Σελίδες

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Tο πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού. Οι δύο εν Χριστώ φύσεις- DOGMA

Ο Χριστός Θεάνθρωπος

Το πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού, θείο και υπερφυές πρόσωπο, είναι μοναδικό στην ιστορία του κόσμου. Ούτε είδε ούτε πρόκειται να δει δεύτερο, όμοιο προς το Χριστό, πρόσωπο η ανθρωπότητα. Και τούτο διότι στο πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού συνενώθηκαν οι δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, χωρίς να υποστεί η κάθε μία σύγχυση με την άλλη και χωρίς να μετατραπεί η θεία σε ανθρώπινη και η ανθρώπινη σε θεία φύση. Έτσι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, ο ίδιος όμως και Υιός του ανθρώπου, Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος, αληθής Θεάνθρωπος. Ως Θεός γεννήθηκε «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», επ’ εσχάτων των χρόνων «μηδαμώς υπομείνας τροπήν ή φυρμόν, ή διαίρεσιν, αλλ’ εκατέρας ουσίας την ιδιότητα σώαν φυλάξας» (Δοξαστικό Θεοτοκίο Γ’ ήχου). «Ο γαρ αχρόνως εκ Πατρός εκλάμψας υιός μονογενής, ο αυτός εκ σου της αγνής προήλθεν αφράστως σαρκωθείς· φύσει Θεός υπάρχων και φύσει γενόμενος άνθρωπος δι’ ημάς· ουκ εις δυάδα προσώπων τεμνόμενος, αλλ’ εν δυάδι φύσεων, ασυγχύτως γνωριζόμενος» (Δοξαστικό του πλ. β’ ήχου). Και πάλι στο Δοξαστικό του πλ. δ’ ήχου: «Είς εστιν ο Υιός, διπλούς την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν· διό τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον, αληθώς κηρύττοντες ομολογούμεν Χριστόν τον Θεόν ημών».
Η Αγία Γραφή συχνά παρουσιάζει τον Χριστό να ενεργεί ως Θεός με απόλυτη εξουσία, σοφία και χάρη στη θεία διδασκαλία και τα θαύματά του, συχνά δε τον παρουσιάζει και με τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσης, τα αδιάβλητα λεγόμενα πάθη, ως π.χ. να πεινά, να διψά, να κουράζεται, να κοιμάται, να πάσχει, να πεθαίνει. Είναι, λοιπόν, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, «Ο Θεός Λόγος σαρκωθείς» (1).

Η θεότητα του Χριστού

Θεμέλιο και στερεά βάση, επάνω στα οποία στηρίζεται η Χριστιανική Θρησκεία και όλο το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρα Χριστού, είναι η θεότητα του Κυρίου. Ο Αρχηγός της σωτηρίας μας Κύριος Ιησούς Χριστός δεν υπήρξε απλώς ο τέλειος άνθρωπος, αναμάρτητος και άγιος και ασυγκρίτως υπεροχώτερος ηθικώς και πνευματικώς προς εκείνους, τους οποίους ήλθε να σώσει. ο Ιησούς ήταν «ο μονογενής Υιός του Θεού, ο ων εν τοις κόλποις του Πατρός», Θεός αληθινός και τέλειος, ομοούσιος και ομόδοξος, σύνθρονος και συναΐδιος προς τον Πατέρα. Είναι ο Κύριος «απαύγασμα (λαμπρά ακτινοβολία) της δόξης του Πατρός». Κανένα πρόσωπο ούτε επίγειο ούτε επουράνιο μπορεί να συγκριθεί προς την εξουσία, τη χάρη και την τελειότητα του Κυρίου Ιησού. Όλος ο κόσμος είναι δημιούργημα δικό του. Όπως δε διακηρύττει ο θείος Ευαγγελιστής, «πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν» (Ιωάν. α’ 3, Εβρ. α’ 3). Οι Άγγελοι στον ουρανό και όλες οι ουράνιες δυνάμεις είναι δούλοι του και έχουν έργο να εκτελούν τα άγια θελήματά του, να τον προσκυνούν και ακατάπαυστα να τον δοξολογούν. Και τούτο φαίνεται από την εντολή που δίνει ο Πατήρ προς τους Αγγέλους και λέει· «και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού». Και αυτά λέγει προς του Αγγέλους ο Πατήρ. Διά να δείξει δε την ασύγκριτη υπεροχή του Υιού του ως προς τους Αγγέλους λέει προς τον Υιό του· «ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος (μένει στερεός και ασάλευτος, χωρίς καμιά σκοτεινή δύναμη να μπορεί ποτέ να τον κλονίσει)· ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου», η βασιλική σου δηλαδή εξουσία είναι ράβδος και εξουσία ευθύτητος και δικαιοσύνης, προς την οποίαν καμία άλλη εξουσία δεν μπορεί να παραβληθεί (Εβρ. α’ 6, 8). Οι άνθρωποι επί της γης είναι δούλοι του και αυτοί, δούλοι του αμαρτωλοί, που έχουν ανάγκη της δικής του βοήθειας και αντίληψης, και όσο αφορά την πρόσκαιρη ζωή τους και ως προς την αιώνια ψυχική τους λύτρωση και σωτηρία. Υπεράνω πάντων, λοιπόν, στέκει ο Χριστός, ασύγκριτος και άφθαστος ως Κύριος και Θεός, έχοντας γεννηθεί και προέλθει από την ουσία του Πατέρα και δημιουργός των πάντων. Επομένως πρέπει να προσφέρεται σε αυτόν λατρευτική προσκύνηση από όλους, και από τους Αγγέλους και από τους ανθρώπους. Ακριβώς η μία και η αυτή προσκύνηση που προσφέρεται στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.

Μαρτυρίες της Γραφής για τη θεότητα του Κυρίου

Στην Καινή Διαθήκη πολλές μαρτυρίες υπάρχουν για τη θεότητα του Κυρίου Ιησού και σε αρκετές και σοβαρές περιστάσεις διακηρύττεται Υιός του Θεού και Θεός τέλειος και αληθινός ο Χριστός. Στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου ο Αρχάγγελος λέει προς την Παρθένο, ότι το παιδί, το οποίο θα γεννηθεί από αυτήν εκ Πνεύματος Αγίου, «υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυΐδ του Πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος» (Λουκ. α’ 32-33). Κατά τη γέννησή του χαρακτηρίζεται από τον Άγγελο προς τους ποιμένες, ότι ο εν σπηλαίω και εκ της Παρθένου γεννηθείς είναι ο «Χριστός Κύριος». Στη Βάπτιση και Μεταμόρφωσή του ο ίδιος ο Πατήρ τον ονομάζει «τον Υιόν του τον αγαπητόν», στον οποίο ευδόκησε να σώσει την ανθρωπότητα, και καλούνται οι άνθρωποι να επιδείξουν κάθε υποταγή σε αυτόν· «αυτού ακούετε» (Ματθ. γ’ 17 και ιζ’ 5). Σε πολλά μέρη των αγίων τους επιστολών οι θείοι Απόστολοι ονομάζουν τον Χριστό τον Υιό του Θεού τον μονογενή και προαιώνιο. Αλλ’ εκεί που διακηρύσσεται Θεός αληθινός ο Κύριος είναι τα χωρία Ιωάν. α’ 1· «εν αρχή ην (υπήρχε) ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος». Ομοίως του Ιωάννου κ’ 28, όπου ο Θωμάς, που έως τότε με επιμονή αρνιόταν να πιστεύσει, αναφωνεί χωρίς καμία επιφύλαξη· «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Στην Α’ Καθολική του (ε’ 20) επιστολή ο Ευαγγελιστής Ιωάννης βεβαιώνει, ότι εμείς οι Χριστιανοί, που κρατούμε ανόθευτη και ακέραιη την πίστη μας στον Χριστό, «εσμέν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού (του Θεού δηλαδή) Ιησού Χριστώ· ούτος (ο Χριστός) εστίν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος». Ο απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας», επομένως είναι ο προαιώνιος και αΐδιος, αναλλοίωτος και αμετάβλητος Θεός. Ρητώς ακόμα λέει ότι ο Χριστός «εν μορφή Θεού υπάρχων» αναδείχθηκε και ως άνθρωπος από τον Πατέρα μετά το πάθος του και την ανάστασή του Κύριος και Βασιλιάς επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Στις Πράξεις (κ’ 28) ονομάζει την Εκκλησία ο Παύλος «εκκλησία του Κυρίου και Θεού, ήν περιποιήσατο διά του ιδίου αίματος». Και στην προς Τίτον επιστολή του (β’ 13) λέει, ότι εμείς, οι πιστοί «προσδεχόμεθα (με πόθο περιμένουμε) την μακαρία ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Και στην προς Ρωμαίους (θ’ 5), όταν λέει ο Παύλος ότι ο Χριστός κατά σάρκα κατάγεται από τους Εβραίους, τονίζει ότι αυτός ο Χριστός δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός. «Ο ών επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας». Και στην Α’ προς Τιμόθεον (γ’ 16) λέει περί του Χριστού, ότι «Θεός εφανερώθη εν σαρκί».

Μαρτυρίες της Παράδοσης για τη θεότητα του Κυρίου

Αλλ’ εκτός του Ευαγγελίου και όλη η χορεία των αγίων και θεοφόρων Πατέρων Θεό αληθινό αναγνωρίζει και ομολογεί τον Κύριο Ιησού Χριστό και ως τέλειο Θεό τον προσκυνεί και τον λατρεύει. Ας αναφέρουμε το λόγο του αγίου Ειρηναίου, ο οποίος διακηρύττει την πίστη του «εις ένα Θεόν πατέρα παντοκράτορα», «και εις ένα Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας σωτηρίας», «και εις Πνεύμα Άγιον». Και τονίζει ότι αυτήν την πίστη την παρέλαβαν από τους αγίους Αποστόλους, ως «παρά των Αποστόλων και των εκείνων μαθητών» παραληφθείσα από την Εκκλησία. Ακόμη βεβαιώνει, ότι ο Υιός του Θεού είναι αληθινός Θεός. Και στη συνέχεια λέει· «Ει μη συνηνώθη γαρ ο άνθρωπος τώ Θεώ (Θεό εννοεί τον Χριστό), ουκ αν ηδυνήθη μετασχείν της αφθαρσίας». Εάν δεν είχε ενωθεί ο άνθρωπος με το Θεό (το Χριστό), δεν θα μπορούσε να γίνει άφθαρτος και αθάνατος. Από τους μεγάλους Πατέρες ο Γρηγόριος ο Νύσσης εξηγεί το «και ο Λόγος ήν προς τον Θεό» του Ευαγγελιστού και λέει· «Και ο Λόγος ήν ουκ εν τω Θεώ, αλλά προς τον Θεόν». Ο Λόγος, ο Χριστός, δεν ήταν μέσα στο Θεό, αλλά δίπλα στο Θεό ξεχωριστό πρόσωπο, και Θεός αληθινός και τέλειος και ο Λόγος. Ο Μέγας Βασίλειος· «ει γαρ εν καρδία (του Θεού δηλαδή) ήν ο Λόγος (χωρίς να έχει δικιά του υπόσταση), πώς αν ενοήθη Θεός;». Αφού δεν θα ήταν ξεχωριστό πρόσωπο, πώς θα ήταν Θεός και θα τον προσκυνούσαμε ως Θεό; Ο δε ιερός Χρυσόστομος, όταν εξηγεί το «εν αρχή ήν ο Λόγος» και το «ούτος ήν εν αρχή» και θέλει να τονίσει, ότι ο Λόγος είναι άχρονος και αΐδιος, αλλά και συναΐδιος προς τον Πατέρα, λέει· «Το αΐδιον διά του εν αρχή ήν· το δε συναΐδιον ενέφηνεν ημίν διά το Ούτος ήν εν αρχή προς τον Θεόν. Τουτέστι μη νομίσης πρεσβυτέραν είναι την ύπαρξιν του Πατρός· ου γαρ έρημός ποτε του Λόγου». Το αΐδιο, λέει, ο ευαγγελιστής το παρουσιάζει με την φράση «εν αρχή ήν», στην αρχή ήταν, υπήρχε ο Λόγος. Δηλαδή πάντοτε υπήρχε, αφού πριν αρχίσει ο χρόνος υπήρχε ο Λόγος. Το ότι δε ο Υιός ήταν συναΐδιος με τον Πατέρα, μας το λέει με το «Ούτος». Ο Λόγος δηλαδή υπήρχε στην αρχή του χρόνου κοντά στο Θεό, σαν Θεός και εκείνος αληθινός. Το οποίο θα πει· μη νομίσεις, άνθρωπε, ότι ο Πατήρ υπήρχε πριν από τον Υιό. Διότι ποτέ δεν ήταν χωρίς τον Υιό ο Πατήρ. Διότι «διά μεν του είναι προς τον Θεόν έτερος ών παρά τον Πατέρα γνωρίζεται. Διά δε του είναι Θεός, ομοούσιός τε και εξ αυτού νοείται· κατά φύσιν, άτε δη και Θεός εκ Θεού προελθών», λέει ο άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας. Και αυτά πάλι θα πουν: Όταν λέμε ότι ο Υιός ήταν κοντά στο Θεό, λέμε ότι άλλος είναι ο Πατήρ, άλλο πρόσωπο δηλαδή, και άλλος ο Υιός. Όταν πάλι λέμε ότι ο Υιός ήταν κοντά στο Θεό, λέμε ότι άλλος είναι ο Πατήρ, άλλο πρόσωπο δηλαδή, και άλλος ο Υιός. Όταν πάλι λέμε πως είναι Θεός ο Λόγος, θέλουμε να πούμε πως είναι Θεός αληθινός, πως από τον Πατέρα γεννήθηκε και είναι ομοούσιος και έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα. Τέλος, ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει, πως η πίστη, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος και Θεός των πάντων, είναι καθολική και της παράδοσης πεποίθηση και διακήρυξη (είναι δηλαδή γενική παράδοση και πεποίθηση και διακήρυξη). Απευθύνεται προς ανθρώπους που αμφισβητούν αυτή την πίστη, η οποία και Αγιογραφική και Πατερική διδασκαλία είναι, και λέει προς αυτούς: «Ιδού ημείς (οι Ορθόδοξοι) μεν εκ πατέρων εις πατέρας διαβεβηκέναι την τοιαύτην διάνοιαν αποδεικνύομεν· υμείς δε, ω νέοι Ιουδαίοι (αιρετικοί) και του Καϊάφα μαθηταί, τίνας άρα των ρημάτων υμών έχετε δείξαι πατέρας; Αλλ’ ουδένα των φρονίμων και σοφών αν είποιτε. Πάντες γαρ υμάς αποστρέφονται». Εμείς δηλαδή οι Ορθόδοξοι έχουμε πίστη, που πέρασε από πατέρες σε άλλους πατέρες και επομένως είναι δοκιμασμένη και αληθινή. Εσείς δε οι νέοι Ιουδαίο και αιρετικοί, που είστε μαθητές του Καϊάφα, ποιους πατέρες έχετε να μας παρουσιάσετε, που να υποστηρίζουν τις αιρέσεις σας; Βέβαια κανένα από τους σοφούς και φρονίμους πατέρες. Γιατί όλοι αυτοί σας αποστρέφονται (2).

Η ανθρώπινη φύση του Χριστού

Ο Κύριος δεν είναι μόνο τέλειος Θεός, ο οποίος γεννήθηκε από την ουσία του Θεού Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Είναι και τέλειος άνθρωπος, κατά πάντα όμοιος με εμάς τους ανθρώπους, με σώμα και ψυχή λογική, όπως εμείς ακριβώς, «κατά πάντα καθ’ ὁμοιότητα», αλλά «χωρίς ἁμαρτίας» (Εβρ. δ’ 15). Αυτή την ανθρώπινή του φύση και την συγκινητική συγκατάβαση προς εμάς τους ανθρώπους εκθέτει το 3ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστης μας:
«Τόν δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα».
Και αυτό το λέει ο Ευαγγελιστής για τον Κύριο, όπως και πριν είπαμε. Ότι «ὁ Λόγος σαρξ ἐγένετο» (Ιωάν. α’ 14), ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος. Αυτό θα πει «ὁ Λόγος σαρξ ἐγένετο». Ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του «τον Υιόν του ανθρώπου», με την έννοια ότι είναι ο τέλειος άνθρωπος, όπως έπλασε ο Θεός τον πρώτο άνθρωπο, χαριτωμένος εκπρόσωπος της ανθρώπινης φύσης. Ονομάζουν οι άλλοι τον Χριστό «υιό Δαβίδ» και εκείνος το αποδέχεται, ότι ως άνθρωπος κατάγεται από το γένος του Δαβίδ. Τον βλέπουμε ως άνθρωπος να μιλά, να κινείται και ενεργεί με όλα «τα αδιάβλητα πάθη» της ανθρώπινης φύσης, τα οποία κανείς δεν μπορεί να τα κατηγορήσει ως αμαρτωλά, όπως είναι το να πεινά, να διψά, να κουράζεται, να λυπείται, να δακρύζει, να πάσχει, να αποθνήσκει, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους εμάς τους ανθρώπους. Δηλαδή αληθινά, πραγματικά και όχι φανταστικά ενανθρώπησε ο Κύριος, προσέλαβε την ασθενή και φθαρτή ανθρώπινη φύση, όπως την είχαν οι άνθρωπο που ήλθε να σώσει. Διότι, όπως λέει ο Απόστολος, «ἐπεί οὖν τά παιδία (τα παιδιά του Θεού, όλοι οι άνθρωποι) κεκοινώνηκε σαρκός και αἴματος, καί αὐτός παραπλησίως (παρομοίως) μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν διάβολον, καί ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας». «Ἔπρεπε γάρ αὐτῷ, δι’ ὅν τά πάντα καί δι’ οὗ τά πάντα… τόν ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διά παθημάτων τελειῶσαι» (Εβρ. β’ 10, 14-15). Τέλειος Θεός, αλλά και τέλειος άνθρωπος ο Κύριος, αληθής Θεάνθρωπος (3).

Μαρτυρίες της Γραφής

Είναι, λοιπόν άνθρωπος τέλειος ο Κύριος, αληθής Θεάνθρωπος. Και είδαμε πώς η Καινή Διαθήκη σε πολλά σημεία παρουσιάζει τον Κύριο ως άνθρωπο, είδαμε και πολλά του Παύλου σχετικά χωρία. Να συμπεριλάβουμε όμως ακόμη μερικά που επεξηγούν τα προηγούμενα. Είναι ανάγκη να τα προσέξουμε και αυτά, για να απαρτίσουμε μέσα μας τελεία εικόνα του Κυρίου ως ανθρώπου. Ο απόστολος Πέτρος, όταν κήρυττε προς τους Ιουδαίους, αποκαλεί τον Κύριο «ἄνδρα ἀπό Θεοῦ ἀποδεδειγμένον». Τονίζει ότι αυτός «τάς αμαρτίας ημών ανήνεγκεν εν τω σώματι αυτού επί το ξύλον», ίνα «τω μώλωπι αυτού ιαθώμεν». Ο Παύλος βεβαιώνει, ότι «είς μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός» (ένας είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων· εκείνος που, ενώ ήταν Θεός, έγινε άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός)· ότι ο Θεός θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη «εν ανδρί», με άνδρα, τον οποίον ανέστησε εκ νεκρών. Και προσθέτει· «επειδή δι’ ανθρώπου (του Αδάμ) ο θάνατος (μπήκε στον κόσμο), δι’ ανθρώπου πάλιν (του Ιησού Χριστού) και ανάστασις νεκρών». Εκείνος, ο οποίος «κατά το πλήρωμα του χρόνου γενόμενος εκ γυναικός» και «μορφήν δούλου λαβών» έγινε όμοιος με τους ανθρώπους, «ο πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς». Στην προς Εβραίους επιστολή μας ονομάζει ο Κύριος «αδελφούς» του, και είμαστε οι κατά σάρκα αδελφοί του Χριστού. Διότι «παραπλησίως» (παρομοίως), το οποίο σημαίνει ότι «ου φαντασία ουδέ εικόνι, αλλ’ αληθεία», όχι κατά φαντασία, ούτε σαν μια εικόνα, αλλά αληθινά έγινε άνθρωπος ο Χριστός. Άλλωστε, λέει ο θείος Παύλος, ο Χριστός «κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος», δηλαδή έγινε τέλειος άνθρωπος, «και κατά πάντα ωμοιώθη τοις αδελφοίς», διότι «ετέχθη, ετράφη, ηυξήθη, έπαθε και τέλος απέθανε» «και εσπούδασεν αδελφός ημών εν άπασι γενέσθαι», φρόντισε να γίνει σε όλα μας τα ζητήματα αδελφός. Πειρασθείς δε, (αφού δοκιμάστηκε) «κατά πάντα καθ’ ομοιότητα» προς εμάς «χωρίς αμαρτίας» και «μαθών αφ’ ων έπαθε την υπακοήν και τελειωθείς εγένετο τοις υπακούουσιν αυτώ πάσιν αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική ΙΙ σελ. 65).

Μαρτυρίες των Πατέρων, δηλαδή της Παραδόσεως

Αλλά και οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα του Κυρίου Ιησού. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζινός, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο ιερός Δαμασκηνός με ένα στόμα σχεδόν λέγουν: Ο Υιός του Θεού «συγκατέβη υπό δούλου μορφήν ημίν», συγκατάβηκε με τη μορφή δούλου σε μας τους δούλους του, «όλον εν εαυτώ φέρων τον άνθρωπον», και έφερε όλο τον άνθρωπο μέσα του, «πάντα υπέρ πάντων γενόμενος όσα ημείς πλην της αμαρτίας (έγινε ό,τι είμαστε και εμείς, εκτός από την αμαρτία), ήτοι σώμα, ψυχή, νους», «και προς εαυτόν ενώσας το κατακριθέν», δηλαδή αφού ένωσε με τον εαυτό του την ανθρώπινη φύση, «ίνα αγιάση δι’ εαυτού τον άνθρωπον» και λύσει από το κατάκριμα όλη την ανθρωπότητα. «Φύσει, λοιπόν, καί αληθεία γενόμενος άνθρωπος ανέλαβε τήν τε ανθρωπίνην φύσιν καί τά φυσικά πάντα», «ουχί ετέραν λαβών σάρκα, αλλ’ αυτήν ταύτην τήν καταπονουμένην», την «φιλαμαρτήμονα» κατά τον Μέγα Αθανάσιο. Και ακριβώς επειδή έλαβε την δική μας σάρκα, «καί πάντα τά φυσικά καί αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου ανέλαβε». Είναι δε τα αδιάβλητα αυτά πάθη η «πείνα, δίψα, κόπος, πόνος, το δάκρυον, η φθορά, η του θανάτου παραίτησις, η δειλία, η αγωνία, εξ ης οι ιδρώτες, οι θρόμβοι του αίματος, η διά το ασθενές της φύσεως των αγγέλων βοήθεια και τα τοιαύτα, άτινα πάσι τοις ανθρώποις φυσικώς ενυπάρχουσι».

Τι ακριβώς σημαίνει το «χωρίς αμαρτίας»

Πρέπει τώρα να επανέλθουμε και να εξηγήσουμε καλά εκείνο το «χωρίς αμαρτίας». Δηλαδή ο Κύριος ανέλαβε τις αμαρτίες μας και γι’ αυτές πέθανε πάνω στο  Σταυρό, για να λύσει  το χρέος των αμαρτιών μας, να μας δώσει άφεση και σωτηρία, να μας απαλλάξει από την κατάρα, την ενοχή και καταδίκη της αμαρτίας. Και τούτο όχι ως αμαρτωλός, αλλ’ ως αναμάρτητος Κύριος και Θεός, χωρίς την προπατορική αμαρτία την οποία φέρουμε κληρονομικώς όλοι εμείς οι καταγόμενοι από τον Αδάμ άνθρωποι. Εμείς φύσει αμαρτωλοί, Εκείνος φύσει αναμάρτητος. Διότι Εκείνος δεν γεννήθηκε κατά τους φυσικούς νόμους που γεννιόμαστε εμείς. Ο Κύριος γεννήθηκε κατά τρόπο υπερφυσικό, θείο και μυστηριώδη «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», όπως είπαμε. Και γι’ αυτό δεν έφερε την κληρονομιά του πεσόντος Αδάμ και ήταν αναμάρτητος. Η ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε ο Κύριος «εξ αχράντου και αμιάντου, ανδρός απείρου Παρθένου» (από Παρθένο που δεν γνώρισε άνδρα και ήταν άχραντος και αμίαντος και καθαρότατη), που συνελήφθη από το Άγιο Πνεύμα, υπήρξε απολύτως αναμάρτητη και αγία από την ίδια την σύλληψη. Το είπε και ο Αρχάγγελος προς την Παρθένο την ώρα του Ευαγγελισμού της· το εκ σου «γεννώμενον άγιον κληθήσεται Υιός Θεού». Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι παύει να είναι όμοιος με μας, αληθής άνθρωπος και αδελφός μας ο Κύριος, που φέρει την ίδια με μας ανθρώπινη φύση. Αυτό το εννοεί ο καθένας μας, όταν λάβει υπόψη του, ως προς την αναμαρτησία του Κυρίου, αυτό. Ότι «ου φυσική εστιν», δεν είναι φυσική στον άνθρωπο η αμαρτία, «ουδέ υπό του δημιουργού ημίν ενεσπάρη», ούτε ο Δημιουργός μας την έσπειρε, «αλλ’ εκ της του διαβόλου επισποράς προήλθε», κατά την παράβασή του και μετά από αυτή «εξ απάτης επισπείραντος τη λογική φύσει του ανθρώπου τους αιχμαλωτίζοντας» αμαρτητικούς λογισμούς και αφού κατέστησε «νόμον αμαρτίας εν τη φύσει του ανθρώπου». Ο διάβολος με απάτη έσπειρε μέσα μας την αμαρτία και αυτή αιχμαλώτισε την λογική μας φύση. Εφόσον δε ο Κύριος απεστάλη από τον Πατέρα ως άλλος γενάρχης και ως δεύτερος νέος Αδάμ για να αποκαταστήσει την ξεπεσμένη ανθρώπινη φύση, φυσικό ήταν να αναλάβει όχι την αμαρτωλή, όπως έγινε μετά την πτώση του Αδάμ, αυτό άλλωστε ήταν αδύνατο για τον Θεό Λόγο, αλλά την αναμάρτητη ανθρώπινη φύση. Εκείνη, την οποία «εκ πρώτης πλάσεως ο Αδάμ αναμάρτητον έσχηκεν», όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Επομένως την καθαρή και άμωμη και αγία, την υγιή, η οποία δεν φθάρθηκε, ούτε τραυματίστηκε καν, ούτε ασθένησε, όπως συνέβη σ’ αυτήν μετά την πρώτη αμαρτία. Αυτό σημαίνει το «χωρίς αμαρτίας». Ο Κύριος γεννήθηκε από την Παναγία Παρθένο τέλειος άνθρωπος, άτρωτος, ανέπαφος από κακό, αμίαντος και άσπιλος. Όπως βγήκε και ο πρώτος Αδάμ από τα χέρια του θείου δημιουργού του.

Οι συνέπειες της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού

Πρώτα-πρώτα να πούμε τι είναι η υποστατική ένωση. Είναι η ένωση των δύο φύσεων, της θείας και της ανθρώπινης, στο ίδιο πρόσωπο, το πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού. Διότι υπόσταση και πρόσωπο είναι το ίδιο πράγμα. Και η ένωση αυτή των δύο φύσεων έγινε χωρίς η μία να απορροφά την άλλη, ώστε να παύσει αυτή να υπάρχει. Είναι και οι δύο ασυγχύτως και αχώριστα ενωμένες στο ένα πρόσωπο, τη μία υπόσταση. Με την υποστατική λοιπόν αυτή ένωση των δύο φύσεων, της θείας και της ανθρώπινης, στο πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού δεν έχουμε δύο πρόσωπα, δύο Χριστούς, ένα Χριστό Θεό και ένα άνθρωπος Χριστό, αλλά ένα πρόσωπο, ένα Χριστό, Θεό και άνθρωπο, αληθινό Θεάνθρωπο, ο οποίος «Θεός ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, όπως λέει ο άγιος Αθανάσιος, ίνα μάλλον ημάς (τους ανθρώπους) θεοποιήση». Και ο Χριστός είναι «ο Θεός ημών (ο οποίος) επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις (ως άνθρωπος τέλειος) συνανεστράφη». Το γεγονός όμως αυτό το μέγα και θαυμαστό και μυστηριώδες έχει και τις συνέπειές του. Ποιες είναι αυτές οι συνέπειες και ακολουθίες της ένωσης των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού;

Η αντίδοση των ιδιωμάτων

Τι θα πει αυτό; Θα πει πως τα ιδιώματα της μιας φύσης του Θεανθρώπου Ιησού αποδίδονται στην άλλη και το αντίθετο πάλι. Ιδιώματα της θείας φύσης είναι η πανσοφία και παγγνωσία, είναι η παντοδυναμία και πανταχού παρουσία, η αγαθότητα και ευσπλαχνία, η αγιότητα και αναμαρτησία, παρότι την αναμαρτησία την έχει και η ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Ιδιώματα της ανθρώπινης είναι το να πεινά, το να διψά, το να κουράζεται, το να κοιμάται, το να πάσχει και να αποθνήσκει. Αυτά λοιπόν αποδίδονται από την μία στην άλλη και συνυπάρχουν στο ένα και το αυτό πρόσωπο. Τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσης αποδίδονται στη θεία. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι με αυτό, με το να παίρνει δηλαδή η θεία τα ιδιώματα και αδιάβλητα πάθη της ανθρώπινης φύσης να γίνεται αυτή ανθρώπινη. Καθώς επίσης και με το να παίρνει η ανθρώπινη τα ιδιώματα και τις χάρες της θείας φύσης να γίνεται αυτή θεία. Διότι, είπαμε, πως οι δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, ενώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού «ατρέπτως και αναλλοιώτως», χωρίς η μία να μετατρέπεται στην άλλη. Η θεία παραμένει θεία και η ανθρώπινη παραμένει ανθρώπινη, μόνο απλή απόδοση των ιδιωμάτων γίνεται και αυτό, διότι εάν είναι το πρόσωπο που έχει και τις δύο φύσεις και οι δύο φύσεις είναι αχώριστα ενωμένες στο ένα και το αυτό πρόσωπο, χωρίς δηλαδή να χωρίζονται , αλλά και χωρίς να συγχέονται και να γίνονται μία οι δύο. Και επειδή γίνεται αυτή η αντίδοση, λέμε πως ο Χριστός είναι πάνσοφος, παντογνώστης, παντοδύναμος. Με αυτό όμως δεν εννοούμε ότι η ανθρώπινη φύση του είναι πάνσοφη και παντοδύναμη, αλλά το ένα πρόσωπο. Επίσης λέμε ότι ο Χριστός και πεινούσε και διψούσε και κουραζόταν και κοιμόταν και ότι θλιβόταν και δάκρυζε και πονούσε. Και αυτά όχι ως Θεός, αλλ’ ως άνθρωπος, ή καλύτερα να πούμε ως Θεάνθρωπος τα παρουσίαζε ο Κύριος. Επίσης το λέμε το Χριστό παθητό και Κύριο της δόξας σταυρωμένο. Όχι διότι έπαθε ως Θεός. Ως άνθρωπος έπαθε. «Η γάρ θεότης απαθής διέμεινε». Πάσχει όμως ο Χριστός, διότι είναι και άνθρωπος. Και «πάσχει ως άνθρωπος και σώζει ως φιλάνθρωπος», δηλαδή ως Θεάνθρωπος. Δεν λέμε η θεότητα είναι ανθρωπότητα, ούτε η ανθρωπότητα είναι θεότητα. Αλλά λέμε, ότι ο Θεός-Χριστός είναι και άνθρωπος, και ο άνθρωπος Χριστός είναι και Θεός τέλειος. Όπως είπαν και οι άγιοι Πατέρες της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο: «Τάς ευαγγελικάς περί του Κυρίου φωνάς ίσμεν τούς θεολόγους άνδρας τάς μέν κοινοποιούντας ως εφ’ ενός προσώπου, τάς δέ διαιρούντας ως επί δύο φύσεων, καί τάς μέν θεοπρεπείς κατά τήν θεότητα του Χριστού, τάς δέ ταπεινάς κατά τήν ανθρωπότητα αυτού παραδίδοντας». Δηλαδή οι θεολόγοι, που εξηγούν ορθόδοξα τα όσα λένε τα ιερά ευαγγέλια για τον Χριστό, αποδίδουν όσα είναι θεοπρεπή και μεγαλειώδη στη θεότητα του Χριστού και όσα είναι ταπεινά, που τα παρουσιάζουν όλοι οι άνθρωποι, στην ανθρωπότητά του. Και επειδή ένα και το αυτό πρόσωπο είναι Θεός και άνθρωπος, όλα, και τα θεία και τα ανθρώπινα, σε αυτό το ένα πρόσωπο αποδίδονται. Τι μεγαλειώδες μυστήριο στο πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού! «Οικειούται τά ανθρώπινα ο Λόγος, αυτού γάρ εστι τά της αγίας αυτού σαρκός όντα, καί μεταδίδωσι τη σαρκί των ιδίων», όπως λέει και ο άγιος Δαμασκηνός. Παίρνει και τα κάνει δικά του τα ανθρώπινα ιδιώματα ο Θεός Λόγος, αφού δικά του είναι και αυτά. Είναι της δικής του αγίας σάρκας. Μεταδίδει και στη σάρκα, την ανθρώπινη φύση του, τα δικά του, τα θεία δηλαδή ιδιώματα και προσόντα. Και όσα έλεγε και έπραττε ο Κύριος, ως Θεάνθρωπος τα λέγε και τα έπραττε και θεανδρικές ήταν όλες οι ενέργειες και πράξεις του. «Ουκ ανθρωπίνως έπραττε τά ανθρώπινα, λέει ο ίδιος Πατέρας· ου γάρ άνθρωπος μόνον, αλλά καί Θεός· ουδέ θεϊκώς ενήργει τά θεία· ου γάρ Θεός μόνο, αλλά καί άνθρωπος». Και πάλι· «ούτε τά ανθρώπινα ανθρωπίνως ενήργησεν· ου γάρ ψιλός ήν άνθρωπος (δεν ήταν μόνο απλός άνθρωπος)· ούτε τά θεία κατά Θεόν μόνα· ου γάρ ήν γυμνός Θεός (δεν ήταν μόνο Θεός), αλλά Θεός ομού υπάρχει καί άνθρωπος». Και όλα κάτω από το φωτισμό και χάρη της θείας φύσης. Και τα ανθρώπινα όλα. «Όργανον γάρ η σάρξ της θεότητος εχρημάτισεν». Η ανθρώπινη φύση, και η ψυχή και το σώμα, ήταν όργανο της θεότητας και της θεότητας τα θελήματα πραγματοποιούσε. Προς επικύρωση όλων των παραπάνω αναφέρουμε τη γνώμη του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο οποίος λέει: «Η μέν ανθρωπίνη φύσις ουσιωδώς ου κέκτηται τήν των μελλόντων γνώσιν (η ανθρώπινη φύση του στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει τα μέλλοντα)· η δέ του Κυρίου ψυχή διά τήν πρός αυτόν τόν Θεόν-Λόγον ένωσιν καί τήν υποστατικήν ταυτότητα κατεπλούτησε μετά των λοιπόν θεοσημείων (μαζί με τα άλλα θεία σημάδια έλαβε) καί τήν των μελλόντων γνώσιν». Με αυτό τον τρόπο γίνεται «πάσιν έκδηλον (σε όλους φανερό), ότι γινώσκει μέν ως Θεός (την ημέρα π. χ. της δευτέρας παρουσίας), αγνοείν δέ φησιν ως άνθρωπος», αγνοεί σαν άνθρωπος.

Η θέωση της ανθρώπινης φύσης

Με το να ενωθεί η ανθρώπινη φύση με τη θεία στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού έλαβε τα δώρα και χαρίσματα της θείας φύσης, χωρίς βέβαια να βγει από τα όριά της και να παύσει να είναι ανθρώπινη. Έγινε και η ανθρώπινη φύση του Χριστού αγία, ευλογημένη, δοξασμένη, υψώθηκε όσο ήταν δυνατόν να υψωθεί, θεώθηκε χωρίς να μετατραπεί σε θεία. Έτσι αποδίδουμε στην «τεθεωμένην σάρκα» του Κυρίου λατρευτική προσκύνηση και την προσκυνούμε, όπως και τη θεία (4). Και την κοινωνούμε στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας με την ακράδαντη πεποίθηση, ότι κοινωνώντας αυτήν την «τεθεωμένην σάρκα» του Σωτήρος μας Χριστού θεωνόμαστε και εμείς, δεχόμενοι και εμείς τα δώρα και χαρίσματα της θέωσής της, αφού γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» κατά τον απόστολο Πέτρο, «σύναιμοι καί σύσσωμοι καί Χριστοφόροι», αληθινά θεοφόροι. Συνέπεια, λοιπόν, της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, είναι και η θέωση της ανθρώπινης φύσης Χριστού, αλλά και της δικής μας φύσης.

Η αναμαρτησία του Χριστού

Είναι και αυτή επακόλουθο της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού. Η Αγία Γραφή ρητώς λέει· «Αμαρτία εν αυτώ (στο Χριστό δηλαδή) ουκ έστι» (Α’ Ιωάν. γ’ 5) και ο Χριστός «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α’ Πέτρ. β’ 22) και ότι ο Κύριος ήταν «πεπειρασμένος (δοκιασμένος) κατά πάντα καθ’ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας» (Εβρ. δ’ 15). Γι’ αυτό και ο Κύριος ρωτούσε τους Φαρισαίους· «τίς εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάν. η’ 46). Αναμάρτητος λοιπόν ο Κύριος, όπως και προηγουμένως είπαμε· αναμάρτητος και άγιος. Πώς και γιατί; Διότι, ενώ σαν άνθρωπος μπορούσε να αμαρτήσει, επειδή όμως η ανθρώπινη φύση που πήρε, είχε ενωθεί με τη θεία, την αναμάρτητη και αγία, αυτή και συγκρατούσε την ανθρώπινη, ώστε να μην αμαρτήσει, αλλά και της μετέδιδε, όπως είπαμε, και τη δική της αναμαρτησία και αγιότητα, ώστε να μη θέλει και να μην μπορεί να αμαρτήσει (5). Λοιπόν, αναμάρτητος ο Κύριος, επειδή ήταν Θεός και άνθρωπος και η αναμαρτησία από τη θεότητά του μεταδιδόταν και στην ανθρωπότητά του.

Η Παρθένος Μαρία αληθής Θεοτόκος

Τα όσα είπαμε έως εδώ, ότι δηλαδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού, μας οδηγούν σε ένα άλλο θέμα και δόγμα πολύ σοβαρό και αυτό και άξιο μεγάλης προσοχής. Το δόγμα αυτό είναι το ότι η αγία Παρθένος Μαρία, η Παναγία μας, είναι αληθινά Θεοτόκος, διότι γέννησε και έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο τον Θεό Λόγο. Το ότι η Παναγία είναι πραγματική Θεοτόκος το αρνήθηκε ο ασεβής αιρετικός Νεστόριος. Αυτός την ονόμαζε «Χριστοτόκον», ότι δηλαδή γέννησε απλώς τον άνθρωπο Χριστό και όχι τον Θεάνθρωπο Κύριο. Υπάρχουν όμως πάμπολλες μαρτυρίες που ανακηρύττουν την Παρθένο Μαρία αληθινή Θεοτόκο. Η Αγία Γραφή παρουσιάζει την Ελισάβετ, την μητέρα του Τιμίου Προδρόμου, να φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και να ονομάζει την Παρθένο Μαρία μητέρα του Κυρίου της. «Πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ. α’ 43). Πώς να μου γίνει αυτή η μέγιστη τιμή να έλθει σε μένα η μητέρα του Κυρίου μου; Και στην προς Γαλάτας επιστολή του (δ’ 4) ο απόστολος Παύλος λέει, ότι ο Υιός του Θεού και Κύριος γεννήθηκε από γυναίκα· «εξαπέστειλεν ο Θεός τόν Υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός». Επομένως και η γυναίκα που γέννησε τον Υιό του Θεού και Θεό Λόγο είναι και πρέπει να λέγεται Θεοτόκος. Η χάρη αυτή και ονομασία είναι η φυσική συνέπεια της ένωσης των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού. Οι Πατέρες το προσέχουν και τονίζουν πολύ την αλήθεια αυτή. Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος λέει: «Ο Θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ’ οικονομίαν Θεού, εκ σπέρματος μέν Δαβίδ (σαν άνθρωπος), Πνεύματος δέ Αγίου (σαν Θεός)» και γεννήθηκε «αληθώς εκ Παρθένου». Ο Άγιος Αλέξανδρος Αλεξανδρείας τονίζει, ότι «ο Κύριος ημών Ιησού Χριστός σώμα φορέσας ου δοκήσει (φόρεσε σώμα ανθρώπινο όχι φανταστικό, αλλά πραγματικό) εκ της Θεοτόκου Μαρίας, επί συντελεία των αιώνων εις αθέτησιν αμαρτίας επεδήμησε τω γένει των ανθρώπων». Ο Μ. Αθανάσιος συχνά ομιλεί περί «Παρθένου της Θεοτόκου», ο δε Γρηγόριος ο θεολόγος διακηρύττει, ότι «εί τις ου Θεοτόκον τήν αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστι της θεότητος» (χωρισμένος και ξένος από το Θεό, όποιος δεν παραδέχεται Θεοτόκο την Παρθένο). Οι Αγίες Οικουμενικές Σύνοδοι, η Γ’, η Δ’, η Ε’ και η Στ’ διακηρύττουν Θεοτόκο την Παρθένο και αναθεματίζουν όλους εκείνους που διδάσκουν τα αντίθετα. Αναθεματίζεται καθένας, ο οποίος «ουχ ομολογεί Θεόν είναι κατά αλήθειαν τόν Εμμανουήλ καί διά τούτο Θεοτόκον τήν αγίαν Παρθένον· γεγέννηκε γάρ σαρκικώς σάρκα γεγονότα τόν εκ Θεού Λόγον». Δηλαδή έχει το ανάθεμα όποιος δεν παραδέχεται Θεό αληθινό τον Εμμανουήλ, το Χριστό δηλαδή, επομένως δεν ομολογεί Θεοτόκο και την Παναγία Παρθένο, από την οποία έλαβε σάρκα ο Θεός Λόγος και έγινε άνθρωπος, η Γ΄. Και η Δ΄: «Διά τήν ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά τήν ανθρωπότητα γεννηθέντα». Η Ε’ αναθεματίζει εκείνον, ο οποίος διδάσκει ότι «καταχρηστικώς, αλλ’ ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει τήν αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν… αλλά μή κυρίως καί κατά αλήθειαν Θεοτόκον αυτήν ομολογεί». Τέλος, στον όρο της ΣΤ’ Οικουμενικής επαναλαμβάνεται η διακήρυξη της γέννησης του Κυρίου «επ’ εσχάτων των ημερών δι’ ημάς καί διά τήν ημετέραν σωτηρίαν εκ Πνεύματος Αγίου καί Μαρίας της Παρθένου, της κυρίως καί κατά αλήθειαν Θεοτόκου». Και «ομολογούμεν τήν Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθήναι και ενανθρωπίσαι, καί εξ αυτής της συλλήψεως ενώσαι εαυτώ τόν εξ αυτής ληφθέντα ναόν». Παραδεχόμαστε και ομολογούμε την Αγία Παρθένο Θεοτόκο, διότι από αυτήν έλαβε σάρκα και γεννήθηκε σαν άνθρωπος ο Υιός του Θεού, και από αυτήν την στιγμή που συνελήφθη μέσα στην κοιλιά της αγίας Παρθένου ένωσε με τον εαυτό του ο Θεός Λόγος το ναό, δηλαδή το σώμα, που έλαβε από την Αειπάρθενο Κόρη (6).
*  *  *
Υποσημειώσεις
(1) Το ιερό τούτο δόγμα και μυστήριο το διατύπωσαν οι Γ’, Δ’ και Στ’ Οικουμενικές Σύνοδοι και έχουμε ασφαλή οδηγό στα άρθρα της Πίστης μας. Η εν Εφέσω Τρίτη αγία Οικουμενική Σύνοδος καλεί τον Ιησού Χριστό «Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματος… ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα». Η εν Χαλκηδόνι τέταρτη αγία Οικουμενική Σύνοδος θέσπισε να ομολογούμε «ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης». Ενώ έχει δύο φύσεις ο Χριστός, την θεία και την ανθρώπινη, και αυτές οι δύο είναι αχωρίστως και αδιαιρέτως ενωμένες, εντούτοις είναι ένα πρόσωπο και όχι δύο. Και η έκτη αγία Οικουμενική Σύνοδος συμπλήρωσε: «ομολογείν εν τω ενί και τω αυτώ Χριστώ (να παραδεχόμαστε και να ομολογούμε στον ένα και τον ίδιο Χριστό) δύο φύσεις και δύο φυσικές ενέργειες αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως· και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, αλλ’ επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ουν και υποτασσόμενον τω θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι», όπως έγινε στη Γεθσημανή την νύκτα του πάθους, οπότε προσευχόμενος ο Κύριος έλεγε προς τον Πατέρα· «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ… γενηθήτω το θέλημά σου» (Ματθ. κστ’ 39, 42). Το ανθρώπινο θέλημα· «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».  Το θείο θέλημα, ένα και το αυτό με το θέλημα του Πατρός· «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ». Και άμεση υποταγή του ανθρώπινου θελήματος στο θείο· «γενηθήτω το θέλημά σου». Τέλειος Θεός, επομένως, ο θείος Λυτρωτής μας και τέλειος άνθρωπος-Θεάνθρωπος και ως Θεάνθρωπος αναμάρτητος (Εβρ. δ’ 15, θ’ 28).
(2) Αυτή την αποστομωτική ερώτηση του αγίου Αθανασίου μπορεί και πρέπει κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός να κάνει σε όλους τους αιρετικούς, ιδιαιτέρως στους Χιλιαστές που αρνούνται τη θεότητα του Σωτήρα μας Χριστού και αποκαλούν τον Υιό του Θεού κτίσμα και πνεύμα και δούλο, αρχιδούλο Θεού. Δεν μας λέτε, δυσσεβείς Χιλιαστές, από πού πήρατε την ανίερη και βλάσφημη αυτή διδασκαλία σας; Εμείς οι Ορθόδοξοι την πίστη μας στη θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού την έχουμε από τους αγίους Αποστόλους και τις θεόπνευστες Γραφές τους. Την πήραμε από τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες μας, που είναι μακρά και ατελείωτη σειρά και παράταξη από την αρχή έως σήμερα, και είναι πίστη γενική, καθολική, παγχριστιανική. Όλοι οι Χριστιανοί όλων των αιώνων και όλων των γενεών αυτή, τη δική μας πίστη πιστεύουν και ομολογούν. Εσείς την πλάνη και κακοδοξία σας, την φοβερή μανία που δείχνετε στο να πολεμάτε τη θεότητα του Κυρίου μας από πού την πήρατε; Από τον μεγαλέμπορο και πολυεκατομμυριούχο Ρώσσελ και από τα δολάρια που διέθεσε, για να διαδώσει την αντίχριστη πλάνη του; Δυστυχείς, η κρίση του Θεού σας περιμένει. Μετανοήστε για να σωθείτε.
