Η Θεολογία του Ιουστίνου
Στη θεολογία του ο
Ιουστίνος δεν επεδίωξε να διατυπώσει προσωπικές απόψεις, αλλά να μεταδώσει
ότι διδάχτηκε. Έτσι η θεολογία του γενικά προσδιορίζεται από τα εξωτερικά
ερεθίσματα της εποχής. Επειδή ακριβώς δεν αμφισβητείται στην εποχή του τόσο
το ενιαίο του Θεού, όσο η θέση του προσώπου του Χριστού, η θεολογία του
περιστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος της γύρω από το ζήτημα αυτό. Ο Λόγος
λοιπόν είναι το κέντρο του κηρύγματος του. Ο Λόγος στον Ιουστίνο αποτελεί
συγκεκριμένη προσωπικότητα, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι δηλαδή όχι
απλώς μια ακαθόριστη δύναμη, αλλά πρόσωπο και μάλιστα υπόσταση ξεχωριστή και
συναριθμούμενη και προ της ενανθρωπήσεώς της.
Έτσι βάση της θεολογίας του
γίνεται η Παλαιά Διαθήκη και κυρίως οι θεοφάνειες του άσαρκου Λόγου, χωρίς
τις οποίες δε μπορεί να υπάρξει κατανόηση των πεπραγμένων της Καινής
Διαθήκης.
Ο Θεός κατά τον
Ιουστίνο θεωρείται ανώνυμος, είναι δημιουργός και διακοσμητής. Ο Θεός λοιπόν
είναι ποιητής του παντός, στον οποίο μόνο ανήκει η πίστη και η λατρεία.
Είναι η μοναδική αιτία της υπάρξεως και βρίσκεται έξω από κάθε αναγκαιότητα
γεννήσεως. Ο Θεός αυτός όμως δεν είναι μονάς, αλλά τριάς.
Ο Ιουστίνος τα μυστήρια τα
τοποθετεί στη βάση του τριαδολογικού τύπου.
Γι' αυτό και συνδέει
σαφώς την τριαδική κοινωνία με το βάπτισμα και τη λειτουργία της
ευχαριστίας. Οι βαπτισμένοι λοιπόν αναγεννιούνται στο τριαδικό όνομα των
υποστάσεων, ενώ στη θεία ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος μεταλαμβάνονται είς
δόξα του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος. Στο σημείο αυτό ο Ιουστίνος
αναφέρει πως ο Υιός λαμβάνει δεύτερη χώρα, ενώ το πνεύμα είναι τρίτο τη
τάξη, με στόχο να καταδείξει την ενότητα και τη μοναδικότητα του Θεού,
εξαίροντας πάντοτε την υπερβατικότητά του.
Ο Θεός ως ιδιότητες
έχει την υπερβατικότητα και την παντοδυναμία, που αποτελούν αφετηρία της
δημιουργίας προς χάριν της ανθρωπότητος. Γι' αυτό τελικά είναι ανωνόμαστος,
η αιτία δε αυτού του γεγονότος βρίσκεται στο αγέννητο Αυτού. Οι προσηγορίες
Θεός, Πατήρ, Κτίστης δεν αποτελούν πραγματικά ονόματα αλλά επίθετα Αυτού.
Ο ισχυρισμός περί
μεταποιήσεως της Πλατωνικής ιδέας περί Θεού στον Ιουστίνο κρίνεται αβάσιμη.
Παρόλα αυτά στη σκέψη του ενυπάρχουν πολλές ασάφειες και κενά καθώς και
φιλοσοφικές επιδράσεις. Αυτές όμως είναι μάλλον εξωτερικές και μορφολογικές,
προσαρμοσμένες στον απολογητικό σκοπό του συγγραφέα. Σε ότι αφορά την έννοια
της υπερβατικότητας του Θεού, αυτή λαμβάνεται από τον πλατωνισμό, με στόχο
να μιλήσει σαφέστερα στο περιβάλλον της εποχής του. Γι' αυτό και η περί Θεού
ιδέα στον Ιουστίνο παραμένει στην ουσία της βιβλική.
Η Περί Λόγου διδασκαλία του Ιουστίνου
Ο Ιουστίνος είναι ο
κατεξοχήν απολογητής που αναφέρεται στην περί Υιού και Λόγου θεολογία. Τα
κατεξοχήν συγγράμματά του όμως περί της θεολογίας του Υιού δεν έχουν
διασωθεί, με αποτέλεσμα να έχουμε ημιτελή εικόνα.
Πάντως η διδασκαλία του Ιουστίνου περί του Λόγου κινείται στη
γραμμή του Ευαγγελιστή Ιωάννη, προβάλλοντας ουσιαστικά τη διδασκαλία που
ήταν οικεία στο εκκλησιαστικό περιβάλλον της εποχής.
Προσπαθεί μέσω των κειμένων της Αγίας Γραφής να αναπτύξει και να θεμελιώσει
το λόγο του, προτάσσοντας με εμμονή την έννοια του Λόγου-Υιού. Έτσι για τον
Ιουστίνο, ο Λόγος του Θεού είναι ο Υιός Αυτού. Αυτή είναι μία αλήθεια η
οποία διακηρύσσεται στην
Παλαιά Διαθήκη, έγινε όμως γνωστή με την Ενανθρώπησή Του. Ο
Ιησούς Χριστός, είναι ο Υιός και Λόγος του θεού, το ένα και αυτό πρόσωπο.
Οι Ιουδαίοι δεν έγιναν μέτοχοι αυτής της αλήθειας. Αυτό το στοιχείο είναι που
κατά βάση αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην κατανόηση της νέας πίστεως, αφού
η γνώση του Πατρός επιτυγχάνεται μόνο μέσω του Υιού.
Ο Υιός λοιπόν
προήλθε από τον Πατέρα και είναι Υιός του όντος Θεού. Η έννοια Υιός
μάλιστα δε μπορεί να παραβληθεί προς την ανθρώπινη υιότητα και
να κατανοηθεί με βάση την ανθρώπινη εμπειρία.
Ο Υιός και Λόγος υπήρχε προαιωνίως μέσα στον Πατέρα και βρίσκεται σε
σχέση μετά
από Αυτόν.
Η γέννηση Αυτού έγινε με τη βουλή του Πατρός, χωρίς όμως να έχουμε
αποτομή ή
μερισμό της
ουσίας, αφού αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη.
Ο Λόγος τελικά είναι μεσίτης και ενδιάμεσος ακτίστου και κτιστού και
έχει
σαφώς δική του
υπόσταση. Είναι Θεός και εξαγγέλθηκε από την Παλαιά Διαθήκη
επανειλημμένως από τους Προφήτες.
Στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης εμφανίζεται άτμητος και αχώριστος
του
Πατρός.
Ο Λόγος είναι
τέλειος
και πλήρης
Θεός
αφού
καλείται
Θεός και Κύριος.
Καλείται Υιός
του Θεού, Θεός και Χριστός.
Επειδή είναι αληθινός Θεός, αυτό συνεπάγεται και την αληθινή λατρεία Του.
Η υποταγή του Λόγου
Η θεολογία του Ιουστίνου περιέχει και προβληματικά
σημεία. Αυτά κυρίως εκκινούν από τη φιλοσοφική θεώρηση ορισμένων θεολογικών
προεκτάσεων κυρίως κοσμολογικής προελεύσεως. Το βασικό αυτό πρόβλημα, είναι
η γνωστή στην απολογητική γραμματεία υποταγή του Λόγου.
Οι λόγοι που οδήγησαν τον Ιουστίνο σε μία τέτοια θεολογία είναι κατά βάση
τρεις: α) η θεωρία περί απολύτου υπερβατικότητος του Θεού, με αποτέλεσμα ο Θεός
να έχει ανάγκη από ενδιάμεσο όργανο για να έλθει σε επαφή με τον κόσμο, β) η
γέννηση του Λόγου, που γίνεται με βουλή του Πατρός και γ) η ανάγκη διαφυλάξεως της ενότητος της
Τριάδος η οποία στο φιλοσοφικό περιβάλλον της εποχής με βάση την
ετερότητα των υποστάσεων θα οδηγούσε σε διάσπαση.
Η υποταγή όμως θα
αποδείκνυε μία γνώμη και όχι έτερες.
Γενικώς η έννοια της υποταγής του Ιουστίνου κινείται σε δύο πεδία: το
κοσμολογικό και το αποκαλυπτικό. Στην πρώτη περίπτωση εντοπίζεται η κοσμική
ενέργεια του Λόγου, στην οποία κατά τον Ιουστίνο ο Λόγος δεν είναι η κύρια
ποιητική των δημιουργημάτων αρχή, αλλά το όργανο. Στη δεύτερη μέσω των
θεοφανειών, όπου ο Θεός-Λόγος είναι η εικόνα του Θεού Πατρός και
αγγελιαφόρος. Γενικά θα λέγαμε πως μία τέτοια θεολογία θέτει σε κίνδυνο την
προσωπική αυτοτέλεια του Λόγου.
Παρόλα αυτά γενικώς
η προοπτική της θεολογίας του θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται προς το
περιβάλλον το οποίο απευθύνεται ο απολογητής. Αφενός μεν στην προσπάθειά του
να μιλήσει στη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής, όπου η ενότητα της θεότητας θα
είχε διασπαστεί αν δεν προτασσόταν η υποταγή της γνώμης, αφετέτρου η αδυναμία των
απολογητών να θέσουν το ζήτημα της λατρείας του Υιού, ειδικά από τη στιγμή
που οι Αυτοκράτορες που επιζητούσαν την Αυτοκρατορική λατρεία, τον είχαν
σταυρώσει σαν ένα κοινό επαναστάτη.
Η Ανθρωπολογία του Ιουστίνου
Η
ανθρωπολογία του είναι θα λέγαμε βιβλική. Ο κόσμος είναι αγαθός και το υλικό
στοιχείο δεν είναι κακό.
Σημαντική
θεολογική σκοπιά, συνεπής με τη πατερική θεολογική σκέψη, είναι το
αναπόσπαστο της ψυχοσωματικής ενότητας του ανθρώπου.
Στο σημείο όμως το οποίο
διαφοροποιείται είναι ότι η ψυχή είναι μεν ανωτέρα της αισθητής ύλης, αλλά όχι θεία.
Καθώς και ότι ο
Ιουστίνος
φαίνεται να χρησιμοποιεί τριπλό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέραν
δηλαδή της ψυχής και του σώματος, το πνεύμα. Αυτό αποτελεί πρόσθετο στοιχείο, δώρο του
Θεού προς τους
αγαθούς, καθότι η ψυχή δεν έχει εγγενή και φυσική αθανασία.
Η έννοια του
πνεύματος στον Ιουστίνο λαμβάνει την έννοια της χάριτος του Θεού.
Σε ότι αφορά την αμαρτία και το προπατορικό αμάρτημα τη θεωρεί περισσότερο
ως πρωτότυπη παρά ως προπατορική, ενώ τέλος η θεογνωσία αποκτάται δια της
αποκαλύψεως και σε στάδια. Πριν την ενανθρώπηση ο Λόγος αποκαλυπτόταν στους
Προφήτες και τους Πατριάρχες δι' εμφανίσεως του Λόγου, ενώ οι φιλόσοφοι τη
δέχτηκαν ατελέστερα μέσω του σπερματικού λόγου, δηλαδή των σπερμάτων
αληθείας που βρίσκονται μέσα σε όλους τους ανθρώπους. Η χάρη τελικώς
μεταδίδεται στα μέλη της ανθρωπότητας μέσω της Εκκλησίας και της μυστηριακής
ζωής αυτής.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου