Ας δούμε τι μας λέει γι’ αυτό το θέμα ο λόγος του Θεού, για να μην
παρεξηγούμε τα πράγματα. Η κόλαση υπάρχει και είναι αιώνια.
Χρησιμοποιώντας αλληγορικές εκφράσεις ο Κύριος την ονομάζει «γέενναν του πυρός», «σκώληκα ακοίμητον», «πυρ αιώνιον»
(Ματθ. ε΄ 22, Μαρκ. θ΄ 48). Με όλες αυτές τις εκφράσεις θέλει η Αγία
Γραφή να μας διδάξει όχι απλώς την ύπαρξη της αιώνιας κόλασης, αλλά και
το ατελεύτητο της φοβερής οδύνης.
Η Αγία Γραφή διδάσκει, ότι η αμαρτία είναι το «κεντρί του θανάτου» (Α΄ Κορ. ιε΄ 56) και «όταν ωριμάσει γεννά το θάνατο» (Ιακ. α΄ 15), δηλαδή το χωρισμό του ανθρώπου από τη ζωή, που είναι ο Χριστός (Ιω. α΄ 4, ια΄ 25).
Όπως ο άνθρωπος, όταν αμαρτάνει στη ζωή αυτή, απομακρύνεται από την κοινωνία του Θεού, έτσι και μετά το θάνατο μένει χωρισμένος από το Θεό και δεν μπορεί να βλέπει το πρόσωπο του Θεού και να χαίρεται. Οι πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι ο άνθρωπος του κακού δεν μπορεί ούτε και το πρόσωπο του αδελφού του να δει· ότι ζει έντονα το συναίσθημα της μοναξιάς, το οποίο είναι γι’ αυτό ανέκφραστη κόλαση.
Χαρακτηριστικό είναι για το θέμα αυτό ένα περιστατικό, το οποίο διηγείται το « Γεροντικό » από τη ζωή του Αββά Μακαρίου:
«Είπε ο Αββάς Μακάριος: Όταν κάποτε περπατούσα στην έρημο βρήκα ριγμένο στο έδαφος το κρανίο ενός νεκρού. Το μετακίνησα λίγο με το ραβδί και το κρανίο μού μίλησε. Τότε του λέω «ποιος είσαι εσύ;» και το κρανίο μου αποκρίθηκε: «εγώ ήμουν ιερέας των ειδώλων και των Ελλήνων που έμεναν στον τόπο αυτό. Κι εσύ είσαι ο Μακάριος ο Πνευματοφόρος. Την ώρα που σπλαχνίζεσαι εκείνους που βρίσκονται στην κόλαση και προσεύχεσαι γι’ αυτούς, ανακουφίζονται λίγο. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόση είναι κι η φωτιά κάτω από μας, που βρισκόμαστε μέσα στη φωτιά από τα πόδια ως το κεφάλι. Και δεν μπορεί κανείς να δει κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά η πλάτη του καθενός είναι κολλημένη στην πλάτη του άλλου. Όταν, λοιπόν, εύχεσαι για μας, βλέπει κανείς λίγο το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφιση».
Η απλή αυτή διήγηση φανερώνει όλη τη φρίκη, που θα ζήσουν οι άδικοι άνθρωποι, που δεν έμειναν πιστοί στην αγάπη και στην κοινωνία με το Θεό και με τους αδελφούς, αλλά αδίκησαν και πρόδωσαν την αγάπη αυτή. Οι άνθρωποι αυτοί, επειδή δε θα ζήσουν σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, δε θα μπορούν να βλέπουν ούτε και το πρόσωπο των άλλων ανθρώπων. Θα στερηθούν, δηλαδή, εκείνο το οποίο οι ίδιοι απέρριψαν στη ζωή τους: την αληθινή κοινωνία με το Θεό και τους αδελφούς και την άρρηκτη και ανέκφραστη χαρά , η οποία είναι καρπός της κοινωνίας αυτής.
Αυτή η τιμωρία των αμαρτωλών λέγεται και αιώνιος θάνατος ή δεύτερος θάνατος. Ο πρώτος θάνατος, ο φυσικός θάνατος, είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αιώνιος ή δεύτερος θάνατος είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από το Θεό. Ο Θεός είναι αγάπη, αλλά είναι και δικαιοσύνη και «δεν μπορεί» να σώσει κάποιον, αν εκείνος δεν το θέλει. Όσοι πάνε στην Κόλαση, πάνε οικειοθελώς σ’ αυτήν. Οι άνθρωποι αυτοί λένε κατάμουτρα στον Κύριο: «Φύγε μακριά μου! Δε θέλω να ξέρω τα θελήματά Σου» (Ιώβ κα΄ 14). Αυτό δε σημαίνει ότι ο Θεός δε θα αγαπά τους κολασμένους. Θα τους αγαπά, αλλά αυτοί δε θα τον αγαπούν. Εκεί, που ο κόσμος της πλάνης και των πλαστών διασκεδάσεων θα έχει σβήσει, η μοναξιά του κολασμένου θα είναι αφόρητη. Και ας μην ξεχνάμε ότι η πόρτα της μοναξιάς ανοίγει από μέσα.
Η Αγία Γραφή διδάσκει, ότι η αμαρτία είναι το «κεντρί του θανάτου» (Α΄ Κορ. ιε΄ 56) και «όταν ωριμάσει γεννά το θάνατο» (Ιακ. α΄ 15), δηλαδή το χωρισμό του ανθρώπου από τη ζωή, που είναι ο Χριστός (Ιω. α΄ 4, ια΄ 25).
Όπως ο άνθρωπος, όταν αμαρτάνει στη ζωή αυτή, απομακρύνεται από την κοινωνία του Θεού, έτσι και μετά το θάνατο μένει χωρισμένος από το Θεό και δεν μπορεί να βλέπει το πρόσωπο του Θεού και να χαίρεται. Οι πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι ο άνθρωπος του κακού δεν μπορεί ούτε και το πρόσωπο του αδελφού του να δει· ότι ζει έντονα το συναίσθημα της μοναξιάς, το οποίο είναι γι’ αυτό ανέκφραστη κόλαση.
Χαρακτηριστικό είναι για το θέμα αυτό ένα περιστατικό, το οποίο διηγείται το « Γεροντικό » από τη ζωή του Αββά Μακαρίου:
«Είπε ο Αββάς Μακάριος: Όταν κάποτε περπατούσα στην έρημο βρήκα ριγμένο στο έδαφος το κρανίο ενός νεκρού. Το μετακίνησα λίγο με το ραβδί και το κρανίο μού μίλησε. Τότε του λέω «ποιος είσαι εσύ;» και το κρανίο μου αποκρίθηκε: «εγώ ήμουν ιερέας των ειδώλων και των Ελλήνων που έμεναν στον τόπο αυτό. Κι εσύ είσαι ο Μακάριος ο Πνευματοφόρος. Την ώρα που σπλαχνίζεσαι εκείνους που βρίσκονται στην κόλαση και προσεύχεσαι γι’ αυτούς, ανακουφίζονται λίγο. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόση είναι κι η φωτιά κάτω από μας, που βρισκόμαστε μέσα στη φωτιά από τα πόδια ως το κεφάλι. Και δεν μπορεί κανείς να δει κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά η πλάτη του καθενός είναι κολλημένη στην πλάτη του άλλου. Όταν, λοιπόν, εύχεσαι για μας, βλέπει κανείς λίγο το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφιση».
Η απλή αυτή διήγηση φανερώνει όλη τη φρίκη, που θα ζήσουν οι άδικοι άνθρωποι, που δεν έμειναν πιστοί στην αγάπη και στην κοινωνία με το Θεό και με τους αδελφούς, αλλά αδίκησαν και πρόδωσαν την αγάπη αυτή. Οι άνθρωποι αυτοί, επειδή δε θα ζήσουν σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, δε θα μπορούν να βλέπουν ούτε και το πρόσωπο των άλλων ανθρώπων. Θα στερηθούν, δηλαδή, εκείνο το οποίο οι ίδιοι απέρριψαν στη ζωή τους: την αληθινή κοινωνία με το Θεό και τους αδελφούς και την άρρηκτη και ανέκφραστη χαρά , η οποία είναι καρπός της κοινωνίας αυτής.
Αυτή η τιμωρία των αμαρτωλών λέγεται και αιώνιος θάνατος ή δεύτερος θάνατος. Ο πρώτος θάνατος, ο φυσικός θάνατος, είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αιώνιος ή δεύτερος θάνατος είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από το Θεό. Ο Θεός είναι αγάπη, αλλά είναι και δικαιοσύνη και «δεν μπορεί» να σώσει κάποιον, αν εκείνος δεν το θέλει. Όσοι πάνε στην Κόλαση, πάνε οικειοθελώς σ’ αυτήν. Οι άνθρωποι αυτοί λένε κατάμουτρα στον Κύριο: «Φύγε μακριά μου! Δε θέλω να ξέρω τα θελήματά Σου» (Ιώβ κα΄ 14). Αυτό δε σημαίνει ότι ο Θεός δε θα αγαπά τους κολασμένους. Θα τους αγαπά, αλλά αυτοί δε θα τον αγαπούν. Εκεί, που ο κόσμος της πλάνης και των πλαστών διασκεδάσεων θα έχει σβήσει, η μοναξιά του κολασμένου θα είναι αφόρητη. Και ας μην ξεχνάμε ότι η πόρτα της μοναξιάς ανοίγει από μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου