε τα πιο σύγχρονα μηχανήματα, μα και πάλι δεν κατάφεραν τίποτα. Κι έτσι παρατήσανε τις προσπάθειες. Παθολογικό πρόβλημα αποφάνθηκαν οι σπουδαίοι γιατροί. Και τα χέρια κοιταχτήκαν και χαμογέλασαν με νόημα. Νιώθω ότι στέκονται πέρα από το χώρο και το χρόνο…βλέπω μια τεράστια ταμπέλα... Τους βλέπω να φτάνουν σ’ αυτήν και να μπαίνουν μέσα. Προσπαθώ να μπω και γω, μα δεν μπορώ. Κοιτάζω την ταμπέλα. Γράφει με μεγάλα  γράμματα ΑΓΑΠΩ και από κάτω ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου