Σελίδες

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

“Η αγάπη μας προς τον Θεό” Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου (ορθόδοξη πνευματική ζωή)



  ΑΣ ΣΚΕΦΤΟΥΜΕ, αγαπητοί, ότι τρεις είναι οι σπουδαιότεροι λόγοι, που μας παρακινούν —ή καλύτερα μας αναγκάζουν- ν’ άγαπάμε τό Θεό.
   Ο πρώτος είναι, ότι ο Ίδιος μας προστάζει να Τον αγαπάμε· ο δεύτερος, ότι Αυτός είναι άξιος αγάπης περισσότερο από κάθε άλλο· και ο τρίτος, ότι Αυτός προκαλεί την αγάπη μας με τη δική Του αγάπη και με αναρίθμητες ευεργεσίες.
                
Η πρώτη απ’ όλες τις εντολές είναι: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου- αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή» (Ματθ. 22:37-38).
Είναι πρώτη, γιατί αποτελεί το θεμέλιο όλης τής χριστιανικής ηθικής και τελειότητος. Γι’ αυτό πρέπει να έχει την πρώτη θέση στην καρδιά των χριστιανών. Η αγάπη στον πλησίον και κάθε άλλη αρετή κρέμεται και τρέφεται από την αγάπη στο Θεό.
   Είναι πρώτη, γιατί εναντιώνεται λιγότερο από τις άλλες εντολές στην ελευθερία του ανθρώπου. Δεν μπορεί ποτέ ο άνθρωπος να εκπληρώσει την εντολή αυτή, αν δεν το θελήσει.
   Είναι πρώτη, γιατί αποτελεί την ψηλότερη πνευματική κορυφή, που μπορεί να φτάσει η ψυχή.
   Είναι πρώτη, γιατί δεν έχει ποτέ τέλος. Γι’ αυτό είπε ο απόστολος Παύλος, ότι «νυνί μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα- μείζων δε τούτων η αγάπη» (Α’ Κορ. 13:13).
   Ύστερα απ’ αυτά, ας σκεφτούμε πόσο πρέπει να τιμάμε αυτή την αρετή και πόση προθυμία και επιμέλεια πρέπει να δείχνουμε στην εφαρμογή της. Ακόμα κι αν ο Θεός μας απαγόρευε να Τον αγαπάμε, εμείς θα έπρεπε ακατάπαυστα να Τον παρακαλούμε, ζητώντας Του να μας επιτρέψει την εκπλήρωση αυτής της υψίστης αρετής. Και τώρα μάλιστα, που μας προστάζει τόσο έντονα, είναι δυνατό να μην υπακούσουμε στην εντολή Του;
Μα τι άλλο θα μπορούσαν ν’ αποζητήσουν οι κολασμένοι στον άδη, παρά τη θεία αγάπη; Αν κηρυσσόταν στον άδη μια τέτοια εντολή, αυτή και μόνο μπορούσε να μεταβάλει αμέσως σε γλυκιά θαλπωρή εκείνη τη βασανιστική και άσβεστη φωτιά της κολάσεως. Η μεγαλύτερη δυστυχία των κολασμένων είναι που δεν αγάπησαν τον Θεό. Γι’ αυτό αθέτησαν τις έντολές Του. Και στην άλλη ζωή τους κολάζει ακριβώς η έλλειψη αυτής της αγάπης, όπως λέει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι, τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται… Τουτέστιν εκεΐνοι οίτινες ησθήθησαν ότι εις την αγάπην έπταισαν, μείζονα την κόλασιν έχουσι πόσης φοβούμενης κολάσεως» (λόγος πδ’).
Υπάρχει μεγαλύτερο απ’ αυτό το θαύμα της συγκαταβάσεως του Θεού, που μας προστάζει να Τον αγαπάμε σαν να έχει ανάγκη από την αγάπη μας; Κι εμείς τόσο αναίσθητοι είμαστε, που δεν καταλαβαίνουμε το μέγεθος της εύεργεσίας;
Ας διαλέξουμε λοιπόν εν’ απ’ τα δυο, γιατί ενδιάμεση λύση δεν υπάρχει: Η θα αισθανόμαστε ευχάριστα τη φλόγα της αγάπης του Θεού και εδώ και στον Παράδεισο, η θα καιγόμαστε, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, από την αιώνια φλόγα του άδη. Η μια φλόγα είναι σωτήρια και ζωογόνα, η άλλη κολαστήρια και θανατηφόρα. Όμως και οι δυο φλόγες ξεπετάγονται από την ίδια φωτιά, την αγάπη τού Θεού. Αυτή θα ευφραίνει στον παράδεισο εκείνους που τη φύλαξαν. Αυτή θα κολάζει στον άδη εκείνους που την αθέτησαν. «Ενεργεί γαρ η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς κολάζουσα…, τους δε τετηρηκότας τα δέοντα ευφραίνουσα εν αύτή» (άγ. ’Ισαάκ ό Σύρος, ό.π.). Ας μη φανούμε λοιπόν τόσο ανόητοι, και προτιμήσουμε τη θανάσιμη φλόγα του άδη από τη ζωογόνα φλόγα της θείας αγάπης.
Η αγάπη μας στο Θεό δεν πρέπει, βέβαια, να περιορίζεται στα λόγια, αλλά ν’ αποδεικνύεται κι από τά πράγματα. «Τεκνία μου, μη αγαπώμεν λόγω, μηδέ τη γλώσση αλλ’ εν έργω και αληθεία» (Α’ Ίω. 3:18), παραγγέλλει ο απόστολος. Και πρέπει να είναι μι αγάπη δυνατή τόσο, πού, όταν έρθει αντιμέτωπη με οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη αγάπη, να τη νικάει και να επικρατεί — «ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη» (Άσμα 8:6).

Λόγος περί αγάπης Γέροντας Γεώργιος Καψάνης,


ndd

Κύριος και Σωτήρ μας Ιησούς Χριστός μας παρέδωσε τελείαν διδασκαλίαν περί της σωτηρίας μας. Και αυτά τα οποία μας εδίδαξε, ο Ίδιος πρώτα τα εφήρμοσε. Είναι «ο ποιήσας και διδάξας» (Πρβλ. Ματθ. ε’ 19). Μας έφερε ως παράδειγμα αληθινής αγάπης τον Καλό Σαμαρείτη. Αλλά ο κατ’ εξοχήν Καλός Σαμαρείτης ήταν ο Ίδιος ο Κύριος, ο οποίος επήρε την βασανισμένη ανθρωπίνη φύσι από τους ληστάς, τους δαίμονας δηλαδή, τα πάθη, την κακία των ανθρώπων και την ανέστησε και την εζωοποίησε διά του σταυρικού Του θανάτου και της Αναστάσεως Του.
Όλοι γνωρίζουμε τώρα ότι η τελεία χριστιανική αγάπη είναι καθολική, είναι αγάπη προς όλους, και προς τους εχθρούς μας ακόμη. Αυτό το γνωρίζουμε όλοι, αλλά δυσκολευόμαστε να το βιώσουμε. Ακόμη και μεταξύ μας, στα στενά περιβάλλοντά μας, στις οικογένειες μας, στις εργασίες μας υπάρχουν άνθρωποι που τους αντιπαθούμε. Καμμιά φορά και χωρίς να μας έχουν κάνει κάτι η μας έκαναν κάτι μικρό η νομίζουμε ότι μας έκαναν κάτι και εμείς κρατάμε μία ψυχρότητα απέναντί τους και πολλές φορές μία επιθετικότητα. Όμως που είναι η χριστιανική αγάπη σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Πρέπει να κάνουμε μεγάλο αγώνα, για να ελευθερωθούμε από αυτές τις καταστάσεις, οι όποιες φυγαδεύουν την αγάπη του Χριστού και δεν μας βοηθούν να είμαστε αληθινοί μαθηταί του Χριστού.
Ο απόστολος Παύλος μας διδάσκει, ότι αύτη η τελεία αγάπη του Χριστού δεν μπορεί να κατορθωθή μόνον με τις δικές μας δυνάμεις, γιατί όλοι μας, λίγο η πολύ, είμαστε άρρωστοι, πνευματικά άρρωστοι, και η θέλησίς μας ακόμη είναι ασθενής και ο νους μας είναι σκοτισμένος. Χρειάζεται ο φωτισμός του Άγιου Πνεύματος. Γι’ αυτό μεταξύ των κρειττόνων αρετών, των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή, όπως θα θυμάστε, συγκαταλέγει και την αγάπη. «Ο δε καρπός του Πνεύματός έστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλ. ε 22-23).
Άρα λοιπόν εμείς θα προσπαθούμε, θα αγωνιζόμαστε, για να αποκτήσουμε την αγάπη, αλλά είναι απαραίτητο να ζητούμε και την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Το Πνεύμα το Άγιο να μας φωτίση, να μας καθαρίση από τα πάθη και την έλλειψι αγάπης και να μας δώση το δώρον της αγάπης. Και τότε, όταν το Πνεύμα το Άγιον ανταποκρινόμενο στην δική μας αναζήτησι, στην δική μας προσευχή, στον δικό μας πόθο και στον δικό μας αγώνα, μας δώση την χάρι της αληθινής αγάπης, τότε θα είμεθα και εμείς σωστοί και καλοί μαθηταί του διδασκάλου της αγάπης, του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Θυμούμαι μία ιστορία -θα σας την πω και με αυτήν θα τελειώσω- για κάποιο παιδάκι Ορθόδοξο Ελληνόπουλο, που ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Όταν έπαιζε με τα άλλα παιδάκια, τα Μουσουλμανάκια, και τον κτυπούσαν, αυτός δεν κτυπούσε, δεν ανταπέδιδε. Τον ερώτησαν λοιπόν μία φορά τα παιδιά τα άλλα, οι μουσουλμάνοι, οι φίλοι του: «δεν μας λες, εμείς όταν μας χτυπάνε, χτυπάμε. Εσύ, βλέπουμε, όταν σε χτυπάνε, δεν χτυπάς, δεν ανταποδίδεις». Και αυτό το ευλογημένο και φωτισμένο παιδί είπε: «Εγώ είμαι μαθητής του Χριστού. Ο Χριστός μας είπε να μη ανταποδίδουμε. Και γι’ αυτό εγώ δεν ανταποδίδω». Το άκουσε αυτό ένα άλλο παιδί, μουσουλμανάκι, και συγκινήθηκε πολύ και καθώς μεγάλωνε εγνώρισε τον Χριστό και έγινε Χριστιανός, βαπτίσθηκε και έγινε Χριστιανός.
Έτσι πρέπει να είναι οι μαθηταί του Χριστού. Να μιμούμεθα τον Χριστόν εις όλα και εις την αγάπην.
Και να καλλιεργούμε πάντοτε αυτό το πνεύμα της αληθινής αγάπης προς όλους τους ανθρώπους, και κυρίως προς εκείνους για τους οποίους μας έρχονται μέσα μας ψυχρότητες και αρνητικά συναισθήματα. Δεν χρειάζεται να τρέχουμε να βρούμε εχθρούς για να τους αγαπήσουμε, διότι πολλές φορές δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τους ανθρώπους που ζούμε μαζί τους, και είναι μέσα στα σπίτια μας, μέσα στους συγγενείς μας, καμμιά φορά και μέσα στην αδελφότητά μας.
Γι’ αυτό λοιπόν, πατέρες και αδελφοί Χριστιανοί, που είστε εδώ, ας αρχίσουμε όλοι ένα ειλικρινή αγώνα, να μπορέσουμε να δεχόμαστε τον κάθε άνθρωπο, οποίος και αν είναι αυτός, ως αδελφό μας, και να τον αγαπάμε, όπως πρέπει να αγαπάμε τον Ίδιο τον Χριστό. Διότι ο Κύριος μας είπε, ότι στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου πρέπει να βλέπωμε τον Χριστό (βλ. Ματθ. κε’ 40). Και δ, τι κάνουμε σε κάθε άνθρωπο, το κάνουμε διά τον Χριστόν.
Μακάρι λοιπόν να ενισχυθούμε από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, για να προχωρήσουμε σ’ αυτό το θέμα, που είναι το Α και το Ω της χριστιανικής ζωής. Και όπως είπα, χωρίς την αγάπη δεν μπορούμε να είμαστε αληθινοί μαθηταί του Χριστού.


Πηγή: Ομιλία αρχιμ. Γεωργίου καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου (σημείωσις δική μας: νυν μακαριστού προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου), στην Τράπεζα της Μονής, την Η’ Κυριακή του Λουκά, του Καλού Σαμαρείτου, την 11ην Νοεμβρίου 2002.
Αναδημοσίευσις από το: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β, Τεύχος 38ο, σελ. 144-147, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 2014.

Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής: Περί αγάπης



Ο Αγιος Μάξιμος είναι από εκείνους τους θεολόγους που ξεχώρισαν για τον λόγο τους και για την απλότητα της σκέψης τους, ενώ βοήθησαν τους απλούς πιστούς να κατανοήσουν τον Λόγο του Θεού. Η παρακαταθήκη του «Περί αγάπης» είναι από τα κείμενα που μένουν πάντα επίκαιρα και δεν προκαλούν «φόβο», αλλά έρχονται ως πατρικές συμβουλές να στηρίξουν τις ανθρώπινες σχέσεις και στις μέρες μας.

  • Η αγάπη είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, η οποία την κάνει να μην προτιμά κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θεού. Είναι όμως αδύνατο να φτάσει να αποκτήσει σταθερά αυτή την αγάπη όποιος έχει κάποια εμπαθή κλίση σε κάτι από τα γήινα.
     
  • Την αγάπη τη γεννά η απάθεια. Την απάθεια τη γεννά η ελπίδα στον Θεό. Την ελπίδα, η υπομονή και η μακροθυμία. Αυτές τις γεννά η καθολική εγκράτεια. Την εγκράτεια, ο φόβος του Θεού. Τον φόβο του Θεού τον γεννά η πίστη.
     
  • Εκείνος που πιστεύει στον Κύριο φοβάται την Κόλαση. Κι εκείνος που φοβάται την Κόλαση εγκρατεύεται από τα πάθη. Εκείνος που εγκρατεύεται από τα πάθη υπομένει όσα θλίβουν. Εκείνος που υπομένει όσα θλίβουν θα αποκτήσει την ελπίδα στον Θεό. Η ελπίδα στον Θεό απομακρύνει τον νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα. Και όταν χωριστεί από αυτήν ο νους, θα αποκτήσει την αγάπη προς τον Θεό.
     
  • Εκείνος που αγαπά τον Θεό, πάνω από όλα τα κτίσματά Του προτιμά τη γνώση Του και αδιάλειπτα με πόθο την προσμένει.
     
  • Αν όλα τα όντα έγιναν από τον Θεό και για τον Θεό και ο Θεός είναι καλύτερος από τα δημιουργήματά Του, εκείνος που εγκαταλείπει τον Θεό και στρέφεται στα χειρότερα φανερώνεται ότι προτιμά περισσότερο τα δημιουργήματα από τον Θεό.
     
  • Εκείνος που έχει προσηλωμένο τον νου του στην αγάπη του Θεού καταφρονεί όλα τα ορατά, και το σώμα του ακόμη, σαν να είναι ξένο.
     
  • Αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, και ασυγκρίτως ανώτερος από τον κόσμο ο Δημιουργός Θεός, εκείνος που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τον κόσμο από τον Θεό που τον δημιούργησε, αυτός δεν διαφέρει διόλου από αυτούς που λατρεύουν τα είδωλα.
     
  • Εκείνος που χώρισε τον νου του από την αγάπη του Θεού και τη θεωρία και τον έχει δεμένο σε κάποιο από τα αισθητά, αυτός είναι που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τα κτίσματα από τον Θεό που τα δημιούργησε.



     
  • Αν η ζωή του νου είναι ο φωτισμός που δίνει η πνευματική γνώση κι αυτόν τον γεννά η αγάπη προς τον Θεό, ορθά έχει λεχθεί πως δεν είναι τίποτε πιο μεγάλο από τη θεία αγάπη.
     
  • Όταν με τον έρωτα της αγάπης ο νους μεταβαίνει προς τον Θεό, τότε δεν έχει διόλου αίσθηση για κανένα από τα κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από το θείο και άπειρο φως, γίνεται αναίσθητος για όλα τα κτίσματα, όπως τα μάτια δεν βλέπουν τα άστρα όταν ανατέλλει ο ήλιος.
     
  • Όλες οι αρετές βοηθούν τον νου για να αποκτήσει τον θείο έρωτα, περισσότερο όμως απ’ όλες η καθαρή προσευχή. Γιατί με αυτήν ο νους παίρνει φτερά και πετά προς τον Θεό και βγαίνει έξω από όλα τα όντα.
     
  • Όταν ο νους αρπαχθεί μέσω της αγάπης από τη θεία γνώση, και αφού βρεθεί έξω από τα όντα, αισθάνεται την απειρία του Θεού. Τότε, όπως συνέβη στον Ησαΐα, από την έκπληξη έρχεται σε συναίσθηση της μηδαμινότητάς του και λέει με κατάνυξη τα λόγια του προφήτη: «Ω εγώ, ο άθλιος, τι συντριβή νιώθω! Εγώ, ένας άνθρωπος που έχω χείλη ακάθαρτα και ανάμεσα σε λαό που έχει χείλη ακάθαρτα κατοικώ, είδα με τα μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαββαώθ».
     
  • Όποιος αγαπά τον Θεό δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και τον δυσαρεστούν τα πάθη εκείνων που δεν έχουν ακόμα καθαριστεί. Γι’ αυτό και χαίρεται με αμέτρητη και ανέκφραστη χαρά για τη διόρθωσή τους.
     
  • Ακάθαρτη είναι η ψυχή που είναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, από επιθυμία και μίσος.
     
  • Εκείνος που βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του προς οποιονδήποτε άνθρωπο για οποιοδήποτε φταίξιμό του είναι εντελώς ξένος από την αγάπη προς τον Θεό. Γιατί η αγάπη προς τον Θεό δεν ανέχεται διόλου το μίσος κατά του ανθρώπου.
     
  • «Όποιος με αγαπά –λέει ο Κύριος– θα τηρήσει τις εντολές Μου. Και η δική Μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλον». Άρα, λοιπόν, εκείνος που δεν αγαπά τον πλησίον του δεν τηρεί την εντολή του Κυρίου. Εκείνος που δεν τηρεί την εντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί να αγαπήσει.
     
  • Μακάριος ο άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.
     
  • Μακάριος ο άνθρωπος που δεν προσηλώνεται σε κανένα πράγμα, φθαρτό ή πρόσκαιρο.
     
  • Μακάριος ο νους που προσπέρασε όλα τα όντα και απολαμβάνει συνεχώς τη θεία ωραιότητα.
     
  • Εκείνος που φροντίζει για τη σάρκα, πώς να ικανοποιεί τις επιθυμίες της, και για πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του. Αυτός λατρεύει την κτίση αντί του Δημιουργού.
     
  • Εκείνος που διατηρεί το σώμα του γερό και μακριά από ηδονές, το έχει σύνδουλό του για να υπηρετεί τα πνευματικά.
     
  • Όποιος αποφεύγει όλες τις κοσμικές επιθυμίες κάνει τον εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.
     
  • Όποιος αγαπά τον Θεό αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα. Τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη.
     
  • Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος τον Θεό δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους, κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.
     
  • Ο Θεός, εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τους αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και τη γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του και, παιδεύοντάς τον σ’ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος όλους τους ανθρώπους τούς αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του και για την καλή του προαίρεση. Τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.
     
  • Η διάθεση της αγάπης δεν διαπιστώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση λόγου και με τη σωματική διακονία.
     
  • Εκείνος που απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση.
     
  • Εκείνος που έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη δεν κουράζεται να ακολουθεί συνέχεια τον Κύριό του, όπως λέει ο Θείος Ιερεμίας, αλλά υπομένει με γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία και ύβρη, χωρίς να σκέφτεται το κακό που του έκανε οποιοσδήποτε.
     
  • Όταν σε προσβάλει κανένας ή σε εξευτελίσει σε κάτι, τότε φυλάξου από τους λογισμούς της οργής, μήπως με τη λύπη σε χωρίσουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στη χώρα του μίσους.
  • Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε πρόσβαλε ή σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ. Με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία.
  • Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι πίστη χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή τον φωτισμό της γνώσεως.
     
  • Όπως το φως του ήλιου ελκύει το υγιές μάτι, έτσι και η γνώση του Θεού τραβά φυσικώς τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.
     
  • Νους καθαρός είναι ο νους που απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θείο φως.
     
  • Ψυχή καθαρή είναι εκείνη που ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.
     
  • Πάθος αξιοκατηγόρητο είναι μια κίνηση της ψυχής παρά φύση.
     
  • Απάθεια είναι μια ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή δύσκολα κινείται προς την κακία.
     
  • Εκείνος που απόκτησε τους καρπούς της αγάπης με τον ζήλο του δεν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σε πείσει γι’ αυτό ο Στέφανος, ο μαθητής του Χριστού, και οι όμοιοί του, που προσευχόταν για κείνους που τον φόνευαν και ζητούσε να τους συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργούσαν έτσι από άγνοια.
     
  • Αν ιδίωμα της αγάπης είναι η μακροθυμία και η χρηστότητα, τότε εκείνος που θυμομανιάζει και ενεργεί δόλια είναι φανερό ότι αποξενώνεται από την αγάπη. Κι όποιος είναι ξένος από την αγάπη είναι ξένος από τον Θεό, αφού ο Θεός είναι αγάπη.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ του γέροντα Πορφυρίου

agapi 2

του γέροντα Πορφυρίου

Είμαστε ευτυχισμένοι, όταν αγαπήσομε όλους τους ανθρώπους μυστικά. Θα νιώθομε τότε ότι όλοι μας αγαπούν.
Κανείς δεν μπορεί να φθάσει στον Θεό, αν δεν περάσει απ’ τους ανθρώπους. …
Ν’ αγαπάμε, να θυσιαζόμαστε για όλους ανιδιοτελώς, χωρίς να ζητάμε ανταπόδοση. Τότε ισορροπεί ο άνθρωπος.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστήριο της Εκκλησίας μας. Να γίνομε όλοι ένα εν Θεώ.

Η αγάπη στον αδελφό μας προετοιμάζει ν’ αγαπήσομε περισσότερο τον Χριστό.
Ας σκορπίζομε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς, αδιαφορώντας για τη στάση τους.
Όταν έλθει μέσα μας η χάρις του Θεού, δεν θα ενδιαφερόμαστε αν μας αγαπάνε ή όχι, αν μας μιλάνε με καλοσύνη. Θα νιώθουμε την ανάγκη εμείς να τους αγαπάμε όλους.
Είναι εγωισμός να θέλομε οι άλλοι να μας μιλάνε με καλοσύνη.
Όταν αγαπάμε χωρίς να επιδιώκομε να μας αγαπάνε, θα μαζεύονται όλοι κοντά μας σαν τις μέλισσες. Αυτό ισχύει για όλους μας.
Αν ο αδελφός σου σ’ ενοχλεί, σε κουράζει, να σκέπτεσαι: «Τώρα με πονάει το μάτι μου, το χέρι μου, το πόδι μου· πρέπει να το περιθάλψω μ’ όλη μου την αγάπη».
Να μη σκεπτόμαστε, όμως, ούτε ότι θα αμειφθούμε για τα δήθεν καλά ούτε ότι θα τιμωρηθούμε για τα κακά που διαπράξαμε.
Έρχεσαι εις επίγνωσιν αληθείας, όταν αγαπάεις με την αγάπη του Χριστού.
Τότε δεν ζητάεις να σ’ αγαπάνε· αυτό είναι κακό. Εσύ αγαπάεις, εσύ δίνεις την αγάπη σου· αυτό είναι το σωστό.
Από μας εξαρτάται να σωθούμε. Ο Θεός το θέλει. Όπως λέει η Αγία Γραφή: «πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Όταν κάποιος μας αδικήσει μ’ οποιονδήποτε τρόπο, με συκοφαντίες, με προσβολές, να σκεπτόμαστε ότι είναι αδελφός μας που τον κατέλαβε ο αντίθετος.
Έπεσε θύμα του αντιθέτου. Γι’ αυτό πρέπει να τον συμπονέσομε και να παρακαλέσομε τον Θεό να ελεήσει κι εμάς κι αυτόν· κι ο Θεός θα βοηθήσει και τους δύο.
Αν, όμως οργισθούμε εναντίον του τότε ο αντίθετος από κείνον θα πηδήσει σ’ εμάς και θα μας παίζει και τους δύο.
Όποιος κατακρίνει τους άλλους, δεν αγαπάει τον Χριστό. Ο εγωισμός φταίει. Από κει ξεκινάει η κατάκριση.
Ας υποθέσομε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται μόνος του στην έρημο. Δεν υπάρχει κανείς.
Ξαφνικά ακούει κάποιον από μακριά να κλαίει και να φωνάζει. Πλησιάζει κι αντικρίζει ένα φοβερό θέαμα:
μία τίγρις έχει αρπάξει έναν άνθρωπο και τον καταξεσχίζει με μανία. Εκείνος απελπισμένος ζητάει βοήθεια.
… Τι να κάνει, για να τον βοηθήσει; … Μήπως θα πάρει καμιά πέτρα να τήνε ρίξει στον άνθρωπο και να τον αποτελειώσει; «Όχι, βέβαια!», θα πούμε.
Κι όμως αυτό είναι δυνατόν να γίνει όταν δεν καταλαβαίνομε ότι ο άλλος που μας φέρεται άσχημα κατέχεται από τον διάβολο, την τίγρη.
Μας διαφεύγει ότι, όταν κι εμείς τον αντιμετωπίζομε χωρίς αγάπη, είναι σαν να του ρίχνομε πέτρες πάνω στις πληγές του, οπότε του κάνομε πολύ κακό και η «τίγρις» μεταπηδάει σ’ εμάς και κάνομε κι εμείς ό,τι εκείνος και χειρότερα.
Τότε, λοιπόν ποια είναι η αγάπη που έχομε για τον πλησίον μας και πολύ περισσότερο για τον Θεό;
Να αισθανόμαστε την κακία του άλλου σαν αρρώστια που τον βασανίζει και υποφέρει και δεν μπορεί να απαλλαγεί.
Γι’ αυτό να βλέπομε τους αδελφούς μας με συμπάθεια και να τους φερόμαστε με ευγένεια λέγοντας μέσα μας με απλότητα το «Κύριε Ιησού Χριστέ», για να δυναμώσει με τη θεία χάρι η ψυχή μας και να μην κατακρίνομε κανένα.

Όλους για αγίους να τους βλέπομε. Όλοι μας μέσα φέρομε τον ίδιο παλαιό άνθρωπο.
Ο πλησίον όποιος κι αν είναι, είναι «σάρξ εκ της σαρκός μας», είναι αδελφός μας και «μηδενί, μηδέν οφείλομεν, ει μη το αγαπάν αλλήλους», σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο.
Δεν μπορούμε ποτέ να κατηγορήσομε τους άλλους, γιατί «ουδείς την εαυτού σάρκα εμίσησεν».
Όταν κάποιος έχει ένα πάθος να προσπαθούμε να του ρίχνομε ακτίνες αγάπης κι ευσπλαχνίας για να θεραπεύεται και να ελευθερώνεται.
Μόνο με την χάρι του Θεού γίνονται αυτά. Να σκέπτεσθε ότι αυτός υποφέρει περισσότερο από εσάς. …
Να στεκόμαστε με προσοχή σεβασμό και προσευχή.
Εμείς να προσπαθούμε να μην το κάνομε το κακό. Όταν υπομένομε την αντιλογία του αδελφού λογίζεται μαρτύριο. Να το κάνομε με χαρά.
Ο χριστιανός είναι ευγενής. Να προτιμάμε ν’ αδικούμαστε.
Άμα έλθει μέσα μας το καλό, η αγάπη, ξεχνάμε το κακό που μας κάνανε. Εδώ κρύβεται το μυστικό.
Όταν το κακό έρχεται από μακριά, δεν μπορείτε να το αποφύγετε.
Η μεγάλη τέχνη είναι, όμως να το περιφρονήσετε.
Με την χάρι του Θεού ενώ θα το βλέπετε, δεν θα σας επηρεάζει, διότι θα είστε πλήρεις χάριτος.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ


Γέροντας ΠορφύριοςἝνα εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό. Ἔτσι μόνο θ' ἀποκτήσομε τὴν χάρι, τὸν οὐρανό, τὴν αἰώνια ζωή.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσομε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μυστικά. Θὰ νιώθομε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν Θεό, ἂν δὲν περάσει ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, «ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὃν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α’ Ἰωάν. 4, 20). Ν' ἀγαπᾶμε, νὰ θυσιαζόμαστε γιὰ ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς νὰ ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ζητάει ἀνταπόδοση εἶναι ἰδιοτελής. Δὲν εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀκραιφνής.
Νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε καὶ νὰ τοὺς συμπονᾶτε ὅλους. «Καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη• ὑμεῖς δέ ἐστε μέλη Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α' Κορ. 12, 26-27). Αὐτὸ εἶναι Ἐκκλησία• ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ὁ ἄλλος νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἡ φιλαυτία εἶναι ἐγωισμός. Νὰ μὴ ζητᾶμε, «ἐγὼ νὰ σταθῶ, ἐγὼ νὰ πάω στὸν Παράδεισο», ἀλλὰ νὰ νιώθομε γιὰ ὅλους αὐτὴ τὴν ἀγάπη. Καταλάβατε; Αὐτὸ εἶναι ταπείνωση.
Ἔτσι, ἂν ζοῦμε ἑνωμένοι, θὰ εἴμαστε μακάριοι, θὰ ζοῦμε στὸν Παράδεισο. Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μας» (Πρβλ. Ἐφ. 5, 30). Μπορῶ ν' ἀδιαφορήσω γι' αὐτόν, μπορῶ νὰ τὸν πικράνω, μπορῶ νὰ τὸν μισήσω; Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἂν αὐτὸ κάνομε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτα καλύτερο δὲν ὑπάρχει ἀπ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἂς διαβάσομε ἀπ' τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχή. Προσέξτε τοὺς στίχους: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς... ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί... ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν... ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν... ἵνᾳ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ» (Ἰωάν. 17, 11• 21• 22• 23• 24).
Βλέπετε; Τὸ λέει καὶ τὸ ξαναλέει. Τονίζει τὴν ἑνότητα. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα, ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό! Ὅπως ἕνα εἶναι ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Πατέρα. Ἐδῶ κρύβεται τὸ μεγαλύτερο βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καμία θρησκεία δὲν λέγει κάτι τέτοιο. Κανεὶς δὲν ζητάει αὐτὴ τὴ λεπτότητα ποὺ ζητάει ὁ Χριστός, νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα σὺν Χριστῷ. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ πλήρωμα. Σ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα, σ' αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐν Χριστῷ. Καμία διάσπαση ἐκεῖ δὲν χωράει, κανεὶς φόβος. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλαση. Μόνο ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, λατρεία Θεοῦ. Μπορεῖς νὰ φθάσεις νὰ λέεις τότε μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἔμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20).
Μποροῦμε πολὺ εὔκολα νὰ φθάσομε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἀγαθὴ προαίρεση χρειάζεται κι ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἔλθει μέσα μας. «Κρούει τὴν θύραν» καὶ «καινὰ ποιεῖ πάντα», ὅπως λέγει στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (Πρβλ. Ἀποκ. 3, 20• 21, 5). Μεταβάλλεται ἡ σκέψη μας, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν κακία, γίνεται πιὸ καλή, πιὸ ἁγία, πιὸ εὔστροφος. Ἄν, ὅμως, δὲν ἀνοίξομε τοῦ κρούοντας τὴν θύραν, ἂν δὲν ἔχομε ἐκεῖνα ποὺ θέλει Αὐτός, ἂν δὲν εἴμαστε ἄξιοί Του, τότε δὲν μπαίνει στὴν καρδιά μας. Γιὰ νὰ γίνομε ὅμως ἄξιοί Του, πρέπει ν' ἀποθάνομε κατὰ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνομε ποτὲ πλέον. Τότε θὰ ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἐνσωματωμένοι μὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θὰ ἔλθει ἡ θεία χάρις. Καὶ ἅμα θὰ ἔλθει ἡ χάρις, θὰ μᾶς τὰ δώσει ὅλα.
Στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶδα κάποτε κάτι πού μοῦ ἄρεσε πολύ. Μέσα σὲ μία βάρκα στὴ θάλασσα μοναχοὶ κρατοῦσαν διάφορα ἱερὰ ἀντικείμενα. Καταγόταν ὁ καθένας ἀπὸ διαφορετικὸ τόπο, ἐν τούτοις ἔλεγαν, «αὐτὸ εἶναι δικό μας» καὶ ὄχι «δικό μου».
Ἂς σκορπίζομε σὲ ὅλους τὴν ἀγάπη μας ἀνιδιοτελῶς.
Ὑπεράνω ὅλων ἡ ἀγάπη. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ, παιδιά μου, εἶναι ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλο, ἡ ψυχή του. Ὅ,τι κάνομε, προσευχή, συμβουλή, ὑπόδειξη, νὰ τὸ κάνομε μὲ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν ἀγάπη ἡ προσευχὴ δὲν ὠφελεῖ, ἡ συμβουλὴ πληγώνει, ἡ ὑπόδειξη βλάπτει καὶ καταστρέφει τὸν ἄλλον, ποὺ αἰσθάνεται ἂν τὸν ἀγαπᾶμε ἢ δὲν τὸν ἀγαπᾶμε καὶ ἀντιδρᾶ ἀναλόγως. Ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη! Ἡ ἀγάπη στὸν ἀδελφὸ μᾶς προετοιμάζει ν' ἀγαπήσομε περισσότερο τὸν Χριστό. Ὡραῖο δὲν εἶναι;
Ἂς σκορπίζομε σὲ ὅλους τὴν ἀγάπη μας ἀνιδιοτελῶς, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ στάση τους. Ὅταν ἔλθει μέσα μας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ἐνδιαφερόμαστε ἃν μᾶς ἀγαπᾶνε ἢ ὄχι, ἃν μᾶς μιλᾶνε μὲ καλοσύνη. Θὰ νιώθομε τὴν ἀνάγκη ἐμεῖς νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ὅλους. Εἶναι ἐγωισμὸς νὰ θέλομε οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς μιλᾶνε μὲ καλοσύνη. Ἂς μή μᾶς στενοχωρεῖ τὸ ἀντίθετο. Ἂς ἀφήσομε τοὺς ἄλλους νὰ μᾶς μιλᾶνε ὅπως αἰσθάνονται. Ἂς μὴ ζητιανεύομε τὴν ἀγάπη. Ἐπιδίωξή μας νὰ εἶναι ν' ἀγαπᾶμε καὶ νὰ προσευχόμαστε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ γιὰ κείνους. Τότε θὰ προσέξομε ὅτι ὅλοι θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκομε, χωρὶς καθόλου νὰ ζητιανεύομε τὴν ἀγάπη τους. Θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε ἐλεύθερα καὶ εἰλικρινὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους χωρὶς νὰ τοὺς ἐκβιάζομε. Ὅταν ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ ἐπιδιώκομε νὰ μᾶς ἀγαπᾶνε, θὰ μαζεύονται ὅλοι κοντά μας σὰν τὶς μέλισσες. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους μας.
Ἂν ὁ ἀδελφός σου σ' ἐνοχλεῖ, σὲ κουράζει, νὰ σκέπτεσαι: «Τώρα μὲ πονάει τὸ μάτι μου, τὸ χέρι μου, τὸ πόδι μου• πρέπει νὰ τὸ περιθάλψω μ' ὅλη μου τὴν ἀγάπη» (Πρβλ. Α' Κορ. 12,21). Νὰ μὴ σκεπτόμαστε, ὅμως, οὔτε ὅτι θὰ ἀμειφθοῦμε γιὰ τὰ δῆθεν καλά, οὔτε ὅτι θὰ τιμωρηθοῦμε γιὰ τὰ κακὰ ποὺ διαπράξαμε. Ἔρχεσαι εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, ὅταν ἀγαπάεις μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τότε δὲν ζητάεις νὰ σ' ἀγαπᾶνε• αὐτὸ εἶναι κακό. Ἐσὺ ἀγαπάεις, ἐσὺ δίνεις τὴν ἀγάπη σου• αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ σωθοῦμε. Ὁ Θεὸς τὸ θέλει. Ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «... πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (A' Τιμ. 2,4).
«...μηδενὶ μηδὲν ὀφείλομεν, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους»
Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικήσει μ' ὁποιονδήποτε τρόπο, μὲ συκοφαντίες, μὲ προσβολές, νὰ σκεπτόμαστε ὅτι εἶναι ἀδελφός μας ποὺ τὸν κατέλαβε ὁ ἀντίθετος. Ἔπεσε θύμα τοῦ ἀντιθέτου. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν συμπονέσομε καὶ νὰ παρακαλέσομε τὸν Θεὸ νὰ ἐλεήσει κι ἐμᾶς κι αὐτὸν κι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσει καὶ τοὺς δύο. Ἄν, ὅμως, ὀργισθοῦμε ἐναντίον του, τότε ὁ ἀντίθετος ἀπὸ κεῖνον θὰ πηδήσει σ' ἐμᾶς καὶ θὰ μᾶς παίζει καὶ τοὺς δύο. Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, δὲν ἀγαπάει τὸν Χριστό. Ὁ ἐγωισμὸς φταίει. Από κεῖ ξεκινάει ἡ κατάκριση. Θὰ σᾶς πῶ ἕνα μικρὸ παράδειγμα.
Ἂς ὑποθέσομε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται μόνος του στὴν ἔρημο. Δὲν ὑπάρχει κανείς. Ξαφνικὰ ἀκούει κάποιον ἀπὸ μακριὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ φωνάζει. Πλησιάζει κι ἀντικρίζει ἕνα φοβερὸ θέαμα: μία τίγρις ἔχει ἁρπάξει ἕναν ἄνθρωπο καὶ τὸν καταξεσχίζει μὲ μανία. Ἐκεῖνος ἀπελπισμένος ζητάει βοήθεια. Σὲ λίγα λεπτὰ θὰ τὸν κατασπαράξει. Τί νὰ κάνει, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει; Νὰ τρέξει κοντά του; Πῶς; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον. Νὰ φωνάξει; Ποιόν; Κανεὶς ἄλλος δὲν ὑπάρχει. Μήπως θὰ πάρει καμιὰ πέτρα νὰ τήνε ρίξει στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀποτελειώσει; «Ὄχι, βέβαια!», θὰ ποῦμε. Κι ὅμως αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει, ὅταν δὲν καταλαβαίνομε ὅτι ὁ ἄλλος πού μᾶς φέρεται ἄσχημα κατέχεται ἀπὸ τὸν διάβολο, τὴν τίγρη. Μᾶς διαφεύγει ὅτι, ὅταν κι ἐμεῖς τὸν ἀντιμετωπίζομε χωρὶς ἀγάπη, εἶναι σὰν νὰ τοῦ ρίχνομε πέτρες πάνω στὶς πληγές του, ὁπότε τοῦ κάνομε πολὺ κακὸ καὶ ἡ «τίγρις» μεταπηδάει σ' ἐμᾶς καὶ κάνομε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐκεῖνος καὶ χειρότερα. Τότε, λοιπόν, ποιὰ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχομε γιὰ τὸν πλησίον μας καί, πολὺ περισσότερο, γιὰ τὸν Θεό;
Νὰ αἰσθανόμαστε τὴν κακία τοῦ ἄλλου σὰν ἀρρώστια ποὺ τὸν βασανίζει καὶ ὑποφέρει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ. Γι' αὐτὸ νὰ βλέπομε τοὺς ἀδελφούς μας μὲ συμπάθεια καὶ νὰ τοὺς φερόμαστε μὲ εὐγένεια λέγοντας μέσα μας μὲ ἁπλότητα τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», γιὰ νὰ δυναμώσει μὲ τὴ θεία χάρι ἡ ψυχή μας καὶ νὰ μὴν κατακρίνομε κανένα. Ὅλους γιὰ ἁγίους νὰ τοὺς βλέπομε. Ὅλοι μας μέσα φέρομε τὸν ἴδιο παλαιὸ ἄνθρωπο. Ὁ πλησίον, ὅποιος κι ἂν εἶναι, εἶναι «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μας», εἶναι ἀδελφός μας καὶ «μηδενὶ μηδὲν ὀφείλομεν, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους», σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. 13,8). Δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ κατηγορήσομε τοὺς ἄλλους, γιατί «οὐδεὶς τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν» (Ἐφ. 5, 29).
Ὅταν κάποιος ἔχει ἕνα πάθος, νὰ προσπαθοῦμε νὰ τοῦ ρίχνομε ἀκτίνες ἀγάπης κι εὐσπλαγχνίας, γιὰ νὰ θεραπεύεται καὶ νὰ ἐλευθερώνεται. Μόνο μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνονται αὐτά. Νὰ σκέπτεσθε ὅτι αὐτὸς ὑποφέρει περισσότερο ἀπὸ ἐσᾶς. Στὸ κοινόβιο, ὅταν κάποιος φταίει, νὰ μὴν τοῦ ποῦμε ὅτι φταίει. Νὰ στεκόμαστε μὲ προσοχή, σεβασμὸ καὶ προσευχή. Ἐμεῖς νὰ προσπαθοῦμε νὰ μὴν τὸ κάνομε τὸ κακό. Ὅταν ὑπομένομε τὴν ἀντιλογία τοῦ ἀδελφοῦ, λογίζεται μαρτύριο. Νὰ τὸ κάνομε μὲ χαρά.
Ὁ χριστιανὸς εἶναι εὐγενής. Νὰ προτιμᾶμε ν' ἀδικούμαστε. Ἅμα ἔλθει μέσα μας τὸ καλό, ἡ ἀγάπη, ξεχνᾶμε τὸ κακὸ πού μᾶς κάνανε. Ἐδῶ κρύβεται τὸ μυστικό. Ὅταν τὸ κακὸ ἔρχεται ἀπὸ μακριά, δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ ἀποφύγετε. Ἡ μεγάλη τέχνη εἶναι, ὅμως, νὰ τὸ περιφρονήσετε. Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ θὰ τὸ βλέπετε, δὲν θὰ σᾶς ἐπηρεάζει, διότι θὰ εἶστε πλήρεις χάριτος.
Στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι ἀλλιώτικα. Ἐκεῖ κανεὶς τὰ δικαιολογεῖ στοὺς ἄλλους ὅλα.Ὅλα! Τί εἴπαμε; «Ὁ Χριστὸς βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45). Ἐγὼ ἐσένα βγάζω φταίχτη, ἔστω κι ἄν μοῦ λέεις ὅτι φταίει ὁ τάδε ἢ ἡ τάδε. Τελικὰ σὲ κάτι φταίεις καὶ τὸ βρίσκεις, ὅταν σοῦ τὸ πῶ. Αὐτὴ τὴ διάκριση ν' ἀποκτήσετε στὴ ζωή σας. Νὰ ἐμβαθύνετε στὸ καθετὶ καὶ νὰ μὴν τὰ βλέπετε ἐπιφανειακά. Ἂν δὲν πᾶμε στὸν Χριστό, ἂν δὲν ὑπομένομε, ὅταν πάσχομε ἀδίκως, θὰ βασανιζόμαστε συνέχεια. Τὸ μυστικὸ εἶναι ν' ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὶς καταστάσεις μὲ πνευματικὸ τρόπο. Κάτι παρόμοιο γράφει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος:
«Ὅλους τοὺς πιστοὺς ὀφείλομε νὰ τοὺς βλέπομε σὰν ἕνα καὶ νὰ σκεπτόμαστε ὅτι στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ νὰ ἔχομε γιὰ τὸν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιάσομε γιὰ χάρη του καὶ τὴ ζωή μας. Γιατί ὀφείλομε νὰ μὴ λέμε, οὔτε νὰ θεωροῦμε κανένα ἄνθρωπο κακό, ἀλλὰ ὅλους νὰ τοὺς βλέπομε ὡς καλούς. Κι ἂν δεῖς ἕναν ἀδελφὸ νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ πάθη, νὰ μὴν τὸν μισήσεις αὐτὸν• μίσησε τὰ πάθη ποὺ τὸν πολεμοῦν. Κι ἂν τὸν δεῖς νὰ τυραννεῖται ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ συνήθειες προηγουμένων ἁμαρτιῶν, περισσότερο σπλαγχνίσου τον, μὴν τυχὸν δοκιμάσεις καὶ σὺ πειρασμό, ἀφοῦ εἶσαι ἀπὸ ὑλικὸ ποὺ εὔκολα γυρίζει ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ κακό". Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ σὲ προετοιμάζει ν' ἀγαπήσεις περισσότερο τὸν Θεό. Τὸ μυστικό, λοιπόν, τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό. Γιατί, ἂν δὲν ἀγαπάεις τὸν ἀδελφό σου ποὺ τὸν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατὸν ν' ἀγαπάεις τὸν Θεὸ ποὺ δὲν Τὸν βλέπεις; " Ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ὰδελφὸν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;"» (1).
Ν' ἀγωνιζόμαστε νὰ στέλνομε τὴν ἀγαθή μας διάθεση
Νὰ ἔχομε ἀγάπη, πραότητα, εἰρήνη. Ἔτσι βοηθᾶμε τὸν συνάνθρωπό μας, ὅταν κυριεύεται ἀπ' τὸ κακό. Μυστικὰ ἀκτινοβολεῖ τὸ παράδειγμα, ὄχι μόνον ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι παρών, ἀλλὰ κι ὅταν δὲν εἶναι. Ν' ἀγωνιζόμαστε νὰ στέλνομε τὴν ἀγαθή μας διάθεση. Ἀκόμη καὶ λόγια ὅταν λέμε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, ποὺ δὲν τὴν ἐγκρίνομε, αὐτὸς τὸ καταλαβαίνει καὶ τὸν ἀπωθοῦμε. Ἐνῶ ἂν εἴμαστε ἐλεήμονες καὶ τὸν συγχωροῦμε, τὸν ἐπηρεάζομε —ὅπως τὸν ἐπηρεάζει καὶ τὸ κακὸ— κι ἂς μὴ μᾶς βλέπει.
Νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε μ' ἐκείνους ποὺ εἶναι βλάσφημοι, ἀντίθεοι, διῶκτες κ.λπ. Ἡ ἀγανάκτηση κάνει κακό. Τὰ λόγια τους, τὴν κακία τους νὰ μισήσομε, τὸν ἄνθρωπο, ὅμως, ποὺ τὰ εἶπε νὰ μὴν τὸν μισήσομε, οὔτε ν' ἀγανακτήσομε ἐναντίον του. Νὰ προσευχηθοῦμε γι’αὐτόν. Ὁ χριστιανὸς ἔχει ἀγάπη καὶ εὐγένεια καὶ φέρεται ἀνάλογα.
Ὅπως ἕνας ἀσκητής, χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανείς, ὠφελεῖ τὸν κόσμο, διότι τὸ κύμα τῆς προσευχῆς του ἐπηρεάζει τὸν ἄλλο, μεταφέρει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον στὸν κόσμο, ἔτσι κι ἐσεῖς νὰ σκορπᾶτε τὴν ἀγάπη σας, χωρὶς νὰ περιμένετε ἀνταπόδοση• μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ὑπομονή, τὸ μειδίαμα...
Ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀκραιφνής. Καὶ μόνον ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀκραιφνὴς ἀγάπη. Στὸ πρόσωπο πού μᾶς κουράζει καὶ μᾶς δυσκολεύει ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ προσφέρεται μὲ ἁπαλὸ τρόπο, χωρὶς ὁ ἄλλος νὰ καταλαβαίνει ὅτι κάνομε προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσομε. Καὶ νὰ μὴν πολυεκδηλωνόμαστε ἐξωτερικά, γιατί τότε τὸν κάνομε ν' ἀντιδρᾶ. Ἡ σιωπὴ σώζει ἀπ' ὅλα τὰ κακά. Ἐγκράτεια τῆς γλώσσης —μέγα πράγμα! Κατὰ ἕνα μυστικὸ τρόπο, ἡ σιωπὴ ἀκτινοβολεῖ στὸν πλησίον. Νὰ σᾶς διηγηθῶ μιὰ ἱστορία.
Μιὰ μοναχή, ποὺ ἤθελε πολὺ τὴν τάξη, εἶπε στὸν Γέροντά της ἀγανακτισμένη:
— Ἡ τάδε ἀδελφή μᾶς ἀναστατώνει στὸ μοναστήρι μὲ τὶς δυσκολίες της καὶ τὸ χαρακτήρα της. Δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ὑποφέρομε.
Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε:
— Ἐσὺ εἶσαι χειρότερη ἀπ' αὐτήν.
Ἡ μοναχὴ στὴν ἀρχὴ ἀντέδρασε καὶ ἐξεπλάγη, ἀλλὰ μετὰ τὶς ἐξηγήσεις τοῦ Γέροντα τὸ κατάλαβε καὶ εὐχαριστήθηκε πολύ. Τῆς εἶπε, δηλαδή, ὁ Γέροντας:
— Ἐνῶ ἐκείνη τὴν κυριεύει τὸ κακὸ πνεῦμα καὶ φέρεται ἄσχημα, κυριεύει κι ἐσένα, ποὺ εἶσαι τάχα σὲ καλύτερη κατάσταση, καὶ σᾶς παίζει καὶ τὶς δύο. Ἡ ἀδελφὴ ἔρχεται σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση χωρὶς νὰ τὸ θέλει, ἀλλὰ κι ἐσὺ μὲ τὴν ἀντίδρασή σου καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης σου κάνεις τὸ ἴδιο. Ἔτσι οὔτε κι αὐτὴν ὠφελεῖς κι ἐσὺ βλάπτεσαι.
Μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν προσευχὴ ὠφελοῦμε τὸν ἄλλον μυστικὰ.
Ὅταν βλέπομε τοὺς συνανθρώπους μας νὰ μὴν ἀγαποῦν τὸν Θεό, στενοχωρούμαστε. Μὲ τὴ στενοχώρια δὲν κάναμε ἀπολύτως τίποτα. Οὔτε καὶ μὲ τὶς ὑποδείξεις. Οὔτε αὐτὸ εἶναι σωστό. Ὑπάρχει ἕνα μυστικό• ἂν τὸ καταλάβομε, θὰ βοηθήσομε. Τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ προσευχή μας, ἡ ἀφοσίωσή μας στὸν Θεό, ὥστε νὰ ἐνεργήσει ἡ χάρις Του. Ἐμεῖς, μὲ τὴν ἀγάπη μας, μὲ τὴ λαχτάρα μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ προσελκύσομε τὴν χάρι, ὥστε νὰ περιλούσει τοὺς ἄλλους, ποὺ εἶναι πλησίον μας, νὰ τοὺς ξυπνήσει, νὰ τοὺς διεγείρει πρὸς τὸ θεῖο ἔρωτα. Ἤ, μᾶλλον, ὁ Θεὸς θὰ στείλει τὴν ἀγάπη Του νὰ τοὺς ξυπνήσει ὅλους. Ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε, θὰ τὸ κάνει ἡ χάρις Του. Μὲ τὶς προσευχές μας θὰ κάνομε ὅλους ἀξίους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Νὰ γνωρίζετε καὶ τὸ ἄλλο. Οἱ ψυχὲς οἱ πεπονημένες, οἱ ταλαιπωρημένες, ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὰ πάθη τους, αὐτὲς κερδίζουν πολὺ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιοι γίνονται ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε. Θυμηθεῖτε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τί λέγει: «Οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. 5,20). Ὅταν τὸ θυμᾶστε αὐτό, θὰ αἰσθάνεσθε ὅτι αὐτοὶ εἶναι πιὸ ἄξιοι κι ἀπό σᾶς κι ἀπὸ μένα. Τοὺς βλέπομε ἀδύνατους, ἀλλὰ ὅταν ἀνοίξουνε στὸν Θεό, γίνονται πλέον ὅλο ἀγάπη κι ὅλο θεῖο ἔρωτα. Ἐνῶ εἴχανε συνηθίσει ἀλλιῶς, τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς τους τὴ δίδουν μετὰ ὅλη στὸν Χριστὸ καὶ γίνονται φωτιὰ ἀπὸ ἀγάπη Χριστοῦ. Ἔτσι λειτουργεῖ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ τέτοιες ψυχές, ποὺ λέμε «πεταμένες».
Νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νὰ βιαζόμαστε, οὔτε νὰ κρίνομε ἀπὸ πράγματα ἐπιφανειακὰ κι ἐξωτερικά. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, βλέπετε μία γυναίκα γυμνὴ ἢ ἄσεμνα ντυμένη, νὰ μὴ μένετε στὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ νὰ μπαίνετε στὸ βάθος, στὴν ψυχή της. Ἴσως εἶναι πολὺ καλὴ ψυχὴ κι ἔχει ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, ποὺ τὶς ἐκδηλώνει μὲ τὴν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα της δυναμισμό, ἔχει τὴ δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νὰ ἑλκύσει τὰ βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπό ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τὰ πράγματα. Σκεφθεῖτε αὐτὴ νὰ γνωρίσει τὸν Χριστό. Θὰ πιστέψει, κι ὅλη αὐτὴ τὴν ὁρμὴ θὰ τὴ στρέψει στὸν Χριστό. Θὰ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Θὰ γίνει ἁγία.
Εἶναι ἕνα εἶδος προβολῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας νὰ ἐπιμένομε νὰ γίνουν οἱ ἄλλοι καλοί. Στὴν πραγματικότητα, θέλομε ἐμεῖς νὰ γίνομε καλοὶ κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε, τὸ ἀπαιτοῦμε ἀπ' τοὺς ἄλλους κι ἐπιμένομε σ' αὐτό. Κι ἐνῶ ὅλα διορθώνονται μὲ τὴν προσευχή, ἐμεῖς πολλὲς φορὲς στενοχωρούμεθα κι ἀγανακτοῦμε καὶ κατακρίνομε.
Πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ τοὺς φόβους μας καὶ τὴν ἄσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρὶς νὰ τὸ θέλομε καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνομε, κάνομε κακὸ στὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν τὸν ἀγαπᾶμε πάρα πολύ, ὅπως, παραδείγματος χάριν, ἡ μάνα τὸ παιδί της. Ἡ μάνα μεταδίδει στὸ παιδὶ ὅλο τὸ ἄγχος της γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν ὑγεία του, γιὰ τὴν πρόοδό του, ἔστω κι ἂν δὲν τοῦ μιλάει, ἔστω κι ἂν δὲν ἐκδηλώνει αὐτὸ ποὺ ἔχει μέσα της. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἡ φυσικὴ ἀγάπη δηλαδή, μπορεῖ κάποτε νὰ βλάψει. Δὲν συμβαίνει, ὅμως, τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνδυάζεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, τὸν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός.
Ἡ ἀγάπη νὰ εἶναι μόνον ἐν Χριστῷ. Γιὰ νὰ ὠφελήσεις τοὺς ἄλλους, πρέπει νὰ ζεῖς μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλιῶς δὲν μπορεῖς νὰ ὠφελήσεις τὸν συνάνθρωπό σου. Δὲν πρέπει νὰ βιάζεις τὸν ἄλλο. Θὰ ἔλθει ἡ ὥρα του, θὰ ἔλθει ἡ στιγμή, ἀρκεῖ νὰ προσεύχεσαι γι' αὐτόν. Μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἀνοχὴ καὶ κυρίως μὲ τὴν προσευχὴ ὠφελοῦμε τὸν ἄλλον μυστικά. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τὸν ὁρίζοντα τοῦ νοῦ του καὶ τὸν βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ εἶναι τὸ λεπτὸ σημεῖο. Ἅμα δεχθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, τότε ἕνα ἄπλετο φῶς θὰ ἔλθει πάνω του, ποὺ δὲν τὸ ἔχει δεῖ ποτέ. Θὰ βρεῖ ἔτσι τὴ σωτηρία.
Ἡ καλύτερη ἱεραποστολὴ γίνεται μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα, τὴν ἀγάπη μας, τὴν πραότητά μας.
Νὰ εἴμαστε ζηλωταί. Ζηλωτὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει ὁλόψυχα τὸν Χριστὸ καὶ στὸ ὄνομά Του διακονεῖ τὸν ἄνθρωπο. Ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους• αὐτὸ εἶναι ζευγάρι, δὲν χωρίζει. Πάθος, πόθος, δάκρυα, μὲ κατάνυξη, ὄχι σκόπιμα. Ὅλα ἀπὸ καρδιά!
Ὁ φανατισμὸς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν Χριστό. Νὰ εἶσαι χριστιανὸς ἀληθινός. Τότε κανένα δὲν θὰ παρεξηγεῖς, ἀλλὰ «ἡ ἀγάπη σου πάντα θὰ στέγει» (Πρβλ. A'Kορ. 13,7). Καὶ στὸν ἀλλόθρησκο, χριστιανός. Δηλαδὴ νὰ τὸν τιμάεις ἄσχετα μὲ τὴ θρησκεία του μὲ ἕναν εὐγενικὸ τρόπο. Μπορεῖς νὰ περιποιηθεῖς ἕναν Ὀθωμανό, ὅταν ἔχει ἀνάγκη, νὰ τοῦ μιλήσεις, ν' ἀναστραφεῖς μαζί του. Νὰ ὑπάρχει σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου. Ὅπως ὁ Χριστὸς «ἵσταται ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούει», χωρὶς νὰ τὴν παραβιάζει, ἀλλὰ περιμένει τὴν ψυχὴ μόνη της κι ἐλεύθερα νὰ Τὸν δεχθεῖ, ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ στεκόμαστε μπροστὰ στὴν κάθε ψυχή.
Στὴν ἱεραποστολικὴ προσπάθεια νὰ ὑπάρχει λεπτὸς τρόπος, ὥστε οἱ ψυχὲς νὰ δέχονται ὅ,τι προσφέρομε, λόγια, βιβλία, χωρὶς ν' ἀντιδροῦν. Καὶ κάτι ἀκόμη. Λίγα λόγια. Τὰ λόγια ἠχοῦν στ' αὐτιὰ καὶ ἐκνευρίζουν πολλὲς φορές. Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ζωὴ ἔχουν ἀπήχηση. Ἡ ζωὴ συγκινεῖ, ἀναγεννᾶ καὶ ἀλλοιώνει, ἐνῶ τὰ λόγια μένουν ἄκαρπα. Ἡ καλύτερη ἱεραποστολὴ γίνεται μὲ τὸ καλό μας παράδειγμα, τὴν ἀγάπη μας, τὴν πραότητά μας. Ἀκοῦστε ἕνα σχετικὸ παράδειγμα.
Κάποτε ἕνας παπὰς εἶχε πάει σὲ μία ὁμιλία μὲ μορφωμένους• τὸν εἶχε πάρει μαζί του ἕνας ἐξάδελφός του. Ὁ ὁμιλητὴς εἶπε πολλὰ πάνω σ' ἕνα θέμα μαρξιστικό. Οἱ ἀκροατές του ἐνθουσιάσθηκαν καὶ τὸν ἐχειροκρότησαν στὸ τέλος. Ἀλλά, ὅπως ἦταν ἀκόμη πάνω στὴν ἕδρα, εἶδε τὸν παπὰ καὶ εἶπε:
— Ἔχομε κι ἕναν παπὰ στὴν ὁμιλία μας. Ἂν μπορεῖ, νὰ μᾶς ἔλεγε τὸ θέμα ἀπὸ θρησκευτικῆς καὶ φιλοσοφικῆς πλευρᾶς.
Τὸ εἶπε εἰρωνικὰ νομίζοντας ὅτι θὰ τὸν ταπεινώσει καὶ θὰ ἐξευτελίσει τὴν Ἐκκλησία. Ὁ παπὰς σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Τί νὰ σοῦ πῶ ἐγώ, παιδί μου, δὲν ξέρω, ἀλλὰ ἔχω ἀκούσει• ὁ τάδε σοφὸς λέει ἔτσι κι ἔτσι στὴν τάδε σελίδα, ὁ τάδε λέει ἔτσι κι ἔτσι στὴν τάδε σελίδα, ὁ τάδε λέει ἔτσι κι ἔτσι στὴν τάδε σελίδα, ὁ τάδε... κ.λπ., κ.λπ. Ὁ Μωυσῆς λέει ἔτσι κι ἔτσι στὴν τάδε σελίδα, ὁ Ἠσαΐας, ὁ Δαβίδ, ὁ Χριστός. Συνέχισε λέγοντας αὐτὸ τὸ χωρίο ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «...ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;... τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἔξελέξατο ὁ Θεός, ἴνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνη... ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α'Κόρ. 1, 20•27•29).
Ἔκλεισε τὸ στόμα ὁ «σοφός», ὁ ὁμιλητής.Τὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ παπὰς τὰ εἶπε μὲ πραότητα καὶ χωρὶς ἐγωισμό. Ἦταν δεσπότης τοῦ Πατριαρχείου. Ὅταν τελείωσε, εἶπε:
— Ἐγὼ δὲν ξέρω τίποτα. Ἐσεῖς κρίνετε ποιὸ εἶναι τὸ σωστό.
Εἶπε στὸ τέλος ὁ ὁμιλητὴς ντροπιασμένος:
— Πολὺ καλά μᾶς τὰ εἶπε ὁ παπάς! Τ' ἀναίρεσε ὅλὰ τὰ δικά μου.
Εἶναι σπουδαῖο πράγμα ἡ κατάρτιση, ὅταν συνδυάζεται μὲ τὴν πραότητα, τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη. Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Νὰ μιλᾶτε, ὅταν ἔχετε σχετικὴ κατάρτιση στὸ θέμα. Ἂν δὲν ἔχετε, νὰ μιλᾶτε μὲ τὸ παράδειγμά σας.
Στὶς συζητήσεις λίγα λόγια γιὰ τὴ θρησκεία καὶ θὰ νικήσετε. Ἀφῆστε ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἄλλη γνώμη νὰ ξεσπάσει, νὰ πεῖ, νὰ πεῖ... Νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι ἔχει νὰ κάνει μ' ἕναν ἤρεμο ἄνθρωπο. Νὰ ἐπιδράσετε μὲ τὴν καλοσύνη σας καὶ τὴν προσευχή σας κι ἔπειτα τοῦ μιλᾶτε λίγο. Δὲν κάνετε τίποτα, ἂν τὰ πεῖτε ἔντονα, ἂν τοῦ πεῖτε, παραδείγματος χάριν, «εἶπες ψέμα!». Καὶ τί θὰ βγεῖ; Εἶστε «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10, 16). Τί νὰ κάνετε; Ν' ἀδιαφορεῖτε ἐξωτερικά, ἀλλὰ νὰ προσεύχεσθε μέσα σας. Νὰ εἶστε ἕτοιμοι, καταρτισμένοι, μὲ παρρησία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἁγιότητα, πραότητα, προσευχή. Γιὰ νὰ κάνετε αὐτὸ ὅμως, πρέπει νὰ γίνετε ἅγιοι.
Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ δὲν ἔχει ὅρια, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Νὰ ἐκτείνεται παντοῦ, στὰ πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐγὼ ἤθελα νὰ πάω νὰ ζήσω μαζὶ μὲ τοὺς χίπηδες στὰ Μάταλα χωρίς, βέβαια, ἁμαρτίες, γιὰ νὰ τοὺς δείξω τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πόσο εἶναι μεγάλη καὶ πῶς μπορεῖ νὰ τοὺς ἀλλάξει, νὰ τοὺς μεταμορφώσει. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα. Θὰ σᾶς τὸ πῶ μ' ἕνα παράδειγμα.
- Ἦταν ἕνας ἀσκητὴς κι εἶχε δυὸ ὑποτακτικούς. Προσπαθοῦσε πολὺ νὰ τοὺς ὠφελήσει καὶ νὰ τοὺς κάνει καλούς. Εἶχε, ὅμως, τὴν ἀνησυχία ἂν ὄντως προχωροῦν στὴν πνευματικὴ ζωή, ἂν προοδεύουν κι ἂν εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Περίμενε ἕνα σημάδι γι' αὐτὸ ἀπ' τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔπαιρνε καμία ἀπάντηση. Κάποια ἡμέρα θὰ γινόταν ἀγρυπνία στὴν ἐκκλησία μίας ἄλλης σκήτης, ποὺ ἀπεῖχε πολλὲς ὧρες ἀπ' τὴ δική τους. Ἔπρεπε νὰ γίνει πορεία μὲς στὴν ἔρημο. Ἔστειλε τοὺς ὑποτακτικούς του ἀπ' τὸ πρωί, ὥστε νὰ φθάσουν νωρίς, γιὰ νὰ τακτοποιήσουν τὴν ἐκκλησία, κι ὁ Γέροντας θὰ πήγαινε τ' ἀπόγευμα. Οἱ ὑποτακτικοὶ εἶχαν προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν ξαφνικὰ ἄκουσαν βογγητά. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος βαριὰ τραυματισμένος καὶ ζητοῦσε βοήθεια:
— Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ, τοὺς ἔλεγε, γιατί ἐδῶ εἶναι ἐρημιά, κανεὶς δὲν περνάει, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μὲ βοηθήσει; Ἐσεῖς εἶστε δυό. Σηκῶστε μὲ καὶ ὁδηγῆστε με στὸ πρῶτο χωριό.
— Δὲν μποροῦμε! τοῦ εἶπαν. Βιαζόμαστε νὰ πᾶμε γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ἔχομε πάρει ἐντολὴ νὰ ἑτοιμάσομε.
— Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ! Ἂν μ' ἀφήσετε, θὰ πεθάνω, θὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία.
— Δὲν μποροῦμε! Τί νὰ κάνομε, πρέπει νὰ πᾶμε στὸ καθῆκον μας.
Κι ἔφυγαν. Τ' ἀπόγευμα ξεκίνησε ὁ Γέροντας γιὰ τὴν ἀγρυπνία. Πέρασε ἀπ'τὸν ἴδιο δρόμο. Ἔφθασε καὶ στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ τραυματισμένος. Τὸν βλέπει, τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ λέει:
— Τί ἔπαθες, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Τί ἔχεις; Ἀπὸ πότε εἶσαι ἐδῶ; Δὲν σὲ εἶδε κανείς;
— Πέρασαν τὸ πρωὶ δύο μοναχοὶ καὶ τοὺς παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήσουν, ἀλλὰ βιαζόντουσαν νὰ πᾶνε στὴν ἀγρυπνία.
— Θὰ σὲ πάρω ἐγώ. Μὴν ἀνησυχεῖς! τοῦ λέει.
— Δὲν μπορεῖς ἐσύ, εἶσαι γέροντας, δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σηκώσεις, ἀδύνατον!
— Ὄχι, θὰ σὲ πάρω! Δὲν μπορῶ νὰ σ' ἀφήσω!
— Μὰ δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σηκώσεις.
— Θὰ σκύψω, καὶ σὺ πιάσου ἀπὸ πάνω μου καὶ λίγο λίγο θὰ σὲ πάω σὲ κανένα κοντινὸ χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αὔριο, θὰ σὲ φθάσω.
Καὶ τὸν πῆρε μὲ μεγάλη δυσκολία κι ἄρχισε νὰ βαδίζει μὲ τὸ βάρος ἐκεῖνο μὲς στὴν ἄμμο πάρα πολὺ δύσκολα. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι καὶ σκεπτόταν: «Ἔστω καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ φθάσω». Καθὼς ὅμως προχωροῦσε, ἄρχισε νὰ νιώθει τὸ φορτίο του πιὸ ἐλαφρό, πιὸ ἐλαφρὸ καὶ σὲ κάποια στιγμὴ αἰσθάνθηκε σὰν νὰ μὴν κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω νὰ δεῖ τί συμβαίνει καὶ βλέπει μὲ ἔκπληξη πάνω του ἕναν ἄγγελο. Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:
— Μ' ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ πληροφορήσω ὅτι οἱ δύο ὑποτακτικοί σου δὲν εἶναι ἄξιοι της Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιατί δὲν ἔχουν ἀγάπη (2).
Σημειώσεις
(1). Ὁ Γέροντας, σχετικὰ μὲ τὸ παραπάνω κείμενο, τὸ ὁποῖο περιέχει ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Συμεὼν καὶ λόγια δικά του, παρακάλεσε: «Νὰ τὸ γράψετε μὲ ὡραῖα, εὐανάγνωστα γράμματα, νὰ τὸ βάλετε σὲ κορνίζα καὶ νὰ τὸ κρεμάσετε στὸ κελλί μου. Νὰ βγάλετε πολλὰ φωτοαντίγραφα καὶ νὰ τὰ δίνετε στὸν κόσμο ὅλο, πρὸς ὠφέλειαν». Πρβλ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια Θεολογικὰ καὶ Πρακτικὰ ρ', SC 51• Α' Ἰωαν. 4,20.
(2). Πρβλ. Εὐεργετινοῦ, τομ. δ’, Ὑπόθεσιν ιγ’, Ἀθῆναι, 1988, σ. 281-286
Ἀπὸ τὸ «Βίος καὶ Λόγοι», ἔκδ. Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Αγίου Λουκά Κριμαίας: Ο Χρυσός Κανόνας



ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
«ΚΑΘΩΣ ΘΕΛΕΤΕ ΙΝΑ ΠΟΙΩΣΙΝ ΥΜΙΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΚΑΙ ΥΜΕΙΣ ΠΟΙΕΙΤΕ ΑΥΤΟΙΣ ΟΜΟΙΩΣ»
«Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως, και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιοϋσι. Και εάν δανείζητε παρ' ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχάριστους και πονηρούς, γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λκ. 6, 31, 36).
Τόσο απλά λόγια! Είναι τόσο απλά και τόσο φυσικά ώστε ο άνθρωπος, όταν πρώτη φορά ακούει ότι πρέπει να φέρεται στους άλλους έτσι όπως ήθελε οι άλλοι να φέρονται σ' αυτόν, αισθάνεται αμηχανία. Κύριε! Πώς μόνος μου δεν το σκέφτηκα! Όλα τα σπουδαία και μεγάλα πράγματα είναι απλά και όλη η διδασκαλία του Χριστού είναι καταπληκτικά απλή. Απευθυνόταν στους ανθρώπους με άπλή καρδιά. Τήν δέχτηκαν οι απλοί αλιείς από την Γαλιλαία και έγιναν φώς για όλο τον κόσμο.
Τόν Χριστό ζητούσαν και μετά Τόν ακολούθησαν κυρίως απλοί άνθρωποι γιατί ο λόγος Του είναι απλός και εύκολα αγγίζει την καρδιά τοϋ άνθρωπου. Όλη η διδασκαλία Του είναι κατανοητή και όμως πόσο μακριά άπ' αυτή είναι η δική μας πραγματικότητα!
Σπάνιο πράγμα να φερόμαστε στους ανθρώπους όπως θα θέλαμε να μας φέρονται αυτοί. Περιμένουμε από τους άλλους να μας σέβονται άλλά οι ίδιοι τους ταπεινώνουμε, θέλουμε να μας βοηθάνε, όταν υπάρχει ανάγκη, άλλά οι ϊδιοι ποτέ δεν σκεφτόμαστε πώς να βοηθήσουμε τον πλησίον.
Τι σημαίνει αυτό; Γιατί είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί δεν φερόμαστε στους ανθρώπους όπως θέλουμε να μας φέρονται αυτοί;
Δεν συμπεριφερόμαστε έτσι με όλους τους ανθρώπους. Στους πιο στενούς συγγενείς μας, στους ανθρώπους που αγαπάμε, στην γυναίκα μας, στα παιδιά μας, στον πατέρα και την μητέρα μας, φερόμαστε έτσι όπως το λέει ο Χριστός στις εντολές του, τους αγαπάμε σαν τον εαυτό μας και δεν τους κάνουμε αυτά που θα ήταν δυσάρεστα για μας αν μας τα κάνανε οι άλλοι. Ποιά μητέρα, η οποία με όλη την καρδιά της αγαπάει το παιδί της, δεν προσφέρει σ' αυτό όλη την αγάπη και την τρυφερότητα που έχει, ακόμα και την ζωή της; Έτσι ακολουθεί το νόμο του Χριστού. Σ' αυτούς όμως που ονομάζουμε πλησίον αλλά στην πραγματικότητα τους θεωρούμε ξένους δεν φερόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Τι μάς εμποδίζει να τους φερόμαστε έτσι όπως φερόμαστε σ' αυτούς που αγαπάμε; Ό εγωισμός και η φιλαυτία μας, γιατί μόνο τον εαυτό μας αγαπάμε. Γι' αυτό είμαστε καλοί με τους συγγενείς μας, επειδή τους αγαπάμε, και ψυχροί με τους άλλους, γιατί δεν τους αγαπάμε. Τόν εαυτό μας φροντίζουμε και τον αγαπάμε και τους ανθρώπους γύρω μας δεν τους αγαπάμε, συχνά τους πικραίνουμε και τους προσβάλλουμε. Και αυτό που ζητά από μας ο Κύριος είναι τόσο φυσικό, τόσο καθαρό και τόσο ιερό «Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και στη συνέχεια λέει" «Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί;... πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου».
Δύσκολο πράγμα ζητάει από μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Θέλει να αγαπάμε τους εχθρούς μας. Μήπως αυτό είναι εύκολο; Όχι, αλλά πάρα πολύ δύσκολο. Να αγαπάνε τους εχθρούς τους μαθαίνουν αυτοί που έχουν καθαρή καρδιά, που με όλη την καρδιά τους αγαπάνε τον Θεό και τηρούν τις εντολές του, αυτοί που μέσα τους κατοικεί το Άγιο Πνεύμα, το πνεύμα της ταπείνωσης, αυτοί που όλο το είναι τους διαποτίζεται από αγάπη.
Αυτοί που έμαθαν να αγαπάνε τους εχθρούς και τους ανθρώπους που τους μισούσαν, νικούσαν με αγάπη τους αντιπάλους τους. Μέ τη δική τους αγάπη μάζευαν πάνω στο κεφάλι των έχθρων τους αναμμένα κάρβουνα, έκαναν την καρδιά τους να καίει και μ' αυτό τον τρόπο από εχθρούς τους κάνανε φίλους.

Για την δύναμη του καλού λόγου



ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
Για την δύναμη του καλού λόγου και την επιείκεια στους αμαρτωλούς
«Και παράγων ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον, και λέγει αυτώ· ακολούθει μοι. Και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ» (Μθ. 9, 9).
Ποιος ήταν αυτός ο Ματθαίος, ο οποίος στη συνέ­χεια έγινε μεγάλος απόστολος και ευαγγελιστής; Ήταν τελώνης και μάζευε φόρους. Ο λαός μισούσε τους τελώνες και τους θεωρούσε αμαρτωλούς, διότι έκαναν πολλές αδικίες προσπαθώντας να κερδίσουν περισσό­τερα χρήματα για τον εαυτό τους. Και αυτόν τον άνθρωπο, που όλοι τον θεωρούσαν άθλιο και τον απο­στρέφονταν, ο Κύριος τον καλεί και του λέει: «Ακο­λούθει μοι».
Μόνο δύο λέξεις, και αυτές έκαναν επανάσταση στην ψυχή του τελώνη. Σηκώθηκε αμέσως, έριξε κά­τω τα χρήματά του και ακολούθησε τον Χριστό.
Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι το κάλεσμα του Χριστού μπορεί να προκαλέσει στην ψυχή του ανθρώ­που επανάσταση. Στους βίους των αγίων υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι επέστρε­ψαν στον Χριστό μετά από έναν λόγο του Ευαγγε­λίου. Από την πείρα μου γνωρίζω ότι ένας καλός λό­γος μπορεί να συνταράξει την ψυχή του αμαρτωλού, όπως συντάραξε την ψυχή του τελώνη Ματθαίου. Άν­θρωποι πνιγμένοι στην αμαρτία, κλέφτες, ληστές και φονιάδες, όταν τους λες έναν καλό λόγο και τους δεί­χνεις την αγάπη σου, την συγκατάβαση και τον σεβα­σμό στο πρόσωπό τους, συγκινούνται πάρα πολύ.
Και εμείς οι αμαρτωλοί, αδύναμοι και ασήμαντοι άνθρωποι με έναν λόγο αγάπης και σεβασμού μπορούμε να συγκινούμε και να συνταράζουμε τις καρδιές των αμαρτωλών, όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Να το θυμόμαστε και ποτέ να μην κατακρίνουμε τους αμαρτωλούς, να μην τους στιγματίζουμε, αλλά να τους φερόμαστε με αγάπη, δείχνοντας σεβασμό στο πρόσω­πό τους, αν και οι ίδιοι δεν το σέβονται και το έχουν καταπατήσει.
«Και εγένετο αυτού ανακειμένου εν τη οικία, και ι­δού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού. Και ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον τοις μαθηταίς αυτού· διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκα­λος υμών; Ο δε Ιησούς ακούσας είπεν αυτοίς· ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ' οι κακώς έ­χοντες. Πορευθέντες δε μάθετε τι εστίν έλεον θέλω και ου θυσίαν. Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ' αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Μθ. 9, 10-13).
Οι φαρισαίοι αγανακτούσαν για το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός συναναστρεφόταν με τους αμαρτω­λούς, τις πόρνες και τους τελώνες. Περιφρονούσαν αυτούς τους ανθρώπους και θεωρούσαν ακαθαρσία να επικοινωνούν μαζί τους. Ποτέ δεν τους μιλούσαν, άλ­λα τους κακολογούσαν και τους κατέκριναν για την συμπεριφορά τους.
Ξέρουμε ότι οι πόρνες έπλεναν τα πόδια του Κυ­ρίου Ιησού και τα σκούπιζαν με τα μαλλιά τους. Πο­τέ δεν έχουν ακούσει απ' Αυτόν κανένα λόγο επιπληκτικό. Τις συγχωρούσε και τις έλεγε: «Πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» (Ίω. 8, 11).

Λόγος στον Εσπερινό της συγχωρήσεως Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας



Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας
Λόγος στον Εσπερινό της συγχωρήσεως
Πρέπει, αδελφοί και αδελφές μου, να έχουμε χα­ραγμένο στην καρδιά μας και να θυμόμαστε πάντα τον λόγο του Χριστού: «Εάν γάρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πα­τήρ υμών ο ουράνιος· εάν δέ μή αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών α­φήσει τα παραπτώματα υμών» (Μτ. 6, 14-15). Είναι πολύ φοβερά αυτα τα λόγια του Κυρίου. "Αν δεν συγχωρούμε τα παραπτώματα του πλησίον μας τότε και ό Χριστός, στη Φοβερά του Κρίση, θα μας βάλει στα αριστερά του δεν θα μας αφήσει τις αμαρτίες μας διότι και εμείς δεν αφήναμε τα παραπτώματα τού πλησίον μας. Βλέπετε, διότι πραγματικά είναι φρικτό πράγμα να μην συγχωρούμε τους ανθρώπους.
Στους βίους των αγίων υπάρχουν αρκετά παρα­δείγματα ανθρώπων πού τιμωρήθηκαν επειδή δεν ήθελαν να συγχωρήσουν. Ο ιερομόναχος Τίτος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη. Μαζεύτηκε γύρω του όλη η αδελ­φότητα της Μονής. Όλοι ήξεραν ότι υπάρχει παλιά έχθρα μεταξύ του Τίτου και του Ιεροδιακόνου Ευάγριου, γι' αυτό και έφεραν τον Ευάγριο να συμφιλι­ωθεί με τον Τίτο πριν αποθάνει.
Ο μακάριος αυτός ο Τίτος σηκώθηκε στο κρεβά­τι του, έσκυψε μπροστά στον Ευάγριο το κεφάλι του και του ζήτησε συγγνώμη. Αλλά ο σκληρόκαρδος Ευάγριος του απάντησε με έναν τρομερό λόγο: «Δεν θα σε συγχωρήσω ούτε σ' αυτή τήν ζωή ούτε στην μέλλουσα». Μόλις το είπε αυτό έπεσε νεκρός, και ό μακάριος Τίτος σηκώθηκε υγιής από το κρεβάτι του. Διηγήθηκε στους αδελφούς ότι είδε τους αγγέλους και τους δαίμονες οι όποιοι είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του. Οι δαίμονες ήθελαν να πάρουν τήν ψυχή του, διότι είχε έχθρα με τον Ευάγριο, ενώ οι άγγελοι έκλαιγαν γι' αυτόν. Μόλις όμως ο Ευάγριος είπε τον φοβερό εκείνο λόγο, ένας άγγελος με το φλογισμένο δόρυ του χτύπησε τον Ευάγριο ό όποι­ος αμέσως έπεσε νεκρός. Ό ίδιος άγγελος πήρε το χέρι του Τίτου, τον θεράπευσε και τον σήκωσε από το κρεβάτι του.
Γνωρίζουμε και ένα άλλο παράδειγμα από το βίο του μάρτυρα Νικηφόρου. Υπήρχε έχθρα μεταξύ αυτού και του πρεσβυτέρου Σαπρικίου, με τον οποίον κάποτε ήταν πολύ καλοί φίλοι. Όμως, όπως συχνά γίνεται, ο διάβολος με τις πανουργίες του κατέστρε­ψε αυτή τη φιλία. Ήταν καιρός πού γινόταν σφο­δρός διωγμός κατά των χριστιανών. Ο πρεσβύτερος Σαπρίκιος συνελήφθη, τον βασάνισαν και τελικά τον οδήγησαν σε μαρτύριο. Όταν πήγαν να τον εκτελέσουν ο Νικηφόρος τον ακολουθούσε, έπεφτε μπροστά του και τον ικέτευε λέγοντας: «Μάρτυρα του Χριστού, συγχώρησε με». Ο Σαπρίκιος όμως δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Όταν έφτασαν στον τόπο του μαρτυρίου ό Σαπρίκιος ξαφνικά είπε: «Μην με αποκεφαλίζετε. Αρνούμαι τον Χριστό». Έτσι αρνήθηκε τον Χριστό του και χάθηκε ή ψυχή του. Την θέ­ση του πήρε ό Νικηφόρος, ό όποιος έσκυψε το κε­φάλι του κάτω από το τσεκούρι του δημίου, μαρτύρησε και δοξάστηκε στους Ουρανούς. Τρομερό, πραγματικά τρομερό γεγονός. Και νομίζω ότι πρέπει να ταράξει αυτούς πού δεν θέλουν να συγχωρούν τον πλησίον τους.
Θυμηθείτε τον Κύριο πού συγχωρούσε όλους: συγχώρησε τον ληστή πάνω στο Σταυρό, τον τελώ­νη, την πόρνη, που έβρεξε με τα δάκρυά της τα πό­δια του και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Ας θυμη­θούν αυτοί που δεν θέλουν να συγχωρούν την παρα­βολή του κακού δούλου που ο βασιλιάς τού χάρισε το πολύ μεγάλο χρέος του. Εκείνος, όμως, μόλις βγήκε από τον βασιλιά, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του όφειλε ένα μικρό ποσό, τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει, λέγοντας του: «ξόφλησέ μου το χρέος».
Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθη­καν πάρα πολύ. Πήγαν και το διηγήθηκαν στον κύ­ριο τους. Τότε ο βασιλιάς τον κάλεσε και του είπε: «Δούλε πονηρέ, πάσαν την οφειλήν άφηκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με· ουκ έδει και σε ελεήσαι τον σύνδουλόν σου, ως και εγώ σε ηλέησα; και οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδώ παν το οφειλόμενον αυτώ» (Μτ. 18, 32-34).
Φοβερός είναι αυτός ό λόγος. Μας παροτρύνει να είμαστε ελεήμονες, σπλαχνικοί και να συγχω­ρούμε τους άλλους. Εμείς όμως πολύ συχνά γινόμα­στε άσπλαχνοι, επιμένουμε στα δικά μας και δεν συγχωρούμε τον πλησίον. Έτσι πρέπει να ενεργού­με; Να εχθρευόμαστε αυτούς πού μας αδικούν; Α­σφαλώς όχι. Αν βλέπουμε τον πλησίον μας να μας κάνει κακό ή να μας προσβάλλει, δεν πρέπει να τον μισούμε. Αντίθετα, πρέπει να τον σπλαχνιζόμαστε, διότι είναι ασθενής. Ασθενεί η ψυχή του και υποφέ­ρει από μίσος. Γι' αυτό πρέπει να τον σπλαχνιζόμαστε.
Δεν πρέπει αυτόν να μισούμε, αλλά τον διάβολο και τους δαίμονες, πού φαρμάκωσαν με τήν κακία τους την καρδιά του και τον έκαναν άσπλαχνο και σκληρό. Αν τυχόν θα απαντήσουμε και εμείς με την προσβολή στην προσβολή και θ' ανάψει στην καρ­διά μας η φλόγα του μίσους, τότε ας σταματήσουμε και ας σκεφτούμε λιγάκι: και ποιός είμαι εγώ που τον μισώ, είμαι μήπως καλύτερος απ' αυτόν; Δεν είμαι και εγώ γεμάτος αμαρτία; Τότε γιατί τον μισώ; Και αμέσως θα ηρεμήσει ή καρδιά μας. Ο καλός λό­γος θα σβήσει το μίσος.
Έτσι πρέπει να ενεργούμε. Να είμαστε επιει­κείς  απέναντι των αδελφών μας πού πάσχουν από κακία και ασθενούν, τρέφοντας μίσος εναντίον μας. Με το έλαιο της Αγάπης να μαλακώνουμε την καρ­διά τους πού αιχμαλωτίστηκε από τους δαίμονες και δουλεύει σ' αυτούς.
Αρχίζει ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο Κύριος ζητά να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον. Και πρώ­τος εγώ πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμη. «Συγχω­ρήστε, πατέρες και αδελφοί, τις αμαρτίες που έκανα σ' αυτή την ημέρα και σ' όλες τις ημέρες της ζωής μου».
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Λόγοι περὶ συγχωρήσεως. Πατερικές διδαχές



Λόγοι περὶ συγχωρήσεως

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης λέγει γιὰ τὴν συγχώρεση: «“Τότε προσελθῶν αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; Ἕως ἑπτάκις; Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλὰ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά”.
Ὁ Καρδιογνώστης Κύριος ξέρει ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὑποκείμενοι σὲ συχνὲς πτώσεις, ἀλλὰ καὶ ὅτι συχνὰ μεταμελοῦνται καὶ σηκώνονται. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μᾶς ἐντέλλεται νὰ συγχωροῦμε συχνὰ τὶς παραβάσεις τους. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἴδιος πρῶτος ἐκπληρώνει τὸν ἅγιο λόγο Του. Ὅσες φορὲς πηγάζει ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἡ λέξη μετανοῶ, Ἐκεῖνος εὐθὺς σὲ συγχωρεῖ».1

Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει γιὰ τὴν συγχωρητικότητα: «Ὁ χρεωφειλέτης τῶν μυρίων ταλάντων θὰ πετύχαινε τὴν ἐξόφληση τοῦ χρέους, ἐὰν ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνανεώσει γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴν εἴσπραξη ἐξ αἰτίας τῆς ἀπανθρωπιᾶς τοῦ χρέους ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του.
Πρέπει νὰ προσέξουμε νὰ μὴ πάθουμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο, μὲ τὸ νὰ μὴ συγχωρέσουμε στοὺς χρεῶστες μας τὴν ὀφειλή, ὅταν ἐπιτύχουμε τὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ παραμείνει νόμιμο σὲ μᾶς τὸ δῶρο».2

Ὁ Γέροντας Παΐσιος σὲ ἐρώτηση «Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ συγχωρήσω εὔκολα τοὺς ἄλλους» εἶχε ἀπαντήσει: «Ἐσὺ δὲν θέλεις νὰ σὲ συγχωρῆ ὁ Χριστός; Πῶς δὲν θέλω, Γέροντα; Τότε, γιατί κι ἐσὺ δὲν συγχωρεῖς τοὺς ἄλλους; Αὐτὸ πρόσεξέ το πολύ, γιατί στενοχωρεῖ τὸν Χριστό.
Εἶναι σὰν νὰ σοῦ χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα κι ἐσὺ νὰ μὴ θέλης νὰ χαρίσης στὸν ἄλλον ἑκατὸ δηνάρια. Νὰ λὲς μὲ τὸν λογισμό σου: “Πῶς ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἀναμάρτητος μὲ ἀνέχεται συνέχεια, καὶ ἀνέχεται καὶ συγχωρεῖ δισεκατομμύρια ἀνθρώπους, κι ἐγὼ δὲν συγχωρῶ ἕνα ἄνθρωπο;”. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ μακροθυμία· δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε».3

 Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία ἐπιστολὴ πρὸς κάποια Θεοδώρα ἔγραφε: «Ἐκεῖνος, ποὺ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν σύνδουλό του τὰ ἑκατὸ δηνάρια, δὲν ἔβλαψε τόσο ἐκεῖνον, ὅσο καίρια ἐπλήγωσε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ μὲ τὴν πρὸς τὸν σύνδουλό του τσιγγουνιά ματαίωσε τὴν διαγραφὴ δέκα χιλιάδων ταλάντων, ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ παραβλέπει τὶς ἁμαρτίες τοῦ πλησίον, κάνει πιὸ ἐπιεικεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό του τὶς μελλοντικὲς εὐθύνες, καὶ ὅσο πιὸ μεγάλα ἁμαρτήματα συγχωρήσει, τόσο μεγαλύτερης συγγνώμης θὰ ἀξιωθεῖ καὶ αὐτός. Καὶ δὲν εἶναι μόνο σὲ αὐτὸ ἡ διαφορά, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι, ἐνῶ δίνει χάρη σὲ δοῦλο, παίρνει δωρεὰ ἀπὸ τὸν Δεσπότη».4  

Στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ποὺ ἔγραψε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «Σὰν ἀγαθός, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, ὅσα κάνει, τὰ κάνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κι ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ τὸν ἑαυτό του τὰ κάνει, καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά. Γιὰ νὰ μὴ θαυμάζης ὅμως τὴν εὐτυχία τῶν κακῶν ἀνθρώπων, γνώριζε ὅτι, ὅπως οἱ πόλεις τρέφουν τοὺς δημίους καὶ δὲν ἐπαινοῦν τὴν κακίστη τους προαίρεσι, ἀλλὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν, γιὰ νὰ τιμωροῦν τοὺς ἀξίους τιμωρίας· κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο βέβαια καὶ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στοὺς πονηροὺς νὰ καταδυναστεύουν τὰ βιωτικά, ὥστε διὰ μέσου αὐτῶν νὰ τιμωροῦνται οἱ ἀσεβεῖς. Ὕστερα ὅμως καὶ αὐτοὺς τοὺς παραδίδει στὴν κρίσι, ἐπειδὴ ὄχι ἀπὸ ὑπηρεσία πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ ὑποδούλωσι στὴν πονηρή τους προαίρεσι ἔκαναν τόσα δεινὰ στοὺς ἀνθρώπους».5

Καὶ πάλι ὁ Γέροντας Παΐσιος μιλώντας γιὰ τὸν ἄδικο θὰ πῆ: «Ὁ ἄδικος, καὶ γενικὰ κάθε ἔνοχος, ὅταν δὲν ζητήση συγχώρηση, ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴν συνείδησή του καὶ ἐπιπλέον ἀπὸ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ ἀδικημένου. Γιατί, ὅταν ὁ ἀδικημένος δὲν τὸν συγχωρήση καὶ γογγύζει, τότε ὁ ἄδικος ταλαιπωρεῖται πολύ, βασανίζεται.
Δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθῆ. Σὰν νὰ τὸν χτυποῦν κύματα καὶ τὸν φέρνουν σβούρα. Εἶναι μυστήριο πρᾶγμα τὸ πῶς τὸ πληροφορεῖται! Ὅπως, ὅταν ἕνας ἀγαπᾶ κάποιον καὶ τὸν σκέφτεται μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, ἐκεῖνος τὸ πληροφορεῖται, ἔτσι καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση. Ὦ, ὁ γογγυσμὸς τοῦ ἄλλου τὸν κάνει ἄνω κάτω! Καὶ μακριὰ νὰ εἶναι δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ὅταν εἶναι ἀγανακτισμένος ὁ ἄλλος ἐξ αἰτίας του».6

 Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν ἑρμηνεία του στὸ “Πάτερ ἡμῶν” γράφει: «Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν συγχώρησε τελείως ἐκείνους, ποὺ τοῦ ἔφταιξαν καὶ δὲν παρουσίασε τὴν καρδιά του στὸ Θεὸ καθαρὴ ἀπὸ λύπη καὶ λαμπερὴ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸν πλησίον, δὲν θὰ ἐπιτύχει νὰ λάβει τὰ καλά, ποὺ ἐζήτησε μὲ τὴν προσευχή του, καὶ θὰ παραδοθεῖ μὲ δίκαιη κρίση στὸν πειρασμὸ καὶ στὸν πονηρό, γιὰ νὰ μάθει νὰ καθαρίζεται, ὅταν ἁμαρτάνει, μὲ τὸ νὰ ἀφαιρεῖ τὶς μομφές, ποὺ ἔχει ἐναντίον τῶν ἄλλων». 7


1.Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου», Ἐκδ. Ἀστέρος σελ. 240.
2. Βασιλειανὸ Ἀποθησαύρισμα, Ἐκδ. Φωτοδότες σελ. 623.
3. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι τόμ. Ε΄ σελ. 222.
4.Ἰ. Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. τόμ. 38 σελ. 213
5.Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, Ἐκδ. Ρηγοπούλου σελ. 269.
6. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι τόμ. Α´ σελ. 86. 7.Φιλοκαλία τόμ. Β΄σελ. 267.

Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φυλ. 1998, 15 Νοεμβρίου 2013

Μεγάλη Σαρακοστή, στον δρόμο προς την Σταύρωση και την Ανάσταση



Μεγάλη Σαρακοστή, στον δρόμο προς την Σταύρωση και την Ανάσταση

Μεγάλη Σαρακοστή ονομάζεται η νηστεία που προηγείται του Πάσχα. Την λέμε Μεγάλη για να την ξεχωρίζουμε από την νηστεία που προηγείται των Χριστουγέννων, η οποία χαρακτηρίζεται «Μικρή» επειδή είναι ελαφρότερη. Σαρακοστή ονομάζεται επειδή γίνεται εις ανάμνηση της σαρανταήμερης νηστείας του Χριστού στην έρημο. Κάποιες ημέρες της Μεγάλης Σαρακοστής έχουν ξεχωριστή σημασία και δική τους σημειολογία. Ας τις δούμε.
Η Α΄ Κυριακή των νηστειών είναι η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Γιορτάζουμε την αναστύλωση των αγίων και σεπτών εικόνων από την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Θεοδώρα το 843 μ.Χ. Η Β΄ Κυριακή των νηστειών είναι αφιερωμένη στην μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (14ος αιώνας ). Ο Άγιος Γρηγόριος υπήρξε κορυφαίος διδάσκαλος των ορθοδόξων δογμάτων και πολέμιος των αιρέσεων. Η Γ΄ Κυριακή είναι  της Σταυροπροσκυνήσεως. Αυτή η ημέρα είναι αφιερωμένη στον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό, το σύμβολο της πίστης μας. Οι πιστοί παίρνουν δύναμη για να συνεχίσουν την νηστεία μέχρι την Ανάσταση του Κυρίου. Η Δ΄ Κυριακή τιμάται η μνήμη του Αγίου Ιωάννη, συγγραφέα της Κλίμακας. Η κλίμακα είναι ένα βιβλίο με ομιλίες του Αγίου Ιωάννη με αντικείμενο τα σκαλοπάτια της πνευματικής ανάβασης των Μοναχών μέσα από την προσωπική τους άσκηση. Επίσης την  Παρασκευή της ίδιας εβδομάδας είναι ο Ακάθιστος Ύμνος. Αφιερωμένο στην Παναγία που στέκει πάντα βοηθός των Χριστιανών σε περιόδους ειρήνης και πολέμους.
Η Ε΄ Κυριακή είναι αφιερωμένη στην μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Η Οσία σε ηλικία 12 ετών ακολούθησε ένα έκλυτο βίο. Σε ηλικία 30 ετών μετανόησε και προσκύνησε τον Χριστιανισμό όπου για το υπόλοιπο της ζωής της, 47 έτη ασκήτεψε στην έρημο. Το Σάββατο πριν την μεγάλη Εβδομάδα είναι το Σάββατο του Λαζάρου αφιερωμένη στο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου. Τελευταία Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η Κυριακή των Βαΐων. Αφιερωμένη στην θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ο λαός τον υποδέχθηκε με «Βάϊα φοινίκων» από τα οποία πήρε και το όνομα της αυτή η ημέρα.

Μεγάλη Σαρακοστή: να μην ξεχάσω…



Μεγάλη Σαρακοστή: να μην ξεχάσω…
Γράφει ο θεολόγος Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Μεγάλη Σαρακοστή: να μην ξεχάσω να προσπαθήσω γερά να εφαρμόσω όσο γίνεται τις εντολές του Χριστού μου. Αυτές (όπως γράφει ο άγιος Γέροντας Σωφρόνιος του Essex) δεν είναι εντολές, αλλά αποκάλυψη του τρόπου ζωής του Θεού (που είναι η αγάπη) και πρόσκληση για μίμηση αυτού του τρόπου. Και είναι δύο:
«Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αυτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (κατά Ματθαίον, κεφ. 22, στίχ. 37-39).
Και, για να μην απομένει αμφιβολία για το τι εννοεί ο Κύριος ως αγάπη στον πλησίον, υπάρχει ανάλυση στο κατά Λουκάν, κεφ. 6, στ. 27-45:
«Αλλά υμίν λέγω τοις ακούουσιν· αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς. τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην, και από του αίροντός σου το ιμάτιον και τον χιτώνα μη κωλύσης. παντί δε τω αιτούντί σε δίδου, και από του αίροντος τα σά μη απαίτει. και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς. Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί. Και μη κρίνετε, και ου μη κριθήτε· μη καταδικάζετε, και ου μη καταδικασθήτε· απολύετε, και απολυθήσεσθε· δίδοτε, και δοθήσεται υμίν· […]» κ.τ.λ.
να μην ξεχάσω να τηρήσω τη νηστεία, όπως την έχουν καθορίσει οι άγιοι Πατέρες κι όχι τροποποιώντας την όπως μου λέει ο εγωισμός μου ή η πνευματική μου τεμπελιά. Τη Μεγάλη Σαρακοστή δεν τρώμε ούτε ψάρι, παρά μόνο δύο φορές: τη γιορτή του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου) και την Κυριακή των Βαΐων. Μπορούμε όμως να τρώμε καλαμαροχτάποδα και ταραμά. Για τη νηστεία προσθέτω μερικές επεξηγήσεις:
Ο αθλητής, όταν προετοιμάζεται για τους αγώνες, πρέπει να προσέχει τη διατροφή του. Συχνά πρέπει να στερείται πολλά και μάλιστα πράγματα που του αρέσουν. Και ο χριστιανός, που είναι κι αυτός αθλητής, προσέχει επίσης τη διατροφή του. Συχνά στερείται πολλά και μάλιστα πράγματα που του αρέσουν. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι «κακό» να τρως ή ότι «το φαγητό είναι αμαρτία», ούτε ότι ο Θεός «μας τιμωρεί» επειδή απολαμβάνουμε κάτι νόστιμο. Η απόλαυση δε είναι αμαρτία. Αυτό δε θα έλεγε και η Κίρκη στον Οδυσσέα;
Εδώ και λίγα χρόνια, τουλάχιστον στην Ελλάδα, νομίζω πως παρατηρείται μια επιστροφή αρκετών ανθρώπων στη συνήθεια της νηστείας. Αυτό το συμπεραίνω από την προσφορά νηστίσιμων εδεσμάτων ή και γευμάτων στα καταστήματα έτοιμου φαγητού. Η νηστεία, κατά τη γνώμη μου, είναι καλή για τον άνθρωπο, ακόμη κι αν δεν ξέρει το βαθύτερο νόημά της. Αυτό το βαθύτερο νόημα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε με συντομία εδώ.
Κατ’ αρχάς, η ορθόδοξη νηστεία δεν είναι θέμα μόνο είδους αλλά και ποσότητας φαγητού. Όταν δηλαδή τρώγω μέχρι σκασμού φαγητό που θεωρείται νηστίσιμο (πράγμα που κάνω κατά κανόνα), δε νηστεύω. Επίσης, αν νηστεύω το φαγητό, αλλά συγχρόνως αμαρτάνω με την καρδιά, τις πράξεις ή τις αισθήσεις μου, δε νηστεύω.
Τέλος, αν ακολουθώ νηστίσιμο διαιτολόγιο για λόγους αποτοξίνωσης και σωματικής υγείας, ενώ δεν αισθάνομαι ορθόδοξος χριστιανός αλλά πιστεύω «όλες τις θρησκείες» ή καμία, είμαι μάλλον σε λάθος δρόμο – παρόλο που ο Θεός κάθε λάθος δρόμο μπορεί να βρει τρόπο να τον κάνει σωστό δρόμο. Άνθρωποι απ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να σωθούν, ωστόσο αυτό που κάνουν δεν είναι ορθόδοξη νηστεία.
Το νόημα της νηστείας θα μπορούσαμε ίσως να το συνοψίσουμε στα εξής:
α) αποσύρεις τις αισθήσεις σου από τις γήινες απολαύσεις, για να τις στρέψεις προς την απόλαυση της επαφής με το Θεό˙ δε νηστεύεις για να στερηθείς, αλλά για να απολαύσεις, σε ένα άλλο, ανώτερο επίπεδο απόλαυσης˙ γι’ αυτό τις περιόδους νηστείας αυξάνονται οι εκκλησιαστικές ακολουθίες και πυκνώνει η συμμετοχή στη θεία Μετάληψη˙ εμείς βέβαια τις ακολουθίες τις νιώθουμε σαν αγγαρείες, επειδή είμαστε πνευματικά αναλφάβητοι, όσο προχωρεί όμως κάποιος στην πνευματική ζωή τόσο αισθάνεται «ανέκφραστη ηδονή» από την παρουσία του στην εκκλησία˙

Η Μεγάλη Σαρακοστή: «Ένας τρόπος ζωής»Alexander Schmemann




Η Μεγάλη Σαρακοστή στη ζωή μας

Από: Α. Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή - Πορεία προς το Πάσχα, μτφρ. Ελένη Γκανούρη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999.



Η Μεγάλη Σαρακοστή: «Ένας τρόπος ζωής»

Με την παρακολούθηση των ακολουθιών, με τη νηστεία, ακόμα και με την προσευχή σε τακτά διαστήματα δεν εξαντλείται η όλη προσπάθεια στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Ή μάλλον για να είναι όλα αυτά αποτελεσματικά και να έχουν νόημα, πρέπει να υποστηρίζονται και από αυτή την ίδια τη ζωή. Χρειάζεται δηλαδή ένας «τρόπος ζωής» πού να μην έρχεται σε αντίθεση με όλα αυτά και να μην οδηγεί σε μια «διασπασμένη» ύπαρξη. Στο παρελθόν, στις ορθόδοξες χώρες η ίδια η κοινωνία πρόσφερε μια τέτοια υποστήριξη με τον συνδυασμό που είχε στα έθιμα, στις εξωτερικές αλλαγές, με τη νομοθεσία, με τους δημόσιους και ιδιωτικούς κανονισμούς, με όλα δηλαδή όσα περιλαμβάνονται στη λέξη πολιτισμός. Κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή ολόκληρη η κοινωνία υποδεχόταν ένα συγκεκριμένο ρυθμό ζωής, ορισμένους κανόνες που υπενθύμιζαν στα άτομα-μέλη της κοινωνίας την περίοδο της Σαρακοστής. Στη Ρωσία, λόγου χάρη, δεν μπορούσε κανείς εύκολα να ξεχάσει τη Σαρακοστή γιατί οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν διαφορετικά αυτή την περίοδο· τα θέατρα έκλειναν και, σε παλιότερους καιρούς, τα δικαστήρια ανέβαλλαν τη λειτουργία τους. Φυσικά όλα αυτά τα ερεθίσματα από μόνα τους, είναι φανερό, ότι δεν ήταν δυνατό να αναγκάσουν τον άνθρωπο να οδηγηθεί στη μετάνοια ή σε μια πιο ζωντανή θρησκευτική ζωή. Αλλά όμως δημιουργούσαν μια ορισμένη ατμόσφαιρα - ένα είδος σαρακοστιανού κλίματος - όπου η ατομική προσπάθεια γινόταν ευκολότερη. Ακριβώς επειδή είμαστε αδύναμοι χρειαζόμαστε τις εξωτερικές υπενθυμίσεις, τα σύμβολα, τα σημάδια. Φυσικά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος αυτά τα εξωτερικά σύμβολα ν' αποκτήσουν αυτοτέλεια, να γίνουν αυτοσκοπός, και έτσι αντί να είναι απλά μια υπενθύμιση, να γίνουν για την κοινή αντίληψη το μόνο περιεχόμενο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτόν τον κίνδυνο τον έχουμε επισημάνει παραπάνω όταν μιλήσαμε για τις εξωτερικές συνήθειες και τα πανηγύρια που αντικαθιστούν τη γνήσια προσωπική προσπάθεια. Αν όμως καταλάβουμε σωστά αυτές τις συνήθειες τότε θα γίνουν ο «κρίκος» που συνδέει την πνευματική προσπάθεια με τη ζωή.

Δεν ζούμε σε μια ορθόδοξη κοινωνία [Ο συγγραφέας, Ρώσος στην καταγωγή, ζει σήμερα στην Αμερική] και φυσικά δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί αυτό το «κλίμα της Σαρακοστής σε επίπεδο κοινωνικό. Είτε είναι Σαρακοστή είτε όχι, ο κόσμος που μας περιβάλλει, που αποτελούμε και μεις δικό του αναπόσπαστο κομμάτι, δεν αλλάζει. Κατά συνέπεια ζητιέται από μας μια νέα προσπάθεια να σκεφτούμε την απαραίτητη θρησκευτική σχέση ανάμεσα στο «εξωτερικό» και το «εσωτερικό». Η πνευματική τραγωδία της εκκοσμίκευσης είναι εκείνη που μας σπρώχνει σε μια πραγματική θρησκευτική «σχιζοφρένεια» - ένα σπάσιμο δηλαδή της ζωής μας σε δυο κομμάτια: το θρησκευτικό και το κοσμικό, που έχουν όλο και λιγότερη αλληλοεξάρτηση. Έτσι η πνευματική προσπάθεια είναι απαραίτητη για να μεταθέσει τα παραδοσιακά έθιμα και τις συνήθειες, πού είναι βασικά μέσα στην προσπάθειά μας κατά την περίοδο τής Σαρακοστής. Μ' ένα πειραματικό και αναγκαστικά σχηματικό τρόπο θα μπορούσε κανείς να δει αυτή την προσπάθεια σε δυο πλαίσια: στη ζωή μέσα στο σπίτι και στη ζωή έξω απ' αυτό.

«... Ει μη εν Προσευχή και Νηστεία»Alexander Schmemann




Η Μεγάλη Σαρακοστή στη ζωή μας

Από: Α. Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή - Πορεία προς το Πάσχα, μτφρ. Ελένη Γκανούρη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999.



«... Ει μη εν Προσευχή και Νηστεία»

Δεν μπορεί να υπάρξει Σαρακοστή χωρίς νηστεία. Όμως φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα ή δεν παίρνουν τη νηστεία στα σοβαρά ή, αν την παίρνουν, παρεξηγούν τον πραγματικό πνευματικό σκοπό της. Για μερικούς νηστεία σημαίνει ένα συμβολικό «σταμάτημα» σε κάτι· για μερικούς άλλους νηστεία είναι μια προσεκτική τήρηση των νηστευτικών κανόνων. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις σπάνια η νηστεία συνδέεται με την όλη προσπάθεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ θα πρέπει πρώτα πρώτα να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη νηστεία και ύστερα να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: Πώς μπορούμε εμείς να εφαρμόσουμε αυτή τη διδασκαλία στη ζωή μας;

Η νηστεία ή η αποχή από τις τροφές δεν είναι αποκλειστικά μια χριστιανική συνήθεια. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα σε άλλες θρησκείες ή και πέρα από τις θρησκείες, όπως λόγου χαρη, σε μερικές ειδικές θεραπείες κλπ. Σήμερα οι άνθρωποι νηστεύουν (απέχουν από το φαγητό) για πάρα πολλές αιτίες ακόμα και για πολιτικούς, μερικές φορές λόγους. Είναι πολύ βασικό λοιπόν να ξεχωρίσουμε το μοναδικό περιεχόμενο στη χριστιανική νηστεία. Αυτό μας αποκαλύπτεται πρώτα απ' όλα στην αλληλοεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε δυο γεγονότα που βρίσκονται στην Αγία Γραφή: το ένα στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης και το άλλο στην αρχή της Καινής Διαθήκης. Το πρώτο γεγονός είναι το «σταμάτημα της νηστείας» από τον Αδάμ στον Παράδεισο. Έφαγε, ο Αδάμ, από τον απαγορευμένο καρπό. Έτσι μας παρουσιάζεται η πρώτη αμαρτία του ανθρώπου. Ο Χριστός, ο Νέος Αδάμ -και αυτό είναι το δεύτερο γεγονός- αρχίζει με νηστεία. Ο Αδάμ πειράσθηκε και υπόκυψε στον πειρασμό. Ο Χριστός πειράσθηκε και νίκησε τον πειρασμό. Η συνέπεια της αποτυχίας του Αδάμ είναι η έξωσή του από τον Παράδεισο και ο θάνατος. Ο καρπός της νίκης του Χριστού είναι η συντριβή του θανάτου και η δική μας επιστροφή στον Παράδεισο. Tα περιορισμένα περιθώρια που διαθέτουμε εδώ δεν μας επιτρέπουν να δώσουμε λεπτομερείς εξηγήσεις για το νόημα αυτού του παραλληλισμού. Οπωσδήποτε όμως είναι φανερό ότι απ' αυτή την άποψη η νηστεία μας παρουσιάζεται σαν κάτι που έχει αποφασιστική και τελειωτική σημασία. Δεν είναι μια απλή «υποχρέωση», ένα έθιμο· είναι δεμένη μ' αυτό το ίδιο το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της σωτηρίας και της καταδίκης.

Συμμετοχή στις Ακολουθίες της Μεγάλης Σαρακοστής Alexander Schmemann



Η Μεγάλη Σαρακοστή στη ζωή μας

Από: Α. Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή - Πορεία προς το Πάσχα, μτφρ. Ελένη Γκανούρη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999.



Συμμετοχή στις Ακολουθίες της Μεγάλης Σαρακοστής

Έχουμε ξαναπεί ότι κανένας δεν μπορεί να παρακολουθήσει ολόκληρο το λατρευτικό κύκλο της Μεγάλης Σαρακοστής. Ο καθένας όμως μπορεί να παρακολουθήσει μερικές έστω ακολουθίες. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για κείνους που στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής δεν αυξάνουν το χρόνο για παρακολούθηση και συμμετοχή στη Θεία Λατρεία. Εδώ και πάλι οι προσωπικές συνθήκες, οι ατομικές δυνατότητες και αδυναμίες μπορεί να ποικίλουν και να οδηγούν σε διάφορες αποφάσεις· αλλά είναι ανάγκη να υπάρξει μια απόφαση, είναι ανάγκη να γίνει μια προσπάθεια, να υπάρξει μια σταθερή επιδίωξη.

Από την πλευρά της λειτουργικής ζωής μπορούμε εμείς να προτείνουμε το κατώτατο όριο παρακολούθησης όχι με σκοπό την πνευματικά καταστρεπτική αίσθηση ότι έχουμε εκπληρώσει μια υποχρέωσή μας, αλλά να πάρουμε τουλάχιστον τα στοιχειώδη από το λειτουργικό πνεύμα της Σαρακοστής.

Πρώτα πρώτα θα πρέπει, στα πλαίσια της ενορίας, να γίνει κάποια ειδική προσπάθεια για μια ανάλογη γιορταστική τέλεση του Εσπερινού της Κυριακής της Συγγνώμης. Είναι στ' αλήθεια τραγικό το ότι σε πολλές εκκλησίες αυτή η ακολουθία ή δεν γίνεται καθόλου ή δεν της δίνουν όση φροντίδα και προσοχή της αρμόζει. Θα πρέπει να γίνει, η ακολουθία αυτή, μια από τις πιο μεγάλες ετήσιες εκδηλώσεις της ενορίας και σαν τέτοια να προετοιμάζεται ανάλογα. Η προετοιμασία μπορεί να περιλάβει τη σχετική εξάσκηση των ψαλτών, την εξήγηση του νοήματος της ακολουθίας με κηρύγματα ή άρθρα σε ενοριακά φυλλάδια, τον προγραμματισμό για την τέλεσή της σε ώρα που οι περισσότεροι από τους ενορίτες να μπορούν να την παρακολουθήσουν. Με άλλα λόγια δηλαδή να γίνει η ακολουθία αυτή ένα αληθινό πνευματικό γεγονός. Γιατί το επαναλαμβάνουμε, τίποτε περισσότερο από την ακολουθία αυτή δέν φανερώνει το νόημα της Μεγάλης Σαρακοστής, σαν κρίση μετάνοιας, συμφιλίωσης, σαν ένα ξεκίνημα όλων μαζί για το κοινό ταξίδι.

Η επόμενη προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην πρώτη εβδομάδα των Νηστειών. Ειδική προσπάθεια πρέπει να γίνει για ταν παρακολούθηση τουλάχιστον μια ή δυό φορές του Μεγάλου Κανόνα του αγίου Ανδρέα. Όπως έχουμε πει, οι λατρευτικές εκδηλώσεις αυτών των πρώτων ημερών πρόκειται να μας μεταφέρουν στην πνευματική διάθεση της Σαρακοστής την οποία έχουμε περιγράψει σαν «χαρμολύπη».

Alexander Schmemann Η Μεγάλη Σαρακοστή στη ζωή μας


Από: Α. Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή - Πορεία προς το Πάσχα, μτφρ. Ελένη Γκανούρη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999.



«Ας την πάρουμε στα σοβαρά...»

Μέχρι τώρα [στα προηγούμενα κεφάλαια του έργου] μιλήσαμε για τη διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με τη Μεγάλη Σαρακοστή όπως μας μεταδίδεται κυρίως μέσα από τη λατρεία αυτής της περιόδου. Τώρα μπορεί κανείς να ρωτήσει: Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε στη ζωή μας αυτή τη διδασκαλία; Πώς θα μπορούσε η Μεγάλη Σαρακοστή να έχει όχι μια απλή επιφανειακή αλλά μια αληθινή επίδραση στην ύπαρξή μας;

Τούτη η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που ζούσαν τον καιρό που γράφονταν αυτοί οι ύμνοι και οι ακολουθίες και συντάσσονταν οι κανόνες και τα τυπικά. Ζούσε τότε κανείς σε μια σχετικά μικρή καί βασικά αγροτική κοινωνία, μέσα σ' ένα οργανωμένο ορθόδοξο κόσμο και η Εκκλησία διαμόρφωνε το γενικό ρυθμό της ζωής του. Τώρα όμως ζούμε σε τεράστια αστικά κέντρα, σε τεχνοκρατούμενες κοινωνίες, πληθωρικές στα θρησκευτικά «πιστεύω» τους με εκκοσμικευμένες απόψεις για τον κόσμο και μέσα σ' αυτές εμείς οι ορθόδοξοι αποτελούμε μια ασήμαντη μειονότητα. Η Μεγάλη Σαρακοστή δεν είναι πια «αισθητή» όπως ήταν παλιά στην Ελλάδα ή στην Ρωσία, ας πούμε. Η ερώτησή μας λοιπόν είναι πολύ ουσιαστική: πώς μπορούμε εμείς -πέρα από το να κάνουμε μια ή δυο «συμβατικές» αλλαγές στην καθημερινή ζωή μας - να τηρήσουμε τή Σαρακοστή;

Είναι φανερό, λόγου χάρη, ότι για τους πιο πολλούς από τους πιστούς το να παρακολουθούν καθημερινά τις ακολουθίες αυτής της περιόδου είναι πέρα από κάθε συζήτηση. Εξακολουθούν, φυσικά να εκκλησιάζονται την Κυριακή, αλλά, όπως έχουμε πεί, τις Κυριακές της Σαρακοστής η Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον εξωτερικά, δεν αντανακλά κάτι από τη Μεγάλη Σαρακοστή και έτσι δεν μπορεί κανείς να έχει ούτε καν την αίσθηση του λατρευτικού τυπικού της Σαρακοστής, δεδομένου μάλιστα ότι η λατρεία είναι το μόνο μέσο που μας μεταφέρει στο πνεύμα της Σαρακοστής. Και εφ' όσον η Σαρακοστή με κανένα τρόπο δεν χρωματίζει τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουμε, δεν είναι ν' απορεί κανείς που αρνητικά καταλαβαίνουμε τη Σαρακοστή· δηλαδή, σαν μια περίοδο στην οποία απαγορεύονται μερικά πράγματα, όπως το κρέας, τα λίπη, οι χοροί και οι διασκεδάσεις. Η συνηθισμένη ερώτηση: «τι προσπαθείς να στερηθείς τούτη τη Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια την αρνητική προσέγγιση της Σαρακοστής. Σαν Θετική προσέγγιση, θεωρείται η αντίληψη ότι η Σαρακοστή είναι ο καιρός για την πραγματοποίηση της ετήσιας «υποχρέωσης» της Εξομολόγησης και της θείας Κοινωνίας («... και όχι αργότερα από την Κυριακή των Βαΐων...» έγραφε ένα φυλλαδιάκι μιας ενορίας). Και αφού εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση τότε το υπόλοιπο της Σαρακοστής φαίνεται να χάνει όλα τα θετικά νοήματα.

Έτσι είναι φανερό ότι έχει αναπτυχτεί μια, μάλλον βαθιά, διαφωνία ανάμεσα στο πνεύμα ή τη «θεωρία» της Σαρακοστής, που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε με βάση τη λατρεία, και στην κοινή και συνηθισμένη αντίληψη που επικρατεί και υποστηρίζεται όχι μόνο από τους λαϊκούς αλλά ακόμα και από τους ίδιους τους κληρικούς. Γιατί είναι πάντοτε πολύ πιο εύκολο να περιορίσεις κάτι πνευματικό μέσα σε κάτι τυπικό παρά ν' αναζητήσεις το πνευματικό μέσα στο τυπικό. Μπορούμε να πούμε, χωρίς καμιά υπερβολή, ότι αν και η Μεγάλη Σαρακοστή «τηρείται" ακόμα, όμως έχει χάσει την επίδρασή της στη ζωή μας, σταμάτησε να είναι το λουτρό της μετανοίας και της ανανέωσης που είχε σαν σκοπό της, σύμφωνα με τη λειτουργική καί πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αλλά τότε, μπορούμε άραγε να ξαναβρούμε και να ξανακάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή μια πνευματική δύναμη για την καθημερινή πραγματικότητα της ύπαρξής μας; Η απάντηση σ' αυτή την ερώτηση εξαρτάται πρώτα πρώτα - θα έλεγα και μοναδικά - από το αν επιθυμούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη Μεγάλη Σαρακοστή ή όχι. Όσο και αν είναι νέες ή διαφορετικές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε σήμερα, όσο και αν είναι πραγματικές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που υψώνονται από το σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε απ' αυτό δεν αποτελεί αμετάκλητο εμπόδιο, τίποτε δεν κάνει τη Μεγάλη Σαρακοστή «αδύνατη».

Η πραγματική αιτία για την οποία βαθμιαία χάνουμε την επίδραση της Σαρακοστής στη ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Είναι η δική μας συνειδητή ή ασυνείδητη μείωση της θρησκείας σε ένα επιπόλαιο τυπικισμό και συμβολισμό, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το ξεστράτισμα και μετριάζει τη σοβαρότητα των απαιτήσεων της θρησκείας από τη ζωή μας, την αίτηση για δέσμευση και προσπάθεια.