(3) Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, για να τονίσει ότι, αν ο Υιός του Θεού γεν γινόταν άνθρωπος, ήταν αδύνατο να σωθεί ο άνθρωπος, λέει· «το απρόσληπτον και αθεράπευτον, ό δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται». Εκείνο που δεν προσλαμβάνεται από τον Θεό, δηλαδή η ανθρώπινη φύση, αυτό μένει και αθεράπευτο. Αντίθετα εκείνο που ενώνεται με το Θεό, το Θεό Λόγο, αυτό και σώζεται, αφού βρίσκεται πλέον ενωμένο με το Σωτήρα Θεό.
(4) Όπως λένε Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Αθανάσιος, ιερός Δαμασκηνός), «είς εστιν ο Χριστός, Θεός τέλειος καί άνθρωπος τέλειος· όν προσκυνούμεν σύν Πατρί καί Πνεύματι, μιά προσκυνήσει μετά της αχράντου σαρκός αυτού, ουκ απροσκύνητον τήν σάρκα λέγοντες· προσκυνείται γάρ εν τη μιά του Λόγου υποστάσει, ήτις αυτή υπόστασις γέγονεν».
(5) Αυτό τονίζουν και οι θεοφόροι Πατέρες. «Ει μή γάρ ήν ο Χριστός αυτός, ο ών Θεός Λόγος ουκ ηδύνατο είναι αναμάρτητος. Ουδείς γάρ αναμάρτητος ει μή είς ο Χριστός ως καί ο Πατήρ του Χριστού καί τό Άγιον Πνεύμα», λέει ο άγιος Διονύσιος ο Αλεξανδρείας. Εάν, δηλαδή, δεν ήταν ο Χριστός αυτός ο ίδιος Θεός Λόγος, δεν ήταν δυνατόν να είναι αναμάρτητος. Διότι κανείς δεν είναι αναμάρτητος παρά μόνο ο Χριστός, όπως και ο Πατέρας του Χριστού και το Άγιο Πνεύμα. «Ο Θεός Λόγος «ευδοκήσας εν σαρκί γενέσθαι εχαλιναγώγει τό σκεύος (δηλ. τη σάρκα)», λέει και ο άγιος Επιφάνιος, καίτοι δέ είχε δύο θελήσεις, η ανθρωπίνη θέλησις θεωθείσα διά της θεότητος υπετάσσετο κατά πάντα τή θεία». Όταν ο Υιός του Θεού και Θεός Λόγος θέλησε από αγαθότητα να γίνει και έγινε και άνθρωπος, έβαζε χαλινάρι στο σώμα και γενικώς την ανθρώπινη φύση. Μολονότι είχε δύο θελήσεις, μία θεία, σαν Θεός, και μία ανθρώπινη, σαν άνθρωπος, η ανθρώπινη θέληση, αφού θεώθηκε με το να έχει μέσα της την θεότητα, έκανε ό,τι έλεγε η θεία θέληση, έδειχνε σε όλα υποταγή σε αυτή. Διότι «έδει τό της σαρκός θέλημα κινηθήναι (όπως έγινε στη Γεθσημανή με το «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού τό ποτήριον τούτο» του θανάτου), υποταγήναι δέ τώ θελήματι θεϊκώ», όπως πάλι εκεί έγινε ευθύς αμέσως με το «πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως σύ» (Ματθ. κστ’ 39). Αυτό το λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Διότι έπρεπε το ανθρώπινο θέλημα να κινηθεί και να δείξει πως θέλει διαφορετικά από εκείνα που ζητεί το θεϊκό θέλημα, όπως έγινε στη Γεθσημανή, που το ανθρώπινο θέλημα δεν ήθελε το θάνατο και γι’ αυτό βγήκε από το στόμα του Χριστού το· Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας περάσει από εμένα το ποτήριο τούτο του θανάτου, ας φύγει και να μη το γευθώ, να μην πεθάνω. Έπρεπε να εκδηλωθεί και αυτό για να φανεί ότι ο Χριστός είναι και άνθρωπος. Και τότε να υποταγεί αυτό το ανθρώπινο θέλημα στο θεϊκό, όπως έγινε ευθύς αμέσως με αυτό που πρόσθεσε ο Χριστός· αλλά όχι όπως θέλω εγώ (αυτό ήταν το ανθρώπινο θέλημα), αλλ’ όπως θέλεις συ, να γίνει το δικό σου θέλημα (αυτό ήταν το θεϊκό θέλημα). Και προσθέτει η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος· «Η θέλησις θεότητος μόνης· επειδή καί η φύσις όλη του Λόγου εν επιδείξει μορφής της ανθρωπίνης και σαρκός της ορωμένης του δευτέρου Αδάμ (δηλ. του Χριστού) ουκ εν διαιρέσει προσώπων, αλλ’ εν υπάρξει θεότητος και ανθρωπότητος». Δηλαδή υπήρχαν στο Χριστό δύο φύσεις, η ανθρώπινη και η θεία, και γι’ αυτό και δύο θελήσεις. Αλλ’ επειδή δεν ήταν ο Κύριος και δύο πρόσωπα, για να κάνει χωριστά το καθένα το δικό του, αλλά ένα μόνο πρόσωπο, ο Θεός-Λόγος, και σε αυτό υπήρχαν οι δύο φύσεις, χωρίς να συγχέεται η μία με την άλλη, γι’ αυτό και η ανθρώπινη θέληση υποτασσόταν στη θεία και έκανε ό,τι έλεγε και όριζε η θεία θέληση. Σαν Θεός ευδοκούσε να γίνεται το καλό, αυτό που ήθελε ο Πατέρας. Και σαν άνθρωπος έκανε υπακοή στον Πατέρα και το θέλημά του. «Επειδή δέ μία του Χριστού η υπόστασις, καί είς ο Χριστός, ο θέλων κατ’ άμφω τας φύσεις· ως Θεός ευδοκών, καί ως άνθρωπος, υπήκοος γενόμενος» (Μέγας Αθανάσιος και Δαμασκηνός).
(6) Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας με πολλά επιχειρήματα αναπτύσσει το δόγμα αυτό και λέει. «Ει γάρ εστι Θεός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, πώς ου Θεοτόκος η τεκούσαν αγία Παρθένος;». Εάν είναι, όπως πιστεύουμε και ομολογούμε, Θεός ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, πώς δεν είναι Θεοτόκος η αγία Παρθένος που τον γέννησε; «Ταύτην ημών τήν πίστιν παρέδωσαν οι θεσπέσιοι μαθηταί, κάν ει μή της λέξεως πεποίηνται μνήμην (έστω και αν δεν χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή, το Θεοτόκος δηλ.)… Αποδεδειγμένον γάρ ούτως ότι Θεός κατά φύσιν εστίν ο εκ της αγίας Παρθένου γεγενημένος, κατοκνήσειν οίμαι παντελώς ουδένα πρός γε το χρήναι και φράσαι, ότι Θεοτόκος αν λέγοιτο καί μάλα εικότως». Μια και θα παραδεχθεί κανείς ότι Θεός είναι εκείνος που γεννήθηκε από την αγία Παρθένο, δεν νομίζω πως θα δυσκολευθεί και να παραδεχθεί και να ονομάσει Θεοτόκο εκείνη που τον γέννησε. Φυσικότατο είναι αυτό να ομολογήσει (Κατά Νεστορίου 1, 3). Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός· «όθεν δικαίως καί αληθώς Θεοτόκον τήν αγίαν Μαρίαν ονομάζομεν· τούτο γάρ τό όνομα άπαν τό μυστήριον της οικονομίας συνίστησι. Ει γάρ Θεοτόκος η γεννήσασα, πάντως Θεός ο εξ αυτής γεννηθείς, πάντως δέ καί άνθρωπος. Πώς γάρ αν εκ γυναικός γεννηθείη Θεός, ο πρό αιώνων έχων τήν ύπαρξιν, ει μή άνθρωπος γέγονεν; Ο γάρ υιός ανθρώπου άνθρωπος δηλονότι. Ει δέ αυτός ο γεννηθείς εκ γυναικός Θεός εστιν, είς εστι δήλον ότι ο εκ Θεού Πατρός γεννηθείς κατά τήν θείαν καί άναρχον ουσίαν, καί επ’ εσχάτων των χρόνων εκ της Παρθένου τεχθείς κατά τήν ηργμένην καί υπό χρόνον ουσίαν, ήτοι τήν ανθρωπίνην. Τούτο δέ μίαν υπόστασιν, καί δύο φύσεις καί δύο γεννήσεις σημαίνει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Επομένως, προσθέτει ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, δικαίως και αληθώς Θεοτόκον ονομάζομεν την αγίαν Μαρίαν. Μόνον αν πούμε Θεοτόκο την Παναγία, καταλαβαίνουμε το μυστήριο της θείας οικονομίας, το πώς δηλαδή ο Θεός έσωσε εμάς τους ανθρώπους. Διότι αν είναι Θεοτόκος εκείνη που γέννησε το Χριστό, τότε ασφαλώς είναι Θεός εκείνος που γεννήθηκε από αυτή, είναι όμως και άνθρωπος. Διότι πώς ήταν δυνατόν από γυναίκα να γεννηθεί ο Θεός, ο οποίος έχει την ύπαρξη από πριν από όλους τους αιώνες, αν δεν γινόταν και αληθινός άνθρωπος; Και να ξέρουμε πως αυτό που λέγεται τόσες φορές στα Ευαγγέλια, ότι ο Χριστός είναι «ο Υιός του ανθρώπου», αυτό θέλει να μας δηλώσει ότι ο Κύριος είναι και άνθρωπος. Αν αυτός που γεννήθηκε από γυναίκα είναι Θεός, ο ένας και ο ίδιος, είναι δηλαδή εκείνος που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα κατά τη θεία ουσία που δεν είχε ποτέ αρχή και γι’ αυτό λέγεται άναρχος, αυτός ο ίδιος τώρα τελευταία γεννήθηκε και από την Παρθένο Μαρία. Και έλαβε τότε που γεννήθηκε από την Παρθένο τη φύση που έχει αρχή, που δεν δηλαδή άναρχη όπως η θεία, αλλά παίρνει αρχή σε ορισμένο χρόνο. Και αυτή είναι η ανθρώπινη ουσία. Αυτά όμως όλα σημαίνουν ότι ο Κύριος είναι μία υπόσταση, εάν πρόσωπο που έχει δύο φύσεις και δύο γεννήσεις, την άναρχη από τον Πατέρα και εκείνη που έλαβε χώρα σε ορισμένο χρόνο από την Παρθένο Μαρία, την όντως Θεοτόκο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου